Language of document : ECLI:EU:T:2013:643

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 2013(*)

«Ρήτρα διαιτησίας — Έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) — Συμβάσεις για τα έργα Perform και Oasis — Αναστολή πληρωμών — Παρατυπίες διαπιστωθείσες στο πλαίσιο ελέγχων αφορώντων άλλα έργα — Τόκοι υπερημερίας»

Στην υπόθεση T‑117/12,

ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον R. Lyal και την B. Conte, επικουρούμενους από τον Σ. Δρακακάκη, δικηγόρο,

εναγόμενης,

με αντικείμενο αγωγή που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, με αίτημα, πρώτον, να αναγνωρίσει το Γενικό Δικαστήριο ότι η αναστολή της επιστροφής των δαπανών στις οποίες αυτή υποβλήθηκε για την εκτέλεση των συμβάσεων για τα έργα Perform και Oasis, συναφθεισών στο πλαίσιο του έβδομου προγράμματος-πλαισίου έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007‑2013), συνιστά αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής, δεύτερον, να υποχρεώσει την Επιτροπή, αφενός, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 637 117,17 ευρώ για το έργο Perform πλέον τόκων υπερημερίας και, αφετέρου, να αναγνωρίσει ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να επιστρέψει το ποσό των 56 390 ευρώ το οποίο της καταβλήθηκε για το έργο Oasis,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η ενάγουσα, ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, είναι ελληνική εταιρία με αντικείμενο την εμπορία και παραγωγή προϊόντων μετάλλου καθώς και ηλεκτρονικών και τηλεπικοινωνιακών προϊόντων, συσκευών και μηχανημάτων η οποία, από το 2006, έχει μετάσχει σε πολλά έργα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2        Κατά τον κανονισμό (ΕΚ) 1906/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και οι κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2013) (ΕΕ L 391, σ. 1), στο πλαίσιο που καθορίστηκε με την απόφαση 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (ΕΕ L 412, σ. 1), και, ειδικότερα, στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Συνεργασία», η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενεργώντας για λογαριασμό της Κοινότητας, συνήψε, στις 19 Δεκεμβρίου 2007 και στις 21 Ιανουαρίου 2008, με τη Siemens SA και τη FIMI Srl αντιστοίχως, υπό την ιδιότητά τους ως συντονιστών δύο χωριστών κοινοπραξιών στις οποίες μετείχε η ενάγουσα, τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215754 για τη χρηματοδότηση του έργου «Ανοικτή αρχιτεκτονική για προσβάσιμες υπηρεσίες, ολοκλήρωση και τυποποίηση» (στο εξής: έργο Oasis) και τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 για τη χρηματοδότηση του έργου «Μια σύνθετη πολυπαραγοντική μέθοδος για τη συνεχή και αποτελεσματική αξιολόγηση και παρακολούθηση της κινητικής ικανότητας στην ασθένεια του Parkinson και σε άλλες νευροεκφυλιστικές ασθένειες» (στο εξής: έργο Perform).

3        Οι γενικοί όροι που είναι κοινοί για τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215754 για τη χρηματοδότηση του έργου Oasis και τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 για τη χρηματοδότηση του έργου Perform (στο εξής, από κοινού: συμφωνίες επιχορηγήσεως) περιλαμβάνονται στο παράρτημα II των εν λόγω συμφωνιών (στο εξής: παράρτημα II).

 Οι επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως

 Επί της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215754 για τη χρηματοδότηση του έργου Oasis

4        Κατά τα άρθρα 3 και 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215754 για τη χρηματοδότηση του έργου Oasis, η διάρκεια του έργου αυτού ήταν 48 μήνες, από την 1η Ιανουαρίου 2008, και η ανώτατη οικονομική συμμετοχή της Επιτροπής ορίστηκε αρχικώς στο ποσό των 8 520 000 ευρώ και, κατόπιν, μειώθηκε στο ποσό των 8 481 540 ευρώ. Κατά το άρθρο 4 της εν λόγω συμφωνίας, η υλοποίηση του έργου διαιρούνταν σε τέσσερις περιόδους αναφοράς: την περίοδο P1, από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου 2008, την περίοδο P2, από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου 2009, την περίοδο P3, από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου 2010, και την περίοδο P4, από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Ιουλίου 2011.

5        Κατά το παράρτημα I της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215754 για τη χρηματοδότηση του έργου Oasis, η ενάγουσα θα λάμβανε για τη συμμετοχή της στο εν λόγω έργο το ποσό των 223 250 ευρώ.

6        Εντός 45 ημερών από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215754 για τη χρηματοδότηση του έργου Oasis και σύμφωνα με το άρθρο 6 αυτής, η Επιτροπή όφειλε να καταβάλει στον συντονιστή το ποσό των 3 408 000 ευρώ ως προχρηματοδότηση για όλους τους δικαιούχους που ήταν μέρη στη συμφωνία. Στις 6 Μαρτίου και στις 9 Σεπτεμβρίου 2008, η ενάγουσα έλαβε εκ μέρους του συντονιστή τα ποσά των 58 603,13 και των 19 534,37 ευρώ, ως προκαταβολές για την εκτέλεση του έργου.

7        Στις 16 Απριλίου 2009 ο συντονιστής υπέβαλε στην Επιτροπή τις περιοδικές εκθέσεις για την περίοδο P1, στις οποίες περιλαμβανόταν οικονομική κατάσταση που υπέβαλε η ενάγουσα ζητώντας την καταβολή ποσού 52 981 ευρώ.

8        Στις 7 και στις 17 Σεπτεμβρίου 2009 η ενάγουσα εισέπραξε τα ποσά των 39 660,02 και των 13 220,01 ευρώ, για δαπάνες της περιόδου P1.

9        Στις 20 Απριλίου, στις 8 Ιουλίου και στις 16 Ιουλίου 2010 ο συντονιστής υπέβαλε τις περιοδικές εκθέσεις για την περίοδο P2, στις οποίες περιλαμβανόταν οικονομική κατάσταση που υπέβαλε η ενάγουσα ζητώντας την καταβολή ποσού 56 390,17 ευρώ.

10      Στις 5 Αυγούστου 2011 η ενάγουσα εισέπραξε το ποσό των 56 390 ευρώ για δαπάνες της περιόδου P2.

11      Με έγγραφο της 1ης Αυγούστου 2011 η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι σκόπευε να προβεί σε οικονομικό έλεγχο όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το έργο Oasis.

12      Με έγγραφο της 9ης Αυγούστου 2011 η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι, σύμφωνα με το σημείο II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, ως προσωρινό προληπτικό μέτρο, αναστελλόταν κάθε πληρωμή προς αυτήν και ότι ο συντονιστής θα ενημερωνόταν ότι οι πληρωμές υπέρ της κοινοπραξίας δεν θα περιελάμβαναν πλέον τα ποσά που προορίζονταν για την ενάγουσα.

13      Με έγγραφο της ίδιας ημέρας η Επιτροπή ενημέρωσε τον συντονιστή ότι, κατόπιν εξετάσεως των περιοδικών εκθέσεων που υποβλήθηκαν για την περίοδο P2 σχετικά με το έργο Oasis, είχε αναστείλει τις πληρωμές προς την ενάγουσα και ότι, κατά συνέπεια, οι μεταγενέστερες πληρωμές εκ μέρους της Επιτροπής προς αυτόν δεν θα περιελάμβαναν το μερίδιο της οικονομικής συμμετοχής που προοριζόταν για την ενάγουσα. Εξάλλου, του επισήμανε ότι, όσον αφορά την επίμαχη περίοδο αναφοράς, η αναστολή των πληρωμών προς την ενάγουσα κάλυπτε ποσό 50 751 ευρώ και ότι, ως εκ τούτου, το ποσό που είχε ληφθεί για λογαριασμό όλων των δικαιούχων για την περίοδο αυτή δεν περιελάμβανε το μερίδιο που προοριζόταν για την ενάγουσα. Η Επιτροπή ζήτησε, επιπλέον, από τον συντονιστή να μην καταβάλλει πλέον στην ενάγουσα μερίδια της οικονομικής συμμετοχής της Ένωσης.

14      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 29ης Αυγούστου 2011 ο συντονιστής ζήτησε από την ενάγουσα, στηριζόμενος στο έγγραφο που του είχε απευθύνει η Επιτροπή (βλ. σημείο 13 ανωτέρω), να του επιστρέψει το ποσό των 56 390 ευρώ, το οποίο της είχε καταβληθεί στις 5 Αυγούστου 2011 για δαπάνες της περιόδου P2 και ενημέρωσε την Επιτροπή για την ενέργειά του αυτή με ηλεκτρονικό μήνυμα της 31ης Αυγούστου 2011.

