Language of document : ECLI:EU:C:2020:319

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 30ής Απριλίου 2020 (1)

Υπόθεση C815/18

Federatie Nederlandse Vakbeweging

κατά

Van den Bosch Transporten BV,

Van den Bosch Transporte GmbH,

Silo-Tank kft

[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden
(Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 96/71/ΕΚ – Απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών – Οδηγοί οι οποίοι εργάζονται στον τομέα των διεθνών μεταφορών – Έννοια της αποσπάσεως στο έδαφος κράτους μέλους – Έννοια συλλογικών συμβάσεων οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής»






I.      Εισαγωγή

1.        Η Van den Bosch Transporten BV (η οποία εδρεύει στις Κάτω Χώρες), η Van den Bosch GmbH (Γερμανία) και η Silo-Tank Kft (Ουγγαρία) είναι τρεις διαφορετικές εταιρίες οι οποίες ανήκουν στον ίδιο μέτοχο. Η ολλανδική εταιρία συνήψε διάφορες συμβάσεις διεθνούς οδικής μεταφοράς αγαθών τόσο με τη γερμανική όσο και με την ουγγρική εταιρία. Προς εκτέλεση αυτών των συμβάσεων, η γερμανική και η ουγγρική εταιρία προσέλαβαν οδηγούς.

2.        Κατά τα φαινόμενα, οι οδηγοί αυτοί ξεκινούσαν και τελείωναν τα δρομολόγιά τους στην πόλη Erp, στις Κάτω Χώρες, ήτοι στην έδρα της ολλανδικής εταιρίας Van den Bosch Transporten BV. Η Federatie Nederlandse Vakbeweging (ολλανδική ομοσπονδία συνδικάτων, στο εξής: FNV) άσκησε αγωγή κατά των τριών εταιριών, προβάλλοντας ότι ενήργησαν κατά παράβαση της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (στο εξής: οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων) (2).

3.        Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) υπέβαλε διάφορα ερωτήματα στο Δικαστήριο, ζητώντας να διευκρινιστεί εάν και με ποιον τρόπο η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων εφαρμόζεται σε οδηγούς οι οποίοι απασχολούνται στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών.

II.    Το νομικό πλαίσιο

4.        Το άρθρο 1 της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νομοθετήματος ως ακολούθως:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις εγκατεστημένες σε κράτος μέλος επιχειρήσεις οι οποίες, στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών, προβαίνουν σε απόσπαση εργαζομένων, σύμφωνα με την παράγραφο 3, στο έδαφος κράτους μέλους.

2.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις εμπορικής ναυτιλίας όσον αφορά το ναυτιλόμενο προσωπικό.

3.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται όταν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνουν ένα από τα ακόλουθα διεθνικά μέτρα:

α)      αποσπούν έναν εργαζόμενο, για λογαριασμό τους και υπό τη διεύθυνσή τους, στο έδαφος κράτους μέλους, στο πλαίσιο σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ της επιχείρησης αποστολής και του παραλήπτη της παροχής υπηρεσιών που ασκεί τις δραστηριότητές του στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση αποστολής και τον εργαζόμενο κατά το χρόνο της απόσπασης, ή

β)      αποσπούν έναν εργαζόμενο, στο έδαφος κράτους μέλους, σε εγκατάσταση ή σε επιχείρηση του ομίλου, εφόσον υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση αποστολής και τον εργαζόμενο κατά το χρόνο της απόσπασης, ή

γ)      όντας επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή επιχείρηση που διαθέτει εργαζόμενους, αποσπούν εργαζόμενο σε χρήστρια επιχείρηση εγκατεστημένη ή ασκούσα δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους, εφόσον κατά τη διάρκεια της απόσπασης υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζόμενους και τον εργαζόμενο.

[…]»

5.        Το άρθρο 2 της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων περιέχει τους ακόλουθους ορισμούς:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως αποσπασμένος νοείται ο εργαζόμενος ο οποίος, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτελεί την εργασία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως.

[…]»

6.        Το άρθρο 3 της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων αφορά τους όρους «εργασίας και απασχόλησης»:

«1.      Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 να εγγυώνται στους εργαζόμενους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφός τους, τους όρους εργασίας και απασχόλησης σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται κατωτέρω, οι οποίοι, στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εκτελείται η εργασία, καθορίζονται από:

–        νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή/και

–        συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής κατά την έννοια της παραγράφου 8, εφόσον αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα:

α)      μέγιστες περίοδοι εργασίας και ελάχιστες περίοδοι ανάπαυσης·

β)      ελάχιστη διάρκεια ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών·

γ)      ελάχιστα όρια μισθού, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων υπερωριακής εργασίας· το παρόν σημείο δεν εφαρμόζεται στα συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα·

δ)      όροι θέσης εργαζομένων στη διάθεση επιχειρήσεων, ιδίως από επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης·

ε)      υγεία, ασφάλεια και υγιεινή στην εργασία·

στ)      προστατευτικά μέτρα σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης των γυναικών σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, των παιδιών και των νέων·

ζ)      ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και άλλες διατάξεις στον τομέα των μη διακρίσεων.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η έννοια των ελάχιστων ορίων μισθού που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο γ), ορίζεται από τη νομοθεσία ή/και την εθνική πρακτική του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει αποσπασθεί ο εργαζόμενος.

[…]

8.      Ως συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής, νοούνται εκείνες που πρέπει να τηρούνται απ’ όλες τις επιχειρήσεις τις ανήκουσες στο δεδομένο κλάδο ή επάγγελμα και υπάγονται στο γεωγραφικό χώρο εφαρμογής τους.

Ελλείψει συστήματος αναγόρευσης των συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σε κανόνες γενικής εφαρμογής, τα κράτη μέλη μπορούν, εάν το αποφασίσουν, να λάβουν ως βάση:

–        τις συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις που ισχύουν γενικά για όλες τις παρόμοιες επιχειρήσεις τις ανήκουσες στο δεδομένο κλάδο ή επάγγελμα και υπαγόμενες στο γεωγραφικό χώρο εφαρμογής τους ή/και

–        τις συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τις πλέον αντιπροσωπευτικές σε εθνικό επίπεδο οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων και που εφαρμόζονται στο σύνολο του εθνικού εδάφους,

εφόσον η εφαρμογή τους στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 εγγυάται, ως προς τα απαριθμούμενα στο παρόν άρθρο παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο θέματα, την ίση μεταχείριση των εν λόγω επιχειρήσεων και των άλλων επιχειρήσεων που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο και βρίσκονται σε παρόμοια θέση.

[…]

10.      Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, τηρουμένων των διατάξεων της συνθήκης, να επιβάλλουν, υπό ίσους όρους, στις εθνικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις άλλων κρατών:

–        […],

–        όρους εργασίας και απασχόλησης που καθορίζονται από τις συλλογικές συμβάσεις ή τις διαιτητικές αποφάσεις κατά την έννοια της παραγράφου 8 που αφορούν δραστηριότητες πέραν αυτών που αναφέρονται στο παράρτημα.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και τα προδικαστικά ερωτήματα

1.      Τα πραγματικά περιστατικά και οι εφαρμοστέοι εθνικοί κανόνες

7.        Η Van den Bosch Transporten BV διατηρεί επιχείρηση που εκτελεί μεταφορές από την πόλη Erp, στις Κάτω Χώρες. Δύο άλλες εταιρίες, η Van den Bosch GmbH (γερμανική εταιρία) και η Silo-Tank Kft (ουγγρική εταιρία) ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιριών. Και οι τρεις αυτές εταιρίες ανήκουν στον ίδιο μέτοχο.

8.        Η Van den Bosch Transporten BV είναι μέλος της Vereniging Goederenvervoer Nederland (ολλανδικής ένωσης επιχειρήσεων μεταφοράς αγαθών). Η ένωση αυτή έχει συνάψει με την FNV την collectieve arbeidsovereenkomst Goederenvervoer (συλλογική σύμβαση εργασίας για τις επιχειρήσεις μεταφοράς αγαθών, στο εξής: CLA GT), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2012. Ωστόσο, η CLA GT δεν έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής.

9.        Το άρθρο 44 της CLA GT, ήτοι η αποκαλούμενη «διάταξη περί συμβάσεων μεταφοράς», ορίζει ότι στην περίπτωση συμβάσεων υπεργολαβίας οι οποίες εκτελούνται στην ή από την εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες εταιρία τους από εργολάβους που ενεργούν ως εργοδότες, οι εργοδότες υποχρεούνται να προβλέπουν ότι για τους εργαζομένους του υπεργολάβου ισχύουν οι βασικοί όροι εργασίας της εν λόγω συλλογικής συμβάσεως, εφόσον αυτό απορρέει από την οδηγία 96/71, ακόμη και εάν από τα μέρη έχει επιλεγεί ως εφαρμοστέο το δίκαιο χώρας διαφορετικής από τις Κάτω Χώρες. Ο εργοδότης οφείλει επίσης να ενημερώνει τους εργαζομένους σχετικά με τους όρους εργασίας που εφαρμόζονται σε αυτούς.

10.      Η διάταξη περί παραπομπής αναφέρει ότι μια άλλη συλλογική σύμβαση εργασίας, ήτοι η collectieve arbeidsovereenkomst Beroepsgoederenvervoer over de weg en verhuur van mobiele kranen (συλλογική σύμβαση εργασίας για τις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων και την εκμίσθωση κινητών γερανών, στο εξής: CLA PGT) επαναλαμβάνει, στο άρθρο 73, τη ρύθμιση του άρθρου 44 της CLA GT. Η CLA PGT είχε αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής από τις 31 Ιανουαρίου 2013 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

11.      Οι καλυπτόμενες από την CLA GT επιχειρήσεις εξαιρέθηκαν, δυνάμει υπουργικής αποφάσεως, από την εφαρμογή της CLA PGT. Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, η εξαίρεση αυτή καταλαμβάνει τη Van den Bosch Transporten BV.

12.      Οι οδηγοί από τη Γερμανία και την Ουγγαρία εργάζονται βάσει συμβάσεων εργασίας οι οποίες είχαν συναφθεί, αντιστοίχως, με τη Van den Bosch GmbH και τη Silo-Tank. Οι όροι εργασίας που προβλέπονται από τη CLA GT δεν εφαρμόζονταν στους Γερμανούς και στους Ούγγρους οδηγούς.

13.      Η Van den Bosch Transporten BV είχε συνάψει συμβάσεις για την εκτέλεση διεθνών μεταφορών με τις εταιρίες Van den Bosch GmbH και Silo-Tank.

14.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι σχετικές διεθνείς μεταφορές πραγματοποιούνται, κατά κύριο λόγο, εκτός του εδάφους των Κάτω Χωρών. Κατόπιν ερωτήσεως του Δικαστηρίου, η Van den Bosch Transporten BV διευκρίνισε ότι οι Ούγγροι και οι Γερμανοί οδηγοί εκτελούν σχεδόν αποκλειστικά διασυνοριακές μεταφορές. Μέχρι το 2013, οι οδηγοί αυτοί ξεκινούσαν και ολοκλήρωναν τα «δρομολόγιά» τους στην πόλη Erp, στις Κάτω Χώρες. Το 2013, η Van den Bosch GmbH και η Silo-Tank Kft δημιούργησαν «σημεία συνδέσεως» σε αρκετά κράτη μέλη. Η πόλη Erp δεν αποτελεί πλέον το σημείο συνδέσεως για τους αλλοδαπούς οδηγούς. Αντιθέτως, οι οδηγοί αυτοί αποστέλλονται από τη Van den Bosch GmbH και τη Silo-Tank από τον τόπο κατοικίας τους στο αντίστοιχο σημείο συνδέσεως. Οι τελευταίες αυτές εταιρίες αναλαμβάνουν και τα σχετικά οδοιπορικά έξοδα.

2.      Η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και τα προδικαστικά ερωτήματα

15.      Στην κύρια δίκη, η FNV υποστήριξε ότι οι τρεις εταιρίες πρέπει να υποχρεωθούν να συμμορφωθούν προς τη CLA GT. Κατά την άποψή της, ο τόπος στον οποίο εργάζονται συνήθως οι εργαζόμενοι είναι οι Κάτω Χώρες. Ως εκ τούτου, στους οδηγούς αυτούς πρέπει να καταβάλλονται οι ολλανδικοί μισθοί. Τούτο απορρέει, κατά την FNV, από το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της Συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (3) ή από το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (4). Η FNV υποστηρίζει, αφενός, ότι η μη εφαρμογή των βασικών ολλανδικών όρων εργασίας εκ μέρους της Van den Bosch GmbH και της Silo-Tank συνιστά αθέμιτη συμπεριφορά έναντι της FNV και, αφετέρου, ότι η Van den Bosch Transporten BV ευθύνεται επίσης για αυτήν την παράνομη συμπεριφορά.

16.      Το πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι όροι της CLA GT έχουν εφαρμογή στους Ούγγρους και τους Γερμανούς οδηγούς.

17.      Ωστόσο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση. Όσον αφορά το επιχείρημα των τριών εναγόμενων εταιριών, ότι το άρθρο 44 της CLA GT είναι άκυρο καθόσον η απορρέουσα από αυτό υποχρέωση συνιστά αθέμιτο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι η CLA GT δεν έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής, εντούτοις, τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση λόγω, αφενός, του συνδυασμού της καθολικής εφαρμογής της CLA PGT (το περιεχόμενο της οποίας είναι σχεδόν ταυτόσημο με εκείνο της CLA GT) και, αφετέρου, της εξαιρέσεως που αναγνωρίζεται για τις επιχειρήσεις που δεσμεύονται από τη CLA GT. Συνεπώς, πληρούται η προϋπόθεση γενικής εφαρμογής που προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 8, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων και το άρθρο 44 της CLA GT δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά αθέμιτο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

18.      Πάντως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε κατ’ αρχήν στο συμπέρασμα ότι, καίτοι οι επίμαχες εν προκειμένω συμβάσεις μεταφοράς εκτελούνταν στην ή από την Van den Bosch Transporten BV (της οποίας έδρα είναι η πόλη Erp), οι λοιπές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 44 της CLA GT δεν πληρούνται, καθόσον η συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Η εν λόγω οδηγία δεν επιτρέπει ευρεία ερμηνεία της έννοιας της αποσπάσεως από την οποία να καλύπτεται όχι μόνο η περίπτωση αποσπάσεως προς το έδαφος κράτους μέλους αλλά και η απόσπαση από το έδαφος κράτους μέλους. Κατά την εκτίμηση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων καλύπτει μόνο καταστάσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα, είτε εξ ολοκλήρου είτε κατά κύριο λόγο, σε εθνικό επίπεδο. Δεδομένου ότι εν προκειμένω αυτό δεν ισχύει, δεν συντρέχει απόσπαση κατά την έννοια της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων.

19.      Ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου το οποίο στην υπό κρίση υπόθεση έχει επιληφθεί της αιτήσεως αναιρέσεως, η FNV υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κακώς δεν έκρινε ότι η φράση «στο έδαφος κράτους μέλους» που περιλαμβάνεται στην οδηγία για την απόσπαση των εργαζομένων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια «προς ή από το έδαφος κράτους μέλους» (5). Ως εκ τούτου, κατά την άποψη της FNV, η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων εφαρμόζεται στους οδηγούς που απασχολούνται στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών.

