Language of document : ECLI:EU:F:2010:99

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2010

Υπόθεση F-79/09

AE

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων — Άρθρο 73 του ΚΥΚ — Άρνηση αναγνωρίσεως της επαγγελματικής προελεύσεως μιας νόσου — Υπερευαισθησία στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο AE ζητεί να ακυρωθεί, αφενός, η απόφαση της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2008, περί απορρίψεως του αιτήματός του να αναγνωρισθεί ότι η νόσος από την οποία πάσχει είναι επαγγελματική νόσος, αφετέρου, η απόφαση της Επιτροπής να απορριφθεί η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος κατά της εν λόγω αποφάσεως, καθώς και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει ποσό ύψους 12 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία αυτός ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση: Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει το ποσό των 2 000 ευρώ. Τα λοιπά αιτήματα της αγωγής απορρίπτονται. Η Επιτροπή φέρει, εκτός από τα δικαστικά έξοδά της, το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα τρία τέταρτα των εξόδων του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων — Υγειονομική επιτροπή — Ορισμός ιατρών

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73∙ ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση έναντι των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου, άρθρο 22)

2.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων — Ιατρική πραγματογνωμοσύνη — Άρνηση ενός από τα μέλη της Επιτροπής να υπογράψει την αναφορά

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73)

3.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων — Ιατρική πραγματογνωμοσύνη — Περιθώριο εκτιμήσεως της ιατρικής επιτροπής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73∙ ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση έναντι των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου, άρθρο 23)

4.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων — Απόφαση περί του ότι τα αίτια της νόσου είναι εργασιακής φύσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73∙ ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση έναντι των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου, άρθρο 3)

5.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων — Επαγγελματική νόσος — Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη των υπαλλήλων από τους κινδύνους επαγγελματικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρο 3 § 2

6.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Τήρηση ευλόγου προθεσμίας — Παράβαση στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας — Αποτελέσματα

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1)

7.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Τήρηση ευλόγου προθεσμίας — Διοικητική διαδικασία — Κριτήρια εκτιμήσεως

1.      Η κοινή ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας των μονίμων υπαλλήλων των Ένωσης δεν επιβάλλει καμία ιδιαίτερη προϋπόθεση εξειδικεύσεως των μελών της ιατρικής επιτροπής και καταλείπει απόλυτη ελευθερία όσον αφορά την επιλογή του ιατρού τόσο στον οικείο υπάλληλο όσο και στη διοίκηση. Ασφαλώς, το άρθρο 22 της νέας ρυθμίσεως για την κάλυψη, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2006, προβλέπει ότι ο τρίτος γιατρός διαθέτει «εξειδίκευση στον τομέα της αξιολογήσεως και αποκαταστάσεως της σωματικής βλάβης». Εντούτοις, η εν λόγω διάταξη διέπει απλώς και μόνον τον διορισμό του τρίτου γιατρού και, επομένως, δεν θίγει ούτε το δικαίωμα του οικείου υπαλλήλου να ορίσει ελεύθερα ιατρό της εμπιστοσύνης του ούτε την ελεύθερη επιλογή από τη διοίκηση του ιατρού που θα την εκπροσωπεί στο πλαίσιο της ιατρικής επιτροπής.

Η ρύθμιση για την κάλυψη δεν προβλέπει, εξάλλου, κανένα λόγο εξαιρέσεως των ιατρών που υποδεικνύονται, για να συμμετάσχουν στην υγειονομική επιτροπή, τα δικαιώματα του υπαλλήλου που προστατεύονται από την παρουσία του ιατρού της εμπιστοσύνης του και από τον ιατρό που ορίσθηκε σε συμφωνία με αυτόν.

(βλ. σκέψεις 51 και 54)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 14 Ιουλίου 1981, 186/80, Suss κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2041, σκέψεις 9 έως 11

2.      Η έκθεση της ιατρικής επιτροπής δεν πάσχει διαδικαστική πλημμέλεια εξαιτίας της αρνήσεως ενός από τα μέλη της να υπογράψει, εφόσον αποδείχθηκε ότι το μέλος που δεν υπέγραψε είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει τη γνώμη του ενώπιον δύο άλλων μελών.

