Language of document : ECLI:EU:T:2012:327

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 28ης Ιουνίου 2012 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας — Εικονιστικό κοινοτικό σήμα B. Antonio Basile 1952 — Προγενέστερο λεκτικό εθνικό σήμα BASILE — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής — Άρθρο 53, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 54, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] — Κίνδυνος συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009»

Στην υπόθεση T‑133/09,

I Marchi Italiani Srl, με έδρα τη Νάπολη (Ιταλία),

Antonio Basile, κάτοικος Giugliano in Campania (Ιταλία),

εκπροσωπούμενοι από τους G. Militerni, L. Militerni και F. Gimmelli, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον A. Sempio, στη συνέχεια, από τον P. Bullock,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Osra SA, με έδρα τη Rovereta (Άγιος Μαρίνος), εκπροσωπούμενη από τους A. Masetti Zannini de Concina, R. Cartella και G. Petrocchi, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 9ης Ιανουαρίου 2009 (υπόθεση R 502/2008‑2), σχετικά με διαδικασία περί κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ Osra SA και I Marchi Italiani Srl,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (πρόεδρο), N. Wahl και S. Soldevila Fragoso (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Μαρτίου 2009,

το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 8 Σεπτεμβρίου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Αυγούστου 2009,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009 με την οποία δεν επετράπη η υποβολή υπομνήματος απαντήσεως,

έχοντας υπόψη την τροποποίηση της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 8ης Μαρτίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 14 Ιανουαρίου 2000, ο δεύτερος προσφεύγων, Antonio Basile, ο οποίος ενεργεί ως ατομική εμπορική επιχείρηση υπό την επωνυμία B. Antonio Basile 1952, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 1, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στις κλάσεις 14, 18 και 25 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

4        Το κοινοτικό σήμα B. Antonio Basile 1952 καταχωρίστηκε στις 27 Απριλίου 2001 υπό τον αριθμό 1 462 555.

5        Στις 21 Απριλίου 2006, η παρεμβαίνουσα, Osra SA, υπέβαλε αίτηση περί κηρύξεως ακυρότητας δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009], όσον αφορά προϊόντα της κλάσεως 25, βασιζόμενη στα ακόλουθα σήματα:

–        στο ιταλικό λεκτικό σήμα BASILE, που καταχωρίστηκε στις 7 Μαρτίου 1995, υπ’ αριθ. 738 901 (στο εξής: προγενέστερο σήμα)·

–        στη διεθνή καταχώριση αριθ. R413 396 B του λεκτικού σήματος BASILE, της 13ης Ιανουαρίου 1995 (στο εξής: προγενέστερη διεθνής καταχώριση).

6        Τα προϊόντα για τα οποία καταχωρίστηκαν το προγενέστερο σήμα και η προγενέστερη διεθνής καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 25 του Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ανδρικά τζάκετ από ύφασμα, δέρμα, πλεκτά ή άλλου είδους, όπως σακκάκια, παντελόνια, στα οποία περιλαμβάνονται και παντελόνια τζην, πουκάμισα και πουκαμισάκια, τι-σερτ, φανελάκια, πουλόβερ, μπλουζόν, πανωφόρια, αδιάβροχα, παλτά, κοστούμια, ενδύματα για το μπάνιο, μπουρνούζια».

7        Το κοινοτικό σήμα αποτέλεσε αντικείμενο μερικής μεταβιβάσεως υπέρ της πρώτης προσφεύγουσας, I Marchi Italiani Srl. Κατόπιν της μεταβιβάσεως αυτής, έγινε η μερική καταχώριση υπ’ αριθ. 5 274 121 (στο εξής: επίμαχο σήμα) υπέρ της εν λόγω εταιρίας για τα ακόλουθα προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 25: «Πουκάμισα, πλεκτά είδη, τζάκετ ανδρικά, γυναικεία και παιδικά, με εξαίρεση δερμάτινα ενδύματα, λαιμοδέτες, εσώρουχα, υποδήματα, καπέλα, κάλτσες κοντές, κασκόλ ανδρικά, γυναικεία και παιδικά».

8        Στις 2 Νοεμβρίου 2006, το ΓΕΕΑ ενημέρωσε την παρεμβαίνουσα ότι η αίτησή της περί κηρύξεως της ακυρότητας επεκτάθηκε στην εν λόγω τμηματική καταχώριση.

9        Στις 21 Ιανουαρίου 2008, το τμήμα ακυρώσεων δέχθηκε την αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας και η πρώτη προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ κατά της εν λόγω αποφάσεως της 18ης Μαρτίου 2008.

10      Με απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή εκτιμώντας, πρώτον, ότι δεν είχε εφαρμογή η απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής διότι δεν παρήλθε η προθεσμία των πέντε ετών, δεύτερον, ότι δεν αποδείχθηκε η συνύπαρξη των συγκρουομένων σημάτων στην Ιταλία και, τρίτον, ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του επίμαχου και του προγενέστερου σήματος, διότι, αφενός, τα προϊόντα που αφορούν τα εν λόγω σήματα είναι πανομοιότυπα ή ανάλογα και, αφετέρου, τα συγκρουόμενα σήματα είναι παρόμοια από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–         να κρίνει ότι η καταχώριση του σήματος B. Antonio Basile 1952 είναι έγκυρη και παράγει αποτελέσματα·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

