Language of document : ECLI:EU:T:2007:260

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις − Νομοθεσία που προβλέπει επείγοντα μέτρα υπέρ της απασχόλησης, για τις προβληματικές επιχειρήσεις − Απόφαση που κηρύσσει το καθεστώς ενισχύσεων ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά και διατάσσει την ανάκτηση της παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑239/04 και T‑323/04,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον D. Del Gaizo,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑239/04,

Brandt Italia SpA, με έδρα τη Verolanuova (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους M. van Empel, C. Visco και S. Lamarca, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑323/04,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, C. Giolito και E. Righini,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2004/800/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2004, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφήρμοσε η Ιταλία, το οποίο αφορά επείγοντα μέτρα για την απασχόληση (ΕΕ L 352, σ. 10),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. García-Valdecasas, πρόεδρο, J. D. Cooke και I. Labucka, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Ιταλική νομοθεσία

1        Το νομοθετικό διάταγμα 23, της 14ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με επείγοντα μέτρα για την απασχόληση (GURI αριθ. 39, της 17ης Φεβρουαρίου 2003), το οποίο, κατόπιν τροποποιήσεως, κατέστη ο νόμος 81, της 17ης Απριλίου 2003 (GURI αριθ. 91, της 18ης Απριλίου 2003), ορίζει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, τα εξής:

«Για να αντιμετωπισθεί η σοβαρή κρίση στον τομέα της απασχόλησης που έπληξε τις εταιρίες οι οποίες έχουν τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση, ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Πολιτικών δύναται, στις περιπτώσεις του άρθρου 63, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 270, της 8ης Ιουλίου 1999, για τις επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στην εν λόγω διαδικασία και απασχολούν πλείονες των 1 000 εργαζομένων, να χορηγεί στους εργοδότες αγοραστές, για 550 κατ’ ανώτατο όριο εργαζομένους, τα πλεονεκτήματα των άρθρων 8, παράγραφος 4, και 25, παράγραφος 9, του νόμου 223, της 23ης Ιουλίου 1991, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      ο αγοραστής δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του άρθρου 8, παράγραφος 4 bis, του νόμου 223, της 23ης Ιουλίου 1991·

b)      η μεταβίβαση των εργαζομένων προβλέπεται από συλλογική σύμβαση που έχει συναφθεί με το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Πολιτικών, μέχρι τις 30 Απριλίου 2003, η οποία επιτρέπει την επαναπρόσληψη των εργαζομένων.»

2         Το άρθρο 63, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 270, της 8ης Ιουλίου 1999, περί νέας ρυθμίσεως της αναγκαστικής διαχείρισης των μεγάλων αφερέγγυων επιχειρήσεων (GURI αριθ. 185, της 9ης Αυγούστου 1999), ορίζει τα ακόλουθα για την περίπτωση πωλήσεως του συνόλου ή τμήματος επιχειρήσεως η οποία ελέγχεται από μεγάλες επιχειρήσεις και έχει τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση:

«Στο πλαίσιο των σχετικών με τη μεταβίβαση επιχειρήσεως διαβουλεύσεων του άρθρου 47 του νόμου 428, της 29ης Δεκεμβρίου 1990, ο αναγκαστικός διαχειριστής, ο αγοραστής και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δύνανται να συμφωνήσουν ότι ο αγοραστής θα προσλάβει μέρος μόνον των εργαζομένων, καθώς και άλλες τροποποιήσεις των όρων εργασίας δυνάμει των εφαρμοστέων ισχυουσών διατάξεων.»

3        Το άρθρο 8 του νόμου 223, της 23ης Ιουλίου 1991, για τους κανόνες περί αργίας για τεχνικούς λόγους, κινητικότητας, επιδομάτων ανεργίας, εφαρμογής των κοινοτικών οδηγιών, τοποθετήσεως εργατικού δυναμικού και για άλλες διατάξεις σχετικά με την αγορά εργασίας (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 175, της 27ης Ιουλίου 1991, στο εξής: νόμος 223/91), που διέπει το Intervento straordinario d’integrazione salariale (Ειδικό ταμείο συμπληρώσεως μισθών, στο εξής: CIGS), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 του νομοθετικού διατάγματος 148, της 20ής Μαΐου 1993 (GURI αριθ. 116, της 20ής Μαΐου 1993), περιλαμβάνει ορισμένες διατάξεις οι οποίες αποσκοπούν στη διευκόλυνση της εύρεσης εργασίας των τελούντων υπό ειδικό καθεστώς κινητικότητας εργαζομένων. Στο άρθρο αυτό προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι:

«1. Για την εύρεση εργασίας των τελούντων υπό καθεστώς κινητικότητας εργαζομένων ισχύει το δικαίωμα προτεραιότητας κατά την πρόσληψη [...].

4. Στον εργοδότη ο οποίος, χωρίς να υποχρεούται προς τούτο από την παράγραφο 1, προσλαμβάνει για αόριστο χρόνο και για πλήρη απασχόληση τους εγγεγραμμένους στον πίνακα κινητικότητας εργαζομένους καταβάλλεται, για κάθε μηνιαίο μισθό που καταβάλλει σε αυτούς, μηνιαία επιχορήγηση ίση με το 50 % της αποζημίωσης που θα καταβαλλόταν στον εργαζόμενο βάσει του καθεστώτος κινητικότητας. Η εν λόγω επιχορήγηση δεν επιτρέπεται να καταβάλλεται για διάστημα μεγαλύτερο των δώδεκα μηνών και, όσον αφορά τους εργαζομένους ηλικίας άνω των 50 ετών, για διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών […].

4 bis Το δικαίωμα στα οικονομικά πλεονεκτήματα των ανωτέρω παραγράφων αποκλείεται στην περίπτωση των εργαζομένων που τέθηκαν υπό καθεστώς κινητικότητας στο διάστημα των τελευταίων έξι μηνών, από επιχείρηση του ιδίου ή άλλου κλάδου δραστηριότητας η οποία, κατά την ημερομηνία της απολύσεως αυτών, ανήκει κατ’ουσίαν στα ίδια πρόσωπα με εκείνα στα οποία ανήκει η εταιρία που τους προσλαμβάνει ή η οποία αποδεικνύεται ότι ελέγχεται ή συνδέεται με την τελευταία. Η εταιρία που τους προσλαμβάνει δηλώνει, με δική της ευθύνη, κατά την υποβολή της αιτήσεως περί προσλήψεως, ότι τα προαναφερόμενα κωλύματα δεν υφίστανται.»

4        Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 9, του νόμου 223/91:

«Για κάθε εγγεγραμμένο στον πίνακα κινητικότητας εργαζόμενο, ο οποίος προσλαμβάνεται για αόριστο χρόνο, το ύψος των εισφορών που βαρύνουν τον εργοδότη ανέρχεται, για τους 18 πρώτους μήνες, στο ποσό που προβλέπει για τους μαθητευόμενους ο νόμος 25, της 19ης Ιανουαρίου 1955, και οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του.»

5        Επιπλέον, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου 223/91 ορίζει:

«Οι σχετικές με το [CIGS] διατάξεις εφαρμόζονται μόνο στις επιχειρήσεις οι οποίες, στη διάρκεια του εξαμήνου που προηγείται της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως της παραγράφου 2, απασχόλησαν κατά μέσο όρο τουλάχιστον δεκαπέντε άτομα. Προκειμένου περί αιτήσεων υποβαλλομένων πριν από την πάροδο έξι μηνών από της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, η προϋπόθεση αυτή ισχύει ως προς τον νέο εργοδότη κατά την περίοδο που έπεται της ημερομηνίας της εν λόγω μεταβιβάσεως […]».

6        Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του νόμου 223/91, η αίτηση περί υπαγωγής στο καθεστώς του CIGS πρέπει να περιέχει το πρόγραμμα το οποίο η επιχείρηση σκοπεύει να εφαρμόσει και το οποίο συντάσσεται με βάση συγκεκριμένο υπόδειγμα και πρέπει να αναφέρει τα ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών του εν λόγω προγράμματος. Επιπλέον, το άρθρο 2 του νόμου διευκρινίζει ότι η υπαγωγή στο εν λόγω καθεστώς γίνεται με διάταγμα του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Πολιτικών της Ιταλίας, κατόπιν εγκρίσεως του προγράμματος από την Comitato interministeriale per il coordinamento della politica industriale [Διυπουργική επιτροπή συντονισμού της βιομηχανικής πολιτικής (CIPI)] και ότι η χορήγηση του επιδόματος εξαρτάται από την ορθή εφαρμογή του εν λόγω προγράμματος.

7        Εξάλλου, το άρθρο 4 του νόμου 223/91ορίζει, μεταξύ άλλων:

«1. Η υπαχθείσα στο καθεστώς του [CIGS] επιχείρηση η οποία, κατά τη διάρκεια εφαρμογής του προγράμματος του άρθρου 1, κρίνει ότι δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί την επαναπρόσληψη όλων των εργαζομένων των οποίων η σχέση εργασίας ανεστάλη, ούτε να καταφύγει σε άλλα μέτρα, μπορεί να κινήσει τη διαδικασία κινητικότητας κατά την έννοια του παρόντος άρθρου.

2. Οι επιχειρήσεις οι οποίες επιθυμούν να κάνουν χρήση της δυνατότητας της παραγράφου 1 υποχρεούνται να ενημερώσουν προηγουμένως γραπτώς τις επιχειρησιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις.

3. Η κοινοποίηση της παραγράφου 2 πρέπει να περιέχει στοιχεία σχετικά με τους λόγους της υπάρξεως πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού· τους τεχνικούς, οργανωτικούς ή σχετικούς με την παραγωγή λόγους εξαιτίας των οποίων η επιχείρηση κρίνει ότι δεν μπορεί να υιοθετήσει κατάλληλα για την αντιμετώπιση της προαναφερθείσας καταστάσεως μέτρα και να αποφύγει, εν όλω ή εν μέρει, το καθεστώς κινητικότητας, τον αριθμό, τη θέση εντός της επιχειρήσεως και τα επαγγελματικά προσόντα των υπεράριθμων εργαζομένων καθώς και του συνήθως απασχολούμενου προσωπικού, το χρονοδιάγραμμα του προγράμματος κινητικότητας, τα ενδεχόμενα μέτρα που προβλέπονται για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών της εφαρμογής του εν λόγω προγράμματος, τη μέθοδο υπολογισμού όλων των άλλων πληρωμών, πέραν αυτών που προκύπτουν από την ισχύουσα νομοθεσία και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η κοινοποίηση συνοδεύεται από αντίγραφο της αποδείξεως πληρωμής στο [Instituto Nazionale della Previdenza Sociale (INPS)], ως προκαταβολής επί του ποσού του άρθρου 5, παράγραφος 4, ποσού ίσου με την ανώτατη αποζημίωση του [CIGS] πολλαπλασιαζόμενη επί τον αριθμό των θεωρούμενων ως υπεράριθμων εργαζομένων [...].»

8        Επίσης, το άρθρο 4 του νόμου 223/91 ορίζει:

«5. Εντός προθεσμίας επτά ημερών από της ημερομηνίας παραλαβής της κοινοποιήσεως της παραγράφου 2 οργανώνεται μεταξύ των μερών, κατόπιν αιτήσεως των επιχειρησιακών συνδικαλιστικών οργανώσεων και των αντίστοιχων ενώσεων, από κοινού εξέταση των λόγων που οδήγησαν στην ύπαρξη υπεράριθμων εργαζομένων και των δυνατοτήτων τοποθετήσεως του συνόλου ή μέρους του προσωπικού αυτού σε άλλες θέσεις στην ίδια επιχείρηση, μέσω, μεταξύ άλλων, “συμβάσεων αλληλεγγύης” και ευέλικτων μορφών διαχείρισης του χρόνου εργασίας […].

[...]

7. Ελλείψει συμφωνίας, ο διευθυντής του Ufficio provinciale del lavoro e della massima occupazione συγκαλεί τα μέρη προκειμένου να επανεξετάσουν τα ζητήματα της παραγράφου 5, διατυπώνοντας ακόμη και προτάσεις προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω εξέταση πρέπει να έχει περατωθεί εντός προθεσμίας 30 ημερών από της παραλαβής από το Ufficio provinciale del lavoro e della massima occupazione της κατά την παράγραφο 6 κοινοποιήσεως εκ μέρους της εταιρίας.

[...]

9. Κατόπιν συναινέσεως της συνδικαλιστικής οργάνωσης ή μετά την περάτωση της διαδικασίας των παραγράφων 6, 7 και 8, η επιχείρηση δύναται να θέσει υπό το καθεστώς κινητικότητας τους υπεράριθμους μισθωτούς και εργάτες και τα υπεράριθμα στελέχη, κοινοποιώντας σε κάθε έναν από αυτούς εγγράφως την καταγγελία της συμβάσεως και τηρώντας τη προθεσμία προμηνύσεως. […]

[...]

