Language of document : ECLI:EU:T:2012:325

Υπόθεση T‑372/10

Bolloré

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά του αυτογραφικού χαρτιού — Καθορισμός των τιμών — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Απόφαση ληφθείσα κατόπιν ακυρώσεως μιας πρώτης αποφάσεως — Καταλογισμός της παραβάσεως στη μητρική εταιρία, υπό την ιδιότητα του άμεσου αυτουργού — Αρχή “nullum crimen nulla peona sine lege” — Ασφάλεια δικαίου — Προσωποπαγές των ποινών — Δίκαιη δίκη — Ίση μεταχείριση — Εύλογο χρονικό διάστημα — Δικαιώματα άμυνας — Πρόστιμα — Παραγραφή — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Συνεργασία»

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 27ης Ιουνίου 2012?II ‑ 0000

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Παραβίαση της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

2.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Αδυναμία προβλέψεως της ευθύνης των μητρικών εταιριών — Δεν υφίσταται — Παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

3.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Ευθύνη της μητρικής εταιρίας μη δυνάμενη να θεωρηθεί ευθύνη άνευ υπαιτιότητας — Κύρωση επιβληθείσα στην μητρική εταιρία — Παραβίαση της αρχής του προσωποπαγούς των ποινών — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ)

4.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ακροάσεις — Ακρόαση επιχειρήσεως απουσία των μελών της Επιτροπής — Προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρο 14 § 1)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη — Σώρευση εκ μέρους της Επιτροπής των λειτουργιών διερεύνησης και επιβολής των κυρώσεων — Παράβαση της απαιτήσεως περί αμεροληψίας — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

6.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη — Έκδοση, κατόπιν ακυρώσεως από τον δικαστή της Ένωσης, νέας πράξεως βάσει των πρότερων έγκυρων προπαρασκευαστικών πράξεων — Βεβαίωση εκ μέρους της Επιτροπής της αποφασιστικότητάς της να μην επιτρέψει στις επιχειρήσεις να αποφεύγουν τις κυρώσεις για διαδικαστικούς λόγους — Παράβαση της απαιτήσεως περί αμεροληψίας — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ)

7.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Πρόωρη εκδήλωση εκ μέρους της Επιτροπής της πεποιθήσεώς της περί υπάρξεως της παραβάσεως — Επίπτωση επί του υποστατού της μεταγενεστέρως προσκομισθείσας αποδείξεως της παραβάσεως — Δεν υφίσταται

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Εκτίμηση σε συνάρτηση με την ατομική συμπεριφορά της επιχειρήσεως — Επίπτωση της μη επιβολής κυρώσεως σε άλλον επιχειρηματία — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

9.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Τήρηση ευλόγου χρόνου — Διοικητική διαδικασία — Κριτήρια εκτιμήσεως — Ανταγωνισμός — Διοικητική και ένδικη διαδικασία — Διάκριση για την εκτίμηση της τήρησης ευλόγου χρόνου

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47 § 2· κανονισμοί του Συμβουλίου 17 και 1/2003)

10.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Παραγραφή όσον αφορά τα πρόστιμα — Αποκλειστική εφαρμογή των κανονισμών 2988/74 και 1/2003 — Μη εφαρμογή των εκτιμήσεων που αφορούν την αρχή της τηρήσεως ευλόγου χρόνου

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 2988/74 και 1/2003)

11.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Υποχρέωση της Επιτροπής — Τήρηση ευλόγου χρόνου — Ακύρωση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση, λόγω υπερβολικά μακράς διάρκειας της διαδικασίας — Προϋπόθεση — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των οικείων επιχειρήσεων — Αδυναμία μητρικής εταιρίας να αμυνθεί κατόπιν της μεταβιβάσεως της θυγατρικής της και των αρχείων της — Περιστάσεις δυνάμενες να καταλογιστούν αποκλειστικά στην εταιρία αυτή

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

12.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Τήρηση ευλόγου χρόνου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

13.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Παραγραφή όσον αφορά τα πρόστιμα — Συμπλήρωση της παραγραφής έναντι της θυγατρικής — Δεν ασκεί επιρροή στην ευθύνη της μητρικής εταιρίας

