Language of document :

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 5ης Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«Οδηγία 2004/83/ΕΚ — Ελάχιστοι κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας — Άρθρο 2, στοιχείο γ΄ — Ιδιότητα του “πρόσφυγα” — Άρθρο 9, παράγραφος 1 — Έννοια των “πράξεων διώξεως” — Άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ — Η θρησκεία ως λόγος της διώξεως — Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του συγκεκριμένου λόγου διώξεως και των πράξεων διώξεως — Πακιστανοί υπήκοοι μέλη της θρησκευτικής κοινότητας Αhmadiyya — Πράξεις των πακιστανικών αρχών σκοπούσες στην απαγόρευση του δικαιώματος ομολογίας του θρησκεύματος δημοσίως — Πράξεις αρκούντως σοβαρές ώστε ο ενδιαφερόμενος να διακατέχεται από δικαιολογημένο φόβο ότι είναι εκτεθειμένος σε δίωξη λόγω του θρησκεύματός του — Εξατομικευμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων — Άρθρο 4»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑71/11 και C‑99/11,

με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) με αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2010, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο, αντιστοίχως, στις 18 Φεβρουαρίου και 2 Μαρτίου 2011, στο πλαίσιο των δικών

Bundesrepublik Deutschland

κατά

Y (C‑71/11),

Z (C‑99/11),

παρισταμένων των:

Vertreter des Bundesinteresses beim Bundesverwaltungsgericht,

Bundesbeauftragter für Asylangelegenheiten beim Bundesamt für Migration und Flüchtlinge,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts και J.-C. Bonichot, προέδρους τμήματος, A. Rosas, R. Silva de Lapuerta, E. Levits, A. Ó Caoimh, L. Bay Larsen (εισηγητή), T. von Danwitz, A. Arabadjiev και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι Y και Z, εκπροσωπούμενοι από τους C. Borschberg και R. Marx, Rechtsanwälte,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και N. Graf Vitzthum, καθώς και από τον K. Petersen,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και την B. Beaupère-Manokha,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. M. Wissels και B. Koopman,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Κοντού-Durande και τον W. Bogensberger,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Απριλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/83/EΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ L 304, σ. 12, και, διορθωτικό, ΕΕ 2005, L 204, σ. 24, στο εξής: οδηγία).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), εκπροσωπούμενης από το Bundesministerium des Inneren (Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εσωτερικών), εκπροσωπούμενο με τη σειρά του από την Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων, στο εξής: Bundesamt), και, αφετέρου, των Y και Ζ, Πακιστανών υπηκόων, σχετικά με την απόρριψη από την Bundesamt των υποβληθεισών από αμφοτέρους αιτήσεων για τη χορήγηση ασύλου και την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

 Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων

3        Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)] και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954. Συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων που συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης).

4        Βάσει του άρθρου 1, Α, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως της Γενεύης, ως «πρόσφυγας» νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο «εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας αυτής, ή, εφόσον δεν έχει υπηκοότητα και εξαιτίας τέτοιων γεγονότων ευρίσκεται εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, δεν δύναται ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν».

 Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών

5        Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), ορίζει στο άρθρο 9, με τίτλο «Ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας»:

«1.      Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, διά της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών.

2.      Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία, διά την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.»

6        Το άρθρο 15 της ΕΣΔΑ, με τίτλο «Παρέκκλιση σε περίπτωση καταστάσεως ανάγκης», ορίζει τα εξής:

«1.      Εν περιπτώσει πoλέμoυ ή ετέρoυ δημoσίoυ κινδύνoυ απειλoύντoς την ζωήν τoυ έθνoυς, έκαστoν υψηλόν συμβαλλόμενoν μέρoς δύναται να λάβη μέτρα κατά παρέκκλισιν των υπό της παρούσης Συμβάσεως πρoβλεπoμένων υπoχρεώσεων εν τω απαιτουμένω υπό της καταστάσεως απολύτως αναγκαίω μέτρω και υπό τoν όρoν όπως τα μέτρα ταύτα μη αντιτίθενται εις τας άλλας υπoχρεώσεις τας απορρέουσας εκ του διεθνούς δικαίου.

2.      Η προηγουμένη διάταξη ουδεμίαν επιτρέπει παρέκκλισιν από το άρθρον 2 [“Δικαίωμα στη ζωή”], ειμή διά την περίπτωσιν θανάτου συνεπεία κανονικών πολεμικών πράξεων, ή από τα άρθρα 3 [“Απαγόρευση των βασανιστηρίων”], 4 (παράγραφος 1) [“Απαγόρευση της δουλείας”] και 7 [“Ουδεμία ποινή άνευ νόμου”].

[...]»

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

7        Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), με τίτλο «Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας», είναι διατυπωμένη πανομοιότυπα με την παράγραφο 1 του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ.

8        Τα δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ κατοχυρώνονται στα άρθρα 2, 4, 5, παράγραφος 1, και 49 του Χάρτη.

 Η οδηγία

9        Κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η Σύμβαση της Γενεύης συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος προστασίας των προσφύγων.

10      Όπως προκύπτει από τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της, υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΣΕΕ, η οδηγία σέβεται τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που κατοχυρώνει ο Χάρτης. Ειδικότερα, σκοπεί να διασφαλίσει βάσει των άρθρων 1 και 18 του Χάρτη τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του δικαιώματος ασύλου των αιτούντων άσυλο.

