Language of document : ECLI:EU:C:2024:221

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 7ης Μαρτίου 2024 (1)

Υπόθεση C63/23

Sagrario,

Joaquín,

Prudencio

κατά

Subdelegación del Gobierno en Barcelona

[αίτηση του Juzgado de lo Contencioso-Administrativo no 5 de Barcelona
(περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου αριθ. 5 της Βαρκελώνης, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Μεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφος 3 – Χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής σε περίπτωση “ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων” – Προϋποθέσεις – Άρθρο 17 – Εξατομικευμένη εξέταση – Δικαίωμα ακροάσεως των μελών της οικογένειας του συντηρούντος πριν από την έκδοση αποφάσεως περί μη ανανεώσεως της άδειας διαμονής τους – Ακρόαση ανηλίκων»






I.      Εισαγωγή

1.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 5 de Barcelona (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 5 της Βαρκελώνης, Ισπανία) υποβάλλει πλείονα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (2).

2.        Σύμφωνα με τη διάταξη αυτήν, ένα κράτος μέλος υποχρεούται να χορηγεί στους υπηκόους τρίτων χωρών, μέλη της οικογένειας ενός συντηρούντος (3), αυτόνομη άδεια διαμονής σε περίπτωση «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων». Το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με τη φύση των συνθηκών που χαρακτηρίζουν τέτοιες περιστάσεις και του ζητεί, επιπλέον, να διευκρινίσει τις διαδικαστικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω υπήκοοι δύνανται να αποδείξουν ότι συντρέχουν οι περιστάσεις αυτές στο πρόσωπό τους.

3.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, μιας μητέρας και των δύο ανήλικων τέκνων της, δικαιούχων άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, και, αφετέρου, της Subdelegación del Gobierno en Barcelona (Αντιπροσωπείας της Κυβερνήσεως στη Βαρκελώνη, Ισπανία). Η τελευταία αρνήθηκε να τους χορηγήσει «άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος δυνάμει οικογενειακής επανένωσης» και, ως εκ τούτου, να ανανεώσει την άδεια διαμονής τους, λόγω της άρνησης χορήγησης άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος στον πατέρα, τον συντηρούντα (4). Στο πλαίσιο της ένδικης προσφυγής που άσκησαν κατά της απόφασης αυτής, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ζήτησαν, ως εκ τούτου, τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86.

4.        Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν οι περιστάσεις που συντρέχουν ως προς τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ιδιαιτέρως δυσχερείς», κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου, για τον λόγο ότι αφορούν ανήλικα τέκνα ή ότι τα μέλη της οικογένειας χάνουν την άδεια διαμονής τους για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή τους.

5.        Στις παρούσες προτάσεις, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να αποδειχθεί η ύπαρξη «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων». Πράγματι, εκτιμώ ότι η προϋπόθεση αυτή απαιτεί να αποδεικνύεται ότι οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών πρέπει να αντιμετωπίζουν, λόγω οικογενειακών παραγόντων, περιστάσεις οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, είναι ιδιαίτερα σοβαρές ή επαχθείς ή οι οποίες τους περιάγουν σε κατάσταση έντονης αβεβαιότητας ή σε ευάλωτη θέση, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ως προς τα πρόσωπα αυτά πραγματική ανάγκη προστασίας που διασφαλίζεται με τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής. Εν προκειμένω, φρονώ ότι οι περιστάσεις στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο δεν έχουν τέτοια χαρακτηριστικά.

6.        Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις διαδικαστικές εγγυήσεις που διαθέτουν τα μέλη της οικογένειας και, ιδίως, τα ανήλικα τέκνα, πριν από την έκδοση απόφασης περί μη ανανέωσης της άδειας διαμονής τους, καθώς και τα μέσα που διαθέτουν για να αποδείξουν την ύπαρξη «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων» με σκοπό τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής.

7.        Συναφώς, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει, πριν από την έκδοση μιας τέτοιας απόφασης, να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης ανανέωσης της άδειας διαμονής, κατά την έννοια του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/86, κατά τη διάρκεια της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέλη της οικογένειας έχουν τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστές, λυσιτελώς και ουσιαστικώς, όλες τις πληροφορίες που θεωρούν κρίσιμες ως προς την κατάστασή τους. Θα προσθέσω επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν η αίτηση υποβάλλεται από ανήλικο τέκνο, εναπόκειται στα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να παράσχουν στο τέκνο αυτό πραγματική και αποτελεσματική δυνατότητα ακρόασης, ανάλογα με την ηλικία ή τον βαθμό ωριμότητάς του.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία 2003/86

8.        Η οδηγία 2003/86 καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης του οποίου απολαύουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος των κρατών μελών.

9.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 4, 6, 11 και 15 της οδηγίας αυτής έχουν ως εξής:

«(2)      Τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και σεβασμού της οικογενειακής ζωής που αναφέρεται σε πολλές πράξεις διεθνούς δικαίου. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το άρθρο 8 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών [(5)] και από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(6)].

[...]

(4)      Η οικογενειακή επανένωση αποτελεί απαραίτητο μέσο προκειμένου να καταστεί δυνατός ο οικογενειακός βίος. Συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικοπολιτιστικής σταθερότητας που διευκολύνει την ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών στα κράτη μέλη, γεγονός που επιτρέπει εξάλλου την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής που αποτελεί θεμελιώδη στόχο της [Ευρωπαϊκής Ένωσης], όπως αναφέρεται στη συνθήκη.

[...]

(6)      Για την προστασία της οικογένειας και τη δημιουργία ή διατήρηση οικογενειακού βίου, θα πρέπει να καθορισθούν τα υλικά κριτήρια για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης βάσει κοινών κριτηρίων.

[...]

(11)      Το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης θα πρέπει να ασκείται σε συμμόρφωση με τις αξίες και τις αρχές που αναγνωρίζουν τα κράτη μέλη, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών […].

[...]

(15)      Η ενσωμάτωση των μελών της οικογένειας θα πρέπει να προωθείται. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να τους χορηγείται καθεστώς ανεξάρτητο από εκείνο του συντηρούντος, σε περίπτωση διάλυσης του γάμου και σχέσης συμβίωσης, και πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση υπό τους ιδίους όρους με τον αιτούντα την επανένωση, κάτω από παρόμοιες συνθήκες.»

10.      Το άρθρο 13, παράγραφος 3, το οποίο περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Είσοδος και διαμονή των μελών της οικογένειας» κεφάλαιο VI της εν λόγω οδηγίας, ορίζει τα εξής:

«Η διάρκεια των αδειών διαμονής που χορηγούνται στο μέλος/στα μέλη της οικογένειας δεν υπερβαίνει κατ’ αρχήν την ημερομηνία λήξεως της ισχύος της άδειας διαμονής του συντηρούντος.»

11.      Στο εν λόγω κεφάλαιο, το άρθρο 15 της οδηγίας 2003/86 έχει ως εξής:

«1.      Το αργότερο έπειτα από πέντε έτη διαμονής και εφόσον στο μέλος της οικογένειας δεν έχει χορηγηθεί άδεια διαμονής για άλλους λόγους εκτός της οικογενειακής επανένωσης, ο/η σύζυγος ή ο εκτός γάμου σύντροφος και το τέκνο που έχει ενηλικιωθεί έχουν δικαίωμα να απαιτούν, κατόπιν αίτησης, εφόσον απαιτείται, αυτόνομη άδεια διαμονής, ανεξάρτητη από την άδεια του συντηρούντος.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν τη χορήγηση της άδειας διαμονής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στον/στη σύζυγο ή στον εκτός γάμου σύντροφο, σε περιπτώσεις ρήξης του οικογενειακού δεσμού.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να εκδίδουν αυτόνομη άδεια διαμονής στα ενήλικα τέκνα και στους εξ αίματος ανιόντες, στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2.

3.      Σε περίπτωση χηρείας, διαζυγίου, χωρισμού ή θανάτου εξ αίματος ανιόντων ή κατιόντων πρώτου βαθμού, μπορεί να χορηγείται αυτόνομη άδεια διαμονής, κατόπιν αίτησης, εφόσον απαιτείται, στα πρόσωπα που έχουν εισέλθει στο κράτος μέλος δυνάμει οικογενειακής επανένωσης. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες εξασφαλίζουν τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής σε περίπτωση ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων.

4.      Οι όροι της χορήγησης και της διάρκειας της αυτόνομης άδειας διαμονής θεσπίζονται από το εθνικό δίκαιο.»

12.      Στο κεφάλαιο VII της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Κυρώσεις και [μέσα ένδικης προστασίας]», το άρθρο 16, παράγραφος 3, ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να ανακαλούν ή να αρνούνται την ανανέωση της άδειας διαμονής μέλους της οικογένειας, εφόσον η διαμονή του συντηρούντος τερματισθεί και το μέλος της οικογένειας δεν διαθέτει ακόμη αυτόνομο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 15.»

13.      Το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο αυτό, ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη το χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, σε περίπτωση απόρριψης αίτησης, ανάκλησης ή άρνησης της ανανέωσης της άδειας διαμονής, ή σε περίπτωση λήψης μέτρου απομάκρυνσης εις βάρος του συντηρούντος ή μελών της οικογένειάς του.»