15      Στις 10 Οκτωβρίου 2011 ο συντονιστής υπέβαλε τις περιοδικές εκθέσεις για την περίοδο P3, στις οποίες περιλαμβανόταν οικονομική κατάσταση που υπέβαλε η ενάγουσα ζητώντας την καταβολή ποσού 79 961,55 ευρώ.

16      Με επιστολή της 19ης Οκτωβρίου 2011, η ενάγουσα δήλωσε στον συντονιστή ότι δεν αποδεχόταν την εκ μέρους της Επιτροπής αναστολή των προς αυτήν πληρωμών και ότι αρνούνταν να επιστρέψει το ζητούμενο ποσό, επειδή είχε υποβάλει όλα τα παραδοτέα στην Επιτροπή, ο δε συντονιστής ενημέρωσε την Επιτροπή για την άρνηση αυτή με ηλεκτρονικό μήνυμα της 31ης Οκτωβρίου 2011.

17      Μεταξύ της 31ης Οκτωβρίου και της 3ης Νοεμβρίου 2011 οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν οικονομικό έλεγχο αφορώντα, μεταξύ άλλων, το έργο Oasis.

 Επί της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 για τη χρηματοδότηση του έργου Perform

18      Κατά το άρθρο 3 της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 για τη χρηματοδότηση του έργου Perform, η διάρκεια του έργου αυτού ορίστηκε σε 36 μήνες, από την 1η Φεβρουαρίου 2008, και, κατόπιν τροποποιητικής συμφωνίας, επεκτάθηκε σε 42 μήνες. Με την ίδια τροποποιητική συμφωνία, τροποποιήθηκε ο κατάλογος των δικαιούχων με αντικατάσταση του αρχικού συντονιστή του έργου από το Universidad Politécnica de Madrid και η ανερχόμενη σε 6 999 999 ευρώ ανώτατη οικονομική συμμετοχή της Ένωσης, που προέβλεπε το άρθρο 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 για τη χρηματοδότηση του έργου Perform μειώθηκε, από την 9η Μαρτίου 2010, στο ποσό των 6 756 492 ευρώ.

19      Κατά το άρθρο 4 της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 για τη χρηματοδότηση του έργου Perform το έργο θα υλοποιείτο σε τρεις περιόδους αναφοράς: την περίοδο P1, από την 1η Φεβρουαρίου 2008 έως την 31η Ιανουαρίου 2009, την περίοδο P2, από την 1η Φεβρουαρίου 2009 έως την 31η Ιανουαρίου 2010, και την τελική περίοδο, από την 1η Φεβρουαρίου 2010 έως την 31η Ιουλίου 2011.

20      Κατά το παράρτημα I της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 για τη χρηματοδότηση του έργου Perform, η ενάγουσα θα λάμβανε για τη συμμετοχή της στο έργο ποσό 1 145 244 ευρώ.

21      Εντός 45 ημερών από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 για τη χρηματοδότηση του έργου Perform και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 αυτής, η Επιτροπή όφειλε να καταβάλει στον συντονιστή το ποσό των 3 733 333 ευρώ ως προχρηματοδότηση. Στις 20 Μαρτίου και στις 28 Ιουλίου 2008, η ενάγουσα έλαβε εκ μέρους του συντονιστή του έργου προκαταβολές για την εκτέλεση του έργου συνολικού ποσού 398 957,58 ευρώ.

22      Στις 11 Μαΐου 2010 ο συντονιστής υπέβαλε τις απαιτούμενες εκθέσεις για την περίοδο P1, στις οποίες περιλαμβανόταν οικονομική κατάσταση που υπέβαλε η ενάγουσα ζητώντας την καταβολή ποσού 105 262 ευρώ.

23      Την 1η Αυγούστου 2010 ο συντονιστής υπέβαλε τις εκθέσεις για την περίοδο P2, στις οποίες περιλαμβανόταν η οικονομική κατάσταση των δηλωθεισών από την ενάγουσα δαπανών οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των 643 584 ευρώ. Η ενάγουσα υπέβαλε, εξάλλου, πιστοποιητικό σχετικά με την εν λόγω οικονομική κατάσταση.

24      Με έγγραφο της ίδιας ημέρας η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα για την πρόθεσή της να προβεί σε οικονομικό έλεγχο, μεταξύ άλλων, για το έργο Perform.

25      Με έγγραφο της 23ης Αυγούστου 2010 η Επιτροπή ενημέρωσε τον συντονιστή και την ενάγουσα ότι το ποσό, ύψους 105 262 ευρώ, που αντιστοιχούσε στις δαπάνες της δεύτερης για την περίοδο P1, είχε αφαιρεθεί από την πληρωμή προς την κοινοπραξία και συμψηφιστεί με άλλες απαιτήσεις της Επιτροπής κατά της ενάγουσας.

26      Στις 8 Ιουνίου 2011 η ενάγουσα υπέβαλε τα παραδοτέα καθώς και οικονομική κατάσταση για τις δηλωθείσες δαπάνες για την περίοδο P3 ζητώντας την καταβολή ποσού 392 490,75 ευρώ.

27      Με έγγραφο της 9ης Αυγούστου 2011 η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι, σύμφωνα με το σημείο II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, ως προσωρινό προληπτικό μέτρο, αναστελλόταν κάθε πληρωμή προς αυτήν και ότι ο συντονιστής θα ενημερωνόταν σχετικά.

28      Μεταξύ της 31ης Οκτωβρίου και της 3ης Νοεμβρίου 2011 οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν οικονομικό έλεγχο αφορώντα, μεταξύ άλλων, το έργο Perform.

29      Στις 20 Δεκεμβρίου 2011 η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία αποπληρωμής της κοινοπραξίας για την περίοδο P2 αλλά δεν κατέβαλε το προβλεπόμενο για την ενάγουσα ποσό ύψους 643 584 ευρώ.

 Ρήτρα διαιτησίας και εφαρμοστέο δίκαιο

30      Κατά το άρθρο τους 9, πρώτο εδάφιο, οι συμφωνίες επιχορηγήσεως διέπονται, κυρίως, από τους περιεχόμενους σε αυτές όρους, από τις σχετικές με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο πράξεις της Κοινότητας και της Ένωσης, από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), και τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ L 357, σ. 1), καθώς και από άλλους κανόνες του δικαίου της Ένωσης και, επικουρικώς, από το βελγικό δίκαιο.

31      Το τρίτο εδάφιο του ίδιου άρθρου περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, η οποία παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο και κατ’ αναίρεση στο Δικαστήριο αποκλειστική αρμοδιότητα εκδικάσεως οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας και, αφετέρου, των δικαιούχων, σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία των επίμαχων συμφωνιών επιχορηγήσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

32      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Μαρτίου 2012, η ενάγουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, την υπό κρίση αγωγή.

33      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι η αναστολή πληρωμών την οποία επέβαλε η Επιτροπή για τα έργα Perform και Oasis συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής·

–        να «υποχρεώσει» την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 637 117,17 ευρώ για το έργο Perform με τον προβλεπόμενο στο σημείο II.5, παράγραφος 5, του παραρτήματος II τόκο από την κοινοποίηση της υπό κρίση αγωγής·

–        να «υποχρεώσει» την Επιτροπή να αναγνωρίσει ότι δεν οφείλει να της επιστρέψει το ποσό των 56 390 ευρώ το οποίο της καταβλήθηκε για το έργο Oasis·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

35      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Νοεμβρίου 2012, η ενάγουσα υπέβαλε υπόμνημα βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, επικαλούμενη νέα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διαδικασία, επί του οποίου η Επιτροπή κλήθηκε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

36      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή.

37      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα, αίτημα στο οποίο η τελευταία ανταποκρίθηκε εμπροθέσμως.

38      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 3 Ιουλίου 2013.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος να διαπιστώσει το Γενικό Δικαστήριο ότι η αναστολή πληρωμών την οποία επέβαλε η Επιτροπή για τα έργα Perform και Oasis συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών της

39      Προς στήριξη του αιτήματός της η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ανέστειλε τις πληρωμές που αντιστοιχούσαν στα επίδικα έργα χωρίς καμία έννομη βάση, κατά παράβαση των συμφωνιών επιχορηγήσεως για τα έργα αυτά καθώς και προσβάλλοντας την αρχή της καλής πίστεως. Διατείνεται εξάλλου, επικουρικώς, ότι, απορρίπτοντας το σύνολο των δαπανών των επίδικων έργων, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

40      Κατ’ αρχάς πρέπει να εξεταστεί ο ισχυρισμός που αντλείται από παραβίαση των επίμαχων συμφωνιών επιχορηγήσεως λόγω της χωρίς έννομη βάση αναστολής των πληρωμών προς την ενάγουσα.