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 25)

14.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Παραγραφή όσον αφορά τις διώξεις — Διακοπή — Περιεχόμενο — Παραγραφή διακοπείσα έναντι όλων των μετεχόντων στην παράβαση — Έννοια της επιχειρήσεως που μετέσχε στην παράβαση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 25 §§ 3 και 4)

15.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — ΄Υψος — Καθορισμός — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης — Περιεχόμενο

(Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

16.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Κακή οικονομική κατάσταση του επίμαχου τομέα — Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

17.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μείωση του ύψους του προστίμου λόγω της συνεργασίας της κατηγορούμενης επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις — Ανάγκη υπάρξεως συμπεριφοράς η οποία να διευκόλυνε την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παραβάσεως — Έννοια

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής, τίτλος Δ)

1.      Σύμφωνα με την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege, ο νόμος πρέπει να ορίζει σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές με τις οποίες τιμωρούνται οι πράξεις αυτές. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο πολίτης μπορεί να γνωρίζει, με βάση το κείμενο της σχετικής διατάξεως και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στην εν λόγω διάταξη από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις στοιχειοθετούν την ποινική ευθύνη του. Συναφώς, η έννοια του «δικαίου» κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αντιστοιχεί στην έννοια του «νόμου» που χρησιμοποιείται σε άλλες διατάξεις της ίδιας συμβάσεως και περιλαμβάνει το δίκαιο τόσο νομοθετικής όσο και νομολογιακής προελεύσεως

Συνεπώς, η απόφαση της Επιτροπής που επιβάλλει κύρωση σε επιχείρηση για τον λόγο ότι ήταν η μητρική εταιρία ενός συμμετόχου συμπράξεως με τον οποίο συναποτελούσε μια οικονομική ενότητα, ουδόλως παραβιάζει την αρχή nullum crimen nulla peona sine lege, εφόσον η παράβαση που διαπίστωσε η Επιτροπή ορίζεται σαφώς στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και ο καταλογισμός στη μητρική εταιρία της παραβάσεως που διέπραξε η θυγατρική, με το αιτιολογικό ότι οι εταιρίες αυτές απαρτίζουν μία ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης και, συνεπώς, ότι η μητρική εταιρία θεωρείται ότι μετέσχε στην παράβαση όπως και η θυγατρική της, προκύπτει επίσης σαφώς από το δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με την ήδη παλαιά νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 35-37, 42)

2.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, οι προϋποθέσεις της ευθύνης των μητρικών εταιριών για τη συμπεριφορά των θυγατρικών τους ουδόλως χαρακτηρίζονται από απόλυτη αδυναμία προβλέψεως η οποία θα αντέβαινε στην αρχή της ασφαλείας δικαίου.

Το γεγονός, αφενός, ότι η έννοια της επιχειρήσεως εφαρμόζεται σε δυνητικά ποικίλους τρόπους ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, διότι η επιχείρηση κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης περιλαμβάνει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του, και, αφετέρου, ότι ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να νοείται ως οικονομική ενότητα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ουδόλως επηρεάζει το γεγονός ότι η έννοια της επιχειρήσεως, ως οικονομικής ενότητας, είναι απολύτως προσδιορισμένη και προβλέψιμη όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των μητρικών εταιριών και των κατά 100 % θυγατρικών εταιριών.

Περαιτέρω, το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει κύρωση αποκλειστικά στη θυγατρική, ή αποκλειστικά στη μητρική εταιρία, ή ακόμη και σε αμφότερες, ουδόλως συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου, η οποία επιτάσσει οι σχετικοί κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και συγκεκριμένοι και σκοπεί στην εξασφάλιση του προβλέψιμου των εννόμων καταστάσεων και σχέσεων. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια που έχει η Επιτροπή να επιβάλει την κύρωση στη μια και/ή στην άλλη από τις δύο οντότητες, τις οποίες αποτελούν η μητρική και η θυγατρική εταιρία, οι οποίες συναπαρτίζουν μια επιχείρηση που έχει παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ ή το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, απορρέει σαφώς από την από κοινού ευθύνη τους.

