Language of document : ECLI:EU:T:2014:92

Υπόθεση T‑91/11

InnoLux Corp.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Παγκόσμια αγορά οθονών υγρών κρυστάλλων (LCD) — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές σε θέματα τιμών και ικανότητας παραγωγής — Κατά τόπο αρμοδιότητα — Εσωτερικές πωλήσεις — Πωλήσεις τελικών προϊόντων στα οποία είναι ενσωματωμένα τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η σύμπραξη — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Πρόστιμα — Μέθοδος στρογγυλοποιήσεως — Πλήρης δικαιοδοσία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 27ης Φεβρουαρίου 2014

1.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή — Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου — Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων — Κριτήρια — Συνυπολογισμός των πωλήσεων που δεν επηρεάστηκαν όντως από τις παραβατικές πρακτικές — Επιτρέπεται — Συνυπολογισμός της αξίας των προϊόντων της συμπράξεως που ενσωματώθηκαν σε τελικά προϊόντα τα οποία πωλήθηκαν σε τρίτους από θυγατρικές — Επιτρέπεται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

2.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Κατά τόπον πεδίο εφαρμογής — Σύμπραξη μεταξύ επιχειρήσεων εγκατεστημένων εκτός της Ένωσης η οποία όμως εφαρμόζεται και παράγει αποτελέσματα στην εσωτερική αγορά — Αρμοδιότητα της Επιτροπής να εφαρμόζει τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης — Παραδεκτή από απόψεως δημοσίου διεθνούς δικαίου — Παρέμβαση θυγατρικών εταιριών, πρακτόρων ή υποκαταστημάτων εγκατεστημένων εκτός της Ένωσης — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

3.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων — Μέθοδος υπολογισμού λαμβάνουσα υπόψη διάφορα στοιχεία παρέχοντα ευελιξία — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

4.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Εκτίμηση σε συνάρτηση με την ατομική συμπεριφορά της επιχειρήσεως — Επίπτωση της μη επιβολής κυρώσεως σε άλλον επιχειρηματία — Δεν υφίσταται — Διεκδίκηση οφέλους από παρανομία από την οποία άντλησε πλεονέκτημα άλλος επιχειρηματίας — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Προσωρινός χαρακτήρας — Υποχρέωση της Επιτροπής να εξηγεί στην τελική της απόφαση τις διαφορές μεταξύ των οριστικών και των προσωρινών εκτιμήσεών της — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 1)

6.      Συμπράξεις — Απαγορεύονται — Παραβάσεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Καταλογισμός της ευθύνης για το σύνολο της παραβάσεως σε μία επιχείρηση — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

7.      Συμπράξεις — Καθορισμός της αγοράς — Αντικείμενο — Εκτίμηση του αντικτύπου της συμπράξεως στον ανταγωνισμό και στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο — Συνέπειες ως προς τις διατυπωθείσες κατ’ αυτής αιτιάσεις

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

8.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Υποχρέωση της Επιτροπής να διαπιστώσει παράβαση για συμπεριφορές που εμπίπτουν στην ίδια ενιαία και διαρκή παράβαση με μία μόνον διαδικασία — Δεν υφίσταται — Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής ως προς τις διαδικασίες — Όρια — Τήρηση της αρχής ne bis in idem

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

9.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρα 101 § 1 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Όρια — Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Υποχρέωση της Επιτροπής να ακολουθήσει την προηγούμενη πρακτική της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

11.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή — Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου — Συνυπολογισμός των χαρακτηριστικών της παραβάσεως, εκτιμώμενης συνολικά

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 19 έως 25)

12.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης — Περιεχόμενο — Συνεκτίμηση της παραλείψεως της επιχειρήσεως να συνεργαστεί κατά τη διοικητική διαδικασία — Προσαύξηση του προστίμου — Προϋπόθεση

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 18 §§ 2 και 3, 23 § 1 και 31)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 36-48, 53)

2.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, όταν επιχειρήσεις, εγκατεστημένες εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), οι οποίες όμως παράγουν προϊόντα που πωλούνται σε τρίτους εντός του ΕΟΧ, συνεννοούνται ως προς τις τιμές που συνομολογούν με τους πελάτες τους που είναι εγκατεστημένοι εντός του ΕΟΧ και εφαρμόζουν τα συμπεφωνημένα πωλώντας σε πράγματι συντονισμένες τιμές, μετέχουν σε μια συνεννόηση που έχει ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, και η Επιτροπή είναι κατά τόπον αρμόδια να διαπιστώσει την παράβαση. Συγκεκριμένα, παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ εμπεριέχει δύο στοιχεία συμπεριφοράς, ήτοι την κατάρτιση της συμφωνίας και την εκτέλεσή της. Η εξάρτηση της δυνατότητας εφαρμογής των απαγορεύσεων που θεσπίζει το δίκαιο του ανταγωνισμού από τον τόπο της καταρτίσεως της συμφωνίας θα είχε ως αποτέλεσμα να παρέχεται στις επιχειρήσεις ένα εύκολο μέσο παρακάμψεως των εν λόγω απαγορεύσεων. Καθοριστική σημασία έχει, επομένως, ο τόπος στον οποίο εφαρμόζεται η συμφωνία.

