Language of document : ECLI:EU:C:2016:914

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 1ης Δεκεμβρίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑668/15

Jyske Finans A/S

κατά

Ligebehandlingsnævnet, που ενεργεί για λογαριασμό του Ismar Huskic

[αίτηση του Vestre Landsret (Εφετείου Δυτικής Δανίας, Δανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 2000/43/ΕΚ – Άρθρο 2 – Ίση μεταχείριση προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής – Επιχειρηματική πρακτική χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στο πλαίσιο δανείου για την αγορά αυτοκινήτου – Οδηγία 2005/60/ΕΚ – Άρθρο 13 – Αποτροπή της χρησιμοποιήσεως του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Απαίτηση παροχής πρόσθετων πληροφοριών εκ μέρους του πελάτη, οσάκις στην άδειά του οδηγήσεως αναγράφεται τόπος γεννήσεως που δεν βρίσκεται στις σκανδιναβικές χώρες, σε κράτος μέλος, στην Ελβετία ή στο Λιχτενστάιν»





1.        Τι μαρτυρά ο τόπος γεννήσεως ενός ατόμου για την εθνοτική καταγωγή του ατόμου αυτού;

2.        Παραδόξως, ελάχιστα.

3.        Πράγματι, η άποψη ότι υφίσταται αναπόσπαστος δεσμός μεταξύ του τόπου γεννήσεως ενός ατόμου και συγκεκριμένης εθνοτικής του καταγωγής έχει, σε τελική ανάλυση, ως μοναδικό αποτέλεσμα τη διατήρηση ορισμένων στρεβλών στερεοτύπων.

4.        Στην υπόθεση της κύριας δίκης, από την άδεια οδηγήσεως ενός υποψηφίου δανειολήπτη προκύπτει ότι ο τόπος γεννήσεώς του δεν βρίσκεται στις σκανδιναβικές χώρες (2), σε κράτος μέλος της Ένωσης, στην Ελβετία ή το Λιχτενστάιν (3). Συνιστά διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής το εκ μέρους του δανείζοντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος αίτημα προς τον πελάτη να προσκομίσει διαβατήριο εκδοθέν από μια εκ των εν λόγω χωρών ή, εφόσον τούτο δεν είναι δυνατόν, να προσκομίσει διαβατήριο εκδοθέν από τρίτη χώρα και έγκυρη άδεια παραμονής (στο εξής: επίμαχη πρακτική); Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, μπορεί να δικαιολογηθεί η επίμαχη πρακτική με επίκληση της καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας;

5.        Αυτά είναι τα ζητήματα που το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει στην υπό κρίση υπόθεση. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, το Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί επί της σχέσεως μεταξύ της διακρίσεως λόγω εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας και του τόπου γεννήσεως.

6.        Για τους προεκτεθέντες λόγους, πρακτική με τα χαρακτηριστικά της επίμαχης δεν συνιστά διακριτική μεταχείριση των πελατών λόγω της εθνοτικής τους καταγωγής. Συνεπώς, φρονώ ότι παρέλκει η εξέταση από το Δικαστήριο του ζητήματος εάν η πρακτική αυτού του είδους μπορεί να δικαιολογηθεί.

I –    Νομικό πλαίσιο

 Α –      Νομοθεσία της Ένωσης

1.      Οδηγία 2000/43/ΕΚ (4)

7.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/43 («Σκοπός») ορίζει ότι σκοπός της είναι να θεσπισθεί πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, με στόχο να πραγματωθεί στα κράτη μέλη η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

8.        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/43 («Έννοια των διακρίσεων») ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε ένα άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση·

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.»

9.        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/43 («Πεδίο εφαρμογής»), η εν λόγω οδηγία δεν καλύπτει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας και δεν θίγει τις διατάξεις και τις προϋποθέσεις που αφορούν την εισδοχή και την παραμονή υπηκόων τρίτων χωρών και απατρίδων στην επικράτεια των κρατών μελών ούτε τη μεταχείριση που απορρέει από τη νομική κατάσταση των εν λόγω υπηκόων τρίτων χωρών ή απατρίδων.

10.      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43 («Βάρος της αποδείξεως»), τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, κατά την εθνική τους δικονομία, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι, στην περίπτωση που πρόσωπο θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως αποδεικνύει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως, εναπόκειται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

2.      Οδηγία 2005/60/ΕΚ (5)

11.      Το κεφάλαιο I της οδηγίας 2005/60 («Αντικείμενο, πεδίο και ορισμοί») περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 5. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/60 ορίζει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας απαγορεύονται. Κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 1, σημείο 1, η οδηγία 2005/60 έχει εφαρμογή στα πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1. Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2005/60, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας στον τομέα που διέπει η οδηγία αυτή.

12.      Το κεφάλαιο II της οδηγίας 2005/60 («Δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη») περιλαμβάνει τα άρθρα 6 έως 19. Ενώ το τμήμα 1 του κεφαλαίου αυτού («Γενικές διατάξεις») περιλαμβάνει, στα άρθρα 6 έως 10, βασικές διατάξεις σχετικά με τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, στο τμήμα 2 («Απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη») θεσπίζονται διατάξεις που επιτρέπουν την εφαρμογή απλουστευμένων διαδικασιών δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

13.      Το άρθρο 13 της οδηγίας 2005/60 (η μόνη διάταξη του τμήματος 3 του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής που επιγράφεται «Αυξημένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη») ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να εφαρμόζουν, ανάλογα με το βαθμό κινδύνου, αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, επιπλέον των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 7, 8 και 9, παράγραφος 6, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω της φύσης τους, μπορούν να παρουσιάσουν υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και τουλάχιστον στις περιπτώσεις των παραγράφων 2, 3 και 4 και σε άλλες περιπτώσεις που παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και πληρούν τα τεχνικά κριτήρια που καθορίζονται κατά το άρθρο 40, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ.

2.      Όταν ο πελάτης δεν είναι παρών για να εξακριβωθεί η ταυτότητά του, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα αυτά να λαμβάνουν ειδικά και κατάλληλα μέτρα προς αντιστάθμιση του υψηλότερου κινδύνου, π.χ. εφαρμόζοντας ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      διασφάλιση ότι η ταυτότητα του πελάτη εξακριβώνεται με πρόσθετα αποδεικτικά έγγραφα, δεδομένα ή πληροφορίες·

β)      συμπληρωτικά μέτρα για τον έλεγχο ή την πιστοποίηση των υποβληθέντων εγγράφων ή απαίτηση επιβεβαιωτικής πιστοποίησης από πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοοικονομικό οργανισμό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας·

γ)      διασφάλιση ότι η πρώτη πληρωμή στο πλαίσιο των συναλλαγών να γίνει μέσω λογαριασμού, ο οποίος έχει ανοιχθεί επ’ ονόματι του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυμα.

[…]

4.      Όσον αφορά τις συναλλαγές ή τις επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας:

α)      να διαθέτουν τις κατάλληλες διαδικασίες ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου για να καθορίζουν εάν ο πελάτης είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο·

β)      να διαθέτουν την έγκριση από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη για τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων με παρόμοιους πελάτες·

γ)      να λαμβάνουν επαρκή μέτρα για να καθορίσουν την πηγή του πλούτου και την προέλευση των κεφαλαίων τα οποία αφορά η επιχειρηματική σχέση ή η συναλλαγή·

δ)      να διενεργούν ενισχυμένη και συνεχή παρακολούθηση της επιχειρηματικής σχέσης.

[…]

6.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας προσέχουν ιδιαίτερα κάθε απειλή νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η οποία μπορεί να προκύψει από προϊόντα ή συναλλαγές που ενδέχεται να ευνοήσουν την ανωνυμία, και λαμβάνουν μέτρα, εάν χρειασθεί, για την πρόληψη της χρησιμοποίησής τους σε σχέδια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.»

 Β –      Δανική νομοθεσία

14.      Οι διατάξεις της οδηγίας 2000/43 μεταφέρθηκαν στο δανικό δίκαιο με τον Lov om etnisk ligebehandling (νόμο περί ίσης μεταχειρίσεως ανεξαρτήτως εθνοτικής καταγωγής, στο εξής: νόμος περί ίσης μεταχειρίσεως) (6). Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, κατόπιν εξετάσεως του ζητήματος, ο Δανός νομοθέτης αποφάσισε να μην περιλάβει, στον νόμο περί ίσης μεταχειρίσεως, το κριτήριο της διακρίσεως λόγω του τόπου γεννήσεως, καθώς το εν λόγω κριτήριο δεν προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία.

15.      Ο Lov om forebyggende foranstaltninger mod hvidvask af udbytte og finansiering af terrorisme (νόμος για την αποτροπή της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, στο εξής: νόμος κατά της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) (7) περιλαμβάνει διατάξεις περί μεταφοράς της οδηγίας 2005/60 στο εσωτερικό δίκαιο. Ειδικότερα, ενώ το άρθρο 12 του νόμου κατά της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες περιέχει γενικές διατάξεις περί της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, το άρθρο 19, το οποίο γενικώς αντιστοιχεί στο άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας, ορίζει, στην παράγραφό του 1, ότι, βάσει αξιολογήσεως κινδύνου, τα φυσικά πρόσωπα και οι επιχειρήσεως που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου υποχρεούνται να θέτουν πρόσθετες απαιτήσεις για την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη πέραν των προβλεπομένων στο άρθρο 12 του νόμου, σε καταστάσεις που ενέχουν αυτές καθ’ εαυτές αυξημένο κίνδυνο νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας. Κατ’ ελάχιστον, οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 της διατάξεως αυτής.

II – Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα

16.      Ο Ismar Huskic (στο εξής: καταγγέλλων) γεννήθηκε στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη το 1975. Το 1993 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Δανία, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Πολιτογραφήθηκε υπήκοος Δανίας τον Δεκέμβριο του 2000. Συζεί με τη σύντροφό του, η οποία είναι επίσης Δανή υπήκοος.

17.      Η Jyske Finans A/S (στο εξής: Jyske Finans), θυγατρική του χρηματοοικονομικού ιδρύματος Jyske Bank A/S, παρέχει δάνεια για την αγορά αυτοκινήτων καθώς και υπηρεσίες χρηματοδοτικών μισθώσεων αυτοκινήτων σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, σε συνεργασία με εμπόρους αυτοκινήτων.

18.      Τον Ιούνιο του 2009, ο καταγγέλλων και η σύντροφός του συνήψαν σύμβαση με αντιπροσωπεία πωλήσεως αυτοκινήτων για την αγορά μεταχειρισμένου αυτοκινήτου. Η αγορά του αυτοκινήτου χρηματοδοτήθηκε εν μέρει με δάνειο για το οποίο ο καταγγέλλων και η σύντροφός του συνήψαν από κοινού σχετική σύμβαση με την Jyske Finans. Κατά την αξιολόγηση του αιτήματος για τη χορήγηση του δανείου, η Jyske Finans ζήτησε από τον καταγγέλλοντα να παράσχει πρόσθετα στοιχεία, λόγω του ότι στο δίπλωμα οδηγήσεώς του αναγράφεται ότι αυτός γεννήθηκε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Δεν ζητήθηκαν αντίστοιχα πρόσθετα στοιχεία από τη σύντροφό του, η οποία, όπως προέκυπτε από το δίπλωμά της οδηγήσεως, είχε γεννηθεί στην Odense της Δανίας.

19.      Ο καταγγέλλων θεώρησε ότι το αίτημα της Jyske Finans συνιστούσε δυσμενή διάκριση και υπέβαλε καταγγελία στο Ligebehandlingsnævnet (Συμβούλιο ίσης μεταχειρίσεως), το οποίο, μεταξύ άλλων, εξετάζει καταγγελίες για δυσμενείς διακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής. Με την απόφασή του της 10ης Δεκεμβρίου 2010, το Συμβούλιο ίσης μεταχειρίσεως έκρινε ότι η Jyske Finans είχε προβεί σε έμμεση δυσμενή διάκριση σε βάρος του καταγγέλλοντος και υποχρέωσε την Jyske Finans να καταβάλει 10 000 DKK (περίπου 1 340 ευρώ) ως αποζημίωση.

20.      Η Jyske Finans υποστήριξε ότι η απόφαση του Συμβουλίου ίσης μεταχειρίσεως ήταν αντίθετη προς τον νόμο κατά της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και δεν είχε το απαιτούμενο κατά τον νόμο περί ίσης μεταχειρίσεως νομικό έρεισμα. Κατά συνέπεια, η Jyske Finans επέλεξε να μη συμμορφωθεί με την απόφαση του Συμβουλίου ίσης μεταχειρίσεως. Κατόπιν τούτου, το Συμβούλιο ίσης μεταχειρίσεως προσέφυγε ενώπιον του Retten i Viborg (περιφερειακού δικαστηρίου Viborg, Δανία) για λογαριασμό του καταγγέλλοντος.

21.      Με την απόφασή του της 5ης Φεβρουαρίου 2013 το Retten i Viborg (περιφερειακό δικαστήριο Viborg) επικύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου ίσης μεταχειρίσεως. Πάντως, απεφάνθη ότι η σε βάρος του καταγγέλλοντος διακριτική μεταχείριση βάσει του τόπου γεννήσεώς του εκ μέρους της Jyske Finans συνιστούσε άμεση δυσμενή διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής.

22.      Η Jyske Finans άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Retten i Viborg (περιφερειακού δικαστηρίου Viborg) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

23.      Κατά τη διάρκεια της δίκης η Jyske Finans υποστήριξε ότι, κατά την εξέταση του αιτήματος του καταγγέλλοντος περί χορηγήσεως δανείου, εφάρμοσε εσωτερικό κανόνα, ήτοι την επίμαχη πρακτική. Η Jyske Finans τόνισε ότι η επίμαχη πρακτική καθιερώθηκε λόγω της υποχρεώσεως της Jyske Finans να συμμορφώνεται προς τον νόμο κατά της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο απεφάνθη ότι αποδεδειγμένα η απαίτηση προσκομίσεως πρόσθετων στοιχείων, την οποία προέβαλε η Jyske Finans έναντι του καταγγέλλοντος, βασίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο γεγονός ότι στο δανικό δίπλωμά του οδηγήσεως αναγράφεται ως τόπος γεννήσεως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ήτοι τρίτη χώρα.

24.      Έχοντας αμφιβολίες ως προς το εάν η επίμαχη πρακτική συνιστά άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής, καθώς και ως προς το εάν είναι δυνατόν ενδεχομένως να επιτραπεί υπό το πρίσμα των υποχρεώσεων που επιβάλλονται, μεταξύ άλλων, στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα για την αποτροπή της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει η απαγόρευση των άμεσων διακρίσεων λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας 2000/43] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει την εν προκειμένω εφαρμοσθείσα πρακτική, σύμφωνα με την οποία σε πρόσωπα μη γεννημένα σε κάποια από τις σκανδιναβικές χώρες, σε κράτος μέλος, στην Ελβετία ή στο Λιχτενστάιν επιφυλάσσεται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνουν πρόσωπα γεννημένα σε μια από τις ανωτέρω χώρες τελούντα σε όμοια κατάσταση;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: συνιστά η πρακτική αυτή έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της [οδηγίας 2000/43] –εκτός εάν δικαιολογείται αντικειμενικά από θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία;

(3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, μπορεί η πρακτική αυτή να θεωρηθεί κατ’ αρχήν ως πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την τήρηση της αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 13 της [οδηγίας 2005/60];»

25.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Jyske Finans, το Βασίλειο της Δανίας και η Επιτροπή. Στις 12 Οκτωβρίου 2016, οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις.

III – Ανάλυση

26.      Με το πρώτο του προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η επίμαχη πρακτική συνιστά άμεση διάκριση κατά την οδηγία 2000/43. Κατόπιν, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα, το δικαστήριο αυτό ζητεί να διευκρινισθεί εάν η πρακτική αυτή συνιστά έμμεση διάκριση, εκτός εάν δικαιολογείται αντικειμενικά και δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας. Με το τρίτο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο υπέδειξε έναν πιθανό λόγο δικαιολογήσεως της επίμαχης πρακτικής, σε περίπτωση που κριθεί εκ πρώτης όψεως ότι αυτή εισάγει έμμεση διάκριση.

27.      Θα εξετάσω το ζήτημα της διακρίσεως, καθώς και το ζήτημα της δικαιολογήσεως, διαδοχικώς στα τμήματα A και B της παρούσας αναλύσεως.

 Α –      Το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υπεβλήθησαν

28.      Με τα πρώτα δύο προδικαστικά του ερωτήματα, στα οποία θα δώσω κοινή απάντηση, το αιτούν δικαστήριο κατ’ ουσίαν ερωτά εάν η επίμαχη πρακτική, βάσει της οποίας επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση στους πελάτες αναλόγως του τόπου γεννήσεώς τους, εισάγει άμεση ή έμμεση διάκριση κατά την οδηγία 2000/43.

29.      Κατ’ αρχάς, θα προβώ σε ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να θεμελιωθεί διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/43, αποκλειστικά βάσει του τόπου γεννήσεως ενός ατόμου. Οι παρατηρήσεις αυτές θα ληφθούν κατόπιν υπόψη κατά την εξέταση του ζητήματος εάν η επίμαχη πρακτική συνιστά άμεση ή έμμεση διάκριση επί της βάσεως αυτής.

1.      Γενικές παρατηρήσεις

30.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ορίζεται ως η απουσία άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως λόγω «φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής». Αυτά είναι τα δύο κριτήρια βάσει των οποίων η διαφορετική μεταχείριση ατόμων είναι παράνομη κατά την εν λόγω οδηγία.

