Language of document : ECLI:EU:T:2009:193

Υπόθεση T-189/03

ASM Brescia SpA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις – Σύστημα ενισχύσεων τις οποίες χορήγησαν οι ιταλικές αρχές σε ορισμένες επιχειρήσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών, υπό τη μορφή φορολογικών απαλλαγών και δανείων με προνομιακό επιτόκιο – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Η απόφαση αφορά την προσφεύγουσα ατομικά – Παραδεκτό – Άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ – Άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση της Επιτροπής απαγορεύουσα τομεακό σύστημα ενισχύσεων

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο συστήματος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά – Υποχρέωση ανακτήσεως κάθε ποσού που εισέπραξαν οι υπαχθέντες στο εν λόγω σύστημα – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Χαρακτηρισμός ενισχύσεως ως νέας

(Άρθρο 88 ΕΚ, κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημεία i και v)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα που σκοπούν στην αντιστάθμιση του κόστους εκπληρώσεως των συνισταμένων στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολών τις οποίες έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Δεν εμπίπτουν

(Άρθρα 86 § 2 ΕΚ και 87 § 1 ΕΚ)

1.      Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πλην του αποδέκτη μιας αποφάσεως, δύναται να ισχυριστεί ότι η πράξη αυτή το αφορά ατομικώς μόνον αν η εν λόγω απόφαση το θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη.

Μια επιχείρηση δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής που απαγορεύει ένα τομεακό σύστημα ενισχύσεων, αν η απόφαση αυτή αφορά την εν λόγω επιχείρηση μόνο λόγω του ότι η επιχείρηση δραστηριοποιείται στον οικείο τομέα και μπορεί να επωφεληθεί του εν λόγω συστήματος. Πράγματι, η απόφαση αυτή αποτελεί, όσον αφορά την εν λόγω επιχείρηση, μέτρο γενικής ισχύος που εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα για μια κατηγορία προσώπων τα οποία αφορά γενικώς και αφηρημένως.

Ωστόσο, εφόσον η επίμαχη απόφαση δεν αφορά επιχείρηση μόνον ως επιχείρηση του οικείου τομέα, δυνητικώς υπαγόμενη στο ως άνω σύστημα ενισχύσεων, αλλά και υπό την ιδιότητά της ως πραγματικής λήπτριας ατομικής ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε βάσει του συστήματος αυτού και της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή, η εν λόγω απόφαση την αφορά ατομικά, οπότε η προσφυγή της κατά της αποφάσεως αυτής είναι παραδεκτή.

(βλ. σκέψεις 40-42)

2.      Η Επιτροπή, όταν ελέγχει αν ενισχύσεις επηρεάζουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, υποχρεούται να εξετάζει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό.

Στην περίπτωση ενός συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να περιοριστεί στην εξέταση των χαρακτηριστικών του εν λόγω συστήματος προκειμένου να εκτιμήσει, με τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της, αν το πρόγραμμα αυτό, λόγω των λεπτομερειών που προβλέπει, μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο.

Άλλωστε, κάθε ενίσχυση που χορηγείται σε επιχείρηση η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της στην κοινοτική αγορά μπορεί να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Δεν υφίσταται κάποιο όριο ή κάποιο ποσοστό κάτω από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Πράγματι, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μικρό μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου.

Ως προς την προϋπόθεση που αφορά τον επηρεασμό του διακρατικού εμπορίου, το γεγονός ότι οι μια επιχείρηση η οποία απολαύει κρατικού μέτρου είναι η μόνη που ασκεί δραστηριότητα στην εγχώρια αγορά της ή στην επικράτεια καταγωγής της δεν είναι καθοριστικό. Συγκεκριμένα, το διακρατικό εμπόριο θίγεται από το οικείο μέτρο εφόσον μειώνονται οι πιθανότητες των εγκατεστημένων εντός άλλων κρατών μελών επιχειρήσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην αγορά του οικείου κράτους μέλους.

(βλ. σκέψεις 66-69, 80)

3.      Η κατάργηση μιας ενισχύσεως που χορηγήθηκε παράνομα, μέσω της αναζητήσεώς της καθώς και των σχετικών με αυτή τόκων, αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του ασυμβιβάστου της προς την κοινή αγορά. Τούτο ισχύει τόσο για τις ατομικές ενισχύσεις όσο και για τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο ενός συστήματος ενισχύσεων.