Εξάλλου, για να προσδιοριστεί αν ο τόπος αυτός βρίσκεται εντός του ΕΟΧ, είναι αδιάφορο αν οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη έκαναν χρήση ή όχι θυγατρικών εταιριών, πρακτόρων, υποπρακτόρων ή υποκαταστημάτων εγκατεστημένων εντός του ΕΟΧ για τη δημιουργία επαφών μεταξύ αυτών και των εγκατεστημένων εντός του ΕΟΧ αγοραστών. Εφόσον πληρούται η προϋπόθεση της εφαρμογής, η αρμοδιότητα της Επιτροπής να εφαρμόζει τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης σε τέτοιες συμπεριφορές καλύπτεται από την αρχή της εδαφικότητας, η οποία είναι γενικά αποδεκτή στο δημόσιο διεθνές δίκαιο.

Όταν μια παγκόσμιας κλίμακας σύμπραξη επιδιώκει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό, η σύμπραξη αυτή ενεργοποιείται στην εσωτερική αγορά από τη στιγμή που διατίθενται στο εμπόριο στην εν λόγω αγορά τα προϊόντα της συμπράξεως. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή μιας συμπράξεως δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η συμφωνία έχει πραγματικές επιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, το ζήτημα αν η σύμπραξη είχε συγκεκριμένες επιπτώσεις στις τιμές των συμμετεχόντων έχει σημασία μόνο στο πλαίσιο του καθορισμού της βαρύτητας της συμπράξεως, για τους σκοπούς του υπολογισμού του προστίμου, εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει ότι, μεταξύ των κριτηρίων που μπορεί να λάβει υπόψη στο πλαίσιο αυτό, θα περιλάβει και το εν λόγω κριτήριο. Η έννοια της εφαρμογής στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην έννοια της κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού επιχειρήσεως, έννοια η οποία έχει, όπως αναγνωρίζεται, αποφασιστική σημασία κατά τον καθορισμό των ορίων της εδαφικής αρμοδιότητας της Επιτροπής στο πλαίσιο της εφαρμογής του εν λόγω δικαίου. Ειδικότερα, εάν μία επιχείρηση συμμετείχε σε σύμπραξη που συμφωνήθηκε εκτός του ΕΟΧ, η Επιτροπή πρέπει να μπορεί να παρακολουθήσει τον αντίκτυπο που έχει η συμπεριφορά της επιχειρήσεως αυτής στον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά και να της επιβάλει πρόστιμο ανάλογο με το κατά πόσον η σύμπραξη αυτή είναι επιζήμια για τον ανταγωνισμό στην εν λόγω αγορά.

(βλ. σκέψεις 58-60, 66, 67, 69, 70, 75)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 78-80, 88)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 93, 142)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 95, 96)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 101-103, 126, 128)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 129-134)

8.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, μολονότι η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, όπως έχει ερμηνευθεί, παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει παράβαση, με μία μόνον διαδικασία και απόφαση, περισσότερων συμπεριφορών για τις οποίες η διαπίστωση θα μπορούσε να γίνει κατά περίπτωση, τούτο δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς τις διαδικασίες που θα κινήσει. Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να διαπιστώνει και να τιμωρεί κάθε αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά και τα δικαστήρια της Ένωσης δεν μπορούν —έστω και ενόψει της μειώσεως του προστίμου— να κρίνουν ότι η Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, όφειλε να αποδείξει ότι συγκεκριμένη επιχείρηση διέπραξε παράβαση κατά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Η άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Ωστόσο, η επιλογή της Επιτροπής να υπαγάγει μια ενιαία πραγματική κατάσταση σε δύο χωριστές διαδικασίες θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κατάχρηση εξουσίας μόνον αν διαπιστωθεί ότι έγινε χωρίς αντικειμενική αιτία. Όταν η Επιτροπή δεν διαθέτει, ή δεν διαθέτει ακόμη, επαρκείς αποδείξεις κατά ορισμένων επιχειρήσεων που είναι ύποπτες για συμμετοχή στην ίδια ενιαία παράβαση, το γεγονός αυτό συνιστά αντικειμενική αιτία, η οποία δικαιολογεί την επιλογή της Επιτροπής να κινηθεί εναντίον των διαφορετικών επιχειρηματιών με χωριστές διαδικασίες, δεδομένου ότι η Επιτροπή υποχρεούται να τηρήσει, ενδεχομένως, την αρχή ne bis in idem.