41      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η βάση την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή προκειμένου να αναστείλει τις πληρωμές, ήτοι το σημείο II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Εκτιμά, συναφώς, ότι από τη ρήτρα αυτή προκύπτει ότι μόνη η διενέργεια οικονομικού ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής ως προς έναν από τους συμβαλλομένους δεν αρκεί για να δικαιολογήσει αναστολή ορισμένης πληρωμής, αλλά ότι είναι αναγκαίο να πληρούται μία από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στην εν λόγω ρήτρα προϋποθέσεις. Κατά την ενάγουσα, όμως, καμία από τις πέντε προϋποθέσεις δεν πληρούνταν εν προκειμένω.

42      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, κατά τα λοιπά, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε κανέναν από τους λόγους που προβλέπουν το άρθρο 119, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002 και το άρθρο 106 του κανονισμού 2342/2002, οι οποίοι επιτρέπουν την αναστολή είτε της καταβολής της επιχορηγήσεως είτε της προθεσμίας πληρωμής, και ότι ούτε το άρθρο 1184 του βελγικού αστικού κώδικα έχει εφαρμογή, δεδομένου ότι η εκτέλεση των έργων ήταν, κατά την ενάγουσα, άρτια.

43      Επικουρικώς η ενάγουσα διατείνεται ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις τις οποίες φέρεται ότι αθέτησε ή οι παραλείψεις που της προσάπτονται με την προσωρινή έκθεση ελέγχου 11‑INFS‑0035, σχετικά, μεταξύ άλλων, με τα έργα Perform και Oasis, η οποία της διαβιβάστηκε στις 19 Απριλίου 2012 και της οποίας αμφισβητεί την αποδεικτική αξία, δεν απορρέουν από το εθνικό νομικό πλαίσιο, από το δίκαιο της Ένωσης ή την επίδικη σύμβαση, αλλά συνιστούν εκ των υστέρων τροποποιήσεις κατά παράβαση της προβλεπόμενης διαδικασίας και της αρχής pacta sunt servanda.

44      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πληρούνταν οι τρεις τελευταίες προϋποθέσεις εφαρμογής του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, ή, τουλάχιστον, μία από αυτές, διότι υφίσταντο σοβαροί λόγοι που δημιουργούσαν υπόνοιες περί πιθανής αθετήσεως των συμφωνιών επιχορηγήσεως όσο και περί της υπάρξεως παρατυπιών όσον αφορά τα έργα Perform και Oasis. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, οι υπόνοιες αυτές επιβεβαιώθηκαν από τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου των επίμαχων έργων, όπως προκύπτει από την προσωρινή έκθεση οικονομικού ελέγχου 11‑INFS‑0035, η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, τα έργα Oasis και Perform, διαβιβάστηκε στην ενάγουσα με έγγραφο της 19ης Απριλίου 2012 προκειμένου αυτή να μπορέσει να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σημείο II.22, παράγραφος 5, του παραρτήματος II και τέθηκε ως παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως.

45      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η αναστολή των πληρωμών ήταν δικαιολογημένη βάσει του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των άλλων πιθανών έννομων βάσεων που επικαλέστηκε η ενάγουσα.

46      Πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το σημείο II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, κατόπιν της παραλαβής των εκθέσεων που προβλέπονται στο σημείο II.4 του εν λόγω παραρτήματος, η Επιτροπή δύναται να αναστείλει οποτεδήποτε τις πληρωμές για όλο ή μέρος του ποσού που αντιστοιχεί στον οικείο δικαιούχο:

–        εάν το εκτελεσθέν έργο δεν είναι σύμφωνο με τους όρους της συμφωνίας επιχορηγήσεως·

–        εάν ο δικαιούχος οφείλει να επιστρέψει στο κράτος της ιθαγένειας ή της έδρας του ποσό που έχει εισπράξει παρανόμως ως κρατική ενίσχυση·

–        στην περίπτωση παραβάσεως των όρων της συμφωνίας επιχορηγήσεως, ή υπονοιών ή τεκμηρίου παραβάσεως των όρων αυτών, κατόπιν ιδίως των οικονομικών ή άλλων ελέγχων που προβλέπουν τα σημεία II.22 και II.23 του παραρτήματος II·

–        στην περίπτωση που υπάρχουν υπόνοιες παρατυπίας διαπραχθείσας από έναν ή περισσότερους δικαιούχους κατά την εκτέλεση της επίμαχης συμφωνίας επιχορηγήσεως·

–        στην περίπτωση που υπάρχουν υπόνοιες παρατυπίας ή έχει διαπιστωθεί παρατυπία που έχει διαπραχθεί από έναν ή περισσότερους δικαιούχους κατά την εκτέλεση άλλης συμφωνίας επιχορηγήσεως χρηματοδοτούμενης από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης ή από προϋπολογισμούς που αυτή διαχειρίζεται. Στην περίπτωση αυτή, οι πληρωμές αναστέλλονται εφόσον η παρατυπία είναι σοβαρή και συστηματική και ενδέχεται να επηρεάσει την εκτέλεση της επίμαχης συμφωνίας επιχορηγήσεως.

47      Από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής προκύπτει ότι αυτή δεν αμφισβητεί ότι δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, αλλά εκτιμά ότι πληρούται τουλάχιστον μία από τις τρεις υπόλοιπες. Καθόσον υποστηρίζει συναφώς ότι η αναστολή των πληρωμών στηρίζεται όχι στα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου των επίδικων έργων —η οποία εξάλλου τόσο στην προσωρινή όσο και στην τελική εκδοχή της καταρτίστηκε μετά από την αναστολή των πληρωμών— αλλά σε προβαλλόμενες σοβαρές και συστηματικές παρατυπίες οι οποίες διαπιστώθηκαν σε προγενέστερους λογιστικούς ελέγχους που διενεργήθηκαν το 2006 και το 2008 και αφορούσαν άλλα έργα στα οποία η ενάγουσα είχε συμμετάσχει και στην προβαλλόμενη άρνηση της ενάγουσας να συμμορφωθεί με τις συστάσεις που διατυπώθηκαν στον τελευταίο από αυτούς τους ελέγχους με στοιχεία 08‑BA52‑042, η μόνη κρίσιμη προϋπόθεση ως προς την εν προκειμένω αναστολή πληρωμών είναι η πέμπτη.

48      Ειδικότερα, τόσο η τρίτη όσο και η τέταρτη προϋπόθεση του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II αφορούν παραβάσεις ή υπόνοιες παραβάσεως της επίμαχης συμφωνίας επιχορηγήσεως, κατόπιν οικονομικών και άλλων ελέγχων που διενεργούνται βάσει των σημείων II.22 ή II.23 του παραρτήματος II, ή υπόνοιες παρατυπιών κατά την εκτέλεση της επίμαχης συμφωνίας επιχορηγήσεως.

49      Επιβάλλεται, εξάλλου, η διαπίστωση ότι οι οικονομικοί και άλλοι έλεγχοι για τους οποίους γίνεται λόγος στην τρίτη προϋπόθεση της επίμαχης ρήτρας δεν μπορούν να έχουν την έννοια ότι αφορούν άλλα έργα στην εκτέλεση των οποίων έχει μετάσχει η ενάγουσα κατά το παρελθόν, αλλά μόνο ότι αφορούν την εκτέλεση των επίδικων συμφωνιών επιχορηγήσεως, όπως προκύπτει από το γράμμα του σημείου II.22 του παραρτήματος II, το οποίο αναφέρεται στη «συμφωνία επιχορηγήσεως» και στο συγκεκριμένο «έργο».

50      Άλλωστε, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αναστολή των πληρωμών στηριζόταν εν προκειμένω σε υπόνοιες ή τεκμήρια αθετήσεως των συμφωνιών επιχορηγήσεως για τα επίδικα έργα κατόπιν οικονομικού ελέγχου των εν λόγω έργων, εφόσον αυτή έλαβε χώρα στις 9 Αυγούστου 2011 και, άρα, πριν από τον έλεγχο αυτόν.

51      Επιπλέον, δεδομένου, αφενός, ότι η πέμπτη προϋπόθεση του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II προβλέπει ρητά την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή δύναται να αναστείλει τις πληρωμές σε περίπτωση υπόνοιας ή διαπιστώσεως ότι ένας ή περισσότεροι δικαιούχοι έχουν διαπράξει κατά την εκτέλεση άλλης συμφωνίας επιχορηγήσεως παρατυπία, η οποία είναι σοβαρή και συστηματική και ενδέχεται να επηρεάσει την εκτέλεση της επίμαχης συμφωνίας επιχορηγήσεως και, αφετέρου, ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της επίμαχης ρήτρας δεν είναι σωρευτικές, πρέπει να εξεταστεί μόνο αν η προϋπόθεση αυτή πληρούται.

