Language of document : ECLI:EU:T:2008:235

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2008 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Μέτρα των γερμανικών αρχών υπέρ της Deutsche Post AG – Απόφαση κρίνουσα ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της – Υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος – Αντιστάθμιση πρόσθετων δαπανών που απορρέουν από πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα – Ανυπαρξία πλεονεκτήματος»

Στην υπόθεση T-266/02,

Deutsche Post AG, με έδρα τη Βόννη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους J. Sedemund και T. Lübbig, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από την

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους W.‑D. Plessing και M. Lumma,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους V. Kreuschitz και J. Flett,

καθής,

υποστηριζόμενης από τον

Bundesverband Internationaler Express- und Kurierdienste eV (BIEK), με έδρα τη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία), εκπροσωπούμενο από τους F. Mitzkus, T. Wambach και R. Wojtek, δικηγόρους,

και από την

UPS Europe NV/SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους T. Ottervanger και A. Bijleveld και, εν συνεχεία, από τον Τ. Ottervanger, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2002/753/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2002, για την κρατική ενίσχυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στα γερμανικά ταχυδρομεία Deutsche Post AG (ΕΕ L 247, σ. 27),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, V. Tiili και J. Azizi, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιουνίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το γερμανικό νομικό πλαίσιο

1        Πρέπει να παρατεθούν οι βασικές διατάξεις των σχετικών με τις ταχυδρομικές μεταφορές πέντε γερμανικών νομοθετικών ή κανονιστικών μέτρων που θεσπίστηκαν μεταξύ 1989 και 1998 και που ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς.

2        Πρώτον, στις 8 Ιουνίου 1989, θεσπίστηκε ο Postverfassungsgesetz (νόμος σχετικά με την οργάνωση των ταχυδρομείων) (BGBl. 1989 I, σ. 1026, στο εξής: PostVerfG). Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του PostVerfG, η γερμανική ταχυδρομική υπηρεσία, η Deutsche Bundespost, διασπάστηκε σε τρεις διακριτές νομικές οντότητες (Teilsondervermögen), ήτοι στην Deutsche Bundespost Postdienst (στο εξής: DB‑Postdienst), την Deutsche Bundespost Telekom (στο εξής: DB-Telekom) και την Deutsche Bundespost Postbank (στο εξής: DB-Postbank). Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 2, του PostVerfG, οι εν λόγω οντότητες υποχρεούνταν να εξακολουθήσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε η Deutsche Bundespost. Έτσι, ενώ η DB-Telekom διαδέχθηκε την Deutsche Bundespost στις δραστηριότητες τηλεπικοινωνιών, η DB-Postdienst ανέλαβε τις δραστηριότητες της Deutsche Bundespost στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

3        Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 37, παράγραφος 3, του PostVerfG, μεταξύ των τριών νομικών οντοτήτων που δημιουργήθηκαν από τη διάσπαση της Deutsche Bundespost προβλέφθηκε η καταβολή χρηματοοικονομικής αντιστάθμισης, για την περίπτωση που μία από αυτές δεν μπορούσε να καλύψει εξ ιδίων τις δαπάνες της. Επίσης, δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του PostVerfG, η Deutsche Bundespost, παρά τη διάσπασή της, εξακολουθούσε να οφείλει στο κράτος, μέχρι το 1995, χρηματοοικονομική αντιστάθμιση η οποία αντιστοιχούσε σε ποσοστό των εμπορικών κερδών της.

4        Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα την υποχρέωση της DB-Postdienst προς παροχή δημόσιας υπηρεσίας, το άρθρο 25, παράγραφος 2, του PostVerfG προέβλεπε, κατ’ ουσίαν, ότι η Γερμανική Κυβέρνηση είχε το δικαίωμα να καθορίζει με κανονιστική πράξη «τις υποδομές τις οποίες οι επιχειρήσεις όφειλαν να παρέχουν (ελάχιστες υποχρεωτικές παροχές) για λόγους ιδιαίτερου δημόσιου συμφέροντος και, ειδικότερα, για τη διασφάλιση της δημόσιας υπηρεσίας», καθώς επίσης να «καθορίζουν τις ουσιαστικές διαρθρώσεις των ελάχιστων υποχρεωτικών παροχών και τους κανόνες τιμολογήσεως».

5        Δεύτερον, στις 8 Ιουλίου 1989, εκδόθηκε ο Gesetz über das Postwesen (νόμος περί των ταχυδρομείων) (BGBl. 1989 I, σ. 1449). Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του Gesetz über das Postwesen, η DB‑Postdienst είχε το μονοπώλιο στον τομέα της μεταφοράς αλληλογραφίας.

6        Τρίτον, στις 12 Ιανουαρίου 1994, εκδόθηκε η Postdienst-Pflichtleistungsverordnung (κανονιστική απόφαση περί των ελαχίστων υποχρεωτικών παροχών) (BGBl. 1994 I, σ. 86, στο εξής: PPfLV). Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, της PPfLV, η DB-Postdienst όφειλε να παρέχει «τις ελάχιστες υποχρεωτικές υπηρεσίες της» σε ολόκληρη την επικράτεια, σύμφωνα με την αρχή του ενιαίου στο σύνολο της εθνικής επικράτειας τιμολογίου. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη μεταφορά δεμάτων, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της PPfLV προέβλεπε ότι η DB-Postdienst όφειλε να εξασφαλίζει, στο σύνολο της επικράτειας, την παραλαβή, τη μεταφορά και την παράδοση των δεμάτων με μέγιστο βάρος 20 kg και με συγκεκριμένες μέγιστες διαστάσεις. Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 2, περίπτωση 3, της PPfLV εξουσιοδοτούσε την DB-Postdienst να καθορίζει τιμολόγιο χαμηλότερο από το ενιαίο για την περίπτωση που ο πελάτης ανελάμβανε ο ίδιος την προδιαλογή των δεμάτων ή που παρέδιδε ορισμένον τουλάχιστον αριθμό δεμάτων.

7        Τέταρτον, στις 14 Σεπτεμβρίου 1994, εκδόθηκε ο Postumwandlungsgesetz (νόμος για την αναδιοργάνωση των ταχυδρομείων) (BGBl. 1994 I, σ. 2339). Δυνάμει των άρθρων 1 και 2 του Postumwandlungsgesetz, οι προαναφερθείσες στη σκέψη 2 της παρούσας τρεις νομικές οντότητες μετατράπηκαν, από 1ης Ιανουαρίου 1995, σε ανώνυμες εταιρίες και οι δραστηριότητές τους μεταβιβάστηκαν αντίστοιχα στην Deutsche Post AG (στο εξής: DPAG ή προσφεύγουσα), στην Deutsche Telekom AG και στην Deutsche Postbank AG.

8        Πέμπτον, στις 22 Δεκεμβρίου 1997, εκδόθηκε ο νόμος Postgesetz (νόμος περί ταχυδρομείων) (BGBl. 1997 I, σ. 3294), του οποίου το άρθρο 4, παράγραφος 1, προέβλεπε ότι η μεταφορά των δεμάτων των οποίων το βάρος δεν υπερέβαινε τα 20 kg συνιστούσε καθολική υπηρεσία.

 Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

9        Εκτός από τον τομέα της μεταφοράς αλληλογραφίας, στον οποίο έχει μονοπώλιο (στο εξής: προστατευόμενος τομέας), η DPAG δραστηριοποιείται, επίσης, σε δύο ακόμη τομείς ταχυδρομικών υπηρεσιών, ήτοι, αφενός, στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων και, αφετέρου, στον τομέα της μεταφοράς περιοδικών και εφημερίδων, οι οποίοι και οι δύο είναι ανοιχτοί στον ανταγωνισμό (στο εξής: τομείς ανοιχτοί στον ανταγωνισμό).

10      Στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων, η DPAG παρέχει, αφενός, υπηρεσίες μεταφοράς δεμάτων τα οποία παραδίδονται απευθείας στις θυρίδες των ταχυδρομείων και, αφετέρου, υπηρεσίες μεταφοράς μεγαλύτερου αριθμού δεμάτων οι οποίες δεν διεκπεραιώνονται απευθείας στις θυρίδες των ταχυδρομείων (στο εξής: τομέας της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα).

11      Όσον αφορά τον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, η DPAG παρέχει δύο βασικές υπηρεσίες, ήτοι, αφενός, τη μεταφορά δεμάτων από πόρτα σε πόρτα μεταξύ των επαγγελματιών πελατών της που προβαίνουν σε προδιαλογή των δεμάτων ή παραδίδουν ορισμένον τουλάχιστον αριθμό δεμάτων (στο εξής: τμήμα επαγγελματιών πελατών) και, αφετέρου, τη μεταφορά δεμάτων κατ’ εντολήν επιχειρήσεων που κάνουν εμπόριο δι’ αλληλογραφίας, οι οποίες αποστέλλουν εμπορεύματα που παραγγέλθηκαν από διαφημιστικό κατάλογο ή διά της ηλεκτρονικής οδού (στο εξής: τμήμα εμπορίου δι’ αλληλογραφίας).

12      Το τμήμα επαγγελματιών πελατών διακρίνεται από το τμήμα εμπορίου δι’ αλληλογραφίας, λόγω ιδίως των υλικοτεχνικών εργασιών παραλαβής, επιτόπιας επεξεργασίας στο κέντρο διανομής και παραδόσεως που απαιτούνται και του κόστους που οι εργασίες αυτές συνεπάγονται.

