Language of document :

Προσφυγή της 30ής Ιουλίου 2021 – UniCredit και UniCredit Bank κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-453/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: UniCredit SpA (Ρώμη, Ιταλία), UniCredit Bank AG (Μόναχο, Γερμανία) (εκπρόσωποι: I. Vandenborre, S. Dionnet, M. Siragusa, G. Rizza και B. Massella Ducci Teri, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση της Επιτροπής C(2021) 3489 final της 20ής Μαΐου 2021 στην υπόθεση COMP/AT.40324 – Ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα (στο εξής: απόφαση) με την οποία διαπιστώθηκε ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον μετείχαν, από τις 9 Σεπτεμβρίου 2011 έως τις 28 Νοεμβρίου 2011, σε ενιαία και διαρκή παράβαση στον τομέα των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων, και/ή το πρόστιμο·

επικουρικώς, να μειώσει σημαντικά το ύψος του επιβληθέντος προστίμου, στο πλαίσιο της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

να υποχρεώσει την Επιτροπή, στο πλαίσιο μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας ή αποδεικτικού μέσου, να προσκομίσει το μη εμπιστευτικό κείμενο των παρατηρήσεων που υπέβαλε τρίτο μέρος στη ΓΔ Ανταγωνισμού της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της έρευνας AT.40324, μετά την κοινοποίηση των αιτιάσεων και την ακρόαση, προκειμένου οι παρατηρήσεις αυτές να μπορέσουν να συμπεριληφθούν στη δικογραφία.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έντεκα λόγους.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, καθόσον η απόφαση δεν προσδιορίζει δεόντως τη σχετική αγορά ή τις σχετικές αγορές.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι η απόφαση ενέχει σφάλμα, καθόσον με αυτήν κρίθηκε ότι η UniCredit μετέσχε σε ενιαία και διαρκή παράβαση η οποία επικεντρωνόταν στην πρωτογενή αγορά, μολονότι ο διαπραγματευτής της UniCredit δεν διαπραγματευόταν στην αγορά αυτή.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η UniCredit μετέσχε σε ενιαία και διαρκή παράβαση που συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου δεν τεκμηριώνεται με αποδεικτικά στοιχεία της εποχής εκείνης και είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένο.

Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον διαπίστωσε τη συμμετοχή της UniCredit σε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου χωρίς να αναλύσει τον δυνητικό αντίκτυπο της συμπεριφοράς της στη δευτερογενή αγορά.

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον διαπίστωσε τη συμμετοχή της UniCredit σε περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου χωρίς να αναλύσει το οικονομικό πλαίσιο.

Με τον έκτο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής των προσφευγουσών στην εικαζόμενη σύμπραξη.

Με τον έβδομο λόγο προβάλλεται ότι η μέθοδος καθορισμού του προστίμου που χρησιμοποιήθηκε στην απόφαση είναι εσφαλμένη καθόσον η Επιτροπή: (i) χρησιμοποίησε εσφαλμένη αξία αντικατάστασης για τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων, (ii) δεν χρησιμοποίησε τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, (iii) δεν εξέτασε την καταλληλότητα των λοιπών δεδομένων που υπέβαλε η UniCredit και (iv) δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει.

Με τον όγδοο λόγο προβάλλεται ότι η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή προκειμένου να υπολογίσει την αξία αντικατάστασης για την αξία των πωλήσεων των μερών ήταν προδήλως μη εύλογη και ακατάλληλη για τον σκοπό που επιδίωκε, καθώς δεν αντανακλούσε ορθώς το σχετικό βάρος της UniCredit και των λοιπών μερών στην εικαζόμενη παράβαση.

Με τον ένατο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της εξατομίκευσης των κυρώσεων καθόσον μείωσε το μεταβλητό στοιχείο του βασικού ποσού του προστίμου της UniCredit μόνον κατά 1% σε σχέση με τα λοιπά μέρη.

Με τον δέκατο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της εξατομίκευσης των κυρώσεων καθόσον δεν προέβη σε σημαντική προσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου: (α) βάσει του σημείου 37 των κατευθυντηρίων γραμμών για τα πρόστιμα και/ή (β) λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων. Συνεπώς, το τελικό ποσό του προστίμου δεν αντανακλά τις αντικειμενικές διαφορές μεταξύ της κατάστασης της UniCredit και των καταστάσεων των λοιπών μερών.

Με τον ενδέκατο λόγο προβάλλεται ότι το δυσανάλογο και μη δίκαιο πρόστιμο που επέβαλε η Επιτροπή στην UniCredit πρέπει να διορθωθεί στο πλαίσιο της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου.

____________