2.      Οι κατευθυντήριες γραμμές

14.      Η ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 3ης Απριλίου 2014, για οδηγίες όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86/EΚ σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (7), περιλαμβάνει το σημείο 5.3, με τίτλο «Πρόσβαση σε αυτόνομη άδεια διαμονής», η τρίτη παράγραφος του οποίου έχει ως εξής:

«Το άρθρο 15 παράγραφος 3 (δεύτερο εδάφιο) ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να χορηγούν αυτόνομη άδεια διαμονής σε περίπτωση ιδιαίτερα δυσχερών συνθηκών σε όλα μέλη της οικογένειας που έχουν εισέλθει στο κράτος μέλος δυνάμει οικογενειακής επανένωσης. Τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν σχετικές διατάξεις στην εθνική τους νομοθεσία. Οι ιδιαίτερα δυσχερείς συνθήκες πρέπει να έχουν προκληθεί από την οικογενειακή κατάσταση ή τη ρήξη, και να μην οφείλονται σε άλλες αιτίες. Παραδείγματα ιδιαιτέρως δυσχερών συνθηκών μπορεί να είναι, για παράδειγμα, περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών και των παιδιών, ορισμένες περιπτώσεις καταναγκαστικών γάμων, κίνδυνος ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων ή περιπτώσεις όπου το πρόσωπο θα περιέλθει σε ιδιαίτερα δύσκολη οικογενειακή κατάσταση εάν εξαναγκαστεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.»

Β.      Το ισπανικό δίκαιο

15.      Το άρθρο 19 του Ley Orgánica 4/2000 sobre derechos y libertades de los extranjeros en España y su integración social (οργανικού νόμου 4/2000 σχετικά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των αλλοδαπών στην Ισπανία και την κοινωνική τους ενσωμάτωση) (8), της 11ης Ιανουαρίου 2000, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«1.      Η άδεια διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης που χορηγείται στον/στη σύζυγο και στα τέκνα που επανενώθηκαν με τον συντηρούντα όταν φθάνουν σε ηλικία εργασίας τούς παρέχει το δικαίωμα να εργαστούν χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω διοικητικές ενέργειες.

2.      Ο/η σύζυγος που απολαύει του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης μπορεί να λάβει ανεξάρτητη άδεια διαμονής, εφόσον διαθέτει επαρκή οικονομικά μέσα για να συντηρεί τον εαυτό του/της.

Σε περίπτωση που η σύζυγος που απολαύει του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης είναι θύμα έμφυλης βίας, μπορεί να λάβει την ανεξάρτητη άδεια διαμονής και εργασίας, χωρίς να απαιτείται να πληρούται η προηγούμενη προϋπόθεση, εφόσον έχει εκδοθεί υπέρ της διάταξη περί προστασίας ή, ελλείψει τέτοιας διάταξης, έκθεση της Ministerio Fiscal [εισαγγελικής αρχής, Ισπανία] στην οποία να αναφέρεται η ύπαρξη ενδείξεων έμφυλης βίας.

3.      Τα τέκνα που απολαύουν του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης μπορούν να λάβουν ανεξάρτητη άδεια διαμονής όταν ενηλικιώνονται και εφόσον διαθέτουν επαρκή οικονομικά μέσα για να συντηρούν τον εαυτό τους.

4.      Η μορφή και το ύψος των οικονομικών μέσων που κρίνονται επαρκή για να μπορέσουν τα μέλη της επανενωθείσας οικογένειας να αποκτήσουν ανεξάρτητη άδεια διαμονής καθορίζονται με κανονιστική πράξη.

5.      Σε περίπτωση θανάτου του συντηρούντος, τα μέλη της επανενωθείσας οικογένειας μπορούν να λάβουν ανεξάρτητη άδεια διαμονής υπό όρους που θα καθοριστούν.»

16.      Το άρθρο 59 του Real Decreto 557/2011 por el que se aprueba el Reglamento de la Ley Orgánica 4/2000, sobre derechos y libertades de los extranjeros en España y su integración social, tras su reforma por Ley Orgánica 2/2009 (βασιλικού διατάγματος 557/2011 περί εγκρίσεως του κανονισμού του οργανικού νόμου 4/2000, σχετικά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των αλλοδαπών στην Ισπανία και την κοινωνική τους ενσωμάτωση, όπως τροποποιήθηκε με τον οργανικό νόμο 2/2009) (9), της 20ής Απριλίου 2011, με τίτλο «Διαμονή των μελών της επανενωθείσας οικογένειας ανεξάρτητα από τη διαμονή του συντηρούντος», προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο/η σύζυγος ή ο/η σύντροφος που απολαύει του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης μπορεί να λάβει ανεξάρτητη άδεια διαμονής και εργασίας εάν πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις και εφόσον δεν έχει οφειλές προς τις φορολογικές αρχές ή τις αρχές κοινωνικής ασφάλισης:

a)      διαθέτει επαρκή οικονομικά μέσα ώστε να του χορηγηθεί προσωρινή άδεια διαμονής χωρίς να ασκεί οικονομική δραστηριότητα·

b)      έχει μία ή περισσότερες συμβάσεις εργασίας, από τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, οι οποίες προβλέπουν αμοιβή που δεν είναι χαμηλότερη από τον κατώτατο μηνιαίο διεπαγγελματικό μισθό σε σχέση με τη νόμιμη ημέρα εργασίας ή από τον μισθό που προκύπτει από την εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας·

c)      πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση ανεξάρτητης προσωρινής άδειας διαμονής και εργασίας.

[...]

2.      Επιπλέον, ο/η σύζυγος ή ο/η σύντροφος μπορεί να λάβει ανεξάρτητη άδεια διαμονής και εργασίας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

a)      Όταν η έγγαμη σχέση η οποία αποτέλεσε τη βάση για τη διαμονή λύεται, λόγω νόμιμου χωρισμού, διαζυγίου ή ακύρωσης της καταχώρισης ή διακοπής της συμβίωσης του ζευγαριού, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδειχθεί η συμβίωση στην Ισπανία με τον συντηρούντα/τη συντηρούσα σύζυγο ή σύντροφο για τουλάχιστον δύο έτη.

b)      Όταν είναι θύμα έμφυλης βίας, από τη στιγμή που έχει εκδοθεί υπέρ του εν λόγω προσώπου δικαστική διάταξη περί προστασίας ή, ελλείψει τέτοιας διάταξης, εφόσον υπάρχει έκθεση της εισαγγελικής αρχής στην οποία αναφέρεται η ύπαρξη ενδείξεων έμφυλης βίας. Η περίπτωση αυτή εφαρμόζεται επίσης όταν ο/η σύζυγος ή ο/η σύντροφος υπήρξε θύμα αξιόποινης πράξης λόγω βίαιης συμπεριφοράς εντός της οικογένειας, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει δικαστική διάταξη περί προστασίας υπέρ του θύματος ή, ελλείψει τέτοιας διάταξης, έκθεση της εισαγγελικής αρχής από την οποία προκύπτει η ύπαρξη βίαιης συμπεριφοράς εντός της οικογένειας.

Η εξέταση των αιτήσεων που υποβάλλονται δυνάμει της παραγράφου αυτής διενεργείται κατά προτεραιότητα και η διάρκεια της ανεξάρτητης άδειας διαμονής και εργασίας είναι πενταετής.

c)      Σε περίπτωση θανάτου του συντηρούντος.

3.      Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, όταν, εκτός από τον/τη σύζυγο ή τον/τη σύντροφο, και άλλα μέλη της οικογένειας ήταν δικαιούχοι οικογενειακής επανένωσης, τα τελευταία διατηρούν τη χορηγηθείσα άδεια διαμονής και εξαρτώνται, για τους σκοπούς της ανανέωσης της άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, από το μέλος της οικογένειας με το οποίο συμβιούν.

4.      Τα τέκνα και οι ανήλικοι των οποίων νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο συντηρών λαμβάνουν ανεξάρτητη άδεια διαμονής όταν ενηλικιώνονται και μπορούν να αποδείξουν ότι εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή εφόσον έχουν ενηλικιωθεί και έχουν διαμείνει στην Ισπανία για πέντε έτη.

[...]»

17.      Το άρθρο 61 του βασιλικού διατάγματος 557/2011, με τίτλο «Ανανέωση των αδειών διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης», ορίζει στην παράγραφο 3:

«Για την ανανέωση άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      Όσον αφορά τον δικαιούχο οικογενειακής επανένωσης:

1)      πρέπει να είναι κάτοχος άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης εν ισχύ ή να βρίσκεται εντός περιόδου ενενήντα ημερολογιακών ημερών από τη λήξη της άδειας αυτής·

2)      ο οικογενειακός ή συγγενικός δεσμός ή η ύπαρξη της εν τοις πράγμασι ένωσης βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια ανανέωσης πρέπει να διατηρούνται·

[...]

b)      Όσον αφορά τον συντηρούντα:

1)      πρέπει να είναι κάτοχος άδειας διαμονής εν ισχύ ή να βρίσκεται εντός περιόδου ενενήντα ημερολογιακών ημερών από τη λήξη της άδειας·

[...]».

