Language of document :

Ανακοίνωση στην ΕΕ

 

Προσφυγή της Brandt Italia spa κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 4 Αυγούστου 2004

(Υπόθεση Τ-323/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Η Brandt Italia spa, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Martijn van Empel, Claudio Visco και Salvatore Lamarca, άσκησε στις 4 Αυγούστου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    κυρίως, να διαπιστώσει το ανίσχυρο και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 30ής Μαρτίου 2004 C(2004)930 τελικό·

-    επικουρικώς, να κηρύξει την απόφαση μερικώς άκυρη - περιορίζοντας την ακυρότητα στο άρθρο 3 της αποφάσεως - στο μέτρο που επιβάλλει στην Ιταλία να αναζητήσει την παρανόμως χορηγηθείσα ενίσχυση·

-    να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Η προσβαλλόμενη στην παρούσα υπόθεση απόφαση κηρύσσει ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που αφορά τις έκτακτης ανάγκης διατάξεις στον τομέα της απασχολήσεως και το οποίο η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 23 της 14ης Φεβρουαρίου 2003, που κατέστη νόμος της 17ης Απριλίου 2003, επιβάλλει δε στην Ιταλική Κυβέρνηση να αναζητήσει από την προσφεύγουσα την ενίσχυση που η τελευταία υποτίθεται ότι έλαβε επ' ευκαιρία της πωλήσεως του τμήματος επιχειρήσεως Ocean spa per la refrigerazione, εγκατεστημένου στη Verolanuova της επαρχίας της Brescia.

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η Brandt αμφισβητεί, καταρχάς, το σημείο της αποφάσεως στο οποίο η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το διάταγμα 23/2003 παρέχει στους αγοραστές ατομικό πλεονέκτημα συνεπαγόμενο στρέβλωση του ανταγωνισμού. Βάσει της νομοθεσίας που ισχύει όσον αφορά την Cassa Integrazione Guadagni e Mobilità, (νομοθεσίας γενικής ισχύος), η πρόσβαση στα πλεονεκτήματα που υποτίθεται ότι απορρέουν από το επίμαχο διάταγμα είναι ανοικτή σε κάθε άλλη επιχείρηση η οποία προσλαμβάνει εργαζομένους από τους πίνακες κινητικότητας. Ως εκ τούτου, το διάταγμα 23/2003, καίτοι ευνοεί τη θέση των μετατασσομένων εργαζομένων, δεν καθιερώνει κανένα οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ των αγοραστών και, συνεπώς, υπέρ της Brandt. Εξάλλου, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να προβεί στην πλήρη και ενδελεχή αξιολόγηση των οικονομικών αποτελεσμάτων του εθνικού μέτρου, μη λαμβάνοντας υπόψη το πρόσθετο κόστος που βαρύνει τις επιχειρήσεις που αποκτούν ένα τμήμα επιχειρήσεως και οι οποίες είναι υποχρεωμένες να επωμίζονται βάρη και ευθύνες (κοινωνικής και οικονομικής φύσεως) που - αν δεν υφίστατο το επίμαχο μέτρο - δεν θα ήταν υποχρεωμένες να αναλάβουν. Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται τον γενικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, το οποίο έχει στην πράξη τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα των γενικών διατάξεων του νόμου 223/91. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή συνήγαγε ότι έπρεπε να ζητήσει από την Ιταλική Κυβέρνηση να ανακτήσει το οικονομικό όφελος, που είχε αποκομίσει η Brandt ατομικώς από το προμνησθέν διάταγμα, από την εξέταση του διατάγματος 23/2003 στην οποία προέβη, χαρακτηρίζοντας ως ενίσχυση το εισάγον γενικό καθεστώς μέτρο. Επιβάλλοντας την ανάκτηση μιας ατομικής ενισχύσεως στο πλαίσιο αποφάσεως περί καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 88 ΕΚ, ενώ, παράλληλα, δεν τήρησε τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999. Εξάλλου, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέλειψε τελείως να εξετάσει τη συγκεκριμένη περίπτωση της ατομικής ενισχύσεως της οποίας ζητεί την ανάκτηση. Όφειλε να κινήσει χωριστή διαδικασία προκειμένου να εκτιμήσει το συμβατό του εθνικού μέτρου με γνώμονα τα κριτήρια που ισχύουν για τις ατομικές ενισχύσεις, ή να περιοριστεί στα μέσα που προβλέπει ο κανονισμός 659/1999 όσον αφορά τη λήψη προσωρινών μέτρων για την αναζήτηση της ενισχύσεως.

Η προσφεύγουσα επικαλείται, επίσης, παράβαση των άρθρων 88 και 89 ΕΚ, καθώς και των διατάξεων των κανονισμών (ΕΚ) 994/98 και (ΕΚ) 2204/2002. Από την άποψη αυτή, προσάπτει στην Επιτροπή ότι κήρυξε παράνομο ex tunc ένα μέτρο που θα μπορούσε να ενταχθεί στο εξαιρετικό καθεστώς του κανονισμού (ΕΚ) 2204/2002 και, ως τοιούτο, να χαρακτηρισθεί ως "υφιστάμενη ενίσχυση" κατά την έννοια του άρθρου 88 ΕΚ. Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε αντικανονικά το δικαίωμα να κρίνει ότι το διάταγμα 23/2003 δεν καλύπτεται από τις διατάξεις του κανονισμού 2204/2002, παραβιάζοντας έτσι τα όρια που θέτουν στην εξουσία παρεμβάσεώς της οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 89 ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) 994/98 και (ΕΚ) 2204/2002.

Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο επιβάλλει στην Ιταλία την υποχρέωση να αναζητήσει από τους δικαιούχους του μέτρου την κρατική ενίσχυση, παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 253 ΕΚ, καθώς και κατάχρηση εξουσίας.

____________