31.      Ευθύς εξ αρχής, προκειμένου να αποτραπούν και να καταπολεμηθούν οι φυλετικές διακρίσεις, είναι απαραίτητο να οριστεί εκ προοιμίου η έννοια της «φυλής». Εντούτοις, ο εν λόγω ορισμός καθίσταται όλο και λιγότερο αποδεκτός στις σύγχρονες κοινωνίες (8). Ως εκ τούτου, με το πέρασμα του χρόνου η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φυλετικής καταγωγής έχει ενδεχομένως επισκιασθεί από τη λιγότερο σαφή και απτή έννοια της διακρίσεως λόγω εθνοτικής καταγωγής, η οποία, όπως εκτίθεται κάτωθι στο σημείο 35, αποτελεί μορφή φυλετικής διακρίσεως.

32.      Στην οδηγία 2000/43 δεν περιλαμβάνεται ο ορισμός της έννοιας της «εθνοτικής καταγωγής», και επομένως δεν δίνεται απάντηση στο ερώτημα εάν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ των δύο κριτηρίων που προεκτέθηκαν στο σημείο 30 και του τόπου γεννήσεως ενός ατόμου (9).

33.      Τούτο δεν προκαλεί έκπληξη. Η διατύπωση των κριτηρίων με τα οποία αποδίδεται η ουσία μιας εθνοτικής καταγωγής και η περιγραφή αυτού που τη διαφοροποιεί από άλλες εθνοτικές καταγωγές αποτελεί υπερβολικά μεγάλη πρόκληση για οποιονδήποτε. Όπως αναρωτήθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τι, παραδείγματος χάριν, καθιστά ένα άτομο «δανικής εθνοτικής καταγωγής», και πώς ένα τέτοιο άτομο διαφοροποιείται εθνοτικά από άλλα άτομα, όπως ένα άτομο «σουηδικής» ή «νορβηγικής» εθνοτικής καταγωγής –στον βαθμό που υφίστανται οι εν λόγω εθνοτικές καταγωγές; Δεν εναπόκειται σε εμένα να επιχειρήσω να επιλύσω το εν λόγω δυσχερές ζήτημα.

34.      Ωστόσο, δεδομένης της νομοθετικής σιωπής, ζητήθηκε από το Δικαστήριο να προβεί σε δεσμευτική ερμηνεία, όπως και έπραξε. Με την απόφαση CHEZ Razpredelenie Bulgaria, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της «εθνοτικής καταγωγής», ή εθνικότητας, «εκκινεί από την ιδέα ότι οι κοινωνικές ομάδες χαρακτηρίζονται ιδίως από κοινή εθνικότητα, θρησκευτική πίστη, γλώσσα, πολιτιστική προέλευση και παραδόσεις και κοινό περιβάλλον διαβιώσεως» (10).

35.      Προκειμένου να παράσχει τον εν λόγω ορισμό, το Δικαστήριο ακολούθησε τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), το οποίο αποφάνθηκε ότι «η εθνοτική καταγωγή και η φυλή είναι συναφείς έννοιες […] Η εθνοτική καταγωγή ανάγεται στην ιδέα ότι οι κοινωνικές ομάδες χαρακτηρίζονται ιδίως από κοινή εθνικότητα, θρησκευτική πίστη και γλώσσα, ή κοινή πολιτιστική προέλευση και παράδοση και κοινό περιβάλλον διαβιώσεως. Η διάκριση λόγω της εθνοτικής καταγωγής ενός ατόμου αποτελεί μορφή φυλετικής διακρίσεως» (11).

36.      Τα χαρακτηριστικά της «εθνοτικής καταγωγής», όπως ορίζονται στα ως άνω σημεία 34 και 35, δεν περιλαμβάνουν τον τόπο γεννήσεως ενός ατόμου. Ωστόσο, η χρήση του όρου «ιδίως» καταδεικνύει τον μη εξαντλητικό χαρακτήρα της απαριθμήσεως των παραγόντων αυτών. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ο τόπος γεννήσεως ενός ατόμου να αποτελεί παράγοντα αυτού του είδους, ή έστω παράγοντα που ασκεί κάποια επιρροή.

37.      Ωστόσο, οφείλω να τονίσω ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, ο τόπος γεννήσεως του καταγγέλλοντος είναι το αποκλειστικό κριτήριο βάσει του οποίου το Συμβούλιο ίσης μεταχειρίσεως και, κατόπιν, το Retten i Viborg (περιφερειακό δικαστήριο Viborg) έκριναν ότι η επίμαχη πρακτική συνιστά διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής, είτε άμεση είτε έμμεση. Η απόφανση αυτή εκκινεί από την παραδοχή ότι ο τόπος γεννήσεως ενός ατόμου λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της εθνοτικής καταγωγής του ατόμου αυτού, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/43.

38.      Ωστόσο, η ιδέα αυτή δεν βρίσκει έρεισμα στην οδηγία 2000/43.

39.      Η διάκριση λόγω του τόπου γεννήσεως αποτελεί αυτοτελές κριτήριο διακρίσεως, χωριστό από τα υπόλοιπα κριτήρια διακρίσεως, όπως η εθνοτική καταγωγή ή η ιθαγένεια. Τα κριτήρια αυτά δεν πρέπει να συγχέονται. Η οδηγία 2000/43 δεν παρέχει προστασία σε περιπτώσεις διακρίσεως βάσει κριτηρίων άσχετων προς τα προσωπικά χαρακτηριστικά που αυτή απαριθμεί (12).

40.      Παραδείγματος χάριν, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/43, η προστασία που παρέχεται με την οδηγία αυτή, η οποία έχει εφαρμογή τόσον στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα σε ευρύ φάσμα τομέων που απαριθμούνται στο άρθρο της 3, παράγραφος 1, δεν εκτείνεται στη διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας (13). Τούτο είναι σύμφωνο προς την ιδέα ότι η μια συγκεκριμένη ιθαγένεια μαρτυρά ελάχιστα ως προς την εθνοτική καταγωγή ενός ατόμου. Όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα στα σημεία 34 και 35 νομολογία, η «κοινή εθνικότητα» –ήτοι η εθνικότητα υπό την «εθνοτική» έννοια του όρου (14)– αποτελεί απλώς παράγοντα προσδιορισμού ορισμένης εθνοτικής καταγωγής.

41.      Κατά την άποψή μου, το ίδιο σκεπτικό ισχύει και ως προς το ζήτημα εάν η διάκριση λόγω του τόπου γεννήσεως ενός ατόμου συνιστά διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής. Ο τόπος γεννήσεως αποτελεί μεν ειδικό παράγοντα από τον οποίο συνάγεται ότι ένα άτομο ενδέχεται να ανήκει σε ορισμένη εθνοτική ομάδα, αλλά ουδόλως το προδιαγράφει. Παραδείγματος χάριν, ποια είναι η εθνοτική καταγωγή ατόμων από τρίτες χώρες που υιοθετήθηκαν και ήλθαν στην Ένωση ή στην ΕΖΕΣ; Τούτο δεν μπορεί να προβλεφθεί κατά γενικό τρόπο. Επιπλέον, καίτοι μια κοινωνική ομάδα μπορεί να θεωρηθεί χωριστή εθνοτική κοινότητα κυρίως βάσει της θρησκευτικής της πίστεως, των εθίμων και του τρόπου ζωής της (15), τι μαρτυρά ο τόπος γεννήσεως ατόμου που ανήκει σε μια τέτοια κοινότητα για την εθνοτική καταγωγή του ατόμου αυτού;

42.      Επιπροσθέτως, οφείλω να επισημάνω ότι η έννοια του «τόπου γεννήσεως» είναι ασαφής, αυτή καθ’ εαυτήν. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο όρος αυτός, όπως αναγράφεται στην άδεια οδηγήσεως του καταγγέλλοντος, ταυτίζεται με τη χώρα γεννήσεώς του –σε αντίθεση προς τον τόπο γεννήσεως της συντρόφου του. Από τη χρήση του κριτηρίου του «τόπου γεννήσεως» σε ολόκληρη τη χώρα ευχερώς συνάγεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει ορισμένη «κοινή εθνικότητα», η οποία περιλαμβάνεται στις ιδιότητες που αποτελούν ενδείξεις εθνοτικής καταγωγής κατά την προπαρατεθείσα στα σημεία 34 και 35 νομολογία. Ωστόσο, δεν υφίσταται κανένα νομικό έρεισμα για την ιδέα ότι σε κάθε κυρίαρχο κράτος αντιστοιχεί μία –και μόνο μία– εθνοτική καταγωγή.

43.      Τέλος, είναι αληθές ότι, όπως επισήμανε το Βασίλειο της Δανίας, το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων απαγορεύει τη διάκριση όχι μόνο λόγω φυλής ή εθνοτικής καταγωγής, αλλά και λόγω γεννήσεως. Εντούτοις, η εν λόγω χωριστή απαρίθμηση απλώς ενισχύει την ιδέα ότι οι έννοιες της «εθνοτικής καταγωγής» και της «γεννήσεως» διαφέρουν.

44.      Εξ αυτού συνάγω ότι, όπως αποδέχεται το Βασίλειο της Δανίας, τα κριτήρια της εθνοτικής καταγωγής και του τόπου γεννήσεως δεν συνδέονται αυτομάτως ούτε απαραιτήτως. Ο τόπος γεννήσεως ενός ατόμου ενδέχεται να αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την εξέταση του εάν το άτομο αυτό ανήκει σε ορισμένη εθνοτική ομάδα. Παρά ταύτα, δεν μπορεί να αποδειχθεί διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής αποκλειστικά βάσει του κριτηρίου του τόπου γεννήσεως ενός ατόμου.