20.      Λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων στην υπό κρίση υπόθεση, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1      Έχει η οδηγία [96/71] την έννοια ότι εφαρμόζεται επίσης σε εργαζόμενο ο οποίος εργάζεται ως οδηγός στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών και παρέχει, επομένως, την εργασία του σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη;

2α)      Σε περίπτωση που η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι καταφατική, βάσει ποιου κριτηρίου ή ποιων εκτιμήσεων πρέπει να καθοριστεί αν ένας εργαζόμενος ο οποίος εργάζεται ως οδηγός στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών αποσπάται “στο έδαφος κράτους μέλους” κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας [96/71] και αν ο εργαζόμενος αυτός, “για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτελεί την εργασία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως” κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας [96/71];

2β)      Έχει σημασία για την απάντηση στο ερώτημα 2α), και σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως ποια σημασία, το γεγονός ότι η επιχείρηση η οποία αποσπά τον μνημονευόμενο στο ερώτημα 2α) εργαζόμενο συνδέεται –παραδείγματος χάριν στο πλαίσιο ομίλου εταιριών– με την επιχείρηση στην οποία αποσπάται ο εν λόγω εργαζόμενος;

2γ)      Σε περίπτωση που ο μνημονευόμενος στο ερώτημα 2α) εργαζόμενος παρέχει εργασία εν μέρει στον τομέα των ενδομεταφορών –δηλαδή στις μεταφορές που πραγματοποιούνται αποκλειστικώς στο έδαφος άλλου κράτους μέλους πλην εκείνου στο οποίο ο εργαζόμενος εργάζεται συνήθως–, θεωρείται ότι ο εν λόγω εργαζόμενος, σε κάθε περίπτωση για αυτό το μέρος των δραστηριοτήτων του, εργάζεται προσωρινά στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ισχύει συναφώς κατώτατο όριο, παραδείγματος χάριν με τη μορφή ελάχιστης περιόδου ανά μήνα κατά την οποία πραγματοποιούνται οι ενδομεταφορές αυτές;

3α)      Σε περίπτωση που η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι καταφατική, πώς πρέπει να ερμηνευθεί η έννοια “συλλογικές συμβάσεις […] οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής”, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1 και παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [96/71]; Πρόκειται για αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης και αρκεί επομένως να πληρούνται, από άποψη πραγματικών περιστατικών, οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [96/71], ή απαιτούν επίσης οι διατάξεις αυτές να έχει αναγορευθεί η συλλογική σύμβαση εργασίας σε κανόνα γενικής εφαρμογής βάσει του εθνικού δικαίου;

3β)      Εάν μια συλλογική σύμβαση εργασίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συλλογική σύμβαση εργασίας η οποία έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1 και παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [96/71], αντιτίθεται το άρθρο 56 ΣΛΕΕ στο ενδεχόμενο μια επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος η οποία αποσπά εργαζόμενο στο έδαφος άλλου κράτους μέλους να υποχρεούται συμβατικώς να τηρήσει τις διατάξεις μιας τέτοιας συλλογικής συμβάσεως εργασίας η οποία ισχύει στο τελευταίο κράτος μέλος;»

21.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η FNV, η Van den Bosch Transporten BV, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ουγγρική, η Ολλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ως άνω συμμετείχαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 14 Ιανουαρίου 2020.

IV.    Ανάλυση

22.      Οι παρούσες προτάσεις είναι διαρθρωμένες ως ακολούθως: Θα ξεκινήσω με δύο εισαγωγικές παρατηρήσεις όσον αφορά το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως (και τα όριά του) (υπό Α). Εν συνεχεία, θα εξετάσω το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής στον τομέα των οδικών μεταφορών της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων (υπό Β). Ακολούθως, θα στραφώ σε ειδικότερα ζητήματα σχετικά με τις περιστάσεις που είναι κρίσιμες για να διαπιστωθεί αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οδηγοί οι οποίοι απασχολούνται στον τομέα των οδικών μεταφορών «αποσπώνται» (υπό Γ). Τέλος, θα καταλήξω σε ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την έννοια «συλλογικές συμβάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής» (υπό Δ).

1.      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

23.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να αποσαφηνιστούν δύο ζητήματα.

24.      Πρώτον, η Van den Bosch Transporten BV διακρίνει μεταξύ των ρυθμίσεων που εφαρμόζονταν στις οδικές μεταφορές πριν και μετά το 2013. Εξηγεί με αρκετές λεπτομέρειες το ισχύον καθεστώς λειτουργίας της, συμπεριλαμβανομένης της διαρθρώσεως των σημείων συνδέσεως για τους οδηγούς, τα οποία διατηρεί ο όμιλος σε διάφορα κράτη μέλη. Επίσης, παρέθεσε παραδείγματα των δρομολογίων που εκτελούν οι οδηγοί, καταδεικνύοντας τον σύνθετο και διεθνή χαρακτήρα των εκτελούμενων δρομολογίων.

25.      Εντούτοις, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο και υπογράμμισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η FNV, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά το έτος 2013, κατά τη διάρκεια του οποίου (προφανώς) τα περισσότερα από τα δρομολόγια των οδηγών ξεκινούσαν και ολοκληρώνονταν στην πόλη Erp.

26.      Δεύτερον, δεν υπάρχουν επιπλέον πληροφορίες όσον αφορά τις ειδικές ρυθμίσεις υπό τις οποίες εκτελούνταν οι μεταφορές που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης. Από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται απλώς ότι τα «δρομολόγια» των οδηγών ξεκινούσαν και ολοκληρώνονταν στην πόλη Erp και ότι η ολλανδική εταιρία είχε συνάψει συμβάσεις μεταφοράς τόσο με τη γερμανική όσο και με την ουγγρική εταιρία.

27.      Ασφαλώς, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει τα κρίσιμα πραγματικά ζητήματα. Ο λόγος για τον οποίο μνημονεύονται αυτά στο παρόν στάδιο, ως προκαταρκτικά ζητήματα, είναι διττός.

28.      Πρώτον, ο ρόλος του Δικαστηρίου συνίσταται στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, ενώ ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων έγκειται στην εφαρμογή του σε συγκεκριμένες υποθέσεις (6). Κατά συνέπεια, ουδεμία άποψη διατυπώνεται ως προς το εάν (και πότε) υπήρξε, όντως, απόσπαση εργαζομένων στη συγκεκριμένη υπόθεση.

29.      Δεύτερον, ο βαθμός των ερμηνευτικών κατευθύνσεων τις οποίες δύναται ευλόγως να παράσχει το παρόν Δικαστήριο εξαρτάται από το επίπεδο των λεπτομερειών που παρέχονται από το αιτούν δικαστήριο. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά ερωτήματα, όπως αυτά που απαρτίζουν τη δεύτερη ομάδα προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν από το αιτούν δικαστήριο (ερωτήματα 2α έως 2γ), των οποίων η αξιολόγηση και τα κριτήρια ενδέχεται να εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, από τη συγκυρία και το συγκεκριμένο πλαίσιο. Για ένα δικαστήριο (και, κατά μείζονα λόγο, για τον γενικό του εισαγγελέα, ο οποίος δεν χαίρει των ικανοτήτων και της διορατικότητας του νομοθέτη), είναι εξόχως δυσχερές να συναγάγει οποιοδήποτε ολοκληρωμένο σύνολο κριτηρίων προκειμένου να αποφανθεί εάν όντως υπήρξε απόσπαση εργαζομένων χωρίς να έχει γνώση των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως. Συνεπώς, εν κατακλείδι, οι παράγοντες αυτοί καθορίζουν το πόσο αφηρημένες μπορούν και θα είναι οι απαντήσεις που θα δοθούν με τις παρούσες προτάσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

2.      Πρώτο προδικαστικό ερώτημα: Εφαρμόζεται στις οδικές μεταφορές η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων;

30.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων έχει εφαρμογή σε οδηγούς οι οποίοι απασχολούνται στις διεθνείς οδικές μεταφορές και εκτελούν την εργασία τους σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη.

31.      Η FNV, η Γερμανική, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υποστηρίζουν ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να είναι καταφατική. Ωστόσο, η Van den Bosch Transporten BV, καθώς και η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση, έχουν αντίθετη άποψη.

32.      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται να αποσαφηνιστεί η έκταση του εν λόγω ερωτήματος και της συνακόλουθης συζητήσεως. Το ερώτημα που υποβλήθηκε, και επί του οποίου, ακολούθως, τοποθετήθηκαν οι μετέχοντες στη διαδικασία, είναι εάν η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων εφαρμόζεται σε εργαζομένους που απασχολούνται στον τομέα των οδικών μεταφορών. Πρόκειται για μια κανονιστικού χαρακτήρα συζήτηση σχετικά με το πεδίο εφαρμογής μιας νομοθετικής πράξεως της Ένωσης: πρέπει η οδηγία για τις αποσπάσεις εργαζομένων να έχει εφαρμογή σε ένα συγκεκριμένο είδος ή τομέα δραστηριοτήτων, ήτοι τις οδικές μεταφορές; Ή, αντίθετα, βάσει ποιων διατάξεων ή εκτιμήσεων θα μπορούσε να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων αυτός ο συγκεκριμένος τομέας;

33.      Δύο είναι τα σημεία που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Πρώτον, το ερώτημα, τιθέμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπονοεί ότι οι οδηγοί που απασχολούνται στις (διεθνείς) οδικές μεταφορές αποτελούν ένα λογικό υποσύνολο (του συνόλου) των εργαζομένων που απασχολούνται στον τομέα των οδικών μεταφορών. Εντούτοις, εάν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων δεν συμπεριελάμβανε τις οδικές μεταφορές, η εξαίρεση αυτή δεν θα αφορούσε μόνο τους οδηγούς αλλά, ενδεχομένως, και άλλους εργαζομένους οι οποίοι απασχολούνται στις οδικές μεταφορές. Ομοίως, εάν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας εξαιρούνταν οι οδικές μεταφορές, ποιες θα ήταν οι συνέπειες ως προς τις λοιπές μορφές διεθνών μεταφορών;

34.      Δεύτερον, επί του συγκεκριμένου ζητήματος υπάρχουν δύο επίπεδα συζητήσεως και δύο είδη επιχειρημάτων τα οποία παρουσιάστηκαν από τους μετέχοντες στη διαδικασία: το κανονιστικό και το πρακτικό. Το κανονιστικό επίπεδο συνίσταται στο κατά πόσον, από την άποψη της νομικής διαρθρώσεως και της ερμηνείας του νομοθετήματος, η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων καταλαμβάνει τις οδικές μεταφορές. Το ερώτημα αυτό επιβάλλει την εξέταση του ζητήματος εάν από οποιοδήποτε στοιχείο του γράμματος, του πλαισίου (συμπεριλαμβανομένων των προπαρασκευαστικών εργασιών και της νομικής βάσεως) καθώς και του σκοπού της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι οδικές μεταφορές εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της.

35.      Έπειτα, υπάρχει και το πρακτικό ή ρεαλιστικό επίπεδο εξετάσεως του ζητήματος: θα ήταν, στην πράξη, λογικό να κριθεί ότι οι διεθνείς μεταφορικές υπηρεσίες, και ιδίως οι οδηγοί που εκτελούν αυτές τις υπηρεσίες, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων; Δεν θα ήταν πιο εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών δυσχερειών που συνεπάγεται οποιαδήποτε τέτοια κρίση, λαμβανομένου υπόψη του ιδιαίτερου χαρακτήρα της εργασίας που εκτελούν οι οδηγοί διεθνών μεταφορών, να εξαιρεθούν οι υπηρεσίες που αφορούν αυτόν τον τομέα δραστηριοτήτων από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων;

36.      Οι τελευταίοι αυτοί προβληματισμοί είναι, ασφαλώς, βάσιμοι. Ως εκ τούτου, θα επιστρέψω στην εξέτασή τους στο τέλος του παρόντος τμήματος (υπό 5). Ωστόσο, κατά την άποψή μου, το γράμμα (υπό 2), το νομοθετικό πλαίσιο και οι προπαρασκευαστικές εργασίες (υπό 3), καθώς και ο σκοπός (υπό 4) της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, επιβεβαιώνουν με σαφήνεια ότι απλώς δεν υφίσταται αυτή η ολική εξαίρεση του συγκεκριμένου τομέα από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Πριν προχωρήσω σε αυτή την ανάλυση, θα εξετάσω, αρχικά, το βασικό επιχείρημα της Ουγγρικής και της Πολωνικής Κυβερνήσεως σχετικά με την επιλεγείσα νομική βάση και τα συμπεράσματα που μπορούν να αντληθούν από αυτή τη νομική βάση για το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων (υπό 1).

1.      Η νομική βάση

37.      Η Πολωνία και η Ουγγαρία αμφισβητούν τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων επικαλούμενες τη νομική βάση επί της οποίας εκδόθηκε. Η οδηγία αυτή στηρίζεται στα πρώην άρθρα 57, παράγραφος 2, και 66 ΣΕΚ (νυν άρθρο 53, παράγραφος 1, και άρθρο 62 ΣΛΕΕ), τα οποία είναι οι διατάξεις που έχουν εφαρμογή στις υπηρεσίες. Αντιθέτως, η διάταξη που αντιστοιχούσε στο άρθρο 91 ΣΛΕΕ κατά τον κρίσιμο χρόνο, η οποία αποτελεί την ειδική νομική βάση για τις μεταφορές, δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των νομικών βάσεων στις οποίες στηρίχθηκε ο νομοθέτης. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την τροποποιητική οδηγία (ΕΕ) 2018/957 (7).

38.      Κατά το άρθρο 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ «[η] ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου [της ΣΛΕΕ] που αναφέρεται στις μεταφορές». Τούτο σημαίνει ότι οι νομικές πράξεις της Ένωσης που σκοπούν στην εναρμόνιση ζητημάτων που αφορούν ειδικώς τις μεταφορές πρέπει να στηρίζονται στις αντίστοιχες διατάξεις του τίτλου VI της ΣΛΕΕ (άρθρα 90 επ.). Τα ζητήματα αυτά αφορούν, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, «α) κοινούς κανόνες εφαρμοστέους στις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή προς την επικράτεια ενός κράτους μέλους ή που διέρχονται από την επικράτεια ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, β) τους όρους υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό, γ) μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας των μεταφορών, δ) κάθε άλλη χρήσιμη διάταξη».

39.      Οι νομικές βάσεις που επέλεξε ο νομοθέτης της Ένωσης για την έκδοση της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων εξαιρούν, κατά την άποψη της Ουγγαρίας, τις μεταφορές από το πεδίο εφαρμογής της. Κατά πάγια νομολογία, οι μεταφορές δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τις υπηρεσίες. Η κυβέρνηση αυτή υπογραμμίζει επίσης το γεγονός ότι η οδηγία για τις υπηρεσίες (8) εξαιρεί, στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, τις μεταφορές από το πεδίο εφαρμογής της (9).