52      Προκειμένου περί της σχετικής εκτιμήσεως, η έκθεση οικονομικού ελέγχου 11‑INFS‑0035 η οποία αφορά τα επίδικα έργα και προσκομίστηκε από την ενάγουσα μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας ως παράρτημα του υπομνήματος που κατέθεσε δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη ότι συντάθηκε κατόπιν της ημερομηνίας αναστολής των πληρωμών έναντι της ενάγουσας, οπότε δεν μπορούσε να αποτελέσει βάση της αναστολής αυτής, όπως ρητώς υποστήριξε η Επιτροπή.

53      Έτσι, παρέλκει να εξεταστεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της ενάγουσας, τα οποία προβάλλει επικουρικώς και με τα οποία υποστηρίζει ότι οι παραβάσεις και οι παραλείψεις που της προσάπτονται με την προσωρινή έκθεση οικονομικού ελέγχου 11‑INFS‑0035 αποτελούσαν εκ των υστέρων τροποποιήσεις των συμφωνιών επιχορηγήσεως κατά παράβαση της προβλεπόμενης διαδικασίας και της αρχής pacta sunt servanda.

54      Πρέπει, στη συνέχεια, να επισημανθεί ότι, κατά το σημείο II.1.10 του παραρτήματος II, ως «παρατυπία» νοείται κάθε παράβαση διατάξεως του δικαίου της Ένωσης ή κάθε αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως, η οποία προκύπτει από πράξη ή παράλειψη δικαιούχου και η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει, λόγω αδικαιολόγητης δαπάνης, τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης ή προϋπολογισμούς που αυτή διαχειρίζεται.

55      Εν προκειμένω, οι παρατυπίες που προσάπτει στην ενάγουσα η Επιτροπή διαπιστώθηκαν κατά τους οικονομικούς ελέγχους 05‑B428‑023, σχετικά με τα έργα «Preventive», «Hometalk» και «Health memory», και 08‑BA52‑042, σχετικά με τα έργα «Agamemnon» και «Aubade», και αφορούσαν, κυρίως, τη χρέωση υψηλών εξόδων αντιστοιχούντων σε άμεσες δαπάνες προσωπικού για παροχή υπηρεσιών από άτομα που δεν διέθεταν τα απαιτούμενα επιστημονικά προσόντα, η δε μέθοδος υπολογισμού των δαπανών είχε ως αποτέλεσμα υπερεκτίμηση των επιλέξιμων εξόδων και καθιστούσε αναξιόπιστο το σύστημα καταχωρίσεως των ωρών εργασίας.

56      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κάλεσε την ενάγουσα, με έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2009, μέσω ενός καταλόγου που επισυναπτόταν στο έγγραφο αυτό, πρώτον, να υιοθετήσει τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου 08‑BA52‑042 έναντι κάθε μελλοντικού έργου που θα υπέβαλε η ίδια και υπαγόμενου στο έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο, καθώς και έναντι των μη ελεγχθέντων έργων που υπάγονταν στο ίδιο πρόγραμμα-πλαίσιο, στην εκτέλεση των οποίων είχε ήδη μετάσχει η ενάγουσα, και των οποίων οι καταστάσεις δαπανών μπορούσαν να επηρεαστούν από παρατυπίες του ίδιου είδους με εκείνες των ελεγχθέντων έργων. Δεύτερον, η ενάγουσα κλήθηκε να εξετάσει, βάσει του ως άνω καταλόγου, αν προέκυπταν παρατυπίες συστηματικής φύσεως και για τις δαπάνες των οποίων εζητείτο η επιστροφή όσον αφορά τα έργα που απαριθμούνταν στον κατάλογο, στη συνέχεια, να ενημερώσει την Επιτροπή για τα αποτελέσματα της έρευνάς της και, τρίτον, να αναθεωρήσει τις καταστάσεις των δαπανών της, ενδεχομένως, για τα έργα των οποίων οι δαπάνες μπορούσαν να βαρύνονται με παρόμοιες παρατυπίες, λαμβανομένων υπόψη των υποδείξεων του προαναφερθέντος οικονομικού ελέγχου σχετικά με το προσωπικό, τις συμβάσεις υπεργολαβίας και τις έμμεσες δαπάνες, εντός προθεσμίας 45 ημερών. Τέλος, η Επιτροπή ανέφερε στην ενάγουσα ότι, αν αυτή εκτιμούσε ότι δεν ήταν δυνατόν να συναχθούν από τα αποτελέσματα του οικονομικού ελέγχου γενικότερα συμπεράσματα για μη ελεγχθέντα έργα τα οποία περιλαμβάνονταν στον επισυναπτόμενο κατάλογο, η ενάγουσα εκαλείτο να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους τα έργα αυτά δεν βαρύνονταν, κατ’ αυτήν, με παρόμοιες παρατυπίες.

57      Όσον αφορά την πέμπτη προϋπόθεση του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι ουδόλως υπέπεσε σε παρατυπίες σοβαρής και συστηματικής φύσεως κατά την εκτέλεση άλλης συμβάσεως, οι οποίες να μπορούν να δικαιολογήσουν αναστολή πληρωμών. Προβάλλει ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως των παρατυπιών που επικαλείται και ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η ίδια συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις των ελεγκτών κατά τον έλεγχο 08‑BA52‑042, χωρίς η Επιτροπή να εκφράσει την παραμικρή επιφύλαξη.

58      Εξάλλου, κατά την ενάγουσα, η Επιτροπή ούτε επικαλέστηκε ούτε απέδειξε την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ, αφενός, των προβαλλόμενων παρατυπιών ως προς τα προγενέστερα έργα και, αφετέρου, της εκτελέσεως των επίμαχων έργων, ώστε να έχει επηρεαστεί η εκτέλεσή τους.

59      Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει, στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, εάν η ενάγουσα συμμορφώθηκε προς τα πορίσματα οικονομικού ελέγχου σχετικού με άλλα έργα τα οποία εξάλλου εντάσσονταν στο πλαίσιο προγενέστερου προγράμματος‑πλαισίου και δεν αποτελούσαν αντικείμενο των επίδικων συμβάσεων.

60      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η στηριζόμενη σε ρήτρα διαιτησίας αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης να επιλαμβάνονται διαφοράς αφορώσας σύμβαση εκτιμάται, κατά τη νομολογία, λαμβανομένων υπόψη μόνο των διατάξεων του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και των οριζομένων στη ρήτρα αυτή. H εν λόγω αρμοδιότητα συνιστά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφαίνεται επί συμβατικής διαφοράς παρά μόνον σε περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι έχουν εκφράσει τη βούλησή τους να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, T‑259/09, Επιτροπή κατά Arci Nuova associazione comitato di Cagliari και Gessa, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, των συμφωνιών επιχορηγήσεως, το Γενικό Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο αγωγής βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να περιοριστεί, κατά την άσκηση του ελέγχου του, στην ερμηνεία των επίμαχων συμφωνιών και να προσδιορίσει αν η Επιτροπή εδικαιούτο να προβεί σε αναστολή των πληρωμών με βάση τις εφαρμοστέες ρήτρες.

62      Ομοίως, όπως ορθώς υποστηρίζει η ενάγουσα, το σημείο II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να προσδιορίσει τις παρατυπίες σχετικά με τις οποίες υφίστανται υπόνοιες ή οι οποίες έχουν διαπιστωθεί κατά την εκτέλεση άλλων έργων από έναν ή περισσότερους δικαιούχους, να διαπιστώσει τη σοβαρή και συστηματική φύση των παρατυπιών αυτών και να αποδείξει τη σχέση μεταξύ των παρατυπιών, αφενός, και της εκτελέσεως των επίμαχων έργων, αφετέρου, κατά τρόπο που να επηρεάζει την εκτέλεση αυτή. Μόνο βάσει αυτών των στοιχείων το Γενικό Δικαστήριο θα είναι σε θέση να εξακριβώσει αν η Επιτροπή μπορούσε να αναστείλει τις σχετικές πληρωμές έναντι της ενάγουσας δυνάμει του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II.