12      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

13      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η πρώτη προσφεύγουσα δήλωσε ότι παραιτείται από το δεύτερο αίτημά της και η παραίτηση αυτή καταχωρίστηκε στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Ομοίως, ο δεύτερος προσφεύγων, ο οποίος δεν ήταν διάδικος κατά την ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία, παραιτήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από την προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού των επιχειρημάτων και των εγγράφων που υποβλήθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

14      Η πρώτη προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι το επώνυμο Basile έχει αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων καταχωρίσεων στην Ιταλία και, αφετέρου, ότι το επίμαχο σήμα χαίρει φήμης και αναγνωρίσεως και η μη αποδοχή του γεγονότος αυτού είναι «αντίθετη προς την ανοχή και την καλή πίστη, οι οποίες είναι γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν οποιαδήποτε εμπορική σχέση».

15      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα σχετικά με την καταχώριση του επωνύμου Basile στην Ιταλία, τη φήμη του προγενέστερου σήματος και την παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως, καθώς και τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα αριθ. 7, 13, 14 και 15 του δικογράφου της προσφυγής, υποβλήθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επομένως είναι απαράδεκτα.

16      Κατά το άρθρο 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, τα υπομνήματα των διαδίκων δεν μπορούν να τροποποιήσουν το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς. Συγκεκριμένα, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται, στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, να ελέγξει τη νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών. Κατά συνέπεια, ο ασκούμενος από το Γενικό Δικαστήριο έλεγχος δεν μπορεί να υπερβεί το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της διαφοράς όπως αυτή ήχθη ενώπιον του τμήματος προσφυγών [απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουνίου 2004, T‑66/03, «Drie Mollen sinds 1818» κατά ΓΕΕΑ — Nabeiro Silveria (Galáxia), Συλλογή 2004, σ. II‑1765, σκέψη 45]. Ομοίως, ο προσφεύγων δεν μπορεί να τροποποιήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τους όρους της διαφοράς, όπως αυτοί προκύπτουν από τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο ίδιος και ο παρεμβαίνων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2007, C‑412/05 P, Alcon κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑3569, σκέψη 43, και της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C‑16/06 P, Les Éditions Albert René κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2008, σ. I‑10053, σκέψη 122).

17      Εν προκειμένω, από την εξέταση του φακέλου της υποθέσεως προκύπτει ότι δεν προβλήθηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών τα επιχειρήματα σχετικά με το ότι το επώνυμο Basile έχει αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων καταχωρίσεων ως σήμα, τη φήμη του επίμαχου σήματος και την παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως. Πάντως, από την εξέταση του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι το επιχείρημα ως προς τις πολυάριθμες καταχωρίσεις του επωνύμου Basile συνδέεται με την επιχειρηματολογία σχετικά με τη μη ύπαρξη διακριτικού χαρακτήρα του εν λόγω ονόματος. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημείων και προβλήθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα συνιστά διεύρυνση του λόγου που προβλήθηκε με την ενώπιον του τμήματος προσφυγών προσφυγή, η οποία πρέπει να κριθεί παραδεκτή (βλ., συναφώς, απόφαση Alcon κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 16 ανωτέρω, σκέψη 40). Αντιθέτως, τα επιχειρήματα σχετικά με τη φήμη του επίμαχου σήματος και την παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως είναι άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς, όπως προκύπτουν από τις αξιώσεις και τους ισχυρισμούς που προέβαλαν η πρώτη προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Επομένως, πρέπει να κριθούν απαράδεκτα.

18      Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επιχείρημα της πρώτης προσφεύγουσας σχετικά με τη φήμη του επίμαχου σήματος μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σκοπεί στην απόδειξη του αυξημένου διακριτικού χαρακτήρα του σήματος στο πλαίσιο εκτιμήσεως της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ο αυξημένος διακριτικός χαρακτήρας ενός σημείου έχει σημασία σε σχέση με το προγενέστερο σήμα και όχι σε σχέση με το μεταγενέστερο σήμα (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I‑6191, σκέψη 24· της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 18, και της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 20). Επομένως, η φήμη του μεταγενέστερου σήματος δεν αποτελεί μέρος των νομικών ζητημάτων που πρέπει οπωσδήποτε να εξετασθούν για την εφαρμογή του κανονισμού 40/94 σε σχέση με τους λόγους ακυρώσεως και τα αιτήματα που προέβαλαν οι διάδικοι. Επομένως, εφόσον το ζήτημα της φήμης του επίμαχου σήματος είναι νομικό ζήτημα το οποίο δεν προβλήθηκε προηγουμένως ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ και δεν απαιτείται να εξετασθεί για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του κανονισμού 40/94 σε σχέση με τους προβληθέντες από τους διαδίκους λόγους ακυρώσεως και επιχειρήματα, δεν δύναται να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την εφαρμογή σχετικού λόγου απαραδέκτου, καθόσον δεν εμπίπτει στο νομικό πλαίσιο της διαφοράς όπως προβλήθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να κριθεί απαράδεκτο [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Φεβρουαρίου 2005, T‑57/03, SPAG κατά ΓΕΕΑ — Dann και Backer (HOOLIGAN), Συλλογή 2005, σ. II‑287, σκέψη 22].

