Language of document : ECLI:EU:T:2016:107

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 26ης Φεβρουαρίου 2016 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Προσχώρηση της Κροατίας στην Ένωση – Κατάργηση πριν την προσχώρηση εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει τη δημιουργία σώματος αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων – Ζημία που υπέστησαν όσοι είχαν προηγουμένως διοριστεί ως αρμόδιοι για την εκτέλεση δημόσιοι υπάλληλοι – Παράλειψη της Επιτροπής να λάβει μέτρα για την τήρηση των δεσμεύσεων που απορρέουν από την προσχώρηση – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Άρθρο 36 της Πράξεως Προσχωρήσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑546/13, T‑108/14 και T‑109/14,

Ante Šumelj, κάτοικος Ζάγκρεμπ (Κροατία), και λοιποί ενάγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενοι από τον M. Krmek, δικηγόρο,

ενάγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την K. Ćutuk και τον G. Wils καθώς και, στις υποθέσεις T‑546/13 και T‑108/14, από την S. Ječmenica,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι ενάγοντες λόγω της υπαίτιας συμπεριφοράς της Επιτροπής κατά την εκ μέρους της παρακολούθηση της τηρήσεως από την Δημοκρατία της Κροατίας των δεσμεύσεων που απορρέουν από την προσχώρηση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, S. Gervasoni (εισηγητή) και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: S. Bukšek Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 36 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας και των προσαρμογών της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2012, L 112, σ. 21, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως), που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Κροατίας, σχετικά με την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2012, L 112, σ. 10, στο εξής: Συνθήκη Προσχωρήσεως), ορίζει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς όλες τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Κροατία κατά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, συμπεριλαμβανομένων των δεσμεύσεων που πρέπει να εκπληρωθούν πριν ή έως και την ημερομηνία προσχώρησης. Η παρακολούθηση της Επιτροπής θα συνίσταται σε πίνακες παρακολούθησης που θα ενημερώνονται τακτικά, στο διάλογο στο πλαίσιο της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Κροατίας, αφετέρου […], σε αποστολές αξιολόγησης από ομοτίμους, στο προενταξιακό οικονομικό πρόγραμμα, σε δημοσιονομικές κοινοποιήσεις και, εφόσον είναι αναγκαίο, σε επιστολές έγκαιρης προειδοποίησης στις κροατικές αρχές. Το φθινόπωρο του 2011 η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση προόδου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Το φθινόπωρο του 2012 η Επιτροπή θα υποβάλει συνολική έκθεση παρακολούθησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Σε όλη τη διαδικασία παρακολούθησης, η Επιτροπή θα αξιοποιεί επίσης στοιχεία των κρατών μελών και θα λαμβάνει υπόψη της ενδεχομένως εισηγήσεις διεθνών οργανισμών και οργανισμών της κοινωνίας των πολιτών.

Η παρακολούθηση της Επιτροπής θα επικεντρωθεί ειδικότερα σε δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Κροατία στον τομέα της δικαιοσύνης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων (Παράρτημα VII), περιλαμβανομένης της συνεχιζόμενης ενίσχυσης των επιδόσεων όσον αφορά τη μεταρρύθμιση και την αποδοτικότητα της δικαιοσύνης, τον αμερόληπτο χειρισμό υποθέσεων εγκλημάτων πολέμου, και την καταπολέμηση της διαφθοράς.

[...]

Η Επιτροπή θα εκδίδει εξαμηνιαίες αξιολογήσεις μέχρι την προσχώρηση της Κροατίας σχετικά με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Κροατία σε αυτούς τους τομείς ως αναπόσπαστο μέρος των τακτικών πινάκων και εκθέσεων παρακολούθησης που καταρτίζει.

2.      Το Συμβούλιο δύναται να λαμβάνει, με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής, όλα τα κατάλληλα μέτρα, εάν κατά τη διαδικασία παρακολούθησης εντοπιστούν ζητήματα που εμπνέουν ανησυχία. Τα μέτρα παραμένουν σε ισχύ μόνον επί όσο διάστημα είναι απολύτως απαραίτητο, και, εν πάση περιπτώσει, αίρονται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με την ίδια διαδικασία, μόλις αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα ζητήματα που προκάλεσαν ανησυχία.»

2        Στο παράρτημα VII της Πράξεως Προσχωρήσεως, που φέρει τον τίτλο «Ειδικές δεσμεύσεις που ανέλαβε η Δημοκρατία της Κροατίας κατά τις ενταξιακές της διαπραγματεύσεις (μνημονεύονται στο Άρθρο 36, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο της Πράξης Προσχώρησης)», ορίζονται τα εξής:

«1.      Να συνεχίσει να εξασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής και του σχεδίου δράσης της για τη δικαστική μεταρρύθμιση.

2.      Να συνεχίσει να κατοχυρώνει την ανεξαρτησία, την υποχρέωση λογοδοσίας, την αμεροληψία και τον επαγγελματισμό του δικαστικού σώματος.

3.      Να συνεχίσει να βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.

[...]

6.      Να εξακολουθήσει να βελτιώνει τις επιδόσεις της όσον αφορά τα ενισχυμένα μέτρα πρόληψης για την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη σύγκρουση συμφερόντων.

[...]

9.      Να συνεχίσει να βελτιώνει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

[...]»

3        Το άρθρο 36 της Πράξεως Προσχωρήσεως ισχύει, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, της Συνθήκης Προσχωρήσεως, από την ημερομηνία υπογραφής της εν λόγω Συνθήκης, ήτοι από τις 9 Δεκεμβρίου 2011.

 Ιστορικό της διαφοράς

4        Ενόψει της προσχωρήσεώς της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Δημοκρατία της Κροατίας υπέγραψε, στις 29 Οκτωβρίου 2001, τη συμφωνία σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Κροατίας, αφετέρου (ΕΕ 2005, L 26, σ. 3), με την οποία δεσμεύτηκε, μεταξύ άλλων, να σέβεται τις δημοκρατικές αρχές, τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και να τηρεί τις αρχές του διεθνούς δικαίου και του κράτους δικαίου.

5        Κατόπιν της θετικής γνώμης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την τήρηση των απαιτουμένων για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων κριτηρίων, οι διαπραγματεύσεις που αφορούσαν το κεφάλαιο 23 των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιοσύνη και θεμελιώδη δικαιώματα», άρχισαν κατά τη διακυβερνητική διάσκεψη της 30ής Ιουνίου 2010.

6        Σε συνέχεια του αναθεωρημένου σχεδίου δράσεως για τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης της 20ής Μαΐου 2010 (στο εξής: σχέδιο δράσεως 2010) που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία σώματος αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων, το Κοινοβούλιο της Κροατίας εξέδωσε στις 23 Νοεμβρίου 2010 τον Ovršni zakon (νόμο περί αναγκαστικής εκτελέσεως) (NN 139/10, στο εξής: νόμος περί αναγκαστικής εκτελέσεως) και τον Zakon o javnim ovršiteljima (νόμο περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων) (NN 139/10, στο εξής: νόμος περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων), που καθιέρωσαν νέο καθεστώς εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων. Κατά το άρθρο 122 του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων, ορισμένες διατάξεις του εν λόγω νόμου επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2012, ενώ άλλες διατάξεις επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ένωση. Το Κοινοβούλιο της Κροατίας υιοθέτησε επίσης στις 15 Δεκεμβρίου 2010 τη στρατηγική για τη δικαστική μεταρρύθμιση κατά την περίοδο 2011-2015 (στο εξής: στρατηγική για τη δικαστική μεταρρύθμιση 2011-2015), διευκρινίζοντας ότι οι κροατικές αρχές είχαν αποφασίσει να επιλύσουν το πρόβλημα της αναποτελεσματικότητας του συστήματος εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων με ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος, στηριζόμενη στη μεταβίβαση της αρμοδιότητας της αναγκαστικής εκτελέσεως από τα δικαστήρια στους αρμόδιους για την εκτέλεση δημοσίους υπαλλήλους.

