Language of document : ECLI:EU:T:2008:235

Υπόθεση T-266/02

Deutsche Post AG

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις – Μέτρα των γερμανικών αρχών υπέρ της Deutsche Post AG – Απόφαση κρίνουσα ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της – Υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος – Αντιστάθμιση πρόσθετων δαπανών που απορρέουν από πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα – Ανυπαρξία πλεονεκτήματος»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα με σκοπό την αντιστάθμιση του κόστους της υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Δεν εμπίπτουν – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 86 § 2 ΕΚ και 87 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος – Αντιστάθμιση των δαπανών που απορρέουν από την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας – Χαρακτηρισμός ως κρατικής ενίσχυσης – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 86 § 2 ΕΚ και 87 § 1 ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διοικητική διαδικασία – Δυνατότητα της Επιτροπής να στηρίξει την απόφασή της στις διαθέσιμες πληροφορίες – Προϋπόθεση – Προηγούμενη χρήση της εξουσίας της να διατάξει το οικείο κράτος μέλος να παράσχει τις σχετικές πληροφορίες

(Άρθρο 88 § 2 EΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 5 § 2, 10 § 3 και 13 § 1)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέταση των καταγγελιών – Υποχρεώσεις της Επιτροπής

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

1.      Στον βαθμό που μια κρατική παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή έναντι παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις αυτές να μην επωφελούνται στην πραγματικότητα από ένα οικονομικό πλεονέκτημα και, συνεπώς, να μην περιέρχονται λόγω της ως άνω παρεμβάσεως σε ευνοϊκότερη θέση ως προς τον ανταγωνισμό σε σχέση με τις επιχειρήσεις που τις ανταγωνίζονται, η παρέμβαση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Για να μην μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση μια τέτοια αντιστάθμιση, σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη. Δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιορισθεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια, με σκοπό να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιλαμβάνει η αντιστάθμιση αυτή ένα οικονομικό πλεονέκτημα ικανό να ευνοήσει τη δικαιούχο επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστριών της. Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. Τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, σε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.

(βλ. σκέψεις 72-73)

2.      Όταν οι κρατικοί πόροι χορηγούνται για την αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark, η Επιτροπή δεν μπορεί να χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση το σύνολο ή τμήμα των χορηγούμενων κρατικών πόρων, αν το ύψος της εν λόγω ενισχύσεως είναι μικρότερο του πρόσθετου κόστους που προκύπτει από αυτή την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, διότι διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να στερήσει το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.

(βλ. σκέψη 74)

3.      Στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή έχει την εξουσία να λαμβάνει απόφαση με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες όταν πρόκειται για κράτος μέλος το οποίο δεν τηρεί την υποχρέωση συνεργασίας που υπέχει και δεν της παρέχει τις πληροφορίες που ζήτησε η ίδια για να εξετάσει αν μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Εντούτοις, πριν λάβει μια τέτοια απόφαση, η Επιτροπή πρέπει να τηρήσει ορισμένες διαδικαστικές προϋποθέσεις. Ειδικότερα, πρέπει να υποχρεώσει το κράτος μέλος να της προσκομίσει, εντός προθεσμίας που καθορίζει, όλα τα έγγραφα, τις πληροφορίες και τα στοιχεία που απαιτούνται για να εξετάσει αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Μόνο σε περίπτωση που το κράτος μέλος παραλείψει, παρά την εντολή της Επιτροπής, να προσκομίσει τα ζητούμενα πληροφοριακά στοιχεία, η τελευταία έχει την εξουσία να περατώσει τη διαδικασία και να λάβει απόφαση διαπιστώνουσα το συμβατό ή το ασυμβίβαστο της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της. Οι προϋποθέσεις αυτές επαναλαμβάνονται και συγκεκριμενοποιούνται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στο άρθρο 10, παράγραφος 3, και στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ.

(βλ. σκέψη 75)

4.      Η Επιτροπή υποχρεούται, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση της καταγγελίας, πράγμα που μπορεί να επιβάλει την εξέταση στοιχείων τα οποία δεν επικαλέστηκε ρητώς ο καταγγέλλων. Επιπλέον, η Επιτροπή υποχρεούται να ερευνά την ύπαρξη πραγματικού πλεονεκτήματος για τον δικαιούχο της ενισχύσεως. Επομένως, στην περίπτωση μεταβιβάσεως κρατικών πόρων σε επιχείρηση επιφορτισμένη με την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, η Επιτροπή δεν δύναται να αγνοήσει τα στοιχεία που της έχει παράσχει το κράτος μέλος που καταβάλει την ενίσχυση προκειμένου να αποδείξει ότι δεν έχει παρασχεθεί κανένα πλεονέκτημα μέσω κρατικών πόρων, ούτε δύναται να καταλήξει στο συμπέρασμα περί υπάρξεως κρατικής ενίσχυσης χωρίς προηγουμένως να ελέγξει αν οι κρατικοί πόροι παρέσχον στον δικαιούχο κάποιο πλεονέκτημα.

(βλ. σκέψη 92)