40.      Το επιχείρημα αυτό προβάλλεται και από μερίδα της νομικής θεωρίας. Κάποιοι συγγραφείς επισημαίνουν πράγματι ότι, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού καθεστώτος των υπηρεσιών μεταφορών στη Συνθήκη, δεν είναι προφανές ότι η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων έχει εφαρμογή σε αυτές (10). Άλλοι συγγραφείς φαίνεται να υποστηρίζουν ότι, για αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι συγκεκριμένες υπηρεσίες δεν εξαιρούνται (11).

41.      Το ζήτημα της νομικής βάσεως της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων εξετάστηκε προσφάτως από τον γενικό εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Dobersberger. Ο γενικός εισαγγελέας σημείωσε ότι, «[σ]το πλαίσιο αυτό, θα ανέμενα η εναρμόνιση των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών, ακόμη και ως τμήμα ενός ευρύτερου μέτρου εναρμονίσεως, να βασίζεται στο άρθρο 91 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, η [οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων] βασίζεται μόνον στα άρθρα 53, παράγραφος 1 και 62 ΣΛΕΕ και όχι, επιπροσθέτως, στο άρθρο 91 ΣΛΕΕ». Ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «[…] ενώ δεν μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα γιατί το άρθρο 91 ΣΛΕΕ δεν συμπεριελήφθη ως νομική βάση για τη θέσπιση της [οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων], εντούτοις οι υπηρεσίες στον τομέα των μεταφορών γενικώς δεν θεωρείται ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της [οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων] […] Πράγματι, φαίνεται να αποτελεί παγιωμένη νομική αντίληψη ότι οι υπηρεσίες στον τομέα των μεταφορών, κατ’ αρχήν διέπονται από την οδηγία» (12).

42.      Στην απόφασή του, το Δικαστήριο δεν τοποθετήθηκε με σαφήνεια επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Επισήμανε απλώς ότι «η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών δεν διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, η οποία αφορά εν γένει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αλλά από την ειδική διάταξη του άρθρου 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ […]» (13).

43.      Σε αυτό το πλαίσιο, συνιστά εμπόδιο για την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας στις αποσπάσεις εργαζομένων που απασχολούνται στον τομέα των μεταφορών το γεγονός ότι η ειδική διάταξη που εφαρμόζεται στις μεταφορές δεν συμπεριελήφθη στις νομικές της βάσεις;

44.      Δεν το νομίζω.

45.      Πρώτον, από δομικής απόψεως, θεωρώ ότι το επιχείρημα ότι το πεδίο εφαρμογής μιας πράξεως του παραγώγου δικαίου της Ένωσης μπορεί να περιοριστεί ερμηνευτικά, με αναφορά στις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου στις οποίες στηρίχθηκε η εν λόγω πράξη πριν από πολλά έτη (η, μάλλον, με αναφορά στις διατάξεις στις οποίες θα έπρεπε να είχε στηριχθεί αλλά δεν στηρίχθηκε) παρά το γεγονός ότι το γράμμα της είναι σαφές, αποτελεί μια μάλλον ασυνήθιστη άποψη.

46.      Για να είμαι σαφής, η ορθή επιλογή νομικής βάσεως για τις πράξεις του παραγώγου δικαίου είναι, ασφαλώς, πρωταρχικής σημασίας. Αλλά η επιλογή αυτή (και η καταλληλότητά της) πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της ενδεχόμενης προσβολής του κύρους αυτού του μέτρου του παραγώγου δικαίου (14). Φρονώ ότι αυτή η λογική δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για τη δημιουργία πρόσθετων γενικών εξαιρέσεων, οι οποίες δεν περιέχονται ούτε, τουλάχιστον, υπονοούνται σε οποιοδήποτε σημείο του κειμένου ενός τέτοιου μέτρου του παραγώγου δικαίου. Τούτο ουδόλως συνιστά ζήτημα νομικής ερμηνείας. Αντιθέτως, αποτελεί τη συνταγή για την επέλευση νομικού χάους.

47.      Εξάλλου, η νομολογία του Δικαστηρίου έχει ήδη επιβεβαιώσει ότι η πρωταρχική νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση πράξεως του παραγώγου δικαίου δεν έχει, κατ’ ανάγκην, καθοριστική σημασία για την ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής των μέτρων του παραγώγου δικαίου. Τούτο ισχύει ιδίως σε περιπτώσεις όπου οι διατάξεις των Συνθηκών των οποίων γίνεται επίκληση αναφέρονται σε κάποιο διασυνοριακό στοιχείο, αλλά το μέτρο του παραγώγου δικαίου που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις αυτές δεν περιλαμβάνει, εκ πρώτης όψεως, τέτοιες απαιτήσεις. Αξιοσημείωτα παραδείγματα αυτής της κατηγορίας αποτελούν διάφορα μέτρα του παραγώγου δικαίου της Ένωσης τα οποία έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 114 ΣΛΕΕ (15). Προσφάτως, το ίδιο ζήτημα ανέκυψε όσον αφορά το σύνολο των διαδικαστικών οδηγιών που προέκυψαν από το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης και στηρίζονται στο άρθρο 82, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (16).

48.      Το γεγονός ότι αυτές οι πρωτογενούς δικαίου νομικές βάσεις μνημονεύουν, κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τα διασυνοριακά στοιχεία δεν θεωρήθηκε επαρκής λόγος για τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής των μέτρων του παραγώγου δικαίου που εκδόθηκαν επ’ αυτών των βάσεων, αλλά δεν αναφέρουν καμία τέτοια προϋπόθεση υπάρξεως διασυνοριακού συνδέσμου. Συναφώς, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τον «ερμηνευτικό περιορισμό» του πεδίου εφαρμογής αυτών των πράξεων, οι οποίες, αυτές καθαυτές, δεν προέβλεπαν τέτοιου είδους περιορισμό. Αδυνατώ να διακρίνω για ποιον λόγο θα πρέπει το Δικαστήριο να δεχθεί, στηριζόμενο σε μια ακόμη ασθενέστερη επιχειρηματολογία, την «ερμηνευτική δημιουργία μιας γενικής εξαιρέσεως» λόγω του γεγονότος ότι δεν μνημονεύεται κάποιο άρθρο των Συνθηκών.

49.      Κατά συνέπεια, έχοντας επίσης κατά νου το συμφέρον τηρήσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου για τους (συνήθεις) αποδέκτες της ενωσιακής νομοθεσίας, είναι επιβεβλημένο να υπενθυμιστεί ότι οποιαδήποτε (και κάθε) νομοθετική πράξη πρέπει να αναγιγνώσκεται και να ερμηνεύεται όπως ακριβώς έχει διατυπωθεί. Εφόσον οποιοδήποτε κράτος μέλος διαφωνεί με το πεδίο εφαρμογής της, όπως αυτό καθορίζεται σαφώς από το γράμμα της, έχει, ασφαλώς, το δικαίωμα να αμφισβητήσει το κύρος του οικείου μέτρου ως προνομιούχος προσφεύγων δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

50.      Δεύτερον, και όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, θα πρέπει να υπενθυμιστεί επικουρικώς ότι, προκειμένου να διαπιστώσει εάν μια πράξη του παραγώγου δικαίου στηρίζεται στην κατάλληλη νομική βάση για τους σκοπούς εκτιμήσεως του κύρους της, το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ, αφενός, του πρωταρχικού σκοπού και περιεχομένου της σχετικής νομοθετικής πράξεως (17) και, αφετέρου, άλλων στοιχείων τα οποία είναι δευτερεύοντα και ενδέχεται να θίγονται παρεμπιπτόντως.

51.      Από αυτή τη σκοπιά, είναι, κατά την άποψή μου, σαφές ότι ο πρωταρχικός σκοπός και το περιεχόμενο της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων δεν αποβλέπουν στη ρύθμιση των μεταφορικών υπηρεσιών. Σκοπός της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων είναι η αντιμετώπιση των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων που συνεπάγεται η απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο της παροχής (όλων και οποιουδήποτε είδους) υπηρεσιών. Κατ’ αρχήν, οι επιπτώσεις αυτές επηρεάζουν εξίσου όλους τους εργαζομένους, ανεξάρτητα από τη φύση των εκ μέρους τους παρεχόμενων υπηρεσιών (18). Έχουν οριζόντιο χαρακτήρα και ισχύουν για το σύνολο των υπηρεσιών.

52.      Κατά την άποψή μου, και χωρίς να επιθυμώ να εξετάσω το ζήτημα της επιλογής της ορθής νομικής βάσεως, η επίκληση της ειδικής νομικής βάσεως για τη ρύθμιση των υπηρεσιών στον τομέα των οδικών μεταφορών είναι απαραίτητη μόνον εάν, ανεξαρτήτως του είδους της νομικής πράξεως της Ένωσης, η νομική αυτή πράξη αποβλέπει ειδικώς στη ρύθμιση της παροχής υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών. Σαφώς όμως τούτο δεν ισχύει όσον αφορά την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων (19).

53.      Υπηρεσίες παρέχονται σε διαφόρους τομείς και κλάδους. Αρκετοί από αυτούς τους δυνητικά θιγόμενους τομείς περιέχονται σε άλλους τίτλους του Τρίτου Μέρους της ΣΛΕΕ. Εάν υιοθετηθεί η συλλογιστική που προτείνουν η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση στην πλήρη ανάπτυξη των συνεπειών της, μήπως θα μπορούσαν να υποστηριχθούν τα ίδια ή παρεμφερή επιχειρήματα όσον αφορά και άλλους τομείς οι οποίοι ρυθμίζονται ειδικώς σε άλλα σημεία του πρωτογενούς δικαίου; Μήπως, επίσης, σε μια τέτοια περίπτωση θα αποκλειόταν η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων σε υπηρεσίες που παρέχονται, για παράδειγμα, στους τομείς της δημόσιας υγείας, της ενέργειας, του τουρισμού ή του πολιτισμού, λόγω του ότι αυτοί οι συγκεκριμένοι τομείς και οι ειδικές νομικές τους βάσεις επίσης δεν μνημονεύονται στην οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων;

54.      Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι η απουσία αναφοράς της ειδικής νομικής βάσεως για τις μεταφορές από την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων, δεν συνεπάγεται την εξαίρεση της αποσπάσεως των εργαζομένων που απασχολούνται στον τομέα των οδικών μεταφορών από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Έχοντας διευθετήσει το συγκεκριμένο προκαταρκτικό ζήτημα, θα στραφώ πλέον στην εξέταση των επιχειρημάτων σχετικά με το γράμμα, το πλαίσιο και τον σκοπό της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, ιδίως από τη σκοπιά του περιεχομένου της αρκετά περίπλοκης νομοθετικής προϊστορίας της συγκεκριμένης νομικής πράξεως.

2.      Το γράμμα

55.      Από κανένα στοιχείο του γράμματος της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι οδικές μεταφορές εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της. Η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων είναι διατυπωμένη υπό γενικούς όρους.

56.      Τούτο ενισχύεται έτι περαιτέρω από τη ρητή εξαίρεση στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του ναυτιλομένου προσωπικού από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, όπως επισημαίνουν η Γερμανική, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (20). Το συγκεκριμένο παράδειγμα καταδεικνύει ότι, εάν από το πεδίο εφαρμογής μιας, κατά τα λοιπά, γενικά διατυπωμένης νομικής πράξεως, πρέπει να υπάρχει εξαίρεση, αυτή μπορεί και πρέπει να προβλέπεται ρητώς.

57.      Επομένως, οι οδικές μεταφορές, ή οποιουδήποτε άλλου είδους μεταφορές που δεν καταλαμβάνονται από τη ρητή εξαίρεση του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, απλώς δεν εξαιρούνται. Κατά την άποψή μου, η σχετική ανάλυση θα μπορούσε, πράγματι, να τελειώνει εδώ. Ωστόσο, ορισμένες περαιτέρω ενστάσεις που προβλήθηκαν σε σχέση με αυτό το συμπέρασμα στηρίζονται στη νομοθετική προϊστορία και τον σκοπό της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων.

3.      Το νομοθετικό πλαίσιο

1)      Η πρόθεση του ιστορικού νομοθέτη

58.      Η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων έλκει την καταγωγή της από την πρόταση της Επιτροπής του 1991 (στο εξής: πρόταση του 1991). Όπως υπενθύμισαν ορισμένοι εκ των μετεχόντων στην παρούσα διαδικασία, στην αιτιολογική της έκθεση αναφέρεται ότι «[ο] συνδυασμός και η αλληλεξάρτηση των άρθρων 1 και 2 καθιστούν άσκοπη την ενσωμάτωση πίνακα εξαιρέσεων, όπως οι εμπορικοί αντιπρόσωποι, τα μέλη του ταξιδεύοντος προσωπικού μιας επιχείρησης που ενεργεί διεθνείς μεταφορικές υπηρεσίες για επιβάτες ή αγαθά σιδηροδρομικώς, οδικώς, αεροπορικώς, ποταμοπλοϊκώς ή δια θαλάσσης και τους δημόσιους υπαλλήλους και το εξομοιούμενο προς αυτούς προσωπικό που απασχολείται από τις δημόσιες διοικήσεις» (21).

59.      Αυτή η συγκεκριμένη διατύπωση του κειμένου υποδήλωνε ότι οι διεθνείς οδικές μεταφορές επρόκειτο να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της (τότε μελλοντικής) οδηγίας. Ωστόσο, μια δήλωση του Συμβουλίου, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας, προσθέτει μία περαιτέρω διευκρίνιση, όπως σημειώνουν επί της ουσίας η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, καθόσον υπονοεί ότι οι διεθνείς μεταφορές δεν εξαιρούνται στο σύνολό τους από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων αλλά μόνο στην περίπτωση μη πληρώσεως των γενικών όρων εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας (22).

60.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή σε διάφορα πρόσθετα νομοθετικά έγγραφα τα οποία, κατά τα φαινόμενα, συνηγορούν υπέρ του αφηρημένου χαρακτήρα της συζητήσεως που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, όσον αφορά τη συμπερίληψη των μεταφορικών υπηρεσιών στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων (23).

61.      Συνεπώς, καθίσταται μάλλον σαφές ότι, στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας, διατυπώθηκαν διάφορες σκέψεις σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας που επρόκειτο να εκδοθεί. Κατά την άποψή μου, ο δικαστής μπορεί και πρέπει να λαμβάνει υπόψη του την πρόθεση του νομοθέτη. Ωστόσο, πρωταρχικό του καθήκον παραμένει η ερμηνεία του κανόνα δικαίου ο οποίος, αφ’ ης στιγμής θεσπιστεί, αυτονομείται. Συναφώς, δύο είναι τα στοιχεία που χρήζουν επισημάνσεως.

62.      Πρώτον, εάν ήταν η βούληση του νομοθέτη σαφής, εύλογα θα μπορούσε να υποτεθεί ότι θα είχε ασφαλώς συμπεριλάβει εξαίρεση για τις οδικές μεταφορές στο κείμενο της οδηγίας. Εναλλακτικώς, θα μπορούσε να υπάρχει, αν μη τι άλλο, μια ένδειξη αυτής της νομοθετικής προθέσεως οπουδήποτε στις αυθεντικές δηλώσεις του σκοπού του μέτρου, οι οποίες, στο δίκαιο της Ένωσης, είναι οι αιτιολογικές σκέψεις. Αντιθέτως, δεν υπάρχει απολύτως κανένα τέτοιο στοιχείο σε οποιοδήποτε από τα δύο, δηλαδή, ούτε στις διατάξεις ούτε στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Οι ελπίδες, οι σκέψεις ή οι ευχές δεν είναι νομικώς δεσμευτικές. Το κείμενο όμως που έχει εγκριθεί, είναι.