18.      Η παράγραφος 4 της πρώτης πρόσθετης διάταξης του βασιλικού διατάγματος 557/2011 ορίζει τα εξής:

«Κατόπιν προτάσεως του επικεφαλής της Secretaría de Estado de Inmigración y Emigración [Γενικής Γραμματείας Μετανάστευσης, Ισπανία], έχοντας υπόψη την έκθεση του επικεφαλής της Secretaría de Estado de Seguridad [Γενικής Γραμματείας Ασφαλείας, Ισπανία] και, κατά περίπτωση, των επικεφαλής των Subsecretarías de Asuntos Exteriores y de Cooperación y de Política Territorial y Administración Pública [Διευθύνσεων Εξωτερικών Υποθέσεων, Συνεργασίας και Εδαφικής Πολιτικής και Δημόσιας Διοίκησης, Ισπανία], το Consejo de Ministros [Υπουργικό Συμβούλιο, Ισπανία] δύναται, όταν αυτό δικαιολογείται από περιστάσεις οικονομικής, κοινωνικής ή επαγγελματικής φύσης και σε μη ρυθμιζόμενες περιπτώσεις ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, μετά από ενημέρωση και διαβούλευση με την Comisiónal Laboral Tripartita de Inmigración [Τριμερή Επιτροπή Εργασίας για τη Μετανάστευση, Ισπανία], να εκδίδει οδηγίες για τη χορήγηση προσωρινών αδειών διαμονής ή/και εργασίας, οι οποίες μπορούν να συνδέονται με ορισμένη περίοδο, εργασία ή τόπο σύμφωνα με τους όρους των οδηγιών [αυτών], ή αδειών διαμονής [...] Ομοίως, ο επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας Μετανάστευσης, κατόπιν εκθέσεως του επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας Ασφαλείας, μπορεί να χορηγεί ατομικές προσωρινές άδειες διαμονής σε περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων που δεν προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19.      Οι τρεις προσφεύγοντες της κύριας δίκης, μια μητέρα και τα δύο ανήλικα τέκνα της, ήταν κάτοχοι άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, ενώ ο συντηρών ήταν ο σύζυγός της και πατέρας των δύο τέκνων.

20.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στις 22 Απριλίου 2021, τα τέσσερα μέλη της οικογένειας υπέβαλαν αίτηση για «άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος για λόγους οικογενειακής επανένωσης».

21.      Με απόφαση της 27ης Μαΐου 2021, η αρμόδια εθνική αρχή απέρριψε την αίτηση του συντηρούντος διότι ο τελευταίος δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο.

22.      Στη συνέχεια, με απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, η αρχή αυτή απέρριψε τις αιτήσεις που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης βάσει του άρθρου 61 του βασιλικού διατάγματος 557/2011. Όπως προκύπτει από τον τίτλο του, το άρθρο αυτό καθορίζει τις προϋποθέσεις ως προς την ανανέωση των αδειών διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης. Στο μέτρο που ο συντηρών δεν ήταν πλέον κάτοχος άδειας εργασίας και/ή διαμονής, η αίτησή τους δεν πληρούσε την απαίτηση του άρθρου 61, παράγραφος 3, στοιχείο b, σημείο 1, του βασιλικού αυτού διατάγματος.

23.      Επιληφθέν προσφυγής που άσκησαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης με αίτημα την ακύρωση της απόφασης αυτής, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε χωρίς η αρμόδια εθνική αρχή να αξιολογήσει, σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, τον χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών των ενδιαφερομένων προσώπων, τη διάρκεια διαμονής τους και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα στην οποία διαμένουν και με τη χώρα καταγωγής τους.

24.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86 δεν προσδιορίζει τις περιπτώσεις «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων» που δικαιολογούν τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής στα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η έννοια αυτή καλύπτει την κατάσταση που προκύπτει από την απώλεια της άδειας διαμονής των επανενωθέντων μελών της οικογένειας για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή τους, ιδίως στην περίπτωση των ανήλικων τέκνων και των προσώπων που υφίστανται διαρθρωτικές διακρίσεις στη χώρα καταγωγής τους, όπως στην περίπτωση των γυναικών που προέρχονται από ορισμένες τρίτες χώρες όπου το γυναικείο φύλο μένει απροστάτευτο.

25.      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι το άρθρο 59 του βασιλικού διατάγματος 557/2011, παρά τον επιτακτικό χαρακτήρα της διατύπωσης του άρθρου 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86, δεν αναφέρει τις περιπτώσεις «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων» που μνημονεύονται στην τελευταία αυτή διάταξη. Επιπλέον, μολονότι η παράγραφος 4 της πρώτης πρόσθετης διάταξης του εν λόγω βασιλικού διατάγματος προβλέπει τη χορήγηση αδειών διαμονής σε εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν προβλέπονται στη νομοθεσία, η διάταξη αυτή δεν φαίνεται να συνάδει με την οδηγία 2003/86. Πράγματι, μια τέτοια άδεια διαμονής χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια, σύμφωνα με μια ευρεία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, πράγμα που δεν εμποδίζει την αυτόματη λήψη αποφάσεων επί των αδειών διαμονής, ενώ η σχετική αρμοδιότητα ανατίθεται όχι στην αποκεντρωμένη διοίκηση του κράτους, αλλά στην κεντρική δημόσια διοίκηση.

26.      Αφετέρου, η ισπανική νομοθεσία δεν προβλέπει καμία διαδικασία κατά την οποία να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα επίκλησης προσωπικών συνθηκών και κατά την οποία να παρέχεται ταυτόχρονα στους ανηλίκους δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, με αποτέλεσμα οι αρμόδιες εθνικές αρχές να αποφαίνονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσωπική κατάσταση των επανενωθέντων μελών της οικογένειας. Τα τελευταία περιέρχονται, επομένως, αμέσως σε κατάσταση παράνομης διαμονής. Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι εν λόγω αρχές οφείλουν, πριν εκδώσουν απόφαση περί οικογενειακής επανένωσης, να εκτιμήσουν όλες τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, αποκλειόμενης οποιασδήποτε αυτόματης απόφασης.

27.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 5 de Barcelona (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 5 της Βαρκελώνης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει στην έννοια των “ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων” των άρθρων 15, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, και 17 της οδηγίας [2003/86] να περιλαμβάνονται αυτοδικαίως όλες οι περιστάσεις που αφορούν ανήλικο και/ή που είναι ανάλογες προς τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο 15;

2)      Συνάδει προς τα άρθρα 15, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, και 17 της οδηγίας [2003/86] εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής που να διασφαλίζει ότι τα επανενωθέντα μέλη της οικογένειας δεν θα περιέλθουν σε κατάσταση παράνομης διαμονής σε περίπτωση συνδρομής τέτοιων ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων;

3)      Έχουν τα άρθρα 15, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, και 17 της οδηγίας [2003/86] την έννοια ότι υφίσταται δικαίωμα αυτόνομης άδειας διαμονής σε περίπτωση κατά την οποία η επανενωθείσα οικογένεια παύσει να έχει άδεια διαμονής για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή της;

4)      Συνάδει προς τα άρθρα 15, παράγραφος 3, και 17 της οδηγίας [2003/86] εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει ως απαραίτητη και υποχρεωτική, πριν από την άρνηση ανανέωσης της άδειας διαμονής των επανενωθέντων μελών της οικογένειας, την εκτίμηση των περιστάσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 17 της οδηγίας [αυτής];

5)      Συνάδει προς τα άρθρα 15, παράγραφος 3, και 17 της οδηγίας [2003/86] καθώς και προς τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 8, παράγραφοι 1 και 2, της [ΕΣΔΑ] και προς τα άρθρα 7, 24 και 47 και το άρθρο 33, παράγραφος 1, του [Χάρτη] εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει, ως στάδιο που προηγείται της άρνησης χορήγησης ή ανανέωσης της άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, ειδική διαδικασία ακροάσεως των ανηλίκων στην περίπτωση κατά την οποία δεν χορηγήθηκε στον συντηρούντα άδεια διαμονής ή δεν ανανεώθηκε η άδεια διαμονής του;

6)      Συνάδει προς τα άρθρα 15, παράγραφος 3, και 17 της οδηγίας [2003/86] καθώς και προς τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 8, παράγραφοι 1 και 2, της [ΕΣΔΑ] και προς τα άρθρα 7, 24 και 47 και το άρθρο 33, παράγραφος 1, του [Χάρτη] εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει, ως στάδιο που προηγείται της άρνησης χορήγησης ή ανανέωσης της άδειας διαμονής του συζύγου για λόγους οικογενειακής επανένωσης, στην περίπτωση κατά την οποία δεν χορηγήθηκε στον συντηρούντα άδεια διαμονής ή δεν ανανεώθηκε η άδεια διαμονής του, διαδικασία στην οποία ο ενδιαφερόμενος να μπορεί να επικαλεστεί τις περιστάσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 17 της οδηγίας, προκειμένου να ζητήσει να του παρασχεθεί η δυνατότητα συνέχισης της διαμονής του άνευ διακοπής σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς διαμονής του;»

28.      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Ιανουαρίου 2024, κατά τη διάρκεια της οποίας απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο για προφορική απάντηση.

IV.    Ανάλυση

29.      Το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86, δυνάμει του οποίου τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν στους υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν εισέλθει σε κράτος μέλος δυνάμει οικογενειακής επανένωσης αυτόνομη άδεια διαμονής σε περίπτωση «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων», και, ειδικότερα, το περιεχόμενο της έννοιας αυτής.

30.      Αντιθέτως, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τις διαδικαστικές εγγυήσεις που εφαρμόζονται κατά την έκδοση απόφασης περί μη ανανέωσης της άδειας διαμονής των μελών της οικογενείας του συντηρούντος. Μολονότι το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει συναφώς στο άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86, η διάταξη αυτή δεν αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί την ανανέωση της άδειας διαμονής των τελευταίων, η οποία ρυθμίζεται από το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να εξετάσει τα εν λόγω ερωτήματα υπό το πρίσμα του τελευταίου αυτού άρθρου.

Α.      Οι προϋποθέσεις χορηγήσεως αυτόνομης άδειας διαμονής βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86 (πρώτο, δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

31.      Με το πρώτο και το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι η ύπαρξη «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων» μπορεί αυτοδικαίως να διαπιστωθεί όταν οι περιστάσεις αφορούν ανήλικο τέκνο ή όταν το μέλος της οικογένειας χάνει την άδεια διαμονής του για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του.

