Language of document : ECLI:EU:T:2008:80

Υπόθεση T-411/07 R

Aer Lingus Group plc

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσωρινά μέτρα – Έλεγχος των συγκεντρώσεων – Απόφαση με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά – Άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως και προσωρινών μέτρων – Μέτρο ασυμβίβαστο με την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των θεσμικών οργάνων – Εξουσίες της Επιτροπής – Προσωρινά μέτρα απευθυνόμενα προς παρεμβαίνοντα – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως – Παραδεκτό – Έλλειψη “Fumus bοni juris” – Έλλειψη επείγοντος – Έλλειψη σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας – Η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από περιστατικά μέλλοντα και αβέβαια – Ανεπαρκείς λόγοι – Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Προσωρινός χαρακτήρας του μέτρου

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Συμφέρον του αιτούντος να του χορηγηθεί η ζητουμένη αναστολή

(Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

3.      Ασφαλιστικά μέτρα – Προσωρινά μέτρα – Μέτρα ασυμβίβαστα με την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ θεσμικών οργάνων

(Άρθρα 233 ΕΚ και 243 ΕΚ· κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 4 και 5)

4.      Ασφαλιστικά μέτρα – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία

(Άρθρο 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

5.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αρμοδιότητα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων – Επιβολή μέτρων σε τρίτους – Όρια

(Άρθρο 243 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Λήψη μέτρων κατά των μερών μιας απαγορευμένης συγκέντρωσης – Προϋποθέσεις – Πραγματοποίηση της συγκέντρωσης

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1, και 139/2004, άρθρα 3, 7 και 8 §§ 4 και 5)

7.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Επείγον – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

1.      Βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η διάταξη ασφαλιστικών μέτρων που διατάσσει προσωρινά μέτρα έχει μόνον προσωρινό χαρακτήρα και δεν προδικάζει την κρίση του Πρωτοδικείου επί της κυρίας υποθέσεως. Εξ αυτού έπεται ότι, κατ’ αρχήν, η διάρκεια ισχύος μιας τέτοιας διάταξης δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια της κύριας δίκης.

(βλ. σκέψη 45)

2.      Δεν γίνεται λόγος για αίτημα αναστολής εκτελέσεως μιας αρνητικής διοικητικής αποφάσεως δεδομένου ότι η χορήγηση αναστολής δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα να μεταβάλει την κατάσταση του αιτούντος. Δεδομένου ότι το αίτημα αυτό δεν παρουσιάζει κανένα συμφέρον για τον αιτούντα πρέπει να απορριφθεί εκτός αν η αναστολή θα ήταν ενδεχομένως αναγκαία για τη χορήγηση άλλων προσωρινών μέτρων που ζητεί ο αιτών στην περίπτωση που ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων τα έκρινε παραδεκτά και βάσιμα.

(βλ. σκέψεις 46-48)

3.      Κατ’ αρχήν ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να διατάξει προσωρινό μέτρο το οποίο, αν χορηγείτο, θα συνιστούσε παρέμβαση στην άσκηση των αρμοδιοτήτων άλλου οργάνου, ασυμβίβαστη με την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων θεσμικών οργάνων, που επιδίωξαν οι συντάκτες της Συνθήκης.

Αυτό ισχύει στην περίπτωση αιτήσεως προσωρινών μέτρων με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί η Επιτροπή να εφαρμόσει κατά συγκεκριμένο τρόπο το άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, λαμβάνοντας ορισμένα μέτρα κατά του άλλου μέρους στην απαγορευμένη συγκέντρωση και για τον λόγο αυτό το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο. Πράγματι, αν κριθεί με την απόφαση στην κύρια δίκη ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να διατάξει τα μέτρα του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού, τότε η Επιτροπή θα οφείλει, αν το θεωρήσει αναγκαίο στο πλαίσιο των εξουσιών ελέγχου που της ανατίθενται στον τομέα των συγκεντρώσεων, να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 233 ΕΚ. Κατά συνέπεια, αν ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ικανοποιήσει το αίτημα αυτό, τούτο θα ισοδυναμούσε με εντολή προς την Επιτροπή να αντλήσει συγκεκριμένες συνέπειες από την ακυρωτική απόφαση και μια τέτοια διάταξη θα υπερακόντιζε τις εξουσίες που έχει το Πρωτοδικείο στην κύρια δίκη. Σύμφωνα με το σύστημα κατανομής εξουσιών που θεσπίζει η Συνθήκη ΕΚ και ο κανονισμός, στην Επιτροπή εναπόκειται πάντως, αν το κρίνει αναγκαίο στο πλαίσιο των εξουσιών ελέγχου που της έχουν ανατεθεί στον τομέα των συγκεντρώσεων, και συγκεκριμένα, με το άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού, να λαμβάνει τα μέτρα επανορθώσεως που θεωρεί κατάλληλα.