11      Η δέκατη έκτη και η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας έχουν ως εξής:

«(16)      Είναι σκόπιμη η θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για τον ορισμό και το περιεχόμενο του καθεστώτος πρόσφυγα, ούτως ώστε οι αρμόδιοι εθνικοί φορείς των κρατών μελών να καθοδηγούνται κατά την εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης.

(17)      Είναι αναγκαίο να θεσπισθούν κοινά κριτήρια για την αναγνώριση των αιτούντων άσυλο ως προσφύγων κατά την έννοια του άρθρου 1 της Συμβάσεως της Γενεύης.»

12      Κατά το άρθρο 1 αυτής, η οδηγία αποσκοπεί στην καθιέρωση ελάχιστων απαιτήσεων, αφενός, για την αναγνώριση υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας και, αφετέρου, για τον καθορισμό του περιεχομένου της παρεχόμενης προστασίας.

13      Δυνάμει του άρθρου 2 της οδηγίας, για τους σκοπούς αυτής, νοούνται ως:

«α)      “διεθνής προστασία”, το καθεστώς του πρόσφυγα και το καθεστώς επικουρικής προστασίας, όπως ορίζονται στα στοιχεία δ΄ και στ΄·

[...]

γ)      “πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας [...]·

δ)      “καθεστώς πρόσφυγα”, η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα·

[...]»

14      Το άρθρο 3 της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για να αποφασίζουν ποιοι πληρούν τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεώς τους ως προσφύγων και για να καθορίζουν το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την παρούσα οδηγία.

15      Το άρθρο 4, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II, με τίτλο «Αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας», καθορίζει τις προϋποθέσεις αξιολογήσεως των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων και ορίζει στην παράγραφο 3:

«Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α)      όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·

β)      των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·[...]·

γ)      την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη [...]·

[...]»

16      Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας, το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη υποστεί δίωξη ή έχει απειληθεί άμεσα να υποστεί τέτοια δίωξη αποτελεί «σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη», εκτός εάν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι ώστε να εικάζεται ότι η εν λόγω δίωξη δεν θα επαναληφθεί.

17      Το άρθρο 6 της οδηγίας, που περιλαμβάνεται στο εν λόγω κεφάλαιο ΙΙ και φέρει τον τίτλο «Φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης», ορίζει τα εξής:

«Στους φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης συμπεριλαμβάνονται:

α)      το κράτος·

β)      ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους·

γ)      μη κρατικοί φορείς, εάν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς που αναφέρονται υπό στοιχεία α΄ και β΄, περιλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται με το άρθρο 7.»

18      Το άρθρο 9 της οδηγίας, το οποίο εμπίπτει στο κεφάλαιο III αυτής και φέρει τον τίτλο «Χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα», δίδει στις παραγράφους 1 και 2 τον ορισμό των πράξεων διώξεως προβλέποντας τα εξής:

«1.      Οι πράξεις διώξεως κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Συμβάσεως της Γενεύης πρέπει:

α)      να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψής τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της [ΕΣΔΑ]· ή

β)      να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο [στοιχείο α΄].

2.      Οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν μεταξύ άλλων να έχουν τη μορφή:

α)      πράξεων σωματικής ή ψυχικής βίας [...]·

β)      νομικών, διοικητικών, αστυνομικών ή/και δικαστικών μέτρων, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφεαυτά ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις·

γ)      ποινικής δίωξης ή επιβολής ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική·

[...]»

19      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας απαιτεί την ύπαρξη συσχετισμού [αιτιώδους συναφείας] μεταξύ των κατά το άρθρο 10 αυτής λόγων διώξεως και των προαναφερθεισών πράξεων διώξεως.

20      Το άρθρο 10 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι δίωξης» και εμπίπτει ομοίως στο κεφάλαιο III αυτής, ορίζει στην παράγραφο 1:

«Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

[...]

β)      η έννοια της θρησκείας περιλαμβάνει ιδίως την υιοθέτηση θεϊστικών, αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων, τη συμμετοχή σε τυπική λατρεία, σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, είτε κατά μόνας είτε σε κοινωνία με άλλους, την αποχή από τη λατρεία αυτή, άλλες θρησκευτικές πράξεις ή εκδηλώσεις απόψεων ή μορφές ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς που στηρίζονται σε ή υπαγορεύονται από θρησκευτικές πεποιθήσεις·

[...]»

21      Κατά το άρθρο 13 της οδηγίας, το κράτος μέλος χορηγεί το καθεστώς πρόσφυγα στον αιτούντα αν αυτός πληροί, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας.

 Το γερμανικό δίκαιο

22      Το άρθρο 16a, παράγραφος 1, του Θεμελιώδους Νόμου (Grundgesetz) ορίζει:

«Οι πολιτικοί πρόσφυγες δικαιούνται ασύλου.»

23      Το άρθρο 1 του νόμου για τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου (Asylverfahrensgesetz, στο εξής: AsylVfG), όπως ίσχυε στις 2 Σεπτεμβρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 1798), ορίζει ότι ο νόμος αυτός εφαρμόζεται στους αλλοδαπούς που ζητούν προστασία ως πολιτικώς διωκόμενοι, κατά την έννοια του άρθρου 16a, παράγραφος 1, του Θεμελιώδους Νόμου, ή προστασία κατά των διώξεων σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης.

24      Το άρθρο 2 του AsylVfG προβλέπει ότι οι δικαιούμενοι ασύλου απολαύουν επί εθνικού εδάφους του καθεστώτος που ορίζει η Σύμβαση της Γενεύης.