19      Όσον αφορά τα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής τα οποία προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Συγκεκριμένα, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ κατά την έννοια του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009), οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των εγγράφων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του. Συνεπώς, αποκλείεται η συνεκτίμηση των ως άνω εγγράφων και παρέλκει η εξέταση της αποδεικτικής τους ισχύος [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Νοεμβρίου 2005, T‑346/04, Sadas κατά ΓΕΕΑ — LTJ Diffusion (ARTHUR και FELICIE), Συλλογή 2005, σ. II‑4891, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

 Επί της αιτήσεως αποδοχής της διά μαρτύρων αποδείξεως

20      Η πρώτη προσφεύγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η διά μαρτύρων απόδειξη για να αποδείξει, μεταξύ άλλων, τη μη ύπαρξη συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων, τα οποία συνυπάρχουν αρμονικά στην Ιταλία, και την εθνική και διεθνή αναγνώριση του επίμαχου σήματος.

21      ΤΟ ΓΕΕΑ εκτιμά ότι η αίτηση αυτή δεν είναι δικαιολογημένη, διότι, αφενός, η πρώτη προσφεύγουσα δεν προέβαλε επιχειρήματα ως προς τη συνύπαρξη των εν λόγω σημάτων και τη μη ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως συναφώς και, αφετέρου, δεν διευκρινίστηκαν οι αρμοδιότητες των προσώπων τα οποία εκλήθησαν να καταθέσουν ως μάρτυρες. 

22      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, συγκεκριμένα, ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν προέβαλε με τα δικόγραφά της κανένα επιχείρημα κατά των κρίσεων του τμήματος προσφυγών, που περιλαμβάνονται στο σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τη συνύπαρξη των συγκρουομένων σημάτων στην ιταλική αγορά, σύμφωνα με τις οποίες δεν αποδείχθηκε ότι η παρεμβαίνουσα είχε αποδεχθεί τη συνύπαρξη των εν λόγω σημάτων στην ιταλική αγορά, ούτε, συνεπώς, ότι δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως στην αντίληψη του οικείου κοινού, δεδομένου ότι με την πάροδο των ετών είχε μάθει να εκλαμβάνει τα σήματα ως διακριτικά σημεία διαφορετικών επιχειρήσεων. Με το δικόγραφο της προσφυγής, ζήτησε μόνο να γίνει δεκτή η διά μαρτύρων απόδειξη προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων και ότι τα εν λόγω σήματα συνυπήρχαν αρμονικώς στην ιταλική αγορά.

23      Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι, καθόσον η πρώτη προσφεύγουσα δεν προέβαλε, με το δικόγραφο προσφυγής, κανένα πρόσθετο επιχείρημα κατά των κρίσεων του τμήματος προσφυγών σχετικά με τη συνύπαρξη των συγκρουομένων σημάτων, προκύπτει ότι δεν δικαιολογείται η αποδοχή της αιτήσεως περί της διά μαρτύρων αποδείξεως για να αποδειχθεί η εν λόγω συνύπαρξη. Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι δεν μπορεί να απαιτεί να συμπληρώσει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τα προσκομισθέντα κατά τη διοικητική διαδικασία αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει την εν λόγω συνύπαρξη. Όπως προκύπτει από την παρατιθέμενη στη σκέψη 19 ανωτέρω νομολογία, η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ κατά την έννοια του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94, κατά συνέπεια η αποστολή του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι η επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα αποδεικτικών στοιχείων προσκομιζομένων για πρώτη φορά ενώπιόν του. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η υποβληθείσα από την πρώτη προσφεύγουσα αίτηση αποδοχής της διά μαρτύρων αποδείξεως.

24      Περαιτέρω, η πρώτη προσφεύγουσα ζητεί την αποδοχή της διά μαρτύρων αποδείξεως για να αποδείξει, πρώτον, τη συνεχή και αδιάκοπη χρήση του επίμαχου σήματος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, δεύτερον, τις δραστηριότητες που ανέπτυξε ο δεύτερος προσφεύγων από το 1970 χρησιμοποιώντας διάφορα σήματα, ιδίως το επίμαχο σήμα από το 1998, και, τρίτον, την αναγνώριση στην εθνική και στη διεθνή αγορά των προϊόντων με το επίμαχο σήμα.

25      Κατ’ ουσίαν, η αίτηση της διά μαρτύρων αποδείξεως έχει προφανώς ως αντικείμενο να αποδειχθεί ότι το επίμαχο σήμα χαίρει φήμης και είναι παγκοίνως γνωστό. Πάντως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 17 και 18 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο και η εν λόγω αίτηση πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

26      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η πρώτη προσφεύγουσα αποσκοπούσε, με την αίτησή της περί της διά μαρτύρων αποδείξεως, στη στοιχειοθέτηση του γεγονότος ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος εγνώριζε τη χρήση του επίμαχου σήματος στην αγορά και, επομένως, την απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής του προγενέστερου σήματος, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 32 κατωτέρω, η λαμβανόμενη υπόψη χρήση του επίμαχου σήματος στην αγορά είναι αυτή που έπεται της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος. Δεδομένου ότι τουλάχιστον πέντε έτη παρήλθαν μεταξύ της ημερομηνίας καταχωρίσεως και της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως περί κηρύξεως ακυρότητας, δεν έχει νόημα η αίτηση της εξετάσεως μαρτύρων προκειμένου να αποδειχθεί η χρήση του επίμαχου σήματος στην αγορά.