13      Στις 7 Ιουλίου 1994, η ιδιωτική επιχείρηση μεταφοράς δεμάτων UPS Europe NV/SA (στο εξής: UPS) υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία κατά της DB-Postdienst, βάσει τόσο του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 82 ΕΚ) όσο και του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 87 ΕΚ). Την καταγγελία αυτή ακολούθησε νέα καταγγελία, την οποία υπέβαλε ο σύνδεσμος ιδιωτικών φορέων παροχής υπηρεσιών ταχυμεταφοράς και κατεπειγόντων, ο Bundesverband Internationaler Express-und Kurierdienste eV (στο εξής: BIEK). Κατ’ ουσίαν, η UPS και ο BIEK κατηγόρησαν την DB‑Postdienst, αφενός, ότι εφαρμόζει πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, η οποία συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, και, αφετέρου, ότι καλύπτει το έλλειμμά της στον εν λόγω τομέα είτε με τα έσοδα από τον προστατευόμενο τομέα είτε με κρατικούς πόρους που της χορηγήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ.

14      Με έγγραφο της 17ης Αυγούστου 1999, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23ης Οκτωβρίου 1999 (ΕΕ C 306, σ. 25), η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (στο εξής: απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας). Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε, στις 7 Ιουλίου 2000, απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 82 ΕΚ.

15      Στις 20 Μαρτίου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2001/354/ΕΚ σχετικά με διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 82 ΕΚ (Υπόθεση COMP/35.141 – Deutsche Post AG) (ΕΕ L 125, σ. 27). Με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η DPAG παρέβη το άρθρο 82 ΕΚ, στο μέτρο που καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της στο τμήμα εμπορίου δι’ αλληλογραφίας, πρώτον, εξαρτώντας, από το 1974 έως το 2000, τη χορήγηση εκπτώσεων για τους τακτικούς πελάτες από τον όρον ότι οι πελάτες αυτοί δεσμεύονται να μεταφέρουν το σύνολο ή ένα σημαντικό μέρος των δεμάτων τους ή των καταλόγων τους, ορισμένου βάρους, κάνοντας χρήση των υπηρεσιών της και, δεύτερον, εφαρμόζοντας, από το 1990 έως το 1995, πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους, προβλέποντας τιμές κατώτερες του ειδικού οριακού κόστους της. Όσον αφορά την πρακτική των εκπτώσεων για τους τακτικούς πελάτες, η Επιτροπή επέβαλε, κατ’ ουσίαν, στην DPAG πρόστιμο 24 εκατ. ευρώ. Όσον αφορά την πρακτική των πωλήσεων κάτω του κόστους, η Επιτροπή δεν επέβαλε πρόστιμο στην DPAG, στο μέτρο που θεώρησε, κατ’ ουσίαν, ότι το κριτήριο στο οποίο προσέφυγε προκειμένου αυτή να θεμελιώσει την ύπαρξη πωλήσεων κάτω του κόστους δεν είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν.

16      Στις 19 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2002/753/EΚ για την κρατική ενίσχυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στα γερμανικά ταχυδρομεία Deutsche Post AG (ΕΕ L 247, σ. 27, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει μια συλλογιστική τεσσάρων σταδίων.

17      Σ’ ένα πρώτο στάδιο, η Επιτροπή αναφέρει, με την αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «στην απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία έρευνας η Επιτροπή εξέφρασε την εικασία ότι οι κρατικές αντισταθμίσεις που έλαβαν η DB-Postdienst και στη συνέχεια η DPAG για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος είναι πιθανόν μεγαλύτερες από το ειδικό καθαρό πρόσθετο κόστος που έχουν η DB-Postdienst και η DPAG, εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις παροχής των υπηρεσιών αυτών» και ότι «ανακοίνωσε τη διερεύνηση των μέτρων που συνιστούν πιθανόν κρατική ενίσχυση», τα οποία απαριθμεί στις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τα μέτρα αυτά είναι, πρώτον, η χρηματοδότηση της εξαγοράς της Deutsche Postbank AG που έγινε το 1998, δεύτερον, η χρηματοδότηση του Post-Unterstützungskasse (επικουρικού ταμείου συντάξεων των ταχυδρομικών υπαλλήλων), τρίτον, η πιθανή παροχή κρατικών εγγυήσεων για την κάλυψη των υποχρεώσεων της Deutsche Bundespost, τέταρτον, τα περιστατικά της μετατροπής της DB-Postdienst σε ανώνυμη εταιρία, και πέμπτον, η χρηματοοικονομική ή διοικητική ενίσχυση του κράτους προς την προσφεύγουσα.

18      Αφού περιγράφει, με τις αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη φύση ενός εκάστου των προαναφερθέντων τεσσάρων πρώτων μέτρων, η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 20 της εν λόγω αποφάσεως, επισημαίνει, όσον αφορά το πέμπτο μέτρο, ότι η προσφεύγουσα την ενημέρωσε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφος 3, του PostVerfG, είχε λάβει από την DB-Telekom χρηματοοικονομικές αντισταθμίσεις για την κάλυψη του ελλείμματος που παρουσίασε από το 1990 έως το 1995 (στο εξής: μεταφορές ποσών εκ μέρους της DB-Telekom). Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει, ειδικότερα, με την αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι όπως επιβεβαίωσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της στις 25 Απριλίου 2000 και στις 31 Ιανουαρίου 2002, η DB-Telekom και/ή [Deutsche Telekom] έκανε αντισταθμιστικές πληρωμές συνολικού ύψους 11 081 εκατ. γερμανικών μάρκων (DEM) στην DB-Postdienst και/ή στην DPAG κατά την περίοδο 1990-1995, ότι δεν αμφισβητείται εκ μέρους των γερμανικών αρχών ότι αυτή η χρηματοοικονομική αντιστάθμιση μεταξύ δύο διαφορετικών επιχειρήσεων πρέπει να καταλογιστεί στο κράτος, καθόσον προβλεπόταν από το άρθρο 37, παράγραφος 3, του PostVerfG και ότι η Γερμανική Κυβέρνηση επικαλείται, ωστόσο, ότι οι αντισταθμιστικές πληρωμές της DB-Telekom ήταν απαραίτητες για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (στο εξής: ΥΓΟΣ) υπό οικονομικά ευνοϊκούς όρους.

19      Αφού εκθέτει, με τις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ύψος του κόστους υποδομής που καταλογίζεται στις υπηρεσίες μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, η Επιτροπή επισημαίνει, ειδικότερα, με τις αιτιολογικές σκέψεις 40 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας της κοινοποίησε ορισμένα στοιχεία σχετικά, αφενός, με την έκταση κάλυψης της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) από την DPAG στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων και, αφετέρου, με το καθαρό πρόσθετο κόστος που οφείλεται στα δεκαπέντε βάρη του παρελθόντος που κληρονόμησε η προσφεύγουσα ως πρώην δημόσια επιχείρηση. Τέλος, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 46 έως 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραθέτει τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, τρίτοι και, ειδικότερα, ο BIEK και η UPS, σύμφωνα με τις οποίες η DPAG, κατ’ ουσίαν, παρουσίαζε ελλείμματα στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, τα οποία δεν συνδέονταν με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), αλλά οφείλονταν σε πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους, την οποία η DPAG χρηματοδοτούσε μέσω κρατικών πόρων.

20      Σ’ ένα δεύτερο στάδιο, η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 69 και με την υποσημείωση αριθ. 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνει ότι, κατόπιν αιτήσέως της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την ενημέρωσε ότι η DPAG, κατά την περίοδο 1990-1998, παρουσίασε, αφενός, κέρδη στον προστατευόμενο τομέα και, αφετέρου, ελλείμματα στους τομείς που είναι ανοιχτοί στον ανταγωνισμό, με συνέπεια, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, να εμφανίζει συνολικό έλλειμμα 2 288 εκατ. DEM για όλους τους τομείς δραστηριότητας.

21      Συναφώς, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνει ότι, «κατόπιν σχετικής συμπληρωματικής ερώτησης της Επιτροπής στις 10 Μαρτίου 2000, σχετικά με πιθανά κέρδη της DPAG κατά την περίοδο 1990-1998 στον τομέα των [υπηρεσιών που υπόκειντο σε ανταγωνισμό], η Γερμανική Κυβέρνηση αναφέρει στην ανακοίνωσή της, στις 24 Μαρτίου 2000 (σ. 10), ότι η DPAG σημείωσε πλεόνασμα [εμπιστευτικά στοιχεία] (1) εκατ. DEM κατά το 1998 στις υπηρεσίες που υπόκεινται σε ανταγωνισμό». Συνεχίζει προσθέτοντας ότι, «από την άλλη πλευρά, οι γερμανικές αρχές παρουσίασαν αριθμητικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το σύνολο του τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων παρουσιάζει κατά την περίοδο 1990 έως και 1998 έλλειμμα ύψους [εμπιστευτικά στοιχεία] εκατ. DEM και ο τομέας διανομής εφημερίδων και περιοδικών έλλειμμα ύψους [εμπιστευτικά στοιχεία] εκατ. DEM». Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οι δύο τομείς εμφάνιζαν συνολικό έλλειμμα [εμπιστευτικά στοιχεία] εκατ. DEM» και ότι «τα έσοδα από τους τομείς που υπέκειντο στον ανταγωνισμό ήταν συνεπώς ανεπαρκή για να καλύψουν το έλλειμμα του τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων».

22      Εν συνεχεία, στην υποσημείωση αριθ. 107 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, «σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την επιστολή της 2ας Ιουνίου 2000 (διορθωμένη έκδοση της 12ης Ιανουαρίου 2000), ο προστατευόμενος τομέας εμφάνισε κατά την περίοδο 1990-1998 κέρδη συνολικού ύψους [εμπιστευτικά στοιχεία] εκατ. DEM», ότι «εξάλλου, κατά την εν λόγω περίοδο, πραγματοποιήθηκαν στον υποκείμενο σε ανταγωνισμό τομέα έσοδα ύψους [εμπιστευτικά στοιχεία] εκατ. DEM» και ότι «εξ αυτού προκύπτει κατ’ ανάγκην ότι τουλάχιστον ένα επιμέρους ποσό 2 289 εκατ. DEM από το προαναφερθέν συνολικό έλλειμμα ύψους [εμπιστευτικά στοιχεία] εκατ. DEM δεν μπόρεσε να καλυφθεί από τα κέρδη του [προστατευόμενου] τομέα ούτε από τα έσοδα από τις ελεύθερες στον ανταγωνισμό υπηρεσίες».

