Language of document : ECLI:EU:T:2017:633

Υπόθεση T-350/13

Jordi Nogues, SL

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού σήματος BADTORO ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προγενέστερα λεκτικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα TORO – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Κίνδυνος συγχύσεως – Ομοιότητα των σημείων – Ομοιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα)
της 20ής Σεπτεμβρίου 2017

1.      Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ορισμός και κτήση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες – Κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα – Εικονιστική σήμα BADTORO και λεκτικά σήματα και εικονιστικό σήμα TORO

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

2.      Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ορισμός και κτήση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες – Ομοιότητα των οικείων σημάτων – Κριτήρια εκτιμήσεως – Σύνθετο σήμα

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

3.      Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ορισμός και κτήση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες – Ομοιότητα των οικείων σημάτων – Οπτική ομοιότητα μεταξύ εικονιστικού και λεκτικού σήματος

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

4.      Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ορισμός και κτήση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες – Ομοιότητα των οικείων σημάτων – Κριτήρια εκτιμήσεως – Σύνθετο σήμα – Κοινό στοιχείο σε δύο σήματα το οποίο κατέχει αυτοτελή διακριτική θέση στο μεταγενέστερο σήμα

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, στοιχείο βʹ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 19-21, 68-70)

2.      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των συγκρουόμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που αυτά προκαλούν, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών αντιλαμβάνεται τα οικεία σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής προσλαμβάνει συνήθως ένα σήμα ως ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του.

Εξάλλου, κατά την εκτίμηση περί της ομοιότητας μεταξύ δύο σημάτων δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον ένα από τα συστατικά στοιχεία σύνθετου σήματος και να συγκρίνεται με άλλο σήμα. Αντιθέτως, κατά τη σύγκριση αυτή, τα συγκρουόμενα σήματα πρέπει να εξετάζονται το καθένα ως ενιαίο σύνολο, πράγμα που δεν αποκλείει, σε ορισμένες περιπτώσεις, το ενδεχόμενο να κυριαρχούν στη συνολική εντύπωση που δημιουργεί ένα σύνθετο σήμα στη μνήμη του ενδιαφερόμενου κοινού ένα ή περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία που το συναποτελούν. Το κυρίαρχο στοιχείο μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την εκτίμηση της ομοιότητας μόνο στην περίπτωση που όλα τα άλλα στοιχεία του σήματος είναι αμελητέα. Τούτο θα μπορεί να συμβεί ιδίως όταν αυτό το επιμέρους στοιχείο και μόνον μπορεί να κυριαρχεί στην εικόνα του σήματος την οποία συγκρατεί στη μνήμη του το ενδιαφερόμενο κοινό, οπότε όλα τα λοιπά στοιχεία που συναποτελούν το σήμα είναι αμελητέα στο πλαίσιο της συνολικής εντυπώσεως που δημιουργεί το εν λόγω σήμα.

(βλ. σκέψεις 23, 24)

3.      Μολονότι, όταν ένα σήμα αποτελείται από λεκτικά και εικονιστικά στοιχεία, τα λεκτικά στοιχεία έχουν, κατ’ αρχήν, εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα σε σχέση με τα εικονιστικά, διότι ο μέσος καταναλωτής αναφέρεται ευκολότερα στα επίμαχα προϊόντα παραθέτοντας το όνομα του σήματος παρά περιγράφοντας το εικονιστικό του στοιχείο, δεν συνάγεται εξ αυτού ότι τα λεκτικά στοιχεία ενός σήματος πρέπει πάντοτε να θεωρείται ότι έχουν εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα από τα εικονιστικά. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση σύνθετου σήματος, το εικονιστικό στοιχείο μπορεί να έχει θέση ισοδύναμη με το λεκτικό στοιχείο. Πρέπει συνεπώς να εξεταστούν οι εγγενείς ιδιότητες του εικονιστικού και του λεκτικού στοιχείου του επίμαχου σήματος καθώς και η αντίστοιχη θέση τους, προκειμένου να προσδιοριστεί το κυρίαρχο στοιχείο.

(βλ. σκέψη 29)

4.      Ακόμη και αν ένα κοινό στοιχείο στα συγκρουόμενα σημεία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κυριαρχεί στη συνολική εντύπωση, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της ομοιότητάς τους, στο μέτρο που το εν λόγω στοιχείο αυτό καθεαυτό αποτελεί το προγενέστερο σήμα και διατηρεί αυτοτελή διακριτική θέση στο σήμα που αποτελείται κυρίως από το στοιχείο αυτό και του οποίου ζητείται η καταχώριση. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση στην οποία κοινό στοιχείο διατηρεί αυτοτελή διακριτική θέση στο σύνθετο σημείο, η συνολική εντύπωση που δημιουργεί το εν λόγω σημείο μπορεί να οδηγήσει το κοινό να πιστέψει ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται, τουλάχιστον, από οικονομικώς συνδεόμενες επιχειρήσεις, οπότε η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως πρέπει να γίνει δεκτή.

Η εξέταση σχετικά με το αν κάποιο από τα στοιχεία σύνθετου σήματος κατέχει αυτοτελή διακριτική θέση ή όχι αποσκοπεί στον προσδιορισμό εκείνων από τα εν λόγω στοιχεία τα οποία θα αντιληφθεί το ενδιαφερόμενο κοινό.

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ένα στοιχείο σύνθετου σημείου δεν διατηρεί τέτοια αυτοτελή διακριτική θέση αν το στοιχείο αυτό συναποτελεί μαζί με το άλλο ή με τα άλλα στοιχεία του σημείου, θεωρούμενα ως σύνολο, ενότητα με σημασιολογικό περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο που έχουν τα εν λόγω στοιχεία εξεταζόμενα το καθένα χωριστά.

(βλ. σκέψεις 32-34)