Language of document : ECLI:EU:T:2007:140

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 16ης Μαΐου 2007

Υπόθεση T-324/04

F

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Επίδομα αποδημίας – Προσφυγή ακυρώσεως – Αγωγή αποζημιώσεως – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Έννοια του διεθνούς οργανισμού – Συνήθης διαμονή και κύρια επαγγελματική δραστηριότητα – Άρνηση χορηγήσεως του επιδόματος αποδημίας με αναδρομική ισχύ – Αναζήτηση αχρεωστήτου»

Αντικείμενο: Προσφυγή με αντικείμενο, αφενός, αίτηση ακυρώσεως των αποφάσεων της Επιτροπής περί αρνήσεως χορηγήσεως, με αναδρομική ισχύ, επιδόματος αποδημίας στον προσφεύγοντα και περί καθορισμού της μεθόδου για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων συναφώς ποσών και, αφετέρου, αίτηση επιστροφής όλων των ποσών τα οποία παρακρατήθηκαν ή θα παρακρατηθούν από τον μισθό του προσφεύγοντος, από τον Φεβρουάριο του 2004, πλέον τόκων, καθώς και αγωγή αποζημιώσεως για αποκατάσταση της υλικής ζημίας και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο προσφεύγων.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Αμοιβή – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Αμοιβή – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Άρθρα 46 ΕΚΑΧ και 48 ΕΚΑΧ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχείο α΄)

3.      Υπάλληλοι – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Χρηστή διοίκηση – Καθήκον αρωγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85· παράρτημα  VII, άρθρο 4 § 1)

1.      Αρκεί να συντρέχει ένα μόνον από τα κριτήρια του άρθρου 4 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), ήτοι η συνήθης διαμονή ή η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα, στον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου ώστε εκείνος να μην δικαιούται του επιδόματος αποδημίας.

Όσον αφορά τον προσδιορισμό της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας, το γεγονός ότι ο υπάλληλος έφερε τον τίτλο του δικηγόρου και ήταν εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο στο κράτος καταγωγής του κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς δεν αρκεί καθαυτό για να αποδειχτεί ότι ο υπάλληλος αυτός ασκούσε πραγματικά το επάγγελμα αυτό ως κύρια και προεξάρχουσα επαγγελματική δραστηριότητα, ελλείψει ειδικής αναφοράς ως προς τη διάρκεια και το περιεχόμενο της δραστηριότητας αυτής.

Όσον αφορά τον καθορισμό της συνήθους διαμονής, το γεγονός ότι ο υπάλληλος ανανέωσε τα επίσημα έγγραφα ταυτότητας, ότι διατήρησε το προνόμιο της υγειονομικής ασφάλισης στο κράτος καταγωγής του, στο οποίο έχει τη φορολογική του κατοικία, δεν είναι καθαυτό ικανό να αποδείξει ότι το μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του βρίσκεται ακόμα στο κράτος αυτό. Μολονότι από ορισμένα από τα στοιχεία αυτά μπορεί να διαφανεί ότι ο υπάλληλος διατηρεί διαρκείς δεσμούς με το κράτος καταγωγής του, πρόκειται για στοιχεία καθαρά τυπικά που δεν είναι ικανά να αποδείξουν την πραγματική διαμονή του ενδιαφερόμενου. Ειδικότερα, όσον αφορά την καταβολή φόρων στο κράτος καταγωγής κατ’ εφαρμογή συμβάσεως περί αποφυγής της διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί μεταξύ του κράτους καταγωγής και του κράτους υπηρεσίας του υπαλλήλου, η προσκόμιση δηλώσεων φόρου εισοδήματος στο κράτος καταγωγής δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να αποδείξει σταθερή διαμονή στο κράτος αυτό, εφόσον δεν προσκομίζονται στοιχεία από τα οποία να προκύπτει τεκμηριωμένα ποια θα ήταν η απόφαση που θα εξέδιδαν οι αρχές των δύο κρατών σε σχέση με τον εν λόγω υπάλληλο κατ’ εφαρμογή της συμβάσεως αυτής, δεδομένου ότι οι υποβολή των δηλώσεων αυτών μπορεί να οφείλεται σε μονομερή απόφαση του υπαλλήλου να καταβάλει φόρους στο κράτος καταγωγής του.