Ωστόσο, η γενική και αφηρημένη ανάλυση ενός συστήματος ενισχύσεων δεν αποκλείει, σε μια κατ’ ιδίαν περίπτωση, το χορηγηθέν βάσει του συστήματος αυτού ποσό να μην εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, επί παραδείγματι, λόγω του ότι η ατομική χορήγηση ενισχύσεως εμπίπτει στους κανόνες de minimis.

Μολονότι ο ρόλος των εθνικών αρχών περιορίζεται, οσάκις η Επιτροπή εκδίδει απόφαση κηρύσσουσα μια ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά, στην εκτέλεση της αποφάσεως αυτής και μολονότι οι εν λόγω αρχές δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς, μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις επιφυλάξεις αυτές κατά την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, η Επιτροπή διατάσσει μόνον την ανάκτηση των ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ και όχι των ποσών τα οποία, μολονότι έχουν καταβληθεί βάσει του επιμάχου συστήματος, δεν συνιστούν ενισχύσεις ή συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις ή ενισχύσεις σύμφωνες με την κοινή αγορά δυνάμει κανονισμού απαλλαγής ανά κατηγορία ή κανόνων de minimis ή ακόμη άλλης αποφάσεως της Επιτροπής.

Ο εθνικός δικαστής είναι αρμόδιος να ερμηνεύει τις έννοιες της ενισχύσεως και της υφισταμένης ενισχύσεως και θα είναι σε θέση να αποφανθεί επί των ενδεχομένων ιδιαιτεροτήτων της τάδε ή της δείνα περιπτώσεως εφαρμογής, ενδεχομένως υποβάλλοντας προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

(βλ. σκέψεις 85-88)

4.      Τόσο από το περιεχόμενο όσο και από τον σκοπό του άρθρου 88 ΕΚ προκύπτει ότι πρέπει να θεωρηθούν ως υφιστάμενες, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, όσες ενισχύσεις προϋπήρχαν της ημερομηνίας ενάρξεως της Συνθήκης ΕΚ και όσες τέθηκαν νομοτύπως σε εφαρμογή υπό τις συνθήκες που προβλέπονται στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, ενώ πρέπει να θεωρηθούν ως νέες ενισχύσεις, για τις οποίες υφίσταται η προβλεπόμενη σ’ αυτή την τελευταία διάταξη υποχρέωση κοινοποιήσεως, τα μέτρα τα οποία αποσκοπούν στη θέσπιση ή στην τροποποίηση ενισχύσεων, οι δε τροποποιήσεις μπορούν να αφορούν είτε υφιστάμενες ενισχύσεις είτε αρχικά σχέδια κοινοποιηθέντα στην Επιτροπή. Εφόσον η τροποποίηση επηρεάζει την ίδια την ουσία του αρχικού συστήματος, μεταβάλλεται το σύστημα αυτό σε νέο σύστημα ενισχύσεων. Όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια ουσιώδη τροποποίηση όταν το νέο στοιχείο μπορεί σαφώς να αποσπαστεί από το αρχικό σύστημα.

(βλ. σκέψεις 97,101)

5.      Μια κρατική παρέμβαση η οποία συνιστά αντιστάθμιση που αντιπροσωπεύει την αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι λήπτριες επιχειρήσεις προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, οπότε οι επιχειρήσεις αυτές δεν τυγχάνουν, στην πραγματικότητα, χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος και, συνεπώς, η παρέμβαση αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα να περιέρχονται οι επιχειρήσεις αυτές σε ευνοϊκότερη από πλευράς ανταγωνισμού θέση σε σχέση με τις ανταγωνίστριές τους επιχειρήσεις, δεν συνιστά, κατ’ αρχήν, κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Ωστόσο, προκειμένου να είναι δυνατό μια τέτοια αντιστάθμιση να μη χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες προβλέπονται στην απόφαση Altmark. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η προϋπόθεση ότι η λήπτρια επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, υποχρεώσεων οι οποίες πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένες, και η προϋπόθεση η αντιστάθμιση να μην υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.

Η προϋπόθεση ότι η λήπτρια επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, έχει επίσης εφαρμογή στο πλαίσιο της παρεκκλίσεως του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, το οποίο αφορά τις επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ένα μέτρο πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να ανταποκρίνεται, αφενός, στις αρχές του ορισμού και της αναθέσεως της δημόσιας υπηρεσίας και, αφετέρου, στην αρχή της αναλογικότητας.

(βλ. σκέψεις 123-127)