63.      Δεύτερον, η παρατήρηση αυτή ισχύει ακόμη περισσότερο στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης και των νομοθετικών της διαδικασιών. Οι νομοθετικές αυτές διαδικασίες προϋποθέτουν τη συμμετοχή πληθώρας θεσμικών οργάνων (συνήθως, του Συμβουλίου, του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής) και, με τη σειρά τους, τα όργανα αυτά αποτελούνται από αρκετούς επιπλέον παράγοντες, οι οποίοι ενδέχεται να έχουν διαφορετικές απόψεις όσον αφορά τους επιδιωκόμενους στόχους τους. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, σημείο αναφοράς μπορεί να αποτελεί μόνο το τελικό κείμενο και όχι οι επιθυμίες ή οι απόψεις ενός εκ των παραγόντων που διατυπώθηκαν κατά τη νομοθετική διαδικασία σχετικά με το τι θεωρούσε ότι έπραττε σε συγκεκριμένο στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας.

2)      Μεταγενέστερες νομοθετικές εξελίξεις

64.      Επικουρικώς, οι νομοθετικές εξελίξεις που έπονται της εκδόσεως της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων στηρίζονται, κατά τα φαινόμενα, στην παραδοχή ότι η εν λόγω οδηγία έχει όντως εφαρμογή στις οδικές μεταφορές.

65.      Συναφώς, ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία παραπέμπουν στον κανονισμό (ΕΚ) 1072/2009 (24), ο οποίος θεσπίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στις ενδομεταφορές και του οποίου η αιτιολογική σκέψη 17 αναφέρει ότι η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων εφαρμόζεται στις ενδομεταφορές (25). Μια παρόμοια δήλωση απαντά και στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού (ΕΚ) 1073/2009 (26).

66.      Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2014/67/ΕΕ μνημονεύει, μεταξύ των διοικητικών απαιτήσεων και των μέτρων ελέγχου που μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη προκειμένου να παρακολουθούν τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που συνδέονται με την απόσπαση εργαζομένων, «[την] υποχρέωση να τηρούνται ή να καθίστανται διαθέσιμα και/ή να φυλάσσονται, […] κατά τη διάρκεια της απόσπασης, σε ευπρόσιτο και σαφώς καθορισμένο τόπο στο έδαφός τους –όπως στον χώρο εργασίας ή στο εργοτάξιο ή, για τους κινούμενους εργαζομένους του τομέα των μεταφορών, στην επιχειρησιακή βάση ή στο όχημα με το οποίο παρέχεται η υπηρεσία– αντίγραφα, […] δελτία μισθοδοσίας, δελτία χρόνου παρουσίας […] [και] αποδεικτικά καταβολής των μισθών ή αντίγραφα ισοδύναμων εγγράφων» (27).

67.      Μεταξύ άλλων, η Γαλλική Κυβέρνηση παραπέμπει σε ένα έγγραφο της Επιτροπής στο οποίο σημειώνεται ότι «η θέση της Επιτροπής ήταν ανέκαθεν ότι η [οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων] έχει εφαρμογή στον τομέα των οδικών μεταφορών» (28). Υπενθυμίζω επίσης μια μελέτη επιπτώσεων που δημοσιεύθηκε από την Επιτροπή και σημειώνει ότι «στην περίπτωση διασυνοριακής παροχής οδικών μεταφορικών υπηρεσιών, εφαρμόζονται επίσης οι κανόνες της [οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων], καθώς και αυτοί της οδηγίας εφαρμογής 2014/67/ΕΚ» (29).

68.      Η έκδοση της οδηγίας 2018/957, η οποία τροποποίησε την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων, ήταν η επόμενη νομοθετική εξέλιξη στον τομέα αυτόν (30). Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, η τροποποιητική αυτή οδηγία δεν έχει εφαρμογή στον τομέα των οδικών μεταφορών μέχρι την έκδοση νομοθετικής πράξεως με αντικείμενο τη θέσπιση ειδικών κανόνων. Και πάλι, οι μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία υποστήριξαν διαφορετικές απόψεις όσον αφορά τις συνέπειες που έχει η ρήτρα αυτή επί του ζητήματος εάν στις οδικές μεταφορές εφαρμόζεται ή όχι η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων όπως ισχύει (31).

69.      Επιπλέον, στο πλαίσιο λήψεως συγκεκριμένων μέτρων για τη θέσπιση κανόνων για την απόσπαση εργαζομένων, η Επιτροπή δημοσίευσε μια πρόταση (στο εξής: πρόταση του 2017), της οποίας η αιτιολογική σκέψη 9 αναφέρει ότι «[δ]υσκολίες αντιμετωπίστηκαν επίσης στην εφαρμογή των κανόνων για την απόσπαση εργαζομένων που ορίζονται στην [οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων] […]». Η αιτιολόγηση της προτάσεως του 2017 αναφέρει περαιτέρω ότι μεταξύ των «βασικ[ών] κοινωνικ[ών] κανόν[ων] που ισχύουν στις οδικές μεταφορές» περιλαμβάνονται οι «διατάξεις σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων που θεσπίζονται στην οδηγία 96/71/ΕΚ». Επιπλέον, αναφέρει ότι «[α]υτές οι νομικές πράξεις αποτελούν μέρος ευρύτερης προσπάθειας για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των οδηγών, τη διασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των μεταφορέων και τη βελτίωση της ασφάλειας των ευρωπαϊκών οδών, καθώς και για την εξασφάλιση ισορροπίας ανάμεσα στην κοινωνική προστασία των οδηγών και την ελευθερία των μεταφορέων να παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες» (32). Η ίδια αυτή πρόταση υπογραμμίζει την ανάγκη αντιμετωπίσεως των δυσκολιών που απορρέουν από τις «διαφορές στην ερμηνεία και την εφαρμογή των οδηγιών 96/71/ΕΚ και 2014/67/ΕΕ στον τομέα των οδικών μεταφορών» δεδομένου ότι οι ισχύουσες «διατάξεις σχετικά με την απόσπαση και οι διοικητικές απαιτήσεις δεν ανταποκρίνονται στην υψηλού βαθμού κινητικότητα που χαρακτηρίζει την εργασία των οδηγών στις διεθνείς οδικές μεταφορές» (33).

70.      Επομένως, η εν λόγω πρόταση οδηγίας αποδέχεται κατ’ επανάληψη ότι οι υφιστάμενοι γενικοί κανόνες για την απόσπαση εργαζομένων δεν είναι κατάλληλοι για τον τομέα των οδικών μεταφορών και ότι η εφαρμογή τους προκαλεί ιδιαίτερες δυσκολίες, τις οποίες η πρόταση του 2017 επανειλημμένα αναφέρει και αναγνωρίζει ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν (34). Ωστόσο, η αναγνώριση της ακαταλληλότητας των υφιστάμενων κανόνων ουδόλως μπορεί να σημαίνει ότι οι κανόνες αυτοί δεν εφαρμόζονται σε συγκεκριμένο τομέα. Σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: ότι, στην πραγματικότητα, έχουν εφαρμογή, διότι άλλως δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως προβληματικοί.

4.      Ο σκοπός

71.      Όπως σημειώνει, κατ’ ουσίαν, η πρόταση του 1991, σκοπός της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων δεν είναι η εναρμόνιση των διατάξεων του εργατικού δικαίου (35). Εντούτοις, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, παρέχει όντως ορισμένες πληροφορίες σε σχέση με το συγκεκριμένο περιεχόμενο των εφαρμοστέων κανόνων δημοσίας τάξεως (36).

72.      Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η εναρμόνιση αποτελεί το μέσο διά του οποίου επιδιώκεται η επίτευξη ενός σκοπού, ο οποίος όπως σημειώνει ο γενικός εισαγγελέας M. Szpunar, παραπέμποντας στην αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, είναι ένας «τριπλός σκοπός, ο οποίος συνίσταται στην προώθηση της παροχής υπηρεσιών σε διεθνικό επίπεδο, στο πλαίσιο υγιούς ανταγωνισμού, και με εγγύηση του σεβασμού των δικαιωμάτων των εργαζομένων» (37). Όπως επίσης επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας M. Szpunar, ο συνδυασμός αυτών των σκοπών δεν έχει κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα ένα αρμονικό σύνολο. Ως εκ τούτου, ο γενικός εισαγγελέας φρονεί ότι «είναι πιο συνεπές να εκτιμηθεί η [οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων] ως μέτρο που επιδιώκει τον συμβιβασμό των αντιτιθέμενων σκοπών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων» (38).

73.      Δυσκολεύομαι επίσης να αντιληφθώ με ποιον ακριβώς τρόπο η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων προωθεί τη «διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών» (39). Αν μη τι άλλο, ο ίδιος ο σκοπός της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων έγκειται στον περιορισμό της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών, μέσω της ενισχύσεως των δικαιωμάτων των εργαζομένων και σε κλίμα υγιούς ανταγωνισμού, ιδιαίτερα σε σχέση με τις χώρες στις οποίες αποστέλλονται οι εργαζόμενοι.

74.      Ωστόσο, στο μέτρο που είναι κρίσιμο εν προκειμένω, αδυνατώ να διακρίνω με ποιον τρόπο οι δύο αυτοί δεδηλωμένοι στόχοι της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το εξαιρετικά απλό συμπέρασμα που συνάγεται από το γράμμα της εν λόγω οδηγίας όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο της προστασίας των στοιχειωδών «δικαιωμάτων των εργαζομένων» ή του «κλίματος υγιούς ανταγωνισμού» το οποίο δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στις οδικές μεταφορές και θα επέβαλε την εξαίρεση του συγκεκριμένου τομέα από το πεδίο εφαρμογής αυτής της, κατά τα λοιπά, οριζοντίως εφαρμοστέας οδηγίας.

5.      «Επιβάλλεται η εξαίρεση λόγω αδυναμίας εφαρμογής»

75.      Εν συντομία, κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, ούτε στη νομική βάση ούτε στη νομοθετική διαδικασία, το οποίο να κλονίζει το σαφές συμπέρασμα που συνάγεται από το γράμμα, το πλαίσιο, καθώς και τον σκοπό της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων: ουδεμία εξαίρεση υπάρχει όσον αφορά τις οδικές μεταφορές. Η οδηγία προορίζεται να έχει εφαρμογή σε όλες τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των οδικών μεταφορών.

76.      Αυτό είναι το σαφές κανονιστικό συμπέρασμα. Ωστόσο, υπάρχει, όπως προανέφερα (40), το επίμονο επιχείρημα σχετικά με τη δυνατότητα αποτελεσματικής εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων σε οδηγούς οι οποίοι απασχολούνται στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών. Επικαλούμενοι τις ιδιαιτερότητες του τομέα των οδικών μεταφορών, ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν ότι, λόγω της αυξημένης κινητικότητας που τον χαρακτηρίζει, ο τομέας αυτός απλώς δεν μπορεί να διέπεται από τους κανόνες της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων (41).

77.      Ομοίως, αρκετές πρακτικές δυσκολίες επισημάνθηκαν στην πρόταση του 2017 (42).

78.      Έχει επίσης σημειωθεί επανειλημμένως ότι η έννοια της αποσπάσεως «παραπέμπ[ει] στην περίπτωση του μη διακινούμενου εργαζομένου, ο οποίος ασκεί συνήθως τη δραστηριότητά του σε ένα κράτος μέλος, αποστέλλεται προσωρινά σε άλλο κράτος μέλος και επιστρέφει τελικά στο πρώτο κράτος μέλος» (43). Πράγματι, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα μέλη του πληρώματος ενός αεροσκάφους, οι οδηγοί φορτηγών οχημάτων είναι ασφαλώς «εξ ορισμού μετακινούμενο[ι]» και «η άσκηση δραστηριοτήτων σε περισσότερα κράτη μέλη αποτελεί σύνηθες μέρος των ρυθμίσεων εργασίας» (44). Ωστόσο, μολονότι η εκτίμηση του εάν συντρέχει απόσπαση εργαζομένου είναι πολύ πιο περίπλοκη σε σχέση με τους τομείς στους απασχολούνται μη διακινούμενοι εργαζόμενοι, εντούτοις, δεν είναι αδύνατη.

79.      Αναγνωρίζω πλήρως την (μάλλον αυταπόδεικτη) κινητικότητα που χαρακτηρίζει τον τομέα των μεταφορών και τις δυσκολίες που συνεπάγεται η εφαρμογή των υποχρεώσεων που επιβάλλει η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων. Ωστόσο, φρονώ ότι αυτοί οι πρακτικοί παράγοντες δεν επιτρέπουν να μεταβληθεί το αρκετά σαφές πεδίο εφαρμογής ενός νομοθετήματος της Ένωσης όπως έχει κανονιστικά διατυπωθεί.

80.      Ασφαλώς, οι κανόνες δικαίου και η νομοθεσία της Ένωσης, όπως εξάλλου κάθε νομοθεσία, πρέπει να είναι πρακτικοί και εφαρμόσιμοι. Στην περίπτωση ερμηνευτικής αμφιβολίας, όπου υπάρχουν διάφορες δυνατότητες ερμηνείας, η βέλτιστη επιλογή είναι, ασφαλώς, αυτή που πιθανολογείται ότι θα λειτουργήσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο από πρακτικής απόψεως. Κατά την άποψή μου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες η νομοθεσία είναι, ή μάλλον, έχει πλέον καταστεί όλως ανεφάρμοστη και μη πρακτική, θα πρέπει να καταργείται (45). Ωστόσο, η άποψη ότι μια διάταξη θα πρέπει να εξαιρεθεί μέσω της δικαστικής της ερμηνείας, παρά τη σαφήνεια του γράμματός της, με βάση το γεγονός ότι η πρακτική εφαρμογή της είναι προβληματική, αποτελεί, όντως, μια καινοτόμα προσέγγιση στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και θα είχε, αναμφίβολα, σημαντικές συνέπειες σε πολλούς άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης.

6.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

81.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το πρώτο ενδιάμεσο συμπέρασμά μου είναι ότι η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται σε εργαζομένους οι οποίοι απασχολούνται ως οδηγοί στον τομέα των οδικών μεταφορών και αποσπώνται, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος στο οποίο εργάζονται συνήθως.