7        Οι διαπραγματεύσεις σχετικά με το κεφάλαιο 23 περατώθηκαν κατά τη διακυβερνητική διάσκεψη της 30ής Ιουνίου 2011, αφού οι κροατικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή την από 12 Μαΐου 2011 έκθεσή τους σχετικά με την τήρηση των υποχρεώσεων που προέβλεπε το εν λόγω κεφάλαιο.

8        Κατόπιν της δημοσιεύσεως, στις 19 Αυγούστου 2011, δημόσιας προσκλήσεως για υποβολή υποψηφιοτήτων για τον διορισμό αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Κροατίας, ο Ante Šumelj και οι λοιποί ενάγοντες, των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα, επιτυχόντες στον εν λόγω διαγωνισμό, διορίστηκαν ως αρμόδιοι για την εκτέλεση δημόσιοι υπάλληλοι, με υπουργικές αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2011, ορκίστηκαν στις 12 Δεκεμβρίου 2011 και έλαβαν άδεια ενάρξεως της δραστηριότητάς τους.

9        Με τον πίνακα παρακολουθήσεως της προόδου όσον αφορά τις αναληφθείσες δυνάμει του κεφαλαίου 23 δεσμεύσεις για την περίοδο μεταξύ 30ής Ιουνίου και 1ης Σεπτεμβρίου 2011 καθώς και με τις από 12 Οκτωβρίου 2011 έκθεση και γνώμη της, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η Δημοκρατία της Κροατίας σημείωνε πρόοδο ως προς την τήρηση των δεσμεύσεών της και ότι η δικαστική μεταρρύθμιση συνεχιζόταν και απαιτούσε διαρκή προσοχή, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος.

10      Στις 9 Δεκεμβρίου 2011 υπογράφηκε, μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης και της Δημοκρατίας της Κροατίας, η Συνθήκη Προσχωρήσεως. Η Συνθήκη Προσχωρήσεως, που κυρώθηκε τον Ιανουάριο 2012 από τη Δημοκρατία της Κροατίας, δημοσιεύθηκε στις 24 Απριλίου 2012 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Πράξη Προσχωρήσεως, που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη Προσχωρήσεως, προβλέπει στο άρθρο 36 την παρακολούθηση εκ μέρους της Επιτροπής των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Δημοκρατία της Κροατίας κατά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 1 έως 3).

11      Στις 22 Δεκεμβρίου 2011, το Κοινοβούλιο της Κροατίας, κατά την εναρκτήρια συνεδρίασή του μετά τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Δεκεμβρίου 2011, αποφάσισε να αναβάλει την εφαρμογή του νόμου περί αναγκαστικής εκτελέσεως και του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων έως την 1η Ιουλίου 2012.

12      Κατά τη διάρκεια συναντήσεως του εκπροσώπου της αντιπροσωπείας της Ένωσης στη Δημοκρατία της Κροατίας με τις κροατικές αρχές στις 25 Ιανουαρίου 2012, ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Κροατίας έδωσε εξηγήσεις για την εν λόγω αναβολή και δεσμεύτηκε να συμβουλευτεί την Επιτροπή σχετικά με τις νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες καθώς και την ανάλυση και τη φιλοσοφία του συστήματος εκτελέσεως. Με επιστολή της 30ής Ιανουαρίου 2012 που απηύθυνε σε ορισμένους αρμόδιους για την εκτέλεση δημοσίους υπαλλήλους, ο επικεφαλής της εν λόγω αντιπροσωπείας της Ένωσης επισήμανε ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αποστολής που της είχε ανατεθεί να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Δημοκρατία της Κροατίας, παρακολουθούσε τη μεταρρύθμιση του συστήματος εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων και θα κοινοποιούσε, εφόσον παρίστατο ανάγκη, τη γνώμη της στις κροατικές αρχές στο πλαίσιο της εν λόγω παρακολουθήσεως.

13      Με τον πίνακα παρακολουθήσεως για την περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 2011 και 29ης Φεβρουαρίου 2012 καθώς και, κατ’ ουσίαν, με την έκθεσή της με ημερομηνία 24 Απριλίου 2012, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η μεταρρύθμιση του συστήματος εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων έπρεπε να ολοκληρωθεί κατά προτεραιότητα, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της αναβολής της θέσεως του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων σε ισχύ.

14      Κατά τη διάρκεια δύο συσκέψεων που έλαβαν χώρα στις 9 Μαρτίου 2012 και με επιστολή της 16ης Μαΐου 2012, η Επιτροπή ζήτησε εξηγήσεις σχετικά με την εν λόγω αναβολή. Εξέφρασε επίσης τη δυσαρέσκειά της για το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε η γνώμη των αρχών της Ένωσης πριν από την εν λόγω αναβολή και υπογράμμισε την ανάγκη να διαμορφώσουν, όσο το δυνατόν συντομότερα, οι κροατικές αρχές σαφή θέση επί του ζητήματος του συστήματος εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις αποτελεσματικότητας του συστήματος.

15      Οι κροατικές αρχές έδωσαν, με επιστολές της 21ης και της 22ας Μαΐου 2012, εξηγήσεις στην Επιτροπή σχετικά με τη μεταρρύθμιση του συστήματος εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων καθώς και σχετικά με τα αντίστοιχα νομοσχέδια.

16      Κατά τη διάρκεια συσκέψεως της 5ης Ιουνίου 2012, η Επιτροπή επισήμανε στις κροατικές αρχές ότι οι τροποποιήσεις μέτρων που είχαν συμφωνηθεί κατά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις έπρεπε να δικαιολογούνται για λόγους σοβαρούς και να καθιστούν δυνατή την επίτευξη αντιστοίχων αποτελεσμάτων, ζητώντας την παροχή πληροφοριών σχετικά με τέτοιου είδους αποτελέσματα.

17      Στις 21 Ιουνίου 2012 εκδόθηκε ο νόμος για την τροποποίηση του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων, μεταθέτοντας τη θέση του νόμου αυτού σε ισχύ στις 15 Οκτωβρίου 2012.

18      Με επιστολή της 27ης Ιουνίου 2012, την οποία απηύθυνε προς τις κροατικές αρχές, η Επιτροπή διευκρίνισε τα κριτήρια βάσει των οποίων έπρεπε να αξιολογηθεί η μεταρρύθμιση του συστήματος εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων, ζήτησε να της γνωστοποιηθούν στατιστικά δεδομένα σχετικά με τις διαδικασίες εκτελέσεως και πρότεινε την παροχή βοήθειας από τις υπηρεσίες της.

19      Με τον πίνακα παρακολουθήσεως για την περίοδο μεταξύ 1ης Μαρτίου και 1ης Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή επανέλαβε, κατ’ ουσίαν, τη γνώμη που διατύπωσε στον προηγούμενο πίνακα παρακολουθήσεως και επισήμανε ότι, λαμβανομένης υπόψη της τηρήσεως των δεσμεύσεων της Δημοκρατίας της Κροατίας στο σύνολό τους, η τελευταία θα έπρεπε να είναι σε θέση να εφαρμόσει το κεκτημένο της Ένωσης ήδη κατά την προσχώρηση.