32.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επιπλέον, αν η διάταξη αυτή αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία δεν προβλέπει τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής στα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος όταν συντρέχουν ως προς τα τελευταία περιστάσεις που είναι όχι μόνον ιδιαιτέρως δυσχερείς λόγω της παρουσίας ανήλικων τέκνων, αλλά επίσης τα περιάγουν σε καθεστώς παράνομης διαμονής λόγω της άρνησης ανανέωσης της άδειας διαμονής τους.

33.      Στο μέτρο που τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατέδειξαν την ανάγκη παροχής διευκρινίσεων συναφώς, θα διατυπώσω μια προκαταρκτική παρατήρηση σχετικά με τη φύση του δικαιώματος διαμονής που παρέχεται στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι εισήλθαν σε κράτος μέλος δυνάμει οικογενειακής επανένωσης, βάσει της οδηγίας 2003/86, πριν προχωρήσω στην ερμηνεία των όρων του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας αυτής.

1.      Προκαταρκτική παρατήρηση

34.      Από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 6 της οδηγίας 2003/86 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή έχει ως γενικό σκοπό να διευκολύνει την ενσωμάτωση στα κράτη μέλη των υπηκόων τρίτων χωρών, διασφαλίζοντας την προστασία της οικογένειας και, ιδίως, καθιστώντας δυνατό τον οικογενειακό βίο μέσω της οικογενειακής επανένωσης (10). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όπως συνάγεται από τον σκοπό αυτόν καθώς και από την ανάγνωση ολόκληρης της οδηγίας, ιδίως δε του άρθρου 13, παράγραφος 3, και του άρθρου 16, παράγραφος 3, εφόσον τα μέλη της οικογένειας δεν έχουν αποκτήσει αυτοτελές δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας, το δικαίωμα διαμονής τους είναι παράγωγο σε σχέση με αυτό του συντηρούντος και αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ενσωμάτωσής του (11).

35.      Μια περίπτωση όπως η επίμαχη, κατά την οποία μια μητέρα και τα τέκνα της, που εισήλθαν σε κράτος μέλος δυνάμει οικογενειακής επανένωσης, δεν μπορούν να ανανεώσουν την άδεια διαμονής τους επειδή έχει λήξει η άδεια διαμονής του πατέρα, αποτελεί συνήθη κατάσταση στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης, σε αντίθεση με τις «ιδιαιτέρως δυσχερείς περιστάσεις» στις οποίες αναφέρεται ο νομοθέτης της Ένωσης στο άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86.

36.      Όπως ορθώς επεσήμανε η Ισπανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρουσία ανήλικων τέκνων αποτελεί συνήθη και φυσιολογική περίσταση στο πλαίσιο οικογενειακής επανένωσης υπηκόων τρίτων χωρών. Αν γινόταν δεκτό ότι η κατάσταση αυτή μπορεί, αφ’ εαυτής, να εμπίπτει στις «ιδιαιτέρως δυσχερείς περιστάσεις», κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου, τούτο θα ήταν αντίθετο προς τους προαναφερθέντες σκοπούς της οδηγίας, δεδομένου ότι τα ανήλικα τέκνα θα είχαν αυτόνομο δικαίωμα διαμονής και θα είχαν τη δυνατότητα, ως εκ τούτου, να παραμείνουν στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, ενώ ο γονέας τους θα υποχρεούνταν ενδεχομένως να το εγκαταλείψει.

37.      Εξάλλου, το γεγονός ότι τα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος χάνουν την άδεια διαμονής τους για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή τους είναι σύμφυτο με τον παράγωγο χαρακτήρα του δικαιώματος διαμονής τους. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Y. Z. κ.λπ. (Απάτη στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης), στην οποία τα μέλη της οικογένειας συντηρούντος απώλεσαν την άδεια διαμονής τους διότι ο τελευταίος είχε διαπράξει απάτη την οποία δεν γνώριζαν, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η απάτη αυτή έχει επιπτώσεις στη διαδικασία οικογενειακής επανένωσης και, ειδικότερα, επηρεάζει τις χορηγηθείσες στα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος άδειες διαμονής, ακόμη και αν αυτά δεν είχαν γνώση της διαπραχθείσας απάτης, συνάδει, λόγω «του σημαντικού ρόλου του συντηρούντος στο σύστημα που καθιερώνει η οδηγία 2003/86», με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία αυτή και με τη λογική που τη διέπει (12). Οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν σε περίπτωση όπως η επίμαχη, στην οποία τα μέλη της οικογένειας που έχουν εισέλθει σε κράτος μέλος δυνάμει οικογενειακής επανένωσης δεν μπορούν να ανανεώσουν την άδεια διαμονής τους επειδή ο συντηρών απώλεσε την άδεια διαμονής του λόγω διάπραξης ποινικού αδικήματος.

38.      Στο σημείο αυτό πρέπει να εξεταστεί σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να πληρούται η προϋπόθεση της υπάρξεως «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων», που τίθεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας.

2.      Το περιεχόμενο της έννοιας των «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων», κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86

39.      Σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86 συνιστά διάταξη αναγκαστικού δικαίου. Στο πλαίσιο της διάταξης αυτής, η ύπαρξη «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων» όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν εισέλθει σε κράτος μέλος δυνάμει οικογενειακής επανένωσης είναι η μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση που απαιτείται για τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής. Ωστόσο, ούτε το άρθρο αυτό ούτε κάποια άλλη διάταξη της οδηγίας περιέχουν ορισμό της έννοιας των «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων» ή περιγράφουν τέτοιες περιστάσεις, σε αντίθεση με το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ (13), το οποίο αναφέρεται ρητώς στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι θύματα οικογενειακής βίας. Επομένως, το Δικαστήριο, στη νομολογία του, παρέπεμψε στην ερμηνεία που υιοθέτησε η Επιτροπή στο σημείο 5.3 των κατευθυντήριων γραμμών της, το οποίο αναφέρει ως παράδειγμα «ιδιαιτέρως δυσχερών συνθηκών» τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας (14).

40.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το περιεχόμενο της έννοιας των «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων» μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από τα κράτη μέλη. Δεν συμμερίζομαι την ανωτέρω άποψη. Θεωρώ, συγκεκριμένα, ότι η έννοια αυτή που χρησιμοποιείται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86 πρέπει να θεωρηθεί ως αυτόνομη έννοια του δικαίου της Ένωσης. Σε αντίθετη περίπτωση, αν τα κράτη μέλη διέθεταν περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό των περιστάσεων που εμπίπτουν στην έννοια αυτή, οι διαφορές στις εθνικές νομοθεσίες θα ήταν ικανές να διακυβεύσουν το περιεχόμενο και την πρακτική αποτελεσματικότητα της υποχρέωσης που υπέχουν τα κράτη μέλη. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών για τον ορισμό της εν λόγω έννοιας, σε αντίθεση με το άρθρο 15, παράγραφος 4, της οδηγίας. Είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων. Το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86 αναγνωρίζει ένα δικαίωμα υπέρ του ενδιαφερομένου μέλους της οικογένειας, απαιτώντας από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν διατάξεις οι οποίες εξασφαλίζουν τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής σε περίπτωση «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων». Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης θέτει μια ουσιαστική προϋπόθεση για τη χορήγηση τέτοιας άδειας διαμονής. Αντιθέτως, το άρθρο 15, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής έχει διαφορετικό σκοπό, καθόσον αναθέτει στα κράτη μέλη την ευθύνη να καθορίσουν, στο εθνικό τους δίκαιο, τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος αυτού καθώς και τον τρόπο άσκησής του, υπό την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας καθώς και του σκοπού και της πρακτικής αποτελεσματικότητας της εν λόγω οδηγίας (15).

41.      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, μου φαίνεται αναγκαίο να εφαρμοστεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία, από τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, συνάγεται ότι διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται σε όλη την Ένωση κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο (16). Προς τούτο, δεδομένου ότι η οδηγία 2003/86 δεν ορίζει την έννοια των «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων», οι όροι της έννοιας αυτής πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να ερμηνεύονται σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιούνται και των σκοπών της ρύθμισης στην οποία εντάσσονται (17).

42.      Θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου εξετάζοντας τον σκοπό του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86. Πράγματι, η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων» πρέπει να ερμηνεύεται πρωτίστως υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με τη διάταξη αυτή σκοπού, δηλαδή της προστασίας των μελών της οικογένειας του συντηρούντος.

43.      Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 6 της οδηγίας, το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης αποσκοπεί, ιδίως, στην προστασία της οικογένειας εξασφαλίζοντας τη διατήρηση του οικογενειακού βίου ή τη δημιουργία του στο κράτος μέλος υποδοχής (18). Συνεπώς, το εν λόγω δικαίωμα παρέχει τη δυνατότητα να διασφαλιστεί σε όλους το δικαίωμα να ζουν με την οικογένειά τους στο κράτος αυτό.

44.      Εντούτοις, το εν λόγω δικαίωμα δεν είναι απόλυτο και ο νομοθέτης της Ένωσης προβλέπει θεμιτούς περιορισμούς στην άσκησή του. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2003/86, ο νομοθέτης υπογραμμίζει ότι τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση πρέπει να υλοποιούνται με σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται, ιδίως, στον Χάρτη. Επομένως, τα μέτρα αυτά πρέπει να υλοποιούνται με σεβασμό προς το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Χάρτη, το δικαίωμα στην ακεραιότητα του προσώπου, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 3 του Χάρτη, την απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχείρισης που προβλέπεται στο άρθρο 4 του Χάρτη, καθώς και τα δικαιώματα του παιδιού που κατοχυρώνονται στο άρθρο 24 του Χάρτη. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 11 της εν λόγω οδηγίας, ο νομοθέτης της Ένωσης αναγνωρίζει ρητώς το δικαίωμα των κρατών μελών να λαμβάνουν «περιοριστικά μέτρα» όσον αφορά το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, εφόσον τούτο δικαιολογείται στο πλαίσιο της συμμόρφωσης με τις αξίες και τις αρχές που αυτά αναγνωρίζουν, ιδίως ως προς τα δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών. Επομένως, μια αρμόδια εθνική αρχή μπορεί, βάσει του άρθρου 4, παράγραφοι 4 και 5, της εν λόγω οδηγίας, να απορρίψει τις αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης ενός συζύγου, όταν ο τελευταίος καλείται να συμβιώσει με τους άλλους συζύγους του συντηρούντος (πολυγαμικές οικογένειες) ή όταν αυτός δεν έχει συμπληρώσει το απαιτούμενο προς τούτο από το κράτος μέλος ελάχιστο όριο ηλικίας, τούτο δε προς αποφυγή τέλεσης εξαναγκαστικών γάμων.