13. Οι εργαζόμενοι, στους οποίους αναγνωρίζεται δικαίωμα υπαγωγής στο [CIGS] επαναπροσλαμβάνονται από την επιχείρηση κατά τη λήξη της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας ετύγχαναν της εν λόγω κάλυψης.

[...]»

9        Τέλος, το άρθρο 5, παράγραφοι 4 και 5, του νόμου 223/91 ορίζει:

«4. Για κάθε εργαζόμενο που υπάγεται στο καθεστώς κινητικότητας, η επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει στα ταμεία παρεμβάσεως για τη συνδρομή και την ενίσχυση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης […], σε 30 μηνιαίες δόσεις, ποσό ίσο με το εξαπλάσιο του αρχικού μηνιαίου μισθού που καταβάλλεται στον εργαζόμενο στο πλαίσιο του καθεστώτος κινητικότητας. Το εν λόγω ποσό μειώνεται στο ήμισυ, εφόσον η δήλωση του άρθρου 4, παράγραφος 9, περί υπεραρίθμων εργαζομένων έτυχε της συναίνεσης της συνδικαλιστικής οργάνωσης.

5. Η επιχείρηση η οποία, σύμφωνα με τις οριζόμενες από την Commissione regionale per l’impiego [περιφερειακή επιτροπή απασχόλησης] διαδικασίες, προσφέρει θέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, που συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, δεν υποχρεούται να καταβάλει τις εναπομένουσες δόσεις για τους εργαζομένους που εκπίπτουν του δικαιώματος υπαγωγής στο καθεστώς κινητικότητας λόγω μη αποδοχής των εν λόγω προσφορών ή για ολόκληρο το διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκαν οι εργαζόμενοι οι οποίοι αποδέχθηκαν τις σχετικές προσφορές των επιχειρήσεων. Το εν λόγω ευεργέτημα δεν παρέχεται στις επιχειρήσεις οι οποίες συνδέονται κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 4 bis, τρόπο με την επιχείρηση που προτίθεται να προσλάβει τους εργαζομένους.»

 Το επίδικο μέτρο και η διοικητική διαδικασία

10      Οι ιταλικές αρχές, με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2003, κοινοποίησαν στην Επιτροπή το καθεστώς ενισχύσεων που θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα 23/2003 (στο εξής: επίδικο μέτρο).

11      Το επίδικο μέτρο τέθηκε σε ισχύ στις 18 Φεβρουαρίου 2003, πριν η Επιτροπή αποφανθεί περί του αν αυτό συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά. Ως εκ τούτου, ενεγράφη στο μητρώο των μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων, υπό τον αριθμό NN 7/2003.

12      Η Επιτροπή, με έγγραφο της 12ης Μαρτίου 2003, ζήτησε από την Ιταλική Δημοκρατία περαιτέρω πληροφορίες σε σχέση με το επίδικο μέτρο. Μεταξύ άλλων, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλική Δημοκρατία να της υποδείξει τις μεγάλες επιχειρήσεις που επρόκειτο να μεταβιβαστούν σύμφωνα με το μέτρο αυτό, καθώς και τους αγοραστές και τα κριτήρια βάσει των οποίων αυτοί επελέγησαν. Αφού ζήτησε παράταση της ταχθείσας προς απάντηση προθεσμίας, πράγμα το οποίο δέχθηκε η Επιτροπή, η Ιταλική Δημοκρατία διαβίβασε στην Επιτροπή τις ζητηθείσες πληροφορίες με έγγραφο της 20ής Μαΐου 2003.

13       Η Επιτροπή, με έγγραφο της 15ης Οκτωβρίου 2003, ενημέρωσε την Ιταλική Δημοκρατία για την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Η εν λόγω απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Δεκεμβρίου 2003 (ΕΕ C 308, σ. 5). Η Ιταλική Δημοκρατία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2003. Στις παρατηρήσεις αυτές ανέφερε, κατ’ουσίαν, αφενός, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια εφαρμογής του επίδικου μέτρου μία μόνο επιχείρηση μεταβιβάστηκε σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που αυτό προβλέπει, ήτοι η Ocean SpA, με έδρα τη Verolanuova (Brescia), η οποία πωλήθηκε στην Brandt Italia SpA (στο εξής: Brandt). Αφετέρου, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η Brandt αγόρασε την Ocean SpA στην τιμή της αγοράς, χωρίς να τύχει κανενός άμεσου οικονομικού πλεονεκτήματος λόγω της εφαρμογής του επίδικου μέτρου.

14      Εντούτοις η Επιτροπή, με έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2004, ζήτησε από την Ιταλική Δημοκρατία περαιτέρω στοιχεία και, ειδικότερα, να της επιβεβαιώσει ότι, στην πράξη, η μόνη επιχείρηση η οποία ωφελήθηκε από το επίδικο μέτρο ήταν η Brandt, καθώς και διάφορα άλλα στοιχεία σχετικά με το ύψος των καταβληθεισών στο πλαίσιο αυτό ενισχύσεων. Η Ιταλική Δημοκρατία παρέσχε στην Επιτροπή τα ζητηθέντα στοιχεία στις 11 Φεβρουαρίου 2004.

15      Στις 30 Μαρτίου 2004 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2004/800/ΕΚ, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφήρμοσε η Ιταλία το οποίο αφορά επείγοντα μέτρα για την απασχόληση (ΕΕ L 352, σ 10, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία την 1η Απριλίου 2004.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

16      Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή διαπιστώνει, κατ’ αρχάς, ότι το επίδικο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

17      Κατά την Επιτροπή, πρώτον, το επίδικο μέτρο ευνοεί συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, ήτοι, αφενός, τους αγοραστές προβληματικών επιχειρήσεων υπό αναγκαστική διαχείριση, οι οποίες απασχολούν τουλάχιστον 1 000 εργαζομένους και έχουν συνάψει συλλογική σύμβαση με το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Πολιτικών της Ιταλίας, μέχρι τις 30 Απριλίου 2003, για τη μεταβίβαση των εργαζομένων και, αφετέρου, τις προβληματικές επιχειρήσεις υπό αναγκαστική διαχείριση, οι οποίες απασχολούν τουλάχιστον 1 000 εργαζομένους και αποτελούν αντικείμενο μεταβιβάσεως. Το μέτρο αυτό παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στις εν λόγω επιχειρήσεις, μειώνοντας τις συνήθεις δαπάνες και ενισχύοντας την οικονομική τους θέση έναντι άλλων ανταγωνιστών που δεν τυγχάνουν του ιδίου καθεστώτος. Επιπλέον, ο επιλεκτικός χαρακτήρας του επίδικου μέτρου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι αυτό εφαρμόστηκε μόνο σε μία περίπτωση.

18      Δεύτερον, το επίδικο μέτρο παρέχεται μέσω κρατικών πόρων, διότι, αφενός, χρηματοδοτείται με δημόσιους μη επιστρεπτέους πόρους και, αφετέρου, το κράτος αποποιείται ένα τμήμα των κανονικά οφειλόμενων σε αυτό κοινωνικών εισφορών.

19      Τρίτον, το επίδικο μέτρο απειλεί να επηρεάσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι ενισχύει την οικονομική θέση ορισμένων επιχειρήσεων έναντι των ανταγωνιστών τους.

20      Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, το επίδικο μέτρο απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά μόνο αν μπορεί να υπαχθεί σε κάποια από τις προβλεπόμενες στη Συνθήκη παρεκκλίσεις.

21      Περαιτέρω, η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της διότι οι ιταλικές αρχές δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωση που υπέχουν από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, δεδομένου ότι εφήρμοσαν το επίδικο μέτρο πριν αυτό εγκριθεί από την Επιτροπή.

22      Εξάλλου, όσον αφορά το αν το επίδικο μέτρο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, η Επιτροπή εκτιμά ότι το μέτρο αυτό αποκλείεται να υπαχθεί στις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη παρεκκλίσεις.

23      Τέλος, η Επιτροπή εξετάζει αν το επίδικο μέτρο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό το φως των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 1999, C 288, σ. 2), του κανονισμού (ΕΚ) 2204/2002 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ] στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση (ΕΕ L 337, σ. 3) και των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ 1998, C 74, σ. 9).

24      Η Επιτροπή κρίνει, πρώτον, ότι το επίδικο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, διότι το επίδικο μέτρο εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 1 000 εργαζομένους, ήτοι σε μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές αφορούν καθεστώτα ενισχύσεων για τη διάσωση και αναδιάρθρωση μόνο μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

25      Δεύτερον, η Επιτροπή απορρίπτει το προβληθέν στο πλαίσιο του κανονισμού 2204/2002 επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας, κατά το οποίο τα χορηγούμενα στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος πλεονεκτήματα ταυτίζονται με εκείνα που παρέχονται στο πλαίσιο του καθεστώτος σχετικά με την αργία για τεχνικούς λόγους, το οποίο ουδέποτε θα εθεωρείτο ως κρατική ενίσχυση.

26      Τρίτον, παρά τον ισχυρισμό της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι το επίδικο μέτρο, ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, συμβιβαζόταν με την κοινή αγορά ως ενίσχυση για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2204/2002, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι ενισχύσεις για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε μη επιλέξιμες περιοχές επιτρέπονται μόνο για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ το επίδικο μέτρο αφορά μεγάλες επιχειρήσεις.

27      Όσον αφορά την εκτίμηση του αν το επίδικο μέτρο συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, η Επιτροπή θεωρεί ότι το επίδικο μέτρο δεν εμπίτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, δεδομένου ότι εφαρμόζεται σε όλη την εθνική επικράτεια και, ιδίως, δεδομένου ότι η μοναδική περίπτωση εφαρμογής του επίδικου μέτρου αφορά επιχείρηση που βρίσκεται σε περιοχή ως προς την οποία δεν εφαρμόζονται οι παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ.

28      Βάσει των διαπιστώσεων αυτών, η Επιτροπή κρίνει ότι το επίδικο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η οποία χορηγήθηκε παρανόμως, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι το εν λόγω μέτρο δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά και διατάσσει την άμεση εφαρμογή της αποφάσεώς της, πράγμα το οποίο συνεπάγεται την ανάκτηση των ασύμβατων προς την κοινή αγορά ενισχύσεων. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος να θεωρηθούν μεταγενέστερα, με απόφαση της Επιτροπής, ότι συμβιβάζονται πλήρως ή εν μέρει με την κοινή αγορά βάσει των ειδικών χαρακτηριστικών τους.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

29      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Ιουνίου και στις 4 Αυγούστου 2004, τα οποία πρωτοκολλήθηκαν, αντιστοίχως, με τους αριθμούς T‑239/04 και T‑323/04, η Ιταλική Δημοκρατία και η Brandt άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

30      Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουλίου 2006, μετά από ακρόαση των διαδίκων, οι δύο υποθέσεις ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

31      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Σεπτεμβρίου 2006.

32      Στην υπόθεση T‑239/04, η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κηρύξει την προσβαλλόμενη απόφαση άκυρη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33      Στην υπόθεση T-323/04, η Brandt ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση που το Πρωτοδικείο επιβεβαιώσει ότι το επίδικο μέτρο δεν συμβιβάζεται με τα άρθρα 87 και 88 ΕΚ, να κηρύξει, έναντι της Brandt, την προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει άκυρη, μόνο ως προς το άρθρο 3 αυτής, ήτοι κατά το μέρος με το οποίο επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία να προβεί σε ανάκτηση της παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα της παρούσας δίκης.

34      Στην υπόθεση T‑239/04, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

35      Στην υπόθεση T‑323/04, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την Brandt στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

36      Στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑323/04, η Επιτροπή έθεσε ζήτημα παραδεκτού της ασκηθείσας από την Brandt προσφυγής κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑239/04, μολονότι η Επιτροπή δεν προέβαλε, τελικά, με χωριστό δικόγραφο το απαράδεκτο της προσφυγής που άσκησε η Ιταλική Δημοκρατία ενώπιον του Πρωτοδικείου κατά της ιδίας αποφάσεως, εξακολουθεί, ωστόσο, να θεωρεί ότι η Brandt δεν δύναται να επικαλεστεί ατομικό συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και ζητεί από το Πρωτοδικείο να απορρίψει την προσφυγή της Brandt ως απαράδεκτη.

37      Αναφερόμενη, μεταξύ άλλων, στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C‑78/03 P, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht και Eigentum, (Συλλογή 2005, σ. I‑10737, I‑10741, σημεία 138 έως 142), η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η νομολογία σχετικά με το παραδεκτό των προσφυγών που ασκούν ανταγωνιστές κατά αποφάσεων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ πόρρω απέχει από το να είναι πάγια και ότι το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις προσφυγές τις οποίες ασκούν οι δικαιούχοι ενισχύσεων χορηγουμένων στο πλαίσιο καθεστώτος ενισχύσεων κατά της αποφάσεως η οποία κρίνει ότι το επίμαχο καθεστώς δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά και διατάσσει την ανάκτηση των χορηγηθεισών βάσει του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων. Η Επιτροπή προσθέτει ωστόσο ότι, παρά τις διακυμάνσεις αυτές της νομολογίας, ουδείς λόγος υπάρχει να θεωρηθεί ότι η απόφαση με την οποία η Επιτροπή κρίνει ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά αφορά ατομικώς, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, όλους τους δικαιούχους χορηγηθεισών στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων, δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέτασε, με την ευκαιρία αυτή, μία γενική και αφηρημένη εθνική νομοθεσία και όχι ατομικές περιπτώσεις.