2.      Συνιστά η επίμαχη πρακτική άμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43;

45.      Η διαπίστωση περί της υπάρξεως άμεσης διακρίσεως κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43 προϋποθέτει ότι η εθνοτική καταγωγή αποτέλεσε τη βάση της αποφάσεως να επιβληθεί η συγκεκριμένη μεταχείριση, ή, με άλλα λόγια, ότι αποδείχθηκε πως η επίμαχη μεταχείριση καθιερώθηκε και/ή διατηρήθηκε για λόγους σχετικούς με την εθνοτική καταγωγή (16).

46.      Προκειμένου να αιτιολογήσει την περί άμεσης διακρίσεως κρίση του, το Retten i Viborg (περιφερειακό δικαστήριο Viborg) τόνισε, κατ’ αρχάς, ότι η πλειονότητα των αιτούντων δάνειο ή χρηματοδότηση από την Jyske Finans διαμένουν στη Δανία και είναι Δανοί ως προς την εθνοτική τους καταγωγή, και, δεύτερον, ότι ως εκ τούτου η επίμαχη πρακτική συνεπάγεται ότι όσοι γεννήθηκαν σε τρίτες χώρες τυγχάνουν μεταχειρίσεως λιγότερο ευνοϊκής σε σχέση με όσους γεννήθηκαν στη Δανία. Κατόπιν, απεφάνθη ότι η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν βασίζεται στην ιθαγένεια των αιτούντων αυτών, «αλλά στη γεωγραφική προέλευση και συνεπώς στην εθνοτική τους καταγωγή» (η υπογράμμιση δική μου).

47.      Το σκεπτικό αυτό είναι εσφαλμένο για διάφορους λόγους.

48.      Κατ’ αρχάς, όπως συμπέρανα στο ως άνω σημείο 44, η διαφορετική μεταχείριση λόγω εθνοτικής καταγωγής δεν αποτελεί αυτόματη συνέπεια της διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω γεωγραφικής προελεύσεως ή τόπου γεννήσεως.

49.      Δεύτερον, η διαπίστωση ότι η πλειονότητα των ατόμων που γεννήθηκαν εκτός Δανίας δεν είναι «Δανοί ως προς την εθνοτική τους καταγωγή» –αν υποτεθεί ότι υπάρχει η εν λόγω εθνοτική καταγωγή– δεν επαρκεί, προκειμένου να αποδειχθεί ότι εχώρησε άμεση διάκριση. Εάν έχει κάποια σημασία, αυτή είναι μάλλον ότι αποτελεί ένδειξη έμμεσης διακρίσεως.

50.      Τέλος, είναι εσφαλμένος ο περιορισμός της συγκρίσεως που πρέπει να πραγματοποιηθεί στην κατάσταση των γεννηθέντων στη Δανία, αφενός, έναντι της καταστάσεως όσων γεννήθηκαν σε τρίτη χώρα, αφετέρου. Η επίμαχη πρακτική απλώς δεν περιορίζεται στις καταστάσεις αυτές. Αντιθέτως, η εφαρμογή του κατάλληλου κριτηρίου διακρίσεως κατά την οδηγία 2000/43 απαιτεί να εκτιμηθεί εάν η επίμαχη πρακτική περιλαμβάνει διαφορετική μεταχείριση λόγω εθνοτικής καταγωγής μεταξύ, αφενός, ενός ατόμου γεννημένου σε κράτος μέλος της Ένωσης ή κράτος της ΕΖΕΣ και, αφετέρου, ενός ατόμου γεννημένου σε τρίτη χώρα.

51.      Εν προκειμένω, με τη διάταξη περί παραπομπής δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη αποδείξεων περί του ότι η επίμαχη πρακτική καθιερώθηκε για λόγους σχετικούς με τη συγκεκριμένη εθνοτική καταγωγή των υποψηφίων δανειοληπτών.

52.      Ωστόσο, συγκεκριμένα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο της Δανίας υποστήριξε ότι είναι ενδεχομένως δυνατό να θεωρηθεί ότι η επίμαχη πρακτική εισάγει άμεση διάκριση, καθώς εν τοις πράγμασι έχει κατά κανόνα ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται υπόνοιες σε βάρος Δανών υπηκόων γεννημένων σε τρίτες χώρες, οι οποίοι, κατά την άποψη του εν λόγω κράτους μέλους, δεν είναι κατά κανόνα «δανικής εθνοτικής καταγωγής».

53.      Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, κατά την οδηγία 2000/43 είναι άνευ σημασίας ότι με την επίμαχη πρακτική επιφυλάσσεται στους Δανούς πολίτες που έχουν γεννηθεί σε τρίτες χώρες μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή απ’ ό,τι στους Δανούς πολίτες που έχουν γεννηθεί στην Ένωση ή στα κράτη της ΕΖΕΣ. Ούτε η ιθαγένειά τους ούτε ο τόπος γεννήσεώς τους αποτελεί προσωπικό χαρακτηριστικό προστατευόμενο από την οδηγία αυτή.

54.      Δεύτερον, η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία στηρίζεται στην πεπλανημένη πεποίθηση ότι ο τόπος γεννήσεως, η ιθαγένεια και η εθνοτική καταγωγή συμβαδίζουν. Για τον προεκτεθέντα στο σημείο 3 λόγο, αυτή πρέπει να απορριφθεί.

55.      Τέλος, το εν τοις πράγμασι αποτέλεσμα της επίμαχης πρακτικής δεν επαρκεί, προκειμένου να αποδειχθεί ότι εχώρησε άμεση διάκριση (17).

56.      Επί της βάσεως αυτής, φρονώ ότι η επίμαχη πρακτική δεν συνιστά άμεση διάκριση κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43. Ακολούθως, θα εξετάσω εάν η επίμαχη πρακτική εισάγει έμμεση διάκριση κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ.

3.      Συνιστά η επίμαχη πρακτική έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43;

57.      Προκειμένου ένα μέτρο να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, αρκεί ότι το εν λόγω μέτρο, καίτοι στηρίζεται σε ουδέτερα κριτήρια που δεν βασίζονται στην εθνοτική καταγωγή, κατ’ αποτέλεσμα θέτει σε μειονεκτική θέση ιδίως άτομα «συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής» (18). Η έμμεση διάκριση δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε πρόθεση εισαγωγής διακρίσεως (19). Μπορεί να αποδειχθεί με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, περιλαμβανόμενων και των στατιστικών στοιχείων (20).

58.      Κατά την εξέταση του ζητήματος εάν η εκ μέρους της Jyske Finans χρησιμοποίηση του ουδέτερου κριτηρίου του τόπου γεννήσεως εισάγει έμμεση διάκριση, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η στοχοποίηση όσων έχουν γεννηθεί εκτός της Ένωσης ή των κρατών της ΕΖΕΣ ενδέχεται κατά κανόνα να έχει αρνητικές συνέπειες για άτομα «συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής». Πράγματι, αυτή είναι η βασική θέση του Βασιλείου της Δανίας, το οποίο διατείνεται ότι η επιπρόσθετη απαίτηση που επιβάλλεται με την επίμαχη πρακτική θίγει όσους έχουν γεννηθεί σε τρίτες χώρες και, ως εκ τούτου, κυρίως άτομα «μη δανικής εθνοτικής καταγωγής».

59.      Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν ευσταθεί.

60.      Ακόμη και αν υποτεθεί, για τους σκοπούς της αναλύσεως, ότι το Βασίλειο της Δανίας ορθώς διατείνεται ότι τα άτομα που δεν έχουν γεννηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος δεν είναι κατά κανόνα «δανικής εθνοτικής καταγωγής», τούτο δεν επαρκεί για τη διαπίστωση της υπάρξεως έμμεσης διακρίσεως κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43. Πράγματι, προκειμένου να είναι λυσιτελής, η έννοια της έμμεσης διακρίσεως κατά τη διάταξη αυτή προϋποθέτει ότι το μέτρο που φέρεται να εισάγει διάκριση έχει ως αποτέλεσμα την περιέλευση μιας ορισμένης εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση. Με άλλα λόγια, η διάταξη αυτή απαιτεί τον προσδιορισμό της συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής (ή των εθνοτικών καταγωγών, εφόσον ορισμένη πρακτική θίγει διάφορες χωριστές εθνοτικές κοινότητες) στην οποία παρέχεται προστασία με την οδηγία αυτή και η οποία έτυχε λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως. Αντιθέτως προς την άποψη που εξέφρασε το Βασίλειο της Δανίας στο ως άνω σημείο 58, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει (αρνητική) προστασία από μέτρα που φέρονται να δημιουργούν πλεονέκτημα υπέρ ορισμένης εθνοτικής καταγωγής, χωρίς ταυτοχρόνως να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη εθνοτική καταγωγή που τίθεται σε μειονεκτική θέση. Υπό την έννοια αυτή, μολονότι το κείμενο του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 στην αγγλική και στη γερμανική γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί ασαφές επί του σημείου αυτού, στο κείμενο του άρθρου αυτού σε άλλες γλώσσες χρησιμοποιούνται ακριβέστεροι όροι, οι οποίοι καθιστούν σαφές το νόημα της διατάξεως αυτής (21) και έχουν έρεισμα στον σκοπό και στο γενικό σύστημα της οδηγίας (22). Ο σκοπός αυτός συνίσταται, κατά την αιτιολογική της σκέψη 17, «στην πρόληψη ή αντιστάθμιση της μειονεκτικής θέσης στην οποία περιέρχονται ομάδες προσώπων συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής» (η υπογράμμιση δική μου). Θα ήταν αντίθετη προς το γενικό σύστημα της οδηγίας 2000/43 η αφηρημένη εφαρμογή του άρθρου της 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, δεδομένου ότι κάθε άνθρωπος έχει μια εθνοτική καταγωγή, καίτοι η καταγωγή αυτή πρέπει ενδεχομένως να προσδιοριστεί με τον κατάλληλο τρόπο.