(βλ. σκέψη 56)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 21 Ιουνίου 1990, T‑31/89, Sabbatucci κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑265, σκέψη 2∙ 27 Φεβρουαρίου 2003, T‑20/00 OP, Επιτροπή κατά Camacho-Fernandes, Συλλογή 2003, σ. I‑A‑75 και II‑405, σκέψεις 47 και 48

3.      Το έργο της ιατρικής επιτροπής να εξετάζει κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεξάρτητο τα ιατρικής φύσεως ζητήματα, που προβλέπει το άρθρο 23 της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας των μονίμων υπαλλήλων των Ένωσης, επιβάλλει, πέραν του καθορισμού της αποστολής της κατά τρόπο που να καλύπτει το σύνολο των ζητημάτων που η επιτροπή οφείλει να εξετάσει στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω ρυθμίσεως, αφενός, να διαθέτει το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να της φανούν χρήσιμα και, αφετέρου, να έχει πλήρη ελευθερία εκτιμήσεως. Οι κατά κυριολεξία ιατρικές αξιολογήσεις πρέπει να θεωρούνται οριστικές όταν διατυπώθηκαν υπό κανονικές συνθήκες. Ο δικαστής μπορεί μόνο να εξετάσει, αφενός, αν η εν λόγω επιτροπή συγκροτήθηκε και λειτούργησε νομοτύπως και, αφετέρου, αν η γνωμάτευσή της είναι νομότυπη, ιδίως αν περιέχει αιτιολογία που καθιστά δυνατή την εκτίμηση των θεωρήσεων στις οποίες στηρίζεται και αν διαγράφει λογικό σύνδεσμο μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεων που περιλαμβάνει και των πορισμάτων στα οποία καταλήγει. Ιδίως η ιατρική επιτροπή, όταν αντιμετωπίζει περίπλοκα ζητήματα ιατρικής φύσεως, που αφορούν μεταξύ άλλων δύσκολη διάγνωση ή τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των παθήσεων του ενδιαφερομένου και της ασκήσεως της επαγγελματικής του δραστηριότητας σε κοινοτικό όργανο, οφείλει να αναφέρει στη γνωμάτευσή της τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται και, σε περίπτωση σημαντικής αποκλίσεως, να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους δεν ακολουθεί παλαιότερες ιατρικές εκθέσεις, ευνοϊκότερες για τον ενδιαφερόμενο.

(βλ. σκέψεις 64 και 65)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Δεκεμβρίου 1999, T‑300/97, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑A‑259 και II‑1263, σκέψεις 41 και 78· 15 Δεκεμβρίου 1999, T‑27/98, Nardone κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑A‑267 και II‑1293, σκέψεις 30, 68 και 87∙ 26 Φεβρουαρίου 2003, T‑145/01, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑A‑59 και II‑337, σκέψη 47

ΔΔΔΕΕ: 28 Ιουνίου 2006, F‑39/05, Beau κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑51 και II‑A‑1‑175, σκέψη 35

4.      Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας των μονίμων υπαλλήλων των Ένωσης, εφόσον μια ασθένεια δεν περιλαμβάνεται στον ευρωπαϊκό κατάλογο επαγγελματικών ασθενειών που είναι συνημμένος στη σύσταση 90/326 της Επιτροπής, για την αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως μιας ασθενείας, ο οικείος υπάλληλος πρέπει να αποδείξει κατά τρόπο επαρκή ότι τα προβλήματα υγείας του οφείλονται ή προέκυψαν επ’ ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του εντός των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Για τον λόγο αυτό, σε περίπτωση αμφιβολίας όσον αφορά τα αίτια της ασθένειας, η αρμόδια αρχή δικαιούται να αρνηθεί να αναγνωρίσει την επαγγελματική φύση της ασθένειας, δεδομένου ότι δεν υφίσταται κανένας κανόνας ή αρχή κατά τους οποίους η αρχή να οφείλει σε περίπτωση αμφιβολίας να αποφανθεί υπέρ του υπαλλήλου.