25      Το καθεστώς του πρόσφυγα προβλεπόταν αρχικά από το άρθρο 51 του νόμου για την είσοδο και παραμονή των αλλοδαπών στην επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Gesetz über die Einreise und den Aufenthalt von Ausländern im Bundesgebiet).

26      Με τον νόμο μεταφοράς των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί του δικαιώματος διαμονής και ασύλου (Gesetz zur Umsetzung aufenthalts- und asylrechtlicher Richtlinien der Europäischen Union) της 19ης Αυγούστου 2007 (BGBl. 2007 I, σ. 1970), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 28 Αυγούστου 2007, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μετέφερε, μεταξύ άλλων, την οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη της.

27      Οι ισχύουσες σήμερα προϋποθέσεις για να θεωρηθεί κάποιος πρόσφυγας ορίζονται στο άρθρο 3 του AsylVfG. Κατά την παράγραφο 1 αυτού:

«Αλλοδαπός θεωρείται πρόσφυγας κατά την έννοια της [Συμβάσεως της Γενεύης] όταν εκτίθεται, εντός της χώρας της οποίας είναι υπήκοος, στις απειλές που παρατίθενται στο άρθρο 60, παράγραφος 1, του νόμου [για τη διαμονή, την εργασία και την ένταξη των αλλοδαπών στο ομοσπονδιακό έδαφος (Gesetz über den Aufenthalt, die Erwerbstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet), όπως δημοσιεύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 162, στο εξής: Aufenthaltsgesetz)] […]»

28      Το άρθρο 60, παράγραφος 1, του Aufenthaltsgesetz, όπως ο νόμος αυτός δημοσιεύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 162), ορίζει στην πρώτη και πέμπτη περίοδο τα εξής:

«Κατ’ εφαρμογή της Συμβάσεως [της Γενεύης], αλλοδαπός δεν μπορεί να εκδιωχθεί σε άλλο κράτος όπου απειλείται η ζωή του ή η ελευθερία του, λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, συμμετοχής σε κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων. […] Για να εκτιμηθεί αν υφίσταται δίωξη κατά την έννοια της πρώτης περιόδου πρέπει να εφαρμοσθούν […] συμπληρωματικώς το άρθρο 4, παράγραφος 4, και τα άρθρα 7 μέχρι 10 της [οδηγίας] [...]»

 Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

29      Τον Ιανουάριο 2004 και τον Αύγουστο 2003, αντιστοίχως, οι Y και Z εισήλθαν στη Γερμανία όπου ζήτησαν άσυλο και προστασία λόγω της ιδιότητάς τους ως προσφύγων.

30      Προς στήριξη των αντίστοιχων αιτήσεών τους, ισχυρίστηκαν ότι το γεγονός ότι ανήκουν στη μουσουλμανική κοινότητα Αhmadiyya, η οποία αποτελεί ισλαμικό μεταρρυθμιστικό κίνημα, τους εξανάγκασε να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους. Ειδικότερα, ο Y ισχυρίστηκε συναφώς ότι στο χωριό καταγωγής του, ομάδα ανθρώπων τον χτύπησε και τον λιθοβόλησε κατ’ επανάληψη στον χώρο προσευχής. Τα ίδια πρόσωπα τον απείλησαν με θάνατο και τον κατήγγειλαν στην αστυνομία επειδή προσέβαλε τον προφήτη Μωάμεθ. Ο Z ισχυρίστηκε ότι κακοποιήθηκε και φυλακίστηκε λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεών του.

31      Από τις περί παραπομπής αποφάσεις προκύπτει ότι το άρθρο 298 C του ποινικού κώδικα του Πακιστάν προβλέπει ότι τα μέλη της κοινότητας Αhmadiyya τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως έως τριών ετών ή με χρηματική ποινή αν ισχυρίζονται ότι είναι μουσουλμάνοι, αν χαρακτηρίζουν την πίστη τους ως ανήκουσα στο Ισλάμ, αν την κηρύσσουν ή προπαγανδίζουν υπέρ αυτής ή αν προσηλυτίζουν άλλους στην πίστη τους. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 295 C του ιδίου ποινικού κώδικα τιμωρείται με θανατική ποινή ή ισόβια στερητική της ελευθερίας ποινή και με χρηματική ποινή όποιος προσβάλλει το όνομα του προφήτη Μωάμεθ.

32      Με αποφάσεις της 4ης Μαΐου και της 8ης Ιουλίου 2004, η Bundesamt απέρριψε τις αιτήσεις παροχής ασύλου των Y και Z ως αβάσιμες και διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την απόκτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

33      Με τις εν λόγω αποφάσεις, η Bundesamt, διαπιστώνοντας περαιτέρω ότι, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, ουδείς λόγος συνηγορούσε υπέρ της μη απελάσεως, διέταξε την απέλαση των Y και Z προς το Πακιστάν. Προς αιτιολόγηση των αποφάσεών της, η Bundesamt διαπίστωσε κυρίως ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία επιβεβαιωτικά του ότι οι ενδιαφερόμενοι αιτούντες είχαν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής τους λόγω του δικαιολογημένου φόβου τους ότι εκεί θα διώκονταν.

34      Ο Y άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Leipzig (διοικητικό δικαστήριο της Λειψίας) το οποίο, με απόφαση της 18ης Μαΐου 2007, ακύρωσε την απορριπτική της αιτήσεώς του απόφαση της Bundesamt και υποχρέωσε την αρχή αυτή να αναγνωρίσει ότι ο Υ πληρούσε, ως πρόσφυγας, τις προϋποθέσεις απαγορεύσεως της απελάσεώς του στο Πακιστάν.