45.      Φρονώ ότι το μέτρο που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης με το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86 επιδιώκει τον ίδιο σκοπό, ήτοι την προστασία των μελών της οικογένειας, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, όταν αυτά έχουν ήδη εισέλθει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει οικογενειακής επανένωσης. Συνεπώς, η χορήγηση αυτόνομου τίτλου διαμονής αποτελεί μέτρο προστασίας για το μέλος της οικογένειας στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν «ιδιαιτέρως δυσχερείς περιστάσεις» λόγω οικογενειακών παραγόντων (19).

46.      Κατά συνέπεια, η χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86 προϋποθέτει την ύπαρξη πραγματικής ανάγκης προστασίας των μελών της οικογένειας.

47.      Η εξέταση των ίδιων των όρων και του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται από τον νομοθέτη της Ένωσης στο εν λόγω άρθρο επιτρέπει να προσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια το περιεχόμενο της προϋπόθεσης περί ύπαρξης «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων».

48.      Πρώτον, κατά το σύνηθες νόημά του, ο όρος «περιστάσεις» αναφέρεται στο σύνολο των πραγματικών περιστατικών, συνθηκών, συγκεκριμένων σχέσεων εν μέσω των οποίων βρίσκεται το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή η ομάδα των ενδιαφερόμενων προσώπων (20). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποστηρίχθηκε ότι ο όρος «περιστάσεις» πρέπει πρωτίστως να συνδεθεί με την «οικογενειακή κατάσταση», λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και των σκοπών της οδηγίας 2003/86. Συμμερίζομαι αυτή την άποψη στο μέτρο που μου φαίνεται αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ των περιστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και εκείνων που αντιμετωπίζει υπήκοος τρίτου κράτους για διαφορετικούς λόγους, όπως, για παράδειγμα, λόγω της ύπαρξης κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, που διέπεται από την οδηγία 2011/95/ΕΕ (21), ή επειδή υπήρξε θύμα εμπορίας ανθρώπων, περίπτωση που διέπεται από την οδηγία 2004/81/ΕΚ (22). Η Επιτροπή υπογραμμίζει, συνεπώς, στις κατευθυντήριες γραμμές της ότι τέτοιες «ιδιαίτερα δυσχερείς συνθήκες» «πρέπει να έχουν προκληθεί από την οικογενειακή κατάσταση ή τη ρήξη, και να μην οφείλονται σε άλλες αιτίες» (23). Ωστόσο, μου φαίνεται ορθότερο να θεωρηθεί ότι ο όρος «περιστάσεις» που μνημονεύεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86 αναφέρεται σε «οικογενειακούς παράγοντες». Πράγματι, φρονώ ότι, σε πολλές εθνικές νομοθεσίες, ιδίως στον τομέα της φορολογίας και της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της «οικογενειακής κατάστασης» αναφέρεται στη σύνθεση και τη δομή της οικογένειας. Αντιθέτως, η έννοια των «οικογενειακών παραγόντων» επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλα στοιχεία, όπως ο οικογενειακός βίος, η ύπαρξη συγκρούσεων εντός της οικογένειας ή ακόμη και η συμπεριφορά που υιοθετεί κάθε μέλος της οικογένειας.

49.      Δεύτερον, ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται σε περιστάσεις τις οποίες χαρακτηρίζει ως «ιδιαιτέρως δυσχερείς», ενώ η Επιτροπή αναφέρθηκε, στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών της, σε «ιδιαίτερα επώδυνες καταστάσεις» (24) ή, ακόμη, σε «ιδιαίτερα δυσχερείς καταστάσεις» (25). Συνεπώς, μου φαίνεται ότι οι «ιδιαιτέρως δυσχερείς περιστάσεις» πρέπει να χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη συνθηκών οι οποίες, ως εκ της φύσεως τους, είναι ιδιαιτέρως σοβαρές ή επαχθείς για το ενδιαφερόμενο μέλος της οικογένειας ή οι οποίες το περιάγουν σε κατάσταση έντονης αβεβαιότητας ή σε ευάλωτη θέση και οι οποίες, ως εκ τούτου, έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα.

50.      Στο πλαίσιο του άρθρου 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86, τέτοιες περιστάσεις μπορεί να συντρέχουν όταν το μέλος της οικογένειας στερείται, de facto ή de jure, της προστασίας της οικογένειάς του.

51.      Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη στην οποία οι «ιδιαιτέρως δυσχερείς περιστάσεις» οφείλονται στη διάρρηξη του οικογενειακού δεσμού με τον συντηρούντα και στην απώλεια του δικαιώματος διαμονής του μέλους της οικογένειας που αυτή συνεπάγεται. Η επέλευση μιας τέτοιας κατάστασης συνιστά, επομένως, επιβαρυντική περίσταση, η οποία δικαιολογεί το ότι η ευχέρεια των κρατών μελών να χορηγούν αυτόνομη άδεια διαμονής σε περίπτωση χηρείας, διαζυγίου, χωρισμού ή θανάτου του συντηρούντος, η οποία αναγνωρίζεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας αυτής, μετατρέπεται σε υποχρέωση στο δεύτερη περίοδο του ίδιου άρθρου (26).

52.      Τέτοια περίπτωση μπορεί να συντρέχει όταν το διαζύγιο ή ο χωρισμός εκθέτει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση να συντηρεί τον εαυτό του ή τα τέκνα του, λόγω της κοινωνικής του θέσης ή της κατάστασης στη χώρα αυτήν, ή στον κίνδυνο να μη βλέπει πλέον τα τέκνα του. Το ίδιο μπορεί επίσης να συμβαίνει, όπως επισημαίνει η Επιτροπή στις προπαρασκευαστικές εργασίες της (27), όταν μια γυναίκα η οποία είναι χήρα, διαζευγμένη ή έχει αποπεμφθεί θα αντιμετώπιζε «ιδιαίτερα επώδυνες καταστάσεις» ή ακόμη «δυσχερείς καταστάσεις» εάν υποχρεωνόταν να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της.

53.      Η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη στην οποία οι «ιδιαιτέρως δυσχερείς περιστάσεις» τις οποίες αντιμετωπίζει το ενδιαφερόμενο μέλος της οικογένειας οφείλονται, αντιθέτως, στον οικογενειακό βίο του (ή στη συνέχιση του βίου αυτού) με τον συντηρούντα, όπερ καθιστά ανεπίτρεπτο το γεγονός ότι το δικαίωμα διαμονής του είναι παράγωγο σε σχέση με το δικαίωμα διαμονής του συντηρούντος. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να χορηγήσει σε υπήκοο τρίτης χώρας που διαμένει στο έδαφός του δυνάμει οικογενειακής επανένωσης το δικαίωμα να διαμένει εκεί χωρίς τον συντηρούντα, για χρονικό διάστημα και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εθνικό του δίκαιο.

54.      Συνεπώς, δεν αμφισβητείται, λαμβανομένων υπόψη των προπαρασκευαστικών εργασιών της οδηγίας 2003/86 και της νομολογίας του Δικαστηρίου (28), ότι ως προς τις γυναίκες που υπήρξαν θύματα ενδοοικογενειακής βίας συντρέχουν «ιδιαιτέρως δυσχερείς περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας αυτής (29). Πέραν από τις πράξεις βίας που υφίστανται, η σοβαρότητα της κατάστασής τους επιτείνεται από το γεγονός ότι εξαρτώνται από τον δράστη των πράξεων αυτών όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής τους στο κράτος μέλος υποδοχής. Η χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής συνιστά, ως εκ τούτου, μέτρο προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ένα μέλος της οικογένειας (30) να αποθαρρυνθεί από το να εγκαταλείψει τη συζυγική εστία και να υποβάλει καταγγελία, επειδή φοβάται ότι θα απωλέσει το νομικό του καθεστώς (31). Επισημαίνω ότι το άρθρο 59, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας συνηγορεί επίσης υπέρ της θέσης αυτής (32).

55.      Άλλες μορφές ενδοοικογενειακής βίας ενδέχεται να περιάγουν το μέλος της οικογένειας, του οποίου το καθεστώς διαμονής εξαρτάται από εκείνο του συντηρούντος, σε εξίσου δυσχερείς περιστάσεις. Η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να είναι σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική και μπορεί να λάβει τη μορφή οικονομικής εκμετάλλευσης. Μπορεί επίσης να αφορά την κατάσταση στην οποία το μέλος της οικογένειας είναι θύμα κακοποίησης ή παραμέλησης, βίας που ασκείται για λόγους τιμής και καταναγκαστικού γάμου, αποχωρίζεται με τη βία από το παιδί του, εκτίθεται σε κίνδυνο ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων (33) ή καταναγκαστικής άμβλωσης ή, ακόμη, έχει αποπεμφθεί, με αποτέλεσμα το εν λόγω πρόσωπο να στερείται της δυνατότητας να συντηρεί τον εαυτό του και να ζει στη χώρα καταγωγής του χωρίς τη βοήθεια τρίτου προσώπου. Τέτοιες περιστάσεις καθιστούν ανεπίτρεπτη τη διατήρηση της σχέσης εξάρτησης που απορρέει από το παράγωγο δικαίωμα διαμονής και δικαιολογούν τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής.