63      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν κατά τους ελέγχους που αφορούσαν προγενέστερα έργα στων οποίων την εκτέλεση είχε συμμετάσχει η ενάγουσα, από την έκθεση ελέγχου 05‑B428‑023 που προσκόμισε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να υπολογίσει τις δαπάνες προσωπικού, η ενάγουσα χρησιμοποίησε μέση ωριαία αμοιβή, η οποία δεν αντιστοιχούσε σε ώρες εργασίας που είχαν όντως πραγματοποιηθεί, για δύο από τα τρία έργα που ελέγχθηκαν και εντάσσονταν στο πλαίσιο του πέμπτου προγράμματος-πλαισίου, πράγμα που οδήγησε σε προσαρμογές. Εξάλλου, κατά την έκθεση ελέγχου 8‑BA52‑042, που αφορούσε δύο άλλα έργα του έκτου προγράμματος-πλαισίου, η ενάγουσα, αφενός, δήλωσε ώρες εργασίας για ερευνητές που δεν είχαν τα απαιτούμενα επιστημονικά προσόντα για την εκτέλεση των εν λόγω έργων ή που τα επιστημονικά τους προσόντα δεν συνδέονταν με τη φύση των έργων και, αφετέρου, δεν είχε αξιόπιστο σύστημα καταχωρίσεως των ωρών εργασίας.

64      Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τέτοιες παρατυπίες θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην έννοια της παρατυπίας όπως αυτή ορίζεται στο σημείο II.1, παράγραφος 10, του παραρτήματος II (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω), μόνη η ύπαρξη τους δεν αρκεί, σε κάθε περίπτωση, για να γίνει δεκτό ότι έχουν σοβαρό και συστηματικό χαρακτήρα κατά την έννοια του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II.

65      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε στοιχεία αποδεικνύοντα επαρκώς ούτε τη σοβαρή και συστηματική φύση των παρατυπιών που εντοπίστηκαν ούτε τον τρόπο κατά τον οποίο οι παρατυπίες αυτές, ακόμη και να υποτεθούν αποδεδειγμένες, μπορούσαν να επηρεάσουν την εκτέλεση των έργων Perform και Oasis.

66      Ειδικότερα, με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή παρέπεμψε απλώς στις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν στις εκθέσεις οικονομικού ελέγχου που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 63 ανωτέρω, επισημαίνοντας ότι τα προβλήματα που διαπιστώθηκαν σχετίζονταν με τις δαπάνες προσωπικού και ότι η ενάγουσα υπέβαλε συστηματικά προς απόδοση δαπάνες για την εργασία ερευνητών οι οποίοι δεν διέθεταν τα απαιτούμενα επιστημονικά προσόντα για την εκτέλεση των επίμαχων έργων, δηλώνοντας δαπάνες για υψηλά αμειβόμενο διοικητικό προσωπικό και για υπερβολικό αριθμό ωρών εργασίας.

67      Επιπλέον, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή περιορίστηκε στην επισήμανση ότι η σοβαρή και συστηματική φύση των διαπιστωθεισών παρατυπιών οφείλεται στο γεγονός ότι, ακόμη και μετά από την αναθεώρηση των οικονομικών καταστάσεων που υπέβαλε η ενάγουσα, η μεθοδολογία που χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό των δαπανών προσωπικού συνέχιζε να μην είναι σύμφωνη προς τις υποδείξεις των ελεγκτών.

68      Εντούτοις, τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή δεν παρέχουν τη δυνατότητα στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει την ακρίβεια των επιχειρημάτων της, ούτε κλονίζουν εκείνα της ενάγουσας, κατά τα οποία, αφενός, συμμορφώθηκε προς τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου 08‑BA52‑042 και, αφετέρου, επέστρεψε στην Επιτροπή όλα τα ζητηθέντα ποσά, τροποποιώντας κατάλληλα τις οικονομικές καταστάσεις της. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2009, που προσκόμισε η Επιτροπή, το οποίο της είχε αποστείλει η ενάγουσα κατόπιν του εν λόγω οικονομικού ελέγχου, δεν διαφαίνεται η προβαλλόμενη άρνηση της τελευταίας να χρησιμοποιήσει μέθοδο υπολογισμού σύμφωνη προς τις συστάσεις της Επιτροπής ή η προβαλλόμενη επιμονή της να ακολουθεί εσφαλμένη μέθοδο υπολογισμού. Πράγματι, από το έγγραφο αυτό απορρέει ότι η ενάγουσα διόρθωσε ορισμένα σφάλματα σχετικά με τις άμεσες δαπάνες προσωπικού τα οποία είχαν διαπιστωθεί κατά τον οικονομικό έλεγχο, ότι αφαίρεσε από τον συνολικό αριθμό εργατοωρών ώρες που συνδέονται με εργασία ατόμων των οποίων η πείρα και τα προσόντα ήταν αμφίβολα και ότι μείωσε το ύψος της ωριαίας αμοιβής. Έτσι, τα ζητούμενα ποσά μειώθηκαν.

69      Εξάλλου, από τις επιστολές που αντήλλαξε με την Επιτροπή μεταξύ της 27ης Μαΐου και της 1ης Ιουνίου 2009 προκύπτει ότι η ενάγουσα δέχθηκε να της επιστρέψει ποσό 86 395,32 ευρώ το οποίο ζητήθηκε κατόπιν του οικονομικού ελέγχου 08‑BA52‑042.

70      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, από το έγγραφο της 3ης Ιουλίου 2009 το οποίο απηύθυνε στην ενάγουσα σε απάντηση της εκ μέρους της ενάγουσας διαβιβάσεως των οικονομικών καταστάσεων που είχαν αναθεωρηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι υποδείξεις του οικονομικού ελέγχου περί του οποίου έγινε αναφορά στη σκέψη 69 ανωτέρω δεν προκύπτει ότι δεν ήταν σε θέση να ελέγξει την ορθότητα των όσων αυτή υποστήριζε. Αντιθέτως, όπως ορθώς επισημαίνει η ενάγουσα και όπως συνάγεται από τη δικογραφία, το έγγραφο αυτό εκθέτει ότι τα στοιχεία που διαβίβασε η ενάγουσα στην Επιτροπή με ηλεκτρονικό μήνυμα της 19ης Ιουνίου 2009 επρόκειτο να εξεταστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες της τελευταίας, οι οποίες θα προέβαιναν στις αναγκαίες διορθώσεις και θα επικοινωνούσαν μαζί της αν απαιτούνταν περαιτέρω διευκρινίσεις.

71      Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι εξακολούθησαν να υπάρχουν παρατυπίες της ίδιας μορφής και αυτές μπορούσαν να χαρακτηριστούν σοβαρές και συστηματικές, η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει εκθέσει, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της πέμπτης προϋποθέσεως που προβλέπει το σημείο II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, τον τρόπο με τον οποίο μπορούσαν να επηρεάσουν την εκτέλεση των επίδικων έργων. Όσον αφορά ιδίως τη μέση ωριαία αμοιβή που χρησιμοποιούσε η ενάγουσα σχετικά με δύο από τα τρία ελεγχθέντα έργα του πέμπτου προγράμματος-πλαισίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία, καθόσον οι άμεσες δαπάνες προσωπικού αποτελούσαν τη σημαντικότερη κατηγορία δαπανών για τα έργα των σχετικών προγραμμάτων, η μεθοδολογία που ακολουθεί ο δικαιούχος για τον υπολογισμό των εξόδων συνιστά ένδειξη της κανονικότητας των δηλώσεων δαπανών που αυτός υποβάλλει για το σύνολο των έργων στα οποία μετέχει. Πράγματι, μια τέτοια γενικής φύσεως παραδοχή δεν δικαιολογεί, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, το συμπέρασμα ότι μπορούσε να επηρεαστεί η εκτέλεση των συμφωνιών επιχορηγήσεως.

72      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, εν προκειμένω, κατά το σημείο II.14, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία a και d, του παραρτήματος II, που αφορά τις επιλέξιμες δαπάνες του έργου, οι δαπάνες αυτές πρέπει, αφενός, να είναι πραγματικές και, αφετέρου, να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις συνήθεις λογιστικές και διαχειριστικές αρχές και πρακτικές του δικαιούχου. Οι χρησιμοποιούμενες λογιστικές μέθοδοι για την καταχώριση των εξόδων και των εσόδων πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους λογιστικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο κράτος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο συμβαλλόμενος και πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα συγκρίσεως των πραγματοποιούμενων δαπανών και των εσόδων που δηλώνονται στο πλαίσιο του έργου και των αντίστοιχων οικονομικών καταστάσεων και δικαιολογητικών.