35      Ο Z αμφισβήτησε την απόφαση της Bundesamt ενώπιον του Verwaltungsgericht Dresden (διοικητικό δικαστήριο της Δρέσδης). Με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007, το τελευταίο απέρριψε την προσφυγή του Ζ, εκτιμώντας ότι δεν είχε εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του λόγω βάσιμου φόβου διώξεως.

36      Με αντίστοιχες αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2008, το Sächsisches Oberverwaltungsgericht (ανώτερο περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο του Land της Σαξονίας)

—      απέρριψε την ασκηθείσα από τον Bundesbeauftragter für Asylangelegenheiten beim Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (ομοσπονδιακός επίτροπος αρμόδιος για ζητήματα ασύλου, στο εξής: Bundesbeauftragter) έφεση κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό στο πλαίσιο της αφορώσας τον Y υποθέσεως και

—      μεταρρύθμισε, κατόπιν της ασκηθείσας από τον Z εφέσεως, την αφορώσα τον ίδιο απορριπτική πρωτοβάθμια απόφαση και υποχρέωσε τη Bundesamt να αναγνωρίσει ότι ο Z πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 60, παράγραφος 1, του Aufenthaltsgesetz, με αποτέλεσμα να απαγορεύεται η απέλασή του στο Πακιστάν υπό την ιδιότητά του ως πρόσφυγα.

37      Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι ελάχιστη είχε σημασία το γεγονός ότι οι Y και Z είχαν απειληθεί προσωπικώς με δίωξη πριν από την αναχώρησή τους από το Πακιστάν. Αυτό που είχε σημασία ήταν το γεγονός ότι, υπό την ιδιότητά τους ως ενεργών μελών της Αhmadiyya, ήσαν σε κάθε περίπτωση εκτεθειμένοι σε κίνδυνο συλλήβδην διώξεως, στο Πακιστάν, κατά την έννοια του άρθρου 60, παράγραφος 1, του Aufenthaltsgesetz.

38      Πράγματι, σε περίπτωση επιστροφής τους στο Πακιστάν, δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν να θρησκεύουν δημοσίως, χωρίς να εκτίθενται σε κίνδυνο διώξεως, ο οποίος πρέπει να συνεκτιμηθεί για τους σκοπούς διαδικασίας ασύλου προκειμένου να αποφασιστεί αν πρέπει να τους παρασχεθεί το καθεστώς του πρόσφυγα.

39      Με τις αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2008, το Sächsisches Oberverwaltungsgericht κρίνει ότι, για έναν Αhmadi, ο οποίος τηρεί αυστηρά τη θρησκεία του στο Πακιστάν και του οποίου πεποίθηση είναι μεταξύ άλλων να βιώνει την πίστη του δημοσίως, η κατάσταση στο εν λόγω κράτος αποτελεί σοβαρή προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας. Ενόψει των επαπειλουμένων πολύ αυστηρών κυρώσεων και των πολυάριθμων επιθέσεων από εξτρεμιστικές ομάδες οι οποίες κινήθηκαν όλως ελευθέρως, ο κοινός νους θα υπαγόρευε ότι ένας Αhmadi πρέπει να απέχει από κάθε ομολογία της πίστεώς του δημοσίως.

40      Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Sächsisches Oberverwaltungsgericht, οι Y και Z είναι προσηλωμένοι στην πίστη τους την οποία και βίωναν ενεργά στο Πακιστάν. Στη Γερμανία, συνεχίζουν να ομολογούν την πίστη τους εμπράκτως και θεωρούν αναγκαία την άσκηση δημοσίως των θρησκευτικών καθηκόντων τους ώστε να είναι σε θέση να διατηρήσουν τη θρησκευτική ταυτότητά τους.

41      Η Bundesamt και ο Bundesbeauftragter άσκησαν κατά των εν λόγω αποφάσεων αναίρεση ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου), ισχυριζόμενοι ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διεύρυνε υπερβολικά το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 9 και 10, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας.

42      Παραπέμποντας στη διαμορφωθείσα στη Γερμανία πριν από τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο το 2007 νομολογία, κατά την οποία η δίωξη γινόταν δεκτή, υπό το πρίσμα του δικαιώματος ασύλου, μόνο σε περίπτωση προσβολής του «σκληρού πυρήνα» της θρησκευτικής ελευθερίας, όχι όμως σε περίπτωση περιορισμών της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων δημοσίως, οι αναιρεσείοντες θεωρούν ότι οι επιβαλλόμενοι στους Αhmadis περιορισμοί στο Πακιστάν, οι οποίοι αφορούν τη δημόσια ομολογία της πίστεως των τελευταίων εμπράκτως, δεν συνιστούν προσβολή του εν λόγω «σκληρού πυρήνα».

43      Εξάλλου, κατά την Bundesamt και τον Bundesbeauftragter, από τις διαπιστώσεις του Sächsisches Oberverwaltungsgericht ως προς τον τρόπο με τον οποίοι οι Y και Z ομολογούν την πίστη τους εμπράκτως στη Γερμανία δεν αποδεικνύεται ότι αδυνατούν να απέχουν από πρακτικές οι οποίες δεν ανήκουν στον «σκληρό πυρήνα» της θρησκευτικής δραστηριότητας.