3.      Δεύτερο προδικαστικό ερώτημα: Κρίσιμες περιστάσεις για γίνει δεκτό ότι υπάρχει «απόσπαση» στις οδικές μεταφορές

82.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα περιλαμβάνει τρία επιμέρους ερωτήματα. Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να αποσαφηνιστούν τα κριτήρια που θα πρέπει να εφαρμοσθούν προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οδηγός ο οποίος απασχολείται στον τομέα των οδικών μεταφορών πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει αποσπαστεί (υπό 1). Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης εάν, ουσιαστικά, το γεγονός ότι η επιχείρηση που αποσπά τον εργαζόμενο είναι συνδεδεμένη με την επιχείρηση στην οποία αυτός αποσπάται έχει οποιαδήποτε σημασία στο πλαίσιο αυτής της εκτιμήσεως (υπό 2). Τέλος, το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης εάν, στην περίπτωση των ενδομεταφορών (καμποτάζ), ο εργαζόμενος θεωρείται, για αυτό τουλάχιστον το σκέλος της εργασίας του, αποσπασμένος και, εφόσον αυτό ισχύει, κατά πόσον τυγχάνουν εφαρμογής ορισμένοι κανόνες de minimis (όπως η ελάχιστη διάρκεια της ενδομεταφοράς) (υπό 3).

1.      Τα κριτήρια για γίνει δεκτό ότι υπάρχει απόσπαση

83.      Το πρώτο υποερώτημα αφορά τα κριτήρια για να διαπιστωθεί εάν ένας οδηγός πρέπει να θεωρείται αποσπασμένος «στο έδαφος κράτους μέλους», όπως αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, και εάν ο εργαζόμενος αυτός «για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτελεί την εργασία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως» όπως ορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων.

84.      Οι δύο διατάξεις τις οποίες επικαλείται το αιτούν δικαστήριο εν μέρει αλληλεπικαλύπτονται. Στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων παρατίθεται ο ορισμός της έννοιας «αποσπασμένος εργαζόμενος». Ειδικότερα, ως αποσπασμένος νοείται «ο εργαζόμενος ο οποίος, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτελεί την εργασία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως». Η φράση «στο έδαφος κράτους μέλους» εμφανίζεται και σε ορισμένες άλλες διατάξεις της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Γενικώς, παραπέμπει στην ίδια έννοια με αυτή του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Ωστόσο, το άρθρο 2, παράγραφος 1, παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με την εδαφική και τη χρονική διάσταση της έννοιας της αποσπάσεως («στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως» και «για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα»).

85.      Ως εκ τούτου, θα εστιάσω το ενδιαφέρον μου στον ορισμό που παρατίθεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Άπαξ και επιβεβαιωθεί η συνδρομή των κριτηρίων που απαιτούνται για να διαπιστωθεί η ύπαρξη καταστάσεως όπως αυτές που περιγράφονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, τα κριτήρια αυτά μπορούν επίσης να παράσχουν μια απάντηση στο ερώτημα εάν ο εργαζόμενος θεωρείται αποσπασμένος «στο έδαφος κράτους μέλους» σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων.

86.      Στην απόφασή του επί της υποθέσεως Dobersberger, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι «[…] ο εργαζόμενος δεν μπορεί, υπό το πρίσμα της [οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων], να θεωρηθεί αποσπασμένος στο έδαφος κράτους μέλους αν η εκτέλεση της εργασίας του δεν συνδέεται αρκούντως με το έδαφος αυτό. Η ερμηνεία αυτή απορρέει από την οικονομία της [οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων] και ιδίως από το άρθρο 3, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 15, η οποία, σε ορισμένες περιορισμένες περιπτώσεις εργασιών στο έδαφος στο οποίο αποστέλλονται οι εργαζόμενοι, προβλέπει ότι δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας αυτής όσον αφορά τα ελάχιστα όρια μισθού και την ελάχιστη διάρκεια της ετήσιας άδειας μετ᾽ αποδοχών» (46).

87.      Όσον αφορά το συγκεκριμένο είδος δραστηριότητας που ήταν επίμαχη στην υπόθεση Dobersberger, ήτοι η παροχή υπηρεσιών εστίασης και καθαρισμού σε διεθνείς αμαξοστοιχίες, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εργαζόμενοι που παρείχαν τις υπηρεσίες αυτές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν, λόγω της απουσίας «επαρκούς συνδέσεως», ως αποσπασμένοι κατά την έννοια της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, κατά τη διέλευσή τους από κράτος μέλος καθόσον «εκτελούν σημαντικό μέρος της εργασίας τους, δηλαδή το σύνολο των δραστηριοτήτων που αφορούν την εργασία αυτή, με εξαίρεση τη δραστηριότητα εξυπηρέτησης επιβατών ενόσω η αμαξοστοιχία βρίσκεται σε κίνηση, στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση που τους έχει διαθέσει για την παροχή υπηρεσιών μέσα σε διεθνείς αμαξοστοιχίες και […] αρχίζουν ή ολοκληρώνουν την υπηρεσία τους στο εν λόγω κράτος μέλος» (47).

88.      Με ποιόν τρόπο λοιπόν θα πρέπει να αξιολογηθεί η ύπαρξη αυτής της «επαρκούς συνδέσεως» όσον αφορά τους οδηγούς που απασχολούνται στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών; Οι μετέχοντες στη διαδικασία που υποστηρίζουν ότι οι οδικές μεταφορές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων προτείνουν διάφορα κριτήρια τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη συναφώς.

89.      Η Γερμανική Κυβέρνηση τάσσεται υπέρ της υιοθέτησης μιας προσεγγίσεως σύμφωνης με τα κριτήρια που εφαρμόζονται στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη I, σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβάσεις εργασίας, προειδοποιώντας όμως ταυτοχρόνως ότι τα κριτήρια αυτά δεν θα πρέπει να μεταφερθούν απλώς στο πλαίσιο ενός διαφορετικού νομοθετήματος όπως είναι η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων. Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη I ορίζει ότι «στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά» (48).

90.      Όσον αφορά την ανάγκη συνεπούς ερμηνείας της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων και του κανονισμού Ρώμη Ι (49), αμφότερα τα εν λόγω νομοθετήματα αποβλέπουν πράγματι στον καθορισμό (ορισμένων στοιχείων) του δικαίου που εφαρμόζεται σε διαφορετικές πτυχές της σχέσεως εργασίας. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι αφορά τον καθορισμό του δικαίου που διέπει το σύνολο της σχέσεως εργασίας σε περίπτωση απουσίας επιλογής εφαρμοστέου δικαίου στη σχέση εργασίας. Αντιθέτως, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων αφορά το καθεστώς αποσπάσεως, ήτοι τα (συγκεκριμένα) δημοσίας τάξεως πρότυπα της εργατικής νομοθεσίας τα οποία, στα ζητήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως ζʹ, πρέπει να είναι εγγυημένα στους αποσπασμένους εργαζομένους.

91.      Συνεπώς, τα δύο αυτά νομοθετήματα επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Επίσης, ο καθορισμός του «εφαρμοστέου δικαίου» συνεπάγεται την επέλευση διαφορετικών συνεπειών. Το σημαντικότερο δε είναι ότι η απόσπαση δεν επηρεάζει το εφαρμοστέο στη σχέση εργασίας δίκαιο, όπως ρητώς ορίζεται στον κανονισμό Ρώμη Ι (και, προγενέστερα, στη Σύμβαση της Ρώμης) (50) στην οποία παραπέμπει η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων (51). Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η απόσπαση ενός εργαζομένου συνεπάγεται τη δυνατότητα εφαρμογής των απαριθμούμενων δημοσίας τάξεως κανόνων της εργατικής νομοθεσίας του κράτους υποδοχής δεν αναιρεί το γεγονός ότι η σχέση εργασίας του διέπεται από το δίκαιο που καθορίζεται ως εφαρμοστέο με βάση τους κανόνες του κανονισμού Ρώμη Ι.

92.      Πάντως, οι διαφορές αυτές όντως δεν αποτρέπουν από το να ληφθούν υπόψη κατ’ αναλογίαν, σε ένα γενικότερο, πιο αφηρημένο επίπεδο, ορισμένα παρεμφερή κριτήρια. Σε τελική ανάλυση, αμφότερα τα ως άνω νομοθετήματα αποβλέπουν στην αποσαφήνιση συγκεκριμένων πραγματικών δεσμών μεταξύ του εργαζομένου και του εκάστοτε κράτους μέλους. Αυτοί οι πραγματικοί δεσμοί προσομοιάζουν, καθόσον αποσκοπούν στην εξακρίβωση ουσιαστικής φυσικής παρουσίας ενός προσώπου σε συγκεκριμένη επικράτεια (52).

93.      Η αντίστοιχη με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι διάταξη της Συμβάσεως της Ρώμης ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Koelzsch (53). Η υπόθεση εκείνη αφορούσε οδηγό που διέμενε στη Γερμανία και εργαζόταν στον τομέα των διεθνών μεταφορών, ο οποίος αμφισβήτησε τη δυνατότητα εφαρμογής του λουξεμβουργιανού δικαίου (το οποίο είχε καθοριστεί ως εφαρμοστέο από τα μέρη) στην απόλυσή του από τον λουξεμβουργιανό εργοδότη του, ήτοι τη θυγατρική μιας δανικής εταιρίας. Υποστήριξε ότι η περίπτωσή του υπάγεται στους κανόνες αναγκαστικού δικαίου της γερμανικής νομοθεσίας, δεδομένου ότι η Γερμανία αποτελούσε τον κύριο προορισμό των φορτίων που μετέφερε από τη Δανία, με φορτηγά οχήματα τα οποία στάθμευαν στη Γερμανία και είχαν ταξινομηθεί στο Λουξεμβούργο.

94.      Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι προκειμένου να καθοριστεί η «χώρα όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του» πρέπει να ληφθεί υπόψη «το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα του εργαζομένου» και ιδίως «σε ποιο κράτος βρίσκεται ο τόπος με βάση τον οποίο ο εργαζόμενος ασκεί τις σχετικές με τη μεταφορά δραστηριότητές του, λαμβάνει οδηγίες για τις δραστηριότητές του αυτές και οργανώνει την εργασία του, καθώς και ο τόπος στον οποίο βρίσκονται τα εργαλεία εργασίας του […] οι τόποι στους οποίους πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο η μεταφορά, οι τόποι εκφορτώσεως του εμπορεύματος, καθώς και ο τόπος όπου ο εργαζόμενος επιστρέφει μετά την εργασία του» (54).

95.      Ομοίως, στο πλαίσιο καθορισμού του «τόπου όπου ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του» κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001, το Δικαστήριο σημείωσε ότι όταν η σύμβαση εργασίας «εκτελείται στο έδαφος περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών και ελλείψει πραγματικού κέντρου επαγγελματικών δραστηριοτήτων του εργαζομένου από το οποίο αυτός εκπληρώνει κυρίως τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του» η ως άνω φράση πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι «αφορά τον τόπο στον οποίο ή από τον οποίο ο εργαζόμενος εκπληρώνει στην πράξη κατά το ουσιώδες μέρος τους τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του» (55).

96.      Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των αντικρουόμενων σκοπών που επιδιώκει η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων (56), τα εφαρμοστέα κριτήρια πρέπει να αντικατοπτρίζουν την ανάγκη παροχής στους αποσπασμένους εργαζομένους της οφειλόμενης προστασίας με γνώμονα την παρουσία τους στο κράτος μέλος υποδοχής. Ωστόσο, τα κριτήρια αυτά δεν πρέπει να επεκτείνουν την εφαρμογή του κανόνα της αποσπάσεως σε οποιοδήποτε είδος παρουσίας στο εκάστοτε κράτος μέλος, καθόσον τούτο θα επιβάρυνε αδικαιολόγητα τις επιχειρήσεις που αποσπούν εργαζομένους τους.

97.      Ενόψει αυτού του μωσαϊκού πιθανών συνδετικών στοιχείων, ο κατάλογος των οποίων ενδέχεται να είναι ιδιαιτέρως ποικιλόμορφος στον τομέα των οδικών μεταφορών, είναι επιβεβλημένη η περιπτωσιολογική ανάλυση και η εξέταση της αμοιβαίας μεταξύ τους αλληλεπιδράσεως. Σε παρεμφερείς «συνθήκες κινητικότητας», ο γενικός εισαγγελέας H. Saugmandsgaard Øe, και το Δικαστήριο αναφέρθηκαν σε «διάφορα στοιχεία» (57) ή σε « μια μέθοδο η οποία να στηρίζεται σε ενδείξεις» που «καθιστά δυνατή όχι μόνον την καλύτερη αποτύπωση της πραγματικότητας των εννόμων σχέσεων […] αλλά επίσης την αποτροπή του [αντίστοιχου ενδεχομένου] να εργαλειοποιείται ή να συμβάλλει στην εφαρμογή μεθοδεύσεων καταστρατηγήσεως» (58).

98.      Ασφαλώς, είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν ξεκάθαρες περιπτώσεις σε αμφότερα τα άκρα του πιθανού φάσματος.

99.      Αφενός, συμφωνώ με αυτούς που υποστηρίζουν ότι η απλή μετάβαση σε ένα κράτος μέλος ή η απλή διασυνοριακή μεταφορά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «απόσπαση» κατά την έννοια της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Η κατάσταση αυτή δεν επιτρέπει τη δημιουργία οποιουδήποτε ουσιώδους πραγματικού δεσμού μεταξύ του οδηγού και του κράτους μέλους από το οποίο διέρχεται. Παρόμοια είναι τα πράγματα και στην περίπτωση των αποκαλούμενων «διμερών μεταφορών» στις οποίες, κατ’ αρχήν, ο οδηγός διασχίζει τα σύνορα προκειμένου να παραδώσει το φορτίο στο εξωτερικό και επιστρέφει.

100. Αφετέρου, υπάρχει και η υποθετική περίπτωση στην οποία ο εργοδότης θέτει στη διάθεση τρίτου εγκατεστημένου σε διαφορετικό κράτος μέλος για τον οποίο προορίζονται οι υπηρεσίες, οδηγό που απασχολεί ο οποίος, εν συνεχεία, εκτελεί, προσωρινά, εθνικές ή διεθνείς μεταφορές για λογαριασμό του τρίτου. Για τον σκοπό αυτό, ο εργαζόμενος θα μετακινηθεί στον τόπο όπου δραστηριοποιείται ο τρίτος για τον οποίο προορίζονται οι υπηρεσίες, θα λαμβάνει οδηγίες και θα φορτώνει τα φορτηγά εκεί και θα εκτελεί τις μεταφορές από και προς τον τόπο εκείνο. Αυτή η κατάσταση ισοδυναμεί, κατ’ εμέ, με απόσπαση υπό την έννοια της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Για πρακτικούς λόγους, ο επίμαχος οδηγός μετακινείται σε άλλο κράτος μέλος, υπάγεται στην τοπική επιχειρησιακή βάση από την οποία εκτελεί το σύνολο των μεταφορών και επιστρέφει στον τόπο αυτό μετά την ολοκλήρωση των μεταφορικών δραστηριοτήτων για τον χρόνο που διαρκεί η απόσπαση.

101. Μεταξύ αυτών των δύο υποθετικών περιπτώσεων, ενδέχεται να υπάρχουν αρκετές άλλες λιγότερο ξεκάθαρες καταστάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν πληθώρα μεταβλητών. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να υπάρξει μια διεθνής μεταφορά σε διάφορους προορισμούς, η οποία συνεπάγεται τη φόρτωση και εκφόρτωση σε διαφορετικές τοποθεσίες, με τον οδηγό να λαμβάνει τις οδηγίες του προοδευτικά κατά τη διάρκεια της μεταφορικής εργασίας του σε διάφορες τοποθεσίες της Ένωσης.

