Language of document : ECLI:EU:C:2013:252

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

P. CRUZ VILLALÓN

της 18ης Απριλίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑661/11

Martin y Paz Diffusion SA

κατά

David Depuydt

και

Fabriek van Maroquinerie Gauquie NV

[αίτηση του Cour de cassation (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Σήματα – Οδηγία 89/104/ΕΟΚ – Άρθρο 5, παράγραφος 1 – Αποκλειστικά δικαιώματα του δικαιούχου του σήματος – Επιμερισμός της εκμετάλλευσης του σήματος – Συγκατάθεση – Ανάκληση της συγκαταθέσεως όσον αφορά τη χρήση του σήματος – Αθέμιτος ανταγωνισμός»





1.        Είναι δυνατόν ο δικαιούχος σήματος να απολέσει διά παντός τη δυνατότητα ασκήσεως του αποκλειστικού δικαιώματός του και τη δυνατότητα χρήσεως του σήματος, ως προς ορισμένα αγαθά, επειδή ένας τρίτος έχει χρησιμοποιήσει το σήμα ως προς τα αγαθά αυτά επί εκτεταμένο χρονικό διάστημα με τη συγκατάθεση του δικαιούχου; Αυτό είναι ουσιαστικά το ζήτημα επί του οποίου καλείται εν προκειμένω το Δικαστήριο να αποφανθεί.

2.        Το ιστορικό της υποθέσεως είναι μάλλον ασύνηθες. Αμφότεροι οι διάδικοι της κύριας δίκης –η Martin y Paz Diffusion (στο εξής: MyP), αφενός, και η Fabriek van Maroquinerie Gauquie (στο εξής: Gauquie), από κοινού με τον επικεφαλής της David Depuydt, αφετέρου– δραστηριοποιούνται στον κλάδο των δερμάτινων ειδών. Χρησιμοποιούν το ίδιο εμπορικό σήμα, αλλά για διαφορετικά αγαθά. Οι διάδικοι αρχικά συνεργάζονταν προκειμένου να τροποποιούν κατά καιρούς το σήμα που χρησιμοποιούσαν. Κάποια στιγμή η MyP καταχώρισε ορισμένα από τα σήματα αυτά. Εν συνεχεία, η σχέση μεταξύ των διαδίκων επιδεινώθηκε, με συνέπεια να ακολουθήσουν πολλές δικαστικές διαμάχες.

I –    Νομικό πλαίσιο

 Α –      Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

3.        Η πρώτη οδηγία του Συμβουλίου 89/104/ΕΟΚ, της 21ης Δεκεμβρίου 1988 (στο εξής: οδηγία) (2), η οποία έχει εν προκειμένω εφαρμογή, αποσκοπούσε στην προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων.

4.        Κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη, η οδηγία «δεν αποκλείει την εφαρμογή επί των σημάτων των νομικών διατάξεων των κρατών μελών, εκτός από το δίκαιο των σημάτων, όπως είναι οι διατάξεις σχετικά με τον αθέμιτο ανταγωνισμό, την αστική ευθύνη ή την προστασία των καταναλωτών».

5.        Σύμφωνα με την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας «οι λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας που αφορούν το ίδιο το σήμα, όπως η έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα, ή που αφορούν τις συγκρούσεις μεταξύ του σήματος και των προγενέστερων δικαιωμάτων, πρέπει να απαριθμούνται περιοριστικά».

6.        Στο άρθρο 3 της οδηγίας απαριθμούνται οι λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας, εφόσον «η αίτηση για την καταχώριση του σήματος έγινε κακόπιστα από τον αιτούντα», το κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει ότι το σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση ή, αν έχει καταχωρισθεί, ότι μπορεί να κηρυχθεί άκυρο. Στο άρθρο 4 παρατίθενται περαιτέρω λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας όσον αφορά συγκρούσεις με προγενέστερα δικαιώματα.

7.        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι:

«1.      Το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στο δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο, να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α)      σημείο ταυτόσημο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες ταυτόσημες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί·

β)      σημείο για το οποίο, λόγω του ταυτόσημου ή της ομοιότητάς του με το σήμα και του ταυτόσημου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού· ο κίνδυνος σύγχυσης συμπεριλαμβάνει τον κίνδυνο συσχέτισης του σημείου με το σήμα.»

8.        Το άρθρο 8 της οδηγίας ρυθμίζει τα της παραχωρήσεως άδειας χρήσεως.

9.        Η οδηγία καταργήθηκε με το άρθρο 17 της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (3), η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 28 Νοεμβρίου 2008 . Η έκτη αιτιολογική σκέψη της προϊσχύσασας οδηγίας συμπίπτει με την έβδομη της νέας οδηγίας, το δε περιεχόμενο του άρθρου 5, παράγραφος 1, της νέας οδηγίας είναι σχεδόν ταυτόσημο, πλην επουσιωδών τροποποιήσεων, με το περιεχόμενο του αντίστοιχου άρθρου της προϊσχύσασας. Δεδομένου του χρόνου των πραγματικών περιστατικών, εφαρμοστέα είναι η προϊσχύσασα οδηγία.

 Β –      Εθνική νομοθεσία

10.      Το αιτούν δικαστήριο καλείται να εφαρμόσει τα άρθρα 2.20.1 και 2.32.1 της Συμβάσεως Μπενελούξ περί πνευματικής ιδιοκτησίας (Σήματα και υποδείγματα) (στο εξής: Σύμβαση), η οποία υπογράφηκε στη Χάγη στις 25 Φεβρουαρίου 2005 και με την οποία μεταφέρονται στο εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλομένων κρατών τα άρθρα 5, παράγραφος 1, και 8, παράγραφος 1, της οδηγίας. Η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2007 και έχει έκτοτε τροποποιηθεί.

11.      Το άρθρο 2.20.1 ορίζει:

«1.      Το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Πέραν της ενδεχόμενης εφαρμογής των γενικών διατάξεων περί αστικής ευθύνης, το αποκλειστικό δικαίωμα επί σήματος παρέχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α)       σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί,

β)       σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης του σημείου με το σήμα,

γ)      […]».

12.      Το άρθρο 2.32.1 έχει ως εξής: «1. Είναι δυνατό να παραχωρηθεί άδεια χρήσεως του σήματος για το σύνολο ή για μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωριστεί».

II – Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

 Α –      Τα πραγματικά περιστατικά

13.      Αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως είναι το περιεχόμενο των αποκλειστικών δικαιωμάτων που διαθέτει η MyP όσον αφορά δύο, προς το παρόν, εμπορικά σήματα που έχει καταχωρίσει στο Γραφείο Σημάτων της Μπενελούξ (Benelux Office for Intellectual Property, στο εξής: BOIP): το εικονιστικό σήμα το οποίο συνίσταται από ένα επίμηκες «N» και καταχωρίστηκε στις 14 Αυγούστου 1998 (αριθ. 636308) για όλα τα προϊόντα των κλάσεων 18 (δερμάτινα είδη) και 25 (είδη ένδυσης) του Διακανονισμού της Νίκαιας (4) και το λεκτικό σήμα «NATHAN BAUME» (αριθ. 712962), το οποίο καταχωρίστηκε για προϊόντα των κλάσεων 18 και 25 στις 24 Ιανουαρίου 2002.

14.      Ωστόσο, η απαρχή της συγκρούσεως εντοπίζεται στην από κοινού χρήση, εκ μέρους των MyP και Gauquie, ενός τρίτου σήματος, του «NATHAN», το οποίο ανάγεται στον Nathan Svitckenbaum, ο οποίο άρχισε να παράγει δερμάτινα είδη στη δεκαετία του 1930 με την επωνυμία Nathan Baum. Το 1990 τα δικαιώματα επί της επωνυμίας «Nathan» κατείχε ο παραγωγός δερμάτινων ειδών Paul Baquet.

15.      Στις 6 Ιουνίου 1990 o P. Baquet πώλησε την επωνυμία «NATHAN» στη MyP. Σύμφωνα με τη σχετική σύμβαση, η πώληση πραγματοποιήθηκε με «σκοπό την παραγωγή σειράς μικρών δερμάτινων ειδών». Ο P. Baquet «διατηρεί τα δικαιώματά του επί της επωνυμίας όσον αφορά την παραγωγή τσαντών χειρός». Η MyP «αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην προβαίνει σε αθέμιτο ανταγωνισμό όσον αφορά την κατασκευή και πώληση τσαντών όμοιων με τα μοντέλα της NATHAN ή με την επωνυμία αυτή».

16.      Μετά πέντε έτη, με σύμβαση της 2ας Μαΐου 1995, o D. Depuydt απέκτησε την επιχείρηση του P. Baquet, «περιλαμβανομένης της εταιρικής/εμπορικής επωνυμίας Paul Baquet “NATHAN”», καθώς και το λεκτικό σήμα “NATHAN”, το οποίο ο P. Baquet είχε καταχωρίσει στο BOIP το 1991 για προϊόντα των κλάσεων 18 και 25. Ενόψει της συμβάσεως μεταξύ του P. Baquet και της MyP, ο D. Depuydt συμφώνησε να μην παράγει πλέον ούτε να πωλεί μικρά δερμάτινα είδη με την επωνυμία «NATHAN».