(βλ. σκέψεις 43, 48-50)

3.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, το θεμέλιο της ευθύνης της μητρικής εταιρίας δεν αποτελεί ευθύνη άνευ υπαιτιότητας για πράξεις τρίτου, αλλά ευθύνη λόγω υπαιτιότητας και προσωποπαγούς χαρακτήρα.

Πράγματι, το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης στηρίζεται στην αρχή της προσωπικής ευθύνης της οικονομικής ενότητας που διέπραξε την παράβαση. Αν όμως η μητρική εταιρία αποτελεί τμήμα της οικονομικής αυτής ενότητας, τότε η μητρική εταιρία θεωρείται αλληλεγγύως υπεύθυνη, για τις παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, με τα λοιπά νομικά πρόσωπα που αποτελούν την ενότητα αυτή. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν η μητρική εταιρία δεν συμμετέχει άμεσα στην παράβαση, ασκεί, στην περίπτωση αυτή, καθοριστική επιρροή επί των θυγατρικών της που συμμετείχαν στην παράβαση. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αυτό, η ευθύνη της μητρικής εταιρίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά αντικειμενική ευθύνη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική εταιρία καταδικάζεται για παράβαση που λογίζεται ότι διέπραξε η ίδια.

Συνεπώς, η κύρωση που η Επιτροπή επιβάλλει σε μητρική εταιρία λόγω της συμμετοχής της θυγατρικής της σε σύμπραξη δεν συνιστά παραβίαση της αρχής του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών, κατά την οποία κανείς δεν τιμωρείται παρά για πράξεις που έχει τελέσει ο ίδιος.

(βλ. σκέψεις 51-52)

4.      Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, δεν προσβάλλεται το δικαίωμα επιχειρήσεως σε δίκαιη δίκη λόγω του ότι κανένα μέλος της Επιτροπής δεν παρέστη στην ακρόαση της επιχειρήσεως αυτής.

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν αποτελεί δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 47 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, το γεγονός ότι κανένα από τα μέλη της Επιτροπής δεν παρέστη στην ακρόαση της οικείας επιχειρήσεως δεν είναι ικανό να καταστήσει πλημμελή τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής. Στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, τίποτε δεν εμποδίζει τα μέλη της Επιτροπής που είναι αρμόδια να λάβουν απόφαση περί επιβολής προστίμου να ενημερώνονται για τα αποτελέσματα της ακροάσεως από πρόσωπα στα οποία η Επιτροπή ανέθεσε τη διεξαγωγή της. Η λύση αυτή, που στηρίζεται στη διοικητική —και όχι δικαιοδοτική— διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, είναι έγκυρη στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ], και, ακριβέστερα, του άρθρου του 14, παράγραφος 1.

(βλ. σκέψεις 56-60)

5.      Κατά τη διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή πρέπει να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης στις οποίες συγκαταλέγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του οποίου εκδήλωση συνιστά η απαίτηση περί αμεροληψίας. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Επιτροπή, διοικητικό όργανο, ασκεί ταυτοχρόνως τις λειτουργίες διερεύνησης και επιβολής της κυρώσεως όσον αφορά τις παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν συνιστά παράβαση της απαιτήσεως αυτής περί αμεροληψίας, εφόσον οι αποφάσεις της υπόκεινται στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης. Το γεγονός ότι μια νέα απόφαση εκδόθηκε μετά την εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης ακύρωση μιας πρώτης αποφάσεως ουδόλως θέτει εν αμφιβόλω την εκτίμηση αυτή.

(βλ. σκέψεις 65-67)

6.      Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, ουδεμία μεροληψία υφίσταται στο γεγονός ότι η Επιτροπή επανέλαβε τη διαδικασία από το σημείο στο οποία διαπιστώθηκε η έλλειψη νομιμότητας μιας πρώτης αποφάσεως, καθόσον η διαδικασία που αποβλέπει στην αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως μπορεί καταρχήν να επαναλαμβάνεται από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο τελέστηκε η παρανομία.