102. Σε αυτή την υποθετική περίπτωση, η εξέταση που πρέπει να διενεργηθεί θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι προσαρμοσμένη στην συγκεκριμένη περίπτωση και να λαμβάνει υπόψη της τις εκάστοτε περιστάσεις. Με βάση συγκεκριμένες περιστάσεις, ορισμένες ενδείξεις μπορεί να είναι κρίσιμες ενώ σε άλλες πραγματικές καταστάσεις, οι οποίες σταθμίζονται έναντι διαφορετικών ενδείξεων, ενδέχεται να μην είναι.

103. Ωστόσο, σε ένα αρκετά αφηρημένο επίπεδο (59), αυτό που, κατά πάσα πιθανότητα, έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ο τόπος στον οποίο εδρεύει η επιχείρηση ή είναι εγκατεστημένο το πρόσωπο προς το οποίο προορίζονται οι παρεχόμενες από τον εργαζόμενο υπηρεσίες. Πιο συγκεκριμένα, κατά πόσον ο τόπος αυτός είναι επίσης ο τόπος στον οποίο οργανώνονται οι μεταφορές και ανατίθενται στους οδηγούς τα δρομολόγιά τους αλλά και αυτός στον οποίο επιστρέφουν αυτοί μετά την ολοκλήρωση των δρομολογίων.

104. Τα στοιχεία αυτά, των οποίων η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική, πρέπει να εξετάζονται λαμβανομένης υπόψη της αμοιβαίας αλληλεπιδράσεώς τους. Επομένως, για παράδειγμα, ο τόπος στον οποίο λαμβάνονται πράγματι οι οδηγίες έχει μικρότερη σημασία εάν οι οδηγίες αυτές λαμβάνονται κατά τρόπο ευέλικτο με τη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας και, κατά κυριολεξία, «καθ’ οδόν». Εντούτοις, εάν οι οδηγίες αυτές λαμβάνονται, για παράδειγμα, στον τόπο από τον οποίο ξεκινά και ολοκληρώνεται η μεταφορική εργασία, με τον τόπο αυτόν να αποτελεί και τον τόπο στον οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εκτελούνται οι εν λόγω υπηρεσίες, τότε, ο τόπος αυτός είναι κρίσιμος. Στο ίδιο πνεύμα, όταν εξετάζεται μεμονωμένα, δεν είναι κρίσιμο το ζήτημα ποιος είναι αυτός που μεταφέρει άμεσα τις οδηγίες στον αντίστοιχο οδηγό ή το από πού προέρχονται αυτές, καθόσον οι δύο αυτοί τόποι ενδέχεται να είναι διαφορετικοί από τον τόπο όπου πράγματι είναι εγκατεστημένος ο οδηγός, εκτελεί το ουσιώδες μέρος της εργασίας του ή εξασφαλίζει τα έξοδα διαβιώσεώς του.

105. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων, εργαζόμενος ο οποίος, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτελεί την εργασία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, έχει την έννοια ότι ο εν λόγω εργαζόμενος πρέπει να συνδέεται επαρκώς με το έδαφος αυτό. Το ζήτημα εάν υπάρχει όντως τέτοιος σύνδεσμος πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με όλες τις κρίσιμες ενδείξεις, οι οποίες εξετάζονται από κοινού, όπως είναι ο τόπος στον οποίο εδρεύει το πρόσωπο προς το οποίο προορίζονται οι επίμαχες υπηρεσίες, ο τόπος στον οποίον οργανώνονται οι μεταφορές και ανατίθενται στους οδηγούς τα δρομολόγιά τους και ο τόπος στον οποίο αυτοί επιστρέφουν μετά την ολοκλήρωση των δρομολογίων.

2.      Η σημασία των ενδοομιλικών δεσμών

106. Ασκεί η σύνδεση μεταξύ των ενδιαφερομένων εταιριών επιρροή στην εκτίμηση του ζητήματος εάν συντρέχει απόσπαση εργαζομένων; Η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων προβλέπει τη σημασία που έχουν αυτοί οι δεσμοί στην υποθετική περίπτωση ενδοομιλικών αποσπάσεων, όπως περιγράφεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων.

107. Η παρούσα υπόθεση, ωστόσο, δεν έχει ως αντικείμενό της τις διαφορετικές ρυθμίσεις στις οποίες υπόκειται η απόσπαση ανάλογα με το εάν η συγκεκριμένη περίπτωση υπάγεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ ή στοιχείο βʹ, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Για την ακρίβεια, το ερώτημα που τίθεται από το αιτούν δικαστήριο είναι πολύ πιο ευρύ και αφορά το ζήτημα σε ποιον βαθμό οι ενδοομιλικοί δεσμοί είναι κρίσιμοι για αυτή καθαυτή την έννοια της αποσπάσεως εργαζομένων σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη ενδοομιλικών δεσμών κατά την εξέταση του πρότερου ζητήματος εάν υπάρχει πράγματι απόσπαση;

108. Η FNV και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, ουσιαστικά, ότι η ύπαρξη αυτών των δεσμών συγκαταλέγεται μεταξύ των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του εάν υπάρχει απόσπαση.

109. Δεν συμφωνώ με μια τόσο γενική θεώρηση. Όπως διευκρινίστηκε στο αμέσως προηγούμενο τμήμα των παρουσών προτάσεων, υπό το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο δεν παρέχει κατευθύνσεις ως προς τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμοσθούν, η σχετική εξέταση πρέπει να είναι ιδιαιτέρως περιπτωσιολογική. Στο πλαίσιο αυτής της εκτιμήσεως, το γεγονός ότι ο εργαζόμενος έχει αποσταλεί σε επιχείρηση συνδεδεμένη με την εταιρία από την οποία αποσπάστηκε δεν έχει, αφ’ εαυτού, καθοριστική σημασία. Οι εργαζόμενοι μπορούν, ασφαλώς, να αποστέλλονται κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε επιχειρήσεις οι οποίες δεν συνδέονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την επιχείρηση από την οποία έχουν αποσπαστεί.

110. Από την άλλη μεριά, δεν είναι επίσης δυνατόν να υποστηριχθεί υπό απόλυτους όρους ότι αυτή η σύνδεση στερείται, πάντοτε, σημασίας. Ασφαλώς, σε πρακτικό επίπεδο, οι ενδοομιλικοί δεσμοί καθιστούν ευχερέστερο στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να συμφωνήσουν μια κοινή στρατηγική για την αποφυγή της εφαρμογής των κανόνων για την απόσπαση σε σύγκριση με δύο μη συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Θα μπορούσε όμως αυτό το συμπέρασμα να εκταθεί μέχρι του σημείου της δημιουργίας μιας, κατ’ ουσίαν, «υπόνοιας αποφυγής», η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ορισμένες υπηρεσίες παρέχονται εντός ή μεταξύ εταιριών οι οποίες είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συνδεδεμένες μεταξύ τους; Τούτο, ασφαλώς, δεν μπορεί να ισχύει.

111. Πέραν αυτού, εκτός από τη γενική δήλωση ότι και οι τρεις εναγόμενες εταιρίες ανήκουν στον ίδιο μέτοχο, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει καμία επιπλέον ένδειξη σχετικά με τον λόγο για τον οποίο η σύνδεση μεταξύ των αντίστοιχων εταιριών θα πρέπει να έχει σημασία στην κρίση σχετικά με το εάν υπήρξε όντως απόσπαση εργαζομένων.

112. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το συγκεκριμένο ζήτημα θα πρέπει πράγματι να παραμείνει ανοικτό: η σύνδεση μεταξύ επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε μια δεδομένη απόσπαση, σε συνδυασμό με το σύνολο των λοιπών ενδείξεων, μπορεί, δυνητικώς, να λαμβάνεται υπόψη κατά τη συνολική εκτίμηση του ζητήματος εάν συντρέχει όντως απόσπαση. Ωστόσο, αφ’ εαυτής δεν είναι αποφασιστικής σημασίας.

3.      Ενδομεταφορές και κανόνας de  minimis

113. Υπό το πρίσμα των αμφιβολιών που προεκτέθηκαν σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων στις οδικές μεταφορές, το αιτούν δικαστήριο, με το επόμενο υποερώτημά του, ζητεί να διευκρινιστεί εάν οι ενδομεταφορές (καμποτάζ) συνιστούν περίπτωση στην οποία ο εργαζόμενος μπορεί να θεωρηθεί αποσπασμένος. Εάν αυτό ισχύει, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί κατά πόσον σε αυτές τις αποσπάσεις ισχύουν ορισμένοι κανόνες de minimis.

114. Πρώτον, η έννοια των ενδομεταφορών αναφέρεται γενικώς στην περίπτωση όπου η μεταφορά πραγματοποιείται μεταξύ δύο διαφορετικών τοποθεσιών εντός του ίδιου κράτους μέλους από επιχείρηση εδρεύουσα σε διαφορετικό κράτος μέλος. Το άρθρο 2, παράγραφος 6, του κανονισμού 1072/2009 ορίζει τις ενδομεταφορές ως τις «εθνικές μεταφορές για λογαριασμό τρίτου που εκτελούνται σε προσωρινή βάση σε κράτος μέλος υποδοχής […]» (60).

115. Οι «όροι υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό» (61) εξειδικεύονται περαιτέρω στο άρθρο 8 του κανονισμού 1072/2009 (62). Κατ’ αρχήν, οι κανόνες αυτοί επιτρέπουν να πραγματοποιούνται μέχρι και τρεις ενδομεταφορές στο κράτος μέλος υποδοχής αφού εκτελεστεί η διεθνής μεταφορά σε αυτό το κράτος, εντός επτά ημερών από την ημέρα ολοκληρώσεως της διεθνούς μεταφοράς.

116. Υπενθυμίζω ότι η αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 1072/2009 αναφέρει ότι οι διατάξεις της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων έχουν εφαρμογή σε επιχειρήσεις μεταφορών που εκτελούν υπηρεσίες ενδομεταφορών.

117. Δεύτερον, όσον αφορά τους κανόνες de minimis, η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων σημειώνει ότι «[…] ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες θα πρέπει να τηρεί ένα βασικό πυρήνα προστατευτικών κανόνων, σαφώς καθορισμένων, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της απόσπασης του εργαζομένου».

118. Ωστόσο, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν –κατόπιν διαβουλεύσεως με τους κοινωνικούς εταίρους– ότι τα ελάχιστα όρια μισθού του κράτους υποδοχής δεν χρειάζεται να εφαρμόζονται εάν η διάρκεια της απόσπασης δεν είναι μεγαλύτερη από έναν μήνα. Στην υπό κρίση υπόθεση, ουδεμία πληροφορία προσκομίσθηκε ως προς τη χρήση αυτής της δυνατότητας στις Κάτω Χώρες και, ως εκ τούτου, υποθέτω ότι η εξαίρεση αυτή δεν έχει εφαρμοσθεί από το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

119. Πέραν αυτής της εξαιρέσεως, όπως υπογραμμίζουν η Επιτροπή και η Γερμανική Κυβέρνηση, η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων δεν εξαρτά την απόσπαση από οποιονδήποτε άλλον κανόνα de minimis, όπως η ελάχιστη διάρκεια ή ο χρόνος της εκτελούμενης μεταφοράς.

120. Τρίτον, από τον συνδυασμό των δύο προηγούμενων σημείων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι για την ύπαρξη αποσπάσεως στο ειδικό πλαίσιο των ενδομεταφορών, δεν απαιτείται η πρόβλεψη κάποιας ελάχιστης χρονικής διάρκειας.

121. Υπό το πρίσμα αυτών των στοιχείων, το επόμενο ενδιάμεσο συμπέρασμά μου είναι ότι η εφαρμογή της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων στις ενδομεταφορές δεν εξαρτάται από την ύπαρξη οποιωνδήποτε στοιχειωδών κανόνων σχετικά με τη διάρκεια της ενδομεταφοράς στο κράτος μέλος υποδοχής.

4.      Τρίτο προδικαστικό ερώτημα: Συλλογικές συμβάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής

122. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να αποσαφηνιστεί η έννοια «συλλογικές συμβάσεις […] οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής», όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και στο άρθρο 3, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων (υπό 1). Ερωτά επίσης εάν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αποκλείει την περίπτωση κατά την οποία επιχείρηση, η οποία αποσπά εργαζομένους της σε άλλο κράτος μέλος, υποχρεούται συμβατικώς να συμμορφωθεί προς συλλογική σύμβαση η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής (υπό 2).

1.      Η έννοια των «συλλογικών συμβάσεων οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής»

123. Αποτελεί η έννοια «συλλογικές συμβάσεις […] οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής», που αναφέρεται στην οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων, αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης; Ή μήπως αυτή η εκτίμηση, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, επαφίεται στο εθνικό δίκαιο;

124. Από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων συνάγεται ότι οι κανόνες του εργατικού δικαίου που πρέπει να τηρούνται ως προς τους αποσπασμένους εργαζομένους δεν ορίζονται μόνο από τη νομοθεσία των κρατών μελών αλλά και σε «συλλογικές συμβάσεις […] οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής […] εφόσον αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα». Το παράρτημα αφορά, εν συντομία, τον κατασκευαστικό τομέα. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 10, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν τους όρους εργασίας και απασχολήσεως που καθορίζονται σε τέτοιες συλλογικές συμβάσεις και σε δραστηριότητες πέραν αυτών που σχετίζονται με τον κατασκευαστικό τομέα.

125. Από τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος, καθώς και από τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, αυτό που αντιλαμβάνομαι είναι ότι το αιτούν δικαστήριο εστιάζει το ενδιαφέρον του στο τμήμα του ορισμού που αφορά την αναγόρευση σε κανόνα γενικής εφαρμογής, και όχι στα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 3, παράγραφος 8, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, τα οποία αφορούν την τήρηση της συλλογικής συμβάσεως «απ’ όλες τις επιχειρήσεις τις ανήκουσες στο δεδομένο κλάδο ή επάγγελμα και υπάγονται στο γεωγραφικό χώρο εφαρμογής τ[ης]». Κατά συνέπεια, η ανάλυσή μου θα επικεντρωθεί στο ζήτημα της «αναγορεύσεως σε κανόνα γενικής εφαρμογής». Αυτή, επίσης, είναι και η προσέγγιση που ακολούθησε το σύνολο των μετεχόντων στην παρούσα διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

126. Οι μετέχοντες στη διαδικασία διατύπωσαν διάφορες απόψεις σχετικά με το εάν η φράση «συλλογικές συμβάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής» αποτελεί αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης ή πρέπει να καθορίζεται μέσω παραπομπής στην εθνική νομοθεσία ή εάν πρόκειται για έναν συνδυασμό των δύο. Διατύπωσαν επίσης διαφορετικές απόψεις όσον αφορά τις συνέπειες της αποφάσεως Rüffert (63). Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη συλλογική σύμβαση δεν είχε αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι «[ε]πιπλέον, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας […] δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η σύμβαση αυτή μπορεί παρά ταύτα να χαρακτηρισθεί ως γενικής εφαρμογής υπό την έννοια […] της [οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων]».