20      Με έγγραφο της 16ης Σεπτεμβρίου 2012, ένας από τους ενάγοντες απηύθυνε στην Επιτροπή καταγγελία, εφιστώντας την προσοχή της στη μη τήρηση εκ μέρους της Δημοκρατίας της Κροατίας των δεσμεύσεών της που απορρέουν από την προσχώρηση και κατηγορώντας την Επιτροπή ότι δεν ενήργησε προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση των εν λόγω δεσμεύσεων.

21      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2012, επ’ ευκαιρία συναντήσεως της Επιτροπής και των κροατικών αρχών, εξετάστηκαν οι λύσεις που προέβλεπε ο νέος υπό έκδοση νόμος περί αναγκαστικής εκτελέσεως καθώς και η δυνατότητα συμπληρωματικών βελτιώσεών του.

22      Με νόμο της 28ης Σεπτεμβρίου 2012, καταργήθηκε ο νόμος περί αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων, το δε αρμόδιο σώμα δημοσίων υπαλλήλων καταργήθηκε από 15ης Οκτωβρίου 2012.

23      Με την έκθεσή της με ημερομηνία 10 Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή εξέφρασε την ανησυχία της λόγω της αυξήσεως του αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων που αφορούσαν την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και επισήμανε ότι μία από τις δράσεις στις οποίες οι κροατικές αρχές όφειλαν να αφιερώσουν ιδιαίτερη προσοχή κατά τους προσεχείς μήνες ήταν η θέσπιση της νέας νομοθεσίας περί εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων, προκειμένου να διασφαλισθεί η εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και να περιοριστεί η συσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων που αφορούν την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων.

24      Με επιστολές της 8ης και 19ης Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή απάντησε σε πολλούς αρμόδιους για την εκτέλεση δημοσίους υπαλλήλους ότι θα παρακολουθούσε την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας στον τομέα της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων, συντάσσοντας εκθέσεις και φροντίζοντας, μεταξύ άλλων, ώστε το νέο σύστημα να συμβάλει στον περιορισμό του συσσωρευμένου φόρτου των δικαστηρίων.

25      Με επιστολή της 3ης Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή, σε απάντηση επιστολής της 10ης Οκτωβρίου 2012 με την οποία οι κροατικές αρχές την ενημέρωσαν για τη θέσπιση της νέας νομοθεσίας περί εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων, υπενθύμισε τα κριτήρια αξιολογήσεως των αποτελεσμάτων της εν λόγω νέας νομοθεσίας και υπογράμμισε την ανάγκη να ληφθούν επείγοντα μέτρα προκειμένου η εν λόγω νομοθεσία να αναπτύξει ουσιαστικά αποτελέσματα πριν την 1η Ιουλίου 2013.

26      Με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2013, το Ustavni sud (Συνταγματικό Δικαστήριο, Κροατία) απέρριψε την αίτηση περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου περί αναβολής της εφαρμογής του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων. Εντούτοις, αναγνώρισε την ύπαρξη προσβολής των νομίμων προσδοκιών των διορισμένων αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων για έναρξη της ασκήσεως της δραστηριότητάς τους την 1η Ιανουαρίου 2012 και για τον λόγο αυτό διέταξε την καταβολή, ως αποζημιώσεως, κατ’ αποκοπή ποσού στους εν λόγω δημοσίους υπαλλήλους, με επιφύλαξη του δικαιώματός τους να ζητήσουν αποζημίωση κατά τους γενικούς κανόνες του ενοχικού δικαίου.

27      Με τον πίνακα παρακολουθήσεως για την περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 2012 και 28ης Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή υπογράμμισε την πρόοδο που πραγματοποίησε η Δημοκρατία της Κροατίας, αναφερόμενη στη μείωση των εκκρεμών αστικών υποθέσεων στον τομέα της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2012 (μείωση μεταξύ 4,28 % και 28,85 %).

28      Με την έκθεσή της με ημερομηνία 26 Μαρτίου 2013, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Δημοκρατία της Κροατίας ολοκλήρωσε τη δράση προτεραιότητας που αφορούσε τη θέσπιση της νέας νομοθεσίας περί εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων προκειμένου να διασφαλισθεί η εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και να μειωθεί η συσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων που αφορούν την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων.

29      Στις 22 Απριλίου 2013 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έλαβε με ικανοποίηση την εν λόγω έκθεση παρακολουθήσεως που συνέταξε η Επιτροπή καθώς και τους πίνακες παρακολουθήσεως που τη συνόδευαν και έλαβε υπόψη το συμπέρασμα ότι, γενικώς, η Δημοκρατία της Κροατίας τηρούσε τις δεσμεύσεις της και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις που απέρρεαν από τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Επισήμανε επίσης ότι η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Κροατίας ήταν το αποτέλεσμα αυστηρής διαδικασίας διαπραγματεύσεων και στενής παρακολουθήσεως κατά τις προενταξιακές προετοιμασίες.

30      Απαντώντας, στις 23 Απριλίου 2013, στον πρόεδρο της ενώσεως που συστάθηκε για να εκπροσωπήσει τους αρμόδιους για την εκτέλεση δημοσίους υπαλλήλους, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι είχε παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τη μεταρρύθμιση του συστήματος εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων και διευκρίνισε ότι παρείχε στην υποψήφια προς ένταξη χώρα τη δυνατότητα να επιλέξει το μοντέλο συστήματος εκτελέσεως που επιθυμεί, υπό τον όρο ότι το εν λόγω μοντέλο παράγει τα απαιτούμενα αποτελέσματα και είναι σύμφωνο προς τις προδιαγραφές της Ένωσης και τις βέλτιστες πρακτικές.

31      Με απόφαση της 23ης Απριλίου 2013, το Ustavni sud απέρριψε την αίτηση περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου με τον οποίο καταργήθηκε ο νόμος περί αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι δεν εξετάζει τα επιχειρήματα της κροατικής ενώσεως των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων που αφορούν τη μη τήρηση της Συνθήκης Προσχωρήσεως, διότι η Επιτροπή απέδειξε, με την έκθεσή της με ημερομηνία 26 Μαρτίου 2013, ότι η Δημοκρατία της Κροατίας τήρησε τις δεσμεύσεις της που απορρέουν από την προσχώρηση.

32      Η Δημοκρατία της Κροατίας έγινε μέλος της Ένωσης την 1η Ιουλίου 2013.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

33      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Σεπτεμβρίου 2013 (υπόθεση Τ-546/13) και στις 17 Φεβρουαρίου 2014 (υποθέσεις Τ-108/14 και Τ-109/14), οι ενάγοντες άσκησαν τις υπό κρίση αγωγές.

34      Με διάταξη της 5ης Μαΐου 2014, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων Τ-546/13, Τ-108/14 και Τ‑109/14 προς διευκόλυνση της γραπτής και τυχόν προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

35      Με διάταξη της 18ης Ιουλίου 2014, διέταξε τη συνεκδίκαση των τριών ενστάσεων απαραδέκτου που προβλήθηκαν στις εν λόγω τρεις υποθέσεις.