23      Σ’ ένα τρίτο στάδιο, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνει ότι, ενόψει του σημαντικού ελλείμματος που εμφάνισε η DPAG στον τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων συνολικού ύψους [εμπιστευτικά στοιχεία] εκατ. DEM, κατά την περίοδο 1990-1998, πρέπει να εξεταστεί «κατά πόσον το συνολικό καθαρό πρόσθετο κόστος που καλύφθηκε από το κράτος βρίσκεται σε άμεση σχέση με την επακριβώς διά νόμου ορισθείσα εντολή της DPAG» και ότι, «αν η εισροή των κρατικών πόρων επέτρεπε τελικά στον τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων να καλύπτει και καθαρό πρόσθετο κόστος που δεν έχει καμία αιτιώδη σχέση με την εκπλήρωση υποχρεώσεων γενικού οικονομικού συμφέροντος, τότε θα παρεχόταν στην DPAG πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ]».

24      Συναφώς, η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 75 έως 79 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρατηρεί, καταρχάς, ότι η DPAG είχε μετά την 1η Φεβρουαρίου 1994 τη δυνατότητα, αλλά όχι την υποχρέωση, να παρέχει στους πελάτες της στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 3, της PPfLV, εκπτώσεις τιμών κάτω του προβλεπόμενου στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της PPfLV ενιαίου τιμολογίου για τη μεταφορά δεμάτων.

25      Εν συνεχεία, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του κόστους που συνεπάγεται για την DPAG η μεταφορά των δεμάτων από πόρτα σε πόρτα και της προσφοράς τιμών κάτω του ενιαίου τιμολογίου (αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 39 και πίνακας που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα έσοδα στον τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα ήταν, από το 1994 έως το 1999, συνεχώς ανεπαρκή για να καλύψουν το κόστος που συνεπαγόταν η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η αυτή η ανεπάρκεια εσόδων προς κάλυψη του κόστους παροχής της εν λόγω υπηρεσίας εκ μέρους της DPAG έπαυσε το 1999.

26      Τέλος, η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 82 και 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνει ότι το καθαρό πρόσθετο κόστος που απορρέει από αυτή την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους δεν έχει καμιά νόμιμη αιτιώδη σχέση με την εκ μέρους της DPAG παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), για τρεις λόγους. Πρώτον, σύμφωνα με την Επιτροπή, η DPAG δεν είχε καμία νομική υποχρέωση να προσφέρει στους πελάτες στον τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα τιμές κάτω του προβλεπομένου από τον νόμο ενιαίου τιμολογίου. Δεύτερον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η τιμολογιακή πολιτική της DPAG, η οποία συνίστατο στην προσφορά τιμών κάτω του ενιαίου τιμολογίου, οφειλόταν αποκλειστικά στην πρόθεση της DPAG να διατηρήσει ή και να κερδίσει μερίδια αγοράς στον τομέα των υποκείμενων σε ανταγωνισμό υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα. Τρίτον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η πρακτική τιμών κάτω του ενιαίου τιμολογίου είναι η αιτία της σαφούς εμφάνισης του καθαρού πρόσθετου κόστους, το οποίο δεν οφείλεται στις υποχρεώσεις γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) της DPAG.

27      Η Επιτροπή επισημαίνει, έτσι, με την αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα εμφάνισε, από το 1994 έως το 1999, καθαρό πρόσθετο κόστος ύψους 1118,7 εκατ. DEM, το οποίο ήταν απόρροια της πολιτικής πωλήσεων κάτω του κόστους.

28      Σ’ ένα τέταρτο στάδιο, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως, θεωρεί ότι «μια πολιτική [πωλήσεων κάτω του κόστους] δεν συμβιβάζεται μεσοπρόθεσμα με το οικονομικό συμφέρον της επιχείρησης» και ότι «καμιά ιδιωτική επιχείρηση που υπόκειται στους νόμους της αγοράς δεν θα διατηρούσε, υπό τις συνθήκες αυτές, τις υπηρεσίες μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, διότι η εφαρμοζόμενη πολιτική [πωλήσεων κάτω του κόστους] συσσωρεύει ετήσια ελλείμματα και οδηγεί μεσοπρόθεσμα σε υπερχρέωση, εφόσον δεν υπάρχει ανάλογη δημοσιονομική αντιστάθμιση». Με βάση τα ανωτέρω η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καταλήγει ότι, «εφόσον η κρατική αντιστάθμιση του καθαρού πρόσθετου κόστους μιας πολιτικής [πωλήσεων κάτω του κόστους] αποσκοπεί στη μείωση του κόστους που οφείλεται κανονικά στην παροχή των ελεύθερων στον ανταγωνισμό υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, συνιστά πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ]», ότι «η εισροή κρατικών πόρων για την αντιστάθμιση μέρους του ελλείμματος κόστους στον ανταγωνισμό παρέχει στην DPAG σημαντικό πλεονέκτημα» και ότι «το εν λόγω πλεονέκτημα και η ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά ενίσχυση ανέρχεται σε 1 118,7 εκατ. DEM».

29      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η [Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] υπέρ της [DPAG], ύψους 572 εκατ. ευρώ (1 118,7 εκατ. DEM), είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

1. Η [Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, για να ακυρώσει την αναφερόμενη στο άρθρο 1 ενίσχυση που χορηγήθηκε παράνομα και να απαιτήσει την επιστροφή της από [την DPAG].

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

30      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Σεπτεμβρίου 2002, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

31      Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, αντιστοίχως, στις 17 και 19 Δεκεμβρίου 2002, ο BIEK και η UPS ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

32      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Μαΐου 2003, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας.

33      Με έγγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Μαρτίου, 14 Απριλίου και 26 Σεπτεμβρίου 2003, καθώς και στις 26 Φεβρουαρίου 2004, η προσφεύγουσα ζήτησε να εξαιρεθούν από την ανακοίνωση στον BIEK και στην UPS ορισμένα στοιχεία των εγγράφων της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

34      Με διάταξη της 2ας Ιουνίου 2003, ο πρόεδρος του τέταρτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε τις αιτήσεις παρεμβάσεως του BIEK και της UPS και επιφυλάχθηκε ως προς την απόφαση επί του βασίμου της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

35      Με διάταξη της 5ης Ιουνίου 2003, ο πρόεδρος του τέταρτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε την αίτηση παρεμβάσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Δεδομένου ότι το αίτημα υποβλήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που προβλέπεται στο άρθρο 115, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει τα προβλεπόμενα από το άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας δικαιώματα.

36      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Ιουνίου και στις 17 Νοεμβρίου 2003, καθώς και στις 23 Απριλίου 2004, ο BIEK εναντιώθηκε στην εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων στοιχείων των εγγράφων της διαδικασίας που του κοινοποιήθηκαν.

37      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Νοεμβρίου 2003 και στις 23 Απριλίου 2004, η UPS εναντιώθηκε στην εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων στοιχείων των εγγράφων της διαδικασίας που της κοινοποιήθηκαν.

38      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Ιανουαρίου 2004, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των αντιρρήσεων που διατύπωσαν οι παρεμβαίνοντες BIEK και UPS ως προς την εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων στοιχείων των εγγράφων της διαδικασίας.

39      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου μεταβλήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο πενταμελές τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

40      Με διάταξη της 13ης Ιανουαρίου 2005, ο πρόεδρος του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε την αίτηση εμπιστευτικής μεταχείρισης ορισμένων αριθμητικών στοιχείων και εγγράφων ως προς τον BIEK και την UPS και απέρριψε την αίτηση εμπιστευτικής μεταχείρισης κατά τα λοιπά.

41      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κάλεσε, με έγγραφα της 15ης Μαρτίου 2007, την προσφεύγουσα, την Επιτροπή και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα και να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

42      Με έγγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Απριλίου και στις 3 Μαΐου 2007, η προσφεύγουσα ζήτησε να εξαιρεθούν από την ανακοίνωση στον BIEK και στην UPS ορισμένα αριθμητικά στοιχεία και έγγραφα που υπέβαλε η ίδια, η Επιτροπή και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας.

43      Με επιστολή της 24ης Μαΐου 2007, ο BIEK διατύπωσε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, αντιρρήσεις ως προς την αίτηση της προσφεύγουσας για την εμπιστευτική μεταχείριση της απαντήσεως της Επιτροπής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

44      Με διάταξη της 11ης Ιουνίου 2007, ο Πρόεδρος του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε την αίτηση εμπιστευτικής μεταχείρισης ορισμένων αριθμητικών στοιχείων και εγγράφων ως προς τον BIEK και την UPS και απέρριψε την αίτηση εμπιστευτικής μεταχείρισης κατά τα λοιπά.

45      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν σε προφορικές ερωτήσεις που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Ιουνίου 2007.

46      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε με τη συνεδρίαση της 13ης Ιουνίου 2007. Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι ένα μέλος του τμήματος κωλυόταν να μετάσχει στη διάσκεψη, ο νεότερος δικαστής, υπό την έννοια του άρθρου 6 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, απέστη ως εκ τούτου της διασκέψεως και οι διασκέψεις του Πρωτοδικείου συνεχίστηκαν με τη συμμετοχή των τριών δικαστών, την υπογραφή των οποίων φέρει η παρούσα απόφαση.

47      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

48      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

49      Ο BIEK και η UPS ζητούν από το Πρωτοδικείο να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη.