127. Αφενός, κατά την άποψη της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών και της FNV, σε περίπτωση απουσίας παραπομπής στην εθνική νομοθεσία, η έννοια της συλλογικής «συμβάσεως που έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής» αποτελεί, κατ’ αρχήν, αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης. Η Ολλανδική Κυβέρνηση προσθέτει ωστόσο, ότι συλλογικές συμβάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ενδέχεται, εντούτοις, να μην πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 8, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Αντιθέτως, συλλογικές συμβάσεις οι οποίες δεν έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής επ’ ουδενί δύνανται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 8, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων.

128. Αφετέρου, σύμφωνα με τη Γερμανική και την Πολωνική Κυβέρνηση, η αναγόρευση σε κανόνα γενικής εφαρμογής δεν μπορεί να διαπιστωθεί άνευ ρητής παραπομπής στην εθνική νομοθεσία. Προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 8, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, η σχετική συλλογική σύμβαση θα πρέπει να έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και να συμμορφώνεται προς το άρθρο 3, παράγραφος 8, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Κατά συνέπεια, η αναγόρευση σε κανόνα γενικής εφαρμογής προϋποθέτει την έκδοση πράξεως του εσωτερικού δικαίου.

129. Καίτοι συμφωνώ με την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και την FNV όσον αφορά την απουσία ρητής παραπομπής στο εθνικό δίκαιο, φρονώ ότι η διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, παραπέμπει, λογικά, στο εθνικό δίκαιο στον βαθμό που απαιτεί η συλλογική σύμβαση να «έχει αναγορευθεί» σε κανόνα γενικής εφαρμογής. Αυτή η δήλωση, όπως ορθώς υπογραμμίζουν η Γερμανική και η Πολωνική Κυβέρνηση, προϋποθέτει την έκδοση συγκεκριμένης πράξεως σε εθνικό επίπεδο, βάσει των εθνικών κανόνων σχετικά με τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων. Ως εκ τούτου, αδυνατώ να διακρίνω με ποιον τρόπο η πράξη αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει ζήτημα του δικαίου της Ένωσης, καθόσον όλοι αυτοί οι κανόνες αποτελούν, ασφαλώς, αντικείμενο του εσωτερικού εργατικού δικαίου.

130. Εάν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να οριοθετήσει την έννοια «συλλογικές συμβάσεις […] οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής» ως αυτοτελή και ανεξάρτητη έννοια του δικαίου της Ένωσης, θα είχε, πιθανότατα, χρησιμοποιήσει διαφορετική διατύπωση, χωρίς, ενδεχομένως, να παραπέμπει στην «αναγόρευση» σε κανόνα γενικής εφαρμογής και θα είχε προβλέψει τουλάχιστον ορισμένα ουσιαστικά ή διαδικαστικά κριτήρια σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να εκτιμάται αυτή η καθολική εφαρμογή. Αυτή η αυτοτελής έννοια της καθολικής εφαρμογής πρέπει να αποδεικνύεται βάσει εγγενών χαρακτηριστικών των αντίστοιχων συμβάσεων. Αντιθέτως, διευκρινίζοντας ότι οι σχετικές συλλογικές συμβάσεις είναι αυτές οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής, ο νομοθέτης της Ένωσης παραπέμπει, κατά την άποψή μου, σε ένα σύστημα από το οποίο μπορεί να προέλθει αυτή η αναγόρευση. Δεδομένου ότι στο δίκαιο της Ένωσης δεν υπάρχουν στοιχεία των οποίων μπορεί να γίνει επίκληση συναφώς, το σύστημα αυτό θα πρέπει, κατ’ ανάγκην, να είναι εθνικό, στο πλαίσιο της εθνικής οργανώσεως του κοινωνικού διαλόγου που πρέπει να πραγματοποιείται μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.

131. Ομοίως, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 3, παράγραφος 8, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων αναφέρεται σε ένα «σύστημα αναγόρευσης των συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων […], σε κανόνες γενικής εφαρμογής» (64). Κατά την εν λόγω διάταξη, μόνο στην περίπτωση ελλείψεως αυτού του συστήματος η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων θεσπίζει ένα επικουρικό κριτήριο στο οποίο μπορούν να στηριχθούν τα κράτη μέλη και τους επιτρέπεται να λάβουν ως βάση «τις συλλογικές συμβάσεις […] που ισχύουν γενικά για όλες τις παρόμοιες επιχειρήσεις τις ανήκουσες στο δεδομένο κλάδο ή επάγγελμα και υπαγόμενες στο γεωγραφικό χώρο εφαρμογής τους ή/και» «τις συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τις πλέον αντιπροσωπευτικές σε εθνικό επίπεδο οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων και που εφαρμόζονται στο σύνολο του εθνικού εδάφους».

132. Αυτή η εναλλακτική επιλογή ωστόσο δεν μεταβάλλει τον βασικό κανόνα ο οποίος στηρίζεται στο εθνικό σύστημα κηρύξεως της γενικής εφαρμογής.

133. Για την ακρίβεια, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το ολλανδικό δίκαιο προβλέπει αυτό το σύστημα. Από τη δικογραφία συνάγεται ότι η επίμαχη συλλογική σύμβαση, ήτοι η CLA GT, πρέπει να θεωρηθεί ότι, βάσει της εθνικής νομοθεσίας και υπό την επιφύλαξη της εκτιμήσεως του αιτούντος δικαστηρίου, είναι γενικώς υποχρεωτική λόγω των δεσμών που υπάρχουν μεταξύ αυτής της συμφωνίας και της CLA PGT.

134. Εν κατακλείδι, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έννοια «συλλογικές συμβάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων αναφέρεται στην εθνική νομοθεσία. Με άλλα λόγια, το ζήτημα εάν μια συλλογική σύμβαση έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής πρέπει να κρίνεται με γνώμονα την εφαρμοστέα επί του συγκεκριμένου ζητήματος εθνική νομοθεσία.

2.      Ύπαρξη περιορισμού του άρθρου 56 ΣΛΕΕ

135. Με το ερώτημα 3β, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αποκλείει το ενδεχόμενο επιχείρηση που εδρεύει σε κράτος μέλος και αποσπά εργαζομένους της στο έδαφος άλλου κράτους μέλους να δεσμεύεται συμβατικώς προς συμμόρφωση με τους όρους συλλογικής συμβάσεως η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής σύμφωνα με την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων.

136. Αυτό το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου υποβάλλεται αποκλειστικά υπό την αίρεση ότι από την απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημα 3α μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επίμαχη εν προκειμένω συλλογική σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής κατά την έννοια της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Σε αυτή την υποθετική περίπτωση, οι υποχρεώσεις που θα ισχύουν για τους βασικούς όρους εργασίας της CLA GT δεν θα απορρέουν από την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων αλλά από το άρθρο 44 της CLA GT. Ισοδυναμεί τούτο με περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, όπως υποστήριξε η Van den Bosch Transporten BV στην κύρια δίκη;

137. Το συγκεκριμένο ζήτημα απαιτεί αρκετές αποσαφηνίσεις.

138. Πρώτον, το ζήτημα εάν η CLA GT πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής αποτελεί αντικείμενο του εθνικού δικαίου. Κατά συνέπεια, εναπόκειται, τελικώς, στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί σχετικώς. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει στη διάταξη περί παραπομπής ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, η επίμαχη συλλογική σύμβαση, ήτοι η CLA GT, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής.

139. Εάν αυτό ισχύει με βάση την εθνική νομοθεσία, τότε, το ερώτημα 3β έχει υποθετικό χαρακτήρα.

140. Παρ’ όλα αυτά, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να έχει αντίθετη άποψη και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η CLA GT έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής. Τούτο θα καθιστούσε αναγκαία την απάντηση του ερωτήματος 3β.

141. Δεύτερον, όπως εκτίθεται στη διάταξη περί παραπομπής, η ασυμβατότητα πηγάζει από την εφαρμογή των βασικών όρων εργασίας που καθορίζονται στη CLA GT σε αλλοδαπή επιχείρηση η οποία έχει αποσπάσει εργαζομένους της, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η CLA GT έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής. Το αιτούν δικαστήριο θέτει το συγκεκριμένο ερώτημα παρά το γεγονός ότι το άρθρο 44 της CLA GT συνδέει, κατά τα φαινόμενα, τη δυνατότητα εφαρμογής αυτών των υποχρεώσεων μόνο «όταν αυτές απορρέουν από την [οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων]» (65). Θεωρώ ότι για τον σκοπό του ερωτήματος 3β αυτό το σκέλος του άρθρου 44 της CLA GT θα πρέπει, στην πραγματικότητα, να ερμηνευθεί ως «ακόμη και όταν οι υποχρεώσεις αυτές δεν απορρέουν από την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων».

142. Κατά συνέπεια, υπ’ αυτό το πρίσμα, το ερώτημα 3β συνίσταται στο κατά πόσον το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αποκλείει το ενδεχόμενο επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος και αποσπά εργαζομένους της στο έδαφος άλλου κράτους μέλους να υποχρεούται σε συμμόρφωση προς τις διατάξεις συλλογικής συμβάσεως η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής δυνάμει της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων.

143. Εάν υποθέσουμε ότι έχω αντιληφθεί ορθώς το συγκεκριμένο ερώτημα και παραβλέποντας το περίπλοκο ζήτημα με βάση ποια διάταξη της εθνικής νομοθεσίας μπορεί μια συλλογική σύμβαση που δεν έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής να δεσμεύει τους παρόχους υπηρεσιών από άλλα κράτη μέλη, η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα θα ακολουθούσε πράγματι την ανάλυση των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

144. Συμφωνώ με την Ολλανδική Κυβέρνηση ότι, σε αυτήν την περίπτωση, η κατάσταση που περιγράφεται στο ερώτημα 3β αποτελεί όντως περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Επιβαρύνει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, καθόσον απαιτεί τη συμμόρφωσή τους προς υποχρεώσεις αντίστοιχες μεν προς αυτές που καθορίζονται στην οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων, οι οποίες όμως βαίνουν πέραν του πεδίου εφαρμογής του συγκεκριμένου νομοθετήματος. Συνεπώς, το καίριο ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και κατά πόσον πληροί τα κριτήρια της αναλογικότητας.

145. Επισημαίνω ότι η διάταξη περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα πρόσθετο πληροφοριακό στοιχείο σχετικά με την πιθανή αιτιολόγηση και τα στοιχεία που είναι κρίσιμα για τη δοκιμασία της αναλογικότητας.

146. Όσον αφορά την αιτιολόγηση για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συντάσσομαι με την άποψη της Γερμανικής και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως ότι η προστασία των εργαζομένων (66) και η αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού (67), μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοιοι. Οι λόγοι αυτοί, ουσιαστικά, αλληλεπικαλύπτονται με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων και εξετάστηκαν ανωτέρω (68). Επομένως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν, από αντικειμενικής απόψεως, οι συντάκτες της CLA GT απέβλεπαν, διατυπώνοντας το άρθρο 44 της συλλογικής συμβάσεως αυτής, στην προάσπιση των δικαιωμάτων των αποσπασμένων εργαζομένων ή στην αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού.

147. Όπως έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει το Δικαστήριο, προκειμένου ένα μέτρο να είναι δικαιολογημένο, θα πρέπει να είναι πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει και δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο προς τούτο (69). Τελικώς, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί σχετικώς, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη του ότι στο πλαίσιο της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ήδη επιτύχει μια σχετική εξισορρόπηση των αντικρουόμενων και αρκετά αντίθετων σκοπών της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων.

V.      Πρόταση

148. Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) ως ακολούθως:

«1.      Η οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται και σε εργαζομένους οι οποίοι απασχολούνται ως οδηγοί στον τομέα των οδικών μεταφορών και αποσπώνται, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος στο οποίο εργάζονται συνήθως.

2α.      Η φράση “εργαζόμενος ο οποίος, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτελεί την εργασία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως” κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71 έχει την έννοια ότι ο εν λόγω εργαζόμενος πρέπει να συνδέεται επαρκώς με το έδαφος αυτό. Το ζήτημα εάν υπάρχει όντως τέτοιος σύνδεσμος πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με όλες τις κρίσιμες ενδείξεις, οι οποίες εξετάζονται από κοινού, όπως είναι ο τόπος στον οποίο εδρεύει το πρόσωπο προς το οποίο προορίζονται οι επίμαχες υπηρεσίες, ο τόπος στον οποίον οργανώνονται οι μεταφορές και ανατίθενται στους οδηγούς τα δρομολόγιά τους και ο τόπος στον οποίο αυτοί επιστρέφουν μετά την ολοκλήρωση των δρομολογίων.

2β.      Η σύνδεση μεταξύ επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε μια δεδομένη απόσπαση, σε συνδυασμό με το σύνολο των λοιπών ενδείξεων, μπορεί, δυνητικώς, να λαμβάνεται υπόψη κατά τη συνολική εκτίμηση του ζητήματος εάν συντρέχει όντως απόσπαση.

2γ. Οι ενδομεταφορές καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/71. Η εφαρμογή της οδηγίας 96/71 στις ενδομεταφορές δεν εξαρτάται από την ύπαρξη οποιωνδήποτε στοιχειωδών κανόνων σχετικά με τη διάρκεια της ενδομεταφοράς στο κράτος μέλος υποδοχής.

3.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το ζήτημα εάν μια συλλογική σύμβαση έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής πρέπει να κρίνεται με γνώμονα την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 18, σ. 1).


3      Σύμβαση του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές [ΕΕ 1984, L 146, σ. 1 (κωδικοποιημένη μορφή ΕΕ 2005, C 334, σ. 1), στο εξής: Σύμβαση της Ρώμης].


4      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6, στο εξής: κανονισμός Ρώμη I).


5      Η υπογράμμιση δική μου.


6      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, C‑585/18, C-624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 132).


7      Οδηγία (ΕΕ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71 (ΕΕ 2018, L 173, σ. 16)


8      Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36).


9      Παραπέμποντας στην απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 44).


10      Βλ., για παράδειγμα, Van Hoek, A., Houwerzijl, M., «Report for the Dutch Social Partners in Transport», πανεπιστήμιο Radboud, Nijmegen, 2008, σ. 88.


11      Για παράδειγμα, Barnard, C., «EU Employment Law», Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, σ. 234· Van Overbeeke, F., «Do we need a new conflict-of-laws rule for labour in the European road transport sector? Yes we do», From social competition to social dumping, Intersentia, Cambridge, 2016, σ. 107 έως 108 (υποσημείωση 2)· Lhernould, J-P., «Directive (EU) 2018/957 of 28 June 2018 amending Directive 96/71/EC concerning the posting of workers in the framework of the provision of services – What will change in 2020?», ERA Forum, τόμος 20(2), 2019, σ. 255.


12      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar (C-16/18, EU:C:2019:638, σημεία 34, 35 και 37).


13      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Dobersberger (C-16/18, EU:C:2019:1110, σκέψη 24).


14      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2002, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (C-491/01, EU:C:2002:741), ή της 12ης Ιουλίου 2005, Alliance for Natural Health κ.λπ. (C-154/04 και C-155/04, EU:C:2005:449).