61.      Βεβαίως, προκειμένου να τύχει εφαρμογής η απαγόρευση της διακρίσεως λόγω εθνοτικής καταγωγής, δεν απαιτείται ούτε το θιγόμενο πρόσωπο να ανήκει πράγματι στην εθνοτική κοινότητα στην οποία επιφυλάσσεται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση (στην περίπτωση της «δυσμενούς διακρίσεως εξ αντανακλάσεως») (23) ούτε το θύμα να προσδιορίζεται με ακρίβεια (24). Ωστόσο, τούτο δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής κατά της οποίας στρέφεται το μέτρο το οποίο εισάγει διάκριση. Τούτο επιβεβαιώνεται στη νομολογία του Δικαστηρίου.

62.      Πράγματι, κατ’ αρχάς, μολονότι το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ρητώς επί του ζητήματος αυτού, στη νομολογία γίνεται επανειλημμένως μνεία περί «μισθωτών ορισμένης εθνοτικής ή φυλετικής καταγωγής», «προσώπων συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής», καθώς και «προσώπων της συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής» (η υπογράμμιση δική μου) (25).

63.      Δεύτερον, οι μείζονες υποθέσεις με αντικείμενο την οδηγία 2000/43, τις οποίες έχει κρίνει το Δικαστήριο, αφορούσαν στο σύνολό τους συγκεκριμένες ομάδες ατόμων, στις οποίες αναμφισβήτητα εκτεινόταν η προστασία από τις διακρίσεις κατά την οδηγία 2000/43 (26).

64.      Τρίτον, όπως κατά κύριο λόγο επισημάνθηκε από την Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εξέταση της ομοιότητας των περιπτώσεων δεν πρέπει να είναι γενική και αφηρημένη, αλλά ειδική και συγκεκριμένη, λαμβανομένης υπόψη της επίμαχης ευνοϊκής μεταχειρίσεως (27).

65.      Η άποψη αυτή δεν μπορεί να αντικρουσθεί με το επιχείρημα, το οποίο προέβαλε το Βασίλειο της Δανίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το ΕΔΔΑ έκρινε πρόσφατα, κατά πλειοψηφία, ότι οι εθνικές διατάξεις περί οικογενειακής επανενώσεως οι οποίες θίγουν κατά κανόνα άτομα «αλλοδαπής εθνοτικής καταγωγής» αντίκεινται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε συνδυασμό με το άρθρο της 14 (28). Η εν λόγω απόφαση αφορούσε τη διακριτική μεταχείριση των ίδιων των υπηκόων ενός κράτους βάσει του χρόνου που παρήλθε από την απόκτηση της ιθαγένειάς τους, και ως εκ τούτου ζήτημα ως προς το οποίο η οδηγία 2000/43 δεν παρέχει ευρύτερη προστασία σε σύγκριση με τη διάκριση λόγω του τόπου γεννήσεως ενός ατόμου. Επιπροσθέτως, ενώ από το γράμμα των εν λόγω διατάξεων της Συμβάσεως –ιδίως του άρθρου 14– δεν προκύπτει ότι είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής κατά της οποίας στρέφεται το μέτρο διακρίσεως, τούτο δεν ισχύει για το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43.

66.      Όσον αφορά το υπό κρίση ζήτημα, επισημαίνω ότι η μόνη σαφής πληροφορία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο συνίσταται στο ότι ο καταγγέλλων γεννήθηκε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Εν πάση περιπτώσει, η έλλειψη πληροφοριών δεν είναι καθοριστικής σημασίας: το εάν η επίμαχη πρακτική συνιστά έμμεση διάκριση πρέπει να εξετασθεί συγκεκριμένα σε σχέση με την πρακτική αυτή.

67.      Πράγματι, όπως φαίνεται, η επίμαχη πρακτική θίγει κατά τον ίδιο τρόπο όλες τις εθνοτικές καταγωγές, καθώς οι τρίτες χώρες εν δυνάμει περιλαμβάνουν κάθε εθνοτική καταγωγή στον κόσμο. Αποκλείεται, επομένως, η επίμαχη πρακτική να μπορεί να θίξει άτομα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής σε «πολύ μεγαλύτερο ποσοστό» σε σύγκριση με άλλα άτομα (29).

68.      Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι η επίμαχη πρακτική δεν εισάγει έμμεση διάκριση κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43.

4.      Προκαταρκτικό συμπέρασμα

69.      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η επίμαχη πρακτική δεν εμπίπτει στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ, ούτε στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43. Συνεπώς, παρέλκει η εξέταση του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος. Ωστόσο, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η επίμαχη πρακτική συνιστά έμμεση διάκριση, θα δώσω απάντηση στο ερώτημα αυτό στα κάτωθι σημεία 72 επ.

70.      Φρονώ επίσης ότι παρέλκει η εξέταση του επιχειρήματος που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η επίμαχη πρακτική συνιστά ενδεχομένως παράνομη διάκριση μεταξύ των πολιτών της Ένωσης βάσει του χρόνου κτήσεως της ιθαγένειάς τους (30). Κατ’ αρχάς, το αιτούν δικαστήριο δεν έχει υποβάλει το ερώτημα αυτό. Δεύτερον, το Δικαστήριο δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες, προκειμένου να αποφανθεί επί του επιχειρήματος αυτού, ούτε είχαν οι μετέχοντες στη διαδικασία, που απαριθμούνται στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, τη δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων επί του εν λόγω νέου επιχειρήματος, όπως δικαιούνται. Τέλος, και εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό δεν είναι λυσιτελές καθώς, αφενός, ο προφορικός ισχυρισμός της Επιτροπής αφορούσε συγκεκριμένα την ενδεχόμενη διάκριση μεταξύ Δανών υπηκόων. Ωστόσο, τούτο στηρίζεται εκ νέου σε εσφαλμένη οριοθέτηση της επίμαχης πρακτικής, η οποία δεν περιορίζεται στους υπηκόους αυτούς. Αφετέρου, η νομολογία που επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη της απόψεώς της αφορά πολίτες της Ένωσης οι οποίοι, αφού άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας, εγκαταστάθηκαν σε άλλο κράτος μέλος και πολιτογραφήθηκαν εκεί. Βάσει των πληροφοριών που έχω στη διάθεσή μου, τούτο δεν συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

71.      Μολονότι η ιδία πείρα διακριτικής μεταχειρίσεως την οποία απέκτησε ο καταγγέλλων λόγω της επίμαχης πρακτικής ενδέχεται να του προκάλεσε θυμό, εντούτοις δεν απαγορευόταν από την οδηγία 2000/43. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει επομένως να επιχειρήσει να απαγορεύσει την εν λόγω διακριτική μεταχείριση μέσω δικαστικής ερμηνευτικής κατασκευής, καθώς τούτο αποτελεί αρμοδιότητα που μπορεί να ασκηθεί προσηκόντως από τον νομοθέτη της Ένωσης, μέσω της διευρύνσεως του καταλόγου των κριτηρίων βάσει των οποίων παρέχεται προστασία από την εν λόγω οδηγία.

 Β –      Το τρίτο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα

72.      Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί εάν μια πρακτική όπως η επίμαχη μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη δυνάμει του άρθρου 13 της οδηγίας 2005/60, το οποίο θεσπίζει κανόνες περί της αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Το ζήτημα αυτό συνδέεται με το δεύτερο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα, καθώς αποτελεί μέρος του ερωτήματος εάν η επίμαχη πρακτική εισάγει έμμεση διάκριση. Αντιθέτως προς τις περιπτώσεις άμεσης διακρίσεως (31), κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, μιας εκ πρώτης όψεως περίπτωση έμμεσης διακρίσεως είναι δυνατό να αποφύγει τον χαρακτηρισμό αυτόν, εάν «δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία».

73.      Η Jyske Finans, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Δανίας, διατείνεται ότι η συμμόρφωση προς τους κανόνες περί αποτροπής της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας αποτελεί θεμιτό σκοπό που δύναται κατ’ αρχήν να δικαιολογήσει την επίμαχη πρακτική. Ωστόσο, υπάρχει διχογνωμία μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία ως προς το εάν η επίμαχη πρακτική είναι πρόσφορη και αναγκαία.