73      Εξάλλου, βάσει του σημείου II.14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο a, οι δικαιούχοι μπορούν να επιλέξουν να δηλώσουν τις μέσες δαπάνες προσωπικού εάν πληρούνται τα ακόλουθα σωρευτικά κριτήρια:

–        η μεθοδολογία υπολογισμού των μέσων δαπανών προσωπικού είναι αυτή την οποία ο δικαιούχος δηλώνει ως συνήθη πρακτική κοστολογήσεως· συνεπώς, εφαρμόζεται πάγια κάθε φορά που ο δικαιούχος συμμετέχει στα προγράμματα-πλαίσια·

–        η μεθοδολογία υπολογισμού βασίζεται στις πραγματικές δαπάνες προσωπικού του δικαιούχου όπως καταγράφονται στους εκ του νόμου προβλεπόμενους λογαριασμούς του, χωρίς εκτιμηθέντα ή προϋπολογισθέντα στοιχεία·

–        η μεθοδολογία αποκλείει από τις μέσες δαπάνες προσωπικού κάθε μη επιλέξιμο στοιχείο κόστους όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, καθώς και κάθε δαπάνη που καταλογίζεται σε άλλες κατηγορίες δαπανών προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή χρηματοδότηση των ίδιων δαπανών·

–        ο αριθμός των παραγωγικών ωρών που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των μέσων ωρομισθίων αντιστοιχεί στη συνήθη πρακτική του δικαιούχου, υπό τον όρο ότι αντικατοπτρίζει τα πραγματικά πρότυπα εργασίας του δικαιούχου, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τις συμβάσεις και βασίζεται σε ελέγξιμα δεδομένα.

74      Στη συνέχεια, το σημείο II.15, παράγραφος 1, του παραρτήματος II ορίζει ως άμεσες δαπάνες όλες τις δαπάνες που μπορούν να συνδεθούν άμεσα με το έργο και προσδιορίζονται ως τέτοιες από τον δικαιούχο, σύμφωνα με τις λογιστικές του αρχές και τους συνήθεις εσωτερικούς του κανόνες. Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, μπορούν να καταλογιστούν μόνο οι δαπάνες πραγματικών ωρών κατά τις οποίες εργάστηκαν άτομα που εκτελούν απευθείας εργασίες στο πλαίσιο του έργου, τα οποία πρέπει να έχουν προσληφθεί απευθείας από τον δικαιούχο, να εργάζονται υπό την αποκλειστική τεχνική επίβλεψη και ευθύνη του και να αμείβονται σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές του.

75      Κατά συνέπεια, από τους γενικούς όρους που ισχύουν στις συμφωνίες επιχορηγήσεως προκύπτει ότι η ενάγουσα εδικαιούτο να ακολουθεί μέθοδο καταχωρίσεως και υπολογισμού δαπανών της επιλογής της τηρώντας ορισμένες προϋποθέσεις και, άρα, να χρησιμοποιήσει μέσες ωριαίες αμοιβές, πολλαπλασιάζοντας την ωριαία χρέωση με τον αριθμό των πραγματικών εργατοωρών, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω μέθοδος είναι σύμφωνη προς τους λογιστικούς κανόνες που προβλέπονται στην Ελλάδα και ότι αυτή παρέχει δυνατότητα συγκρίσεως των δαπανών και των εσόδων (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω). Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή ουδόλως απέδειξε ότι η μέθοδος που ακολούθησε η ενάγουσα δεν ήταν σύμφωνη προς το σημείο II.14, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο d, και δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II.

76      Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της Επιτροπής, ουδόλως προκύπτει από το έγγραφο της 1ης Αυγούστου 2011, με το οποίο αυτή ανακοίνωσε στην ενάγουσα ότι θα διενεργούσε οικονομικό έλεγχο των επίδικων έργων, ότι σκοπός του ελέγχου αυτού ήταν να εξακριβώσει αν οι αναθεωρημένες οικονομικές καταστάσεις ήταν σύμφωνες προς τις υποδείξεις και τα πορίσματα του ελέγχου για τα έργα «Agamemnon» και «Aubade». Ειδικότερα, το έγγραφο αυτό δεν περιέχει καμία μνεία των δύο αυτών έργων, αλλά αποτελεί συνέχεια εγγράφου με ημερομηνία 12 Ιουλίου 2011 το οποίο απηύθυνε η Επιτροπή στην ενάγουσα, σχετικά με οικονομικό έλεγχο για τα έργα υπ’ αριθ. 045459 «Personna», 507749 «Terregov» και 508015 «Doc@hand» και με το οποίο την ενημέρωσε για την απόφασή της να διενεργήσει έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων που η ενάγουσα είχε υποβάλει για τα έργα Perform, Oasis και «Pocemon».

77      Εξάλλου, η πρόσκληση που απηύθυνε στην ενάγουσα η Επιτροπή με έγγραφο που κοινοποιήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2009 και με την οποία κλήθηκε να εφαρμόσει τις συστάσεις του οικονομικού ελέγχου με στοιχεία 08‑BA52‑042 συνάγοντας από τα συγκεκριμένα αποτελέσματα του οικονομικού ελέγχου γενικότερα συμπεράσματα για άλλα έργα τα οποία θα μπορούσαν να βαρύνονται με παρόμοιες παρατυπίες, αφορούσε μόνο τα, τρέχοντα ή μελλοντικά, έργα του έκτου προγράμματος-πλαισίου (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω). Η Επιτροπή όμως δεν προσκόμισε συγκλίνουσες ενδείξεις από τις οποίες να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι οι παρατυπίες αυτές ήταν ικανές να επηρεάσουν την εκτέλεση των συμφωνιών για τα έργα Perform και Oasis του έβδομου προγράμματος‑πλαισίου.

78      Λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν πληρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή παρέβη τις συμφωνίες επιχορηγήσεως, προβαίνοντας σε αναστολή των πληρωμών βάσει των στοιχείων αυτών.

79      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό το επιχείρημα που προέβαλε η ενάγουσα προς στήριξη του πρώτου αιτήματος της αγωγής, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί η προσβολή της αρχής της καλής πίστεως που επικαλείται η ενάγουσα και τα επιχειρήματα που προβάλλει επικουρικώς ζητώντας να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή, απορρίπτοντας το σύνολο των δαπανών των επίδικων έργων, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, η απόφαση αναστολής των πληρωμών είναι προσωρινό μέτρο που έχει ως αντικείμενο την πρόσκαιρη παύση των πληρωμών έναντι του οικείου δικαιούχου, χωρίς ωστόσο να συνεπάγεται τη μη αναγνώριση των δηλωθεισών δαπανών ή οριστική άρνηση πληρωμής.

80      Επιπλέον, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η Επιτροπή εδικαιούτο να αναστείλει τις πληρωμές στηριζόμενη στις άλλες έννομες βάσεις που επικαλέστηκε επικουρικώς η ενάγουσα, καθόσον η Επιτροπή απέκλεισε, εν πάση περιπτώσει, την εφαρμογή τους (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω).

 Επί του αιτήματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 637 117,17 ευρώ για το έργο Perform πλέον τόκων υπερημερίας

81      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της παράνομης αναστολής πληρωμών προς αυτήν, η Επιτροπή υποχρεούται να της καταβάλει το οφειλόμενο ποσό των 637 117,17 ευρώ, με τον προβλεπόμενο στο σημείο II.5, παράγραφος 5, του παραρτήματος II τόκο από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της υπό κρίση αγωγής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1153 του βελγικού αστικού κώδικα, με το ισχύον κατά την πρώτη μέρα του μήνα της ως άνω κοινοποιήσεως επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), προσαυξημένο κατά τρεισήμισι μονάδες. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα υποστήριξε εντούτοις ότι το σημείο αφετηρίας για τον υπολογισμό των τόκων έπρεπε να είναι η ημερομηνία αναστολής των πληρωμών, ήτοι η 9η Αυγούστου 2011. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι, αντιθέτως προς όσα είχε υποστηρίξει με το δικόγραφο της αγωγής της, δεν της είχε καταβληθεί το ποσό των 105 262 ευρώ την απόδοση του οποίου είχε ζητήσει για δαπάνες της περιόδου P1 και αμφισβητεί ότι ορθώς έλαβε χώρα ο εκ μέρους της Επιτροπής συμψηφισμός του ποσού αυτού.