56.      Δεν είναι δυνατόν να καταρτισθεί εν προκειμένω εξαντλητικός κατάλογος των «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων» στις οποίες μπορεί να περιέλθει το μέλος της οικογένειας του συντηρούντος. Συνεπώς, όπως επεσήμανε και ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet στις προτάσεις του στην υπόθεση NA (34), πρέπει να πρόκειται για «ιδιαίτερες περιστάσεις που κρίνονται άξιες προστασίας» (35). Οι περιστάσεις αυτές ενδέχεται να ποικίλλουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, από τη μία εποχή στην άλλη και από τη μία περίπτωση στην άλλη και πρέπει, επιπλέον, να παρέχεται στην αρμόδια εθνική αρχή το περιθώριο εκτίμησης που είναι αναγκαίο προκειμένου να αξιολογήσει, σε κάθε επιμέρους περίπτωση, πόσο σοβαρές ή επαχθείς είναι οι περιστάσεις που αντιμετωπίζει ο ενδιαφερόμενος ή το κατά πόσον είναι αβέβαιη ή ευάλωτη η θέση στην οποία περιέρχεται.

57.      Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων» απαιτεί να αποδεικνύεται ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει οικογενειακής επανένωσης, αντιμετωπίζει, λόγω οικογενειακών παραγόντων, περιστάσεις οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, είναι πολύ σοβαρές ή επαχθείς ή τον περιάγουν σε κατάσταση έντονης αβεβαιότητας ή σε ευάλωτη θέση, δημιουργώντας ως προς αυτόν πραγματική ανάγκη προστασίας που διασφαλίζεται με τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής.

58.      Υπό την επιφύλαξη εξατομικευμένης εξέτασης των περιστάσεων, το γεγονός και μόνον ότι αυτές αφορούν ανήλικα τέκνα ή ότι τα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος απώλεσαν την άδεια διαμονής τους για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή τους δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων», κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

59.      Η ανωτέρω ερμηνεία καθιστά άνευ αντικειμένου την εξέταση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος.

60.      Υπενθυμίζω ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία δεν προβλέπει τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής στα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος όταν οι περιστάσεις που συντρέχουν ως προς τα τελευταία στο κράτος αυτό, οι οποίες είναι ιδιαιτέρως δυσχερείς λόγω της παρουσίας ανήλικων τέκνων, τα περιάγουν επίσης σε καθεστώς παράνομης διαμονής λόγω της άρνησης ανανέωσης της άδειας διαμονής τους.

61.      Το ερώτημα αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι ως προς τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης συντρέχουν «ιδιαιτέρως δυσχερείς περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας αυτής, για τον λόγο ότι η προκειμένη περίπτωση αφορά δύο ανήλικα τέκνα. Ωστόσο, για τους λόγους που μόλις εξέθεσα, το γεγονός αυτό δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να θεμελιώσει δικαίωμα αυτόνομης άδειας διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος εμπίπτουν στις διατάξεις της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (36), και απολαύουν των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων που περιέχονται στις διατάξεις αυτές.

Β.      Διαδικαστικές εγγυήσεις που συνδέονται με την έκδοση απόφασης περί μη ανανέωσης της άδειας διαμονής των μελών της οικογένειας του συντηρούντος

62.      Με το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 24, 33 και 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει στην αρμόδια εθνική αρχή να απορρίψει αίτηση ανανέωσης άδειας διαμονής υποβληθείσα από τα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος χωρίς να προβεί προηγουμένως σε εξατομικευμένη εξέταση της αίτησής τους, κατά τη διάρκεια της οποίας να τυγχάνουν ακρόασης τα μέλη της οικογένειας και, ειδικότερα, τα ανήλικα τέκνα.

63.      Σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86, «[τα] κράτη μέλη μπορούν να [...] να αρνούνται την ανανέωση της άδειας διαμονής μέλους της οικογένειας, εφόσον η διαμονή του συντηρούντος τερματισθεί και το μέλος της οικογένειας δεν διαθέτει ακόμη αυτόνομο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 15».

64.      Όσον αφορά την εξέταση που πρέπει να διενεργήσουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές σε σχέση με την αίτηση ανανέωσης της άδειας διαμονής των μελών της οικογένειας, από το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας και, ιδίως, από τη χρήση των όρων «μπορούν [...] να αρνούνται την ανανέωση» στη διάταξη αυτήν, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν εν προκειμένω περιθώριο εκτίμησης (37). Υπενθυμίζω, εντούτοις, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ασκούν το εν λόγω περιθώριο εκτίμησης μόνον εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας και δεν θίγεται ο σκοπός και η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας (38).

65.      Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία 2003/86, όπως κάθε πράξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο σύμφωνο με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 2 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη (39) και πρέπει ιδίως να διασφαλίζουν το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη. Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο αυτό πρέπει επίσης να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 24 του Χάρτη (40).

66.      Προκύπτει επομένως ότι η εξέταση της αίτησης ανανέωσης της άδειας διαμονής των μελών της οικογένειας του συντηρούντος πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα και, ιδίως, τα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη (41).

1.      Επί της εξατομικευμένης εξέτασης της αίτησης

67.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω απαιτήσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να προβαίνουν σε ισόρροπη και εύλογη εκτίμηση όλων των εμπλεκόμενων συμφερόντων (42).

68.      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86 επιβάλλει στην αρμόδια εθνική αρχή, κατά τρόπο απολύτως σαφή, την υποχρέωση να προβαίνει σε εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης ανανέωσης της άδειας διαμονής που υποβάλλει μέλος της οικογένειας του συντηρούντος (43). Σκοπός της εξέτασης αυτής είναι να διαπιστωθεί αν συντρέχουν λόγοι που εμποδίζουν την εν λόγω αρχή να αρνηθεί την ανανέωση της άδειας διαμονής του μέλους της οικογένειας. Πέραν των στοιχείων που αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 17 της οδηγίας, το Δικαστήριο, όπως και η Επιτροπή στις κατευθυντήριες γραμμές της, απαιτεί από την εν λόγω αρχή να λαμβάνει υπόψη της όλα τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης και να αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στα συμφέροντα των ενδιαφερομένων τέκνων και στον στόχο της διευκόλυνσης της οικογενειακής ζωής (44).

69.      Κατά το Δικαστήριο, η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να επιτρέπει να «εξετάζεται συγκεκριμένα η κατάσταση εκάστου αιτούντος» (45). Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ανανέωσης της άδειας διαμονής μέλους της οικογένειας λόγω της απώλειας της άδειας διαμονής του συντηρούντος, φρονώ ότι η εξέταση αυτή πρέπει να επιτρέπει να εκτιμηθεί αν υφίστανται λόγοι που δικαιολογούν τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86. Πράγματι, μολονότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης ως προς την άρνηση ανανέωσης άδειας διαμονής ή ως προς τον καθορισμό των όρων που εφαρμόζονται κατά τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής, η εν λόγω ευχέρεια περιορίζεται από την υποχρέωση συνεκτίμησης της συγκεκριμένης κατάστασης του μέλους της οικογένειας που βρίσκεται εκτεθειμένο ή κινδυνεύει να εκτεθεί σε «ιδιαιτέρως δυσχερείς περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας, και χορήγησης αυτόνομης άδειας διαμονής εφόσον αυτό επιβάλλεται από τις περιστάσεις.

70.      Εν προκειμένω, οι περιστάσεις αφορούν μια μητέρα συνοδευόμενη από τα δύο ανήλικα τέκνα της, στην οποία δεν χορηγήθηκε «άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος δυνάμει οικογενειακής επανένωσης» και της οποίας η άδεια διαμονής, ως εκ τούτου, δεν ανανεώθηκε, λόγω της άρνησης χορήγησης άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος στον πατέρα, τον συντηρούντα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να λάβει υπόψη την οικογενειακή κατάσταση και, ιδίως, τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών. Πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τη διάρκεια της διαμονής τους, καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, οικονομικών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών τόσο στο κράτος μέλος υποδοχής όσο και στη χώρα καταγωγής (46), τον τόπο γεννήσεως των τέκνων αυτών (47) και, ενδεχομένως, την ηλικία κατά την οποία έφθασαν στο κράτος μέλος υποδοχής, το γεγονός ότι ανατράφηκαν και εκπαιδεύθηκαν εκεί. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι σχετικές γενικές και ειδικές πληροφορίες όσον αφορά την κατάσταση στη χώρα καταγωγής τους, όπως οι συνθήκες διαβίωσης, η κοινωνική τους κατάσταση ή, ακόμη, οι ειδικές πολιτιστικές πτυχές της χώρας αυτής (48), δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει τον κίνδυνο διαρθρωτικής διάκρισης που θα μπορούσε να υποστεί η μητέρα στη χώρα αυτή. Τέλος, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι λόγοι για τους οποίους δεν ανανεώνονται οι άδειες διαμονής τους, λόγοι οι οποίοι συνδέονται με το ότι ο πατέρας της οικογένειας δεν έχει λευκό ποινικό μητρώο (49).