36      Οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις ενστάσεις απαραδέκτου και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα που αφορούν τις εν λόγω ενστάσεις·

–        να εκδώσει παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία να διαπιστώνει ότι η Ένωση ευθύνεται για τις ζημίες που υπέστησαν και να αναστείλει τη διαδικασία ως προς τον καθορισμό του ποσού των εν λόγω ζημιών μέχρι να καταστεί τελεσίδικη η παρεμπίπτουσα απόφαση που θα εκδοθεί·

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα και, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεν εκδώσει παρεμπίπτουσα απόφαση, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        ως κύριο αίτημα, να απορρίψει τις αγωγές ως απαράδεκτες·

–        επικουρικώς, να απορρίψει τις αγωγές ως αβάσιμες·

–        να καταδικάσει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

38      Απαντώντας σε ερωτήσεις που υπέβαλε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παραιτήθηκε από τις ενστάσεις απαραδέκτου που είχε υποβάλει, και η παραίτησή της καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

 Σκεπτικό

39      Κατά πάγια νομολογία, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων, ήτοι ο υπαίτιος χαρακτήρας της προσαπτόμενης στα όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2012, Artegodan κατά Επιτροπής, C‑221/10 P, Συλλογή, EU:C:2012:216, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 16ης Μαΐου 2013, Gap granen & producten κατά Επιτροπής, T‑437/10, EU:T:2013:248, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Όσον αφορά την προϋπόθεση του υπαίτιου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, κατά πάγια επίσης νομολογία, μόνον μια σαφώς κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου παρέχοντος δικαιώματα στους ιδιώτες θεμελιώνει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (βλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, Συλλογή, EU:C:2000:361, σκέψεις 42 και 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 2ας Μαρτίου 2010, Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑16/04, Συλλογή, EU:T:2010:54, σκέψη 141 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Πρέπει, προκαταρκτικώς, να διευκρινιστεί ότι η παράνομη συμπεριφορά που προσάπτεται εν προκειμένω στην Επιτροπή συνίσταται αποκλειστικώς σε υπαίτια παράλειψη, ήτοι στη μη λήψη των μέτρων που θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν την κατάργηση του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων. Αντιθέτως προς όσα υποστήριξαν οι ενάγοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το γεγονός ότι η Επιτροπή διατύπωσε θετική γνώμη με την τελευταία έκθεση παρακολουθήσεως των προετοιμασιών της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω) εντάσσεται στο σύνολο των παραλείψεων που, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες, τη βαρύνουν κατά την εκ μέρους της παρακολούθηση της διαδικασίας προσχωρήσεως. Η Επιτροπή δεν σταμάτησε ούτε ανέστειλε τη διαδικασία αυτή, διατυπώνοντας αρνητική γνώμη. Η γνώμη που διατύπωσε με την προαναφερθείσα έκθεσή της δεν μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί αυτοτελής υπαίτια ενέργεια, κατά μείζονα λόγο καθόσον οι ίδιοι οι ενάγοντες με το υπόμνημά τους απαντήσεως υπογράμμισαν ότι κατηγορούσαν την Επιτροπή για υπαίτια παράλειψη.

42      Κατά πάγια νομολογία, οι παραλείψεις των θεσμικών οργάνων συνεπάγονται ευθύνη της Ένωσης μόνον εφόσον τα εν λόγω όργανα παρέβησαν νόμιμη υποχρέωσή τους να δράσουν σύμφωνα με διάταξη του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑146/91, Συλλογή, EU:C:1994:329, σκέψη 58, και της 13ης Νοεμβρίου 2008, SPM κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑128/05, EU:T:2008:494, σκέψη 128). Από τη νομολογία, εξάλλου, συνάγεται ότι η απαίτηση παραβάσεως κανόνα δικαίου παρέχοντος δικαιώματα στους ιδιώτες ισχύει και στην περίπτωση υπαίτιας παραλείψεως (βλ. απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1998, Dubois et Fils κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑113/96, Συλλογή, EU:T:1998:11, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Εν προκειμένω, οι ενάγοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει απέρρεε από το άρθρο 36 της Πράξεως Προσχωρήσεως. Επικαλούνται επίσης τα άρθρα 13 ΣΕΕ και 17 ΣΕΕ καθώς και την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 Επί της παραβάσεως του άρθρου 36 της Πράξεως Προσχωρήσεως

44      Πρέπει να καθοριστεί κατά πόσον η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης υποθέσεως, να διαπιστώσει, με τους πίνακες παρακολουθήσεως και τις εκθέσεις που συνέτασσε, τη μη τήρηση εκ μέρους των κροατικών αρχών των δεσμεύσεών τους, λόγω της αναβολής της θέσεως σε ισχύ και ακολούθως της καταργήσεως του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων, και να αποστείλει στις αρχές αυτές επιστολές έγκαιρης προειδοποιήσεως για την εν λόγω μη τήρηση των δεσμεύσεών τους, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, της Πράξεως Προσχωρήσεως, καθώς και να προτείνει τα αντίστοιχα κατάλληλα μέτρα στο Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 2, της αυτής Πράξεως.

45      Πρώτον, οι ενάγοντες στηρίζουν την ύπαρξη τέτοιας υποχρεώσεως στην απορρέουσα από την Πράξη Προσχωρήσεως υποχρέωση που θεωρούν ότι υπείχαν οι κροατικές αρχές να καθιερώσουν τον θεσμό του αρμοδίου για την εκτέλεση δημοσίου υπαλλήλου.

46      Δεν αμφισβητείται ότι οι αρχές που καθιερώνει το κεφάλαιο 23 των ενταξιακών διαπραγματεύσεων περί θεσπίσεως ανεξάρτητου και αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος και σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τις κροατικές αρχές. Οι αρχές αυτές επαναλαμβάνονται στο παράρτημα VII της Πράξεως Προσχωρήσεως με τη μορφή δέκα ειδικών δεσμεύσεων που ανέλαβε η Δημοκρατία της Κροατίας. Εκτός από τη δέσμευση «να συνεχίσει να εξασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής και του σχεδίου δράσης της για τη δικαστική μεταρρύθμιση» (δέσμευση αριθ. 1), η Δημοκρατία της Κροατίας ανέλαβε επίσης τη δέσμευση να «συνεχίσει να κατοχυρώνει την ανεξαρτησία, την υποχρέωση λογοδοσίας, την αμεροληψία και τον επαγγελματισμό του δικαστικού σώματος» (δέσμευση αρ. 2), να «συνεχίσει να βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης» (δέσμευση αριθ. 3), να «εξακολουθήσει να βελτιώνει τις επιδόσεις της όσον αφορά τα ενισχυμένα μέτρα πρόληψης για την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη σύγκρουση συμφερόντων» (δέσμευση αριθ. 6) και να «συνεχίσει να βελτιώνει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (δέσμευση αριθ. 9) (βλ. ανωτέρω, σκέψη 2). Συνεπώς, μόνον η μη τήρηση αυτών των δεσμεύσεων θα μπορούσε να θεμελιώσει εν προκειμένω υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει.

47      Όσον αφορά την υπ’ αρ. 1 δέσμευση, επισημαίνεται ότι από το γράμμα της προκύπτει ότι η δέσμευση αυτή δεν αφορά συγκεκριμένη στρατηγική για τη δικαστική μεταρρύθμιση και συγκεκριμένο σχέδιο δράσεως. Πράγματι, όπως εύστοχα επισημαίνει η Επιτροπή, η εν λόγω δέσμευση αναφέρεται γενικώς στη «στρατηγική για τη δικαστική μεταρρύθμιση» και στο «σχέδιο δράσης» των κροατικών αρχών, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ενώ η εν λόγω στρατηγική και το εν λόγω σχέδιο θα μπορούσαν να συγκεκριμενοποιηθούν με τη μνεία αυτών που ίσχυαν κατά την ημερομηνία υπογραφής της Συνθήκης Προσχωρήσεως, δηλαδή της στρατηγικής για τη δικαστική μεταρρύθμιση 2011-2015 και του σχεδίου δράσεως 2010, που αμφότερα προέβλεπαν την καθιέρωση του θεσμού του αρμοδίου για την εκτέλεση δημοσίου υπαλλήλου (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω).