38      Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι άπαξ η Ιταλική Δημοκρατία θέσπισε και της κοινοποίησε ένα γενικό και αφηρημένο καθεστώς, εξέτασε το επίδικο μέτρο υπό την ιδιότητά του αυτή, παρά το γεγονός ότι, στην πράξη, το εν λόγω μέτρο προοριζόταν να εφαρμοσθεί σε μία και μόνη επιχείρηση, ήτοι την Brandt. Η Επιτροπή προσθέτει ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά το επίδικο μέτρο αυτό καθαυτό, χωρίς να ερευνά την ιδιαίτερη κατάσταση της Brandt και ότι, συνεπώς, η προσφυγή της τελευταίας πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

39      Η Brandt θεωρεί ότι έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, μολονότι η Brandt παραδέχεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επισήμως απευθυνόταν στην Ιταλική Δημοκρατία, θεωρεί, πάντως, ότι η εν λόγω απόφαση την αφορά άμεσα και ατομικά. Αφενός, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει άμεση επίπτωση στην κατάσταση της Brandt, δεδομένου ότι η υποχρέωση που επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία για ανάκτηση της ενισχύσεως συνεπάγεται βέβαιη οικονομική βλάβη για την Brandt (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C‑386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2309, σκέψη 43). Αφετέρου, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά την Brandt, δεδομένου ότι αυτή είναι, κατά την Επιτροπή, δικαιούχος της προβαλλομένης ενισχύσεως και υπόχρεη σε επιστροφή του σχετικού ποσού, δυνάμει του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

40      Πρώτον, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, στην υπόθεση T‑239/04, στο πλαίσιο της οποίας η Ιταλική Δημοκρατία βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επίδικο μέτρο δεν είναι γενικού χαρακτήρα, αλλά αποτελεί περιορισμένη σε μία συγκεκριμένη περίπτωση παρέμβαση, η οποία παρέχει οικονομικά πλεονεκτήματα σε μία και μόνη επιχειρηση, ήτοι την Brandt, κατά παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες από τη γενική νομοθεσία προϋποθέσεις.

41      Επιπλέον, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑323/04, η Brandt έχει ίδιο συμφέρον, το οποίο διακρίνεται από εκείνο της Ιταλικής Δημοκρατίας, κατά την έννοια των εφαρμοσθέντων στην υπόθεση στην οποία εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1986, 282/85, DEFI κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 2469, σκέψη 16), κριτηρίων. Συγκεκριμένα, η Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας το επίδικο μέτρο, το οποίο οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και, συνακόλουθα, στην άσκηση των δύο προσφυγών που εξετάζονται στο πλαίσιο των υπό κρίση συνεκδικαζομένων υποθέσεων, θέλησε να αποφύγει την κοινωνική αναταραχή την οποία θα προκαλούσε η απόλυση μεγάλου αριθμού εργαζομένων σε προβληματικές επιχειρήσεις, διευκολύνοντας τη μεταβίβασή τους από την Ocean στην Brandt. Από την πλευρά της Brandt, η εν λόγω συναλλαγή συνιστούσε μια εμπορική επιλογή, την οποία το επίδικο μέτρο διευκόλυνε.

42      Πέραν τούτου, μολονότι το επίδικο μέτρο δεν προσδιορίζει τις επιχειρήσεις στις οποίες θα καταβληθεί η ενίσχυση, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στο Κοινοβούλιο, που προηγήθηκαν της θεσπίσεως του επίδικου μέτρου και στις οποίες παραπέμπει η Επιτροπή, έγινε ρητή αναφορά στην Brandt. Τέλος, η Επιτροπή αναγνωρίζει επανειλημμένως στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια εφαρμογής του επίδικου μέτρου, μία μόνο επιχείρηση μεταβιβάστηκε σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπει το εν λόγω μέτρο, ήτοι η Ocean, η οποία μεταβιβάστηκε στην Brandt.

43      Δεύτερον, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από φυσικό ή νομικό πρόσωπο εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο αυτό δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς άσκηση προσφυγής (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 2001, T‑9/98, Mitteldeutsche Erdöl-Raffinerie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3367, σκέψη 32 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, αν ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η νομική κατάσταση της Brandt αναντίρρητα θα μεταβληθεί, υπό την έννοια ότι η επιβαλλόμενη με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως ανάκτηση της ενισχύσεως δεν θα έχει πλέον νομική βάση (βλ. υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 2ας Αυγούστου 2001, T‑111/01 R, Saxonia Edelmetalle κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2335, σκέψη 17).

44      Τρίτον, σε σχέση με το ζήτημα κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την Brandt άμεσα και ατομικά, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, στο μέτρο που το άρθρο 3 της αποφάσεως αυτής υποχρεώνει την Ιταλική Δημοκρατία να ανακτήσει από τους δικαιούχους τη χορηγηθείσα βάσει του επίδικου μέτρου ενίσχυση, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω απόφαση αφορά την Brandt άμεσα και ατομικά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2000, C‑15/98 και C‑105/99, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑8855, σκέψεις 35 και 36). Επιπλέον, το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι η εντολή περί αναστολής της καταβολής ποσού της ενισχύσεως ύψους 500 000 περίπου ευρώ δόθηκε από τις ιταλικές υπηρεσίες κοινωνικής ασφάλισης.

45      Κατόπιν των ανωτέρω, η προσφυγή της Brandt είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

46      Στο πλαίσιο των προβληθέντων στην υπόθεση Τ-239/04 τριών λόγων ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία διατυπώνει τις ακόλουθες αιτιάσεις:

–        παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και παράβαση ουσιώδους τύπου·

–        επικουρικώς, έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και την παράβαση ουσιώδους τύπου·

–        επικουρικότερα, παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων και του κανονισμού 2204/2002, καθώς επίσης παράβαση ουσιώδους τύπου η οποία αντλείται από πλείονες διαδικαστικές πλημμέλειες και ελλιπή αιτιολογία.

47      Στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑323/04, η Brandt επικαλείται πέντε λόγους ακυρώσεως:

–        παράβαση της Συνθήκης, ειδικότερα δε του άρθρου 87 ΕΚ και παράβαση ουσιώδους τύπου, ειδικότερα δε του άρθρου 253 ΕΚ·

–        κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής·

–        παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και παράβαση ουσιώδους τύπου·

–        παράβαση της Συνθήκης, ειδικότερα δε των άρθρων 88 ΕΚ και 89 ΕΚ, παράβαση του κανονισμού (ΕΚ) 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων [87 ΕΚ] και [88 ΕΚ] σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ L 142, σ. 1), και του κανονισμού 2204/2002, καθώς επίσης παράβαση ουσιώδους τύπου και, ειδικότερα, του άρθρου 253 ΕΚ·

–        ακυρότητα του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω παράβασης του άρθρου 88 ΕΚ και παραβίασης των γενικών αρχών του δικαίου, ειδικότερα δε της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς επίσης παράβαση επιτακτικών διατάξεων διαδικαστικού χαρακτήρα, ειδικότερα δε του άρθρου 253 ΕΚ.

48      Δεδομένου ότι πολλοί από τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο, αντίστοιχα, των υποθέσεων T‑239/04 και T‑323/04, επικαλύπτονται, το Πρωτοδικείο θεωρεί σκόπιμο να τους εξετάσει από κοινού, με την ακόλουθη σειρά:

–        χαρακτηρισμός του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως·

–        χαρακτηρισμός του επίδικου μέτρου ως υφισταμένης ενισχύσεως·

–        συμβατότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως προς το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, τον κανονισμό 2204/2002 και τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων·

–        παράβαση ουσιούδως τύπου, ειδικότερα δε του άρθρου 253 ΕΚ·

–        έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την εφαρμογή της προϋποθέσεως περί επιλεκτικότητας·

–        έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό του δικαιούχου της χορηγηθείσας βάσει του επίδικου μέτρου ενισχύσεως·

–        έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τις αρνητικές επιπτώσεις του επίδικου μέτρου επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου και επί του ανταγωνισμού·

–        ελλιπής αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την εκτίμηση του αν το επίδικο μέτρο συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά υπό το φως του κανονισμού 2204/2002 και των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων·

–        έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την ανάκτηση της ενισχύσεως·

–        ανάκτηση της ενισχύσεως:

–        παράβαση του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1)·

–        παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

49      Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των προβληθέντων από την Brandt επιχειρημάτων προς στήριξη της προβαλλομένης καταχρήσεως εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά την ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς ορισμένα ζητήματα. Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του χαρακτηρισμού του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το επίδικο μέτρο αποτελεί μέτρο γενικού χαρακτήρα, το οποίο αποσκοπεί στην προώθηση της απασχόλησης. Λόγω του χαρακτήρα αυτού, δεν νοθεύει ούτε απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών και, συνεπώς, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Το εν λόγω μέτρο επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος του CIGS και του καθεστώτος κινητικότητας, τα οποία προϋπήρχαν, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, παρέχοντας τα ίδια πλεονεκτήματα στους αγοραστές των επιχειρήσεων που έχουν τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση, υπό την επιφύλαξη της συνδρομής ορισμένων προϋποθέσεων. Στην πραγματικότητα, το καθεστώς που θεσπίζεται με το επίδικο μέτρο ωφελεί τους εργαζομένους, η δε Επιτροπή αναγνώρισε ότι τα προαναφερθέντα δύο καθεστώτα δεν συνιστούν αυτά καθαυτά κρατικές ενισχύσεις.

51      Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το στοιχείο αυτό στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης περί της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, αλλά μόνο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του επίδικου μέτρου βάσει του κανονισμού 2204/2002.

52      Η Brandt υποστηρίζει ότι το επίδικο μέτρο είναι εντελώς ουδέτερο για αυτή από πλευράς οικονομικών συνεπειών. Τούτο προκύπτει από τη συγκριτική εξέταση του επίδικου μέτρου και του νόμου 223/91, στην οποία η Επιτροπή όφειλε να προβεί. Η Brandt θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα, χωρίς το επίδικο μέτρο, συνάπτοντας με την Ocean συμφωνία για τη μεταβίβαση μέρους των εργαζομένων του εργοστασίου της Verolanuova σύμφωνα με την ισχύουσα γενική νομοθεσία. Συνεπώς, κατά την Brandt, το επίδικο μέτρο ενισχύει τους μισθωτούς της επιχειρήσεως που έχει τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση (ήτοι, εν προκειμένω, τους εργαζομένους της Ocean), καθόσον ευνοεί τη μεταβίβασή τους στον αγοραστή, χωρίς αυτοί να έχουν τεθεί υπό το καθεστώς του CIGS ή να έχουν εγγραφεί στους πίνακες κινητικότητας. Εκ των ανωτέρω η Brandt συνάγει ότι, αν το Πρωτοδικείο επιβεβαιώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, την υποχρέωση που η εν λόγω απόφαση επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία προς ανάκτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων, η Brandt θα βρεθεί σε σαφώς δυσμενέστερη θέση από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν αν το επίδικο μέτρο ουδέποτε είχε ληφθεί.

53      Επιπλέον, η Brandt υπενθυμίζει ότι αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 87 ΕΚ είναι να αποκομίζει ο καλυπτόμενος από το μέτρο κάποιο όφελος, οικονομικής ή χρηματικής φύσεως. Συναφώς, η Brandt παρατηρεί ότι αγόρασε την Ocean ανταγωνιζόμενη άλλους δυνητικούς αγοραστές και ότι η τιμή που κατέβαλε ήταν η τιμή της αγοράς. Επιπλέον, η αγορά στην οποία προέβη αφορούσε όχι μόνο τις βιομηχανικές δραστηριότητες του κλάδου, αλλά περιέλαβε και το σύνολο των χρεών του κλάδου αυτού. Η Brandt εμμένει στο γεγονός ότι δεν αποκόμισε κανένα πλεονέκτημα από το επίδικο μέτρο, διότι, μεταξύ άλλων, κανένα πλεονέκτημα, έστω και έμμεσο και αποσπασματικό, το οποίο να προκύπτει από την εφαρμογή της υφιστάμενης γενικής νομοθεσίας δεν θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις πρόσθετες δαπάνες στις οποίες αυτή υποβλήθηκε συνεπεία της εφαρμογής του εν λόγω μέτρου.