74.      H Jyske Finans υποστηρίζει ότι τούτο συμβαίνει, δεδομένης ιδίως της γενικής αξιολογήσεως του κινδύνου σχετικά με την οικεία χώρα (Βοσνία-Ερζεγοβίνη) και της ελλείψεως προσωπικής επαφής μεταξύ της Jyske Finans και του καταγγέλλοντος όταν συνήφθη η σύμβαση δανείου. Διατείνεται, περαιτέρω, ότι η επίμαχη πρακτική είναι πρόσφορη για τη διασφάλιση μεγαλύτερης ανιχνευσιμότητας, καθώς και της ορθής εξακριβώσεως της ταυτότητας των πελατών. Είναι επίσης πρόσφορη, καθώς καταδεικνύει την επιθυμία των υποψηφίων δανειοληπτών να δημιουργήσουν δεσμούς με κράτος μέλος της Ένωσης ή κράτος της ΕΖΕΣ αντί της χώρας γεννήσεώς τους, διασφαλίζοντας εν τέλει κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι η χορηγούμενη πιστωτική γραμμή δεν ρευστοποιείται μέσω της άμεσης πωλήσεως του οχήματος ούτε χρησιμοποιείται για τους σκοπούς των οποίων η αποτροπή επιδιώκεται με την οδηγία 2005/60. Επίσης, η Jyske Finans ισχυρίζεται ότι η επίμαχη πρακτική δεν στιγματίζει τον πελάτη, καθώς η πληροφορία ότι ο πελάτης γεννήθηκε σε τρίτη χώρα είναι απόρρητη και, ως εκ τούτου, το αίτημα προσκομίσεως διαβατηρίου δεν δημοσιοποιείται.

75.      Το Βασίλειο της Δανίας και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η επίμαχη πρακτική υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου. Ειδικότερα, το Βασίλειο της Δανίας διατείνεται ότι η οδηγία 2005/60 δεν συνδέει τον τόπο γεννήσεως ενός ατόμου με αυξημένο κίνδυνο νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας. Η θέσπιση τέτοιου συνδέσμου θα συνέβαλε στη δημιουργία γενικών υποψιών και στον στιγματισμό των πολιτών της Ένωσης ή των κρατών της ΕΖΕΣ που γεννήθηκαν εκτός αυτών.

76.      Ευθύς εξ αρχής, φρονώ ότι ο σκοπός που συνίσταται στην αποτροπή της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας δύναται, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσει μέτρο έμμεσης διακρίσεως: με την απόφαση CHEZ Razpredelenie Bulgaria, το Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει ότι η αποτροπή της απάτης και των καταχρήσεων αποτελεί θεμιτό σκοπό υπό το πρίσμα του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 (32). Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αποτελεί μια μορφή απάτης και καταχρήσεως. Επιπροσθέτως, η αποτροπή και η καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας αποτελούν θεμιτούς σκοπούς, οι οποίοι δύνανται, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας (33) και των οποίων μπορεί, επομένως, να γίνει επίκληση για τους σκοπούς της οδηγίας 2000/43.

77.      Πρέπει ακόμη να εξεταστεί εάν η επίμαχη πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από τον σκοπό αυτό, καθώς και εάν τα μέσα που παρέχει για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

78.      Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι, με την απόφαση Safe Interenvios (34), το Δικαστήριο παρέσχε διευκρινίσεις όσον αφορά τη δυνατότητα ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος να εφαρμόζει μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τους πελάτες του δυνάμει της οδηγίας 2005/60 και, ιδίως, όσον αφορά τα όρια της δυνατότητας αυτής.

79.      Κατ’ αρχάς, από τη χρήση του όρου «τουλάχιστον» στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/60 έπεται ότι οι περιπτώσεις που εκτίθενται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου αυτού δεν απαριθμούνται περιοριστικώς, καθώς και ότι είναι δυνατό να ανακύψουν και άλλες περιπτώσεις στις οποίες είναι ενδεχομένως αναγκαία η εφαρμογή, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη (35).

80.      Δεύτερον, η οδηγία 2005/60 είναι οδηγία ελάχιστης εναρμονίσεως. Ακόμη και στην περίπτωση που κράτος μέλος έχει ορθά μεταφέρει το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής στο εθνικό δίκαιο, το άρθρο της 5 του επιτρέπει να θεσπίσει ή να διατηρήσει σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις, εφόσον με τις διατάξεις αυτές επιδιώκεται η ενίσχυση της καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας (36).

81.      Τρίτον, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να ασκήσει την εξουσία του εφαρμογής μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας κατά την οδηγία 2005/60, σε συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ένωσης (37). Εφόσον η νομοθεσία κράτους μέλους αναθέτει την εν λόγω εξουσία στα ιδρύματα και στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/60, η εν λόγω απαίτηση τυγχάνει εφαρμογής και ως προς αυτά.

82.      Τέταρτον, τα κράτη μέλη δύνανται να προσδιορίσουν συγκεκριμένα μέτρα που πρέπει να εφαρμοσθούν σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις ή να αναθέσουν στα ιδρύματα και στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/60 την εξουσία εφαρμογής, βάσει κατάλληλης εκτιμήσεως κινδύνου, του μέτρου που κρίνουν ως ανάλογο προς τον υφιστάμενο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κίνδυνο. Η εκτίμηση της υπάρξεως και του επιπέδου του κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, όσον αφορά έναν πελάτη, μια επιχειρηματική σχέση, έναν λογαριασμό, ένα προϊόν ή μια συναλλαγή (αναλόγως της περιπτώσεως), είναι αποφασιστικής σημασίας. Εφόσον δεν υφίσταται κίνδυνος νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, δεν είναι δυνατή η ανάληψη αποτρεπτικής δράσεως επί της βάσεως αυτής. Επιπλέον, χωρίς να προβεί στην εκτίμηση αυτή, το οικείο κράτος μέλος ή, αναλόγως της περιπτώσεως, το ίδρυμα ή το πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δεν μπορεί να αποφασίσει ποια μέτρα θα εφαρμόσει σε συγκεκριμένη περίπτωση (38).

83.      Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, επισημαίνω ότι από τη διατύπωση του τρίτου υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος συνάγεται ότι αμφισβητείται μάλλον η νομιμότητα της επίμαχης πρακτικής, παρά η συγκεκριμένη εφαρμογή της στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης. Συναφώς, όπως τονίσθηκε ανωτέρω, ο μετά βεβαιότητας εντοπισμός του θύματος δεν αποτελεί προϋπόθεση της εν λόγω εκτιμήσεως (39). Επομένως, το γεγονός ότι μπορεί να ήταν νόμιμη η απαίτηση συμπληρωματικών πληροφοριών από τον καταγγέλλοντα λόγω ενός φερόμενου αυξημένου κινδύνου νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας που συνδέεται με τη χώρα γεννήσεώς του, ήτοι τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, είναι απολύτως τυχαίο. Εν πάση περιπτώσει, η Jyske Finans δεν ισχυρίζεται ότι πραγματοποίησε συγκεκριμένη εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου στην υπόθεση της κύριας δίκης.

84.      Το κύριο επιχείρημα της Jyske Finans συνίσταται κατά βάση στο ότι ζήτησε την προσκόμιση συμπληρωματικών εγγράφων από τον καταγγέλλοντα, προκειμένου να συμμορφωθεί προς τους κανόνες για την αποτροπή της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας. Ωστόσο, η Jyske Finans δεν προσδιορίζει λόγω ποιας εκ των περιστάσεων που συνεπάγονται την εφαρμογή μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας, όπως προβλέπονται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2005/60, υποχρεώθηκε να προβεί συγκεκριμένα στην ενέργεια αυτή. Επιπροσθέτως, χωρίς να απαιτείται να δοθεί δεσμευτική ερμηνεία ως προς το εάν το άρθρο 19 του νόμου κατά της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες βαίνει πέραν των ελάχιστων απαιτήσεων που απορρέουν από την οδηγία 2005/60, δεν είναι υπερβολή να θεωρηθεί ότι –όπως εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επιβεβαιώσει– πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στις παραγράφους του 2 έως 4, η εν λόγω διάταξη δεν απαιτεί αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά μάλλον επιτρέπει στα πρόσωπα και στις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού να εφαρμόζουν τέτοιου είδους μέτρα σε καταστάσεις που ενέχουν, αυτές καθ’ εαυτές, αυξημένο κίνδυνο νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας. Επομένως, φρονώ ότι το ζήτημα που ανακύπτει δεν συνίσταται στο εάν η Jyske Finans ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει την πρόσθετη απαίτηση στο πλαίσιο τη επίμαχης πρακτικής, αλλά στο εάν είχε την ευχέρεια να το πράξει.