 Επί της ουσίας

27      Η πρώτη προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της: ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 54, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009) και ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94

28      Η πρώτη προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας υποβλήθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας των πέντε ετών, υπολογιζόμενη από την αίτηση καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος.

29      Κατά το άρθρο 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, ο δικαιούχος προγενέστερου εθνικού σήματος ο οποίος επί πέντε συνεχή έτη γνώριζε αλλά ανέχθηκε τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος στο κράτος μέλος καταχωρίσεως του προγενέστερου σήματος δεν δικαιούται πλέον να ζητήσει την ακυρότητα ούτε να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος, εκτός αν η καταχώριση του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος έγινε με κακή πίστη.

30      Εν προκειμένω, το επίμαχο σήμα καταχωρίσθηκε στις 27 Απριλίου 2001 και η παρεμβαίνουσα υπέβαλε την αίτηση περί κηρύξεως ακυρότητας στις 21 Απριλίου 2006, δηλαδή σε διάστημα λιγότερο των πέντε ετών από της ημερομηνίας καταχωρίσεως. Ωστόσο, η πρώτη προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ημερομηνία από την οποία πρέπει να υπολογιστεί η πενταετής προθεσμία είναι εκείνη της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, δηλαδή η ημερομηνία της 14ης Ιανουαρίου 2000.

31      Κατά τη νομολογία, πρέπει να συντρέχουν τέσσερις προϋποθέσεις για να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία για την απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής σε περίπτωση χρήσεως μεταγενέστερου σήματος πανομοιότυπου με προγενέστερο ή παρεμφερούς σε βαθμό που να προκαλείται σύγχυση. Πρώτον, το μεταγενέστερο σήμα πρέπει να καταχωρισθεί, δεύτερον, η κατάθεση μεταγενέστερου σήματος πρέπει να γίνεται καλόπιστα από τον δικαιούχο του, τρίτον, το σήμα να χρησιμοποιείται εντός του κράτους μέλους στο οποίο προστατεύεται το προγενέστερο σήμα και, τέλος, τέταρτον, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος πρέπει να γνωρίζει τη χρήση του σήματος αυτού μετά την καταχώρισή του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C‑482/09, Budějovický Budvar, Συλλογή 2011, σ. I‑8701, σκέψεις 54 και 56 έως 58).

32      Αντιθέτως προς όσα διατείνεται η πρώτη προσφεύγουσα, η αποκλειστική προθεσμία δεν αρχίζει να κινείται από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος. Ακόμη και αν η ημερομηνία αυτή συνιστά το κρίσιμο σημείο ενάρξεως για την εφαρμογή άλλων διατάξεων του κανονισμού 40/94, όπως το άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού [νυν άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009], που έχουν ως σκοπό να καθιερώσουν προσωρινή προτεραιότητα μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων, δεν αποτελεί σημείο ενάρξεως της αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94. Συγκεκριμένα, σκοπός του άρθρου 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 είναι η επιβολή κυρώσεως στους δικαιούχους των προγενέστερων σημάτων, οι οποίοι γνώριζαν αλλά ανέχθηκαν τη χρήση μεταγενέστερου σήματος επί πέντε συνεχή έτη, με την απώλεια της δυνατότητάς τους να ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας ή να αντιταχθούν στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος, το οποίο, επομένως, μπορεί να συνυπάρχει με το προγενέστερο σήμα. Από τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος γνωρίζει τη χρήση του μεταγενέστερου σήματος έχει τη δυνατότητα να μην την ανεχθεί και, επομένως, να αντιταχθεί στη χρήση του ή να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας του μεταγενέστερου σήματος. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος γνώριζε αλλά ανέχθηκε τη χρήση του μεταγενέστερου σήματος, εάν δεν ήταν σε θέση να αντιταχθεί στη χρήση του και να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητάς του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Budějovický Budvar, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψεις 44 έως 50).

33      Από την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι η κρίσιμη ημερομηνία για τον υπολογισμό της ενάρξεως της αποκλειστικής προθεσμίας είναι η ημερομηνία κατά την οποία έγινε γνωστή η χρήση του σήματος αυτού. Η ημερομηνία αυτή δεν δύναται παρά να είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας καταχωρίσεώς του, η οποία αποτελεί τη χρονική στιγμή από την οποία αποκτάται το δικαίωμα επί του κοινοτικού σήματος (βλ. αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 40/94) και το εν λόγω σήμα θα χρησιμοποιηθεί ως καταχωρισθέν σήμα στην αγορά, και, συνεπώς, οι τρίτοι δύνανται να λάβουν γνώση της χρήσεώς του. Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η πρώτη προσφεύγουσα, η αποκλειστική προθεσμία για την απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής αρχίζει να κινείται από τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος έλαβε γνώση της χρήσεως του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος, μετά την καταχώρισή του και όχι από τη στιγμή της υποβολής της αιτήσεως κοινοτικού σήματος.