48      Τέτοιου είδους γενικές αναφορές εξηγούνται από το γεγονός ότι η περίοδος που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας υπογραφής Πράξεως Προσχωρήσεως και της ημερομηνίας πραγματικής προσχωρήσεως, και ιδίως η διενεργούμενη κατά την εν λόγω περίοδο παρακολούθηση των δεσμεύσεων που απορρέουν από την προσχώρηση, χαρακτηρίζεται από τακτική επικοινωνία μεταξύ των αρχών της Ένωσης και αυτών του προσχωρούντος κράτους, όπως επιβεβαιώνεται από το ιστορικό της υπό κρίση διαφοράς. Εντούτοις, οι εν λόγω επικοινωνίες, μολονότι δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επικοινωνίες στο πλαίσιο διαπραγματεύσεως εν στενή εννοία, δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν εξ ορισμού περατωθεί κατά την ημερομηνία της Πράξεως Προσχωρήσεως με την οποία συνομολογήθηκαν οι εν λόγω δεσμεύσεις, συνεπάγονται κατ’ ανάγκη, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, αμοιβαίες αναπροσαρμογές σε συνάρτηση με τα επιτευχθέντα από το προσχωρούν κράτος αποτελέσματα και τις εκτιμήσεις της επιφορτισμένης με την παρακολούθηση αρχής. Συμβαίνει επομένως συχνά, κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολουθήσεως των δεσμεύσεων που απορρέουν από την προσχώρηση, να λαμβάνονται εκ μέρους του προσχωρούντος κράτους συμπληρωματικά ή διορθωτικά μέτρα, ιδίως σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει απογοητευτικά αποτελέσματα.

49      Κατά συνέπεια, η στρατηγική μεταρρυθμίσεως και το σχέδιο δράσεως που μνημονεύονται στο παράρτημα VII της Πράξεως Προσχωρήσεως δεν παρέπεμπαν αποκλειστικώς στη στρατηγική για τη δικαστική μεταρρύθμιση 2011-2015 και στο σχέδιο δράσεως 2010, που ίσχυαν κατά την ημερομηνία της Πράξεως Προσχωρήσεως, κατά μείζονα λόγο διότι το σχέδιο δράσεως 2010 όριζε κατ’ ουσίαν βραχυπρόθεσμους στόχους που έπρεπε να πραγματοποιηθούν εντός του 2010 και, συνεπώς, έπρεπε κατ’ ανάγκη να ακολουθηθεί από ένα ή περισσότερα νέα σχέδια μέχρι την ημερομηνία πραγματικής προσχωρήσεως. Εξάλλου, η ίδια η στρατηγική για τη δικαστική μεταρρύθμιση 2011-2015 προέβλεπε την επεξεργασία μέτρων εφαρμογής στο πλαίσιο περισσοτέρων ετήσιων σχεδίων δράσεως. Ομοίως, η Επιτροπή διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αντικρουσθεί επ’ αυτού από τους ενάγοντες, ότι οι κροατικές αρχές είχαν υιοθετήσει τον Δεκέμβριο 2012 νέα στρατηγική για τη δικαστική μεταρρύθμιση, η οποία συνοδευόταν από το αντίστοιχο νέο σχέδιο δράσεως.

50      Η ανάλυση αυτή δεν επηρεάζεται από το υπογραμμιζόμενο από τους ενάγοντες γεγονός ότι η στρατηγική για τη δικαστική μεταρρύθμιση 2011-2015 και το σχέδιο δράσεως 2010 μνημονεύονται σε πολλές πράξεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ενάρξεως και της περατώσεως των διαπραγματεύσεων σχετικά με το κεφάλαιο 23, στις οποίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η έκθεση των κροατικών αρχών της 12ης Μαΐου 2011 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), καθώς και σε εκθέσεις και πίνακες παρακολουθήσεως της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω αναφορές στη στρατηγική για τη δικαστική μεταρρύθμιση 2011-2015 και στο σχέδιο δράσεως 2010 εξηγούνται από το γεγονός ότι επρόκειτο για τη στρατηγική δικαστικής μεταρρυθμίσεως και το σχέδιο δράσεως που ίσχυαν κατά την ημερομηνία εκδόσεως των εν λόγω εγγράφων, όπως επιβεβαιώνεται από τη μνεία σε πολλά μεταγενέστερα έγγραφα της Επιτροπής άλλης στρατηγικής μεταρρυθμίσεως και άλλου σχεδίου δράσεως (βλ., μεταξύ άλλων, τον πίνακα παρακολουθήσεως για την περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 2012 και 28ης Φεβρουαρίου 2013 που μνημονεύει τη στρατηγική που υιοθετήθηκε τον Δεκέμβριο 2012 και το σχέδιο δράσεως που προβλεπόταν να υιοθετηθεί τον Μάρτιο 2013).

51      Κατά συνέπεια, από την υπ’ αρ. 1 δέσμευση δεν απορρέει υποχρέωση των κροατικών αρχών να καθιερώσουν τον θεσμό του αρμοδίου για την εκτέλεση δημοσίου υπαλλήλου.

52      Εντεύθεν όμως δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι κροατικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προήλθαν από μια νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όπως ήταν η περίπτωση των αρχών που ανέβαλαν τη θέση σε ισχύ και ακολούθως κατάργησαν τον νόμο περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων, είχαν πλήρη ελευθερία να τροποποιήσουν τη στρατηγική για τη δικαστική μεταρρύθμιση 2011-2015 και το σχέδιο δράσεως 2010. Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της Πράξεως Προσχωρήσεως, ιδίως του άρθρου 36 και του παραρτήματος VII της εν λόγω Πράξεως, οι εν λόγω αρχές ήταν υποχρεωμένες να τηρήσουν όχι μόνον την υπ’ αρ. 1 δέσμευση, αλλά και το σύνολο των λοιπών δεσμεύσεων που προέβλεπε το εν λόγω παράρτημα, μεταξύ των οποίων τις υπ’ αριθ. 2, 3, 6 και 9 δεσμεύσεις που επικαλούνται οι ενάγοντες.

53      Όσον αφορά την υπ’ αρ. 3 δέσμευση, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή αφορά μόνον την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης και ουδόλως επιβάλλει την απονομή της αρμοδιότητας της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων σε συγκεκριμένο όργανο βάσει προκαθορισμένων διαδικασιών. Συγκεκριμένα, όπως ορθά υπογραμμίζει η Επιτροπή, το σύστημα της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων στα κράτη μέλη δεν διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης και, συνεπώς, δεν εμπίπτει στο κεκτημένο της Ένωσης που πρέπει να υιοθετήσει το προσχωρούν κράτος, πράγμα που δεν αμφισβητούν, εξάλλου, οι ενάγοντες. Οι Συνθήκες και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζουν βεβαίως ορισμένες αρχές που πρέπει να διέπουν τη δικαιοσύνη που απονέμεται στα κράτη μέλη, όπως είναι η αμεροληψία των δικαστηρίων ή το τεκμήριο αθωότητας, καθώς και ορισμένους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, εν ανάγκη με την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών. Η Επιτροπή είχε επομένως την ευκαιρία να παρέμβει έναντι των κροατικών αρχών, όπως εξάλλου επισήμαναν οι ενάγοντες επικαλούμενοι την καλούμενη υπόθεση «Lex Perković», λόγω των προβλημάτων μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο ορισμένων εναρμονισμένων διατάξεων στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας. Αντιθέτως, καμία διάταξη του πρωτογενούς ή του παραγώγου δικαίου δεν προβλέπει εναρμονισμένο σύστημα εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων. Οι ενάγοντες υπογράμμισαν εξάλλου ότι πολλά κράτη μέλη της Ένωσης είχαν επιλέξει σύστημα εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων αντίστοιχο με αυτό των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων, παραδεχόμενοι με τον τρόπο αυτό ότι το σύστημα αυτό δεν έχει υιοθετηθεί από το σύνολο των κρατών μελών.