17.      Το 1991 ο D. Depuydt διέθεσε στην αγορά τσάντες χειρός με το σήμα «NATHAN», το οποίο συνίστατο σε οριζόντια επιμήκη απεικόνιση του γράμματος N (5). Η MyP χρησιμοποιούσε το επίμηκες σχέδιο του γράμματος N τουλάχιστον από το 1996, ισχυρίζεται δε ότι το χρησιμοποιεί από τα τέλη του 1990 ή από τις αρχές του 1991, πράγμα που ο D. Depuydt και η Gauquie αρνούνται.

18.      Οι διάδικοι της κύριας δίκης υποχρεώθηκαν να επανεξετάσουν τη χρήση του σήματος, όταν η (μη συνδεδεμένη με αυτούς) εταιρία Natan προέβαλε ότι το σήμα «NATHAN» ομοιάζει πολύ με το σήμα «NATAN».

19.      Μετά το 2002 τόσο η MyP όσο και η Gauquie χρησιμοποιούν το εικονιστικό σήμα «N» και τον νέο όρο «NATHAN BAUME». Χρησιμοποιούν από κοινού τα σήματα αυτά, όπως συνέβαινε και με το «NATHAN». Στο πλαίσιο της χρήσεως του εικονιστικού σήματος «N» και του λεκτικού σήματος «NATHAN BAUME» (μόνο τα δύο αυτά σήματα έχουν σημασία εν προκειμένω), η μεν MyP διανέμει κατάλογο δερμάτινων ειδών (π.χ. νεσεσέρ, πορτοφόλια, τσάντες ταξιδιού, ζώνες), η δε Gauquie παράγει και πωλεί τσάντες χειρός και υποδήματα. Οι διάδικοι της κύριας δίκης πωλούν τα προϊόντα τους ο ένας στον άλλον και τα εκθέτουν στα καταστήματά τους.

20.      Στις 14 Αυγούστου 1998 η MyP υπέβαλε στο BOIP αίτηση καταχωρίσεως τόσο για το επίμαχο εν προκειμένω σήμα «N» όσο και για το εικονιστικό σήμα «NATHAN». Για το σήμα «NATHAN BAUME» η MyP είχε υποβάλει αίτηση καταχωρίσεως το 2002. Ο D. Depuydt και η Gauquie υποστηρίζουν ότι η MyP δεν τους ενημέρωσε για την υποβολή αιτήσεως καταχωρίσεως. Η μεταβίβαση του λεκτικού σήματος «NATHAN», το οποίο είχε καταχωριστεί από τον P. Baquet, στη MyP και στον D. Depuydt καταχωρίστηκε στις 17 Αυγούστου 1998 και στις 19 Δεκεμβρίου 2000 αντιστοίχως.

21.      Παρά την καταχώριση των σημάτων αυτών, οι διάδικοι της κύριας δίκης συνέχισαν τη συνεργασία τους. Ωστόσο, οι μεταξύ τους σχέσεις άρχισαν να επιδεινώνονται, σύμφωνα με την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, διότι η MyP άρχισε να εμπορεύεται και άλλα προϊόντα και ζήτησε διαβουλεύσεις με την Gauquie όσον αφορά την επιλογή των υλικών, των χρωμάτων και της διαφήμισης. Ήδη τον Ιούλιο του 1998 η MyP παραπονέθηκε στην Gauquie για έλλειψη συνεργασίας, η οποία βλάπτει τη φήμη του σήματος, προτείνοντας επανειλημμένως (επίσης τον Δεκέμβριο του 2001, καθώς και τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο του 2003) στενότερη συνεργασία. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τον Δεκέμβριο του 2004 η MyP προέβαλε ότι «παραβιάζονται οι κανόνες της από κοινού χρήσεως του σήματος “NATHAN BAUME”». Η προσπάθεια επιτεύξεως συμφωνίας δεν ευοδώθηκε.

 B –   Η κύρια δίκη

22.      Στις 24 Μαΐου 2005 ο D. Depuydt και η Gauquie ενήγαγαν, ανεπιτυχώς, τη MyP ενώπιον του πρωτοβάθμιου εμποροδικείου της Nivelles, ζητώντας την ακύρωση της καταχωρίσεως των εικονιστικών σημάτων «N» και «NATHAN» και του λεκτικού σήματος «NATHAN BAUME» ή, επικουρικώς, τη διατήρηση του κύρους της μόνον ως προς τα μικρά δερμάτινα είδη.

23.      Σε απάντηση της απόπειρας του D. Depuydt και της Gauquie να ακυρωθούν τα εμπορικά σήματα, η MyP αποφάσισε να παύσει η κοινή χρήση των σημάτων και στις 11 Ιανουαρίου 2007 ενήγαγε τον D. Depuydt και την Gauquie ενώπιον του ίδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ζητώντας να τους απαγορευθεί η χρήση του εικονιστικού σήματος «N» και του λεκτικού σήματος «NATHAN BAUME» για προϊόντα των κλάσεων 18 και 25. Ο D. Depuydt και η Gauquie άσκησαν ανταγωγή, ζητώντας να υποχρεωθεί η MyP να χρησιμοποιεί τα σήματα «N», «NATHAN» και «NATHAN BAUME» μόνο για δερμάτινα προϊόντα, πέραν των μικρών δερμάτινων ειδών, και ιδίως για τσάντες χειρός. Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της MyP και τη διέταξε να παύσει να παράγει, να εμπορεύεται, να πωλεί ή να διανέμει τσάντες χειρός πανομοιότυπες ή όμοιες με αυτές των D. Depuydt και Gauquie.

24.      Κατά των δύο αυτών αποφάσεων ασκήθηκε έφεση. Το Cour d’appel de Bruxelles [εφετείο Βρυξελλών] αποφάνθηκε επί των εφέσεων στις 8 Νοεμβρίου 2007

25.      Έκρινε ότι τα τρία επίμαχα, καταχωρισμένα από τη MyP σήματα, δηλαδή τα δύο εικονιστικά σήματα «NATHAN» και «N», καθώς και το λεκτικό σήμα «NATHAN BAUME» είναι έγκυρα. Ειδικότερα, αποφάνθηκε ότι το αίτημα ακυρώσεώς τους λόγω κακόπιστης καταχωρίσεως ήταν εκπρόθεσμο.

26.      Απαγορεύθηκε στην Gauquie και στον D. Depuydt να χρησιμοποιούν τα τρία σήματα για άλλα προϊόντα, εκτός των τσαντών χειρός και των υποδημάτων, λόγω των αποκλειστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το σήμα. Το Cour d’appel δικαιολόγησε τις εξαιρέσεις αυτές, δεχόμενο ότι υπάρχει καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και, ειδικότερα, δικονομικού δικαιώματος. Αποφάνθηκε ότι η MyP άσκησε το αποκλειστικό δικαίωμά της κατά τρόπο αυθαίρετο, στο πλαίσιο αντεκδικήσεως. Η MyP δεν είχε ουδέποτε στο παρελθόν αμφισβητήσει το δικαίωμα της Gauquie να κάνει χρήση των σημάτων «N» και «NATHAN BAUME» για τσάντες χειρός και υποδήματα. Το Cour d’appel έκρινε ότι δεν είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης συμφωνία (απεριόριστη, σιωπηρώς ανανεώσιμη) παραχωρήσεως άδειας χρήσεως. Αντιθέτως, δέχθηκε ότι η MyP έχει αποδεχθεί ορισμένη μορφή «συγκυριότητας» επί των σημάτων. Το Cour d’appel αποφάνθηκε ότι τούτο συνιστά «αμετάκλητη συγκατάθεση» όσον αφορά τη χρήση των σημάτων από την Gauquie όσον αφορά τσάντες χειρός και υποδήματα.

27.      Εξάλλου, απαγορεύθηκε στη MyP να χρησιμοποιεί τα σήματα στις συναλλαγές όσον αφορά τσάντες χειρός και υποδήματα. Το Cour d’appel έκρινε ότι τούτο θα συνιστούσε αθέμιτο ανταγωνισμό. Καταρχάς, η MyP παγίως δεχόταν ότι η υποχρέωσή της να μην ασκεί αθέμιτο ανταγωνισμό έναντι του P. Baquet όσον αφορά την παραγωγή και διανομή τσαντών με την επωνυμία «NATHAN» καλύπτει και τα σήματα «N» και «NATHAN BAUME» για τσάντες χειρός και υποδήματα. Δεύτερον, η Gauquie πραγματοποίησε επί πολλά έτη σημαντικές επενδύσεις για τη διαφήμιση των προϊόντων της, από την οποία η MyP θα αντλούσε αθέμιτο όφελος.

28.      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2008 εκδόθηκε ερμηνευτική δικαστική απόφαση, προς περαιτέρω διευκρίνιση των όρων «τσάντες χειρός» και «κατά τις συναλλαγές».