 Σκεπτικό

1.     Ως προς τους λόγους ακυρώσεως

50      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει εννέα λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι μπορούν να ενταχθούν σε τρεις κατηγορίες.

51      Με τους λόγους ακυρώσεως που εντάσσονται στην πρώτη κατηγορία η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, στο μέτρο που δεν απέδειξε ότι παρασχέθηκε πλεονέκτημα στην DPAG. Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τρεις από τους κρατικούς πόρους, για τους οποίους γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν της παρέσχον κανένα πλεονέκτημα. Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να εξετάσει αν το συνολικό ποσό των ποσών που η DB-Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα υπερέβαινε το συνολικό ποσό του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται για την προσφεύγουσα η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Τρίτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένα έκρινε ότι τα ποσά που η DB‑Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα της παρέσχον πλεονέκτημα το οποίο να της επιτρέπει να καλύπτει το προβαλλόμενο πρόσθετο κόστος που συνδέεται με την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους την οποία εφάρμοζε.

52      Με τους λόγους ακυρώσεως που εντάσσονται στη δεύτερη κατηγορία προσάπτεται στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε διάφορα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως. Πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι χρησιμοποίησε λανθασμένη μέθοδο για τον υπολογισμό του κόστους των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα και ότι, επομένως, εσφαλμένα κατέληξε ότι η προσφεύγουσα είχε ακολουθήσει πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους. Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένα έκρινε ότι τα ελλείμματα που εμφάνισε η προσφεύγουσα στον τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα οφείλονταν στην τιμολογιακή πολιτική της στον εν λόγω τομέα, η οποία συνίστατο στην πολιτική τιμών κάτω του προβλεπόμενου από τον νόμο ενιαίου τιμολογίου, και ότι η εν λόγω τιμολογιακή πολιτική δεν συνδεόταν με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Τρίτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι εσφαλμένα έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν διέθετε ίδια έσοδα τα οποία να της παρέχουν τη δυνατότητα χρηματοδοτήσεως της προβαλλόμενης πολιτικής πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοζε.

53      Με τους λόγους ακυρώσεως που εντάσσονται στην τρίτη κατηγορία η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, πρώτον, ότι δεν έλαβε υπόψη της τον χαρακτήρα των πόρων ως κρατικών, δεύτερον, ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον δεν προσδιόρισε ποιοι κρατικοί πόροι παρέσχον πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα, τρίτον, ότι υπερέβη τις εξουσίες της, στο μέτρο που έλαβε υπόψη την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, τέταρτον, ότι παραβίασε την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία και, πέμπτον, ότι προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας.

2.     Ως προς την πρώτη κατηγορία λόγων ακυρώσεως, σχετικά με το παρασχεθέν στην DPAG πλεονέκτημα

 Επιχειρήματα των διαδίκων

54      Κατά πρώτο λόγο, με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι δημοσιονομικοί πόροι από τους οποίους χρηματοδοτήθηκε το Post‑Unterstützungskasse, οι εγγυήσεις που δόθηκαν από την Bundespost και τα μέτρα για την μετατροπή της DB-Postdienst σε ανώνυμη εταιρία, για τα οποία γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν της παρέσχον κανένα πλεονέκτημα. Συναφώς, η προσφεύγουσα επισήμανε, τόσο με το υπόμνημα απαντήσεως, όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, ότι έλαβε γνώση της δηλώσεως της Επιτροπής ότι το κοινοτικό αυτό όργανο είχε θεωρήσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι μόνον τα ποσά που η DB‑Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα είχαν παράσχει πλεονέκτημα στη δεύτερη.

55      Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά τα ποσά που μετέφερε στην προσφεύγουσα η DB-Telekom, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή, καθόσον δεν υπολόγισε το ποσό του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται για την DPAG η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, καθώς και τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή απορρέει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-53/00, Ferring (Συλλογή 2001, σ. I‑9067, σκέψη 33), και τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1997, T-106/95, FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. II‑229, σκέψη 101), της 27ης Ιανουαρίου 1998, T‑67/94, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II‑1, σκέψη 52), και της 10ης Μαΐου 2000, T‑46/97, SIC κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. II‑2125, σκέψη 84), σύμφωνα με τις οποίες η Επιτροπή μπορεί δικαιολογημένα να καταλήξει στο συμπέρασμα περί υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως μόνον εφόσον έχει προηγουμένως διαπιστώσει ότι το ποσό των κρατικών πόρων που χορηγούνται σε επιχείρηση επιφορτισμένη με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) υπερβαίνει το καθαρό πρόσθετο κόστος που συνδέεται με την παροχή αυτής της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Συναφώς, η προσφεύγουσα, με την οποία συντάσσεται και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, αν η Επιτροπή είχε εν προκειμένω προβεί στην ανάλυση αυτή, θα είχε διαπιστώσει ότι, όπως προέκυπτε από τα παρασχεθέντα στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της, στοιχεία, το συνολικό ποσό του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται για την προσφεύγουσα η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό των κρατικών πόρων που είχαν χορηγηθεί στην DPAG.

56      Ακολούθως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως προς απόδειξη της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, σε αντίθεση προς την ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, όσον αφορά τη συμβατότητα μιας κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά.

57      Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο BIEK και η UPS εσφαλμένα ισχυρίζονται ότι οι προϋποθέσεις που θέτουν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου Ferring, προπαρατεθείσα στη σκέψη 55 της παρούσας, και της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2003, σ. I‑7747, στο εξής: απόφαση Altmark), δεν πληρούνται εν προκειμένω, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι μεταφορές ποσών από την DB-Telekom προς την προσφεύγουσα δεν της παρέσχον κανένα πλεονέκτημα, στο μέτρο που η προσφεύγουσα είχε πλήρως επιστρέψει στο κράτος, ήδη πριν το 1995, τα ποσά αυτά, καθόσον κατέβαλε χρηματοοικονομικές αντισταθμίσεις ύψους 11 481 εκατ. DEM, τις οποίες όφειλε στο κράτος η Deutsche Bundespost σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 1, του PostVerfG (στο εξής: χρηματοοικονομικές αντισταθμίσεις).

58      Δεύτερον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η Επιτροπή καθόσον, αφενός, δεν προσδιόρισε με την προσβαλλόμενη απόφαση το ποσό του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται για την προσφεύγουσα η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) και το οποίο, πάντως, της είχε γνωστοποιηθεί και, αφετέρου, δεν προέβη σε υπολογισμό που να επιτρέπει να διαπιστωθεί αν το συνολικό ποσό των εσόδων που η DB-Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα υπερέβαινε ή όχι το συνολικό ποσό του ως άνω πρόσθετου κόστους, δεν παρέσχε στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε καμία έγκυρη εξήγηση όσον αφορά τον λόγο για τον οποίο αυτή δεν μπόρεσε να διαπιστώσει την ύπαρξη του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται για την προσφεύγουσα η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), μολονότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της το σύνολο των αναγκαίων προς τούτο στοιχείων, τα οποία της είχε παράσχει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

59      Τρίτον, η προσφεύγουσα επικαλείται παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου λόγω του ότι η Επιτροπή, καθόσον δεν υπολόγισε αν το ποσό των κρατικών πόρων που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα υπερέβαινε το ποσό του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται για την προσφεύγουσα η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), απέστη από την πρακτική της λήψεως αποφάσεων.

60      Κατά τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα, με την οποία συντάσσεται και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι εκ μέρους της DB-Telekom μεταφορές ποσών παρέσχον στην προσφεύγουσα πλεονέκτημα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, καθόσον έκρινε ότι οι εν λόγω μεταφορές ποσών έδωσαν τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να καλύψει το προβαλλόμενο πρόσθετο κόστος το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε από το 1995 έως το 1999. Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, αφ’ ης στιγμής χρησιμοποίησε για την κάλυψη των ελλειμμάτων που εμφάνισε από το 1990 έως το 1995 το σύνολο των εσόδων που η DB‑Telekom μετέφερε σ’ αυτήν, θα ήταν «μαθηματικώς» αδύνατο να καλύψει το υποτιθέμενο καθαρό πρόσθετο κόστος, το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε από το 1994 έως το 1999, με τη βοήθεια των ως άνω ποσών.

61      Κατά πρώτο λόγο, η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, στο μέτρο που με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι μόνον τα ποσά που DB-Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα ήταν κρίσιμα, είναι αδιανόητο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι λοιποί κρατικοί πόροι, στους οποίους αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν της είχαν παράσχει κανένα πλεονέκτημα.

62      Κατά δεύτερο λόγο, η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι δεν είχε υποχρέωση να προβεί στον υπολογισμό που επιτρέπει να διαπιστωθεί αν το ποσό των εσόδων που η DB‑Telekom μετέφερε στην DPAG υπερέβαινε ή όχι το συνολικό ποσό του πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται για την DPAG η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Πρώτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι, μολονότι ο υπολογισμός αυτός ενδείκνυται προκειμένου να διαπιστωθεί αν σε μια επιχείρηση επιφορτισμένη με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) χορηγήθηκε υπεραντιστάθμιση, αφενός, εν προκειμένω, δεν θα ήταν ο ενδεδειγμένος, λαμβανομένων υπόψη των καταγγελιών που υπέβαλαν ο BIEK και η UPS περί στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και των υπονοιών που θα μπορούσε να έχει η Επιτροπή, με βάση τις εν λόγω καταγγελίες, ότι η DPAG θα μπορούσε να υπερεκτιμήσει το καθαρό πρόσθετο κόστος που συνεπάγεται γι’ αυτήν η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Αφετέρου, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο υπολογισμός αυτός δεν θα της είχε παράσχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει ούτε αν υπήρχε αιτιώδης σχέση μεταξύ της παροχής υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) και του καθαρού πρόσθετου κόστους που προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που εφάρμοσε η DPAG, ούτε αν το κράτος είχε απαλλάξει την προσφεύγουσα από το βάρος του εν λόγω πρόσθετου κόστους προκαλώντας, έτσι, στρέβλωση του ανταγωνισμού.