85.      Στο πλαίσιο αυτό, η επίμαχη πρακτική μπορεί κατά την άποψή μου να θεωρηθεί αντικειμενικώς δικαιολογημένη, πρόσφορη και αναγκαία δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, μόνον εφόσον είναι σύμφωνη προς τις αρχές που απορρέουν από την απόφαση Safe Interenvios (40), οι οποίες προπαρατέθηκαν περιληπτικώς στα σημεία 79 έως 82. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει εάν τούτο συμβαίνει. Πάντως, το Δικαστήριο δύναται να του παράσχει καθοδήγηση, προκειμένου να συμβάλει στην εκ μέρους του επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς (41).

86.      Οφείλω να τονίσω ότι ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κάλλιστα έχει δικαίωμα, ενδεχομένως δε και υποχρέωση, να εφαρμόσει μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας, εφόσον ανιχνευθεί αυξημένος κίνδυνος νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας βάσει, μεταξύ άλλων, του είδους του πελάτη, της χώρας, του προϊόντος ή της συναλλαγής. Δεν αποκλείω εντελώς ότι ενδέχεται ακόμη, αναλόγως των περιστάσεων, να μπορεί ο κίνδυνος αυτός να συναχθεί αποκλειστικά από τον τόπο γεννήσεως του πελάτη, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των σχετικών συστάσεων της ομάδας χρηματοοικονομικής δράσεως (στο εξής: FATF) (42).

87.      Εντούτοις, υπενθυμίζω ότι, οσάκις εκ πρώτης όψεως υφίσταται έμμεση διακριτική μεταχείριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, η έννοια της «αντικειμενικής δικαιολογήσεως» πρέπει να ερμηνεύεται στενά (43).

88.      Ο ισχυρισμός της Jyske Finans ότι η επίμαχη πρακτική είναι πρόσφορη, καθώς οι γεννημένοι σε τρίτες χώρες πελάτες έχουν περισσότερες πιθανότητες χρήσεως των περιουσιακών στοιχείων ως προς τα οποία χορηγείται πιστωτική γραμμή για τη χρηματοδότηση των σκοπών την πρόληψη των οποίων επιδιώκει η οδηγία 2005/60, απλώς δεν ενισχύεται από αποδεικτικά στοιχεία. Κατ’ ελάχιστο, η Jyske Finans πρέπει να αποδείξει αντικειμενικώς την πραγματική ύπαρξη και την έκταση της συμπεριφοράς με την οποία υλοποιείται η επίμαχη πρακτική, καθώς και να τεκμηριώσει με ακρίβεια γιατί η εν λόγω συμπεριφορά ενδέχεται να συνεχιστεί ελλείψει της πρακτικής αυτής. Ιδίως, η Jyske Finans δεν επιτρέπεται να στηρίξει τη δικαιολόγησή της σε γενικούς ισχυρισμούς ή αναπόδεικτες διαπιστώσεις (44). Συναφώς, καίτοι είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι η εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφοι 2 έως 6, της εν λόγω οδηγίας εμμέσως βασίζεται σε στερεότυπα σχετικά με ορισμένα πρόσωπα ή συναλλαγές (δημιουργία προφίλ), αντιθέτως προς την επίμαχη πρακτική, η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων όντως προϋποθέτει ατομική εκτίμηση.

89.      Επιπροσθέτως, η επίμαχη πρακτική υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού της συμβολής στην καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομη δραστηριότητα και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, καθώς εφαρμόζεται αδιακρίτως σε κάθε πρόσωπο που έχει γεννηθεί σε τρίτη χώρα. Τούτο συνεπάγεται την εφαρμογή μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας υπό συνθήκες που δεν προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφοι 2 έως 6, της οδηγίας 2005/60, άνευ οποιασδήποτε εξατομικευμένης εκτιμήσεως κινδύνου. Η διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίζεται στα ιδρύματα και στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/60 ως προς την εφαρμογή μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας σε περιπτώσεις στις οποίες τούτο δεν είναι υποχρεωτικό δεν δύναται να ασκηθεί κατά τρόπο που θα αναιρούσε την παρεχόμενη από την οδηγία 2000/43 προστασία.

90.      Όσον αφορά την ανάγκη διατηρήσεως της επίμαχης πρακτικής λόγω της ελλείψεως προσωπικής επαφής μεταξύ της Jyske Finans και των πελατών της, από την κατατεθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι η ίδια η Jyske Finans εξέφρασε την άποψη, σε διαθέσιμο στο διαδίκτυο έγγραφο που περιλαμβάνει γενική περιγραφή της μεθόδου της εκ μέρους της συμμορφώσεως με τον νόμο κατά της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ότι ο κίνδυνος νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας είναι εν γένει σχετικώς περιορισμένος σε σχέση με το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Η περί αυτού αιτιολογία συνίστατο, μεταξύ άλλων, στο ότι η επίμαχη χρηματοδότηση περιορίζεται στην αγορά κινητών πραγμάτων, καθώς και στο ότι έχει προϋπάρξει επαφή μεταξύ του πελάτη και της αντιπροσωπείας πωλήσεως αυτοκινήτων (ο τελευταίος μάλιστα είναι συχνά ο ίδιος πελάτης της Jyske Finans). Στο πλαίσιο αυτό, ο ισχυρισμός της Jyske Finans περί κινδύνου λόγω ελλείψεως προσωπικής επαφής ενέχει αντιφάσεις.

91.      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Jyske Finans, οσάκις ζητεί από πελάτη να προσκομίσει διαβατήριο στο πλαίσιο της επίμαχης πρακτικής, ουδόλως το δημοσιοποιεί, οπότε η απαίτηση αυτή δεν συνεπάγεται τον στιγματισμό του, το επιχείρημα αυτό μάλλον παρέχει απάντηση στο ερώτημα εάν η επίμαχη πρακτική εισάγει διάκριση. Συναφώς, όπως επισήμανε η Επιτροπή, η οδηγία 2000/43 ούτε θέτει ένα ελάχιστο όριο κάτω από το οποίο δεν παρέχεται η προβλεπόμενη προστασία (45) ούτε προϋποθέτει τη δημοσιοποίηση της δυσμενούς μεταχειρίσεως, προκειμένου αυτή να χαρακτηρισθεί ως εισάγουσα διάκριση (46).

92.      Συνεπώς, φρονώ ότι η επίμαχη πρακτική δεν είναι ούτε αντικειμενικώς δικαιολογημένη από τον σκοπό που συνίσταται στην αποτροπή της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας ούτε αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει επί του ζητήματος αυτού, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, καθώς και τον κανόνα περί αντιστροφής του βάρους αποδείξεως που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2000/43.

93.      Πάντως, το ζήτημα αυτό πρέπει να επιλυθεί από το αιτούν δικαστήριο μόνο στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφανθεί ότι η επίμαχη πρακτική εισάγει έμμεση διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής, πράγμα το οποίο κατά την άποψή μου δεν ισχύει.

IV – Πρόταση

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα υποβληθέντα από το Vestre Landsret (Εφετείο Δυτικής Δανίας, Δανία) προδικαστικά ερωτήματα την απάντηση ότι, κατά την ορθή ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, η έννοια της διακρίσεως λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά την εν λόγω οδηγία δεν περιλαμβάνει την πρακτική χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, στο πλαίσιο τη οποίας, εφόσον στην άδεια οδηγήσεως ενός πελάτη αναγράφεται τόπος γεννήσεως που δεν βρίσκεται σε κράτος μέλος της Ένωσης ούτε σε κράτος της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), απαιτείται ο πελάτης αυτός να προσκομίσει διαβατήριο εκδοθέν από μια εκ των χωρών αυτών ή, εφόσον τούτο δεν είναι δυνατόν, να προσκομίσει διαβατήριο και έγκυρη άδεια παραμονής.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 –      Ήτοι, η Δανία, η Ισλανδία, η Νορβηγία, η Σουηδία και η Φινλανδία.


3 –      Από κοινού, οι εν λόγω χώρες αποτελούν τα κράτη μέλη της Ένωσης και τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ). Στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων, θα καλώ τις χώρες που δεν είναι ούτε κράτη μέλη της Ένωσης ούτε κράτη της ΕΖΕΣ «τρίτες χώρες», και τους πολίτες τους «υπηκόους τρίτης χώρας».


4 –      Οδηγία του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ 2000, L 180, σ. 22).


5 –      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2005, L 309, σ. 15), όπως τροποποιήθηκε.


6 –      Lovbekendtgørelse nr. 438 af 16. maj 2012, Lovtidende 2012 A, med senere ændringer (κωδικοποιημένος νόμος αριθ. 438 της 16ης Μαΐου 2012, όπως τροποποιήθηκε).


7 –      Lovbekendtgørelse nr. 806 af 6. august 2009, Lovtidende 2009 A (κωδικοποιημένος νόμος αριθ. 806 της 6ης Αυγούστου 2009).


8 –      Από την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2000/43 προκύπτει ότι η Ένωση απορρίπτει θεωρίες με τις οποίες επιχειρείται η απόδειξη της υπάρξεως διαφορετικών ανθρώπινων φυλών, και η χρήση του όρου «φυλετική καταγωγή» στην οδηγία αυτή δεν συνεπάγεται την αποδοχή των θεωριών αυτού του είδους.