29.      Η MyP άσκησε ενώπιον του Cour de cassation [ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου] αναίρεση κατά των ως άνω αποφάσεων του Cour d’appel, ως προς τα σήματα «N» και «NATHAN BAUME». Προέβαλε δύο λόγους αναιρέσεως.

30.      Στο πλαίσιο του πρώτου, σχετικά με τα όρια της επιβληθείσας στην Gauquie και τον D. Depuydt απαγορεύσεως, προέβαλε ότι το δικαίωμα τρίτου να χρησιμοποιεί το σήμα μπορεί να απορρέει μόνον από άδεια χορηγούμενη με ρητή συγκατάθεση κατά το άρθρο 2.20.1 της BCIP. Αμετάκλητη συγκατάθεση, ήτοι η αμετάκλητη ανάληψη υποχρεώσεως, δεν νοείται για λόγους δημοσίας τάξεως και επειδή προσκρούει στο αποκλειστικό δικαίωμα που απορρέει από το σήμα. Η ανάκληση της συγκαταθέσεως και η άσκηση των δικαιωμάτων επί του σήματος δεν μπορεί, κατά τη MyP, να συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, αλλά ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι συνιστά όντως κατάχρηση δικαιώματος, η ενδεδειγμένη λύση είναι ο περιορισμός της ασκήσεως του δικαιώματος εντός των νομίμων ορίων και η καταβολή αποζημιώσεως, και όχι η απαγόρευση της ασκήσεώς του.

31.      Όσον αφορά την επιβληθείσα σε αυτήν απαγόρευση της χρήσεως του σήματος ως προς ορισμένα προϊόντα, η MyP προβάλλει, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ότι το σήμα παρέχει στον δικαιούχο το αποκλειστικό δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση του από τρίτους χωρίς τη συγκατάθεσή του. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται, κατά τη MyP, και δικαίωμα χρήσεως του σήματός αυτού, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, ο δικαιούχος κινδυνεύει να εκπέσει από το δικαίωμά του. Όταν λήξει η άδεια χρήσεως (ακόμη και αν ο δικαιούχος του σήματος αναλάβει την υποχρέωση να μη χρησιμοποιεί το σήμα), ο δικαιούχος του σήματος ανακτά πλήρη δυνατότητα ασκήσεως των δικαιωμάτων του. Τυχόν όφελος που ο δικαιούχος ενδέχεται να αντλήσει από τη διαφήμιση που έχει πραγματοποιήσει αυτός στον οποίο παραχώρησε άδεια χρήσεως του σήματος, καθώς και ο κίνδυνος συγχύσεως που ενδέχεται να προκληθεί κατόπιν της ανακτήσεως του δικαιώματος αποτελούν αναγκαίες συνέπειες της νόμιμης ασκήσεως των αποκλειστικών δικαιωμάτων. Επικουρικώς, προβάλλει ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να επιβάλει μόνιμη απαγόρευση χρήσεως του σήματος, αλλά ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο.

III – Τα υποβληθέντα ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

32.      Με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2011 το αιτούν δικαστήριο απέρριψε τη θέση της MyP ότι η προσπάθειά της να απαγορευθεί στη Gauquie η χρήση των σημάτων εντάσσεται στο πλαίσιο της ασκήσεως των αποκλειστικών δικαιωμάτων της επί των σημάτων αυτών και ότι, ως εκ τούτου, δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, διότι η θέση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της εφετειακής αποφάσεως. Το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι στην εφετειακή απόφαση ελήφθη υπόψη όχι μόνον η μακρά διάρκεια της κοινής χρήσεως, αλλά και το κίνητρο της αντεκδικήσεως, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο η MyP προέβαλε την αξίωσή της.

33.      Το αιτούν δικαστήριο έκρινε επίσης ότι από αμφότερους τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η MyP προκύπτουν διάφορα ζητήματα ερμηνεία της οδηγίας 89/104. Για τον λόγο αυτό το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«1.1 Έχουν το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, την έννοια ότι ο δικαιούχος καταχωρισμένου σήματος παύει διά παντός να έχει τη δυνατότητα να αντιτάξει το αποκλειστικό δικαίωμα που απορρέει από την καταχώριση έναντι τρίτου, για όλα τα προϊόντα που καλύπτονται από την καταχώριση:

–        αν, επί μακρό χρονικό διάστημα, ο δικαιούχος εκμεταλλεύεται από κοινού το σήμα αυτό με τον συγκεκριμένο τρίτο στο πλαίσιο μιας μορφής κοινωνίας δικαιώματος ως προς ορισμένα από τα προϊόντα που καλύπτονται από το σήμα;

–        αν, στο πλαίσιο της από κοινού εκμεταλλεύσεως του σήματος, ο δικαιούχος παρέσχε αμετάκλητα στον συγκεκριμένο τρίτο άδεια χρήσεως του σήματος αυτού για τα προϊόντα αυτά;

1.2 Έχουν τα προαναφερθέντα άρθρα την έννοια ότι η εφαρμογή εθνικού κανόνα, όπως αυτός δυνάμει του οποίου ο δικαιούχος δεν μπορεί να ασκεί το δικαίωμά του κατά τρόπο παράνομο ή καταχρηστικό, μπορεί να έχει ως συνέπεια να στερηθεί διά παντός ο δικαιούχος τη δυνατότητα ασκήσεως του αποκλειστικού δικαιώματος ως προς ορισμένα από τα καλυπτόμενα προϊόντα ή έχουν την έννοια ότι η εφαρμογή του κανόνα αυτού πρέπει να περιορίζεται ώστε να επιβάλλεται διαφορετική κύρωση για την εν λόγω παράνομη ή καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος;

2.1 Έχουν το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, την έννοια ότι, αν ο δικαιούχος καταχωρισμένου σήματος παύει να δεσμεύεται έναντι τρίτου να μην κάνει χρήση του σήματος αυτού για ορισμένα προϊόντα, σκοπεύοντας να ασκεί εκ νέου ο ίδιος τη χρήση αυτή, ο εθνικός δικαστής μπορεί πάντως να απαγορεύσει διά παντός την εκ νέου άσκηση της χρήσεως αυτής, με το σκεπτικό ότι συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό, διότι ο δικαιούχος του σήματος θα αποκομίσει όφελος από τη διαφήμιση που έχει πραγματοποιήσει ο τρίτος για το σήμα αυτό, και ενδέχεται να προκαλέσει σύγχυση στο κοινό, ή έχει την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να επιβάλει διαφορετική κύρωση που να μην έχει ως συνέπεια τη διά παντός απαγόρευση της εκ νέου χρήσεως του σήματος από τον δικαιούχο;

2.2 Έχουν τα εν λόγω άρθρα την έννοια ότι η διά παντός απαγόρευση της χρήσεως του σήματος από τον δικαιούχο δικαιολογείται αν ο τρίτος έχει πραγματοποιήσει επί πολλά έτη επενδύσεις, προκειμένου να καταστήσει γνωστά στο κοινό τα προϊόντα ως προς τα οποία έχει λάβει από τον δικαιούχο του σήματος άδεια χρήσεως του σήματος αυτού;»

34.      Η διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Ιανουαρίου 2012.

35.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η MyP, ο D. Depuydt και η Gauquie (από κοινού), η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Επιτροπή.

36.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Ιανουαρίου 2013 παρατηρήσεις ανέπτυξαν οι διάδικοι της κύριας δίκης και η Επιτροπή.

IV – Εκτίμηση

 Α –      Παραδεκτό

37.      Ο D. Depuydt και η Gauquie προβάλλουν δύο επιχειρήματα προς αμφισβήτηση του παραδεκτού των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. Πρώτον, εφόσον η οδηγία έχει μεταφερθεί στην εσωτερική νομοθεσία, όλα τα ερμηνευτικά ζητήματα άπτονται του εθνικού δικαίου. Το ίδιο ισχύει και ως προς το ζήτημα αν είναι δυνατόν να επιβληθούν περιορισμοί στα δικαιώματα επί σημάτων από το εθνικό δίκαιο. Η Επιτροπή επίσης θεωρεί ότι η διαφορά μικρή σχέση έχει με τη νομοθεσία περί σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

38.      Δεύτερον, ο D. Depuydt και η Gauquie υποστηρίζουν ότι τα ερωτήματα δεν έχουν σχέση με την υπόθεση. Κατ’ αυτούς, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν σχετίζεται με το αν είναι δυνατόν να απορρέουν από την εθνική νομοθεσία περιορισμοί στα αποκλειστικά δικαιώματα του δικαιούχου του σήματος. Δεδομένου ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν ρητώς αποφανθεί ότι δεν υπήρξε παραχώρηση άδειας χρήσεως, ούτε το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει εφαρμογή (6). Επίσης, ο D. Depuydt και η Gauquie φρονούν ότι το πρώτο ερώτημα αφορά διάταξη μη σχετιζόμενη με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως.