44      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί αφορούν το ερώτημα ποιες συγκεκριμένες προσβολές της θρησκευτικής ελευθερίας, κατά την έννοια του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, μπορούν να οδηγήσουν σε αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας. Ενώ θεωρεί ότι οι προσβολές της θρησκευτικής ελευθερίας μπορούν να συνιστούν «σοβαρή προσβολή» των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί επιφυλάξεις ως προς το αν η ασκούσα επιρροή, για τους σκοπούς της χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα, δίωξη μπορεί να θεμελιωθεί καθ’ υπόθεση σε άλλες προσβολές της θρησκευτικής ελευθερίας εκτός αυτών που θίγουν τα ουσιώδη στοιχεία της θρησκευτικής ταυτότητας του ενδιαφερομένου.

45      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Bundesverwaltungsgericht αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία διατυπώθηκαν σχεδόν πανομοιότυπα στο πλαίσιο εκάστης των υποθέσεων C‑71/11 και C‑99/11:

«1)      Έχει το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας […] την έννοια ότι δεν συνιστά κατ’ ανάγκη πράξη διώξεως οποιοσδήποτε αντιβαίνων προς το άρθρο 9 ΕΣΔΑ περιορισμός της ελευθερίας του θρησκεύματος, ενώ, για να συντρέχει αντιθέτως σοβαρή παραβίαση της ελευθερίας του θρησκεύματος ως βασικού ανθρωπίνου δικαιώματος, πρέπει να θίγεται ο σκληρός πυρήνας της;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

α)      Καταλαμβάνει ο σκληρός πυρήνας του δικαιώματος της ελευθερίας του θρησκεύματος την εκδήλωση και ομολογία της πίστεως μόνο στο οικογενειακό και στενό περιβάλλον ή μπορεί να συνιστά πράξη διώξεως, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας […], και το γεγονός ότι η δημόσια ομολογία της πίστεως εμπράκτως στη χώρα καταγωγής θέτει σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα, τη ζωή ή τη φυσική ελευθερία του αιτούντος ο οποίος και απέχει της ασκήσεως αυτής για τους ανωτέρω λόγους;

β)      Σε περίπτωση που ο σκληρός πυρήνας του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας μπορεί να καταλαμβάνει και ορισμένες μορφές ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων δημοσίως:

–        αρκεί για τη στοιχειοθέτηση σοβαρής παραβιάσεως της θρησκευτικής ελευθερίας το γεγονός ότι για τον ίδιο τον αιτούντα η έμπρακτη ομολογία της πίστεώς του είναι αναγκαία προκειμένου να διατηρήσει τη θρησκευτική ταυτότητά του,

–        ή απαιτείται επιπλέον η θρησκευτική κοινότητα στην οποία ανήκει ο αιτών να θεωρεί την εν λόγω μορφή έμπρακτης εκδηλώσεως του θρησκεύματος βασικό στοιχείο του δόγματός της,

–        ή ενδέχεται να προκύπτουν και περαιτέρω περιορισμοί απορρέοντες από τις λοιπές συνθήκες, όπως για παράδειγμα από την εν γένει κατάσταση στη χώρα καταγωγής;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Υφίσταται βάσιμος φόβος διώξεως λόγω θρησκείας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας […], στην περίπτωση που είναι βέβαιο ότι ο αιτών, μετά την επιστροφή του στην πατρίδα του, θα ασκήσει ορισμένα από τα θρησκευτικά καθήκοντά του, κείμενα εκτός του σκληρού πυρήνα του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, παρότι τούτο πρόκειται να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα ή τη φυσική ελευθερία του, ή μπορεί να αναμένεται ευλόγως ότι ο αιτών θα απέχει στο μέλλον από τέτοιου είδους πράξεις;»

46      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011 διατάχθηκε η ένωση και συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑71/11 και C‑99/11 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

47      Όπως προκύπτει από την τρίτη, τη δέκατη έκτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού συστήματος για την προστασία των προσφύγων και οι διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα, καθώς και σχετικά με το περιεχόμενο του καθεστώτος αυτού, θεσπίσθηκαν με σκοπό τη διευκόλυνση των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της Συμβάσεως αυτής, έχοντας ως βάση κοινές έννοιες και κοινά κριτήρια (αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2010, C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 και C‑179/08, Salahadin Abdulla κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I‑1493, σκέψη 52, καθώς και της 17ης Ιουνίου 2010, C‑31/09, Bolbol, Συλλογή 2010, σ. I‑5539, σκέψη 37).

48      Επομένως, οι διατάξεις της οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας και του σκοπού αυτής, τηρουμένων της Συμβάσεως της Γενεύης και των κατά το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ λοιπών συναφών Συμβάσεων. Όπως προκύπτει από τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, κατά την ερμηνεία αυτή δεν πρέπει να προσβάλλονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται με τον Χάρτη (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Salahadin Abdulla κ.λπ., σκέψεις 53 και 54· Bolbol, σκέψη 38, καθώς και απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑411/10 και C‑493/10, N. S. κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι‑13905, σκέψη 75).

 Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

49      Με τα δύο πρώτα ερωτήματά του σε εκάστη των υποθέσεων, τα οποία επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι οποιαδήποτε προσβολή του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, συνιστώσα παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, του Χάρτη, αποτελεί ενδεχομένως «πράξη διώξεως», κατά την ως άνω διάταξη της οδηγίας, και αν πρέπει να γίνεται διάκριση ως προς το σημείο αυτό μεταξύ του «σκληρού πυρήνα» της θρησκευτικής ελευθερίας και της εξωτερικεύσεώς της.