54      Κατά συνέπεια, από την υπ’ αριθ. 3 δέσμευση δεν μπορεί να συναχθεί η υποχρέωση αναθέσεως των διαδικασιών εκτελέσεως σε αρμόδιους για την εκτέλεση δημοσίους υπαλλήλους. Η μόνη υποχρέωση που επιβάλλεται στις κροατικές αρχές είναι αυτή της διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών εκτελέσεως ανεξαρτήτως των μέσων που θα θεσμοθετηθούν για τον σκοπό αυτό.

55      Όσον αφορά την υπ’ αριθ. 9 δέσμευση περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι ενάγοντες επικαλούνται μεν την προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης και ισχυρίζονται μάλιστα ότι είχαν ενημερώσει την Επιτροπή για την προσβολή τους εκ μέρους των κροατικών αρχών, δεν προβάλλουν όμως κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, πλην της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (ως προς την εξέταση του εν λόγω επιχειρήματος, βλ. σκέψεις 72 έως 77 κατωτέρω), ικανό να αποδείξει ότι η κατάργηση του σώματος των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων προσβάλλει τα εν λόγω δικαιώματα.

56      Τέλος, από τις υπ’ αριθ. 2 και 6 δεσμεύσεις που αφορούν, αντιστοίχως, την αμεροληψία και τον επαγγελματισμό του δικαστικού σώματος καθώς και την καταπολέμηση της διαφθοράς και την αντιμετώπιση της συγκρούσεως συμφερόντων, τις οποίες επίσης επικαλούνται οι ενάγοντες, δεν είναι δυνατόν, ελλείψει σχετικών εξηγήσεων, να συναχθεί καμία προφανής συνέπεια ως προς το επάγγελμα του αρμοδίου για την εκτέλεση δημοσίου υπαλλήλου.

57      Κατά συνέπεια, από καμία από τις δεσμεύσεις του παραρτήματος VII της Πράξεως Προσχωρήσεως που επικαλούνται οι ενάγοντες δεν απορρέει υποχρέωση της Δημοκρατίας της Κροατίας να καθιερώσει σώμα αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων και, συνακόλουθα, ούτε υποχρέωση της Επιτροπής να προσφύγει, με το έρεισμα αυτό, στα μέσα δράσεως που προβλέπει το άρθρο 36 της Πράξεως Προσχωρήσεως, προκειμένου να εμποδίσει την κατάργηση του νόμου περί αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων. Συνάγεται επίσης ότι δεν μπορεί να προβληθεί κατά της Επιτροπής η αιτίαση ότι, παραλείποντας να προσφύγει στα εν λόγω μέσα δράσεως, ενέκρινε την τροποποίηση των δεσμεύσεων που απορρέουν από την προσχώρηση, κατά παράβαση της Συνθήκης Προσχωρήσεως και του άρθρου 26 της Συμβάσεως της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969, το οποίο φέρει τον τίτλο «Pacta sunt servanda».

58      Δεύτερον, οι ενάγοντες στηρίζουν την ύπαρξη υποχρεώσεως της Επιτροπής να ενεργήσει εν προκειμένω προκειμένου να εμποδίσει την κατάργηση του νόμου περί των αρμόδιων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων στο γεγονός ότι το σύστημα εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων που υιοθετήθηκε τελικώς, μετά την εν λόγω κατάργηση, δεν παρείχε τις ίδιες εγγυήσεις αποτελεσματικότητας. Ισχυρίζονται, συναφώς, ότι επέστησαν την προσοχή της Επιτροπής στα προβλήματα που έθετε η αναβολή της θέσεως σε ισχύ και η κατάργηση του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων.

59      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι οι ενάγοντες προσκομίζουν, προς στήριξη του εν λόγω επιχειρήματος ένα μόνον έγγραφο, ήτοι την καταγγελία που απηύθυνε ένας από τους ενάγοντες στην Επιτροπή με επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2012 (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω).

60      Ακολούθως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκστρατεία δυσφημίσεως της οποίας αντικείμενο αποτέλεσαν οι αρμόδιοι για την εκτέλεση δημόσιοι υπάλληλοι, μνεία της οποίας περιέχεται στην εν λόγω καταγγελία και επαναλαμβάνεται στο υπόμνημα απαντήσεως, μολονότι αποτελεί λυπηρό γεγονός, δεν είναι κρίσιμη προκειμένου να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων στην Κροατία. Συγκεκριμένα, η εν λόγω αποτελεσματικότητα αξιολογείται κατ’ ουσίαν με γνώμονα τον αριθμό των εκκρεμών υποθέσεων που αφορούν την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, τη διάρκεια και το κόστος των διαδικασιών της εκτελέσεως καθώς και το ποσοστό ανάκτησης των επιδικασθέντων, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις επιστολές της με ημερομηνία 27 Ιουνίου και 3 Δεκεμβρίου 2012 (βλ. σκέψεις 18 και 25 ανωτέρω), χωρίς να υπάρξει αμφισβήτηση ως προς το ζήτημα αυτό. Είναι όμως προφανές ότι η εκστρατεία δυσφημίσεως των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων στα μέσα μαζικής ενημερώσεως δεν έχει σχέση με τα εν λόγω κριτήρια αξιολογήσεως.

61      Όσον αφορά την προβαλλόμενη κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων στην οποία υποστηρίζεται ότι βρέθηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Κροατίας, η οποία επίσης μνημονεύεται τόσο στην καταγγελία όσο και στο υπόμνημα απαντήσεως, μόνη αυτή δεν αρκεί για να αποδειχθεί η αναποτελεσματικότητα του συστήματος εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων στην Κροατία, με γνώμονα τα προαναφερθέντα κριτήρια. Συγκεκριμένα, η κατάσταση αυτή θα μπορούσε, στην καλύτερη περίπτωση, να εξηγήσει την πραγματοποιηθείσα επιλογή της διενεργούμενης από τα δικαστήρια εκτελέσεως με υποχρέωση εκπροσωπήσεως των διαδίκων, αντί της διενεργούμενης από τους αρμοδίους για την εκτέλεση δημοσίους υπαλλήλους εκτελέσεως χωρίς τη σύμπραξη δικηγόρου, υποδηλώνοντας, με τον τρόπο αυτό, ότι το κόστος της εκτελεστικής διαδικασίας θα είναι μεγαλύτερο υπό το κράτος του νέου συστήματος εκτελέσεως από το κόστος που θα προέκυπτε από το σύστημα εκτελέσεως που θα στηριζόταν στους αρμόδιους για την εκτέλεση δημοσίους υπαλλήλους, λόγω της παρεμβάσεως δικηγόρων. Εντούτοις, το κόστος της εκτελεστικής διαδικασίας αποτελεί ένα μόνον από τα κριτήρια εκτιμήσεως της αποτελεσματικότητας ενός συστήματος εκτελέσεως, και όχι κατ’ ανάγκην το βασικό κριτήριο της εκτιμήσεως αυτής. Συγκεκριμένα η Επιτροπή, ανάγοντας με την έκθεσή της με ημερομηνία 10 Οκτωβρίου 2012 (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω) τη μείωση της συσσωρεύσεως εκκρεμών υποθέσεων σχετικών με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε δράση που πρέπει να επιχειρήσουν κατά προτεραιότητα οι κροατικές αρχές, έκρινε ότι ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων στον τομέα της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων αποτελούσε αποφασιστικό κριτήριο για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος εκτελέσεως στην Κροατία. Κατά συνέπεια, μόνο το κόστος της εκτελεστικής διαδικασίας δεν μπορεί να αποτελέσει απόδειξη της μη τηρήσεως της υπ’ αριθ. 3 δεσμεύσεως του παραρτήματος VII της Πράξεως Προσχωρήσεως όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της εν λόγω διαδικασίας.

