Language of document :

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-239/04 και T-323/04

Ιταλική Δημοκρατία και Brandt Italia SpA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Νομοθεσία που προβλέπει επείγοντα μέτρα υπέρ της απασχόλησης για τις προβληματικές επιχειρήσεις – Απόφαση που κηρύσσει το σύστημα ενισχύσεων ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά και διατάσσει την ανάκτηση της παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 87 ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Σύστημα ενισχύσεων υπέρ της απασχόλησης – Εμπίπτει

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Καθοριζόμενες με κανονισμό κατηγορίες ενισχύσεων δυνάμενες να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά – Κανονισμός 2204/2002 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση

(Άρθρα 87ΕΚ και 88 ΕΚ· κανονισμός 2204/2002 της Επιτροπής)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασύμβατο μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως προς την κοινή αγορά – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 253 ΕΚ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διοικητική διαδικασία – Υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Εξέταση συστήματος ενισχύσεων θεωρούμενου σφαιρικώς – Επιτρέπεται

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου

(Άρθρο 88 ΕΚ)

1.      Κρατικό μέτρο που προβλέπει σύστημα ενισχύσεων υπέρ της απασχόλησης απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό καθόσον ενισχύει την οικονομική θέση ορισμένων επιχειρήσεων έναντι των ανταγωνιστών τους και, ειδικότερα, απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο αν οι δικαιούχοι βρίσκονται σε ανταγωνισμό με προϊόντα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, μολονότι οι ίδιοι δεν εξάγουν την παραγωγή τους.

(βλ. σκέψη 68)

2.      Το γεγονός ότι ένα κρατικό μέτρο, που προβλέπει σύστημα ενισχύσεων υπέρ της απασχόλησης, αποσκοπεί στη διαφύλαξη της απασχόλησης, ουδεμία επιρροή ασκεί στον χαρακτηρισμό του ως κρατικής ενισχύσεως, δεδομένου ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ δεν προβαίνει σε διάκριση των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους.

(βλ. σκέψη 69)

3.      Για να θεωρηθεί ότι ένα σύστημα ενισχύσεων συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα του κανονισμού 2204/2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ] στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, δεν αρκεί αυτό να πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω κανονισμού σε ορισμένες ενδεχόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του. Απαιτείται οι χορηγούμενες βάσει του εν λόγω συστήματος ενισχύσεις να πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις σε κάθε περίπτωση.

Κατά συνέπεια, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω κανονισμού κρατικό μέτρο που προβλέπει σύστημα ενισχύσεων υπέρ της απασχόλησης το οποίο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι ενισχύσεις να χορηγούνται σε μεγάλη επιχείρηση εντός μη επιλέξιμης περιοχής. Εξάλλου, το καθαρά θεωρητικό ενδεχόμενο να είναι ο πιθανός μεταβιβάζων, στο πλαίσιο του επίδικου μέτρου, μικρή ή μεσαία επιχείρηση, δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η κοινοποιηθείσα αυτή ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 94, 101)

4.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του. Η απαίτηση αυτή πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα, τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Από τις εν λόγω αρχές προκύπτει, ειδικότερα, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να αποδείξει ότι το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση και ότι αυτή δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Αντίθετα, δεν υποχρεούται να απαντά σε κάθε σημείο των επιχειρημάτων που αλυσιτελώς προτείνουν οι οικείες εθνικές αρχές ή οι τρίτοι παρεμβαίνοντες.

Μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να προκύπτει από τις ίδιες τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε η ενίσχυση ότι αυτή είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή οφείλει, τουλάχιστον, να αναφέρει τις συνθήκες αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της.

Εντούτοις, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει τις πραγματικές επιπτώσεις που οι παράνομες ενισχύσεις είχαν στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Συγκεκριμένα, αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προσκομίσει μια τέτοια απόδειξη, τούτο θα είχε ως συνέπεια να ευνοούνται τα κράτη μέλη που χορηγούν ενισχύσεις κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, εις βάρος εκείνων που κοινοποιούν τις ενισχύσεις στο στάδιο του σχεδιασμού τους. Πράγματι, κατά το γράμμα του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά όχι μόνον οι ενισχύσεις που «νοθεύουν» τον ανταγωνισμό, αλλά και εκείνες που «απειλούν» να τον νοθεύσουν.

(βλ. σκέψεις 117-119, 126-127)

5.      Η δημοσίευση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανακοινώσεως περί της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξέτασης του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ αποτελεί το κατάλληλο μέσο προκειμένου να καταστεί γνωστή σε όλους τους ενδιαφερομένους η κίνηση της εν λόγω διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 141)

6.      Στην περίπτωση συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή, προκειμένου να αποφανθεί αν το οικείο σύστημα παρουσιάζει στοιχεία ενισχύσεως, μπορεί να περιορισθεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του συστήματος αυτού, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του.

(βλ. σκέψη 142)

7.      Λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που πραγματοποιεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 88 ΕΚ, δεν δικαιολογείται, κατ’ αρχήν, η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων δικαιούχων της ενισχύσεως όσον αφορά τη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής παρά μόνον αν η ενίσχυση χορηγήθηκε τηρηθείσας της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο αυτό. Πράγματι, ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή, ακόμη και αν η ευθύνη του οικείου κράτους για τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως περί χορηγήσεως της ενισχύσεως ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η ανάκλησή της να φαίνεται αντίθετη προς την καλή πίστη.

Αν ο δικαιούχος της ενισχύσεως θεωρεί ότι υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις που στήριξαν δικαιολογημένα την εμπιστοσύνη του στον νόμιμο χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, στην κρίση του οποίου έχει ενδεχομένως υποβληθεί η υπόθεση, να εκτιμήσει τις εν λόγω περιστάσεις, αφού υποβάλει, ενδεχομένως, στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία.

(βλ. σκέψεις 154-155)