(βλ. σκέψεις 136-139)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 141)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 144)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 150, 151)

12.    Στον τομέα του ανταγωνισμού, τον έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή συμπληρώνει η πλήρης δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, συμφώνως προς το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν. Απόκειται, συνεπώς, στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, να εκτιμήσει αν το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της παραβάσεως. Μολονότι απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τα περιστατικά της υποθέσεως προκειμένου να προσδιορίσει το ποσό του προστίμου, η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του δεν μπορεί να συνεπάγεται, κατά την επιμέτρηση των επιβληθέντων προστίμων, διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε σύμπραξη αντίθετη στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Ωστόσο, προς διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 18, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να υποχρεώσει μια επιχείρηση να παράσχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με πραγματικά περιστατικά των οποίων μπορεί να λάβει γνώση και να της κοινοποιήσει, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που κατέχει, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υποχρεώνει την επιχείρηση να δώσει απαντήσεις από τις οποίες θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η Επιτροπή. Επομένως, η επιχείρηση προς την οποία η Επιτροπή απευθύνει αίτηση παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, υπέχει υποχρέωση ενεργούς συνεργασίας, μπορεί δε να της επιβληθεί ειδικά, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, πρόστιμο έως το 1 % του κύκλου εργασιών της, αν παράσχει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, πληροφορία ανακριβή ή παραπλανητική. Κατά συνέπεια, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του τυχόν παράλειψη της επιχειρήσεως να συνεργαστεί και να προσαυξήσει, ως εκ τούτου, το πρόστιμο που έχει επιβληθεί λόγω παραβάσεως των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ, εφόσον η εν λόγω επιχείρηση δεν έχει υποστεί κυρώσεις για την ίδια συμπεριφορά βάσει των διατάξεων του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

Τούτο θα μπορούσε να συμβεί, π.χ., σε περίπτωση που μια επιχείρηση, σε απάντηση σχετικής αιτήσεως της Επιτροπής, παραλείψει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, να προσκομίσει κατά τη διοικητική διαδικασία στοιχεία καθοριστικής σημασίας για τον καθορισμό του προστίμου, τα οποία διέθετε ή μπορούσε να έχει στη διάθεσή της κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη του τέτοια στοιχεία, εντούτοις η επιχείρηση που παρέθεσε τα στοιχεία αυτά μόνο κατά την ένδικη διαδικασία, θίγοντας έτσι τον σκοπό και την ομαλή διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να ληφθεί υπόψη το γεγονός αυτό κατά τον προσδιορισμό του ενδεδειγμένου προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο.

Από το γεγονός ότι μία επιχείρηση προέβη σε εσφαλμένους υπολογισμούς κατά την υποβολή στην Επιτροπή των αναγκαίων στοιχείων για τον υπολογισμό της αξίας των κρίσιμων πωλήσεων, εφόσον συμπεριέλαβε στις πωλήσεις αυτές και πωλήσεις που αφορούσαν άλλα προϊόντα εκτός των προϊόντων της συμπράξεως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η επιχείρηση αυτή παρέβη την υποχρέωσή της συνεργασίας που απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 σε τέτοιο βαθμό που να πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Συγκεκριμένα, η εν λόγω επιχείρηση δεν προσπάθησε να παραπλανήσει την Επιτροπή ούτε της υπέβαλε ακαθάριστα ποσά, από τα οποία η Επιτροπή θα έπρεπε να υπολογίσει την αξία των κρίσιμων πωλήσεων, χωρίς να της παράσχει ταυτόχρονα τις αναγκαίες διευκρινίσεις για να εξαγάγει τα καθαρά ποσά. Η επιχείρηση αυτή απευθύνθηκε σε εξειδικευμένους τεχνικούς συμβούλους για να μπορέσει να παράσχει στην Επιτροπή τα αναγκαία στοιχεία, αλλά εξ αμελείας δεν εξήγησε στους συμβούλους αυτούς τις διαφορές μεταξύ ορισμένων τύπων των επίμαχων προϊόντων. Συναφώς, η εν λόγω επιχείρηση δεν είχε προδήλως κανένα συμφέρον να λάβει η Επιτροπή λανθασμένα στοιχεία, στα οποία περιλαμβάνονταν οι πωλήσεις και άλλων προϊόντων εκτός από τα προϊόντα της συμπράξεως, εφόσον οι ανακρίβειες αυτές θα μπορούσαν να αποβούν σε βάρος της, καθιστώντας υψηλότερο το ποσό του προστίμου που θα της επέβαλε η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 156, 157, 165, 167-172)