9 –      H αιτιολογική έκθεση που περιλαμβάνεται στην πρόταση της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 1999, για την έκδοση οδηγίας του Συμβουλίου περί της εφαρμογής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ανεξάρτητα από τη φυλετική ή εθνική τους καταγωγή [COM(1999) 566 τελικό], δεν είναι διαφωτιστική συναφώς.


10 –      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 46).


11 –      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Δεκεμβρίου 2009, Sejdić και Finci κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, CE:ECHR:2009:1222JUD002799606, § 43. Με την απόφασή του της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Timishev κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2005:1213JUD005576200, § 55, το ΕΔΔΑ περιέλαβε επίσης την «ιδιότητα του μέλους ορισμένης φυλής» στα χαρακτηριστικά της εθνοτικής καταγωγής μιας κοινωνικής ομάδας.


12 –      Βλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2011, Agafiţei κ.λπ. (C‑310/10, EU:C:2011:467, σκέψη 32), σχετικά με τη διάκριση λόγω της «κοινωνικο-επαγγελματικής κατηγορίας» ενός ατόμου. Επιπροσθέτως, η οδηγία 2000/43 δεν καλύπτει περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της. Βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 47), σχετικά με τις εθνικές διατάξεις που διέπουν τον τρόπο αναγραφής των επωνύμων και των ονομάτων σε ληξιαρχικές πράξεις.


13 –      Απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 49). Ως εκ τούτου, στην αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2000/43 προβλέπεται ότι «πρέπει να απαγορεύεται σε όλη την [Ένωση] κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε ό,τι αφορά τους τομείς που καλύπτονται από την [οδηγία αυτή]. Η απαγόρευση των διακρίσεων πρέπει να εφαρμόζεται και σε υπηκόους τρίτων χωρών, αλλά δεν καλύπτει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας και δεν θίγει τις διατάξεις που ρυθμίζουν την είσοδο και την παραμονή υπηκόων τρίτων χωρών και την πρόσβασή τους στην απασχόληση και την επαγγελματική δραστηριότητα».


14 –      Εξ απόψεως ορολογίας, ο όρος «υπηκοότητα», ήτοι η ιδιότητα ενός ατόμου που αναγνωρίζεται, είτε εθιμικώς είτε κατά τις κείμενες διατάξεις, ως υποκείμενο του δικαίου ενός κυρίαρχου κράτους ή μιας κοινοπολιτείας, δεν έχει την ίδια έννοια με την «εθνικότητα».


15 –      Σε ορισμένες έννομες τάξεις, φαίνεται πως τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για τον εβραϊκό λαό ή για την κοινότητα των Σιχ. Βλ. Bell, M., Racism and Equality in the European Union, Oxford Studies in European Law, Οξφόρδη, 2008, σ. 16.


16 –      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψεις 76, 91 και 95). Όσον αφορά την κριτική κατά της προϋποθέσεως της υπάρξεως προθέσεως, βλ. Cahn, C., «Court of Justice of the EU Rules Collective and Inaccessible Electrical Metres Discriminate against Roma: CHEZ Razpredelenie Bulgaria AD v. Komisia za zashita ot diskiminatsia (C‑83/14)», European Journal of Migration and Law, τόμος 18, τεύχος αριθ. 1, Koninklijke Brill NV, Leiden, 2016, σ. 123 και 124.


17 –      Βλ., ομοίως, τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:170, σημείο 87).


18 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 96).


19 –      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Νοεμβρίου 2007, D.H. κ.λπ. κατά Δημοκρατίας της Τσεχίας, CE:ECHR:2007:1113JUD005732500, § 184, σχετικά με την οδηγία 2000/43.


20 –      Απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Meister (C‑415/10, EU:C:2012:217, σκέψη 43).


21 –      Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για το κείμενο του άρθρου στις εξής γλώσσες: τη δανική («[…] personer af en bestemt race eller etnisk oprindelse […]»)· την ισπανική («[…] personas de un origen racial o étnico concreto […]»)· τη γαλλική («[…] des personnes d’une race ou d’une origine ethnique donnée […]»)· την ιταλική («[…] persone di unadeterminata razza od origine etnica […]»)· την ολλανδική («[…] personen van een bepaald ras of een bepaalde etnische afstamming […]»)· την πορτογαλική («[…] pessoas de umadada origem racial ou étnica […]»)·τη ρουμανική («[…] persoană, de o anumită rasă sau origine etnică […]»)· τη φινλανδική («[…] tiettyä rotua tai etnistä alkuperää olevat henkilöt …») και τη σουηδική («[…] personer av en viss ras eller ettvisst etniskt ursprung […]») (η υπογράμμιση δική μου). Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα περιέχει τη διατύπωση «[…] Personen, die einer Rasse oder ethnischen Gruppe angehören […]», ενώ το κείμενο στην αγγλική γλώσσα έχει, όπως προεκτέθηκε, ως εξής: «persons of a racial or ethnic origin».


22 –      Σχετικά με τις γλωσσικές διαφορές στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης, βλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Breitsamer και Ulrich (C‑113/15, EU:C:2016:718, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


23 –      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 56).


24 –      Απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Feryn (C‑54/07, EU:C:2008:397, σκέψεις 23 και 25).


25 –      Βλ., αντιστοίχως, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Feryn (C‑54/07, EU:C:2008:397, σκέψη 31), και της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψεις 100 και 107).


26 –      Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291), αφορούσε άτομο που ανήκε στην πολωνική μειονότητα στη Δημοκρατία της Λιθουανίας (βλ. σκέψη 15). Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480), αφορούσε διάκριση κατά ατόμων που ανήκαν στην κοινότητα των Ρομά (βλ. σκέψεις 30 και 46). Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Feryn (C‑54/07, EU:C:2008:397), οι επίμαχες δηλώσεις απευθύνθηκαν σε άτομα μαροκινής καταγωγής· βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Feryn (C‑54/07, EU:C:2008:155, σημεία 1, 3 και 4). Μολονότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Meister (C‑415/10, EU:C:2012:217), αφορούσε Ρωσίδα υπήκοο (την οποία ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi περιέγραψε στις προτάσεις του στην υπόθεση Meister, C‑415/10, EU:C:2012:8, σημείο 9, ως ρωσικής καταγωγής), ζητήθηκε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τους περί αποδείξεως κανόνες της οδηγίας 2000/43 και όχι να κρίνει εάν το πρόσωπο αυτό είχε υποστεί διάκριση λόγω της εθνοτικής της καταγωγής.


27 –      Βλ., όσον αφορά την ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, την απόφαση της 10ης Μαΐου 2011, Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψη 42).


28 –      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Μαΐου 2016, Biao κατά Δανίας, CE:ECHR:2016:0524JUD003859010, βλ. §§ 112 και 114.


29 –      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 107).


30 –      Προς στήριξη τούτου, η Επιτροπή παρέθεσε τις αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 1983, Auer (271/82, EU:C:1983:243), της 23ης Φεβρουαρίου 1994, Scholz (C‑419/92, EU:C:1994:62), καθώς και της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann (C‑135/08, EU:C:2010:104). Συναφώς, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτών της Ένωσης έχει εφαρμογή σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις.


31 –      Η άμεση διάκριση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/43· βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 18. Συναφώς, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι «η διακριτική μεταχείριση η οποία στηρίζεται αποκλειστικά ή σε αποφασιστικό βαθμό στην εθνοτική καταγωγή ενός ατόμου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία που βασίζεται στις αρχές του πολυφωνίας και του σεβασμού των διαφορετικών πολιτισμών», βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2009, Sejdić και Finci κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, CE:ECHR:2009:1222JUD002799606, § 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


32 –      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψεις 113 και 114).


33 –      Απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvios (C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 102 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


34 –      Απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvios (C‑235/14, EU:C:2016:154).


35 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvios (C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψεις 72 και 73).


36 –      Απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvios (C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


37 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvios (C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψεις 96 και 100).


38 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvios (C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψεις 106 έως 108).


39 –      Απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Feryn (C‑54/07, EU:C:2008:397, σκέψεις 23 και 25).


40 –      Απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvios (C‑235/14, EU:C:2016:154).


41 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2016, Maya Marinova (C‑576/15, EU:C:2016:740, σκέψη 46).


42 –      Κατά την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2005/60, «[η] δράση [της Ένωσης] θα πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει υπόψη ιδιαίτερα τις συστάσεις της [FATF], η οποία αποτελεί τον κυριότερο διεθνή φορέα που ενεργοποιείται για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας».


43 –      Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 112).


44 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψεις 115 έως 118).


45 –      Παραδείγματος χάριν, με τον όρο «particular disadvantage» που χρησιμοποιείται στο κείμενο του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 στην αγγλική γλώσσα απλώς νοείται η μειονεκτική θέση· βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψεις 96 και 99).


46 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Meister (C‑415/10, EU:C:2012:217), σχετικά με τη μη γνωστοποίηση των λόγων περί μη προσλήψεως υποψηφίου για θέση εργασίας, καίτοι, όπως προαναφέρθηκε, δεν ζητήθηκε από το Δικαστήριο να εξετάσει εάν στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως εχώρησε διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής.