Language of document : ECLI:EU:T:2009:30

Υπόθεση T-388/03

Deutsche Post AG και DHL International

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις – Απόφαση του οργάνου να μη διατυπώσει αντιρρήσεις – Προσφυγή ακυρώσεως – Νομιμοποίηση – Παραδεκτό – Σοβαρές δυσχέρειες»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει το συμβατό μιας κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως – Προσφυγή των ενδιαφερομένων κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ

(Άρθρα 88 §§ 2 και 3 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Παραδεκτή προσφυγή – Δικαίωμα επικλήσεως όλων των λόγων ελλείψεως νομιμότητας που απαριθμούνται στο άρθρο 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ

(Άρθρα 88 §§ 2 και 3 ΕΚ και 230, εδ. 2, ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Εξέταση από την Επιτροπή – Προκαταρκτικό στάδιο και στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση εξετάσεως – Συμβατότητα ενισχύσεως με την κοινή αγορά

(Άρθρο 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)

4.      Προδικαστικά ερωτήματα – Ερμηνεία – Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας – Αναδρομική ισχύς – Όρια – Ασφάλεια δικαίου

(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 234 ΕΚ)

1.      Όταν η Επιτροπή, χωρίς να έχει κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, διαπιστώνει, με απόφαση εκδιδόμενη βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ότι μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί αυτές οι διαδικαστικές εγγυήσεις μπορούν να επιτύχουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση αυτή ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου.

Για τους λόγους αυτούς, η προσφυγή ακυρώσεως κατά τέτοιας αποφάσεως, την οποία έχει ασκήσει ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, είναι παραδεκτή εφόσον ο προσφεύγων επιδιώκει, με την άσκηση της προσφυγής του, την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων που αντλεί από τη διάταξη αυτή.

Αντιθέτως, αν ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο αυτής καθαυτής της αποφάσεως περί εκτιμήσεως της ενισχύσεως, το γεγονός και μόνον ότι μπορεί να θεωρηθεί ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ δεν αρκεί ώστε να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή. Οφείλει, τότε, να αποδείξει ότι η περίπτωσή του παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής. Τούτο ισχύει, ιδίως, στην περίπτωση που η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά επηρεάζεται αισθητά από την ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της αμφισβητούμενης αποφάσεως.

Πράγματι δεν συνιστά ουσιώδη επιρροή το γεγονός και μόνο ότι η επίδικη απόφαση μπορεί να επηρεάσει κάπως τις σχέσεις ανταγωνισμού που υπάρχουν στην οικεία αγορά και ότι οι οικείες επιχειρήσεις τελούν σε σχέση ανταγωνισμού με τον ωφελούμενο από την απόφαση αυτή.

(βλ. σκέψεις 42, 44, 48)

2.      Όταν ο προσφεύγων επιδιώκει να προστατεύσει τα δικονομικά δικαιώματα που έλκει από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, μπορεί να επικαλεστεί οποιονδήποτε από τους λόγους που απαριθμεί το άρθρο 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ εφόσον σκοπούν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και σε τελική ανάλυση την κίνηση από την Επιτροπή της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Το Πρωτοδικείο όμως δεν μπορεί σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας εξετάσεως μιας ενίσχυσης από την Επιτροπή να αποφανθεί ως προς την ύπαρξη ενίσχυσης ή το συμβατό της με την κοινή αγορά.

Κατόπιν αυτού πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι οι λόγοι ακυρώσεως διά των οποίων το Πρωτοδικείο καλείται να αποφανθεί ως προς την ύπαρξη ενίσχυσης ή ως προς το συμβατό της με την κοινή αγορά. Αντιθέτως είναι παραδεκτοί όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που αποσκοπούν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την κύρια διαδικασία εξέτασης.

(βλ. σκέψεις 66-67)

3.      Η τυπική διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, καθίσταται απαραίτητη από τη στιγμή που η Επιτροπή συναντά σοβαρές δυσκολίες προκειμένου να εκτιμήσει αν μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η έννοια των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη των δυσχερειών αυτών πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις συνθήκες εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως όσο και στο περιεχόμενό της, κατά τρόπον αντικειμενικό, συγκρίνοντας τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως με στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή όταν αποφάνθηκε επί του συμβατού των επιδίκων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. To χρονικό διάστημα που υπερβαίνει σημαντικά τον χρόνο που συνήθως απαιτείται για μια πρώτη εξέταση στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης μπορεί, μαζί με άλλα στοιχεία, να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες εκτιμήσεως που απαιτούν την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, EK. Ομοίως, ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας της εξέτασης που πραγματοποιεί η Επιτροπή κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης συνιστά ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών.

(βλ. σκέψεις 88, 92, 94-95)

4.      Η ερμηνεία που το Δικαστήριο δίδει σε διάταξη κοινοτικού δικαίου περιορίζεται στο να διαφωτίσει και να διευκρινίσει την έννοια και το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, όπως θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ. Εξ αυτού έπεται ότι η ερμηνευθείσα διάταξη μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται ακόμα και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν προ της εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως και μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου που είναι συμφυής με την κοινοτική έννομη τάξη, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας που έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεστεί μια διάταξη που αυτό έχει ερμηνεύσει για να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν συναφθεί καλοπίστως. Τέτοιος περιορισμός, όμως, μπορεί να τεθεί μόνο με την απόφαση που αποφαίνεται επί της ζητούμενης ερμηνείας. Οι σκέψεις αυτές, οι οποίες απορρέουν από νομολογία που αφορά, ειδικότερα, την υποχρέωση εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια, ισχύουν mutatis mutandis για τα κοινοτικά όργανα, οσάκις αυτά καλούνται να εφαρμόσουν διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, που ερμηνεύονται μεταγενέστερα από το Δικαστήριο

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν περιόρισε χρονικά τα αποτελέσματα της αποφάσεως της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark, τα κριτήρια ερμηνείας του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ που προκύπτουν από την απόφαση είναι απολύτως εφαρμόσιμα στην πραγματική και νομική κατάσταση, όπως αυτή τέθηκε υπόψη της Επιτροπής όταν εξέδωσε την απόφασή της πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

Συνεπώς, η απόφαση που έλαβε η Επιτροπή να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, χωρίς να προβεί σε εξέταση που θα της έδινε τη δυνατότητα να κρίνει αν το επίπεδο της αντιστάθμισης που καταβλήθηκε σε δημόσια επιχείρηση καθορίστηκε βάσει αναλύσεως των δαπανών που θα πραγματοποιούσε μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με τα αναγκαία μέσα για την ικανοποίηση των απαιτήσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών πρέπει να ακυρωθεί.

(βλ. σκέψεις 112-114,119)