50      Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, πρόσφυγας είναι, κυρίως, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του «συνεπεία βάσιμου φόβου διώξεως» λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα και δεν είναι σε θέση ή «λόγω του φόβου αυτού» δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την «προστασία» της εν λόγω χώρας.

51      Ο ενδιαφερόμενος υπήκοος πρέπει, επομένως, να αντιμετωπίζει, εξαιτίας περιστάσεων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του και της συμπεριφοράς των διωκτών, φόβο διώξεώς του για έναν τουλάχιστον εκ των πέντε λόγων που απαριθμούνται στην οδηγία και στη Σύμβαση της Γενεύης, ένας εκ των οποίων είναι η «θρησκεία» του.

52      Δυνάμει του άρθρου 13 της οδηγίας, το οικείο κράτος μέλος χορηγεί στον αιτούντα το καθεστώς του πρόσφυγα, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται, κυρίως, στα άρθρα 9 και 10 αυτής.

53      Στο άρθρο 9 της οδηγίας προσδιορίζονται τα στοιχεία εκείνα τα οποία επιτρέπουν συγκεκριμένες πράξεις να μπορούν να χαρακτηριστούν ως δίωξη. Συναφώς, στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, στο οποίο αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο με τα δύο πρώτα ερωτήματά του, διευκρινίζεται ότι οι σχετικές πράξεις πρέπει να είναι «αρκούντως σοβαρές» λόγω της φύσεως ή της επαναλήψεώς τους, ώστε να συνιστούν «σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ειδικότερα των απολύτων δικαιωμάτων, από τα οποία ουδεμία χωρεί παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ.

54      Εξάλλου, στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας διευκρινίζεται ότι πρέπει επίσης να εκλαμβάνεται ως δίωξη τυχόν σώρευση διαφόρων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία είναι «αρκούντως σοβαρή» ώστε να θίγει ένα άτομο κατά τρόπο «αντίστοιχο» προς τον αναφερόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας.

55      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας διευκρινίζει ότι πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των λόγων διώξεως, στους οποίους καταλέγεται και ο οριζόμενος στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας και αναγόμενος στη «θρησκεία» λόγος, και των πράξεων διώξεως.

56      Το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας που καθιερώνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη στοιχεί στο δικαίωμα που διασφαλίζει το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ.

57      Η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί ένα από τα θεμέλια μίας δημοκρατικής κοινωνίας και συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου. Ενδεχόμενη προσβολή του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας μπορεί να είναι τόσο σοβαρή ώστε να παρέχει τη δυνατότητα εξομοιώσεώς της με τις παρατιθέμενες στο άρθρο 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ περιπτώσεις, τις οποίες μνημονεύει ενδεικτικώς το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας, για να προσδιορίσει ποιες πράξεις πρέπει κυρίως να εκλαμβάνονται ως δίωξη.

58      Εντούτοις, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσβολή του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας που εγγυάται το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη συνιστά πράξη διώξεως η οποία θα υποχρέωνε τις αρμόδιες αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας στον υφιστάμενο την εν λόγω προσβολή.

59      Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας, για να μπορούν να εκληφθούν ως δίωξη οι οικείες πράξεις, απαιτείται η συνδρομή «σοβαρής παραβιάσεως» της εν λόγω ελευθερίας θίγουσας τον ενδιαφερόμενο σημαντικά.

60      Υπό την έννοια αυτή, αποκλείονται ευθύς εξ αρχής οι πράξεις οι οποίες συνιστούν περιορισμούς, προβλεπόμενους από τη νομοθεσία, της ασκήσεως του θεμελιώδους δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, του Χάρτη, αλλά δεν παραβιάζουν το συγκεκριμένο δικαίωμα δοθέντος ότι καλύπτονται από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

61      Δεν μπορούν περαιτέρω να εκληφθούν ως δίωξη, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας και του άρθρου 1 Α της Συμβάσεως της Γενεύης, οι πράξεις οι οποίες παραβιάζουν μετά βεβαιότητος το αναγνωριζόμενο από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη δικαίωμα, αλλ’ η σοβαρότητα των οποίων δεν ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ.

62      Για τον ακριβή προσδιορισμό των πράξεων που μπορούν να εκληφθούν ως δίωξη, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, στερείται σημασίας η διάκριση μεταξύ των θιγουσών ένα «σκληρό πυρήνα» (forum internum) του θεμελιώδους δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας πράξεων, στον οποίο δεν εμπίπτουν τα ασκούμενα δημοσίως θρησκευτικά καθήκοντα (forum externum), και των μη θιγουσών τον αποκαλούμενο «σκληρό πυρήνα» πράξεων.

63      Η διάκριση αυτή προσκρούει στον ευρύ ορισμό της έννοιας της «θρησκείας» που δίδει η οδηγία στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ενσωματώνοντας το σύνολο των συνιστωσών της, δημόσιων ή ιδιωτικών, συλλογικών ή ατομικών. Στις πράξεις οι οποίες συνιστούν ενδεχομένως «σοβαρή παραβίαση», κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, περιλαμβάνονται και οι σοβαρές πράξεις που θίγουν την ελευθερία του αιτούντος όχι μόνο να ομολογεί την πίστη του εμπράκτως στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του αλλά και να τη βιώνει δημοσίως.