54      Επιπλέον, αναφερόμενη στην αιτιολογική σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Brandt υποστηρίζει ότι υφίσταται προφανής αντίφαση ανάμεσα στην άποψη της Επιτροπής κατά την οποία τα πλεονεκτήματα που παρέχονται από το επίδικο μέτρο ταυτίζονται με εκείνα που προβλέπονταν ήδη στο πλαίσιο του καθεστώτος του CIGS και του καθεστώτος κινητικότητας, αφενός, και στην άρνηση της Επιτροπής να θεωρήσει το επίδικο μέτρο ως αναπόσπαστο τμήμα των εν λόγω καθεστώτων, αφετέρου. Η Brandt εμμένει στο γεγονός ότι το επίδικο μέτρο δεν εισήγαγε κανένα νέο πλεονέκτημα και ότι έχει τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα των διατάξεων της υφιστάμενης γενικής νομοθεσίας, ήτοι του νόμου 223/91. Υπ’ αυτή την έννοια, το επίδικο μέτρο είναι απολύτως σύμφωνο προς το πνεύμα και τη συνολική διαμόρφωση του ιταλικού συστήματος κοινωνικών εισφορών. Συναφώς, η Brandt υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η μερική απαλλαγή από τις κοινωνικοασφαλιστικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων ενός συγκεκριμένου βιομηχανικού τομέα συνιστά ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αν το μέτρο αυτό αποβλέπει στο να απαλλάξει μερικώς τις επιχειρήσεις αυτές από τις οικονομικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από την κανονική εφαρμογή του γενικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, χωρίς αυτή η απαλλαγή να δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του εν λόγω συστήματος (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1999, C-251/97, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-6639, σκέψη 36 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Γενικά, η Επιτροπή αναφέρει ότι εξέτασε το επίδικο μέτρο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως ως προς την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως στην οποία προέβη με τις αιτιολογικές σκέψεις 30 και 31 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

56      Αναπτύσσοντας κατά βάση τα ίδια επιχειρήματα στο πλαίσιο των δύο υποθέσεων, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επίδικο μέτρο δεν είναι γενικού χαρακτήρα και ότι η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τα αποσπάσματα των προπαρασκευαστικών εργασιών και των προηγηθεισών της θεσπίσεως του επίδικου μέτρου συζητήσεων στο Κοινοβούλιο, αλλά και από το γεγονός ότι το μέτρο εφαρμόστηκε σε μία μόνο περίπτωση. Επιπλέον, η Επιτροπή υπογραμμίζει το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Πολιτικών της 7ης Φεβρουαρίου 2003, που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή με το έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2003, οι ιταλικές αρχές είχαν, αρχικά, κοινοποιήσει το επίδικο μέτρο ως κρατική ενίσχυση, μολονότι τελικά στη μεταγενέστερη αλληλογραφία ισχυρίστηκαν το αντίθετο.

57      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το γεγονός ότι το επίδικο μέτρο αποβλέπει στην προώθηση της απασχόλησης ουδεμία επίδραση ασκεί στον χαρακτηρισμό του ως κρατικής ενισχύσεως, δεδομένου ότι, κατά πλούσια σχετική νομολογία, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ χαρακτηρίζει τα εθνικά μέτρα με γνώμονα τα αποτελέσματά τους και όχι ανάλογα με τις αιτίες ή τους στόχους τους.

58      Επιπλέον, ελάχιστη σημασία έχει το θα μπορούσαν να χορηγηθούν αν στην Brandt, στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών και σε μεταγενέστερο χρόνο, αυτοτελή πλεονεκτήματα, προβλεπόμενα από άλλες διατάξεις του ιταλικού δικαίου, είτε συνιστούν κρατικές ενισχύσεις είτε όχι. Κατά την Επιτροπή, το μόνο που έχει σημασία είναι ότι το επίδικο μέτρο παρέσχε στην Brandt ειδικά πλεονεκτήματα.

59      Εξάλλου, το γεγονός ότι η Brandt κατέβαλε κάποιο αντάλλαγμα για τις ληφθείσες ενισχύσεις, ουδόλως μεταβάλλει τον χαρακτηρισμό τους (προαναφερθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής). Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η άποψη περί καθαρής ενισχύσεως που διατύπωσε η Brandt, κατά την οποία η ύπαρξη ανταλλάγματος εξαλείφει το πλεονέκτημα και, συνεπώς, την ενίσχυση, δεν συμβιβάζεται με τη λογική του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η Brandt ουδέποτε επικαλέστηκε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας τους αριθμητικούς υπολογισμούς τους οποίους παρουσίασε στο στάδιο της έγγραφης διαδικασίας, οι υπολογισμοί αυτοί δεν μπορούν, για τον λόγο αυτόν, κατά πάγια νομολογία, να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

60      Επίσης, η εκ μέρους της Brandt υπενθύμιση της νομολογίας κατά την οποία αποκλείεται η ύπαρξη ειδικού πλεονεκτήματος και, συνεπώς, ενισχύσεως, όταν η απαλλαγή από υποχρεωτικές εισφορές δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του φορολογικού και του ασφαλιστικού συστήματος, δεν είναι λυσιτελής εν προκειμένω. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το κράτος μέλος βαρύνεται με το να αποδείξει το γεγονός αυτό (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑159/01, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑4461, σκέψη 43) και παρατηρεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία ουδέποτε προέβαλε παρόμοιο επιχείρημα. Επί της ουσίας, το μέτρο το οποίο δικαιολογείται κατ’ αυτό τον τρόπο πρέπει να ανταποκρίνεται στην εσωτερική λογική του φορολογικού συστήματος εν γένει (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2002, T‑127/99, T‑129/99 και T‑148/99, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1275, σκέψη 164, καθώς και T‑92/00 και T‑103/00, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1385, σκέψη 60 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), πράγμα το οποίο είναι μάλλον απίθανο στην περίπτωση προσωρινής απαλλαγής.

61      Κατά την Επιτροπή, το παρεχόμενο με το επίδικο μέτρο πλεονέκτημα έγκειται στο γεγονός ότι τα πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφάλισης, αντί να χορηγούνται ύστερα από πολύπλοκες διαδικασίες, όπως η προβλεπόμενη για την υπαγωγή στο καθεστώς του CIGS ή για την εφαρμογή του καθεστώτος κινητικότητας, χορηγούνται αμέσως στον εργοδότη αγοραστή της επιχειρήσεως. Επιπλέον, το θεσπιζόμενο με το επίδικο μέτρο σύστημα διασφαλίζει τη λειτουργική συνέχεια μεταξύ της Ocean και της Brandt, καθόσον παρέχει στη δεύτερη τη δυνατότητα να προσλάβει τους εργαζομένους της Ocean πριν καν αυτοί απολυθούν. Το γεγονός ότι τα πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφάλισης χορηγούνται άμεσα μόνο στις επιχειρήσεις που ανταποκρίνονται στα θεσπιζόμενα από το επίδικο μέτρο κριτήρια, κατ’ αποκλεισμό όλων των άλλων επιχειρήσεων, αρκεί, αυτό καθαυτό, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πρόκειται για επιλεκτικό μέτρο.

62      Τέλος, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ουδέποτε εξέτασε το καθεστώς αργίας για τεχνικούς λόγους και το ειδικό καθεστώς απολύσεων υπό το πρίσμα των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνων. Συνεπώς, τα εν λόγω καθεστώτα δεν αποκλείεται να συνιστούν, αυτά καθαυτά, κρατικές ενισχύσεις, η εκτίμηση δε αυτή ισχύει a fortiori προκειμένου περί της επιλεκτικής τους επεκτάσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

63      Κατ’ αρχάς, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Ιταλική Δημοκρατία, το ζήτημα της υπάρξεως εν προκειμένω κρατικής ενισχύσεως εξετάστηκε διεξοδικά από την Επιτροπή στο σημείο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και, όσον αφορά τον κανονισμό 2204/2002, στις αιτιολογικές σκέψεις 30 και 31 της εν λόγω αποφάσεως.

64      Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο το παρεχόμενο με το επίδικο μέτρο πλεονέκτημα έγκειται στο γεγονός ότι τα πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφάλισης, αντί να παρέχονται ύστερα από περίπλοκες διαδικασίες, όπως η προβλεπόμενη για την υπαγωγή στο καθεστώς του CIGS ή για την εφαρμογή του καθεστώτος κινητικότητας, παρέχονται αμέσως στον εργοδότη αγοραστή της επιχειρήσεως που έχει τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση. Το προβαλλόμενο από την Brandt επιχείρημα, κατά το οποίο δεν απόκειται στον αγοραστή να ακολουθήσει οποιαδήποτε από τις σχετικές με τη τοποθέτηση των εργαζομένων σε καθεστώς κινητικότητας διαδικασίες, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Ακόμη δε κι αν υποτεθεί ότι οι εν λόγω διαδικασίες κινούνται από τον μεταβιβάζοντα, πάντως, αποσκοπούν στη σύναψη μιας αστικού δικαίου συμβάσεως, επωφελούς, κατ’ αρχήν, και για τα δύο μέρη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το θεσπιζόμενο σύστημα, ο αγοραστής είναι εκείνος ο οποίος ωφελείται από τις παροχές και από το δικαίωμα να καταβάλει μειωμένες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Συνεπώς, έχει αναμφίβολα συμφέρον να αποκτήσει τα προβλεπόμενα πλεονεκτήματα γρήγορα και εύκολα.

65      Επιπλέον, το επίδικο μέτρο κατέστησε δυνατή τη διασφάλιση της λειτουργικής συνέχειας μεταξύ της Ocean και της Brandt, καθόσον παρέσχε στη δεύτερη τη δυνατότητα να προσλάβει τους εργαζομένους της Ocean πριν καν αυτοί απολυθούν, γεγονός που, αυτό καθαυτό, παρέχει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

66      Όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίδικου μέτρου, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι το επίδικο μέτρο θεσπίστηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2003, στο πλαίσιο διαδικασίας κατεπείγοντος. Η χορήγηση των προβλεπόμενων από το επίδικο μέτρο πλεονεκτημάτων εξηρτάτο από την ύπαρξη συλλογικής συμβάσεως, η οποία θα έπρεπε να έχει συναφθεί μέχρι τις 30 Απριλίου 2003. Κατά συνέπεια, η πρόσβαση στα πλεονεκτήματα αυτά ήταν δυνατή για διάστημα 2 μηνών και 17 ημερών. Τα προβλεπόμενα από το επίδικο μέτρο πλεονεκτήματα είναι εκείνα που προβλέπονται από την ισχύουσα γενική νομοθεσία. Εντούτοις, στο πλαίσιο του επίδικου μέτρου, δεν απαιτείται πλέον να τηρούνται οι περίπλοκες διαδικασίες από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση των εν λόγω πλεονεκτημάτων στο πλαίσιο της ισχύουσας γενικής νομοθεσίας, ενώ περιορίζεται σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του γενικού αυτού καθεστώτος, μεταξύ άλλων, με το να επιφυλλάσσεται το πλεονέκτημα του επίδικου μέτρου μόνο στις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 1 000 εργαζομένους, έναντι ελάχιστου αριθμού δεκαπέντε μόνο εργαζομένων που απαιτείται στο πλαίσιο του γενικού καθεστώτος. Τούτο είχε ως συνέπεια ότι το επίδικο μέτρο εφαρμόστηκε σε μία μόνο περίπτωση. Επιπλέον, στα στενογραφημένα πρακτικά των προηγηθεισών της θεσπίσεως του επίδικου μέτρου συζητήσεων στο κοινοβούλιο, τα οποία παρουσίασε η Επιτροπή στη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας, αναφέρεται ρητά ότι η μεταβίβαση της Ocean προκάλεσε τη θέσπιση του επίδικου μέτρου. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι θεμελιώνεται ο επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου.

67      Εξάλλου, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι τα μέρη συμφωνούν ως προς το ότι το πλεονέκτημα που απορρέει από το επίδικο μέτρο χορηγείται με κρατικούς πόρους.

68      Όσον αφορά τις επιπτώσεις του επίδικου μέτρου επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου και του ανταγωνισμού, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι ορθώς η Επιτροπή διαπιστώνει με την αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι υπάρχει κίνδυνος το επίδικο μέτρο να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, υπό την έννοια ότι ενισχύει την οικονομική θέση ορισμένων επιχειρήσεων έναντι των ανταγωνιστών τους και, ειδικότερα, ότι απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο αν οι δικαιούχοι βρίσκονται σε ανταγωνισμό με προϊόντα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, μολόνοτι οι ίδιοι δεν εξάγουν την παραγωγή τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris, Συλλογή 1980, τόμος ΙΙΙ, σ. 13, σκέψεις 11 και 12, και της 17ης Ιουνίου 1999, C‑75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑3671, σκέψεις 47 και 48). Επιπλέον, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η ωφελούμενη από το επίδικο μέτρο, η Brandt, ανήκει στον όμιλο ElcoBrandt, πέμπτο όμιλο στον τομέα των ηλεκτρικών συσκευών οικιακής χρήσεως στην Ευρώπη, τομέα που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα έντονο ανταγωνισμό, γεγονός που ενισχύει το συμπέρασμα ότι το επίδικο μέτρο δύναται να επηρεάσει το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στον εν λόγω τομέα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2123, σκέψη 87).