(βλ. σκέψεις 54, 65, 76 και 77)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 13 Απριλίου 2000, T‑18/98, Reichert κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑73 και II‑309, σκέψη 30· ΠΕΚ, 3 Μαΐου 2001, T‑60/00, Λιάσκου κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑107 και II‑489, σκέψη 63

2.      Για να λογίζεται ένας οργανισμός ως «διεθνής οργανισμός» για την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταία περίοδος, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, πρέπει να έχει προσδιοριστεί και αναγνωριστεί επισήμως από τα κράτη ή από διεθνείς οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί από τα κράτη. Η αναγνώριση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται μέσω επίσημης διακηρύξεως, πράξεως θετικού δικαίου, συμφωνίας ή συμβάσεως από την οποία να προκύπτει ρητώς ότι ο οργανισμός αυτός όντως αναγνωρίζεται από τα κράτη ή τους διεθνείς οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί από αυτά.

Συναφώς, τα άρθρα 46 και 48 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, που προβλέπουν τη συνεργασία των επιχειρήσεων και ενώσεων με την Επιτροπή προκειμένου να διευκολυνθεί η εκτέλεση των αποστολών που της έχουν ανατεθεί, δεν συνεπάγονται επίσημη αναγνώριση των επιχειρήσεων ή ενώσεων αυτών, καθόσον τα εν λόγω άρθρα θεσπίζουν, κατά τα οριζόμενα στην Συνθήκη αυτή, μάλλον δικαιώματα και υποχρεώσεις των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων η εν λόγω Συνθήκη έχει εφαρμογή.

Επιπλέον, το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να συμβουλευτεί τις επιχειρήσεις και ενώσεις αυτές και ότι οι τελευταίες μετείχαν σε συμβουλευτικές ή προπαρασκευαστικές συναντήσεις δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς αποστολή δημοσίου συμφέροντος που έχει ανατεθεί από τις Κοινότητες στους εν λόγω οργανισμούς.

Τέλος, για την εκτίμηση του διεθνούς χαρακτήρα ενός οργανισμού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η σύσταση του οργανισμού καθαυτού και όχι το γεγονός ότι αποτελεί μέλος άλλων οργανισμών η σύσταση των οποίων τους προσδίδει διεθνή χαρακτήρα.

(βλ. σκέψεις 113, 115, 117, 121 και 122)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 30 Μαρτίου 1993, T‑4/92, Βαρδάκας κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑357· ΠΕΚ, 13 Σεπτεμβρίου 2005, T‑99/03, Atienza Morales κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑225 και II‑1029, σκέψη 35

3.      Το γεγονός ότι η διοίκηση, κατόπιν περατώσεως του ελέγχου του ατομικού φακέλου ενός υπαλλήλου, δεν εντόπισε την αντικανονική σ’ αυτόν καταβολή του επιδόματος αποδημίας δεν μπορεί να λογίζεται ως συγκεκριμένη συμπεριφορά της διοίκησης ικανή να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του υπαλλήλου όσον αφορά τον αποκλεισμό ενδεχόμενης αναζήτησης του αχρεωστήτου στο μέλλον, καθόσον η περίσταση αυτή επιβεβαιώνει απλώς το γεγονός ότι η πλάνη της διοικήσεως εξακολουθεί να υφίσταται, πράγμα που συνιστά προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 85 του ΚΥΚ.

Ωστόσο, όταν η αντικανονικότητα της καταβολής του επιδόματος ήταν τόσο πρόδηλη ώστε να θεωρείται ότι ένας υπάλληλος που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια και έχει την εμπειρία και τον βαθμό του προσφεύγοντος όφειλε να έχει γνώση της, η εκ μέρους του υπαλλήλου παράλειψη επισήμανσης στη διοίκηση ότι ενδεχομένως του χορηγήθηκαν αχρεωστήτως οικονομικά πλεονεκτήματα τον περιάγει, λόγω της συμπεριφοράς του αυτής, σε μη σύννομη κατάσταση, οπότε δεν μπορεί να επικαλείται την καλή του πίστη για να απαλλαγεί από την υποχρέωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να προσαφθεί στη διοίκηση ότι παρέβη το καθήκον αρωγής ή ότι παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως· αντιθέτως, η διοίκηση εφάρμοσε ορθώς το άρθρο 85 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 159, 164 έως 166 και 170)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 1η Απριλίου 2004, T‑312/02, Gussetti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑125 και II‑547, σκέψη 106 και παρατιθέμενη νομολογία