39.      Τα επιχειρήματα αυτά δεν με πείθουν. Βεβαίως, κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις σχετικά μόνο με την ερμηνεία της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν επιτρέπεται να ερμηνεύει την εθνική νομοθεσία (7). Ωστόσο, το Cour de cassation ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την οδηγία και όχι τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας περί εφαρμογής της οδηγίας. Το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία μεταφέρθηκε στην εσωτερική νομοθεσία του κράτους μέλους δεν σημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν πρέπει πλέον να λαμβάνουν υπόψη τους την οδηγία. Αντιθέτως, υποχρεούνται να ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας (8).

40.      Όσον αφορά τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, αποτελεί πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι απόκειται καταρχήν στα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται της διαφοράς να εκτιμούν τη λυσιτέλεια των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο ερωτημάτων (9). Το Δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει διαφορετικά μόνον όταν προκύπτει «κατά τρόπο προφανή» (10) ότι η ερμηνεία του κανόνα της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει σχέση με την υπό κρίση υπόθεση.

41.      Όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε συναφθεί σύμβαση παραχωρήσεως άδειας χρήσεως μεταξύ των διαδίκων της υποθέσεως της κύριας δίκης. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεσμεύεται από την κρίση επί των πραγματικών περιστατικών, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας μάλλον δεν έχει σχέση με την επίλυση της υποθέσεως. Τούτου δοθέντος και προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο λυσιτελής απάντηση, τα ερωτήματα πρέπει να αναδιατυπωθούν, ώστε να μην υπάρχει αναφορά στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας (11).

 Επί της ουσίας

42.      Το αιτούν δικαστήριο παραθέτει ορισμένα περιστατικά σημαντικά για την υπό κρίση υπόθεση. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεσμεύεται από αυτά, καλόν είναι τους δοθεί ιδιαίτερη έμφαση. Καταρχάς, η MyP είναι δικαιούχος επίμαχων σημάτων, τα οποία είναι έγκυρα. Δεύτερον, αφότου η MyP καταχώρισε τα σήματα, η Gauquie και ο D. Depuydt τα χρησιμοποιούσαν με τη συγκατάθεση της MyP. Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι οι διάδικοι της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν είχαν συνάψει σύμβαση παραχωρήσεως άδειας χρήσεως. Τέταρτον, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Gauquie και ο D. Depuydt είναι επίσης δικαιούχοι των επίμαχων σημάτων. Το αιτούν δικαστήριο, μολονότι κάνει λόγο για «μορφή κοινωνίας δικαιώματος», εντούτοις δεν αναφέρει ότι η Gauquie και ο D. Depuydt είχαν καταχωρίσει τα σήματα ή ότι είχαν αποκτήσει δικαιώματα λόγω χρήσεως (12).

43.      Πλην της άδειας, όλα τα πραγματικά περιστατικά προσιδιάζουν, εκ πρώτης όψεως, σε μια συνήθη περίπτωση παραχωρήσεως άδειας, με όλες τις σχετικές συνέπειες, και συγκεκριμένα το γεγονός ότι η άδεια μπορεί να ανακληθεί. Το συμπέρασμα αυτό αναιρείται λόγω της ιδιαιτερότητας της περιπτώσεως: αρχικώς οι διάδικοι της κύριας δίκης είχαν την ίδια αξίωση επί των σημείων. Είχαν από κοινού δικαίωμα χρήσεως των σημάτων επί μακρόν. Ωστόσο, η MyP προέβη κάποια στιγμή σε καταχώριση των σημάτων, «εν κρυπτώ» όπως προβάλλεται, πλην όμως πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα σήματα δημοσιεύονται, οπότε είναι ευχερής ο έλεγχός τους. Το αίτημα περί ακυρώσεως των καταχωρίσεων, λόγω κακοπιστίας, απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμο.

44.      Το Cour d’appel, μολονότι διαπίστωσε τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, εντούτοις στήριξε το σκεπτικό του στην επί μακρόν κοινή χρήση του σήματος από τους διαδίκους της κύριας δίκης. Στο πλαίσιο αυτό, αποφάνθηκε, αφενός, ότι τα δικαιώματα επί του σήματος είναι περιορισμένα και απαγόρευσε, αφετέρου, στον δικαιούχο του σήματος να χρησιμοποιεί τα σημεία για ορισμένα αγαθά. Καλούμενο να αποφανθεί επί της κρίσεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο θέτει το ερώτημα αν και με ποιο τρόπο είναι δυνατόν να διατηρηθεί η από κοινού χρήση. Δεδομένου ότι πολλοί από αυτούς τους τρόπους προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, ένα σημαντικό ζήτημα που ανακύπτει είναι το αν και κατά πόσον η εθνική νομοθεσία μπορεί να περιορίσει το δίκαιο περί σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επισημαίνεται ότι οι εθνικοί κανόνες ερμηνεύονται από τα εθνικά δικαστήρια. Το Δικαστήριο οφείλει μόνο να προσδιορίσει τα όρια που θέτει η οδηγία στην εθνική νομοθεσία.

1.      Το πρώτο ερώτημα

45.      Με το πρώτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστούν τα όρια των αποκλειστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το σήμα σε περιπτώσεις όπως αυτή που εξετάζεται εν προκειμένω, δηλαδή σε περίπτωση από κοινού χρήσεως του σήματος επί μακρόν. Το αιτούν δικαστήριο υποδιαιρεί το ερώτημά του σε δύο υποερωτήματα.

 α)     Αντικείμενο του πρώτου υποερωτήματος

46.      Το πρώτο υποερώτημα είναι αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας απαγορεύει στον δικαιούχο καταχωρισμένου σήματος να προβάλει αποκλειστικά δικαιώματα έναντι τρίτου όσον αφορά αγαθά καλυπτόμενα από την καταχώριση, σε περίπτωση που ο δικαιούχος χρησιμοποιεί από κοινού το σήμα με τον τρίτο στο πλαίσιο «μιας μορφής κοινωνίας δικαιώματος» και ο τρίτος χρησιμοποιεί το σήμα κατόπιν «αμετάκλητης συγκαταθέσεως» του δικαιούχου.

47.      Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου καθίσταται σαφές ότι το εν λόγω δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν είναι δυνατόν, βάσει του δικαίου περί σημάτων, να απολέσει ο δικαιούχος καταχωρισμένου σήματος τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του έναντι τρίτου ο οποίος είχε επίσης επί μακρόν το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το σήμα από κοινού με τον δικαιούχο. Οι όροι «μορφή κοινωνίας δικαιώματος» και «αμετάκλητη συγκατάθεση» απαιτούν περαιτέρω αποσαφήνιση.

48.      Καταρχάς, θεωρώ ότι ο όρος «μορφή κοινωνίας δικαιώματος» καθίσταται σαφής στο πλαίσιο της αποφάσεως του Cour d’appel, την οποία παραθέτει το αιτούν δικαστήριο. Το εν λόγω δικαστήριο στήριξε το σκεπτικό του στην από κοινού χρήση του σήματος από τους διαδίκους της κύριας δίκης, δεχόμενο ότι η MyP παραδέχθηκε την ύπαρξη «μιας μορφής κοινωνίας δικαιώματος» και καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι η MyP έδωσε την «αμετάκλητη συγκατάθεσή» της όσον αφορά τη χρήση του σήματος. Δεν έκανε λόγο για καταχώριση των σημάτων από τον D. Depuydt και την Gauquie ή για κτήση δικαιωμάτων από αυτούς λόγω χρήσεως. Επομένως, ο όρος δεν χρησιμοποιείται υπό τη νομική αυτού έννοια. Αντιθέτως, αποτελεί διαπίστωση ως προς τα πραγματικά περιστατικά και αναφέρεται στο γεγονός της κοινής χρήσεως των σημάτων με τη συναίνεση του δικαιούχου.

49.      Ο όρος «αμετάκλητη συγκατάθεση», τον οποίο χρησιμοποιεί το αιτούν δικαστήριο –επίσης παραθέτοντας την απόφαση του Cour d’appel– αποτελεί πραγματική διαπίστωση όσον αφορά τη συμπεριφορά της MyP. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο D. Depuydt και η Gauquie υποστήριξαν ότι η διαπίστωση περί «αμετάκλητης συγκαταθέσεως» εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου. Η Επιτροπή δέχεται ότι η διαπίστωση περί αμετάκλητης συγκαταθέσεως αποτελεί διαπίστωση ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, η διαπίστωση ότι δόθηκε «αμετάκλητη συγκατάθεση» προϋποθέτει ότι ο δικαιούχος δύναται εκ του νόμου να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του. Το αν η συγκατάθεση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας μπορεί να δοθεί αμετάκλητα αποτελεί ζήτημα για την επίλυση του οποίου αρμόδιο είναι το Δικαστήριο.

50.      Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στο ερώτημα αυτό. Ενώ τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια να διαπιστώσουν τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως –εν προκειμένω αν η συγκατάθεση δόθηκε–, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τον νομικό διαχωρισμό στον οποίο προέβη το αιτούν δικαστήριο. Ομοίως, το εθνικό δικαστήριο καθορίζει το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα στοιχεία σχετικά με την ερμηνεία της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία είναι ενδεχομένως χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της κύριας δίκης, ανεξαρτήτως του αν το αιτούν δικαστήριο έχει ρητώς αναφερθεί στα στοιχεία αυτά (13).