34      Εν προκειμένω, η πρώτη προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία, βάσει των οποίων να μπορεί να αποδειχθεί η χρονική στιγμή από την οποία η παρεμβαίνουσα έλαβε γνώση της χρήσεως του επίμαχου σήματος μετά την καταχώρισή του. Ισχυρίστηκε απλώς ότι το επίμαχο σήμα χρησιμοποιούνταν πλέον των πέντε ετών στην Ιταλία και ότι η παρεμβαίνουσα έπρεπε να ήταν εν γνώσει της χρήσεως αυτής. Πάντως, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, μεταξύ της ημερομηνίας καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος και της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως περί κηρύξεως ακυρότητας παρήλθαν λιγότερο από πέντε έτη, η δε χρήση του εν λόγω σήματος πριν από την ημερομηνία αυτή είναι αλυσιτελής εφόσον το σήμα αυτό δεν είχε ακόμα καταχωρισθεί.

35      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94

36      Κατ’ ουσίαν, η πρώτη προσφεύγουσα αμφισβητεί την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά, αφενός, την ύπαρξη ομοιότητας από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του επίμαχου σήματος και, αφετέρου, τον διακριτικό χαρακτήρα του επωνύμου Basile, το οποίο περιλαμβάνουν τα δύο σήματα.

37      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009], κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

38      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ως άνω νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, βάσει του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τόσο τα επίμαχα σημεία όσο και τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες, συνεκτιμωμένων όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ιδίως της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ — Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2000, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

39      Εν προκειμένω, η πρώτη προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε τον ορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού ούτε την αναλογία των προϊόντων τα οποία καλύπτονται από τα συγκρουόμενα σήματα, που πρέπει, εξάλλου, να γίνουν αποδεκτά.

40      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, ηχητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα εν λόγω σημεία, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα σήματα ο μέσος καταναλωτής των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως ένα όλον και δεν επιδίδεται στην εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Κατά τη νομολογία, δύο σήματα είναι όμοια όταν, από τη σκοπιά του ενδιαφερόμενου κοινού, είναι μεταξύ τους, τουλάχιστον εν μέρει, ισοδύναμα όσον αφορά μία ή περισσότερες από τις κρίσιμες πτυχές τους, δηλαδή την οπτική, ακουστική ή εννοιολογική πτυχή τους [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑6/01, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ — Hukla Germany (MATRATZEN), Συλλογή 2002, σ. II‑4335, σκέψη 30, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑325/06, Boston Scientific κατά ΓΕΕΑ — Terumo (CAPIO), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 89].

42      Η εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ δύο σημάτων δεν σημαίνει ότι μόνον ένα από τα στοιχεία που συναποτελούν το σύνθετο σήμα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να συγκρίνεται με το άλλο σήμα. Αντιθέτως, κατά τη σύγκριση αυτή, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα πρέπει να εξετάζονται το καθένα ως ενιαίο σύνολο, πράγμα που δεν αποκλείει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το ενδεχόμενο να κυριαρχούν στη συνολική εντύπωση που δημιουργεί ένα σύνθετο σήμα στη μνήμη του οικείου κοινού ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που το συναποτελούν (βλ. απόφαση ΓΕΕΑ κατά Shaker, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το κυρίαρχο στοιχείο μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την εκτίμηση της ομοιότητας μόνο στην περίπτωση που όλα τα άλλα στοιχεία που συναποτελούν το σήμα είναι αμελητέα (αποφάσεις του Δικαστηρίου ΓΕΕΑ κατά Shaker, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 42, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑193/06 P, Nestlé κατά ΓΕΕΑ, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 42). Τούτο συμβαίνει ιδίως οσάκις το επιμέρους στοιχείο και μόνον αυτό μπορεί να κυριαρχεί στην εικόνα του σήματος την οποία συγκρατεί στη μνήμη του το ενδιαφερόμενο κοινό και, επομένως, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που συναποτελούν το σήμα είναι αμελητέα στο πλαίσιο της συνολικής εντυπώσεως που προκαλεί το εν λόγω σήμα (απόφαση Nestlé κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 43).

43      Εν προκειμένω, για να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, ο διακριτικός χαρακτήρας του επωνύμου Basile και, δεύτερον, η ομοιότητα των συγκρουομένων σημάτων.

–       Επί του διακριτικού χαρακτήρα του επωνύμου Basile

44      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, τουλάχιστον στην Ιταλία, οι καταναλωτές προσδίδουν, κατά γενικό κανόνα, εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα στο επώνυμο απ’ ό,τι στο όνομα που υπάρχει στα σήματα και συνήγαγε, στη σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επώνυμο Basile έχει μεγαλύτερο διακριτικό χαρακτήρα από αυτόν του ονόματος Antonio.

45      Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, σύμφωνα με την αντίληψη του Ιταλού καταναλωτή, το επώνυμο διαθέτει εν γένει εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα απ’ ό,τι το όνομα στα συγκρουόμενα σήματα [απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Μαρτίου 2005, T‑185/03, Fusco κατά ΓΕΕΑ — Fusco International (ENZO FUSCO), Συλλογή 2005, σ. II‑715, σκέψη 54].

46      Όπως προκύπτει επίσης από τη νομολογία, ο κανόνας αυτός, ο οποίος αντλείται από την πείρα, δεν μπορεί να εφαρμόζεται αυτομάτως χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως [απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2006, T‑97/05, Rossi κατά ΓΕΕΑ — Marcorossi (MARCOROSSI), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45]. Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι πρέπει να λαμβάνεται, μεταξύ άλλων, υπόψη το γεγονός ότι το επίδικο επώνυμο δεν είναι σύνηθες ή, αντιθέτως, είναι ευρέως διαδεδομένο, όπερ δύναται να επιδράσει στον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα, καθώς και η ενδεχόμενη φήμη του προσώπου το οποίο ζητεί να καταχωριστούν, από κοινού, το όνομά του και το επώνυμό του ως σήμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουνίου 2010, C‑51/09 P, Becker κατά Harman International Industries, Συλλογή 2010, σ. I‑5805, σκέψεις 36 και 37).

