Language of document : ECLI:EU:C:2019:249

Υπόθεση C-377/16

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 26ης Μαρτίου 2019

«Προσφυγή ακυρώσεως – Γλωσσικό καθεστώς – Διαδικασία επιλογής συμβασιούχων υπαλλήλων – Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος – Οδηγοί – Ομάδα καθηκόντων I – Γλωσσικές γνώσεις – Περιορισμός των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική – Γλώσσα επικοινωνίας – Κανονισμός 1 – Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων – Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού – Δυσμενής διάκριση λόγω γλώσσας – Δικαιολόγηση – Συμφέρον της υπηρεσίας»

1.        Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την κατάρτιση βάσης δεδομένων με τα στοιχεία των υποψηφίων προς πρόσληψη ως συμβασιούχων υπαλλήλων – Γλώσσες επικοινωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (EPSO) και των υποψηφίων – Περιορισμός – Επιτρέπεται – Αιτιολογία – Δικαιολόγηση βάσει του συμφέροντος της υπηρεσίας – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1δ §§ 1 και 6· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 80 § 4· κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 5)

(βλ. σκέψεις 38-40, 44, 47, 51)

2.        Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την κατάρτιση βάσης δεδομένων με τα στοιχεία των υποψηφίων προς πρόσληψη ως συμβασιούχων υπαλλήλων – Περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας – Διάκριση λόγω γλώσσας – Δικαιολόγηση βάσει του συμφέροντος της υπηρεσίας – Δεν χωρεί

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1δ § 6)

(βλ. σκέψεις 63, 67, 70, 72-74, 78)

3.        Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την κατάρτιση βάσης δεδομένων με τα στοιχεία των υποψηφίων προς πρόσληψη ως συμβασιούχων υπαλλήλων – Περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1δ § 6)

(βλ. σκέψεις 68, 69)

4.        Υπαλληλικές προσφυγές – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Ακύρωση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την κατάρτιση βάσης δεδομένων με τα στοιχεία των υποψηφίων προς πρόσληψη ως συμβασιούχων υπαλλήλων – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιλεγέντων υποψηφίων – Διαχρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων – Αποκλείεται

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

(βλ. σκέψεις 83-88)

Σύνοψη

Στις διαδικασίες επιλογής του προσωπικού των θεσμικών οργάνων της Ένωσης δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, η διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας

Με την απόφαση Ισπανία κατά Κοινοβουλίου (C-377/16) της 26ης Μαρτίου 2019, το Δικαστήριο, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ακύρωσε πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος καταρτισθείσα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων για την εκτέλεση καθηκόντων οδηγού, η οποία περιόριζε τις γλώσσες που μπορούσαν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής και προέβλεπε τη χρήση των γλωσσών αυτών ως γλωσσών επικοινωνίας για τους σκοπούς της διαδικασίας.

Στις 14 Απριλίου 2016, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κίνησε τη διαδικασία πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος προκειμένου να καταρτίσει βάση δεδομένων με τα στοιχεία των υποψηφίων προς πρόσληψη ως συμβασιούχων υπαλλήλων για την εκτέλεση καθηκόντων οδηγού. Ο τίτλος IV της πρόσκλησης αυτής όριζε ότι η επίμαχη πρόσληψη τελούσε υπό τον όρο της «ικανοποιητική[ς] γνώση[ς] [...] της αγγλικής, γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας» ως «γλώσσα[ς] 2». Κατά το Κοινοβούλιο, ο περιορισμός αυτός ανταποκρινόταν στο συμφέρον της υπηρεσίας το οποίο επιβάλλει όπως «οι νεοπροσλαμβανόμενοι είναι αμέσως λειτουργικοί και ικανοί να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία», δεδομένου ότι οι τρεις αυτές γλώσσες είναι οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενες στο εν λόγω θεσμικό όργανο. Οι υποψήφιοι όφειλαν, περαιτέρω, να υποβάλουν την υποψηφιότητά τους χρησιμοποιώντας ένα ηλεκτρονικό έντυπο εγγραφής το οποίο διατίθετο μόνο σε αυτές τις τρεις γλώσσες στον δικτυακό τόπο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (EPSO).

Όσον αφορά τον ενδεχόμενο περιορισμό της επιλογής των γλωσσών για την επικοινωνία μεταξύ των υποψηφίων και της EPSO στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας επιλογής, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι υποψήφιοι πράγματι στερήθηκαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν την επίσημη γλώσσα της επιλογής τους για την υποβολή της υποψηφιότητάς τους και, επομένως, υπέστησαν διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 1/58 (1), τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται στα όργανα της Ένωσης από πρόσωπο το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους συντάσσονται, κατ’ επιλογήν του αποστέλλοντος, σε μία από τις επίσημες γλώσσες του άρθρου 1 του κανονισμού αυτού. Το εν λόγω δικαίωμα να επιλέγουν τα πρόσωπα αυτά, μεταξύ των επισήμων γλωσσών της Ένωσης, τη γλώσσα που θα χρησιμοποιήσουν κατά τις επαφές τους με τα θεσμικά όργανα έχει θεμελιώδη σημασία, ως ουσιώδης συνιστώσα του σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας της Ένωσης, της οποίας η σημασία υπενθυμίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και στο άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά ταύτα, στο ειδικό πλαίσιο των διαδικασιών επιλογής του προσωπικού της Ένωσης, τα θεσμικά όργανα μπορούν να προβλέπουν περιορισμούς σχετικά με τη χρήση των επίσημων γλωσσών, υπό την προϋπόθεση ότι, σε συμμόρφωση προς το άρθρο 1δ, παράγραφος 6, του ΚΥΚ, όπως εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 4, του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού (ΚΛΠ) (2), οι περιορισμοί δικαιολογούνται αντικειμενικά και εύλογα από θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού και τελούν σε αναλογία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Εν προκειμένω, όμως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν προέβαλε καμία αιτιολογία ικανή να αποδείξει την ύπαρξη ενός τέτοιου θεμιτού σκοπού γενικού συμφέροντος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον περιορισμό των γλωσσών επικοινωνίας μόνο μεταξύ της αγγλικής, γαλλικής και γερμανικής.