51.      Στο πλαίσιο αυτό, με την απόφασή του επί της υποθέσεως Libertel, το Δικαστήριο, όταν του υποβλήθηκε ερώτημα σχετικά με τον διακριτικό χαρακτήρα σήματος που συνίστατο από ένα συγκεκριμένο χρώμα, αποφάνθηκε ότι είναι αρμόδιο να κρίνει αν το χρώμα αυτό καθαυτό μπορεί να συνιστά σήμα (14). Τούτο ισχύει και εν προκειμένω.

52.      Επομένως, το ζήτημα επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο είναι το αν, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, ο δικαιούχος καταχωρισμένου σήματος δύναται να δώσει αμετάκλητη συγκατάθεση όσον αφορά τη χρήση του σήματος αυτού, οπότε το αποκλειστικό δικαίωμα που απορρέει από το σήμα δεν θα μπορεί πλέον να προβάλλεται έναντι του τρίτου προς τον οποίο δόθηκε η συγκατάθεση και με τον οποίο ο δικαιούχος χρησιμοποιεί από κοινού το σήμα επί μακρόν, τόσο πριν όσο και μετά την καταχώριση του σήματος.

 β)      Ανάλυση του πρώτου υποερωτήματος

53.      Στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματος, το Δικαστήριο καλείται να αναλύσει τη φύση της «συγκαταθέσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας.

54.      Είναι αυτονόητο ότι το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού μόνον εάν ο όρος «συγκατάθεση» του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αποτελεί έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια για την ερμηνεία του.

55.      Κατά γενικό κανόνα, η ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η αρχή της ισότητας επιτάσσουν οι διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον δεν παραπέμπουν ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών, να ερμηνεύονται αυτοτελώς, με βάση τα συμφραζόμενα και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση (15).

56.      Βεβαίως, ο κανόνας αυτός αποδυναμώνεται όταν πρόκειται για οδηγίες οι οποίες δεν επιβάλλουν πλήρη εναρμόνιση σε συγκεκριμένο τομέα του δικαίου. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι, κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη αυτής, η οδηγία δεν επιβάλλει πλήρη εναρμόνιση των νομοθεσιών περί σημάτων των κρατών μελών, επιβάλλει εντούτοις την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του συγκεκριμένου τομέα του δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, κρίνεται απαραίτητο να παρέχεται στα καταχωρισμένα σήματα η ίδια προστασία, σύμφωνα με τη νομοθεσία όλων των κρατών μελών, προς διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα άρθρα 5 έως 7 της οδηγίας προβαίνουν σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων των σχετικών με τα παρεχόμενα από το σήμα δικαιώματα (16).

57.      Επομένως, ο όρος «συγκατάθεση» του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αποτελεί έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

58.      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί επί διαφόρων πτυχών του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας. Ωστόσο, η νομολογία δεν είναι διαφωτιστική όσον αφορά τη φύση της «συγκαταθέσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1.

59.      Ωστόσο, ιδιαίτερα χρήσιμο είναι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, καθώς και η σχετική νομολογία το Δικαστηρίου. Ο όρος «συγκατάθεση» απαντά πολλές φορές στην οδηγία: στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, σχετικά με το περιεχόμενο των αποκλειστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από τα σήματα, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, σχετικά με τα όρια των δικαιωμάτων αυτών, στο άρθρο 10, παράγραφος 3, σχετικά με τη χρήση του σήματος, και στο άρθρο 12, παράγραφος 2, στο πλαίσιο των λόγων εκπτώσεως. Η χρήση του όρου αυτού στην οδηγία δεν είναι ασυνήθης. Ο όρος «συγκατάθεση» χρησιμοποιείται σε αντίστοιχο πλαίσιο στον κανονισμό του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (17), καθώς και στη Συμφωνία TRIPs (18) και στη νομοθεσία των ΗΠΑ για το κοινοτικό σήμα (19).

60.      Το Δικαστήριο ερμήνευσε την έννοια της συγκαταθέσεως όσον αφορά τα όρια των δικαιωμάτων, δηλαδή στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Κατά τη διάταξη αυτή (20), ο δικαιούχος δεν μπορεί να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϊόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (στο εξής: ΕΟΧ) από τον ίδιο ή με τη συγκατάθεσή του.

61.      Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Zino Davidoff και Levi Strauss, οι δικαιούχοι των αντίστοιχων σημάτων είχαν διαθέσει τα προϊόντα τους στην αγορά εκτός του ΕΟΧ και εν συνεχεία τα προϊόντα αυτά εισήχθησαν στον ΕΟΧ από άλλο πρόσωπο. Στο Δικαστήριο υποβλήθηκε το ερώτημα αν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι ο δικαιούχος του σήματος έχει δώσει τη «συγκατάθεσή» του για τη διάθεση των προϊόντων αυτών στην αγορά εντός του ΕΟΧ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος «συγκατάθεση» πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα από το Δικαστήριο (21). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η συγκατάθεση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή ή να απορρέει από γεγονότα και περιστάσεις προγενέστερα, σύγχρονα ή μεταγενέστερα της διαθέσεως των προϊόντων στην αγορά εκτός του ΕΟΧ. Δεδομένων των σοβαρών συνεπειών της συγκαταθέσεως στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, ήτοι της αποσβέσεως του αποκλειστικού δικαιώματος του δικαιούχου να ελέγχει τη διάθεση των προϊόντων του στην αγορά εντός του ΕΟΧ, «η συγκατάθεση πρέπει να δηλώνεται με τρόπο που να εκφράζει με βεβαιότητα τη βούληση παραιτήσεως από το εν λόγω δικαίωμα» (22). Μολονότι η συγκατάθεση στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, αφορά τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά (23), ενώ στο πλαίσιο του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αφορά τη χρήση του σήματος (ή όμοιου σήματος, με συνέπεια την πρόκληση κινδύνου συγχύσεως) στις συναλλαγές, θεωρώ ότι οι κρίσεις το Δικαστηρίου σχετικά με τη φύση της συγκαταθέσεως ισχύουν και ως προς τη συγκατάθεση κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας.

62.      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι για τη συγκατάθεση απαιτείται (κατηγορηματική) έκφραση της βουλήσεως του δικαιούχου να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του. Αποτελεί δικαιοπραξία μεταξύ του δικαιούχου και του προσώπου στο οποίο δίδεται η συγκατάθεση.

63.      Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας σε συνδυασμό με το άρθρο 8 σχετικά με την παραχώρηση άδειας χρήσεως. Η άδεια χρήσεως είναι ο πλέον συνηθέστερος τρόπος παροχής συγκαταθέσεως για τη χρήση του σήματος στις συναλλαγές. Στην πραγματικότητα είναι σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, έχει δοθεί η συγκατάθεση όσον αφορά τη χρήση του σήματος, αλλά δεν έχει παραχωρηθεί (ρητώς ή εμμέσως) άδεια χρήσεως.

64.      Το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας επιβεβαιώνει περαιτέρω την ερμηνεία μου όσον αφορά τη φύση της συγκαταθέσεως. Κατά τη διάταξη αυτή, η χρήση του σήματος με τη συγκατάθεση του δικαιούχου συνιστά χρήση του σήματος, ικανή ώστε να πληρωθεί η σχετική προϋπόθεση περί χρήσεως (24). Ο συσχετισμός της χρήσεως που γίνεται από τρίτον με τον δικαιούχο δικαιολογείται μόνον εφόσον γίνει δεκτό ότι υπάρχει κάποιας μορφής αντιπροσώπευση, με τη συγκατάθεση του δικαιούχου. Η νομική αυτή κατασκευή προϋποθέτει την ύπαρξη δικαιοπραξίας μεταξύ του δικαιούχου και του τρίτου που χρησιμοποιεί το σήμα.

65.      Η διάκριση μεταξύ «ανοχής», κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, και «συγκαταθέσεως» είναι επίσης διαφωτιστική. Ενώ ο πρώτος όρος υπονοεί παθητικότητα, υπό την έννοια ότι ο δικαιούχος δεν εναντιώνεται στη χρήση του σήματος, ο δεύτερος προϋποθέτει δήλωση βουλήσεως περί παραιτήσεως από το δικαίωμα (25).

66.      Ως δικαιοπραξία μεταξύ δικαιούχου και χρήστη η συγκατάθεση υπόκειται στις γενικές αρχές που διέπουν τις δικαιοπραξίες. Οι κανόνες αυτοί είναι, ως επί το πλείστον, οι κανόνες που διέπουν την πλέον διαδεδομένη μορφή παροχής συγκαταθέσεως, δηλαδή την παραχώρηση άδειας χρήσεως. Επομένως, η συγκατάθεση μπορεί να δοθεί για ορισμένο ή απεριόριστο χρονικό διάστημα (26). Ωστόσο, η ανάκληση της συγκαταθέσεως πρέπει να γίνεται χωρίς να αναιρούνται οι νόμιμες προσδοκίες του χρήστη του σήματος, οπότε απαιτείται, π.χ., για την καταγγελία εύλογη προθεσμία και εύλογος λόγος. Η συγκατάθεση δεν μπορεί να είναι αμετάκλητη.