71.      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν οι επίμαχες στην κύρια δίκη αποφάσεις, με τις οποίες η αρμόδια εθνική αρχή αρνήθηκε να ανανεώσει την άδεια διαμονής της μητέρας και των δύο τέκνων της δυνάμει οικογενειακής επανένωσης λόγω της απώλειας της άδειας διαμονής του πατέρα, είναι δικαιολογημένες υπό το πρίσμα αυτών των εκτιμήσεων ή αν, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω εκτιμήσεων, πρέπει να τους χορηγηθεί αυτόνομη άδεια διαμονής.

2.      Επί του σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως

72.      Η οδηγία 2003/86 δεν διευκρινίζει αν, και, ενδεχομένως, υπό ποιες προϋποθέσεις, τα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος μπορούν να τύχουν ακροάσεως πριν από την έκδοση απόφασης περί μη ανανέωσης της άδειας διαμονής τους και, ειδικότερα, τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να επικαλεστούν τις περιστάσεις του άρθρου 17 της οδηγίας αυτής.

73.      Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως επιβάλλεται ακόμη και όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς μια τέτοια διατύπωση, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (50).

74.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι το δικαίωμα ακροάσεως σε κάθε διαδικασία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, ο οποίος συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (51). Το δικαίωμα αυτό εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, λυσιτελώς και ουσιαστικώς, την άποψή τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά τους (52). Μια απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αίτηση ανανέωσης άδειας διαμονής συνιστά απόφαση που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα των μελών της οικογένειας του συντηρούντος.

75.      Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν στα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος τη δυνατότητα ακρόασης πριν από την έκδοση απόφασης με την οποία δεν ανανεώνεται η άδεια διαμονής τους (53).

76.      Μολονότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα ακροάσεως δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την υποχρέωση να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να διατυπώσει προφορικώς τις απόψεις του (54), πρέπει ωστόσο να του παρέχεται η δυνατότητα να καταστήσει γνωστή, λυσιτελώς και ουσιαστικώς, την άποψή του κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Επομένως, στο πλαίσιο αίτησης ανανέωσης άδειας διαμονής, το πρόσωπο αυτό πρέπει, κατ’ αρχάς, να είναι σε θέση να παρουσιάσει όλες τις πληροφορίες που θεωρεί κρίσιμες ως προς την προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση. Ορισμένα στοιχεία που απαιτούνται στο πλαίσιο της εξατομικευμένης εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86 μπορούν να αποδειχθούν με έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, όπως η ηλικία των παιδιών ή η διάρκεια διαμονής των μελών της οικογένειας στο κράτος μέλος υποδοχής. Αντιθέτως, άλλα στοιχεία, όπως η σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών, η φύση ή η σημασία των δεσμών με το κράτος μέλος υποδοχής ή ακόμη οι συνθήκες διαβίωσης στη χώρα καταγωγής, απαιτούν τη γραπτή ή προφορική μαρτυρία του εν λόγω προσώπου. Άλλα περιστατικά, όπως εκείνα που ενδέχεται να καταδεικνύουν την ύπαρξη «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων», κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας αυτής, θα μπορούσαν, επιπλέον, να απαιτούν τη θέσπιση ειδικής διαδικασίας.

77.      Το δικαίωμα ακροάσεως συνεπάγεται, περαιτέρω, την υποχρέωση της αρμόδιας εθνικής αρχής να μελετά με τη δέουσα προσοχή τις παρατηρήσεις του ενδιαφερομένου, εξετάζοντας με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης και αιτιολογώντας εμπεριστατωμένως την απόφασή της, καθόσον η υποχρέωση παραθέσεως αρκούντως εξειδικευμένης και συγκεκριμένης αιτιολογίας στην απόφαση, ώστε να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους απόρριψης της αίτησής του, αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας (55).

78.      Όσον αφορά, τέλος, τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να παρέμβει ένας ανήλικος, το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Χάρτη απαιτεί τα παιδιά να είναι σε θέση να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους και η εκφρασθείσα γνώμη τους να λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με την ηλικία και την ωριμότητά τους σχετικά με ζητήματα που τα αφορούν (56). Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η εν λόγω διάταξη δεν αφορά αυτή καθεαυτήν την ακρόαση του παιδιού, αλλά την παροχή στο παιδί της δυνατότητας ακροάσεως (57). Επομένως, το δικαίωμα ακροάσεως του παιδιού δεν συνεπάγεται ότι πρέπει κατ’ ανάγκην να πραγματοποιηθεί ακρόαση, αλλά επιβάλλει να τίθενται στη διάθεση του παιδιού οι διαδικασίες και οι νόμιμες προϋποθέσεις που θα του παράσχουν τη δυνατότητα να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του και να ληφθεί υπόψη η γνώμη αυτή.

79.      Επιπλέον, το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη επιβάλλει στην αρμόδια εθνική αρχή να λαμβάνει υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Κατά το Δικαστήριο, η διάταξη αυτή επιβάλλει να αποδίδεται πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, περιλαμβανομένων και εκείνων τις οποίες διενεργούν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86 (58). Στην απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Aguirre Zarraga (59), σχετικά με διαδικασία που αφορά δικαίωμα επιμέλειας τέκνου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω συμφέρον μπορεί να δικαιολογεί τη μη πραγματοποίηση ακροάσεως του παιδιού (60). Συνεπώς, καίτοι πρόκειται οπωσδήποτε για δικαίωμα του παιδιού, η ακρόαση δεν μπορεί να συνιστά απόλυτη υποχρέωση, αλλά πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση σε συνάρτηση με τις επιταγές του συμφέροντος του παιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη (61).

80.      Με άλλα λόγια, όταν η αίτηση υποβάλλεται από ανήλικο τέκνο, εναπόκειται στα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να παράσχουν στο παιδί πραγματική και ουσιαστική δυνατότητα ακρόασης, ανάλογα με την ηλικία ή τον βαθμό ωριμότητάς του (62).

81.      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει στην αρμόδια εθνική αρχή να απορρίψει αίτηση ανανέωσης άδειας διαμονής υποβληθείσα από τα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος χωρίς να προβεί προηγουμένως σε εξατομικευμένη εξέταση της αίτησής τους κατά τη διάρκεια της οποίας τα εν λόγω μέλη να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν, λυσιτελώς και αποτελεσματικώς, όλες τις πληροφορίες που θεωρούν κρίσιμες όσον αφορά την κατάστασή τους.

82.      Όταν η αίτηση υποβάλλεται από ανήλικο τέκνο, εναπόκειται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να παρέχεται στο τέκνο πραγματική και ουσιαστική δυνατότητα ακρόασης, ανάλογα με την ηλικία ή τον βαθμό ωριμότητάς του.

V.      Πρόταση

83.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 5 de Barcelona (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 5 της Βαρκελώνης, Ισπανία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης,

έχει την έννοια ότι:

–        η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων» απαιτεί να αποδεικνύεται ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει οικογενειακής επανένωσης, αντιμετωπίζει, λόγω οικογενειακών παραγόντων, περιστάσεις οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, είναι πολύ σοβαρές ή επαχθείς ή τον περιάγουν σε κατάσταση έντονης αβεβαιότητας ή σε ευάλωτη θέση, δημιουργώντας ως προς αυτόν πραγματική ανάγκη προστασίας που διασφαλίζεται με τη χορήγηση αυτόνομης άδειας διαμονής·

–        υπό την επιφύλαξη εξατομικευμένης εξέτασης των περιστάσεων, το γεγονός και μόνον ότι αυτές αφορούν ανήλικα τέκνα ή ότι τα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος απώλεσαν την άδεια διαμονής τους για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή τους δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη «ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων», κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

2)      Το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι:

–        αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει στην αρμόδια εθνική αρχή να απορρίψει αίτηση ανανέωσης άδειας διαμονής υποβληθείσα από τα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος χωρίς να προβεί προηγουμένως σε εξατομικευμένη εξέταση της αίτησής τους κατά τη διάρκεια της οποίας τα εν λόγω μέλη να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν, λυσιτελώς και αποτελεσματικώς, όλες τις πληροφορίες που θεωρούν κρίσιμες για την κατάστασή τους·

–        όταν η αίτηση υποβάλλεται από ανήλικο τέκνο, εναπόκειται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να παρέχεται στο τέκνο πραγματική και ουσιαστική δυνατότητα ακρόασης, ανάλογα με την ηλικία ή τον βαθμό ωριμότητάς του.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2003, L 251, σ. 12.


3      Το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 ορίζει ότι ως «συντηρών» νοείται ο «υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα σε κράτος μέλος και υποβάλλει, ο ίδιος ή τα μέλη της οικογένειάς του, αίτηση οικογενειακής επανένωσης προκειμένου να επανενωθούν μαζί του/της».


4      Απαντώντας σε αίτημα παροχής διευκρινίσεων που διατυπώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης διευκρίνισαν ότι η «άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος» τη χορήγηση της οποίας αιτήθηκαν δυνάμει οικογενειακής επανένωσης αποτελεί ιδιαιτερότητα του ισπανικού δικαίου η οποία δεν προβλέπεται στην οδηγία 2003/86 ούτε στην οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44).


5      Υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).


6      Στο εξής: Χάρτης.


7      COM(2014) 210 final, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές.


8      BOE αριθ. 10, της 12ης Ιανουαρίου 2000, σ. 1139.


9      BOE αριθ. 103, της 30ής Απριλίου 2011, σ. 43821, στο εξής: βασιλικό διάταγμα 557/2011.


10      Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2019, Υ. Ζ. κ.λπ. (Απάτη στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης) [C‑557/17, στο εξής: απόφαση Υ. Ζ. κ.λπ. (Απάτη στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης), EU:C:2019:203, σκέψη 47], και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, État belge (Δικαίωμα διαμονής σε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας) (C‑930/19, EU:C:2021:657, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Βλ. απόφαση Υ. Ζ. κ.λπ. (Απάτη στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης) (σκέψη 47).