69      Εξάλλου, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι ουδεμία επιρροή ασκεί στον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως το γεγονός ότι το μέτρο αυτό αποσκοπεί στη διαφύλαξη της απασχόλησης, δεδομένου ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν προβαίνει σε διάκριση των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Αυγούστου 2003, T‑116/01 και T‑118/01, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2957, σκέψη 112, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Επιπλέον, το επιχείρημα κατά το οποίο τα ίδια πλεονεκτήματα θα μπορούσαν να χορηγηθούν στην Brandt δυνάμει άλλων διατάξεων του ιταλικού δικαίου, στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών και σε μεταγενέστερο χρόνο, ομοίως δεν είναι λυσιτελές, δεδομένου ότι το αποφασιστικό στην παρούσα υπόθεση κριτήριο έγκειται στο γεγονός ότι το επίδικο μέτρο συνιστά επιλεκτική επέκταση των γενικών αυτών καθεστώτων, καθόσον παρέχει ειδικό πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις ενισχύοντας την οικονομική τους θέση έναντι άλλων ανταγωνιστών τους.

70      Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι το επίδικο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

 Επί του χαρακτηρισμού του επίδικου μέτρου ως υφισταμένης ενισχύσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

71      Η Brandt υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή δεν θεώρησε το επίδικο μέτρο ως υφιστάμενη ενίσχυση, διότι, κατά την άποψή της, το επίδικο μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2204/2002. Συναφώς, η Brandt υποστηρίζει ότι η Επιτροπή περιορίστηκε να ισχυριστεί ότι το επίδικο μέτρο δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2204/2002. Ενεργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο και ενώ ο κανονισμός 2204/2002 δεν της παρέχει σχετικά καμία συγκεκριμένη εξουσία, η Επιτροπή σφετερίστηκε την ευχέρεια να μη θεωρήσει το επίδικο μέτρο ως υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Επιπλέον, ενεργώντας ως ανωτέρω, η Επιτροπή δεν δικαιολόγησε την ιδιότητα υπό την οποία ήταν αρμόδια να άρει, με ατομική απόφαση, ένα τέτοιο πλεονέκτημα και παραβίασε, έτσι, την υποχρέωση επαρκούς αιτιολογήσεως.

72      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Brandt διατυπώνει διάφορες υποθέσεις χωρίς να εξακριβώνει τη βασιμότητά τους, καθόσον παραλείπει να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανονισμού 2204/2002 ή να αντικρούσει τη συλλογιστική που αναπτύσσει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 33 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι οποίες αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο.

73       Όσον αφορά την αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της στον εν λόγω τομέα, η Επιτροπή θεωρεί ότι αν η Brandt, όπως μάλλον προκύπτει από τα σημεία 99 και επόμενα της προσφυγής της, φρονεί ότι η Επιτροπή δεν έχει εξουσία να εφαρμόζει τον κανονισμό 2204/2002 και, γενικότερα, τους κανονισμούς περί εξαιρέσεως στις ατομικές αποφέσεις που εκδίδει, η άποψή της είναι προδήλως εσφαλμένη. Αφενός, η αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 2204/2002 επιφυλάσσει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα κοινοποιήσεως των ενισχύσεων για την απασχόληση και επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να εξετάζει τις εν λόγω κοινοποιήσεις υπό το φως, ειδικότερα, των κριτηρίων που θεσπίζονται με τον κανονισμό 2204/2002 και τον κανονισμό (ΕΚ) 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ] στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10, σ. 33), ή σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές ή τα εκάστοτε εφαρμοστέα κοινοτικά πλαίσια. Αφετέρου, είναι απολύτως σαφές ότι, για την εξέταση της συμβατότητας μιας ενισχύσεως, η Επιτροπή υποχρεούται να εφαρμόζει όλα τα εν δυνάμει κρίσιμα κείμενα, είτε πρόκειται για κατευθυντήριες γραμμές, είτε για πλαίσια ή κανονισμούς. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε ποτέ να εκδώσει αρνητικές αποφάσεις, διότι δεν θα είχε την εξουσία να αποκλείει το ενδεχόμενο η ενίσχυση να συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα ενός κανονισμού περί εξαιρέσεως.

74      Η Επιτροπή προσθέτει ότι αν, αντιθέτως, η Brandt υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι το επίδικο μέτρο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2204/2002, υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αναπτύξει τον εν λόγω ισχυρισμό.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

75      Κατ’ αρχάς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι ο κανονισμός 994/98 προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iv, και στοιχείο β΄, ότι η Επιτροπή μπορεί, εκδίδοντας κανονισμό σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο του 8 και σύμφωνα με το άρθρο 87 ΕΚ, να δηλώνει ότι οι ενισχύσεις για την απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, καθώς και οι ενισχύσεις που είναι σύμφωνες με το χάρτη που έχει εγκρίνει η Επιτροπή για κάθε κράτος μέλος όσον αφορά τη χορήγηση περιφερειακών ενισχύσεων, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

76      Η Επιτροπή άσκησε την αρμοδιότητα αυτή εκδίδοντας τον κανονισμό 2204/2002. Προκειμένου μια ενίσχυση να τύχει της εξαιρέσεως που προβλέπεται από τον εν λόγω κανονισμό, πρέπει να πληροί της προϋποθέσεις εφαρμογής του, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, όπως διαπιστώνεται με τις κατωτέρω σκέψεις 93 έως 96.

77      Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν μπορεί ομοίως να γίνει δεκτό το προβληθέν από την Brandt επιχείρημα κατά το οποίο το επίδικο μέτρο αποτελεί ασήμαντη παραλλαγή του καθεστώτος του CIGS και του καθεστώτος κινητικότητας, τα οποία αποτελούν, κατά την άποψη της Brandt, υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων. Δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού 659/1999, υφιστάμενη ενίσχυση μπορεί να αποτελούν περισσότερες της μίας περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω διάταξη, υφιστάμενη ενίσχυση συνιστούν:

–        πρώτον, όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος·

–        δεύτερον, κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο·

–        τρίτον, κάθε ενίσχυση που θεωρείται ότι έχει εγκριθεί λόγω του ότι η Επιτροπή δεν έλαβε απόφαση εντός προθεσμίας δύο μηνών η οποία κατ’ αρχήν αρχίζει να τρέχει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποίησης και την οποία η Επιτροπή διαθέτει προκειμένου να πραγματοποιήσει προκαταρκτική εξέταση·

–        τέταρτον, κάθε ενίσχυση ως προς την οποία παρήλθε η δεκαετής προθεσμία παραγραφής όσον αφορά την ανάκτηση·

–        πέμπτον, κάθε ενίσχυση που θεωρείται ως υφιστάμενη διότι μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια κατέστη ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος.

78      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι ο παλαιότερος από τους ιταλικούς νόμους που θεσπίζουν τα καθεστώτα ενισχύσεων στα οποία γίνεται αναφορά χρονολογείται από το 1991. Κατά συνέπεια, η πρώτη περίπτωση, η οποία επιτρέπει να θεωρηθεί μία ενίσχυση ως υφιστάμενη, αποκλείεται εν προκειμένω.

79      Επιπλέον, όπως υπογραμμίσθηκε στην ανωτέρω σκέψη 62, η Επιτροπή επεσήμανε ότι το καθεστώς του CIGS και το καθεστώς κινητικότητας ουδέποτε της κοινοποιήθηκαν και ουδέποτε εξετάστηκαν από αυτή υπό το πρίσμα των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνων. Συνεπώς, η δεύτερη και η τρίτη περίπτωση, οι οποίες επιτρέπουν να θεωρηθεί ένα μέτρο ενισχύσεως ως υφιστάμενη ενίσχυση δεν συντρέχουν εν προκειμένω.

80      Εξάλλου, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται να διατάξει την Ιταλική Δημοκρατία να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την ανάκτηση της χορηγηθείσας βάσει του επίδικου μέτρου ενισχύσεως. Συνεπώς, η τέταρτη περίπτωση, η οποία επιτρέπει να θεωρηθεί μία ενίσχυση ως υφιστάμενη ενίσχυση, ομοίως δεν συντρέχει εν προκειμένω.

81      Τέλος, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι οι διάδικοι δεν προέβαλαν το επιχείρημα ότι το επίδικο μέτρο όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια κατέστη ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς. Συνεπώς, η πέμπτη και τελευταία περίπτωση, η οποία επιτρέπει να θεωρηθεί μία ενίσχυση ως υφιστάμενη ενίσχυση, ομοίως δεν συντρέχει εν προκειμένω.

82      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επίδικο μέτρο δεν αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση.

83      Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της συμβατότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως προς το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, προς τον κανονισμό 2204/2002 και προς τις κοινοτικές κατευθύνσεις όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων

 Επί της παραβάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, αντίθετα προς τα εκτιθέμενα στην αιτιολογική σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας του επίδικου μέτρου, λόγω του ότι εφαρμόστηκε πριν η Επιτροπή αποφανθεί επ’αυτού, δεν υφίσταται, λόγω του επείγοντος. Κατά την άποψη της Ιταλικής Δημοκρατίας, η μη εφαρμογή του μέτρου κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας θα του είχε στερήσει την πρακτική του αποτελεσματικότητα.

85      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ επιβάλλει την προηγούμενη κοινοποίηση όλων των σχεδίων ενισχύσεων και απαγορεύει την εφαρμογή των σχεδιαζομένων μέτρων πριν η διαδικασία εξετάσεως καταλήξει στην έκδοση τελικής αποφάσεως. Ένα κράτος μέλος δεν επιτρέπεται να απαλλαγεί μονομερώς των εν λόγω υποχρεώσεων επικαλούμενο το επείγον, δεδομένου ότι ο καθορισμός προθεσμίας δύο μηνών για την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξετάσεως ανταποκρίνεται ήδη στην απαίτηση αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2001, C‑99/98, Αυστρία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1101, σκέψη 73).

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

86      Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, προβλέπει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως καταλήξει στην έκδοση τελικής αποφάσεως.

87      Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη συμπληρώνεται από το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999, το οποίο, για την έκδοση αποφάσεως κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξετάσεως του κοινοποιούμενου μέτρου, προβλέπει προθεσμία, κατ’ αρχήν, δύο μηνών από την επομένη της ημέρας παραλαβής της κοινοποιήσεως.

88      Όσον αφορά την εν λόγω προθεσμία των δύο μηνών, η οποία είχε αρχικά οριστεί από τη νομολογία, το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως Αυστρία κατά Επιτροπής (σκέψη 73) ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα άρθρα 230 και 232 ΕΚ και καθορίζοντας έτσι τη μεγίστη διάρκεια της προθεσμίας σε δύο μήνες, το Δικαστήριο θέλησε να αποφύγει τη δημιουργία ανασφάλειας δικαίου, προδήλως αντίθετης προς τον σκοπό του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων το οποίο έχει καθιερωθεί από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Συγκεκριμένα, όπως διευκρινίζει το Δικαστήριο, ο σκοπός αυτός, ο οποίος συνίσταται στο να παρέχεται στο κράτος μέλος η αναγκαία ασφάλεια δικαίου, με το να ενημερώνεται ταχέως περί του αν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη μια ενίσχυση που μπορεί να έχει επείγοντα χαρακτήρα, θα ετίθετο σε κίνδυνο αν η προθεσμία θεωρούνταν ενδεικτική. Επιπλέον, η εντεύθεν ανασφάλεια δικαίου θα μπορούσε να επιδεινωθεί σε περίπτωση τεχνητής παρατάσεως του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως.

89      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προβλεπόμενη στο εξής στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999 προθεσμία είναι επιτακτική και δεσμεύει όλα τα μέρη της διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως. Συνεπώς, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να απαλλαγεί από την τήρηση της εν λόγω προθεσμίας επικαλούμενο το επείγον. Επιπλέον, όπως ορθά αναφέρει η Επιτροπή, ο καθορισμός της προθεσμίας δύο μηνών για την περάτωση της προκαταρκτικής εξετάσεως ανταποκρίνεται ήδη στην απαίτηση αυτή.