67.      Μολονότι η συγκατάθεση δεν μπορεί να είναι αμετάκλητη, εντούτοις δεν επιτρέπεται η άσκηση αποκλειστικού δικαιώματος που απορρέει από το σήμα έναντι προσώπου το οποίο, τόσο πριν όσο και μετά την καταχώριση του σήματος, είχε επίσης δικαίωμα χρήσεώς του.

68.      Ο δικαιούχος του σήματος δεν μπορεί να απαγορεύσει κάθε μορφή χρήσεως του σήματος. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, βάσει του σκοπού του δικαίου των σημάτων, ότι η χρήση του σήματος από τρίτο μπορεί να απαγορευθεί μόνον εφόσον η χρήση επηρεάζει ή ενδέχεται να επηρεάσει τη λειτουργία του σήματος (27).

69.      Η Πολωνία προέβαλε ότι η προγενέστερη από κοινού χρήση του σήματος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της MyP και της Gauquie, μπορεί να έχει ως συνέπεια να μην είναι πλέον δυνατόν να επηρεαστεί η λειτουργία του σήματος. Κατά την Πολωνία, σε περίπτωση που το σήμα αποτελεί αντικείμενο κοινής χρήσεως, κατά τρόπον ώστε οι καταναλωτές έχουν συνηθίσει την ιδέα ότι ορισμένα προϊόντα δεν παράγονται από τον δικαιούχο, αλλά από τρίτο, ο καταναλωτής έχει την προσδοκία ότι η χρήση αυτή θα συνεχιστεί. Επομένως, ενδέχεται να μην επηρεαστεί η κύρια λειτουργία του σήματος, που είναι η εγγύηση της προελεύσεως των προϊόντων για τους καταναλωτές.

70.      Θεωρώ ότι το επιχείρημα αυτό δεν είναι εν προκειμένω πειστικό. Η συνέχιση της χρήσεως του σήματος από τον D. Depuydt και την Gauquie μετά την ανάκληση της συγκαταθέσεως από τη MyP θα επηρέαζε την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, η οποία συνίσταται στην εγγύηση της προελεύσεως του προϊόντος.

71.      Στην απόφαση Budějovický Budvar παρατίθενται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η παρατεταμένη ταυτόχρονη χρήση του σήματος οδηγεί σε μια κατάσταση όπου η συνέχιση της χρήσεως δεν επηρεάζει πλέον τη λειτουργία του σήματος, η οποία συνίσταται στην εγγύηση της προελεύσεως των προϊόντων. Μολονότι στην υπόθεση εκείνη το ζήτημα αυτό είχε τεθεί στο πλαίσιο του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, αυτά ισχύουν και ως προς το άρθρο 5, παράγραφος 1 (28).

72.      Τα περιστατικά της υποθέσεως εκείνης ήταν όλως ιδιαίτερα. Η Anheuser-Busch και η Budvar, χωρίς να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, πωλούσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο μπύρα με το λεκτικό σημείο «Budweiser» επί τριάντα σχεδόν έτη πριν την καταχώριση των σημάτων. Το 2000 επιτράπηκε ταυτόχρονα σε αμφότερες να καταχωρίσουν από κοινού τα σήματα. Λόγω της ιδιαιτερότητας της υποθέσεως αυτής οι καταναλωτές γνώριζαν τις διαφορές μεταξύ των δύο μπυρών, παρά την κοινή ονομασία «Budweiser». Υπό τις περιστάσεις αυτές, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καλόπιστη ταυτόχρονη χρήση δύο πανομοιότυπων σημάτων δεν θίγει τη λειτουργία που συνίσταται στην εγγύηση της προελεύσεως των προϊόντων για τους καταναλωτές (29).

73.      Τα περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως διαφέρουν κατά πολύ από αυτά της Budějovický Budvar. Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο δεν έχει αναφέρει ότι οι καταναλωτές γνωρίζουν για την από κοινού χρήση των επίμαχων σημάτων από τις MyP και η Gauquie και ότι, ως εκ τούτου, ενδέχεται να μην επηρεαστεί η λειτουργία της εγγυήσεως της προελεύσεως, αν η χρήση αυτή συνεχιστεί.

74.      Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι στην υπόθεση Budějovický Budvar δύο μη σχετιζόμενες εταιρίες χρησιμοποιούσαν το ίδιο σήμα. Στην υπό κρίση υπόθεση, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, ο ένας από τους διαδίκους της κύριας δίκης χρησιμοποιεί έγκυρα εμπορικά σήματα με τη συγκατάθεση του δικαιούχου και επιθυμεί να συνεχίσει να τα χρησιμοποιεί ακόμη και μετά την ανάκληση της συγκαταθέσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η θέση ότι η λειτουργία του σήματος ενδέχεται να μην επηρεαστεί σε περίπτωση συνεχίσεως της κοινής χρήσεως στηρίζεται σε παρερμηνεία της λειτουργίας των σημάτων.

75.      Η κύρια λειτουργία του σήματος είναι να παρέχει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να προσδιορίζουν την προέλευση των προϊόντων (30). Στο πλαίσιο αυτό, η προέλευση του προϊόντος προσδιορίζεται σε σχέση με τον δικαιούχο του σήματος και όχι (οπωσδήποτε) με αυτόν που πράγματι τα κατασκευάζει. Στη σύγχρονη οικονομία πολλά προϊόντα κατασκευάζονται με παραχώρηση άδειας (ή με τη συγκατάθεση του δικαιούχου) από τρίτους και/ή με πολύπλοκες αλυσίδες παραγωγής. Συνήθως, οι καταναλωτές δεν γνωρίζουν τις σχετικές λεπτομέρειες. Μολονότι η μεταβολή του προσώπου του κατασκευαστή ενδέχεται να επηρεάσει την ποιότητα του προϊόντος, εντούτοις δεν προστατεύεται το συμφέρον του καταναλωτή όσον αφορά τη συνέχιση της συνεργασίας μεταξύ δικαιούχου του σήματος και κατασκευαστή. Την ευθύνη για την οργάνωση της χρήσεως του σήματος έχει ο δικαιούχος. Στο πλαίσιο της ευθύνης αυτής, ο δικαιούχος δύναται να ανακαλεί τις άδειες που έχει παραχωρήσει και να παραχωρεί νέες, καθώς και να αναδιοργανώνει τις διαδικασίες παραγωγής και πώλησης των προϊόντων του. Επομένως, η εγγύηση της προελεύσεως θίγεται αν ένας τρίτος εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το σήμα, μολονότι δεν διαθέτει πλέον τη συγκατάθεση του δικαιούχου.

 γ)      Ανάλυση του δεύτερου υποερωτήματος

76.      Με το δεύτερο υποερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ένας κανόνας της εθνικής νομοθεσίας, δυνάμει του οποίου απαγορεύεται η παράνομη ή καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων, μπορεί να έχει ως συνέπεια τη διά παντός απαγόρευση της ασκήσεως των αποκλειστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το σήμα όσον αφορά τα καλυπτόμενα από το σήμα αγαθά, ή αν ο κανόνας αυτός πρέπει να παρέχει διαφορετική προστασία.

77.      Ο D. Depuydt και η Gauquie επιχειρηματολογούν υπέρ της διά παντός απαγορεύσεως της ασκήσεως των αποκλειστικών δικαιωμάτων δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας. Αντιθέτως, η MyP είναι της γνώμης ότι οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας δεν επιτρέπεται να προβλέπουν μέτρα που συνεπάγονται διά παντός απαγόρευση της ασκήσεως των αποκλειστικών δικαιωμάτων. Η Επιτροπή και η Πολωνία επί της ουσίας συμφωνούν.

78.      Εν γένει, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη αυτής, η οδηγία δεν αποκλείει την εφαρμογή της νομοθεσίας των κρατών μελών, πέραν της σχετικής με τα σήματα, όπως είναι οι διατάξεις σχετικά με τον αθέμιτο ανταγωνισμό ή την αστική ευθύνη. Τούτο ισχύει, όπως ορθώς επισημαίνουν ο D. Depuydt και η Gauquie, και όσον αφορά τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύουν την παράνομη ή καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων (31).

79.      Ωστόσο, υπάρχουν όρια όσον αφορά την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας στο πλαίσιο αυτό. Η εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να αναιρεί την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνει από την πλήρη εναρμόνιση που επιβάλλει η οδηγία. Τούτο ισχύει τόσο για τη συμπεριφορά που θεωρείται παράνομη ή καταχρηστική όσο και για τις κυρώσεις που επιβάλλονται για τέτοια συμπεριφορά.