Όσον αφορά το ζήτημα του περιορισμού των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 μόνο μεταξύ των γλωσσών αυτών για την ίδια τη διαδικασία επιλογής, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι υποψήφιοι των οποίων οι γλωσσικές γνώσεις δεν επαρκούσαν για την πλήρωση της απαίτησης αυτής στερήθηκαν τη δυνατότητα συμμετοχής τους στη διαδικασία επιλογής, ακόμη και αν διέθεταν ικανοποιητική γνώση, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ, τουλάχιστον δύο επίσημων γλωσσών της Ένωσης. Ο περιορισμός αυτός είναι δυνατό να συνιστά διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας. Μολονότι στο πλαίσιο ενός θεμιτού σκοπού γενικού συμφέροντος, το συμφέρον της υπηρεσίας μπορεί να συνεπάγεται την απαίτηση οι προσλαμβανόμενοι να διαθέτουν ειδικές γλωσσικές γνώσεις, εναπόκειται στο θεσμικό όργανο που περιορίζει το γλωσσικό καθεστώς μιας διαδικασίας επιλογής, το οποίο διαθέτει συναφώς ευρεία διακριτική ευχέρεια, να αποδεικνύει ότι ο περιορισμός αυτός όντως ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες σχετικές με τα προς άσκηση καθήκοντα, ο δε περιορισμός πρέπει να τελεί σε αναλογία προς το συμφέρον αυτό και να βασίζεται σε κριτήρια σαφή, αντικειμενικά και προβλέψιμα ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν υποψηφίους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους επελέγη ο περιορισμός, στα δε δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να ελέγχουν τη νομιμότητά του. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι που παρατίθενται στον τίτλο IV της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος δεν επαρκούσαν αφεαυτών ώστε να αποδείξουν ότι τα καθήκοντα του οδηγού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαιτούσαν συγκεκριμένα τη γνώση μίας από τις τρεις επίμαχες γλώσσες, κατ’ αποκλεισμό των άλλων επίσημων γλωσσών της Ένωσης. Εξάλλου, καθόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν εξέδωσε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6 του κανονισμού 1/58, εσωτερικούς κανόνες με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού καθεστώτος του, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα συγκεκριμένα καθήκοντα τα οποία οι προσλαμβανόμενοι θα κληθούν να ασκήσουν, ότι οι τρεις αυτές γλώσσες είναι, κατ’ ανάγκην, οι πλέον χρήσιμες για όλα τα καθήκοντα στο όργανο αυτό. Όσον αφορά το ότι, σύμφωνα με την περιγραφή των προς εκτέλεση καθηκόντων, οι προσλαμβανόμενοι οδηγοί θα εκτελούσαν τα καθήκοντά τους κυρίως στις Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο και το Στρασβούργο, δηλαδή σε τρεις πόλεις ευρισκόμενες σε κράτη μέλη στις επίσημες γλώσσες των οποίων συγκαταλέγονται η γαλλική ή η γερμανική γλώσσα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τον επίμαχο περιορισμό. Πράγματι, το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι ο περιορισμός μόνο μεταξύ των γλωσσών που καθορίσθηκαν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής ήταν αντικειμενικά και εύλογα δικαιολογημένος όσον αφορά τη λειτουργική ιδιομορφία των προς πλήρωση θέσεων και για ποιο λόγο, αντιθέτως, η επιλογή αυτή δεν μπορούσε να αφορά άλλες επίσημες γλώσσες ενδεχομένως χρήσιμες για τέτοιες θέσεις.

Τέλος, όσον αφορά τις συνέπειες της ακύρωσης της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι επιβαλλόταν η ακύρωση της βάσης δεδομένων που είχε δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτό. Κατά την κρίση του, οι εγγεγραμμένοι στην εν λόγω βάση δεδομένων υποψήφιοι δεν είχαν καμία εγγύηση για πρόσληψη, οπότε απλώς και μόνον η εγγραφή τους στην ως άνω βάση δεδομένων δεν μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που θα απαιτούσε τη διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Αντιθέτως, η ακύρωση δεν μπορούσε να επηρεάσει τυχόν προσλήψεις που πραγματοποιήθηκαν ήδη.


1      Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 517/2013 του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013 (ΕΕ 2013, L 158, σ. 1).


2      Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15).