63      Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, το μόνο που ασκούσε επιρροή ήταν το ερώτημα αν η προσφεύγουσα είχε καλύψει με ίδιους πόρους το πρόσθετο κόστος που προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους την οποία αυτή εφάρμοσε στον συγκεκριμένο τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα ή αν χρειάστηκε να καταφύγει σε κρατικούς πόρους. Πάντως, κατά την Επιτροπή, εφόσον η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι κάλυψε με κρατικούς πόρους το σύνολο των ελλειμμάτων που εμφάνισε στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα μεταξύ 1994 και 1998 και εφόσον η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν διέθετε επαρκείς ίδιους πόρους για να καλύψει το καθαρό πρόσθετο κόστος που προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε, προκύπτει ότι τα ποσά που η DB‑Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη του καθαρού αυτού πρόσθετου κόστους το οποίο επιβάρυνε την DPAG από το 1994 έως το 1999 και το οποίο δεν είχε καμία σχέση με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ).

64      Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, όπως και στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, έτσι και στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προς διαπίστωση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με περίπλοκα οικονομικά γεγονότα. Υπό τις συνθήκες αυτές, στον κοινοτικό δικαστή εναπόκειται να ελέγξει αν ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 230 ΕΚ λόγους ακυρώσεως, χωρίς να μπορεί να υποκαταστήσει τον εκδόσαντα την απόφαση με τη δική του εκτίμηση. Πάντως, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα περιορίστηκε να αναφέρει ότι υφίσταται άλλη μέθοδος εκτιμήσεως των γεγονότων, χωρίς εντούτοις να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει.

65      Τρίτον, η Επιτροπή, με την οποία συντάσσονται ο BIEK και η UPS, παρατηρεί ότι ο υπολογισμός που γίνεται προκειμένου να διαπιστωθεί αν το συνολικό ποσό των κρατικών πόρων υπερβαίνει το συνολικό ποσό του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνδέεται με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι οι κρατικοί πόροι χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον προορισμό τους. Πάντως, εν προκειμένω, δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις που έθεσε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις Ferring, προπαρατεθείσα στη σκέψη 55 της παρούσας, και Altmark, προπαρατεθείσα στη σκέψη 57 της παρούσας. Επιπλέον, από την απόφαση FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 55 της παρούσας (σκέψεις 185 έως 189), συνάγεται ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο υπολογισμός αυτός δεν ήταν υποχρεωτικός, αλλά ήταν ενδεχομένως επαρκής.

66      Τέταρτον, η Επιτροπή, απαντώντας στο επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι απέστη από την πρακτική της λήψεως αποφάσεων, ισχυρίζεται ότι η μέθοδος την οποία χρησιμοποίησε είναι σύμφωνη με την ανακοίνωση της Επιτροπής 2001/C 320/04 σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούν τις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων (ΕΕ 2001, C 320, σ. 5, σημείο 58) και με το σημείο 80 του «non paper» της 12ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος και τις κρατικές ενισχύσεις, βάσει των οποίων η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να εξετάζει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος και ορισμένων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, όταν η τιμολογιακή πολιτική ενός παρέχοντος υπηρεσίες, στον οποίο χορηγήθηκαν κρατικοί πόροι σε αγορά ανοιχτή στον ανταγωνισμό, απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

67      Κατά τρίτο λόγο, η Επιτροπή αμφισβητεί τη βασιμότητα του επιχειρήματος της προσφεύγουσας ότι η πρώτη δεν απέδειξε ότι τα ποσά που η DB‑Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα αρκούσαν, λαμβανομένων υπόψη των ελλειμμάτων που η προσφεύγουσα παρουσίασε από το 1990 έως το 1995, για να χρηματοδοτήσουν την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε από το 1994 έως το 1999. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, με την οποία συντάσσονται ο BIEK και η UPS, ισχυρίζεται, πέραν του ότι είναι αδύνατον, από λογιστικής απόψεως, να προσδιορίσει με ποιους πόρους καλύφθηκε ένα βάρος, ότι οι χρηματοοικονομικές αντισταθμίσεις, τις οποίες η προσφεύγουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει, δεν αποτελούσαν καθαρό πρόσθετο κόστος υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Η Επιτροπή θεωρεί, επίσης, ότι, στο μέτρο που η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είχε καλύψει με ίδια έσοδα το προβαλλόμενο καθαρό πρόσθετο κόστος που προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε, ήταν εύλογο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω πρόσθετο κόστος είχε καλυφθεί με κρατικούς πόρους.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

68      Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η […] Συνθήκη ορίζει άλλως».

69      Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες της Συνθήκης, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί.

70      Κατά πάγια νομολογία, για να υφίσταται ενίσχυση πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέπει τις ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω δημοσίων πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί ένα πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση Altmark, προπαρατεθείσα στη σκέψη 57 της παρούσας, σκέψεις 74 και 75 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71      Όσον αφορά την αναφερθείσα στην προηγούμενη σκέψη τρίτη προϋπόθεση, από τη νομολογία προκύπτει ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως είναι αντικειμενική και εξαρτάται μόνον από το ζήτημα αν ένα κρατικό μέτρο απονέμει πλεονέκτημα σε μία επιχείρηση ή σε ορισμένες επιχειρήσεις (απόφαση Ladbroke Racing κατά Επιτροπής προπαρατεθείσα στη σκέψη 55 της παρούσας, σκέψη 52).

72      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στον βαθμό που μια κρατική παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή έναντι παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις αυτές να μην επωφελούνται στην πραγματικότητα από ένα οικονομικό πλεονέκτημα και, συνεπώς, να μην περιέρχονται λόγω της ως άνω παρεμβάσεως οι επιχειρήσεις αυτές σε ευνοϊκότερη θέση ως προς τον ανταγωνισμό σε σχέση με τις επιχειρήσεις που τις ανταγωνίζονται, η παρέμβαση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου Altmark, προπαρατεθείσα στη σκέψη 57 της παρούσας, σκέψη 87, και της 27ης Νοεμβρίου 2003, C-34/01 έως C-38/01, Enirisorse, Συλλογή 2003, σ. Ι-14243, σκέψη 31).

73      Για να μην μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση μια τέτοια αντιστάθμιση σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις (αποφάσεις Altmark, προπαρατεθείσα στη σκέψη 57 της παρούσας, σκέψη 88, και Enirisorse, προπαρατεθείσα στη σκέψη 72 της παρούσας, σκέψη 31). Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη. Δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιορισθεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια, με σκοπό να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιλαμβάνει η αντιστάθμιση αυτή ένα οικονομικό πλεονέκτημα ικανό να ευνοήσει τη δικαιούχο επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστριών της. Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. Τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, σε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών (απόφαση Altmark, προπαρατεθείσα στη σκέψη 57 της παρούσας, σκέψεις 89 έως 93).

74      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, όταν οι κρατικοί πόροι χορηγούνται για την αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις ανωτέρω σκέψεις 72 και 73, η Επιτροπή δεν μπορεί να χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση το σύνολο ή τμήμα των χορηγούμενων κρατικών πόρων, αν το ύψος της εν λόγω ενισχύσεως είναι μικρότερο του πρόσθετου κόστους που προκύπτει από αυτή την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), διότι διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να στερήσει το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 55 της παρούσας, σκέψη 188).

75      Τέλος, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή έχει την εξουσία να λαμβάνει απόφαση με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες όταν πρόκειται για κράτος μέλος το οποίο δεν τηρεί την υποχρέωση συνεργασίας που υπέχει και δεν της παρέχει τις πληροφορίες που ζήτησε η ίδια για να εξετάσει αν μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑307, σκέψη 22, και της 13ης Απριλίου 1994, C‑324/90 και C‑342/90, Γερμανία και Pleuger Worthington κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-1173, σκέψη 26). Εντούτοις, πριν λάβει μια τέτοια απόφαση, η Επιτροπή πρέπει να τηρήσει ορισμένες διαδικαστικές προϋποθέσεις. Ειδικότερα, πρέπει να υποχρεώσει το κράτος μέλος να της προσκομίσει, εντός προθεσμίας που καθορίζει, όλα τα έγγραφα, τις πληροφορίες και τα στοιχεία που απαιτούνται για να εξετάσει αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Μόνο σε περίπτωση που το κράτος μέλος παραλείψει, παρά την εντολή της Επιτροπής, να προσκομίσει τα ζητούμενα πληροφοριακά στοιχεία, η τελευταία έχει την εξουσία να περατώσει τη διαδικασία και να λάβει απόφαση διαπιστώνουσα το συμβατό ή το ασυμβίβαστο της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της (απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 19 και 22). Οι προϋποθέσεις αυτές επαναλαμβάνονται και συγκεκριμενοποιούνται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στο άρθρο 10, παράγραφος 3, και στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1) (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Οκτωβρίου 2005, T‑318/00, Freistaat Thüringen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4179, σκέψη 73).

76      Κατά πρώτον, πρέπει να τονισθεί ότι η αιτίαση που προβάλλει η προσφεύγουσα, με το δικόγραφο της προσφυγής, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι τα υπόλοιπα κρατικά μέτρα πλην της εκ μέρους της DB‑Telekom μεταφοράς ποσών της είχαν παράσχει πλεονέκτημα δεν ασκεί επιρροή, καθόσον η Επιτροπή ρητά αναγνωρίζει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι έλαβε υπόψη της μόνον την εκ μέρους της DB-Telekom μεταφορά ποσών προκειμένου να καταλήξει ότι στην DPAG παρασχέθηκε πλεονέκτημα μέσω κρατικών πόρων.