64      Η ερμηνεία αυτή μπορεί να εξασφαλίζει πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας εντός του οποίου οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να εκτιμούν κάθε είδους πράξεις θίγουσες το θεμελιώδες δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας προκειμένου να καθορίσουν αν, λόγω της φύσεως ή της επαναλήψεώς τους, είναι επαρκώς σοβαρές ώστε να μπορούν να εκληφθούν ως δίωξη.

65      Συνεπώς, οι πράξεις οι οποίες, λόγω της εγγενούς σοβαρότητάς τους από κοινού με εκείνη των συνεπειών τους για το θιγόμενο πρόσωπο, μπορούν να εκλαμβάνονται ως δίωξη, δεν πρέπει να προσδιορίζονται βάσει του στοιχείου της θρησκευτικής ελευθερίας το οποίο θίγεται αλλά βάσει της φύσεως του επιβαλλόμενου στον ενδιαφερόμενο κολασμού και των συνεπειών του, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του.

66      Επομένως, η σοβαρότητα των μέτρων και των κυρώσεων που ελήφθησαν ή μπορούν να ληφθούν σε βάρος του ενδιαφερομένου θα είναι καθοριστική για το αν συνιστά δίωξη, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας, τυχόν προσβολή του κατοχυρωμένου με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη δικαιώματος.

67      Συνεπώς, τυχόν προσβολή του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας μπορεί να εκληφθεί ως δίωξη, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, αν ο αιτών άσυλο διατρέχει, λόγω της ασκήσεως της εν λόγω ελευθερίας στη χώρα καταγωγής του, πραγματικό κίνδυνο, μεταξύ άλλων, να διωχθεί ή να υποβληθεί σε μεταχείριση ή ποινές απάνθρωπες ή εξευτελιστικές εκ μέρους ενός από τους κατά το άρθρο 6 της οδηγίας φορείς.

68      Πρέπει να διευκρινιστεί συναφώς ότι, όταν η αρμόδια αρχή προβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, στην αξιολόγηση αιτήσεως διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση, οφείλει να συνεκτιμά όλες τις πράξεις στις οποίες ο αιτών έχει εκτεθεί ή κινδυνεύει να εκτεθεί προκειμένου να προσδιορίσει αν, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής καταστάσεώς του, οι εν λόγω πράξεις μπορούν να εκληφθούν ως δίωξη, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας.

69      Επειδή η οριζόμενη στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας έννοια της «θρησκείας» καλύπτει και τη δημόσια συμμετοχή σε λατρευτικές τελετές, κατά μόνας ή σε κοινωνία με άλλους, η απαγόρευση της συμμετοχής αυτής μπορεί να συνιστά επαρκώς σοβαρή πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, και άρα δίωξη οσάκις επάγεται για τον αιτούντα πραγματικό κίνδυνο, ιδίως, διώξεώς του ή υποβολής του στη χώρα καταγωγής του σε μεταχείριση ή ποινές απάνθρωπες ή εξευτελιστικές εκ μέρους ενός από τους κατά το άρθρο 6 της οδηγίας φορείς.

70      Η αξιολόγηση του κινδύνου αυτού προϋποθέτει ότι η αρμόδια αρχή θα συνεκτιμήσει σειρά στοιχείων, τόσο αντικειμενικών όσο και υποκειμενικών. Το υποκειμενικό στοιχείο ότι η τήρηση ορισμένης θρησκευτικής πρακτικής δημοσίως, αντικείμενο των αμφισβητούμενων περιορισμών, ενέχει ιδιαίτερη σημασία για τον ενδιαφερόμενο, όσον αφορά τη διατήρηση της θρησκευτικής ταυτότητάς του, αποτελεί κρίσιμη παράμετρο κατά την εκτίμηση του βαθμού του κινδύνου στον οποίο ο αιτών θα εκτεθεί στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της θρησκείας του, έστω και αν η τήρηση της συγκεκριμένης θρησκευτικής πρακτικής δεν συνιστά βασικό στοιχείο για την οικεία θρησκευτική κοινότητα.

71      Πράγματι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας, το πεδίο προστασίας του λόγου διώξεως που συνδέεται με τη θρησκεία καλύπτει τόσο τις μορφές ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς που το πρόσωπο θεωρεί αναγκαίες για το ίδιο, ήτοι αυτές «που στηρίζονται σε θρησκευτικές πεποιθήσεις», όσο και αυτές που επιβάλλει το θρησκευτικό δόγμα, ήτοι αυτές «που υπαγορεύονται από τις εν λόγω θρησκευτικές πεποιθήσεις».

72      Κατόπιν όλων των προηγηθεισών σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο εκάστης των δύο υποθέσεων πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας έχει την έννοια ότι:

–        κάθε προσβολή του δικαιώματος της ελευθερίας του θρησκεύματος, αντίθετη προς το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν μπορεί να συνιστά «πράξη διώξεως», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως της οδηγίας·

–        η πράξη διώξεως μπορεί να οφείλεται σε προσβολή της εξωτερικεύσεως της εν λόγω ελευθερίας και

–        για να εκτιμηθεί αν προσβολή του δικαιώματος της ελευθερίας του θρησκεύματος, αντίθετη προς το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη, μπορεί να συνιστά «πράξη διώξεως», οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εξακριβώσουν, υπό το φως της προσωπικής καταστάσεως του ενδιαφερομένου, αν αυτός, λόγω της ασκήσεως της εν λόγω ελευθερίας στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο, μεταξύ άλλων, να διωχθεί ή να υποβληθεί σε μεταχείριση ή ποινές απάνθρωπες ή εξευτελιστικές εκ μέρους ενός από τους κατά το άρθρο 6 της οδηγίας φορείς.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

73      Με το τρίτο ερώτημα που υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκάστης των υποθέσεων, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας έχει την έννοια ότι ο φόβος διώξεως ο οποίος διακατέχει τον αιτούντα είναι βάσιμος οσάκις ο τελευταίος δύναται να αποφύγει την έκθεσή του σε δίωξη στη χώρα καταγωγής του παραιτούμενος από την εκεί άσκηση ορισμένων θρησκευτικών καθηκόντων του.