12      Βλ. απόφαση Υ. Ζ. κ.λπ. (Απάτη στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης) (σκέψη 46).


13      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35).


14      Βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, État belge (Δικαίωμα διαμονής σε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας) (C‑930/19, EU:C:2021:657, σκέψη 64).


15      Βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, État belge (Δικαίωμα διαμονής σε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας) (C‑930/19, EU:C:2021:657, σκέψεις 85 έως 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Βλ., ιδίως, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Οικογενειακή επανένωση με ανήλικο πρόσφυγα) (C‑273/20 και C‑355/20, EU:C:2022:617, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Βλ. απόφαση της 30ής Μαρτίου 2023, Hauptpersonalrat der Lehrerinnen und Lehrer (C‑34/21, EU:C:2023:270, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Βλ. άρθρο 7 και άρθρο 33, παράγραφος 1, του Χάρτη.


19      Πρβλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, État belge (Δικαίωμα διαμονής σε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας) (C‑930/19, EU:C:2021:657, σκέψεις 69 και 70).


20      Βλ. λεξικό Larousse.


21      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).


22      Οδηγία του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τον τίτλο παραμονής που χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών θύματα εμπορίας ανθρώπων ή συνέργειας στη λαθρομετανάστευση, οι οποίοι συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές (ΕΕ 2004, L 261, σ. 19).


23      Βλ. σημείο 5.3, τρίτη παράγραφος, των κατευθυντηρίων γραμμών (η υπογράμμιση δική μου).


24      Βλ. πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση που υποβλήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1999 [COM(1999) 638 τελικό], σχόλιο επί του άρθρου 13, παράγραφος 3.


25      Βλ. τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, που υποβλήθηκε στις 2 Μαΐου 2002 [COM(2002) 225 τελικό], σχόλιο επί του άρθρου 15.


26      Βλ. Hailbronner, K., και Klarmann, T., «Άρθρο 15», σε Hailbronner, K., και Thym, D., EU Immigration and Asylum Law: A Commentary, 2η έκδ., C. H. Beck, Μόναχο, 2016, σ. 405‑410, ιδίως σ. 409 και 410.


27      Βλ. υποσημειώσεις 24 και 25 των παρουσών προτάσεων.


28      Το Δικαστήριο έκρινε επίσης στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, État belge (Δικαίωμα διαμονής σε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας) (C‑930/19, EU:C:2021:657), ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86 έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της προστασίας των μελών της οικογένειας που υπήρξαν θύματα ενδοοικογενειακής βίας (σκέψεις 69 και 70).


29      Βλ. υποσημείωση 24 των παρουσών προτάσεων.


30      Όπως έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην επί της αρχής απόφασή του της 9ης Ιουνίου 2009, Opuz κατά Τουρκίας (CE:ECHR:2009:0609JUD003340102, § 132), η ενδοοικογενειακή βία «δεν αφορά αποκλειστικά και μόνον τις γυναίκες. Ενδοοικογενειακή βία μπορούν να υποστούν και οι άνδρες, καθώς και τα παιδιά, τα οποία είναι συχνά άμεσα ή έμμεσα θύματα αυτής».


31      Βλ. Briddick, C., «Combatting or enabling domestic violence? Evaluating the residence rights of migrant victims of domestic violence in Europe», International & Comparative Law Quarterly, Cambridge University Press, Cambridge, τεύχος 69, αριθ. 4, 2020, σ. 1013 έως 1034, ιδίως σ. 1015.


32      Σύμβαση που εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 7 Απριλίου 2011 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2014 (Série des traités du Conseil de l’Europe, αριθ. 210). Το άρθρο 59, παράγραφος 1, της εν λόγω σύμβασης προβλέπει ότι «[τα] Μέρη θα λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι τα θύματα των οποίων το καθεστώς διαμονής εξαρτάται από εκείνο του/της συζύγου ή συντρόφου όπως διαλαμβάνεται στην εγχώρια νομοθεσία, σε περίπτωση λύσης του γάμου ή της σχέσης, θα δικαιούνται αυτοτελούς αδείας διαμονής σε περίπτωση ιδιαιτέρως δύσκολων συνθηκών, ανεξάρτητα από τη διάρκεια του γάμου ή της σχέσης» (η υπογράμμιση δική μου).


33      Βλ. σημείο 5.3, τρίτη παράγραφος, των κατευθυντηρίων γραμμών.


34      C‑115/15 (EU:C:2016:259).


35      Βλ. σημείο 75 των εν λόγω προτάσεων.


36      ΕΕ 2008, L 348, σ. 98.


37      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Υ. Ζ. κ.λπ. (Απάτη στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης) (σκέψη 51).


38      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2018, C και A (C‑257/17, EU:C:2018:876, σκέψη 51), και της 13ης Μαρτίου 2019, E. (C‑635/17, EU:C:2019:192, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


39      Βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, E. (C‑635/17, EU:C:2019:192, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


40      Βλ. αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2019, E. (C‑635/17, EU:C:2019:192, σκέψη 55), και της 1ης Αυγούστου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Άρνηση αναδοχής ασυνόδευτου Αιγύπτιου ανηλίκου) (C‑19/21, EU:C:2022:605, σκέψη 47).


41      Βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, E. (C‑635/17, EU:C:2019:192, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


42      Βλ. αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2019, E. (C‑635/17, EU:C:2005:192, σκέψη 57), και της 14ης Μαρτίου 2019, Υ. Ζ. κ.λπ. (Απάτη στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης) (σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


43      Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑540/03, EU:C:2006:429, σκέψη 64), και της 13ης Μαρτίου 2019, E. (C‑635/17, EU:C:2019:192, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


44      Πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, E. (C‑635/17, EU:C:2019:192, σκέψη 45).


45      Βλ., συναφώς, απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 48), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86 αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει στην αρμόδια εθνική αρχή να απορρίπτει αίτηση οικογενειακής επανένωσης χωρίς να προβαίνει σε συγκεκριμένη εξέταση της κατάστασης εκάστου αιτούντος.


46      Βλ. απόφαση Υ. Ζ. κ.λπ. (Απάτη στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης) (σκέψη 54).


47      Από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης προκύπτει ότι έφθασαν το 2018 και ότι ένα από τα τέκνα τους γεννήθηκε στο κράτος μέλος υποδοχής.


48      Πρβλ. κατευθυντήριες γραμμές, σημείο 7, «Γενικές αρχές», σ. 29, και, ιδίως, σημείο 7.4, «Ατομική εκτίμηση», σ. 32.


49      Αναφέρομαι, επί του ζητήματος αυτού, στην απόφαση Υ. Ζ. κ.λπ. (Απάτη στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούσαν, στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, να λάβουν υπόψη το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η μητέρα και ο γιός δεν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την απάτη την οποία διέπραξε ο πατέρας και την οποία δεν γνώριζαν (σκέψη 55).


50      Βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Boudjlida (C‑249/13, EU:C:2014:2431, σκέψεις 39 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


51      Βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Boudjlida (C‑249/13, EU:C:2014:2431, σκέψεις 30 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


52      Βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Boudjlida (C‑249/13, EU:C:2014:2431, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


53      Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, για την εκάστοτε αίτηση, τα συνοδευτικά δικαιολογητικά και η αναγκαιότητα των συνεντεύξεων και των λοιπών ερευνών πρέπει να αξιολογούνται για κάθε περίπτωση χωριστά, στο πλαίσιο εξατομικευμένης εξέτασης της αίτησης (σημείο 3.2, σ. 11).


54      Βλ. διάταξη της 21ης Μαΐου 2019, Le Pen κατά Κοινοβουλίου (C‑525/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:435, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


55      Βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Boudjlida (C‑249/13, EU:C:2014:2431, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


56      Σύμφωνα με τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), η διάταξη αυτή εμπνέεται ιδίως από το άρθρο 12 της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία υπεγράφη στη Νέα Υόρκη στις 20 Νοεμβρίου 1989 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1577, σ. 3, αριθ. 27531 (1990)] και έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη, η διατύπωση του οποίου είναι σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη του δικαιώματος που προβλέπεται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η κύρια απόκλιση μεταξύ των δύο άρθρων εμφανίζεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της σύμβασης αυτής, το οποίο προσθέτει, αφού αναγνωρίζει το δικαίωμα του παιδιού να εκφράζει τη γνώμη του και να τυγχάνει ακρόασης, ότι «θα πρέπει ιδίως να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να ακούγεται σε οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία που το αφορά, είτε άμεσα είτε μέσω ενός εκπροσώπου ή ενός αρμόδιου οργανισμού, κατά τρόπο συμβατό με τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νομοθεσίας».


57      Βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Aguirre Zarraga (C‑491/10 PPU, EU:C:2010:828, σκέψη 62).


58      Βλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Οικογενειακή επανένωση με ανήλικο πρόσφυγα) (C‑273/20 και C‑355/20, EU:C:2022:617, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


59      C‑491/10 PPU (EU:C:2010:828).


60      Βλ. σκέψη 63 της εν λόγω απόφασης.


61      Βλ. σκέψη 64 της εν λόγω απόφασης.


62      Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «ανήλικος», κατά την έννοια του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86, υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ο οποίος ήταν ηλικίας μικρότερης των δεκαοκτώ ετών κατά την είσοδό του στο έδαφος κράτους μέλους και κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεώς του παροχής ασύλου εντός του κράτους αυτού, πλην όμως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου, ενηλικιώθηκε και υπήχθη, εν συνεχεία, στο καθεστώς του πρόσφυγα [απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Οικογενειακή επανένωση με ανήλικο πρόσφυγα), C‑273/20 και C‑355/20, EU:C:2022:617, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].