77      Συνεπώς, η ως άνω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

78      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι της παρασχέθηκε πλεονέκτημα μέσω της μεταφοράς ποσών εκ μέρους της DB-Telekom, λαμβανομένου υπόψη του πρόσθετου καθαρού κόστους που συνεπάγεται για την προσφεύγουσα η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), επισημαίνεται, καταρχάς, και όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση όπως αυτή περιγράφεται στις σκέψεις 16 έως 29 της παρούσας, ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής περί χορηγήσεως πλεονεκτήματος στην DPAG βασίζεται στις ακόλουθες διαπιστώσεις. Πρώτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει από την DB-Telekom ποσό ύψους 11 081 εκατ. DEM, από το 1990 έως το 1995 –το οποίο η Επιτροπή θεώρησε ως τους μόνους κρατικούς πόρους οι οποίοι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεύτερον, η Επιτροπή επισήμανε, αφενός, ότι η προσφεύγουσα είχε επιβαρυνθεί με καθαρό πρόσθετο κόστος, το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε από το 1994 έως το 1999, ύψους 1 118,7 εκατ. DEM και, αφετέρου, ότι αυτό το πρόσθετο κόστος δεν συνδεόταν με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Τρίτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να καλύψει εξ ιδίων το καθαρό πρόσθετο κόστος, ύψους 1 118,7 εκατ. DEM, διότι εμφάνισε συνολικό έλλειμμα, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας, από το 1990 έως το 1998, συνολικού ποσού 2 289 εκατ. DEM. Επομένως, βάσει των ανωτέρω τριών διαπιστώσεων, η Επιτροπή κατέληξε ότι το καθαρό πρόσθετο κόστος που προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που εφάρμοσε η DPAG κατά την περίοδο από το 1994 έως το 1999 είχε κατ’ ανάγκην αντισταθμιστεί με τα ποσά που της μετέφερε η DB‑Telekom κατά την περίοδο από το 1990 έως το 1995, οπότε έτυχε κρατικής ενίσχυσης ύψους 1 118,7 εκατ. DEM. Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι η Επιτροπή, με τις απαντήσεις της επί των ερωτήσεων που της έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι, καθόσον η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είχε καλύψει το καθαρό πρόσθετο κόστος, το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε, με άλλους πόρους, πέραν των ποσών που της μετέφερε η DB-Telekom, μπορούσε ευλόγως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην DPAG είχε παρασχεθεί κρατική ενίσχυση ύψους 1 118,7 εκατ. DEM.

79      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς, με τη μέθοδο που ακολούθησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι στην προσφεύγουσα παρασχέθηκε πλεονέκτημα μέσω της μεταφοράς ποσών εκ μέρους της DB‑Telekom.

80      Συναφώς, πρώτον, παρατηρείται ότι, παρά τα στοιχεία τα οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέσχε στην Επιτροπή και τα οποία οδήγησαν την Επιτροπή στο να επισημάνει, με την αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριζε ότι οι επαγγελματίες πελάτες ουδαμώς αποκλείστηκαν από την καθολική υπηρεσία, η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το ζήτημα αν ο τομέας της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα συνιστούσε υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Πράγματι, επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 26 της παρούσας, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι η τιμολογιακή πολιτική της DPAG, η οποία συνίστατο στην πολιτική τιμών κατώτερων του ενιαίου τιμολογίου, συνεπαγόταν καθαρό πρόσθετο κόστος το οποίο δεν συνδεόταν με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ).

81      Επιπλέον, παρατηρείται ότι η Επιτροπή έκρινε, αφενός, με την αιτιολογική σκέψη 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[δ]εν υπ[ήρχε] […] καμιά αιτιώδης σχέση μεταξύ αυτού του καθαρού πρόσθετου κόστους [που συνδέεται με την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους] και των γενικού οικονομικού συμφέροντος υποχρεώσεων της DPAG», και, αφετέρου, με την αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «υπ[ήρχε] ένα ελάχιστο καθαρού πρόσθετου κόστους της DPAG που δεν [είχε] καμιά σχέση με την εκπλήρωση υποχρεώσεων γενικού οικονομικού συμφέροντος».

82      Κατά συνέπεια, επισημαίνεται, όπως εξάλλου ανέφερε και η Επιτροπή με τα έγγραφά της, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα παρασχεθέντα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο τομέας της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα αποτελούσε υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), ήταν ανακριβή και, αφετέρου, ότι αναγνώρισε, τουλάχιστον σιωπηρώς, ότι η DPAG είχε επίσης παρουσιάσει, πέραν του καθαρού πρόσθετου κόστους το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε, καθαρό πρόσθετο κόστος συνδεόμενο με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) (στο εξής: μη αμφισβητούμενο καθαρό πρόσθετο κόστος).

83      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αναφέρει, αφενός, με την αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την ενημέρωσε ότι η DPAG υποχρεώθηκε να αναλάβει «δεκαπέντε βάρη του παρελθόντος», τα οποία συνιστούσαν καθαρό πρόσθετο κόστος για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) και, αφετέρου, με την υποσημείωση αριθ. 94 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «[μ]ε την επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 1999 (σ. 18), η [Γερμανική] Κυβέρνηση ορίζει ως “βάρη του παρελθόντος” τις ειδικές δαπάνες που φέρει η DPAG σε σύγκριση με τις συνήθεις δαπάνες που προκύπτουν για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς», με τη διευκρίνιση ότι, «[σ]ύμφωνα με τα στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αυτά ακριβώς τα ειδικά βάρη εξηγούν το έλλειμμα για το οποίο γίνεται λόγος στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων». Στην αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απαριθμεί τα δεκαπέντε βάρη του παρελθόντος τα οποία επικαλείται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ειδικότερα, με την αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «[σ]ύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε την άποψη ότι με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορούν να θεωρούνται πλέον όλες οι υπηρεσίες μεταφοράς δεμάτων που παρέχονται με αυτή την υποδομή ως υπηρεσίες παρεχόμενες για το δημόσιο συμφέρον, θα έπρεπε, σύμφωνα με την τελική επιχειρηματολογία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, τα βάρη του παρελθόντος να θεωρηθούν ως “απολεσθέν επενδυτικό κόστος” για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σαφώς για το δημόσιο συμφέρον κατά το χρόνο σχεδιασμού της παρούσας υποδομής, το 1990 [παράρτημα 1 της επιστολής της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της 21ης Ιουνίου 2000]».

84      Διαπιστώνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τα σημεία 41 έως 52 της αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέσχε στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεως της δεύτερης, ακριβή κατάλογο των δεκαπέντε βαρών του παρελθόντος, σε σχέση με τα οποία, αφενός, εξήγησε τους λόγους για τους οποίους αποτελούσαν, κατά την άποψή της, καθαρό πρόσθετο κόστος συνδεόμενο με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), και υπολόγισε το ποσό στο οποίο ανήλθε έκαστο των ως άνω βαρών από το 1990 έως το 1996 και, αφετέρου, ανέφερε ότι το συνολικό ποσό αυτών των βαρών, που συνδέονται με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), ανερχόταν σε 20 426 εκατ. DEM, ήτοι σε ποσό σαφώς μεγαλύτερο του ποσού των 11 081 εκατ. DEM, το οποίο αντιστοιχεί στις εκ μέρους τις DB-Telekom μεταφορές ποσών. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, με το σημείο 72 της αποφάσεως για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας, επισήμανε ότι, μολονότι «είχε κάποιες αμφιβολίες ως προς το αν όλα τα στοιχεία κόστους των οποίων γινόταν επίκληση στο πλαίσιο αυτό μπορούσαν πράγματι να θεωρηθούν ως συναφή με αυτόν τον τύπο υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ)», έκρινε πάντως ότι «ορισμένες πτυχές (όπως για παράδειγμα οι παραδόσεις το Σάββατο) μπορούσαν, καταρχήν, να θεωρηθούν ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, στο μέτρο που είχαν προσδιοριστεί και καταλογιστεί με κατάλληλη μέθοδο».

85      Τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή, αφενός, μη εξετάζοντας και μη αποφαινόμενη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επί των παρασχεθέντων από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στοιχείων σύμφωνα με τα οποία το μη αμφισβητούμενο καθαρό πρόσθετο κόστος συνδεόταν με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) και, αφετέρου, μη προβαίνοντας στον υπολογισμό που επιτρέπει να διαπιστωθεί αν το ύψος αυτού του πρόσθετου κόστους υπερέβαινε το ύψος των ποσών που η DB Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα, παρέλειψε να ελέγξει αν το συνολικό ύψος των ποσών που η DB-Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα ήταν μικρότερο του συνολικού ύψους του καθαρού πρόσθετου κόστους που προκύπτει από την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), γεγονός που είχε ως συνέπεια η εν λόγω μεταφορά ποσών να μην παρέχει κανένα πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα.

86      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή η προσφεύγουσα δεν της παρέσχον τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου αυτή να βεβαιωθεί ότι το ύψος των ποσών που η DB Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα δεν υπερέβαινε το μη αμφισβητούμενο καθαρό πρόσθετο κόστος ούτε ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της, δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταλήξει στο ότι το ύψος των ποσών που η DB Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα υπερέβαινε το ύψος του μη αμφισβητούμενου καθαρού πρόσθετου κόστους, με συνέπεια η εκ μέρους της DB-Telekom μεταφορά ποσών να παράσχει πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα.

87      Επιπλέον, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε, ούτε με τα έγγραφά της ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κανέναν αντικειμενικό λόγο ο οποίος να δικαιολογεί την αδυναμία της, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που της παρέσχε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, να προβεί στην εξέταση αυτή. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι η Επιτροπή περιορίζεται να αναφέρει, κατ’ ουσίαν, ότι η έκταση των ειδικών δαπανών που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα καθιστούσε την ανάλυση αυτή δύσκολη, όχι όμως ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν της είχε παράσχει τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία, με συνέπεια η Επιτροπή να μην μπορεί να προβεί στην ανάλυση αυτή.