(βλ. σκέψη 82)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 11 Φεβρουαρίου 2004, C‑180/03 P, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑1587, σκέψεις 36 έως 39

5.      Σε περίπλοκες καταστάσεις στις οποίες η ασθένεια του υπαλλήλου οφείλεται σε πλείονα αίτια, επαγγελματικά και μη, παθολογικά ή ψυχικά, το σύνολο των οποίων συνετέλεσε στην εμφάνισή της, εναπόκειται στην υγειονομική επιτροπή να καθορίσει αν η άσκηση των καθηκόντων στην υπηρεσία των Κοινοτήτων —ανεξαρτήτως, εξάλλου, της εκτιμήσεως της βαρύτητας του παράγοντος αυτού σε σχέση προς τους εξωεπαγγελματικούς παράγοντες— εμφανίζει άμεση σχέση με την ασθένεια του υπαλλήλου, π.χ. αν ο παράγοντας αυτός υπήρξε η αφορμή της εκδηλώσεως της ασθένειας. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, δεν απαιτείται για την αναγνώριση της επαγγελματικής φύσεως της ασθένειας, το μοναδικό, βασικό, προεξέχον ή κυρίαρχο αίτιο να εντοπίζεται στην άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων.

(βλ. σκέψη 83)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Ιουλίου 1997, T‑4/96, S κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1997, σ. II‑1125, σκέψεις 79 και 80

6.      Η υποχρέωση τηρήσεως εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας τον σεβασμό διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης και η οποία επαναλαμβάνεται, άλλωστε, ως συστατικό στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εντούτοις, η προσβολή της αρχής του σεβασμού δεν δικαιολογεί, γενικώς, την ακύρωση αποφάσεως ληφθείσας κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας. Ειδικότερα, μόνον όταν η υπέρμετρη υπέρβαση του εύλογου χρόνου είναι ικανή να έχει επιπτώσεις στο περιεχόμενο αυτής καθεαυτής της αποφάσεως κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, η μη τήρηση της αρχής της εύλογης προθεσμίας ασκεί επιρροή στο κύρος της διοικητικής διαδικασίας. Επομένως, τυχόν υπέρμετρα μεγάλη προθεσμία για την απάντηση στο αίτημα να αναγνωρισθεί ως επαγγελματική ασθένεια η νόσος από την οποία πάσχει ο αιτών δεν είναι καταρχήν ικανή να έχει επιπτώσεις στο ίδιο το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως που εκδίδει η ιατρική επιτροπή ούτε στην τελική απόφαση που εκδίδει το θεσμικό όργανο. Ειδικότερα, τέτοιου είδους προθεσμία δεν μπορεί, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να τροποποιήσει την κρίση της ιατρικής επιτροπής όσον αφορά την επαγγελματική ή μη φύση της νόσου. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως ακυρώσει την απόφαση που ελήφθη υπό το πρίσμα της κρίσεως της ιατρικής επιτροπής, στην πράξη τούτο θα οδηγήσει κατά βάση στην παράδοξη συνέπεια να παρατεθεί ακόμη περισσότερο η προθεσμία για τον λόγο ότι αυτή ήταν ήδη υπερβολικά μεγάλη.

Εντούτοις, ο δικαστής της Ένωσης έχει την ευχέρεια να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως τη διοίκηση να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση υπερβάσεως εύλογης προθεσμίας, τέτοιου είδους αποζημίωση αντιπροσωπεύει τον καλύτερο τρόπο επανορθώσεως της ζημίας για υπάλληλο, υπό τον όρο ότι οι διάδικοι μπόρεσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς τη συγκεκριμένη λύση.

(βλ. σκέψεις 99 έως 101 και 104)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2000, C‑39/00 P, SGA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑11201, σκέψη 44∙ 17 Δεκεμβρίου 2009, C‑197/09 RX‑II, M κατά EMEA, σκέψη 41

ΠΕΚ: 13 Ιανουαρίου 2004, T‑67/01, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑49, σκέψεις 36 και 40 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία∙ 11 Απριλίου 2006, T‑394/03, Angeletti κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑95 και II‑A‑2‑441, σκέψεις 162 έως 167

ΓΔΕΕ: 12 Μαΐου 2010, T‑491/08 P, Bui Van κατά Επιτροπής, σκέψη 88

ΔΔΔΕΕ: 21 Οκτωβρίου 2009, F‑33/08, V κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑403 και II‑A‑1‑2159, σκέψη 211, η οποία αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑510/99 P

7.      Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, από το πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που ακολούθησε η Επιτροπή, τη συμπεριφορά των μερών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως καθώς και το διακύβευμα της ένδικης διαφοράς για τα ενδιαφερόμενα μέρη.

(βλ. σκέψη 105)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 29∙ 16 Ιουλίου 2009, C‑385/07 P, Der Grüne Punkt - Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑6155, σκέψεις 182 έως 188

ΓΔΕΕ: 22 Οκτωβρίου 1997, T‑213/95 και T‑18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1739, σκέψη 55