47      Εν προκειμένω, πρώτον, το τμήμα προσφυγών επιβεβαίωσε, στη σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι δεν αποδείχθηκε ότι το επώνυμο Basile είναι πολύ διαδεδομένο στην Ιταλία και, αφετέρου, ότι το εν λόγω επώνυμο δεν ήταν από τα πλέον συνήθη στην περιοχή αυτή. Η πρώτη προσφεύγουσα αμφισβητεί τα εν λόγω επιχειρήματα, χωρίς ωστόσο να προσκομίζει κανένα στοιχείο προς απόδειξη του εναντίου. Περαιτέρω, προς αμφισβήτηση του διακριτικού χαρακτήρα του εν λόγω επωνύμου, διατείνεται ότι το επώνυμο αυτό απετέλεσε αντικείμενο πολλών καταχωρίσεων. Πάντως, βάσει ουδενός στοιχείου του φακέλου της υποθέσεως δύναται να αποδείξει το γεγονός αυτό, δεδομένου ότι τα συναφώς προσκομισθέντα για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικά στοιχεία θεωρήθηκαν ως απαράδεκτα (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω). Εξάλλου, η πρώτη προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, η οποία περιλαμβάνεται στη σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία το όνομα Antonio, το οποίο προηγείται του επωνύμου Basile στο επίμαχο σήμα, είναι αρκετά διαδεδομένο στην Ιταλία.

48      Δεύτερον, παρά τα επιχειρήματά της, η πρώτη προσφεύγουσα δεν προέβαλε στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν ότι το όνομα Antonio και το επώνυμο Basile, εξεταζόμενα από κοινού, προσδιορίζουν ένα πρόσωπο το οποίο χαίρει φήμης, τουλάχιστον στην Ιταλία, και, επομένως, ο καταναλωτής θα αντιληφθεί το σύνολο ως σήμα αποτελούμενο από ένα όνομα και ένα επώνυμο προσδιορίζοντα το εν λόγω πρόσωπο και όχι ως το επώνυμο Basile, στο οποίο προστέθηκαν ορισμένα στοιχεία, ιδίως το όνομα Antonio.

49      Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στο επίμαχο σήμα, το επώνυμο Basile έχει εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα από το όνομα Antonio.

–       Επί της ομοιότητας των συγκρουομένων σημάτων

50      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα συγκρουόμενα σήματα, αφενός, παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα από οπτικής και φωνητικής απόψεως και, αφετέρου, είναι παρόμοια από εννοιολογικής απόψεως λαμβανομένου υπόψη του στοιχείου «basile». Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα του στοιχείου αυτού, καθώς και το γεγονός ότι, ως επώνυμο, το στοιχείο αυτό διατηρεί αυτοτελή διακριτική θέση στο επίμαχο σήμα (σκέψεις 32 και 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

51      Η πρώτη προσφεύγουσα εκτιμά ότι η ομοιότητα μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων είναι αμελητέα καθόσον, αφενός, το κοινό στοιχείο «basile» δεν έχει διακριτικό χαρακτήρα και, αφετέρου, η δομή, το μήκος και τα γραφικά στοιχεία των εν λόγω σημάτων είναι διαφορετικά. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι, στην περίπτωση του επίμαχου σήματος, του επωνύμου Basile προηγείται το σχηματοποιημένο κεφαλαίο γράμμα «B», το οποίο διαθέτει έντονο διακριτικό χαρακτήρα, καθώς και το όνομα Antonio και ακολουθεί το στοιχείο «1952», το οποίο αναφέρει μια χρονολογία.

52      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το στοιχείο «basile» περιλαμβάνεται σε κάθε ένα από τα συγκρουόμενα σήματα, είναι το μοναδικό στοιχείο του προγενέστερου σήματος και, όπως προκύπτει από τη σκέψη 49 ανωτέρω, ο διακριτικός χαρακτήρας του είναι εντονότερος του διακριτικού χαρακτήρα του στοιχείου «antonio», το οποίο προηγείται στο επίμαχο σήμα.

53      Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα συνήγαγε στη σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως το τμήμα προσφυγών, το στοιχείο «basile» δεν διατηρεί, ως επώνυμο, αυτοτελή διακριτική θέση στο επίμαχο σήμα. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, ένα επώνυμο δεν διατηρεί σε κάθε περίπτωση αυτοτελή διακριτική θέση για τον λόγο και μόνον ότι γίνεται αντιληπτό ως επώνυμο. Αυτοτελής διακριτική θέση μπορεί να διαπιστωθεί μόνον κατόπιν εξετάσεως του συνόλου των κρίσιμων για την προκειμένη υπόθεση στοιχείων (απόφαση Becker κατά Harman International Industries, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 38), πράγμα που το τμήμα προσφυγών δεν έπραξε εν προκειμένω.