88      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, καθόσον δεν εξέτασε αν το ύψος των ποσών που η DB Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα, υπερέβαινε το ύψος του μη αμφισβητούμενου καθαρού πρόσθετου κόστους, δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η εκ μέρους της DB‑Telekom μεταφορά ποσών παρέσχε στην προσφεύγουσα πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, EΚ.

89      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι, κατ’ ουσίαν, αφενός, δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι το ύψος του μη αμφισβητούμενου καθαρού πρόσθετου κόστους δεν υπερέβαινε το ύψος των ποσών που η DB-Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα και, αφετέρου, η μέθοδος στην οποία κατέφυγε, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως εν προκειμένω, ήταν καταλληλότερη σε σχέση με τη μέθοδο που συνίστατο σε έλεγχο του αν η DPAG είχε λάβει υπεραντιστάθμιση.

90      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά την επιλογή της πλέον κατάλληλης μεθόδου για τη διαπίστωση της υπάρξεως κρατικής ενίσχυσης, υπενθυμίζεται ότι ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, ο οποίος κατά τη Συνθήκη, απόκειται τόσο στην Επιτροπή όσο και στο εθνικό δικαστήριο, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσει, ελλείψει ιδιαζουσών συνθηκών οφειλομένων κυρίως στην περίπλοκη φύση της επίμαχης κρατικής παρεμβάσεως, την αναγνώριση ευρείας διακριτικής ευχέρειας υπέρ της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση περί του αν οι αιτίες ή οι στόχοι των κρατικών παρεμβάσεων είναι ουσιώδεις εμπίπτει βεβαίως στην εξέταση του ζητήματος αν τα μέτρα αυτά συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, όπως προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ (απόφαση Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 55 της παρούσας, σκέψη 52).

91      Πάντως, επισημαίνεται επίσης ότι, μολονότι το Πρωτοδικείο αναγνώρισε στην Επιτροπή ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή της πλέον κατάλληλης μεθόδου προκειμένου να βεβαιωθεί αυτή ως προς την ανυπαρξία σταυροειδούς επιδοτήσεως χάριν ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων (απόφαση FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 55 της παρούσας, σκέψη 187), εντούτοις η Επιτροπή δεν μπορεί, σύμφωνα με την απόφαση Altmark, προαναφερθείσα στη σκέψη 57 της παρούσας (σκέψη 87), να χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση κρατικούς πόρους που χορηγούνται για την αντιστάθμιση πρόσθετων δαπανών συνδεομένων με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Εν προκειμένω, η Επιτροπή, καθόσον δεν εξέτασε αν το συνολικό ύψος των ποσών που η DB-Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα υπερέβαινε το συνολικό ύψος του μη αμφισβητούμενου πρόσθετου κόστους, δεν μπορούσε να συναγάγει, όπως προκύπτει από την ανάλυση της προσβαλλομένης αποφάσεως που περιλαμβάνεται στη σκέψη 78 της παρούσας, ότι οι εν λόγω μεταφορές παρέσχον πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα, παραβλέποντας το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε παράσχει στοιχεία στην Επιτροπή τα οποία καθιστούσαν πιθανό να υπερβαίνει το συνολικό ύψος των ποσών αυτών που μεταφέρθηκαν στην προσφεύγουσα το συνολικό ύψος του μη αμφισβητούμενου καθαρού πρόσθετου κόστους.

92      Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι είχε υποχρέωση να εξετάσει μόνον αν ήταν βάσιμες οι καταγγελίες του BIEK και της UPS, σύμφωνα με τις οποίες η DPAG χρηματοδοτούσε μια πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους, υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή υποχρεούται, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση της καταγγελίας, πράγμα που μπορεί να επιβάλει την εξέταση στοιχείων τα οποία δεν επικαλέστηκε ρητώς ο καταγγέλλων (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 62). Επιπλέον, η Επιτροπή υποχρεούται να ερευνά την ύπαρξη πραγματικού πλεονεκτήματος για τον δικαιούχο της ενισχύσεως. Επομένως, εν προκειμένω, μολονότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να προβεί σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών που υπέβαλαν ο BIEK και η UPS, το γεγονός πάντως αυτό ουδόλως σήμαινε ότι η Επιτροπή, αφενός, μπορούσε να αγνοήσει τα στοιχεία που της είχε παράσχει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, προκειμένου να αποδείξει ότι στην προσφεύγουσα δεν είχε παρασχεθεί κανένα πλεονέκτημα μέσω κρατικών πόρων, και, αφετέρου, ότι μπορούσε εύλογα να καταλήξει στο συμπέρασμα περί υπάρξεως κρατικής ενίσχυσης χωρίς προηγουμένως να ελέγξει αν οι κρατικοί πόροι που είχε λάβει η DPAG της είχαν παράσχει κάποιο πλεονέκτημα.

93      Τέλος, πρέπει επίσης να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής καθώς και τα επιχειρήματα της BIEK και της UPS ότι η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει αν το συνολικό ύψος των ποσών που η DB‑Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα υπερέβαινε το συνολικό ύψος του καθαρού πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται για την προσφεύγουσα η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), στο μέτρο που, εν προκειμένω, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που έθεσαν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Ferring, προαναφερθείσα στη σκέψη 55 της παρούσας, και Altmark, προαναφερθείσα στη σκέψη 57 της παρούσας.

94      Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε με τη σκέψη 81 της παρούσας, με την οποία επισημάνθηκε ότι η Επιτροπή περιορίστηκε να διαπιστώσει με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το καθαρό πρόσθετο κόστος το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που εφάρμοσε η DPAG δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αντισταθμίσεως, η Επιτροπή δεν εξέτασε και δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα δεν παρουσίασε κάποιο άλλο καθαρό πρόσθετο κόστος συνδεόμενο με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) για το οποίο εδικαιούτο να αξιώσει αντιστάθμιση μέσω του συνόλου των ποσών που της μετέφερε η DB-Telekom, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η προαναφερθείσα στη σκέψη 57 της παρούσας απόφαση Altmark (σκέψεις 89 έως 95).

95      Ωστόσο, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν προέβη σε κανέναν έλεγχο και σε καμία διαπίστωση σε σχέση με το ζήτημα αυτό, δεν απόκειται στον κοινοτικό δικαστή να υποκαταστήσει την Επιτροπή, διενεργώντας αντ’ αυτής τον έλεγχο στον οποίον η ίδια ουδέποτε προέβη και διατυπώνοντας εικασίες ως προς τα πορίσματα στα οποία θα κατέληγε κατόπιν του ελέγχου αυτού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑274/01, Valmont κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3145, σκέψη 136).

96      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στο μέτρο που έκρινε ότι οι μεταφορές ποσών από την DB-Telekom προς την προσφεύγουσα είχαν παράσχει πλεονέκτημα στη δεύτερη, πρέπει να γίνει δεκτή.

97      Εντούτοις, το Πρωτοδικείο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει επίσης, ως εκ περισσού, την αιτίαση της προσφεύγουσας κατά την οποία, ανεξαρτήτως του αν το ύψος των ποσών που η DB-Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα υπερέβαινε το ύψος του μη αμφισβητούμενου καθαρού πρόσθετου κόστους που βάρυνε την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, εν πάση περιπτώσει, κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μεταφορά εκ μέρους της DB‑Telekom ποσού 11 081 εκατ. DEM θα είχε παράσχει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα, λαμβανομένων υπόψη των ελλειμμάτων που αυτή παρουσίασε από το 1990 έως το 1995, να καλύψει το προβαλλόμενο καθαρό πρόσθετο κόστος, ποσού 1 118,7 εκατ. DEM, το οποίο προέκυψε για την προσφεύγουσα από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε από το 1994 έως το 1999.

98      Συναφώς, παρατηρείται, καταρχάς, ότι σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 1, του PostVerfG, η Deutsche Bundespost υπεχρεούτο να καταβάλει στο γερμανικό κράτος, από το 1990 έως το 1995, χρηματοοικονομικές αντισταθμίσεις, υπολογιζόμενες επί των εμπορικών κερδών, με βάση φθίνοντα συντελεστή. Μολονότι οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν οι εν λόγω αντισταθμίσεις συνιστούσαν ή όχι καθαρό πρόσθετο κόστος για την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι οι εταιρίες που προέκυψαν από τη διάσπαση της Deutsche Bundespost κατέβαλαν τις αντισταθμίσεις αυτές και ότι, στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει ποσό 11 418 εκατ. DEM από το 1990 έως το 1995.

99      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, καθόσον έκρινε ότι η εκ μέρους της DB-Telekom μεταφορά ποσών ύψους 11 418 εκατ. DEM, από το 1990 έως το 1995, παρέσχε τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να καλύψει το προβαλλόμενο καθαρό πρόσθετο κόστος, ύψους 1 118,7 εκατ. DEM, το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε από το 1994 έως το 1999, παραβλέποντας το γεγονός ότι τα ποσά αυτά χρησιμοποιήθηκαν στο σύνολό τους για την αντιστάθμιση των ελλειμμάτων που η προσφεύγουσα παρουσίασε από το 1990 έως το 1995 και τα οποία προέκυψαν, ειδικότερα, από την υποχρέωση της προσφεύγουσας να καταβάλει χρηματοοικονομικές αντισταθμίσεις.

100    Η Επιτροπή αντιτάσσει, κατ’ ουσίαν, ότι, στο μέτρο που η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το καθαρό πρόσθετο κόστος το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε είχε χρηματοδοτηθεί εξ ιδίων, μπορούσε βασίμως να υποθέσει ότι τα ποσά που η DB‑Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα έδωσαν τη δυνατότητα στη δεύτερη να χρηματοδοτήσει το πρόσθετο αυτό κόστος.