80.      Όσον αφορά τη συμπεριφορά που θεωρείται παράνομη, η εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να ορίζει ότι η άσκηση δικαιώματος που απορρέει από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εξ ορισμού παράνομη ή καταχρηστική. Δεδομένου ότι η οδηγία επιτρέπει την ανάκληση της συγκαταθέσεως, η ανάκληση και η άσκηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων έναντι του αποδέκτη της συγκαταθέσεως δεν μπορεί να θεωρούνται εξ ορισμού καταχρηστικές. Ωστόσο, η εθνική νομοθεσία μπορεί να προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση μη γνωστοποιήσεως ή εφόσον συντρέχουν άλλες παρόμοιες περιστάσεις.

81.      Όσον αφορά τις κυρώσεις, η διά παντός απαγόρευση της ασκήσεως αποκλειστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το σήμα όσον αφορά τα καλυπτόμενα από αυτό προϊόντα επίσης προσκρούει στους σκοπούς της οδηγίας.

82.      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι τα άρθρα 5 έως 7 της οδηγίας επιβάλλουν πλήρη εναρμόνιση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το σήμα. Η οδηγία προβλέπει πλείονες λόγους για την απόρριψη ή την ακύρωση της καταχωρίσεως σημάτων (άρθρα 3 και 4 της οδηγίας), περιορισμούς των δικαιωμάτων ή έκπτωση από αυτά (άρθρα 6 και 7 της οδηγίας), καθώς και τη δυνατότητα περιορισμού των δικαιωμάτων λόγω ανοχής (άρθρο 9 της οδηγίας) (32). Ουδείς προέβαλε ότι συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπει η οδηγία.

83.      Αν γίνει δεκτό ότι η εθνική νομοθεσία μπορεί να προβλέπει τη διά παντός απαγόρευση ασκήσεως αποκλειστικών δικαιωμάτων από τον δικαιούχο, όσον αφορά τα καλυπτόμενα από το σήμα προϊόντα, για λόγους μη προβλεπόμενους από την οδηγία, θα είναι δυνατή η αφαίρεση μέρους των δικαιωμάτων αυτών, με συνέπεια να μη μπορεί να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη από το άρθρο 5 της οδηγίας εναρμόνιση και να καθίστανται άνευ σημασίας οι προβλεπόμενες από την οδηγία προϋποθέσεις περιορισμού των δικαιωμάτων αυτών. Η συνέπεια αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

84.      Σε παρόμοιο συμπέρασμα κατέληξε ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs, εξετάζοντας εθνική νομοθεσία η οποία προέβλεπε πρόσθετη προστασία στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας περί σημάτων: «Αν κάθε κράτος μέλος ήταν ελεύθερο να παρέχει κατά το δοκούν συμπληρωματική προστασία, θα υπήρχε σε μεγάλο βαθμό ο κίνδυνος να καταστεί κενή περιεχομένου ολόκληρη η ρύθμιση του συστήματος του κοινοτικού σήματος και παράλληλα να ματαιωθεί ο ίδιος ο σκοπός της οδηγίας περί εναρμονίσεως, ο οποίος συνίσταται στην εξάλειψη των εμποδίων στο εμπόριο και των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, προς το συμφέρον της εσωτερικής αγοράς»(33). Τούτο ισχύει mutatis mutandis στην υπό κρίση περίπτωση.

85.      Επομένως, η εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να επιβάλλει στον δικαιούχο των αποκλειστικών δικαιωμάτων, σε περίπτωση παράνομης ή καταχρηστικής ασκήσεώς τους, μόνιμη απαγόρευση ασκήσεως των δικαιωμάτων αυτών όσον αφορά τα καλυπτόμενα από το σήμα προϊόντα.

86.      Τούτων δοθέντων, δεν απαγορεύεται η εθνική νομοθεσία να προβλέπει διαφορετικά μέτρα, συμβατά με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι η καταβολή αποζημιώσεως ή ακόμη και η επιβολή στο δικαιούχο του σήματος απαγορεύσεως ασκήσεως των αποκλειστικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή μπορεί να είναι μόνο προσωρινή, ώστε να μη θίγονται τα δικαιώματα του δικαιούχου του σήματος. Λόγω της πολυπλοκότητας των πραγματικών περιστατικών, του κινδύνου ατέρμονων ένδικων διαδικασιών και του ενδεχομένου καταβολής αποζημιώσεως, θα ήταν σκόπιμο οι διάδικοι της κύριας δίκης να διαπραγματευθούν τη σύναψη συμφωνίας παραχωρήσεως άδειας χρήσεως.

2.      Ανάλυση του δεύτερου ερωτήματος

87.      Με το δεύτερο ερώτημα, το οποίο έχει διαιρεθεί σε δύο υποερωτήματα, δυνάμενα πάντως να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να απαγορεύουν διά παντός στον δικαιούχο καταχωρισμένου σήματος να χρησιμοποιεί εκ νέου το σήμα μετά την εκ μέρους του ανάκληση της υποχρεώσεως που έχει αναλάβει έναντι τρίτου να μη χρησιμοποιεί το σήμα ως προς ορισμένα αγαθά. Η απαγόρευση αυτή μπορεί να στηριχθεί στην απαγόρευση του αθέμιτου ανταγωνισμού, με το σκεπτικό ότι ο δικαιούχος αντλεί αθέμιτο όφελος από τη διαφήμιση και τις επενδύσεις στις οποίες έχει προβεί ο τρίτος, καθώς και από τη σύγχυση των καταναλωτών. Ποια είναι τα μέτρα που μπορούν να λάβουν εναλλακτικώς τα εθνικά δικαστήρια;

88.      Ο D. Depuydt και η Gauquie υποστηρίζουν ότι η διά παντός απαγόρευση της χρήσεως του σήματος από τον δικαιούχο αποτελεί πρόσφορο μέτρο εξαλείψεως του αθέμιτου ανταγωνισμού. Η MyP, η Πολωνία και η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λάβουν διαφορετικά μέτρα.

89.      Υπενθυμίζεται εκ νέου η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, κατά την οποία η οδηγία δεν αποκλείει την εφαρμογή της νομοθεσίας των κρατών μελών, πέραν της σχετικής με τα σήματα, όπως είναι οι διατάξεις σχετικά με τον αθέμιτο ανταγωνισμό ή την αστική ευθύνη. Η εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να αναιρεί την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας ούτε να παρεκκλίνει από την πλήρη εναρμόνιση που επιβάλλεται από την οδηγία.

90.      Η οδηγία δεν προβλέπει εναρμόνιση των ρυθμίσεως σχετικά με τις υποχρεώσεις περί μη χρήσεως του σήματος, τις οποίες αναλαμβάνει ο δικαιούχος. Επίσης, η νομοθεσία περί σημάτων δεν προβλέπει εν γένει δικαίωμα του δικαιούχου να χρησιμοποιεί το σήμα (34). Τα δικαιώματα που απορρέουν από το σήμα έχουν καταρχήν αρνητικό περιεχόμενο, καθώς αποσκοπούν στον αποκλεισμό των τρίτων από την άσκησή τους.

91.      Ωστόσο, το προβλεπόμενο από την εθνική νομοθεσία μέτρο έρχεται σε σύγκρουση με την οδηγία. Στηρίζεται στο αθέμιτο όφελος που εικάζεται ότι αντλεί ο δικαιούχος από τις επενδύσεις που έχει πραγματοποιήσει ο τρίτος για τη διαφήμιση του σήματος, καθώς και στον κίνδυνο συγχύσεως του καταναλωτή, κίνδυνος που φέρεται να απορρέει από το γεγονός ότι το επίμαχο προϊόν παράγεται πλέον από άλλον. Αμφότερες οι συνέπειες αυτές προέρχονται ως επί το πλείστον από την ανάκληση της συγκαταθέσεως και την εκ νέου ρύθμιση της χρήσεως του σήματος. Ωστόσο, όπως προανέφερα, στο πλαίσιο του συστήματος του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, ο δικαιούχος μπορεί να ανακαλέσει τη συγκατάθεση που έχει δώσει σε τρίτο όσον αφορά τη χρήση του σήματος και να ρυθμίσει εκ νέου τη χρήση αυτή.

92.      Δεν απαγορεύεται, ωστόσο, η εθνική νομοθεσία να προβλέπει άλλα, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέτρα προστασίας του τρίτου.

V –    Πρόταση

93.      Εν όψει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα ως εξής:

–        Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, ο δικαιούχος καταχωρισμένου σήματος δεν μπορεί να παραχωρήσει αμετάκλητα τη συγκατάθεσή του για τη χρήση του σήματος. Μετά την ανάκληση της συγκαταθέσεως, το αποκλειστικό δικαίωμα που απορρέει από το καταχωρισμένο σήμα μπορεί να προβληθεί έναντι του αντισυμβαλλομένου που χρησιμοποιούσε το σήμα με τη συγκατάθεση του δικαιούχου, έστω και αν ο δικαιούχος και ο αντισυμβαλλόμενός του χρησιμοποιούσαν το σήμα από κοινού –έκαστος για διαφορετικά, καλυπτόμενα από το σήμα, αγαθά– επί μακρόν.