54      Πάντως, η εν λόγω πλάνη εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών δεν θίγει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

55      Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα συγκρουόμενα σήματα παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα από οπτικής και φωνητικής απόψεως που απορρέει από την παρουσία του στοιχείου «basile», το οποίο, κατά τη σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του επίμαχου σήματος. Αντιθέτως προς όσα διατείνεται η πρώτη προσφεύγουσα, οι σχετικές με τη διαφορετική δομή και το μήκος των συγκρουόμενων σημάτων διαφορές και η προσθήκη γραφικών στοιχείων στο επίμαχο σήμα δεν αρκούν για να μη ληφθεί υπόψη η κρίση αυτή.

56      Συγκεκριμένα, από οπτικής απόψεως, το σχηματοποιημένο κεφαλαίο γράμμα «B», ακολουθούμενο από τελεία, το οποίο αντιστοιχεί στο αρχικό γράμμα του επωνύμου Basile και έχει τεθεί άνω του ονόματος Antonio και του επωνύμου Basile, καθώς και το στοιχείο «1952», το οποίο έχει τεθεί κάτω της φράσεως αυτής και έχει γραφεί με μικρότερη γραμματοσειρά, δεν αποτελούν αρκούντως σημαντικά στοιχεία για να μη ληφθεί υπόψη κάθε ομοιότητα μεταξύ των συγκρουόμενων σημάτων, δημιουργηθείσα από τη σύμπτωση του πιο χαρακτηριστικού στοιχείου του επίμαχου σήματος και του προγενέστερου σήματος [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Μαΐου 2007, T‑137/05, La Perla κατά ΓΕΕΑ — Worldgem Brands (NIMEI LA PERLA MODERN CLASSIC), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 46]. Συγκεκριμένα, μολονότι το σχηματοποιημένο κεφαλαίο γράμμα «B» είναι μεγαλυτέρου μεγέθους από τα άλλα στοιχεία του επίμαχου σήματος, δεν συνιστά σημαντική προσθήκη στο στοιχείο «basile», διότι αντιστοιχεί στο αρχικό του ή στο μονόγραμμά του. Ομοίως, λαμβανομένης υπόψη της θέσεώς του στο επίμαχο σήμα και της μικρότερης γραμματοσειράς των χαρακτήρων του, το στοιχείο «1952», το οποίο δύναται να γίνει αντιληπτό ως χρονολογία, κατέχει δευτερεύουσα θέση στο επίμαχο σήμα και δεν προσελκύει την προσοχή των καταναλωτών όσο τα λοιπά στοιχεία του σήματος αυτού, χωρίς τούτο να συνεπάγεται ότι είναι αμελητέο.

57      Το γεγονός ότι το στοιχείο «antonio» προηγείται του στοιχείου «basile» δεν αναιρεί την κρίση αυτή. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, μολονότι είναι ασφαλώς αληθές ότι το αρχικό μέρος των σημάτων δύναται να προσελκύσει την προσοχή του καταναλωτή περισσότερο από τα ακόλουθα μέρη, η εκτίμηση αυτή δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις [απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Μαΐου 2007, T‑158/05, Trek Bicycle κατά ΓΕΕΑ — Audi (ALLTREK), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 70]. Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 47 ανωτέρω, το όνομα Antonio είναι αρκετά διαδεδομένο στην Ιταλία και, επομένως, διαθέτει ασθενέστερο διακριτικό χαρακτήρα από το επώνυμο Basile. Επομένως, παρά τη θέση του στο αρχικό μέρος του επίμαχου σήματος, το στοιχείο «antonio» δεν μπορεί να προσελκύσει περισσότερο την προσοχή του καταναλωτή απ’ ό,τι το στοιχείο «basile».

58      Από φωνητικής απόψεως, ακόμη και αν το επίμαχο σήμα, το οποίο αποτελείται από έξι συλλαβές «an», «to», «nio», «ba», «si» και «le», είναι πιο επίμηκες από το προγενέστερο σήμα, το οποίο αποτελείται από τρεις συλλαβές «ba», «si» και «le», το ήμισυ των συλλαβών του επίμαχου σήματος και όλες οι συλλαβές του προγενέστερου σήματος, ήτοι οι συλλαβές που αντιστοιχούν στο επώνυμο Basile, είναι παρεμφερείς. Αντιθέτως προς όσα διατείνεται η πρώτη προσφεύγουσα, οι σχετικές με την προσθήκη διαφορές μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων, στο επίμαχο σήμα, του κεφαλαίου γράμματος «B» και του στοιχείου «1952» στο όνομα Antonio και στο επώνυμο Basile δεν θέτουν εν αμφιβόλω την ύπαρξη ορισμένης φωνητικής ομοιότητας, καθόσον, αφενός, κατ’ αρχήν, οι καταναλωτές, οι οποίοι θα αντιληφθούν το κεφαλαίο γράμμα «B» ως το αρχικό ή το μονόγραμμα του εν λόγω επωνύμου, δεν θα το προφέρουν μεμονωμένα, και, αφετέρου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 56 ανωτέρω, το ενδιαφερόμενο κοινό a priori δεν θα προφέρει στη συνέχεια της φράσεως «antonio basile» ούτε το στοιχείο «1952», το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως χρονολογία και κατέχει δευτερεύουσα θέση στο επίμαχο σήμα. Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στην προηγούμενη σκέψη, δεδομένου του ασθενέστερου διακριτικού χαρακτήρα του, το γεγονός ότι το στοιχείο «antonio» έχει τεθεί πριν από το στοιχείο «basile» δεν αρκεί για να εξουδετερώσει τις ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ των δύο σημάτων.