90      Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της παράβασης του κανονισμού 2204/2002

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

91      Η Ιταλική Δημοκρατία βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που στις αιτιολογικές σκέψεις 32 και 33 εκτίθεται ότι το επίδικο μέτρο δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα του κανονισμού 2204/2002, επειδή, μεταξύ άλλων, εφαρμόζεται σε όλη την εθνική επικράτεια και αφορά τη μεταβίβαση επιχειρήσεων που απασχολούν πλείονες των 1 000 εργαζομένων, ήτοι, κατά κύριο λόγο, τη μεταβίβαση μεγάλων επιχειρήσεων. Έστω και αν οι ενισχύσεις για τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης σε μη επιλέξιμες περιοχές επιτρέπονται μόνο υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να επιτρέψει στην Επιτροπή να συναγάγει ότι το μέτρο δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά βάσει του κανονισμού, δεδομένου ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η αγορά επιχειρήσεων αυτού του είδους να ενδιαφέρει ομοίως μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

92      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Ιταλική Δημοκρατία φαίνεται να έχει κατανοήσει ελλιπώς το σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και, ειδικότερα, των καθεστώτων ενισχύσεων. Για να θεωρηθεί ότι ένα καθεστώς συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, δεν αρκεί να πληρούνται οι προϋποθέσεις συμβατότητας σε ορισμένες ενδεχόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του. Αντίθετα, απαιτείται οι χορηγούμενες βάσει του καθεστώτος ενισχύσεις να πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις σε κάθε περίπτωση. Η εν λόγω αρχή επαναλαμβάνεται ρητά στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2204/2002. Κατά την άποψη της Επιτροπής, στην προκειμένη περίπτωση, το επίδικο μέτρο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι ενισχύσεις να χορηγούνται σε μεγάλη επιχείρηση εντός μη επιλέξιμης περιοχής και, συνεπώς, ορθά αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του κανονισμού 2204/2002.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

93      Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι από αυτό καθαυτό το γράμμα του άρθρου 4 του κανονισμού 2204/2002 προκύπτει ότι, σε ζώνες που δεν είναι επιλέξιμες για περιφερειακή ενίσχυση, μόνον οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δύνανται να τύχουν ενισχύσεων για τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Από τη στιγμή που το επίδικο μέτρο εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις και στο σύνολο της εθνικής επικράτειας, η εν λόγω προϋπόθεση δεν πληρούται, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 32 και 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, η μοναδική περίπτωση εφαρμογής του επίδικου μέτρου αφορά μεγάλες επιχειρήσεις εντός μη επιλέξιμης περιοχής και, συνεπώς, η ενίσχυση, ακόμη και εξεταζόμενη ως τέτοιου είδους, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

94      Επιπλέον, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, όπως ορθά διαπιστώνει η Επιτροπή, για να θεωρηθεί ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα του κανονισμού 2204/2002, δεν αρκεί αυτό να πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω κανονισμού σε ορισμένες ενδεχόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του. Απαιτείται οι χορηγούμενες βάσει του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεις να πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις σε κάθε περίπτωση. Η αρχή αυτή καθιερώνεται ρητά στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2204/2002. Εν προκειμένω, το επίδικο μέτρο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι ενισχύσεις να χορηγούνται σε μεγάλη επιχείρηση εντός μη επιλέξιμης περιοχής. Κατά συνέπεια, ορθά η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο δεν πληροί τις προϋποθέσεις του κανονισμού 2204/2002.

95      Επιπλέον, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά το επίδικο μέτρο στο σύνολό του και ότι ρητά προβλέπει, στην αιτιολογική σκέψη 38, ότι δεν αποκλείει τη δυνατότητα μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του καθεστώτος να θεωρηθούν κατόπιν, με απόφαση της Επιτροπής, πλήρως ή εν μέρει συμβατές βάσει των ειδικών χαρακτηριστικών τους.

96      Κατόπιν των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του παρόντος λόγου ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Επί της παράβασης των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

97      Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το σημείο 101 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κάθε ενίσχυση που αποσκοπεί στη διάσωση και στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και η οποία χορηγήθηκε χωρίς την προηγούμενη άδειά της και, συνεπώς, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία αντικρούει το επιχείρημα της Επιτροπής περί ελλείψεως στοιχείων αναγκαίων προκειμένου αυτή να προβεί σε κατ’ ιδίαν εξέταση της συγκεκριμένης περίπτωσης εφαρμογής του επίδικου μέτρου και αναφέρει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει ζητήσει επίσημα από τις ιταλικές αρχές τα στοιχεία που χρειαζόταν, αντί να περιοριστεί στην επίκληση της δυνατότητας ατομικής κοινοποίησης.

98      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από το σημείο 64 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων προκύπτει ότι τα καθεστώτα ενισχύσεων για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων δύνανται να επιτραπούν μόνον υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, κατά την έννοια του κοινοτικού ορισμού. Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, το σημείο 101 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να εξετάζει κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κάθε μέτρο ενισχύσεως το οποίο αποσκοπεί στη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων και το οποίο χορηγήθηκε χωρίς την προηγούμενη άδεια της Επιτροπής. Η διάταξη αυτή αφορά απλώς τη διαχρονική εφαρμογή των διαφόρων κανόνων που ίσχυσαν διαδοχικά σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα, γεγονός που δεν υποχρεώνει, βεβαίως, την Επιτροπή να εξετάζει κατ’ ιδίαν όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής μη κοινοποιηθέντων καθεστώτων.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

99      Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, δύο τύποι μέτρων ενίσχυσης για τη διάσωση και αναδιάρθρωση δύνανται να εγκριθούν από την Επιτροπή, υπό την επιφύλαξη ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών: αφενός, οι ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση που κοινοποιούνται μεμονωμένα στην Επιτροπή για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους (σημεία 22 έως 63 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών) και, αφετέρου, τα καθεστώτα ενίσχυσης για τη διάσωση και αναδιάρθρωση μόνο μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (σημεία 64 έως 69 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών).

100    Εν προκειμένω, σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα 23/2003, το επίδικο μέτρο εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους. Επιπλέον, η μοναδική περίπτωση εφαρμογής του μέτρου αφορά την αγορά μιας μεγάλης επιχειρήσεως, ήτοι της Ocean, από μια άλλη μεγάλη επιχείρηση, ήτοι την Brandt.

101    Όπως ήδη προεκτέθηκε σε σχέση με τον κανονισμό 2204/2002 στην ανωτέρω σκέψη 94, για να θεωρηθεί ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, δεν αρκεί αυτό να πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω κανονισμού σε ορισμένες ενδεχόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του. Απαιτείται οι χορηγούμενες βάσει του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεις να πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις σε κάθε περίπτωση. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, το καθαρά θεωρητικό ενδεχόμενο να είναι ο πιθανός μεταβιβάζων, στο πλαίσιο του επίδικου μέτρου, μικρή ή μεσαία επιχείρηση, δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η κοινοποιηθείσα αυτή ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων.

102    Δεδομένου ότι το επίδικο μέτρο δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, δεν χρειάζεται να εξεταστεί αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις.

103    Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

104    Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι το επίδικο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμββάζεται με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή οποιουδήποτε από τα κοινοτικά νομοθετήματα των οποίων έγινε επίκληση. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί της παραβάσεως του άρθρου 253 ΕΚ

105    Όσον αφορά την προβαλλόμενη από τις προσφεύγουσες έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η αναπτυχθείσα στο σημείο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία είναι σαφής και επαρκής για τη δικαιολόγηση της απόψεως της Επιτροπής, καθόσον η ακολουθούμενη στο σημείο αυτό συλλογιστική συμπίπτει με εκείνη που υιοθέτησε το Πρωτοδικείο στις ανωτέρω σκέψεις 63 έως 70.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επί της έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου επιλεκτικότητας

106    Η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 18, κατά την οποία το υπό εξέταση μέτρο δεν είναι γενικού χαρακτήρα, αλλά παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις μειώνοντας τις συνήθεις δαπάνες και ενισχύοντας την οικονομική τους θέση έναντι άλλων ανταγωνιστών οι οποίοι δεν καλύπτονται από τα ίδια μέτρα, πράγμα που επιβεβαιώνεται επιπλέον από το γεγονός ότι το μέτρο εφαρμόστηκε μόνο σε μία περίπτωση. Θεωρεί ότι η εκτίμηση αυτή είναι αποτέλεσμα της εσφαλμένης εφαρμογής της προβλεπόμενης από τη Συνθήκη προϋποθέσεως περί επιλεκτικότητας, η οποία απαιτεί το μέτρο να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής. Συγκεκριμένα, η εν λόγω προϋπόθεση δεν πληρούται όταν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το επίδικο μέτρο δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα την ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, δεδομένου ότι εφαρμόζεται ως προς σαφώς καθοριζόμενα πρόσωπα, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και χωρίς καμία δυνατότητα τροποποιήσεως του περιεχομένου του κατά διακριτική ευχέρεια. Όσον αφορά την περιορισμένη διάρκεια και τη μοναδική περίπτωση εφαρμογής του επίδικου μέτρου, στοιχεία τα οποία, κατά την Επιτροπή, θεμελιώνουν τον επιλεκτικό του χαρακτήρα, η Ιταλική Δημοκρατία τονίζει ότι, στην πραγματικότητα, σημασία έχει ο γενικός και αφηρημένος χαρακτήρας του θεσπίζοντος το μέτρο νομοθετήματος, το οποίο, στο πλαίσιο ενός a priori ελέγχου, όπως οφείλει να είναι ο έλεγχος της Επιτροπής, δεν θα πρέπει να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποκλείει το ενδεχόμενο το επίδικο μέτρο να εφαρμόζεται και ως προς άλλα πρόσωπα που πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.

107    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν ένα μέτρο ορίζει το πεδίο εφαρμογής του βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, εντούτοις αυτό ενδέχεται να έχει επιλεκτικό χαρακτήρα (προαναφερθείσα απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, T‑127/99, T‑129/99 και T‑148/99, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 163, και προαναφερθείσα απόφαση T‑92/00 και T‑103/00, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 58). Η μεγάλη ακρίβεια των κριτηρίων εφαρμογής του επίδικου μέτρου και η ιδιαίτερα σύντομη διάρκεια εφαρμογής του, λόγω των οποίων αυτό εφαρμόστηκε σε μία μόνο περίπτωση, αποδεικνύουν ότι ο γενικός και αφηρημένος, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, χαρακτήρας του μέτρου είναι εντελώς φαινομενικός. Επιπλέον, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά το επίδικο μέτρο στο σύνολό του, αρκεί το μέτρο να αποδεικνύεται επιλεκτικό για μία μόνον από τις δυο κατηγορίες δικαιούχων. Περαιτέρω, η Επιτροπή, απαντώντας στις παρατηρήσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας ως προς τη λυσιτέλεια της παρατιθέμενης νομολογίας, υπενθυμίζει ότι ένα πλεονέκτημα δεν απαιτείται να παρέχεται κατά διακριτική ευχέρεια προκειμένου να θεωρείται επιλεκτικό. Ο επιλεκτικός χαρακτήρας του πλεονεκτήματος μοπρεί κάλλιστα να απορρέει από την αυτόματη εφαρμογή των προϋποθέσεων χορηγήσεώς του (προαναφερθείσα απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψεις 27 έως 31). Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας του επίδικου μέτρου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το εν λόγω μέτρο εφαρμόστηκε μία μόνο φορά.

–        Επί της έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με τον προσδιορισμό του δικαιούχου της χορηγηθείσας βάσει του επίδικου μέτρου ενισχύσεως

108    Η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, στο μέτρο που περιλαμβάνει μεταξύ των δικαιούχων του επίδικου μέτρου τις προβληματικές επιχειρήσεις που έχουν τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση, απασχολούν πλείονες των 1 000 εργαζομένων και αποτελούν το αντικείμενο μεταβιβάσεως, με βάση τη διαπίστωση και μόνον ότι το ποιος ωφελείται πραγματικά από το επίδικο μέτρο εξαρτάται, στην ουσία, από μία σειρά παράγοντες, τους οποίους οι ιταλικές αρχές δεν εξειδίκευσαν, και τούτο χωρίς να διευκρινίζει ποιοι παράγοντες θα ήταν κατάλληλοι για τον εν λόγω προσδιορισμό, ούτε για ποιο λόγο.

109    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το επίδικο μέτρο θα μπορούσε κάλλιστα να συνιστά ενίσχυση, ακόμη κι αν μόνον ο πωλητής ή μόνον ο αγοραστής ωφελήθηκε από το μέτρο. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία οι ωφελούμενοι από ένα μέτρο δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με τα πρόσωπα στα οποία το κράτος χορηγεί άμεσα θετικές παροχές ή ελαφρύνσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑6857, σκέψεις 22 έως 28). Εν προκειμένω, για παράδειγμα, θα ήταν απολύτως δυνατό μία επιχείρηση που έχει τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση και η οποία πωλεί έναν από τους κλάδους δραστηριότητάς της, να συνεχίζει να ασκεί άλλες δραστηριότητες. Στην περίπτωση αυτή, το μέτρο θα μείωνε τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν την εν λόγω επιχείρηση, ήτοι τους μισθούς και τις σχετικές με τις απολύσεις αποζημιώσεις, καθώς και τις διάφορες άλλες εισφορές, μεταξύ των οποίων εκείνες που καταβάλλονται για τη διαχείριση του CIGS. Τέλος, από το γεγονός ότι ένα θεσπιζόμενο από το κράτος μέτρο καθιστά δυνατή την πώληση μιας επιχειρήσεως, η οποία δεν θα ήταν διαφορετικά δυνατή ή θα ήταν δυνατή υπό αλλους όρους, για παράδειγμα με υψηλότερη τιμή, θα μπορούσαν να απορρέουν και άλλα πλεονεκτήματα.