62      Τέλος, το περιεχόμενο στην καταγγελία και επαναλαμβανόμενο με το υπόμνημα απαντήσεως επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο το νέο σύστημα εκτελέσεως που θα αντικαθιστούσε το στηριζόμενο στους αρμόδιους για την εκτέλεση δημοσίους υπαλλήλους σύστημα θα οδηγούσε, κατ’ ουσίαν, σε αύξηση του αριθμού των διαδικασιών εκτελέσεως και των εκκρεμών υποθέσεων στον τομέα της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων, δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο.

63      Κατά συνέπεια, από τα στοιχεία που προβάλλονται με την καταγγελία της 16ης Σεπτεμβρίου 2012 δεν είναι δυνατόν να συναχθεί η μη τήρηση της υπ’ αριθ. 3 δεσμεύσεως του παραρτήματος VII της Πράξεως Προσχωρήσεως και, κατά συνέπεια, υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει προκειμένου να εμποδίσει την κατάργηση του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, η οποία δεν έκανε χρήση, προς τον σκοπό αυτό, των μέσων δράσεως που προβλέπει το άρθρο 36 της Πράξεως Προσχωρήσεως, δεν ευθύνεται για υπαίτια παράλειψη.

64      Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να κατηγορηθεί ούτε για έλλειψη επιμέλειας κατά την παρακολούθηση της τηρήσεως εκ μέρους των κροατικών αρχών της υπ’ αριθ. 3 δεσμεύσεως ως προς την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών εκτελέσεως.

65      Συγκεκριμένα, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν οι ενάγοντες, η Επιτροπή δεν περιορίστηκε, ιδίως κατά τη σύσκεψη της 5ης Ιουνίου 2012 (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω), να απαιτήσει από τις κροατικές αρχές το νέο σύστημα εκτελέσεως της Κροατίας να παράγει αποτελέσματα αντίστοιχα προς αυτά που θα είχε επιτύχει το στηριζόμενο στους αρμοδίους για την εκτέλεση δημοσίους υπαλλήλους σύστημα. Αφενός, ζητούσε τακτικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προσχωρήσεως, και ιδίως από τη δεύτερη αναβολή της θέσεως του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων σε ισχύ, από τις κροατικές αρχές διευκρινίσεις σχετικά με την πρόοδο της μεταρρυθμίσεως του συστήματος εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων ελλείψει αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων, ζητώντας, μεταξύ άλλων, να της κοινοποιηθούν στατιστικά στοιχεία, και επέμεινε ως προς την ανάγκη επιτεύξεως ουσιαστικών αποτελεσμάτων πριν την ημερομηνία προσχωρήσεως (βλ. τις επιστολές της 27ης Ιουνίου και της 3ης Δεκεμβρίου 2012 καθώς και την έκθεση της 10ης Οκτωβρίου 2012 που μνημονεύονται στις σκέψεις 18, 25 και 23 ανωτέρω). Αφετέρου, η Επιτροπή πέτυχε να της κοινοποιηθούν τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία, σχετικά ιδίως με τον αριθμό των εκκρεμών υποθέσεων που αποτελεί το αποφασιστικό κριτήριο αποτελεσματικότητας του συστήματος (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω), και προέβη σε τακτική εξέτασή τους, προκειμένου να διαπιστώσει, με την έκθεσή της με ημερομηνία 26 Μαρτίου 2013, τη μείωση του αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων στον τομέα της εκτελέσεως (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προβληθεί κατά της Επιτροπής η αιτίαση ότι δεν προέβη σε επιμελή ανάλυση της αποτελεσματικότητας του συστήματος εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων στην Κροατία.

66      Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε παράβαση ούτε της υποχρεώσεως επιμέλειας της Επιτροπής κατά την εκ μέρους της παρακολούθηση, δυνάμει του άρθρου 36 της Πράξεως Προσχωρήσεως, των δεσμεύσεων που απορρέουν από την προσχώρηση, ούτε του ίδιου του άρθρου 36 της Πράξεως Προσχωρήσεως, αν υποτεθεί ότι η εν λόγω διάταξη έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες.

 Επί της παραβάσεως των άρθρων 13 ΣΕΕ και 17 ΣΕΕ

67      Κατά το άρθρο 13 ΣΕΕ, η Ένωση διαθέτει θεσμικό πλαίσιο, περιλαμβάνον μεταξύ άλλων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, που αποσκοπεί στην προώθηση των αξιών της, στην επιδίωξη των στόχων της, στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, των συμφερόντων των πολιτών της και των συμφερόντων των κρατών μελών, καθώς και στη διασφάλιση της συνοχής, της αποτελεσματικότητας και της συνέχειας των πολιτικών και των δράσεών της.

68      Δεδομένου ότι οι ενάγοντες προσάπτουν μόνον στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που της επιβάλλουν οι Συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι το εν λόγω άρθρο, που καθορίζει το θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης, δεν είναι κρίσιμο εν προκειμένω, κατά μείζονα λόγο διότι οι ενάγοντες επικαλέστηκαν επίσης παράβαση του άρθρου 17 ΣΕΕ, που είναι ειδικώς αφιερωμένο στον ρόλο και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής.

69      Συγκεκριμένα, το άρθρο 17 ΣΕΕ ορίζει ότι η Επιτροπή προάγει το κοινό συμφέρον της Ένωσης και αναλαμβάνει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες για τον σκοπό αυτόν και ότι ασκεί τα συντονιστικά, εκτελεστικά και διαχειριστικά καθήκοντά της σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι Συνθήκες.

