Language of document : ECLI:EU:T:2015:296

Υπόθεση T‑456/10

Timab Industries

και

Cie financière et de participations Roullier (CFPR)

κατάΕυρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Κατανομή ποσοστώσεων πωλήσεων, συντονισμός των τιμών και των όρων πωλήσεως και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών — Απόφαση των προσφευγουσών να αποσυρθούν από τη διαδικασία διευθετήσεως — Πρόστιμα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως — Συνεργασία — Μη εφαρμογή της κλίμακας πιθανών προστίμων που κοινοποιήθηκε κατά τη διαδικασία διευθετήσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα)
της 20ής Μαΐου 2015

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Διαδικασία διευθετήσεως — Διαδικασία στην οποία δεν εμπλέκονται όλοι οι μετέχοντες σε σύμπραξη — Απόφαση επιχειρήσεως να αποσυρθεί από τη διαδικασία διευθετήσεως — Έκδοση δύο αποφάσεων από την Επιτροπή, με διαφορετικούς αποδέκτες λόγω της υπάρξεως δύο χωριστών διαδικασιών — Δυνατότητα εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων — Υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου· κανονισμοί της Επιτροπής 773/2004, άρθρο 10α, και 622/2008· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2006/C 210/02 και 2008/C 167/01)

2.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Μείωση του προστίμου σε αντάλλαγμα για την παροχή συνεργασίας — Υποχρέωση της οικείας επιχειρήσεως να συνεργαστεί στη διοικητική διαδικασία σχετικά με την επίδικη παράβαση — Εκτίμηση της ποιότητας και της χρησιμότητας των παρεχόμενων πληροφοριών

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2002/C 45/03 και 2006/C 210/02)

3.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Στοιχεία που πρέπει οπωσδήποτε να περιέχει — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Μνεία των κύριων πραγματικών και νομικών στοιχείων που θα μπορούσαν να δικαιολογούν την επιβολή προστίμου — Ζήτημα κατά πόσον τέτοια μνεία αρκεί για να γίνει δεκτό ότι δεν εθίγη το δικαίωμα ακροάσεως επί του καθορισμού του ύψους του προστίμου

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 και 27)

4.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Προσωρινός χαρακτήρας — Υποχρέωση της Επιτροπής να εξηγεί στην τελική της απόφαση τις διαφορές μεταξύ των οριστικών και των προσωρινών εκτιμήσεών της — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Διαδικασία διευθετήσεως — Κοινοποίηση ενδεικτικής κλίμακας προστίμων —Απόφαση επιχειρήσεως να αποσυρθεί από τη διαδικασία διευθετήσεως — Μη εφαρμογή από την Επιτροπή της κλίμακας αυτής στην τελική απόφαση — Επιτρέπεται

(Κανονισμοί της Επιτροπής 773/2004, άρθρο 10α § 2, και 622/2008· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2002/C 45/03, 2006/C 210/02 και 2008/C 167/01)

6.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση — Χρησιμοποίηση των δηλώσεων άλλων επιχειρήσεων οι οποίες μετείχαν στην παράβαση ως αποδεικτικών μέσων — Επιτρέπεται — Αποδεικτική ισχύς των εκουσίων δηλώσεων στις οποίες προέβησαν οι βασικοί μετέχοντες σε σύμπραξη προκειμένου να τύχουν εφαρμογής του καθεστώτος που προβλέπει η ανακοίνωση περί συνεργασίας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση της Επιτροπής 2002/C 45/03)

7.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Εκτίμηση — Η ύπαρξη προθέσεως βαρύνει περισσότερο από τις συνέπειες της συμπεριφοράς

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Καθορισμός του προστίμου κατ’ αναλογία προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μείωση του προστίμου σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 2002/C 45/03)

11.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης — Περιεχόμενο

(Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

1.      Στον τομέα των συμπράξεων, όταν στη διαδικασία διευθετήσεως δεν εμπλέκονται όλοι όσοι συμμετείχαν στην παράβαση, παραδείγματος χάρη όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, μια επιχείρηση αποχωρήσει από την εν λόγω διαδικασία, η Επιτροπή εκδίδει, αφενός, ακολουθώντας απλοποιημένη διαδικασία (τη διαδικασία διευθετήσεως), απόφαση με αποδέκτες όσους μετείχαν στην παράβαση και αποφάσισαν να συμβιβαστούν, η οποία αντανακλά τη δέσμευση που ανέλαβε καθένας εξ αυτών, και, αφετέρου, κατά την τακτική διαδικασία, απόφαση με αποδέκτες όσους μετείχαν στην παράβαση και αποφάσισαν να μην συμβιβαστούν. 

Εντούτοις, ακόμη και σε μια τέτοια υβριδική περίπτωση, όπου εκδίδονται δύο αποφάσεις με διαφορετικούς αποδέκτες κατόπιν δύο χωριστών διαδικασιών, πρόκειται για μετέχοντες σε μία ενιαία σύμπραξη, με αποτέλεσμα να πρέπει να τηρείται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η ως άνω αρχή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ούτε με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Κατά συνέπεια, η διαδικασία διευθετήσεως είναι εναλλακτική διοικητική διαδικασία σε σχέση με την τακτική διοικητική διαδικασία —η οποία στηρίζεται στην αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως— διαφέρει από αυτή και παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες, όπως η συντομευμένη ανακοίνωση αιτιάσεων και η κοινοποίηση πιθανής κλίμακας προστίμων. Εξακολουθούν πάντως στο πλαίσιο αυτό να εφαρμόζονται πλήρως οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003. Αυτό σημαίνει ότι, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, δεν επιτρέπεται να γίνουν διακρίσεις μεταξύ των μελών της ίδιας συμπράξεως όσον αφορά τα στοιχεία και τις μεθόδους υπολογισμού που δεν επηρεάζονται από τις εγγενείς ιδιαιτερότητες της διαδικασίας διευθετήσεως, όπως η προβλεπόμενη μείωση κατά 10 % λόγω συμμετοχής στη διαδικασία διευθετήσεως.

(βλ. σκέψεις 71-74)

2.      Μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία δικαιολογείται μόνον εάν η συμπεριφορά της επιχειρήσεως διευκόλυνε την Επιτροπή να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως και, ενδεχομένως, να θέσει τέρμα σε αυτήν.

Όταν η αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς της ανακοινώσεως σχετικά με την απαλλαγή από τα πρόστιμα και τη μείωση του ποσού τους σε υποθέσεις συμπράξεων συναρτάται με σύμπραξη η οποία όχι μόνον είναι διαφορετική από εκείνη που εξετάζει η Επιτροπή, αλλά, επιπλέον, αποδεικνύεται ότι αφορά και παράβαση που έχει παραγραφεί, τότε ουδεμία προστιθέμενη αξία υφίσταται, και η Επιτροπή δεν οφείλει να ανταμείψει την εν λόγω συνεργασία, εφόσον δεν διευκολύνει την έρευνα. Το ίδιο ισχύει και ως προς την καλούμενη «εκτός επιείκειας» συνεργασία.

(βλ. σκέψεις 92, 93)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 98)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 99)

5.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η κλίμακα προστίμων αποτελεί εργαλείο που συνδέεται αποκλειστικώς και ειδικώς με τη διαδικασία διευθετήσεως. Το άρθρο 10α, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], παρέχει ρητώς στις υπηρεσίες της Επιτροπής την ευχέρεια να δώσουν στα μέρη που συμμετέχουν στις συνομιλίες για τη διευθέτηση διαφοράς μια εκτίμηση για το ύψος του προστίμου το οποίο θα πρέπει να τους επιβληθεί βάσει, αφενός, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, αφετέρου, των διατάξεων της ανακοινώσεως σχετικά με τη διαδικασία διευθετήσεως προς έκδοση αποφάσεων βάσει των άρθρων 7 και 23 του κανονισμού σε υποθέσεις συμπράξεων και, τέλος, ενδεχομένως, της ανακοινώσεως σχετικά με την απαλλαγή από τα πρόστιμα και τη μείωση του ποσού τους σε υποθέσεις συμπράξεων.

Στην περίπτωση όπου η επιχείρηση δεν υποβάλει πρόταση διευθετήσεως, η διαδικασία η οποία θα περατωθεί με την έκδοση τελικής αποφάσεως διέπεται από τις γενικές διατάξεις του κανονισμού 773/2004, και όχι από αυτές που ρυθμίζουν τη διαδικασία διευθετήσεως. Πρόκειται, επομένως, για μια καινοφανή περίπτωση όπου, ως «tabula rasa», δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί ποιες είναι οι αντίστοιχες υποχρεώσεις. Από τα προαναφερθέντα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η κλίμακα προστίμων που κοινοποιήθηκε κατά τη διαδικασία διευθετήσεως στερείται πλέον σημασίας, δεδομένου ότι αποτελεί εργαλείο το οποίο προσιδιάζει στη συγκεκριμένη διαδικασία. Θα ήταν, συνεπώς, παράλογο και μάλιστα απρόσφορο, να υποχρεούται η Επιτροπή να εφαρμόσει ή να περιλάβει στην ανακοίνωση των αιτιάσεων μια κλίμακα προστίμων η οποία εντάσσεται σε άλλη διαδικασία, που έχει πλέον εγκαταλειφθεί. Πράγματι, η κοινοποίηση, ήδη με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, μιας κλίμακας προστίμων θα ήταν αντίθετη προς τον αμιγώς προπαρασκευαστικό χαρακτήρα της οικείας πράξεως και θα στερούσε από την Επιτροπή τη δυνατότητα να επιβάλει πρόστιμο προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς της, ενώ μάλιστα οφείλει να συνεκτιμήσει τα νέα επιχειρήματα ή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν περιέλθει σε γνώση της κατά την τακτική διοικητική διαδικασία και ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στον καθορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου.

Με την ίδια λογική, η Επιτροπή δεν υπέχει βαρύτερη υποχρέωση αιτιολογήσεως όταν προσφεύγει στη διαδικασία διευθετήσεως προς διευκόλυνση της επιλύσεως των διαφορών, η οποία όμως εν συνεχεία εγκαταλείπεται, απ’ ό,τι όταν εκδίδει απόφαση κατά την τακτική διαδικασία.

(βλ. σκέψεις 100, 101, 104-107)

6.      Στο δίκαιο της Ένωσης επικρατεί η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων και το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου εκτιμώνται οι προσκομιζόμενες αποδείξεις είναι η αξιοπιστία τους. Ουδεμία διάταξη ούτε γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται εις βάρος μιας επιχειρήσεως τις δηλώσεις άλλων επιχειρήσεων. Οι δε δηλώσεις που γίνονται στο πλαίσιο αιτήσεως υπαγωγής στο καθεστώς της ανακοινώσεως σχετικά με την απαλλαγή από τα πρόστιμα και τη μείωση του ποσού τους σε υποθέσεις συμπράξεων (ανακοίνωση περί συνεργασίας) δεν έχουν αμελητέα αποδεικτική αξία. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και όσον αφορά δηλώσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εις βάρος της ίδιας της επιχειρήσεως που ζήτησε να υπαχθεί στο καθεστώς της ανακοινώσεως αυτής. Πάντως, αν τέτοια επιχείρηση αλλάξει τη δήλωσή της ή δώσει κατόπιν μια διαφορετική ερμηνεία της, θα είναι δύσκολο για την Επιτροπή, και εν συνεχεία για τον δικαστή, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων, να λάβει υπόψη τη δήλωση αυτή λόγω της ελαττώσεως της αποδεικτικής της ισχύος. Στην τελευταία περίπτωση, δεν είναι πάντως απαραίτητο ότι η Επιτροπή θα χρησιμοποιήσει οπωσδήποτε εις βάρος της επιχειρήσεως τις πρώτες της δηλώσεις.

(βλ. σκέψη 115)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 132, 133)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 154, 155)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 161)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 177, 178, 184)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 215)