Language of document :

Προσφυγή της 16ης Σεπτεμβρίου 2008 - Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-394/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Regione autonoma della Sardegna (εκπρόσωποι: A. Fantozzi, P. Carrozza και G. Mameli, δικηγόροι)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 3ης Ιουλίου 2008 (κρατική ενίσχυση C1/2004 Ιταλία - SG-Greffe (208) D/204339), σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων "Περιφερειακός νόμος 9/1998 - Καταχρηστική εφαρμογή της ενίσχυσης Ν 272/98".

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Ο περιφερειακός νόμος 9, της 11ης Μαρτίου 1998, της Regione Sardegna (Περιφέρειας Σαρδηνίας) προέβλεπε κίνητρα, υπό τη μορφή πιστώσεων, για την αναβάθμιση και την προσαρμογή του ξενοδοχειακού κλάδου. Το κατ' αυτόν τον τρόπο θεσπισθέν καθεστώς ενισχύσεων εγκρίθηκε από την Επιτροπή. Παρά ταύτα, στις 3 Ιουλίου 2008, η καθής κοινοποίησε στην Ιταλική Κυβέρνηση την προσβαλλόμενη στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως απόφαση. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων παραχωρήθηκαν διευκολύνσεις για επενδύσεις ως προς τις οποίες δεν είχε υποβληθεί αίτηση για τη λήψη ενισχύσεως πριν από την έναρξη της εκτέλεσης του σχεδίου, κατά παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα1.

Προς στήριξη των αξιώσεών της, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση ουσιώδους τύπου λόγω αντιφατικής αιτιολογίας και λόγω της προβαλλομένης ελλείψεως λυσιτέλειας της εμπιστοσύνης που επιδείχθηκε στην εκτίμηση της "επενέργειας του κινήτρου" επί των δικαιούχων και, ως εκ τούτου, στην εκτίμηση της προϋποθέσεως της "αναγκαιότητας της ενισχύσεως".

Συναφώς, η προσφεύγουσα θεωρεί, ιδίως, ότι μια ορθή εκτίμηση της εμπιστοσύνης που επέδειξαν οι δικαιούχοι θα έπρεπε, πράγματι, να οδηγήσει την Επιτροπή στο να προσδώσει την ενδεδειγμένη βαρύτητα στο γεγονός ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων:

εντασσόταν σε ένα πλαίσιο ιδεώδους εννοιολογικής συνέχειας με ένα ισχύον και νόμιμο καθεστώς στο πλαίσιο του οποίου η χορήγηση των ενισχύσεων ήταν ανεξάρτητη από το ζήτημα αν η πραγματοποίηση των επενδύσεων είχε αρχίσει ή όχι·

θεσπίσθηκε με περιφερειακό νόμο που εγκρίθηκε χωρίς να υπάρχει, εκ των πραγμάτων, η δυνατότητα οι "κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα" να επηρεάσουν, ενδεχομένως, τη νομοπαρασκευαστική πορεία του, καθόσον ο ίδιος νόμος εγκρίθηκε μόλις μία ημέρα μετά τη δημοσίευση των προαναφερθεισών κατευθυντηρίων γραμμών στην Επίσημη Εφημερίδα·

και στο γεγονός ότι οι δικαιούχοι επιχειρήσεις πραγματοποίησαν συναλλαγές ακριβώς επειδή επέδειξαν εμπιστοσύνη στο σχετικό με την ενίσχυση μέτρο, το οποίο, ως εκ τούτου, ανέπτυξε πλήρως την προκαλούμενη από την παροχή κινήτρων επενέργεια.

Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον επιχείρησε να εκτιμήσει την επενέργεια που προκαλούν τα παρεχόμενα από την ενίσχυση κίνητρα στηριζόμενη στον αναπόδεικτο ισχυρισμό ότι, εφόσον ο δικαιούχος δεν είχε υποβάλει την αίτηση πριν από την έναρξη της εκτέλεσης του σχεδίου, αυτός πραγματοποίησε την επένδυση ανεξάρτητα από την ενίσχυση.

Ο εσφαλμένος χαρακτήρας της εκτιμήσεως της Επιτροπής καθίσταται προφανής από την αδυναμία να νοηθεί μια εξ αρχής συμφωνία του περιφερειακού νόμου 9/1998 προς τις προαναφερθείσες "κατευθυντήριες γραμμές" του 1998.

Η καθής υπέπεσε, επίσης, σε πλάνη καθόσον στήριξε την εκτίμησή της σε μια προϋπόθεση που δεν είναι διαδικαστική, αλλά "ουσιαστική", ήτοι στην προϋπόθεση της συμβατότητας της ενισχύσεως, σύμφωνα με ένα τεκμήριο κατά το οποίο δεν υφίσταται επενέργεια προκαλούμενη από την παροχή κινήτρων στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί, πριν από την επένδυση, σχετική αίτηση και το οποίο έχει προβλεφθεί για πρώτη φορά σε σχέση με τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα των "κατευθυντηρίων γραμμών" και, ως εκ τούτου, δεν ήταν ούτε μπορούσε να είναι γνωστό προγενεστέρως.

Εξάλλου, προκύπτει ότι η εκτίμηση της καθής παραβαίνει το άρθρο 88 της Συνθήκης ΕΚ και τον κανονισμό 659/99/ΕΚ, κατά το μέτρο που η αιτιολογία βάσει της οποίας οι επίμαχες ενισχύσεις χαρακτηρίζονται ως παράνομες, παρά ως καταχρηστικές, παραλείπεται εντελώς στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως καταχρηστικώς εφαρμοσθείσας ενισχύσεως αποκλείει, κατ' αρχήν, τη δυνατότητα ανακτήσεως.

____________

1 - ΕΕ C 74, της 10ης Μαρτίου 1998, σ.9.