–       Επί της έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με τις αρνητικές επιπτώσεις του επίδικου μέτρου επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου και του ανταγωνισμού

110    Η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει επίσης αιτιολογία ως προς την εκτίμηση της τρίτης και τέταρτης προϋποθέσεως εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οποίες αναφέρονται, αντίστοιχα, στον επηρεασμό του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου και στις επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού, καθόσον η Επιτροπή περιορίστηκε να προβεί στην εκτίμηση των ανωτέρω ζητημάτων, στην αιτιολογική σκέψη 20, προβάλλοντας συναφώς έναν αξιωματικό ισχυρισμό.

111    Η Brandt διατυπώνει τις ίδιες επικρίσεις υποστηρίζοντας ότι, στην αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρεται κατά τρόπο πολύ γενικό στην ενίσχυση της οικονομικής θέσεως ορισμένων επιχειρήσεων έναντι των ανταγωνιστών τους. Η Επιτροπή παρέλειψε να εκτιμήσει και να αποδείξει την επίπτωση του επίδικου μέτρου επί του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου, καθώς και τη βλάβη την οποία το εν λόγω μέτρο θα επέφερε επί του ανταγωνισμού. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση την οποία υπέχει και την οποία υπενθυμίζει το Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψεις 22 έως 24), προς αιτιολόγηση των εκδιδομένων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων αποφάσεών της με την αναφορά των ελάχιστων αναγκαίων ενδείξεων, που καθιστούν τουλάχιστον δυνατό τον προσδιορισμό της συγκεκριμένης αγοράς, της θέσεως των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων σε αυτή την αγορά, του εμπορίου των οικείων προϊόντων μεταξύ των κρατών μελών και των εξαγωγών της επιχειρήσεως που φέρεται ως δικαιούχος της ενίσχυσης.

112    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, όταν οι ενισχύσεις έχουν χορηγηθεί παρανόμως, δεν υποχρεούται να αποδείξει το πραγματικό αποτέλεσμα που οι εν λόγω ενισχύσεις είχαν επί του ανταγωνισμού και επί του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου [απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ.  ‑307, σκέψη 33· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, T‑55/99, CETM κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3207, σκέψη 103, και προαναφερθείσα P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, σκέψη 142].

–       Επί της ανεπαρκούς και εσφαλμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφορικά με την εκτίμηση του αν το επίδικο μέτρο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα του κανονισμού 2204/2002 και των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων

113    Η Ιταλική Δημοκρατία, παράλληλα με τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στις ανωτέρω σκέψεις 91 και 97, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι το επίδικο μέτρο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα του κανονισμού 2204/2002 και των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, αιτιολόγησε κατά τρόπο ανεπαρκή και εσφαλμένο την προσβαλλόμενη απόφαση.

114    Η Επιτροπή περιορίζεται με την απάντησή της σε επανάληψη των επιχειρημάτων, που αναπτύχθηκαν στις ανωτέρω σκέψεις 92 και 98, τα οποία αφορούν τη μη εφαρμογή, στην υπό κρίση περίπτωση, του κανονισμού 2204/2002 και των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων.

–       Επί της έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με την ανάκτηση της ενισχύσεως

115    Η Brandt υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από ελλιπή σε μεγάλο βαθμό αιτιολογία, καθότι η Επιτροπή δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η Ιταλική Δημοκρατία όφειλε να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για να ανακτήσει τη χορηγηθείσα στην Brandt ενίσχυση. Κατά την Brandt, σε ένα νομικό και πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου η νομιμότητα μιας τέτοιας πράξεως είναι τουλάχιστον αμφίβολη, η Επιτροπή όφειλε να αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό, προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στο Πρωτοδικείο και στους ενδιαφερόμενους διαδίκους να εκφράσουν την άποψή τους.

116    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν αιτιολόγησε ειδικά τη δοθείσα προς την Ιταλική Δημοκρατία εντολή για ανάκτηση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε βάσει του επίδικου μέτρου στην Brandt, διότι η ανάκτηση συνιστά τη γενική και συνήθη συνέπεια της κηρύξεως μιας παράνομης ενισχύσεως ως ασυμβίβαστης με την κοινή αγορά και διότι, συνακόλουθα, η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να εξετάσει την ατομική περίπτωση της Brandt.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

117    Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2001, C‑17/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 35, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιανουαρίου 2005, T‑93/02, Confédération nationale du Crédit mutuel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑143, σκέψη 67).

118    Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του. Η απαίτηση αυτή πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα, τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

119    Από τις εν λόγω αρχές προκύπτει, ειδικότερα, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να αποδείξει ότι το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση και ότι αυτή δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Αντίθετα, δεν υποχρεούται να απαντά σε κάθε σημείο των επιχειρημάτων που αλυσιτελώς προτείνουν οι οικείες εθνικές αρχές ή οι τρίτοι παρεμβαίνοντες (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑95/03, Asociación de Estaciones de Servicio de Madrid και Federación Catalana de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 108).

–       Επί της έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με την εφαρμογή της προϋποθέσεως περί επιλεκτικότητας

120    Όσον αφορά το προβαλλόμενο πρώτο αυτό ελάττωμα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι τα υπομνησθέντα στην ανωτέρω σκέψη 66 στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στην εν λόγω απόφαση, είναι στο σύνολό τους επαρκή και σαφή για τη θεμελίωση του επιλεκτικού χαρακτήρα του επίδικου μέτρου.

121    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με τον προσδιορισμό του δικαιούχου της χορηγηθείσας βάσει του επίδικου μέτρου ενισχύσεως

122    Το Πρωτοδικείο επισημαίνει, πρώτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 18, τις δύο κατηγορίες των εν δυνάμει ωφελουμένων από το μέτρο, ήτοι:

–        τους αγοραστές προβληματικών επιχειρήσεων υπό αναγκαστική διαχείριση οι οποίες απασχολούν τουλάχιστον 1 000 εργαζομένους και έχουν συνάψει συλλογική σύμβαση με το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Πολιτικών μέχρι τις 30 Απριλίου 2003 για την έγκριση της μεταβίβασης των εργαζομένων ή/και

–        τις προβληματικές επιχειρήσεις υπό αναγκαστική διαχείριση που απασχολούν τουλάχιστον 1 000 εργαζομένους και αποτελούν αντικείμενο μεταβίβασης.

123    Το Πρωτοδικείο κρίνει, περαιτέρω, ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει στην απόφασή της τον συγκεκριμένο δικαιούχο της χορηγηθείσας βάσει του επίδικου μέτρου ενισχύσεως και ότι μπορούσε να αρκεστεί, όπως και έπραξε στην αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην αναφορά των δύο ειδικών κατηγοριών δικαιούχων. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο της μοναδικής περίπτωσης εφαρμογής του επίδικου μέτρου, η χορηγηθείσα ενίσχυση αποσκοπούσε στη διευκόλυνση της μεταβιβάσεως μιας προβληματικής επιχείρησης. Κατ’ αυτό τον τρόπο διευκόλυνε μία εκούσια οικονομική συναλλαγή μεταξύ των μερών. Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει την πάγια νομολογία κατά την οποία οι ωφελούμενοι από ένα μέτρο δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με τα πρόσωπα στα οποία το κράτος χορηγεί άμεσα θετικές παροχές ή ελαφρύνσεις (προαναφερθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 28).

124    Δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέτασε το επίδικο μέτρο βασιζόμενη μόνο στα στοιχεία που της υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές, τα οποία δεν περιελάμβαναν έγγραφα αφορώντα συγκεκριμένα τη μοναδική περίπτωση εφαρμογής του μέτρου, το Πρωτοδικείο κρίνει, κατά συνέπεια, ότι επαρκεί το σύνολο των εκτιθεμένων στην αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της μη περιοριστικής απαρίθμησης των παραγόντων από τους οποίους είναι δυνατόν να εξαρτάται ο προσδιορισμός του πραγματικού δικαιούχου.

125    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με τις αρνητικές επιπτώσεις του επίδικου μέτρου επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου και του ανταγωνισμού

126    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι μεν δυνατόν να προκύπτει, από τις ίδιες τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε η ενίσχυση, ότι αυτή είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον να αναφέρει τις συνθήκες αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, σκέψη 66 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψεις 73 και 74).

127    Εντούτοις, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει τις πραγματικές επιπτώσεις που οι παράνομες ενισχύσεις είχαν στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Συγκεκριμένα, αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προσκομίσει μια τέτοια απόδειξη, τούτο θα είχε ως συνέπεια να ευνοούνται τα κράτη μέλη που χορηγούν ενισχύσεις κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, εις βάρος εκείνων που κοινοποιούν τις ενισχύσεις στο στάδιο του σχεδιασμού τους (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, T-214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-717, σκέψη 67, και της 30ής Ιανουαρίου 2002, T‑35/99, Keller και Keller Meccanica κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑261, σκέψη 85 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η νομολογία αυτή επιβεβαιώνεται εξάλλου από το γράμμα του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά όχι μόνο οι ενισχύσεις που «νοθεύουν» τον ανταγωνισμό, αλλά και εκείνες που «απειλούν» να τον νοθεύσουν (προαναφερθείσα απόφαση Keller και Keller Meccanica κατά Επιτροπής, σκέψη 85).

128    Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προβαίνει στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

«Βάσει του τρίτου και τέταρτου όρου για την εφαρμογή του άρθρου 87 παράγραφος 1, [ΕΚ], το μέτρο πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάζει τις διακοινοτικές συναλλαγές. Το υπό εξέταση καθεστώς απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό δεδομένου ότι ενισχύει την οικονομική θέση ορισμένων επιχειρήσεων έναντι των ανταγωνιστριών τους. Ειδικότερα, το μέτρο απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές αν οι δικαιούχοι βρίσκονται σε ανταγωνισμό με προϊόντα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, όταν δεν εξάγουν αυτοί οι ίδιοι την παραγωγή τους. Αν οι δικαιούχες επιχειρήσεις δεν εξάγουν, η εθνική παραγωγή επωφελείται εκ του γεγονότος ότι η δυνατότητα επιχειρήσεων που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη να εξαγάγουν τα προϊόντα τους στη συγκεκριμένη αγορά μειώνεται.»

129    Εξάλλου, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, όπως έγινε δεκτό στις ανωτέρω σκέψεις 86 έως 90, η Επιτροπή ορθά έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ιταλικές αρχές παρέβησαν την υποχρέωση την οποία υπέχουν από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, καθόσον εφάρμοσαν το επίδικο μέτρο πριν αυτό εγκριθεί από την Επιτροπή.

130    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία είναι προσήκουσα και επαρκής.

131    Κατόπιν των ανωτέρω, το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της ανεπαρκούς και εσφαλμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με την εκτίμηση της συμβατότητας του επίδικου μέτρου με την κοινή αγορά, υπό το πρίσμα του κανονισμού 2204/2002 και των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων

132    Όσον αφορά το προβαλλόμενο αυτό ελάττωμα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η παρατιθέμενη στα σημεία 5.4 και 5.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία είναι σαφής και επαρκής για τη δικαιολόγηση της απόψεως της Επιτροπής, καθόσον η ακολουθούμενη στα σημεία αυτά συλλογιστική συμπίπτει με εκείνη που υιοθέτησε το Πρωτοδικείο στις ανωτέρω σκέψεις 93 έως 96 και 99 έως 103.

–       Επί της έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφορικά με την ανάκτηση της ενισχύσεως

133    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, η κατάργηση μιας ενισχύσεως που χορηγήθηκε παράνομα, μέσω της αναζητήσεώς της καθώς και των σχετικών με αυτή τόκων, αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του ασυμβίβαστου της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑959, σκέψη 66, της 14ης Ιανουαρίου 1997, C‑169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑135, σκέψη 47, και της 29ης Ιουνίου 2004, C‑110/02, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I‑6333, σκέψη 41).

134    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε, με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίδικο μέτρο δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, το γεγονός δε αυτό επιβεβαίωσε το Πρωτοδικείο με την ανωτέρω σκέψη 104.

135    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την παρατιθέμενη νομολογία και δεδομένου ότι, όπως γίνεται δεκτό στις κατωτέρω σκέψεις 140 έως 145, η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να εξετάσει την ατομική περίπτωση της Brandt, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως ούτε ως προς το ζήτημα αυτό.

136    Κατόπιν των ανωτέρω, το τέταρτο σκέλος του υπό κρίση λόγου πρέπει να απορριφθεί.