82      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ενάγουσα δεν έχει προβεί σε ορθή εκτίμηση του ποσού των πληρωμών που δικαιούται για τις περιόδους P2 και P3 του έργου Perform, τις οποίες έχει υπερεκτιμήσει. Ως προς το σημείο αυτό, επισημαίνει ότι το ανώτατο ποσό του οποίου την καταβολή θα μπορούσε να αξιώσει η ενάγουσα στο παρόν στάδιο, βάσει των ενδιάμεσων πληρωμών που προβλέπονται στην οικεία συμφωνία επιχορηγήσεως, δεν μπορεί να είναι ανώτερο του 90 % της συνολικής χρηματοδοτήσεως του έργου. Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, διευκρίνισε ότι το όριο των 6 080 842 ευρώ είχε καλυφθεί σε επίπεδο κοινοπραξίας ήδη από τη δεύτερη περίοδο αναφοράς και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταβάλει το σύνολο του αξιούμενου ποσού, αλλά όφειλε να περιορίσει την ενδιάμεση πληρωμή για την περίοδο P2 στο ποσό του 1 060 912 ευρώ, όπως, κατά την άποψή της, προέκυπτε από την αναλυτική κατανομή της οικονομικής συμμετοχής που προσκόμισε ως παράρτημα του υπομνήματος ανταπαντήσεως. Έτσι, υποστηρίζει ότι ακόμη και αν δεν είχαν ανασταλεί οι πληρωμές, η ενάγουσα δεν θα μπορούσε να εισπράξει το πλήρες αξιούμενο ποσό για την περίοδο P2 και δεν θα είχε εισπράξει τίποτε για την περίοδο P3.

83      Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το ποσό των 105 262 ευρώ έχει καταβληθεί στην ενάγουσα και έχει συμψηφιστεί με τη μέθοδο που ακολουθεί συνήθως η Επιτροπή. Επιπλέον, υποστήριξε ότι, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί την αγωγή, οι τόκοι υπερημερίας που ζητεί η ενάγουσα πρέπει να υπολογιστούν από την ημερομηνία που έπρεπε να γίνει η πληρωμή και, ότι σύμφωνα με το σημείο ΙΙ.5, παράγραφος 1, του παραρτήματος II, οι πληρωμές πρέπει να γίνονται μέσα σε 105 ημέρες από την ημερομηνία λήψεως των καταστάσεων των προς απόδοση δαπανών.

84      Πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το σημείο II.6, παράγραφος 2, του παραρτήματος II, το άθροισμα της προχρηματοδοτήσεως και των ενδιάμεσων πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 90 % της ανώτατης οικονομικής συμμετοχής που ορίζεται στο άρθρο 5 της συμφωνίας επιχορηγήσεως. Εν προκειμένω, η συμμετοχή αυτή ανερχόταν στο ποσό των 6 756 492 ευρώ (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω) και το ανώτατο όριο του σημείου II.6, παράγραφος 2, του παραρτήματος II αντιστοιχούσε στο ποσό των 6 080 842 ευρώ.

85      Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι, ενώ, κατά την αναλυτική κατανομή των δαπανών μεταξύ των δικαιούχων του έργου Perform, η ενάγουσα έπρεπε να λάβει το ποσό του 1 145 244 ευρώ, αυτή έλαβε μόνο το ποσό των 398 957,58 ευρώ ως προχρηματοδότηση και δεν της καταβλήθηκαν τα ζητηθέντα ποσά για τις περιόδους P2 και P3. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ποσό των 105 262 ευρώ του οποίου την απόδοση ζήτησε η ενάγουσα για δαπάνες της περιόδου P1, όπως προκύπτει από έγγραφο της 23ης Απριλίου 2010 που έχει επισυναφθεί ως παράρτημα στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής, αφαιρέθηκε από το ποσό που καταβλήθηκε στον συντονιστή και συμψηφίστηκε βάσει του άρθρου 73, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1605/2002 με άλλες απαιτήσεις έναντι της ενάγουσας που αφορούσαν άλλα έργα, πράγμα που επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Πάντως, στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής, το Γενικό Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αν ο συμψηφισμός αυτός, ο οποίος αφορά απαιτήσεις της Επιτροπής που απορρέουν από άλλες συμβάσεις, ήταν σύννομος ή όχι, αλλά μόνο επί του συννόμου της αναστολής των πληρωμών προς την ενάγουσα.

86      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της Επιτροπής, το ποσό του οποίου την καταβολή ζητεί η ενάγουσα στο παρόν στάδιο, ήτοι 637 117,17 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στα ποσά των ενδιάμεσων πληρωμών που θα έπρεπε να είχε λάβει για τις περιόδους P2 και P3, αφαιρουμένου του ποσού που λήφθηκε ως προχρηματοδότηση, δεν υπερβαίνει ούτε το ανώτατο όριο του 90 % της συνολικής χρηματοδοτήσεως για το έργο αυτό, ήτοι 6 080 842 ευρώ, ούτε το διαθέσιμο υπόλοιπο κατά τον χρόνο καλύψεως του εν λόγω ανωτάτου ορίου. Ειδικότερα, πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά την αναλυτική κατανομή της οικονομικής συμμετοχής που προσκόμισε η Επιτροπή ως παράρτημα του υπομνήματος ανταπαντήσεως, παρά το γεγονός ότι το εν λόγω όριο είχε καλυφθεί ήδη από την περίοδο P2, η οποία αφορούσε το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Φεβρουαρίου 2009 και της 31ης Αυγούστου 2010, εντούτοις κατά το στάδιο εκείνο υπολειπόταν ποσό 1 060 912 ευρώ προς κατανομή μεταξύ των δικαιούχων (βλ. σκέψη 82 ανωτέρω). Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι, ακόμα και αν δεν είχαν ανασταλεί οι πληρωμές, η ενάγουσα δεν θα μπορούσε να λάβει το σύνολο του ζητούμενου ποσού.

87      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η ενάγουσα, αν δεν είχε λάβει χώρα η αναστολή των πληρωμών προς αυτήν, θα μπορούσε να είχε λάβει τα ποσά που της αντιστοιχούσαν.

88      Λαμβανομένου υπόψη ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε κατόπιν της εξετάσεως του πρώτου αιτήματος της αγωγής ότι δεν πληρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την αναστολή των πληρωμών δυνάμει του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II, πρέπει να συναχθεί ότι τα ποσά των οποίων την καταβολή ανέστειλε η Επιτροπή βάσει των ως άνω στοιχείων πρέπει να καταβληθούν στην ενάγουσα εντός των ορίων του διαθέσιμου κατά τον χρόνο αναστολής των πληρωμών υπολοίπου της οικονομικής συμμετοχής, χωρίς η καταβολή αυτή να προδικάζει ούτε τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα ούτε την εφαρμογή εκ μέρους της Επιτροπής των πορισμάτων της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου για τα επίδικα έργα.

89      Όσον αφορά το αίτημα της ενάγουσας για καταβολή τόκων υπερημερίας επί του ζητούμενου ποσού για το έργο Perform, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το σημείο II.5, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος II, κατά τη λήξη της προθεσμίας εγκρίσεως των εκθέσεων και πληρωμών, και με την επιφύλαξη της αναστολής της προθεσμίας αυτής εκ μέρους της Επιτροπής, η Επιτροπή οφείλει να καταβάλλει τόκους υπερημερίας με το επιτόκιο που προβλέπει η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως σε ευρώ, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι μονάδες. Το επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των τόκων είναι το ισχύον κατά την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο λήγει η προθεσμία πληρωμής, όπως αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

90      Κατά το σημείο II.5, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος II, οι τόκοι υπερημερίας αφορούν το χρονικό διάστημα μεταξύ της λήξεως της περιόδου πληρωμής (μη συμπεριλαμβανομένης της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας) και της ημερομηνίας κατά την οποία η πληρωμή χρεώνεται στον λογαριασμό της Επιτροπής (συμπεριλαμβανομένης της ημέρας αυτής). Οι τόκοι αυτοί δεν θεωρούνται είσπραξη για το έργο όσον αφορά τον καθορισμό της τελικής επιχορηγήσεως και η καταβολή τους δεν θεωρείται ότι αποτελεί μέρος της οικονομικής συμμετοχής.

91      Εξάλλου, από το σημείο II.5, παράγραφοι 1 και 2, του παραρτήματος II προκύπτει ότι, κατά το πέρας κάθε περιόδου αναφοράς, η Επιτροπή αξιολογεί τις εκθέσεις για το έργο και τα παραδοτέα και προβαίνει στις αντίστοιχες πληρωμές εντός 105 ημερών μετά από την παραλαβή τους, εκτός αν ανασταλεί η πληρωμή ή το έργο. Οι πληρωμές πραγματοποιούνται κατόπιν εγκρίσεως εκ μέρους της Επιτροπής των εκθέσεων και των παραδοτέων.