Ομοίως δεν αποτελεί εκδήλωση μεροληψίας η εκ μέρους της Επιτροπής βεβαίωση της αποφασιστικότητάς της να μην επιτρέψει στα μέλη των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό συμπράξεων να αποφεύγουν, για διαδικαστικούς λόγους, τις κυρώσεις που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον τούτο συνιστά απλώς την επιβεβαίωση μιας σαφούς βουλήσεως, που είναι πλήρως σύμφωνη με την αποστολή που έχει ανατεθεί στην Επιτροπή, αποκαταστάσεως, ανά περίπτωση, των διαπιστουμένων διαδικαστικών παρατυπιών, προκειμένου να μην εξασθενίσει την αποτελεσματικότητα του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 73-74)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 78)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 93)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 103-105, 107, 111)

10.    Καίτοι η υπέρβαση ενός εύλογου χρονικού διαστήματος μπορεί να δικαιολογεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ακύρωση μιας αποφάσεως διαπιστώνoυσας παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού, τούτο ωστόσο δεν συμβαίνει όταν αμφισβητείται το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή, εφόσον η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα διέπεται από ρύθμιση, η οποία έχει ορίσει συναφώς χρόνο παραγραφής.

Όμως, ο κανονισμός 2988/74, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, κατόπιν δε ο κανονισμός 1/2003 που τον διαδέχθηκε στον τομέα του ανταγωνισμού, θέσπισαν μια πλήρη ρύθμιση που διέπει λεπτομερώς τις προθεσμίες εντός των οποίων η Επιτροπή, χωρίς να προσβάλλει τη θεμελιώδη επιταγή της ασφαλείας δικαίου, έχει την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο διαδικασιών εφαρμογής των περί ανταγωνισμού κανόνων της Ένωσης. Δεδομένης της ρυθμίσεως αυτής, αποκλείεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός συνδεόμενος με την υποχρέωση της Επιτροπής να ασκεί την εξουσία της επιβολής προστίμων εντός ευλόγου χρόνου.

(βλ. σκέψεις 115-117)

11.    Στην περίπτωση αποφάσεως της Επιτροπής διαπιστώνoυσας παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ένωσης, η υπέρβαση του εύλογου χρονικού διαστήματος δεν μπορεί να αποτελεί λόγο ακυρώσεως, παρά μόνον εφόσον έχει αποδειχθεί ότι η παραβίαση της αρχής αυτής προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Πέραν της συγκεκριμένης αυτής περιπτώσεως, η μη τήρηση της υποχρεώσεως αποφάνσεως εντός εύλογου χρονικού διαστήματος δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους της βάσει του κανονισμού 17 και του κανονισμού 1/2003 διοικητικής διαδικασίας.

Συναφώς, εναπόκειται στη μητρική εταιρία να μεριμνήσει, σε περίπτωση πωλήσεως θυγατρικής της, να διαφυλάξει, στα δικά της βιβλία και αρχεία ή με κάθε άλλο μέσο, όπως για παράδειγμα ένα δικαίωμα προσβάσεως στα μεταβιβασθέντα αρχεία, τα στοιχεία που θα της παρείχαν τη δυνατότητα να περιγράψει τη δραστηριότητα της θυγατρικής της, προκειμένου να διαθέτει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για να μπορεί να αμύνεται σε περίπτωση ενδίκων ή διοικητικών διαδικασιών. Συνεπώς, όταν μια επιχείρηση ισχυρίζεται ότι τελεί σε αδυναμία να αμυνθεί κατά της ενοχοποιήσεώς της, σε μια δεύτερη διοικητική διαδικασία, υπό την ιδιότητα της μητρικής εταιρίας, λόγω του ότι μεταβίβασε τη θυγατρική της μαζί με τα αρχεία της, η αδυναμία αυτή ουδόλως προκύπτει από την πάροδο του χρόνου μεταξύ του πέρατος της παραβάσεως και της ανακοινώσεως των αιτιάσεων στο πλαίσιο της δεύτερης αυτής διοικητικής διαδικασίας ή από σφάλματα της Επιτροπής, αλλά αποκλειστικά από περιστάσεις που καταλογίζονται στη μητρική αυτή εταιρία.