15      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2003, Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (C‑465/00, C-138/01 και C-139/01, EU:C:2003:294, σκέψεις 41 έως 43), ή της 6ης Νοεμβρίου 2003, Lindqvist (C-101/01, EU:C:2003:596, σκέψεις 40 έως 42).


16      Βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Moro (C-646/17, EU:C:2019:489, σκέψεις 32 και 33), και προτάσεις μου στην υπόθεση εκείνη, όπου το συγκεκριμένο ζήτημα εξετάζεται λεπτομερώς (EU:C:2019:95, ιδίως σημεία 37 έως 54).


17      Αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2002, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (C-491/01, EU:C:2002:741, σκέψεις 96 έως 97), και της 12ης Ιουλίου 2005, Alliance for Natural Health κ.λπ. (C-154/04 και C-155/04, EU:C:2005:449, σκέψη 41).


18      Με τη ρητή εξαίρεση που προβλέπεται για τις επιχειρήσεις εμπορικής ναυτιλίας όσον αφορά το ναυτιλόμενο προσωπικό, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων. Συναφώς, δεν μπορώ παρά να συνταχθώ με το σκεπτικό που εξέθεσε επί του συγκεκριμένου ζητήματος ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ο γενικός εισαγγελέας B. J. Drijber στο πλαίσιο της κύριας δίκης (γνωμοδότηση της 7ης Σεπτεμβρίου 2018, NL:PHR:2018:943, σημείο 5.3).


19      Πρβλ., a contrario, την εξήγηση σχετικά με τη νομική βάση που παρέχει η Επιτροπή στην τωρινή πρόταση κανόνων για την απόσπαση εργαζομένων ειδικώς στον τομέα των οδικών μεταφορών: «Οι οδηγίες 96/71/ΕΚ και 2014/67/ΕΕ στηρίζονται στο (νυν) άρθρο 53 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι κανόνες που προτείνονται με την παρούσα αφορούν αποκλειστικά καταστάσεις ειδικά για την παροχή υπηρεσιών μεταφορών, η βάση θα πρέπει να είναι το άρθρο 91, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ». Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/22/ΕΚ όσον αφορά τις απαιτήσεις επιβολής και τη θέσπιση ειδικών κανόνων σχετικά με την οδηγία 96/71/ΕΚ και την οδηγία 2014/67/ΕΕ για την απόσπαση οδηγών στον τομέα των οδικών μεταφορών, COM(2017) 278, τελικό, σ. 3 in fine.


20      Βλ., επίσης, van Hoek, A., Houwerzijl, M., «Report for the Dutch Social Partners in Transport», πανεπιστήμιο Radboud, Nijmegen, 2008, σ. 88, οι οποίοι παρατηρούν ότι η ρητή εξαίρεση του ναυτιλομένου προσωπικού των επιχειρήσεων εμπορικής ναυτιλίας «καταδεικνύει ότι οι λοιποί εργαζόμενοι στον τομέα των διεθνών μεταφορών εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, στον βαθμό που πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις».


21      COM(91) 230 τελικό, SYN 346 της 1ης Αυγούστου 1991, Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου όσον αφορά την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών, σημείο 23. Το σχέδιο του άρθρου 1 ορίζει ότι η οδηγία «εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη χώρα όπου είναι εγκατεστημένες […]». Το σχέδιο του άρθρου 2 απαριθμούσε τις τρεις περιπτώσεις αποσπάσεων. (Η υπογράμμιση δική μου).


22      Έγγραφο αριθ. 10048/96 του Συμβουλίου, Δηλώσεις προς καταχώριση στα Πρακτικά του Συμβουλίου, SOC 264 CODEC 550, Δήλωση αριθ. 3: «Οι διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, καλύπτουν τις περιπτώσεις απόσπασης που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: -η παροχή διεθνικών υπηρεσιών από επιχείρηση για λογαριασμό της και υπό τη διεύθυνσή της στο πλαίσιο σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ της επιχείρησης και του συμβαλλόμενου μέρους στο οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες· -η απόσπαση στο πλαίσιο παροχής τέτοιων υπηρεσιών. Συνεπώς, εάν δεν πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις, οι κάτωθι περιπτώσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ: -η περίπτωση εργαζομένου ο οποίος εργάζεται συνήθως στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών και ανήκει στο ταξιδεύον προσωπικό επιχειρήσεως που ενεργεί διεθνείς μεταφορικές υπηρεσίες για επιβάτες ή αγαθά σιδηροδρομικώς, οδικώς, αεροπορικώς ή δια θαλάσσης·» (η υπογράμμιση δική μου).


23      Έγγραφο της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου για τα κοινωνικά ζητήματα που συνεδρίασε στις 29 Οκτωβρίου 1992, 9790/92 της 10ης Νοεμβρίου 1992, σ. 5· έγγραφο της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου για τα κοινωνικά ζητήματα που συνεδρίασε στις 13 Ιουλίου 1993, 9570/93 της 3ης Νοεμβρίου 1993, σ. 5· έγγραφο της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου για τα κοινωνικά ζητήματα που συνεδρίασε στις 24 Σεπτεμβρίου 1992, 8255/92 της 9ης Οκτωβρίου 1992, σ. 5.


24      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τους κοινούς κανόνες πρόσβασης στην αγορά διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών (ΕΕ 2009, L 300, σ. 72).


25      Οι οποίες, ουσιαστικά, ορίζονται από το άρθρο 2, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού ως οι «εθνικές μεταφορές για λογαριασμό τρίτου που εκτελούνται σε προσωρινή βάση σε κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό».


26      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση κοινών κανόνων πρόσβασης στη διεθνή αγορά μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 (ΕΕ 2009, L 300, σ. 88).


27      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («κανονισμός ΙΜΙ») (ΕΕ 2004, L 159, σ. 11). (Η υπογράμμιση δική μου)


28      Αναθεώρηση της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων – συχνές ερωτήσεις, 8 Μαρτίου 2016, η οποία επικαιροποιήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2017 (MEMO/16/467).


29      Ενισχυτική μελέτη εκτιμήσεως των επιπτώσεων για την αναθεώρηση των κοινωνικών διατάξεων στις οδικές μεταφορές. Τελική έκθεση, σύμβαση μελέτης υπ’ αριθ. MOVE/D3/2016-605, συγγραφείς: Gibson, G., Tsamis, A., Lohr, E., Guidorzi, E., Levinn, S., Μάιος 2017, σ. 7.


30      Η οποία παρατίθεται στην υποσημείωση 7 των παρουσών προτάσεων.


31      Για τους σκοπούς της υπό κρίση υποθέσεως και των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι παρέλκει η αναφορά των (μάλλον παραδοσιακών από την άποψη του δικαίου της Ένωσης) προβληματισμών σχετικά με το κατά πόσον ένας κανόνας που ενσωματώνεται στη νέα εκδοχή ενός νομοθετήματος αποτελεί i) κωδικοποίηση της απόψεως που ίσχυε πάντοτε, έστω και «σιωπηρά» ή ii) μια αυθεντική τροποποίηση, η οποία θεσπίζει ρητώς έναν νέο κανόνα που παρεκκλίνει από την προηγούμενη εκδοχή του ίδιου αυτού νομοθετήματος.


32      COM(2017) 278, τελική πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/22/ΕΚ όσον αφορά τις απαιτήσεις επιβολής και τη θέσπιση ειδικών κανόνων σχετικά με την οδηγία 96/71/ΕΚ και την οδηγία 2014/67/ΕΕ για την απόσπαση οδηγών στον τομέα των οδικών μεταφορών, σ. 2.


33      Όπ.π., σ. 2.


34      Σημειώνω ότι αυτές οι δυσκολίες έχουν ήδη επισημανθεί στην πρόταση οδηγίας της Επιτροπής της 8ης Μαρτίου 2016 για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ, COM(2016) 128.


35      Βλ., επίσης, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Laval un Partneri (C-341/05, EU:C:2007:809, σκέψεις 60 και 68), και της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Sähköalojen ammattiliitto (C-396/13, EU:C:2015:86, σκέψη 31). Βλ., επίσης, σ. 16, σημείο 27, της προτάσεως COM(1991) 230.


36      Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Sähköalojen ammattiliitto (C-396/13, EU:C:2015:86, σκέψη 31). Βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2008, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑319/06, EU:C:2008:350, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


37      Προτάσεις στην υπόθεση Dobersberger (C-16/18, EU:C:2019:638, σημείο 23).


38      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Dobersberger (C-16/18, EU:C:2019:638, σημεία 23 και 24). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Laval un Partneri (C-341/05, EU:C:2007:809, σκέψεις 74 έως 76), και της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Sähköalojen ammattiliitto (C-396/13, EU:C:2015:86, σκέψη 30).


39      Εκτός, ασφαλώς, και αν σιωπηρή προκείμενη της θέσης αυτής είναι ότι αν δεν γινόντουσαν δεκτοί ορισμένοι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τότε δεν θα υπήρχε κανένας απολύτως περιορισμός. Κατ’ αυτήν την έννοια, υπό μια πραγματικά οργουελιανή προσέγγιση, ο περιορισμός συνιστά, όντως, ελευθερία.


40      Βλ. σημείο 35 των παρουσών προτάσεων.


41      Παρόμοιες απόψεις έχουν διατυπωθεί και από ορισμένους συγγραφείς στη νομική θεωρία. Βλ., για παράδειγμα, Lhernould, J-P., «Directive (EU) 2018/957 of 28 June 2018 amending Directive 96/71/EC concerning the posting of workers in the framework of the provision of services – What will change in 2020?», ERA Forum, τεύχος 20(2), 2019, σ. 255· Van Overbeeke, F., «Do we need a new conflict-of-laws rule for labour in the European road transport sector? Yes we do», From Social Competition to Social Dumping, Intersentia, Cambridge, 2016, σ. 114 και 119 έως 120· Even, Z., Zwanenburg, A., «A Dutch insight into the applicability of the Posted Workers Directive on international road transport. But still: a long and winding road ahead? (NL)», European Employment Law Cases, τεύχος 2(3), 2017, σ. 157· Laagland, F., «Navigeren door het labyrint van grensoverschrijdende detachering – de fundamentele verkeersvrijheden, de Detacheringsrichtlijn en het internationaal privaatrecht», Arbeidsrechtelijke Annotaties, τεύχος 10(2), 2016, σ. 19.


42      Βλ. αιτιολογική έκθεση της προτάσεως που αναφέρεται στην υποσημείωση 32 των παρουσών προτάσεων, σ. 5, και σχέδιο αιτιολογικής σκέψεως 9.


43      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις CRPNPAC και Vueling Airlines (C-370/17 και C-37/18, EU:C:2019:592, σημείο 131), σχετικά με το ιπτάμενο προσωπικό στο πλαίσιο της αποσπάσεως εργαζομένων δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 392, σ. 1).


44      Όπ.π.


45      Βλ. προτάσεις μου στις υποθέσεις Lidl (C-134/15, EU:C:2016:169, σημείο 90) και Confédération paysanne κ.λπ. (C-528/16, EU:C:2018:20, σημείο 139).


46      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Dobersberger (C-16/18, EU:C:2019:1110, σκέψη 31).


47      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Dobersberger (C-16/18, EU:C:2019:1110, σκέψη 33). Η έννοια της επαρκούς συνδέσεως αναφέρεται επίσης στα σχέδια αιτιολογικών σκέψεων 11 και 12 της προτάσεως του 2017 η οποία παρατέθηκε στην υποσημείωση 32 των παρουσών προτάσεων.


48      Η υπογράμμιση δική μου.


49      Οι αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 11 της οδηγίας για την απόσπαση των εργαζομένων παραπέμπουν κατ’ επανάληψη στη Σύμβαση της Ρώμης, ήτοι τον νομικό πρόδρομο του κανονισμού Ρώμη Ι.


50      Αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού Ρώμη Ι: «Ο κανόνας για την ατομική σύμβαση εργασίας δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της χώρας απόσπασης του εργαζομένου, σύμφωνα με την [οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων]».


51      Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων: «[ό]τι το άρθρο 7 της εν λόγω σύμβασης προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ότι είναι δυνατόν να δοθεί ισχύς, σωρευτικά με το δίκαιο που κηρύσσεται εφαρμοστέο, στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις άλλου δικαίου, και ειδικότερα εκείνου του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει προσωρινά αποσπασθεί ο εργαζόμενος». Πρβλ. άρθρο 8 του κανονισμού Ρώμη Ι. Το άρθρο 8, παράγραφος 2, in fine ορίζει «[η] χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά».


52      Βλ., κατ’ αναλογίαν και σχετικά με τη σημασία της έννοιας «έδρα βάσεως» δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 3922/91 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για την εναρμόνιση τεχνικών κανόνων και διοικητικών διαδικασιών στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας (ΕΕ 1999, L 373, σ. 4), προκειμένου να προσδιοριστεί η έννοια «του τόπου όπου ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του» κατά τον κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2000, L 12, σ. 1), απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (C-168/16 και C-169/16, EU:C:2017:688, σκέψεις 65 έως 69).


53      Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2011 (C-29/10, EU:C:2011:151). Βλ. επίσης, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Voogsgeerd (C-384/10, EU:C:2011:842).


54      Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2011, Koelzsch (C-29/10, EU:C:2011:151, σκέψεις 48 και 49). Βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Schlecker (C-64/12, EU:C:2013:551, σκέψεις 30 έως 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


55      Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (C-168/16 και C-169/16, EU:C:2017:688, σκέψεις 58 έως 59). Βλ., επίσης, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Weber (C-37/00, EU:C:2002:122, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


56      Βλ. σημεία 72 έως 73 των παρουσών προτάσεων.


57      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Nogueira κ.λπ. (C-168/16 και C-169/16, EU:C:2017:312, σημεία 85 και 95).


58      Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (C-168/16 και C-169/16, EU:C:2017:688, σκέψεις 61 και 62).


59      Βλ. σημεία 28 έως 29 των παρουσών προτάσεων.


60      Ομοίως, το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 1072/2009, ορίζει ότι «εφαρμόζεται στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές που εκτελούνται προσωρινά από μη εγκατεστημένο μεταφορέα, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο III». Βλ., επίσης, τον ορισμό των ενδομεταφορών στον κανονισμό (ΕΚ) 1073/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση κοινών κανόνων πρόσβασης στη διεθνή αγορά μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 (ΕΕ 2009, L 300, σ. 88).


61      Αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1072/2009.


62      Σχετικά με τον πιθανό αριθμό των σημείων φορτώσεως και εκφορτώσεως δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, βλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Δανίας (C-541/16, EU:C:2018:251).


63      Απόφαση της 3ης Απριλίου 2008, Rüffert (C-346/06, EU:C:2008:189, σκέψη 26).


64      Η υπογράμμιση δική μου.


65      Η υπογράμμιση δική μου.


66      Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2002, Portugaia Construções (C‑164/99, EU:C:2002:40, σκέψεις 28 έως 29).


67      Απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Wolff & Müller (C-60/03, EU:C:2004:610, σκέψεις 41 και 42).


68      Βλ. σημεία 72 και 73 των παρουσών προτάσεων.


69      Απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Wolff & Müller (C-60/03, EU:C:2004:610, σκέψη 43).