92      Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/2002, για τις συμβάσεις ή τις συμφωνίες στις οποίες η πληρωμή εξαρτάται από την έγκριση της οικείας εκθέσεως, οι προθεσμίες πληρωμής αρχίζουν να τρέχουν μόνον από την έγκριση της σχετικής έκθεσης, είτε ρητώς διότι ο δικαιούχος ενημερώθηκε σχετικά είτε σιωπηρώς διότι έληξε η συμβατική προθεσμία εγκρίσεως χωρίς να ανασταλεί με επίσημο έγγραφο απευθυνόμενο στον δικαιούχο. Η εν λόγω προθεσμία εγκρίσεως δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 45 ημερολογιακές ημέρες για τις συμβάσεις επιδοτήσεως και τις 60 ημέρες για τις συμβάσεις στο πλαίσιο των οποίων η αξιολόγηση των τεχνικών παροχών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη.

93      Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη ότι το Γενικό Δικαστήριο συνεπέρανε ότι η Επιτροπή κακώς ανέστειλε τις πληρωμές έναντι της ενάγουσας (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω), πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο αίτημα της αγωγής, καθόσον με αυτό ζητείται να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προχωρήσει στην καταβολή των ανασταλέντων ποσών στο πλαίσιο του έργου Perform, χωρίς η πληρωμή αυτή να προδικάζει τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα. Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων που παρατίθενται στις σκέψεις 89 έως 92 ανωτέρω, τα καταβλητέα ποσά πρέπει να είναι εντός του ορίου του υπολοίπου της διαθέσιμης κατά τον χρόνο της αναστολής πληρωμών οικονομικής συμμετοχής και πρέπει να προσαυξηθούν με τόκους υπερημερίας που τρέχουν, για κάθε σχετική περίοδο, από της λήξεως της προθεσμίας πληρωμής των 105 ημερών από τη λήψη εκ μέρους της Επιτροπής των αντίστοιχων εκθέσεων. Το εφαρμοστέο επιτόκιο είναι εκείνο που ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο είναι καταβλητέο το οικείο ποσό, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

 Επί του αιτήματος να «υποχρεωθεί» η Επιτροπή να αναγνωρίσει ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να επιστρέψει το ποσό των 56 390 ευρώ που έλαβε για το έργο Oasis

94      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το τρίτο αίτημα της αγωγής είναι προδήλως απαράδεκτο επειδή, κατ’ αυτήν, πρόκειται για ανύπαρκτο ζήτημα. Προβάλλει, συναφώς, ότι το αίτημα επιστροφής του ποσού των 56 390 ευρώ για το έργο Oasis προήλθε από τον συντονιστή και όχι από την ίδια, η οποία, εξάλλου, δεν είχε προβεί σε καμία ενέργεια για την ανάκτηση του σχετικού ποσού μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής ούτε είχε ζητήσει από τον συντονιστή να το πράξει. Επιπλέον, εκτιμά ότι η αναστολή πληρωμής δεν θα είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η ενάγουσα έχει ήδη εισπράξει το ποσό. Επιπροσθέτως, αμφισβητεί ότι η νομολογία που επικαλείται η ενάγουσα στο υπόμνημα απαντήσεως είναι κρίσιμη για την υπό κρίση υπόθεση καθώς και ότι η ενάγουσα έχει ενεστώς έννομο συμφέρον να γίνει δεκτό το αίτημά της να αναγνωριστεί ότι δεν υποχρεούται να επιστρέψει το ποσό αυτό και υποστηρίζει ότι η αποδοχή του αιτήματος αυτού θα προκαταλάμβανε την εν εξελίξει διαδικασία οικονομικού ελέγχου.

95      Η ενάγουσα αντιτείνει ότι η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής είναι αβάσιμη, δεδομένου ότι το αίτημά της είναι, κατ’ ουσίαν, αρνητικό αναγνωριστικό αίτημα το οποίο επιτρέπεται κατά το δίκαιο της Ένωσης. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, παρέλειψε να αναφέρει, με συνέπεια την ανακριβή απόδοση των πραγματικών περιστατικών, ότι ήταν ο προϊστάμενος μονάδας ο οποίος αναπλήρωνε τον αρμόδιο γενικό διευθυντή που ζήτησε από τον συντονιστή να μην προβεί στην καταβολή του ποσού που αντιστοιχούσε στις δαπάνες της ενάγουσας για την επίμαχη περίοδο αναφοράς. Κατόπιν του αιτήματος αυτού, ο συντονιστής ενημέρωσε την Επιτροπή με επιστολές της 31ης Αυγούστου και της 19ης Οκτωβρίου 2011 για την άρνηση της ενάγουσας να επιστρέψει το εν λόγω ποσό.

96      Εν προκειμένω, χωρίς να απαιτείται να κριθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή ως προς το αίτημα της ενάγουσας, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C‑23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer, Συλλογή 2002, σ. I‑1873, σκέψη 52), καθόσον η ενδιάμεση πληρωμή για τις ζητούμενες δαπάνες της περιόδου P2 του έργου Oasis καταβλήθηκε στην ενάγουσα από τον συντονιστή στις 5 Αυγούστου 2011 και δεν επηρεάστηκε από την αναστολή πληρωμών η οποία έλαβε χώρα σε μεταγενέστερη ημερομηνία, ήτοι την 9η Αυγούστου 2011. Ειδικότερα, δεδομένου ότι η αναστολή πληρωμών που γίνεται δυνάμει του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II είναι προσωρινό μέτρο, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να το επικαλεστεί ούτε ως βάση για να ζητήσει την αναστολή πληρωμών που έχουν ήδη καταβληθεί ούτε για να ζητήσει την ανάκτησή τους.

97      Τέλος, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει, έως σήμερα, εφαρμόσει τα αποτελέσματα του οικονομικού ελέγχου του έργου Oasis, η διαπίστωση ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να επιστρέψει ορισμένο ποσό θα προδίκαζε το αποτέλεσμα της διαδικασίας οικονομικού ελέγχου και ανακτήσεως, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση ένδικης διαφοράς.

98      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο αίτημα της αγωγής, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας που προβάλλει η ενάγουσα με το υπόμνημα που κατέθεσε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, καθόσον, εν πάση περιπτώσει, η επίκληση της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου 11‑INFS‑0035 περί των επίδικων έργων είναι αλυσιτελής για την επίλυση της παρούσας διαφοράς όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 52 ανωτέρω και όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

99      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

100    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι έγινε δεκτό το πρώτο και το δεύτερο αίτημα της αγωγής της ενάγουσας και απορρίφθηκε το τρίτο, πρέπει να φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών της εξόδων και η Επιτροπή να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταβάλει στην ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας τα ποσά των οποίων η πληρωμή ανεστάλη βάσει του σημείου ΙΙ.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, των γενικών όρων που προσαρτώνται στις συμφωνίες επιχορηγήσεως για τα έργα Oasis και Perform, οι οποίες συνήφθησαν στο πλαίσιο του έβδομου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013), χωρίς η καταβολή αυτή να προδικάζει ούτε τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που δήλωσε η ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας ούτε την εφαρμογή εκ μέρους της Επιτροπής των πορισμάτων της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου με στοιχεία 11-INFS-0035. Τα καταβλητέα ποσά πρέπει να είναι εντός του ορίου του υπολοίπου της διαθέσιμης κατά τον χρόνο της αναστολής πληρωμών οικονομικής συμμετοχής και πρέπει να προσαυξηθούν με τόκους υπερημερίας που τρέχουν, για κάθε σχετική περίοδο, από της λήξεως της προθεσμίας πληρωμής των 105 ημερών από τη λήψη εκ μέρους της Επιτροπής των αντίστοιχων εκθέσεων. Το εφαρμοστέο επιτόκιο είναι εκείνο που ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο είναι καταβλητέο το οικείο ποσό, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αγωγή.

3)      Η ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών της εξόδων.

4)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας.

Παπασάββας

Dehousse

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Οι επίμαχες συμφωνίες επιχορηγήσεως

Επί της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215754 για τη χρηματοδότηση του έργου Oasis

Επί της συμφωνίας επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 215952 για τη χρηματοδότηση του έργου Perform

Ρήτρα διαιτησίας και εφαρμοστέο δίκαιο

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του αιτήματος να διαπιστώσει το Γενικό Δικαστήριο ότι η αναστολή πληρωμών την οποία επέβαλε η Επιτροπή για τα έργα Perform και Oasis συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών της

Επί του αιτήματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 637 117,17 ευρώ για το έργο Perform πλέον τόκων υπερημερίας

Επί του αιτήματος να «υποχρεωθεί» η Επιτροπή να αναγνωρίσει ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να επιστρέψει το ποσό των 56 390 ευρώ που έλαβε για το έργο Oasis

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.