59      Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών συνήγαγε, στη σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα συγκρουόμενα σήματα παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα από οπτικής και φωνητικής απόψεως.

60      Από εννοιολογικής απόψεως, τα δύο σήματα αποτελούνται από το ιταλικό επώνυμο Basile για να προσδιορίσουν τα οικεία προϊόντα, χωρίς η προσθήκη του ονόματος Antonio στο επίμαχο σήμα να μπορεί να μεταβάλει την κρίση αυτή. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η εμπορική προέλευση των προϊόντων που αφορούν τα συγκρουόμενα σήματα θα γίνει αντιληπτή από τον καταναλωτή ως συνδεόμενη με το πρόσωπο που φέρει το εν λόγω επώνυμο. Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα δύο σήματα ήταν παρόμοια από εννοιολογικής απόψεως.

61      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα συγκρουόμενα σήματα παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα από οπτικής και φωνητικής απόψεως και ότι είναι παρόμοια από εννοιολογικής απόψεως. Βάσει της προαναφερθείσας στη σκέψη 41 ανωτέρω νομολογίας, πρέπει να συναχθεί ότι τα συγκρουόμενα σήματα είναι παρόμοια.

–       Επί του κινδύνου συγχύσεως

62      Η σφαιρική εκτίμηση περί του κινδύνου συγχύσεως γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμώμενων παραγόντων και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν. Ειδικότερα, τυχόν μικρή ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [απόφαση Canon, σκέψη 18 ανωτέρω, σκέψη 17, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, Mast-Jägermeister κατά ΓΕΕΑ — Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο), Συλλογή 2006, σ. II‑5409, σκέψη 74].

63      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 39 ανωτέρω, δεν διακυβεύονται η ταυτότητα και η αναλογία των προϊόντων που καλύπτονται από τα συγκρουόμενα σήματα. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 61 ανωτέρω, τα συγκρουόμενα σήματα είναι παρόμοια.

64      Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων.

65      Εντούτοις, η πρώτη προσφεύγουσα εκτιμά ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων, αναλύοντας, μεταξύ άλλων, τον αποκτηθέντα με τη χρήση διακριτικό χαρακτήρα του επίμαχου σήματος. Ομοίως, ισχυρίζεται ότι δεν πραγματοποιήθηκε προφανώς η εκτίμηση της αποδείξεως της χρήσεως της προγενέστερης διεθνούς καταχωρίσεως.

66      Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Πρώτον, από τα σημεία 26 έως 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε ενδελεχώς την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων, όπερ έδωσε στην πρώτη προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προσβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την απόφαση αυτή, προβάλλοντας τα ανωτέρω εξετασθέντα επιχειρήματα.

67      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την ανάλυση της αποκτήσεως από το επίμαχο σήμα διακριτικού χαρακτήρα με τη χρήση, υπενθυμίζεται ότι, ακόμα και αν κληθεί να διαδραματίσει ρόλο σε σχέση με απολύτους λόγους απαραδέκτου ή με απόλυτο λόγο ακυρότητας, δεν είναι πάντως λυσιτελές στο πλαίσιο των σχετικών λόγων απαραδέκτου ή σχετικού λόγου ακυρότητας, όπως εν προκειμένω στο πλαίσιο της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με το επιχείρημα αυτό, η πρώτη προσφεύγουσα αποσκοπούσε στην προβολή της φήμης ή του εντόνου διακριτικού χαρακτήρα του επίμαχου σήματος από απόψεως της εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ο αυξημένος διακριτικός χαρακτήρας ενός σημείου διαδραματίζει ρόλο σε σχέση με το προγενέστερο σήμα και όχι με το μεταγενέστερο σήμα (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις SABEL, σκέψη 18 ανωτέρω, σκέψη 24, Canon, σκέψη 18 ανωτέρω, σκέψη 18, και Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 18 ανωτέρω, σκέψη 20).

68      Τρίτον, όσον αφορά την εκτίμηση της αποδείξεως της χρήσεως της προγενέστερης διεθνούς καταχωρίσεως, καθόσον η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως εκτιμήθηκε σε σχέση με το προγενέστερο σήμα, δεν είναι λυσιτελής η εκτίμηση της αποδείξεως της χρήσεως της προγενέστερης διεθνούς καταχωρίσεως καθώς και η εξέταση του κινδύνου συγχύσεως σε σχέση με το επίμαχο σήμα [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης  Σεπτεμβρίου 2004, T‑342/02, Metro-Goldwyn-Mayer Lion κατά ΓΕΕΑ — Moser Grupo Media (Moser Grupo Media), Συλλογή 2000, σ. II‑3191, σκέψη 48].

69      Κατόπιν του συνόλου του προεκτεθέντων, συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η πρώτη προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα αιτήματα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας.

71      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση αποσύρσεως της προσφυγής, εν απουσία αιτημάτων ως προς τα δικαστικά έξοδα, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του. Ο δεύτερος προσφεύγων θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Στην υπόθεση T‑133/09, το όνομα του δεύτερου προσφεύγοντα, Antonio Basile, διαγράφεται από τον κατάλογο των προσφευγόντων.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει την I Marchi Italiani Srl στα δικαστικά έξοδα, πλην των σχετικών με την παραίτηση από την προσφυγή δικαστικών εξόδων.

4)      Ο Α. Basile θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Kanninen

Wahl

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Ιουνίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.