137    Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί της ανακτήσεως της ενισχύσεως

 Όσον αφορά την παράβαση του κανονισμού 659/1999

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

138    Η Brandt υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στήριξε τη διαταγή που απηύθυνε στην Ιταλική Δημοκρατία, περί λήψεως όλων των απαιτούμενων μέτρων για την ανάκτηση της ατομικής ενισχύσεως που έλαβε η Brandt βάσει του επίδικου μέτρου, στην εξέταση του εν λόγω μέτρου και μόνο, το οποίο, πάντως, χαρακτήρισε ως καθεστώς γενικού χαρακτήρα. Ωστόσο, παρέλειψε να προβεί σε προσήκουσα εξέταση της συγκεκριμένης περίπτωσης εφαρμογής της προβαλλομένης ενισχύσεως. Η Brandt θεωρεί, έτσι, ότι η Επιτροπή, απαιτώντας από την Ιταλική Δημοκρατία να ανακτήσει από την Brandt την εν λόγω ενίσχυση, η οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί απολύτως συμβατή με την κοινή αγορά κατόπιν της συνήθους εξετάσεως που πραγματοποιείται σύμφωνα με τον κανονισμό 659/1999, παρέβη, μεταξύ άλλων, τον εν λόγω κανονισμό (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 22/80, Boussac, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 377, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Alber στο πλαίσιο της προαναφερθείσας αποφάσεως της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2484, σημείο 40). Αν η Επιτροπή είχε την πρόθεση να διατάξει την καθ’οιονδήποτε τρόπο ανάκτηση της προβαλλομένης ενισχύσεως που έλαβε η Brandt, όφειλε να τηρήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 11 του κανονισμού 659/1999 διαδικασία.

139    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία διαταγή προσωρινής ανάκτησης της ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 11 του κανονισμού 659/1999. Η ανάκτηση διατάχθηκε με βάση την προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο, σύμφωνα με το άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού, κατά τρόπον ώστε δεν ήταν απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 11 του κανονισμού. Αυτός ο τρόπος δράσης είναι απολύτως σύμφωνος με τον νόμο, όπως προκύπτει από πλήθος αποφάσεων του Δικαστηρίου οι οποίες επικυρώνουν αρνητικές αποφάσεις της Επιτροπής σχετικές με καθεστώτα ενισχύσεων, με τις οποίες η Επιτροπή ζήτησε ακριβώς την ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει τέτοιων καθεστώτων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 64 επ., Γερμανία κατά Επιτροπης, προαναφερθείσα, σκέψεις 112 επ., της 7ης Μαρτίου 2002, C‑310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑2289, σκέψεις 98 επ., της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑114/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7657, σκέψεις 107 επ., της 29ης Απριλίου 2004, C‑298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑4087, σκέψεις 86 επ., η οποία επικυρώνει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2000, T‑298/97, T‑312/97, T‑313/97, T‑315/97, T‑600/97 έως T‑607/97, T‑1/98, T‑3/98 έως T‑6/98 και T‑23/98, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2319, και της 29ης Απριλίου 2004, C‑278/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑3997, σκέψεις 103 έως 108).

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

140    Όσον αφορά τον ισχυρισμό που προέβαλε η Brandt και κατά τον οποίο η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει κατ’ ιδίαν την περίπτωσή της, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, ότι οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν το επίδικο μέτρο με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2003. Η Ιταλική Δημοκρατία, στην απάντησή της στην αίτηση της Επιτροπής περί παροχής περαιτέρω στοιχείων σχετικά με το επίδικο μέτρο και καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, υποστήριξε ότι το επίδικο μέτρο αποτελούσε καθεστώς γενικού χαρακτήρα, το οποίο εφαρμόστηκε σε μία μόνο περίπτωση, ήτοι στην αγορά της Ocean από την Brandt. Εντούτοις, η Ιταλική Δημοκρατία δεν διαβίβασε κανένα στοιχείο σχετικό με την ατομική περίπτωση της Brandt, όπως, για παράδειγμα, το σχέδιο αναδιάρθρωσης.

141     Εν συνεχεία, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, όπως υπενθυμίζεται στην ανωτέρω σκέψη 13, η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Δεκεμβρίου 2003 (ΕΕ C 308, σ. 5). Παρά τη δημοσίευση αυτή, πάντως, η Brandt δεν θεώρησε αναγκαίο να διατυπώσει παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξέτασης. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η δημοσίευση της ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα αποτελεί το κατάλληλο μέσο προκειμένου να καταστεί σε όλους τους ενδιαφερομένους γνωστή η κίνηση της εν λόγω διαδικασίας [απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82, Intermills κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3809, σκέψη 17, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Μαΐου 2005, T‑111/01 και T‑133/01, Saxonia Edelmetalle κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1579, σκέψη 48, ή ακόμη της 31 Μαΐου 2006, T‑354/99, Kuwait Petroleum (Nederland) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1475, σκέψη 81]. Παρά τη δημοσίευση αυτή, πάντως, η Brandt δεν παρενέβη κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξέτασης και δεν υπέβαλε στην Επιτροπή καμία συμπληρωματική παρατήρηση.

142    Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι το επίδικο μέτρο είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και ότι αυτή διέθετε, επομένως, τα αναγκαία στοιχεία για να προβεί σε διεξοδική εξέταση του μέτρου αυτού. Μολονότι το Πρωτοδικείο δέχεται ότι θα μπορούσε να υφίσταται κάποια αμφιβολία ως προς το ότι το επίδικο μέτρο συνιστά ατομική ενίσχυση, πρέπει, ωστόσο, να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο το οποίο να της επιτρέπει να καταλήξει στο εν λόγω συμπέρασμα εκκινώντας από την εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας παραδοχή ότι το επίδικο μέτρο εφαρμόστηκε σε μία μόνο περίπτωση. Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, στην περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή, προκειμένου να αποφανθεί αν το οικείο σύστημα παρουσιάζει στοιχεία ενισχύσεως, μπορεί να περιορισθεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του συστήματος αυτού, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του (αποφάσεις του Δικαστηρίου Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 51, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 24, και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C‑148/04, Unicredito Italiano, Συλλογή 2005, σ. I‑11137, σκέψη 67).

143    Το Πρωτοδικείο επισημαίνει, εξάλλου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει κατά τρόπο σαφή, στην αιτιολογική σκέψη 38, ότι αφορά το επίδικο μέτρο και τις περιπτώσεις εφαρμογής του, αλλά ότι δεν εμποδίζει τη δυνατότητα μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του καθεστώτος να θεωρηθούν μετεγενέστερα, με απόφαση της Επιτροπής, ότι συμβιβάζονται πλήρως ή μερικώς με την κοινή αγορά βάσει των ειδικών χαρακτηριστικών τους.

144    Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι ορθά η Επιτροπή εξέτασε το επίδικο μέτρο όπως αυτό της κοινοποιήθηκε από την Ιταλική Δημοκρατία και ότι, συνεπώς, η Επιτροπή δεν προξένησε καμία διαδικαστική βλάβη στην Brandt.

145    Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Επί της παραβίασης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

146    Όσον αφορά τη διαταγή περί ανακτήσεως, η Brandt επικαλείται, κατ’ ουσίαν, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ισχυρίζεται ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως.

147    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, πριν από την έκδοση του κανονισμού 659/1999 και ανεξαρτήτως της υπάρξεως ρητής διάταξης ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η κατάργηση μιας ενισχύσεως που χορηγήθηκε παράνομα, μέσω της αναζητήσεώς της καθώς και των σχετικών με αυτή τόκων, αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του ασυμβίβαστου της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 66, της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑278/92 έως C‑280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4103, σκέψη 75, της 14ης Ιανουαρίου 1997, Ισπανία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 47, της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 98, και Επιτροπή κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 41).

148    Το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999 επιβάλλει, στο εξής, ρητά στην Επιτροπή την υποχρέωση να προβαίνει σε ανάκτηση των ενισχύσεων από τους δικαιούχους, εκτός εάν τούτο αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, όπως στην αρχή της προστασίας της δικαιολογηγμένης εμπιστοσύνης.

149    Πάντως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν δικαιολογείται κατ’ αρχήν η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων που έλαβαν ενίσχυση ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως παρά μόνον αν η ενίσχυση χορηγήθηκε τηρηθείσας της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ. Πράγματι, ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή, ακόμη και αν η ευθύνη του οικείου κράτους για τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως περί χορηγήσεως της ενισχύσεως ήταν τόσο μεγάλη ώστε η ανάκλησή της να φαίνεται αντίθετη προς την καλή πίστη (αποφάσεις του Διακστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C‑5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1990, σ. I‑3437, σκέψη 14, και της 20ής Μαρτίου 1997, C‑24/95, Alcan Deutschland, Συλλογή 1997, σ. I‑1591, σκέψη 25).

150    Εξάλλου, μολονότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί βεβαίως να αποκλειστεί η δυνατότητα του δικαιούχου της παράνομης ενισχύσεως να επικαλεστεί τις εξαιρετικές περιστάσεις που στήριξαν δικαιολογημένα την εμπιστοσύνη του στον νόμιμο χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής και, κατά συνέπεια, να αντιταχθεί στην επιστροφή της, υπογραμμίζει πάντως ότι, κατά τη νομολογία, στην περίπτωση αυτή εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, στην κρίση του οποίου έχει ενδεχομένως υποβληθεί η υπόθεση, να εκτιμήσει τις εν λόγω περιστάσεις, αφού υποβάλει, ενδεχομένως, στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων (αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας, προαναφερθείσα, σκέψη 16, και της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, προαναφεθείσα, σκέψη 103).

151    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το επίδικο μέτρο θεσπίστηκε με ένα άμεσα εφαρμοστέο νομοθετικό διάταγμα. Συνεπώς, είναι προφανές ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παρά το γεγονός ότι κοινοποίησε το εν λόγω μέτρο και παραδέχθηκε, με την κοινοποίηση αυτή, ότι επρόκειτο για καθεστώς ενισχύσεων, δεν τήρησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ υποχρέωση και έθεσε σε εφαρμογή το επίδικο μέτρο κατά τρόπο παράνομο, διότι η Επιτροπή δεν είχε ακόμη αποφανθεί επί του αν το εν λόγω μέτρο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι με το ίδιο το έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2003, με το οποίο κοινοποιήθηκε το μέτρο, ζητήθηκε από την Επιτροπή να εκτιμήσει τη συμβατότητα του επίδικου μέτρου με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων.

152    Συνεπώς, ήταν εξαρχής σαφές ότι τα μέτρα εφαρμογής του επίδικου μέτρου ήταν πιθανό να συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και ότι κατ’ αυτό τον τρόπο συνέτρεξε παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός αυτό αρκεί για να αποκλειστεί οριστικά κάθε ενδεχόμενο υπάρξεως δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

153    Όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά και όπως κρίθηκε με τις ανωτέρω σκέψεις 70 και 104, το επίδικο μέτρο δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, καθόσον θεσπίστηκε κατά παράβαση των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις κοινοτικών κανόνων, τόσο των ουσιαστικών όσο και των διαδικαστικών.

154    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ένας επιμελής επιχειρηματίας, όπως η Brandt, ήταν αδύνατο να αγνοεί τον παράνομο χαρακτήρα του επίδικου μέτρου. Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που πραγματοποιεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 88 ΕΚ, δεν δικαιολογείται, κατ’ αρχήν, η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων δικαιούχων της ενισχύσεως όσον αφορά τη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής παρά μόνον αν η ενίσχυση χορηγήθηκε τηρηθείσας της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο αυτό (αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας, προαναφερθείσα, σκέψη 14, και Alcan Deutschland, προαναφερθείσα, σκέψη 25). Πράγματι, ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή, ακόμη και αν η ευθύνη του οικείου κράτους για τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως περί χορηγήσεως της ενισχύσεως ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η ανάκλησή της να φαίνεται αντίθετη προς την καλή πίστη (απόφαση Alcan Deutschland, προαναφερθείσα, σκέψη 41, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2004, T‑109/01, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑127, σκέψη 135).

155    Τέλος, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, ομοίως κατά πάγια νομολογία, αν, όπως η Brandt, ο δικαιούχος της ενισχύσεως θεωρεί ότι υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις που στήριξαν δικαιολογημένα την εμπιστοσύνη του στον νόμιμο χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, στην κρίση του οποίου έχει ενδεχομένως υποβληθεί η υπόθεση, να εκτιμήσει τις εν λόγω περιστάσεις, αφού υποβάλει, ενδεχομένως, στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία (αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας, προαναφερθείσα, σκέψη 16, και της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 103, και απόφαση Fleuren Compost κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 136).

156    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

157    Κατόπιν των ανωτέρω, ο λόγος αυτός πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

158    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Στην υπόθεση T‑239/04, επειδή η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής. Στην υπόθεση T‑323/04, επειδή η Brandt ομοίως ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑239/04.

3)      Η Brandt Italia SpA φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑323/04.

García-Valdecasas

Cooke

Labucka

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Σεπτεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       J. D. Cooke


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.