101    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι, από λογιστικής απόψεως, οποιοδήποτε έσοδο μπορεί να χρηματοδοτήσει οποιοδήποτε βάρος. Πάντως, μολονότι η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι οι κρατικοί πόροι παρέσχον πλεονέκτημα στον δικαιούχο τους, όπως προκύπτει από την απόφαση Altmark, προαναφερθείσα στη σκέψη 57 της παρούσας (σκέψη 75), εντούτοις, η Επιτροπή δεν υποχρεούται συναφώς να διευκρινίσει ποια, κατά την άποψή της, βάρη χρηματοδοτήθηκαν από τους κρατικούς πόρους που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα.

102    Πάντως, στο μέτρο που η Επιτροπή εξάρτησε, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 78 της παρούσας, την απόδειξη περί της υπάρξεως πλεονεκτήματος παρασχεθέντος στην DPAG μέσω κρατικών πόρων από την προϋπόθεση ότι το προβαλλόμενο καθαρό πρόσθετο κόστος, ύψους 1 118,7 εκατ. DEM, το οποίο προέκυψε για την DPAG από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε, θα έπρεπε να έχει καλυφθεί αποκλειστικά μέσω των ποσών που η DB‑Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα, πρέπει να εξεταστεί αν, λαμβανομένων υπόψη των ελλειμμάτων που η DPAG παρουσίασε από το 1990 έως το 1994 και από το 1990 έως το 1995, τα ποσά αυτά που μεταφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της ως άνω περιόδου επαρκούσαν για την κάλυψη και του καθαρού πρόσθετου κόστους το οποίο προέκυψε, από το 1994 έως το 1999, από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που η προσφεύγουσα εφάρμοσε.

103    Η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι το προβαλλόμενο καθαρό πρόσθετο κόστος το οποίο προέκυψε για την DPAG από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε, ανερχόταν στα ακόλουθα ποσά:

Έτη

1994

1995

1996

1997

1998

1999

Σύνολο

1994-1999

Πρόσθετες δαπάνες συνδεόμενες με τις πωλήσεις κάτω του κόστους (εκατ. DEM)

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

1 118,7


104    Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέσχε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και τα οποία η Επιτροπή δεν αμφισβητεί, κατά την περίοδο από το 1990 έως το 1994 και από το 1990 έως το 1995, τα λειτουργικά (εξαιρουμένων των μεταφορών ποσών εκ μέρους της DB‑Telekom και των χρηματοοικονομικών αντισταθμίσεων που καταβλήθηκαν) και οριστικά αποτελέσματα (συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών ποσών εκ μέρους της DB‑Telekom και των χρηματοοικονομικών αντισταθμίσεων που καταβλήθηκαν) τα οποία η DPAG παρουσίασε είναι τα ακόλουθα (ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της 31ης Ιανουαρίου 2002 και παράρτημα 11 Α της ανακοινώσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της 10ης Μαρτίου 2000):

Έτη

1990

1991

1992

1993

1994

Σύνολο

1990-1994

1995

Σύνολο

1990-1995

Αποκλειστι-

κός τομέας

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

Τομέας

δεμάτων

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

Τομέας

εφημερίδων

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

Λειτουργικό υπόλοιπο

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

[εμπιστ.]

-4 945

Μεταφορές

ποσών εκ μέρους

της

DB-Telekom

1 495

2 031

1 310

726

0

5 562

5 519

11 081

Χρηματο-

οικονομικές αντισταθ-

μίσεις

-1 651

-1 982

-2 100

-2 182

-2 190

-10 104

-1 314

-11 418

Υπόλοιπο μεταφο-

ρών ποσών/

χρηματοοι-

κονομικών αντισταθ-

μίσεων

     

-4 552

 

-337

Οριστικό

αποτέλεσμα

(σε εκατ. DEM)

     

-8 883

 

-5 282


105    Με βάση τον πίνακα που περιλαμβάνεται στη σκέψη 104 της παρούσας, καταρχάς, επισημαίνεται ότι, μολονότι είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα έλαβε, μεταξύ των ετών 1990 έως 1994, το ποσό των 5 562 εκατ. DEM λόγω μεταφοράς ποσών εκ μέρους της DB‑Telekom και παρουσίασε το 1994 πρόσθετο κόστος συνδεόμενο με την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε ύψους [εμπιστευτικά στοιχεία] εκατ. DEM (πίνακας που περιλαμβάνεται στη σκέψη 103 της παρούσας), το οριστικό έλλειμμα που παρουσίασε από το 1990 έως το 1994, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας, ανερχόταν σε 8 883 εκατ. DEM. Αυτό το οριστικό έλλειμμα κατά την περίοδο από το 1990 έως το 1994 αντιστοιχεί, συγκεκριμένα, στα λειτουργικά ελλείμματα της DPAG ύψους 4 331 εκατ. DEM, τα οποία επιδεινώθηκαν με την καταβολή χρηματοοικονομικών αντισταθμίσεων ύψους 10 104 εκατ. DEM, οι οποίες συμψηφίστηκαν εν μέρει με τα ποσά ύψους 5 562 εκατ. DEM που η DB‑Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα.

106    Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μεταφορά ποσών εκ μέρους της DB‑Telekom μεταξύ του 1990 και του 1994, ύψους 5 562 εκατ. DEM, δεν παρείχε τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα, λαμβανομένων υπόψη των λειτουργικών ελλειμμάτων που αυτή παρουσίασε από το 1990 έως το 1994, ύψους 4 331 εκατ. DEM, και των χρηματοοικονομικών αντισταθμίσεων που υποχρεώθηκε να καταβάλει κατά την ίδια περίοδο, ύψους 10 104 εκατ. DEM, ήτοι ελλειμμάτων συνολικού ύψους 14 435 εκατ. DEM, να καλύψει το προβαλλόμενο καθαρό πρόσθετο κόστος, ύψους 1 118,7 εκατ. DEM, το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε από το 1994 έως το 1999.

107    Εν συνεχεία, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υπήρξε μέχρι το 1995 αποδέκτης ποσών που της μετέφερε η DB‑Telekom, διαπιστώνεται επίσης ότι, μολονότι είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα έλαβε, από το 1990 έως το 1995, ποσό 11 081 εκατ. DEM, λόγω μεταφοράς ποσών εκ μέρους της DB‑Telekom, εντούτοις, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, παρουσίασε οριστικό έλλειμμα, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας, ύψους 5 282 εκατ. DEM. Αυτό το οριστικό έλλειμμα, κατά την περίοδο από το 1990 έως το 1995, αντιστοιχεί, συγκεκριμένα, στα λειτουργικά ελλείμματα της DPAG, ύψους 4 945 εκατ. DEM, τα οποία επιδεινώθηκαν με την καταβολή χρηματοοικονομικών αντισταθμίσεων ύψους 11 418 εκατ. DEM, οι οποίες συμψηφίστηκαν εν μέρει με τα ποσά ύψους 11 081 εκατ. DEM που η DB‑Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα.

108    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μεταφορά ποσών εκ μέρους της DB Telekom μεταξύ του 1990 και του 1995, ύψους 11 081 εκατ. DEM, δεν παρέσχε τη δυνατότητα στην DPAG, λαμβανομένων υπόψη των λειτουργικών ελλειμμάτων που αυτή παρουσίασε από το 1990 έως το 1995, ύψους 4 945 εκατ. DEM, και των χρηματοοικονομικών αντισταθμίσεων που υποχρεώθηκε να καταβάλει, ύψους 11 418 εκατ. DEM, ήτοι ελλειμμάτων συνολικού ύψους 16 363 εκατ. DEM, να καλύψει το προβαλλόμενο καθαρό πρόσθετο κόστος, ύψους 1 118,7 εκατ. DEM, το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε από το 1994 έως το 1999.

109    Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απόδειξη ότι στην προσφεύγουσα χορηγήθηκε πλεονέκτημα 1 118,7 εκατ. DEM, στο μέτρο που τα ποσά και μόνο που η DB‑Telekom μετέφερε στην προσφεύγουσα θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν το προβαλλόμενο πρόσθετο κόστος το οποίο προέκυψε από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που η προσφεύγουσα εφάρμοσε, αναιρείται από τη διαπίστωση ότι τα οριστικά ελλείμματα που η DPAG παρουσίασε από το 1990 έως το 1994 ή από το 1990 έως το 1995 ανέρχονταν σε ποσό τέτοιο ώστε η εκ μέρους της DB-Telekom μεταφορά ποσών δεν αρκούσε για να καλύψει το προβαλλόμενο καθαρό πρόσθετο κόστος το οποίο προέκυψε για την προσφεύγουσα από την πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους που αυτή εφάρμοσε από το 1994 έως το 1999.

110    Επομένως, η παρούσα αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να γίνει δεκτή.

111    Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να απαιτείται ούτε να εξεταστεί αν η παρούσα αιτίαση συνεπάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, επίσης, από έλλειψη αιτιολογίας κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ (βλ. σκέψη 58 της παρούσας), ούτε να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

112    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

113    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία δεν κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως, φέρει τα δικαστικά της έξοδα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

114    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τα κράτη μέλη, τα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) κράτη, τα θεσμικά όργανα και την Εποπτεύουσα Αρχή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Ο BIEK και η UPS, παρεμβαίνοντες, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2002/753/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2002, για την κρατική ενίσχυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στα γερμανικά ταχυδρομεία Deutsche Post AG.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Deutsche Post.

3)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο Bundesverband Internationaler Express- und Kurierdienste eV (BIEK) και η UPS Europe NV/SA φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Jaeger

Tiili

Azizi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Ιουλίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1 – Αποκρυπτόμενα εμπιστευτικά στοιχεία.