74      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί ότι αφορά περίπτωση κατά την οποία, όπως συμβαίνει στις υποθέσεις της κύριας δίκης, ο αιτών δεν έχει ήδη διωχθεί ή αποτελέσει αντικείμενο άμεσων απειλών διώξεως λόγω της θρησκείας του.

75      Το γεγονός ότι δεν συντρέχει «σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος» των αιτούντων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας, δικαιολογεί την ανάγκη του αιτούντος δικαστηρίου να λάβει απάντηση επί του ερωτήματος κατά πόσον ο αιτών, αν δεν στηρίζει τον φόβο του σε δίωξη που υπέστη ήδη εξ αιτίας της θρησκείας του, μπορεί θεμιτώς να απαιτεί ότι, αφ’ ης επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα εξακολουθεί να μη διατρέχει στην πραγματικότητα τον κίνδυνο διώξεως.

76      Επ’ αυτού, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του συστήματος της οδηγίας, οσάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, αυτής, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεως.

77      Η εκτίμηση αυτή της σοβαρότητας του κινδύνου η οποία, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να χωρεί με προσοχή και σύνεση (προπαρατεθείσα απόφαση Salahadin Abdulla κ.λπ., σκέψη 90) στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες που απαντούν μεταξύ άλλων στο άρθρο 4 της οδηγίας.

78      Ουδείς εκ των κανόνων αυτών αναφέρει ότι, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας του πραγματικού κινδύνου ο αιτών να υποστεί πράξεις διώξεως εντός συγκεκριμένου πλαισίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητά του να αποφύγει τυχόν κίνδυνο διώξεως παραιτούμενος από το να θρησκεύει εμπράκτως και, συνακόλουθα, από την προστασία που η οδηγία σκοπεί να του εξασφαλίσει με την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

79      Ως εκ τούτου, αφ’ ης αποδεικνύεται ότι ο ενδιαφερόμενος, αφού επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα θρησκεύει εμπράκτως, με αποτέλεσμα να εκτίθεται σε πραγματικό κίνδυνο διώξεως, θα πρέπει να του χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας. Το γεγονός ότι θα μπορούσε να αποφύγει τον κίνδυνο απέχων από ορισμένα θρησκευτικά καθήκοντα δεν είναι, κατ’ αρχήν, λυσιτελές.

80      Κατόπιν των προηγηθεισών σκέψεων, στο τρίτο ερώτημα που υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκάστης των δύο υποθέσεων πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας έχει την έννοια ότι ο φόβος διώξεως του αιτούντος είναι βάσιμος αφ’ ης οι αρμόδιες αρχές, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής καταστάσεως του αιτούντος, εκτιμούν ότι είναι εύλογο να εικάζεται ότι, κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτών θα θρησκεύει εμπράκτως, με αποτέλεσμα να εκτίθεται σε πραγματικό κίνδυνο διώξεώς του. Κατά την εξατομικευμένη εκτίμηση αιτήσεως με την οποία σκοπείται η αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, οι εν λόγω αρχές δεν μπορούν να αναμένουν ευλόγως από τον αιτούντα να απέχει από τα σχετικά θρησκευτικά καθήκοντά του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, έχει την έννοια ότι:

–        κάθε προσβολή του δικαιώματος της ελευθερίας του θρησκεύματος, αντίθετη προς το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν μπορεί να συνιστά «πράξη διώξεως», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως της οδηγίας·

–        η πράξη διώξεως μπορεί να οφείλεται σε προσβολή της εξωτερικεύσεως της εν λόγω ελευθερίας και

–        για να εκτιμηθεί αν προσβολή του δικαιώματος της ελευθερίας του θρησκεύματος, αντίθετη προς το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη, μπορεί να συνιστά «πράξη διώξεως», οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εξακριβώσουν, υπό το φως της προσωπικής καταστάσεως του ενδιαφερομένου, αν αυτός, λόγω της ασκήσεως της εν λόγω ελευθερίας στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο, μεταξύ άλλων, να διωχθεί ή να υποβληθεί σε μεταχείριση ή ποινές απάνθρωπες ή εξευτελιστικές εκ μέρους ενός από τους κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2004/83 φορείς.

2)      Το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι ο φόβος διώξεως του αιτούντος είναι βάσιμος αφ’ ης οι αρμόδιες αρχές, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής καταστάσεως του αιτούντος, εκτιμούν ότι είναι εύλογο να εικάζεται ότι, κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτών θα θρησκεύει εμπράκτως, με αποτέλεσμα να εκτίθεται σε πραγματικό κίνδυνο διώξεώς του. Κατά την εξατομικευμένη εκτίμηση αιτήσεως με την οποία σκοπείται η αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, οι εν λόγω αρχές δεν μπορούν να αναμένουν ευλόγως από τον αιτούντα να απέχει από τα σχετικά θρησκευτικά καθήκοντά του.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.