70      Κατά τη νομολογία, από το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ προκύπτει ότι η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών και των συμφωνιών που συνάπτονται δυνάμει αυτών, υποχρεούται να διασφαλίζει την ορθή συμμόρφωση τρίτου κράτους προς τις υποχρεώσεις που συνομολόγησε δυνάμει προβλεπόμενης από τις Συνθήκες συμφωνίας με τα μέσα που η συμφωνία αυτή προβλέπει (βλ. διάταξη της 12ης Ιουλίου 2012, Mugraby κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑581/11 P, EU:C:2012:466, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71      Κατά συνέπεια, στο μέτρο που το άρθρο 36 της Πράξεως Προσχωρήσεως αποσκοπεί να διευκρινίσει τις υποχρεώσεις της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 17 ΣΕΕ στο πλαίσιο της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ένωση και δεν υπήρξε εν προκειμένω παράβαση του άρθρου αυτού (βλ. σκέψη 66 ανωτέρω), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε παράβαση ούτε του άρθρου 17 ΣΕΕ.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

72      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες (αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1992, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, Συλλογή, EU:C:1992:217, σκέψη 15, και της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Emesa Sugar κατά Συμβουλίου, T‑43/98, Συλλογή, EU:T:2001:279, σκέψη 64). Η παραβίαση της αρχής αυτής μπορεί, συνεπώς, να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης (βλ. απόφαση SPM κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, EU:T:2008:494, σκέψη 146 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Το δικαίωμα αξιώσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ανήκει σε κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η Δημόσια Διοίκηση της Ένωσης του έχει δημιουργήσει, παρέχοντάς του συγκεκριμένες εγγυήσεις, βάσιμες ελπίδες (βλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1995, O’Dwyer κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑466/93, T‑469/93, T‑473/93, T‑474/93 και T‑477/93, Συλλογή, EU:T:1995:136, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 16ης Οκτωβρίου 1996, Efisol κατά Επιτροπής, T‑336/94, Συλλογή, EU:T:1996:148, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντιστρόφως, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αν η Διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Αποτελούν τέτοιες διαβεβαιώσεις οι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες πληροφορίες που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές (βλ. απόφαση SPM κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, EU:T:2008:494, σκέψη 149 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

74      Εν προκειμένω, οι ενάγοντες αναφέρθηκαν, κατ’ ουσίαν, μόνον σε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που τους είχαν παράσχει οι εθνικές αρχές, διορίζοντάς τους ως αρμοδίους για την εκτέλεση δημοσίους υπαλλήλους. Όπως υπογράμμισαν, το Ustavni sud, με την απόφασή του της 23ης Ιανουαρίου 2013, αναγνώρισε, εξάλλου, την ύπαρξη «προσβολής [των] νομίμων προσδοκιών [των διορισμένων αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων] που στηρίζονται σε έγκυρες νομοθετικές πράξεις του Κράτους και [της] εμπιστοσύνης των ιδιωτών προς τους κρατικούς θεσμούς και το δίκαιο που αυτοί θεσπίζουν» (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω).

75      Αντιθέτως, οι ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ή να επιτρέπει την υπόθεση ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, και ιδίως η Επιτροπή, τους δημιούργησαν βάσιμες ελπίδες ότι θα μεριμνούσαν για τη διατήρηση του επαγγέλματος του αρμοδίου για την εκτέλεση δημοσίου υπαλλήλου. Μόνο το γεγονός, το οποίο δεν έχει εξάλλου αποδειχθεί, ότι η Επιτροπή είχε συμμετάσχει στην προπαρασκευή του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων, την είχε χρηματοδοτήσει, ακόμη και την είχε προκαλέσει, δεν μπορεί να συνιστά συγκεκριμένη διαβεβαίωση δοθείσα από την Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία αυτή θεωρούσε τη δημιουργία σώματος αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων ως τον μόνο δυνατό τρόπο διασφαλίσεως της τηρήσεως των δεσμεύσεων που απορρέουν από την προσχώρηση. Για να αποδειχθούν τέτοιες διαβεβαιώσεις, θα έπρεπε, λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως υποχρεώσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας να δημιουργήσει σώμα αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων, οι εν λόγω πράξεις αρχικής υποστηρίξεως του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων να έχουν συμπληρωθεί από μεταγενέστερες συγκλίνουσες και ρητές συναφείς πράξεις.

76      Όμως σε κανένα από τα στοιχεία που προβάλλουν οι ενάγοντες δεν προσιδιάζει τέτοιος χαρακτηρισμός. Πράγματι, η έκθεση της 24ης Απριλίου 2012 που επικαλούνται οι ενάγοντες περιορίζεται να αναφέρει την αναβολή της θέσεως σε ισχύ του νόμου περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), χωρίς σε κανένα σημείο να επικρίνει την εν λόγω αναβολή, ούτε κατά μείζονα λόγο να απαιτεί τη θέση του εν λόγω νόμου σε ισχύ. Αντιθέτως μάλιστα, η Επιτροπή διαπιστώνει, αφού σημειώσει την εν λόγω αναβολή, τη θέση σε εφαρμογή από τις κροατικές αρχές διαφόρων μέτρων που αποσκοπούσαν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος καθώς και τη βελτίωση της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων. Ομοίως, κατά τη σύσκεψη της 5ης Ιουνίου 2012 που επικαλέστηκαν οι ενάγοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή περιορίστηκε να ζητήσει από τις κροατικές αρχές να της κοινοποιήσουν στοιχεία σχετικά με το σύστημα εκτελέσεως που επρόκειτο να αντικαταστήσει το σύστημα που στηριζόταν στους αρμόδιους για την εκτέλεση δημοσίους υπαλλήλους, προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον το εν λόγω νέο σύστημα θα επιτύγχανε αντίστοιχα αποτελέσματα (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, ο νόμος περί των αρμοδίων για την εκτέλεση δημοσίων υπαλλήλων δεν αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της εν λόγω συσκέψεως παρά μόνον ως ένα μέσο μεταξύ άλλων για την επίτευξη του σκοπού της αποτελεσματικότητας του συστήματος εκτελέσεως που επιδίωκε η Επιτροπή και όχι ως σκοπός την επιδίωξη του οποίου θα επέβαλλε η Επιτροπή στη Δημοκρατία της Κροατίας.

77      Κατά συνέπεια, οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή τους είχε δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και είχε έτσι, με την αδράνειά της, παραβιάσει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

78      Από όλα τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να κατηγορηθεί για οποιαδήποτε υπαίτια παράλειψη.

79      Κατά συνέπεια, δεν πληρούται η μία από τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ευθύνης της Ένωσης και, επομένως, οι υπό κρίση αγωγές πρέπει να απορριφθούν, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιπές αναγκαίες για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης προϋποθέσεις.

 Επί των δικαστικών εξόδων

80      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι ενάγοντες ηττήθηκαν, πρέπει αφενός να φέρουν τα έξοδά τους και αφετέρου να καταδικαστούν στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με τα αιτήματα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις αγωγές.

2)      Καταδικάζει τον Ante Šumelj και τους λοιπούς ενάγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα στα δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Φεβρουαρίου 2016.

(υπογραφές)

Παράρτημα

Dubravka Bašljan, κάτοικος Ζάγκρεμπ (Κροατία),

Đurđica Crnčević, κάτοικος Sv. Ivan Zeline (Κροατία),

Miroslav Lovreković, κάτοικος Križevaci (Κροατία),

ενάγοντες στην υπόθεση T‑546/13,

Drago Burazer, κάτοικος Ζάγκρεμπ,

Nikolina Nežić, κάτοικος Ζάγκρεμπ,

Blaženka Bošnjak, κάτοικος Sv. Ivan (Κροατία),

Bosiljka Grbašić, κάτοικος Križevaci,

Tea Tončić, κάτοικος Pula (Κροατία),

Milica Bjelić, κάτοικος Dubrovnik (Κροατία),

Marijana Kruhoberec, κάτοικος Varaždin (Κροατία),

ενάγοντες στην υπόθεση T‑108/14,

Davor Škugor, κάτοικος Sisak (Κροατία),

Ivan Gerometa, κάτοικος Vrsar (Κροατία),

Kristina Samardžić, κάτοικος Split (Κροατία),

Sandra Cindrić, κάτοικος Karlovac (Κροατία),

Sunčica Gložinić, κάτοικος Varaždin,

Tomislav Polić, κάτοικος Kaštel Novi (Κροατία),

Vlatka Pižeta, κάτοικος Varaždin,

ενάγοντες στην υπόθεση T‑109/14.


* Γλώσσα διαδικασίας: η κροατική.