–        Δεν είναι δυνατόν, κατ’ εφαρμογήν διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με την παράνομη ή την καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων, να απαγορεύεται διά παντός στον δικαιούχο του σήματος να ασκεί τα δικαιώματά του όσον αφορά ορισμένα από τα αγαθά για τα οποία το σήμα έχει καταχωριστεί. Ωστόσο, η οδηγία 89/104 δεν απαγορεύει να προβλέπει η εθνική νομοθεσία διαφορετικά μέτρα προστασίας.

–        Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα εθνικά δικαστήρια δεν δύνανται να απαγορεύουν στον δικαιούχο καταχωρισμένου σήματος να χρησιμοποιεί εκ νέου το σήμα μετά την εκ μέρους του ανάκληση της υποχρεώσεως που έχει αναλάβει έναντι τρίτου να μη χρησιμοποιεί το σήμα ως προς ορισμένα αγαθά, προς αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού εκ μέρους του εν λόγω δικαιούχου, λόγω του οφέλους που αυτός αντλεί από τις επενδύσεις που έχει πραγματοποιήσει ο τρίτος για τη διαφήμιση του σήματος, καθώς και λόγω του κινδύνου συγχύσεως των καταναλωτών. Ωστόσο, η οδηγία δεν απαγορεύει να προβλέπει η εθνική νομοθεσία διαφορετικά μέτρα προστασίας.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2–      Πρώτη οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 40, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.


3–      ΕΕ L 299, σ. 25.


4–      Συμφωνία της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, σχετικά με τη διεθνή ταξινόμηση αγαθών και υπηρεσιών για τη διευκόλυνση της καταχώρησης σημάτων, όπως έχει τροποποιηθεί.


5 – O D. Depuydt και η Gauquie υποστηρίζουν ότι το σημείο «N» χρησιμοποιούνταν ήδη από τον P. Baquet και αποτελούσε μέρος του ενεργητικού της επιχειρήσεως που απέκτησαν.


6 – Η Επιτροπή επίσης επισημαίνει ότι ουδέποτε συνήφθη μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης συμφωνία παραχωρήσεως άδειας χρήσεως.


7 – Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1964, 24/64, Dingemans (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1227).


8–      Απόφαση της 10ης Απριλίου 1984, 14/83, Von Colson και Kamann (Συλλογή 1984, σ. 1891, σκέψη 26).


9–      Βλ. τις αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1978, 83/78, Jenkins (Συλλογή τόμος 1978, σ. 739, σκέψη 25), και της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-134/94, Esso Española SA κατά Comunidad Autónoma de Canarias (Συλλογή 1995, σ. 4223, σκέψη 9).


10–      Απόφαση της 16ης Ιουνίου 1981, 126/80, Salonia (Συλλογή 1981, σ. 1563, σκέψη 6).


11 – Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C-62/00, Marks & Spencer (Συλλογή 2002, σ. I‑6325, σκέψη 32).


12 – Όσον αφορά τα δικαιώματα αυτά, βλ. τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας και άρθρο 16.1, τρίτη περίοδος, της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (στο εξής: Συμφωνία TRIPs).


13–      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, C-321/03, Dyson (Συλλογή 2007, σ. I-687, σκέψη 24).


14 – Απόφαση της 6ης Μαΐου 2003, C-104/01 (Συλλογή 2003, σ. I-3793, σκέψη 22), και προπαρατεθείσα απόφαση Dyson (σκέψεις 24 έως 26).


15 – Αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro (Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 11), της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-287/98, Linster (Συλλογή 2000, σ. I-6917, σκέψη 43), και της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C-482/09, Budějovický Budvar (Συλλογή 2011, σ. Ι-8701, σκέψη 29).


16 – Αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1998, C-355/96, Silhouette International Schmied (Συλλογή 1998, σ. I-4799, σκέψη 25), της 20ής Νοεμβρίου 2001, C‑414/99 έως C‑416/99, Zino Davidoff και Levi Strauss (Συλλογή 2001, σ. I‑8691, σκέψη 39), της 23ης Απριλίου 2009, C-59/08, Copad (Συλλογή 2009, σ. I-3421, σκέψη 40), της 3ης Ιουνίου 2010, C-127/09, Coty Prestige Lancaster Group (Συλλογή 2010, σ. I‑4965, σκέψη 27), και προπαρατεθείσα απόφαση Budějovický Budvar (σκέψη 32).


17 – Όσον αφορά τα δικαιώματα από το σήμα, άρθρο 9, παράγραφος 1, όσον αφορά τα όρια των δικαιωμάτων, άρθρο 13, παράγραφος 1, όσον αφορά τη χρήση, άρθρο 15, παράγραφος 2, όσον αφορά την έκπτωση από το δικαίωμα, άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).


18 – Στο άρθρο 16.1 της Συμφωνίας TRIPs σχετικά με τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα στον δικαιούχο χρησιμοποιείται ο όρος σε πλαίσιο αντίστοιχο προς αυτό του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας.


19–      Βλ. Trademark Act of 1946 (Lanham Act), § 32, όπως έχει τροποποιηθεί, 15 U.S.C. § 1114, on remedies and innocent infringement by printers and publishers.


20 – Όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 65, παράγραφος 2, παράρτημα XVII της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, ΕΕ 1994, L 1, σ. 3.


21 – Προπαρατεθείσα απόφαση Zino Davidoff και Levi Strauss (σκέψη 43).


22 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Zino Davidoff και Levi Strauss (σκέψεις 45 και 47), Copad (σκέψη 42), και απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, C-324/08, Makro Zelfbedieningsgroothandel (Συλλογή 2009, σ. I‑10019, σκέψη 22).


23 – Κατά το Δικαστήριο, η συγκατάθεση πρέπει να αφορά καθένα από τα προϊόντα που διατίθεται στην αγορά. Απόφαση της 1ης Ιουλίου 1999, C-173/98, Sebago και Maison Dubois (Συλλογή 1999, σ. I‑4103, σκέψη 19), και προπαρατεθείσα απόφαση Coty Prestige Lancaster Group (σκέψη 31).


24 – Η αντίστοιχη διάταξη του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα εξετάστηκε με την απόφαση της 11ης Μαΐου 2006, C-416/04, Sunride κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2006, σ. I-4237).


25 – Προπαρατεθείσα απόφαση Budějovický Budvar (σκέψεις 43 και 44).


26 – Πανομοιότυπη θέση σχετικά με την παραχώρηση άδειας χρήσεως κοινοτικού σήματος διατυπώνουν ο Schennen, D., στο Eisenführ, G. και Schennen, D. (επιμέλεια), Gemeinschaftsmarkenverordnung, Carl Heymanns Verlag, 2η εκδ., 2007, άρθρο 22, σημείο 18.


27 – Αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2002, C-206/01, Arsenal Football Club (Συλλογή 2002, σ. I-10273, σκέψη 51), της 18ης Ιουνίου 2009, C‑487/07, L’Oréal κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑5185, σκέψη 58), της 23ης Μαρτίου 2010, C‑236/08 έως C‑238/08, Google France και Google (Συλλογή 2010, σ. I‑2417, σκέψη 76), της 25ης Μαρτίου 2010, C-278/08, BergSpechte (Συλλογή 2010, σ. I-2517, σκέψεις 29 έως 37), της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C-323/09, Interflora και Interflora British Unit (Συλλογή 2011, σ. Ι‑8625, σκέψη 37), και προπαρατεθείσα απόφαση Budějovický Budvar (σκέψη 71). Η νομολογία αυτή θεμελιώθηκε με την απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1999, C-63/97, BMW (Συλλογή 1999, σ. I-905, σκέψη 38).


28 – Απόφαση της 20ής Μαρτίου 2003, C-291/00, LTJ Diffusion (Συλλογή 2003, σ. I‑2799, σκέψεις 41 έως 43), και προπαρατεθείσα απόφαση Budějovický Budvar (σκέψεις 69 και 70).


29 – Προπαρατεθείσα απόφαση Budějovický Budvar (σκέψεις 63 έως 84).


30 – Προπαρατεθείσα απόφαση Budějovický Budvar (σκέψη 71).


31 – Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων. Αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, C‑367/96, Κεφαλάς κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I‑2843, σκέψη 20), και της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C‑255/02, Halifax κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑1609, σκέψεις 68 και 69).


32 – Ο D. Depuydt και η Gauquie μάλλον υποστηρίζουν ότι, βάσει της ενδέκατης αιτιολογικής σκέψεως, η ανοχή ανάγεται σε ευρύτερη γενική αρχή, η οποία υπερβαίνει τα όρια της διατάξεως της οδηγίας. Θα μπορούσαν έτσι να παρακαμφθούν οι προϋποθέσεις, π.χ., του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας.


33–      Προτάσεις στην υπόθεση C‑292/00, Davidoff, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003 (Συλλογή 2003, σ. Ι‑389, σημείο 63).


34 – Ωστόσο, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει προϋπόθεση περί χρήσεως. Επισημαίνεται, επίσης, ότι το άρθρο 20 της Συμφωνίας TRIPs δεν επιτρέπει να κωλύεται η χρήση του σήματος διά της επιβολής ειδικών απαιτήσεων.