(βλ. σκέψεις 119, 152-153)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 142-149)

13.    Το ενδεχόμενο να μην μπορεί πλέον να επιβληθεί κύρωση στη θυγατρική μητρικής εταιρίας για τη παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ένωσης, είτε λόγω της εξαφανίσεως της θυγατρικής αυτής είτε λόγω της συμπληρώσεως της παραγραφής υπέρ της θυγατρικής αυτής, δεν ασκεί επιρροή στη δυνατότητα επιβολής κυρώσεως στη μητρική εταιρία, η οποία λογίζεται η ίδια ως αυτουργός της παραβάσεως λόγω της οικονομικής ενότητας με τη θυγατρική της. Βεβαίως, η ευθύνη της μητρικής εταιρίας δεν θα υφίστατο αν αποδεικνυόταν ότι δεν υπήρξε παράβαση, αλλά η ευθύνη αυτή δεν μπορεί να εξαφανισθεί λόγω του ότι η κύρωση παρεγράφη έναντι της θυγατρικής. Συγκεκριμένα, η παραγραφή που προβλέπει το άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003 δεν έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη της υπάρξεως μιας παραβάσεως, αλλά μόνο το ότι αυτοί που επωφελούνται από την παραγραφή αποφεύγουν τις κυρώσεις.

(βλ. σκέψη 194)

14.    Ο σκοπός του άρθρου 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 είναι να ορίσει την περίμετρο των ενεργειών της Επιτροπής που συνεπάγονται διακοπή της παραγραφής. Η διάταξη αυτή περιορίζει ρητώς την περίμετρο αυτή στις ενέργειες διερευνήσεως ή διώξεως που κοινοποιούνται σε μία (τουλάχιστον) επιχείρηση που μετέσχε στην παράβαση, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, σε μια επιχείρηση που προσδιορίστηκε ως τέτοια στην απόφαση με την οποία επιβάλλεται κύρωση για την παράβαση.

Όσον αφορά το άρθρο 25, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, το άρθρο αυτό ορίζει ότι η διακοπή της παραγραφής ισχύει για «όλες» τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση. Σκοπός του άρθρου αυτού είναι, συνεπώς, να ορίσει την περίμετρο των επιχειρήσεων έναντι των οποίων ισχύει μια διακοπή της παραγραφής. Με τη λέξη «όλες» που χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή αποσκοπείται να υπογραμμιστεί ότι αυτό που έχει σημασία είναι η αντικειμενική συμμετοχή της οικείας επιχειρήσεως στην παράβαση, ανεξάρτητα, συνεπώς, από το ζήτημα υπό ποια ιδιότητα η επιχείρηση αυτή μετέσχε στην παράβαση, ή αν η επιχείρηση αυτή ήταν γνωστή στην Επιτροπή πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ή αν ήταν ή όχι αποδέκτης πράξεως διακόπτουσας την παραγραφή πριν από αυτήν την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ή ακόμη αν είχε επιτύχει κατά το παρελθόν την ακύρωση μιας πρώτης αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή της επέβαλε κύρωση.

Συνεπώς, αν μια επιχείρηση έχει μετάσχει στην παράβαση, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, αν η επιχείρηση αυτή έχει προσδιοριστεί ως τέτοια στην προσβαλλόμενη απόφαση, η διακοπή της παραγραφής, που προκύπτει από την κοινοποίηση μιας πράξεως διερευνήσεως και διώξεως σε μία τουλάχιστον επιχείρηση (στην ίδια ή σε μια άλλη) που έχει επίσης προσδιοριστεί ως έχουσα μετάσχει στην παράβαση, ισχύει έναντι αυτής.

(βλ. σκέψεις 198-199, 201-203, 205)

15.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 220)

16.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 234-235)

17.    Βλ το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 253-254, 258-261)