(βλ. σκέψεις 49-51)

4.      Οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων του άρθρου 243 ΕΚ δεν μπορούν να είναι ασαφείς και αόριστες. Πάντως, αν το περιεχόμενο των μέτρων που ζητεί ο αιτών είναι αρκούντως σαφές από τα λοιπά στοιχεία της αιτήσεως, ο δικαστής που εκδικάζει την αίτηση μπορεί να κρίνει ότι το αίτημα δεν είναι ασαφές και αόριστο κατά τη φύση, οπότε να το θεωρήσει παραδεκτό.

(βλ. σκέψεις 52-53)

5.      Όσον αφορά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, το άρθρο 243 ΕΚ ορίζει σαφώς ότι «στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του, το Δικαστήριο δύναται να διατάσσει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα». Η ευρεία αυτή διατύπωση σκοπεί προδήλως να παράσχει επαρκή εξουσία στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να διατάσσει οποιοδήποτε μέτρο θεωρεί αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζει το Δικαστήριο.

Για να εξασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα του άρθρου 243 ΕΚ δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να επιβάλει μέτρα απευθείας σε τρίτους αν παρίσταται ανάγκη, η δε ευρεία εξουσία που διαθέτει περιορίζεται, αν επηρεάζονται τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τρίτων, μόνο στις περιπτώσεις όπου αυτά τα δικαιώματα και συμφέροντα ενδέχεται να θιγούν σοβαρά. Αυτή η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται με προσήκοντα σεβασμό των δικονομικών δικαιωμάτων και, ειδικότερα, των δικαιωμάτων άμυνας του αποδέκτη των προσωρινών μέτρων και των μερών που θίγονται άμεσα από αυτά. Όταν ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κρίνει αν θα χορηγήσει τα προσωρινά μέτρα που ζητούνται σε τέτοιες υποθέσεις, θα λάβει δεόντως υπόψη επιπλέον και το prima facie βάσιμο και την άμεση απειλή σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ακόμη και στην περίπτωση που ο τρίτος δεν είχε την ευκαιρία να διατυπώσει την άποψή του στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, δεν αποκλείεται η επιβολή προσωρινών μέτρων εις βάρος του, σε εξαιρετικές περιστάσεις και λαμβανομένης υπόψη της προσωρινής φύσεως των μέτρων αυτών, αν προκύπτει ότι, χωρίς αυτά τα μέτρα, ο αιτών περιέρχεται σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή του. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει σε τέτοιες εκτιμήσεις όταν σταθμίζει τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα.

(βλ. σκέψεις 56, 59)

6.      Η Επιτροπή καλώς εφαρμόζει τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, που την εξουσιοδοτούν να λαμβάνει μέτρα κατά των μερών σε πραγματοποιηθείσα απαγορευμένη συγκέντρωση, οσάκις, αφού έκρινε ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά ένα σχέδιο συγκεντρώσεως που προβλέπει την εξαγορά του συνόλου του κεφαλαίου μιας επιχείρησης, θεωρεί εαυτήν αναρμόδια να εμποδίσει την αποκτώσα επιχείρηση να ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν στη μειοψηφική συμμετοχή την οποία αποκτά τελικά, στο μέτρο που δεν είναι σε θέση να ασκήσει εκ των πραγμάτων ή νομικά, μέσω της συμμετοχής αυτής, τον έλεγχο επί της επιχειρήσεως στην οποία έχει συμμετοχή.

Ναι μεν ο όρος «implemented» από το αγγλικό κείμενο μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση ως προς το ακριβές περιεχόμενο των διατάξεων αυτών, διότι ο όρος «implementation» μπορεί να σημαίνει και «επίτευξη ορισμένου στόχου» και «πραγματοποίηση», πλην όμως ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται η έκφραση αυτή στο γαλλικό, στο γερμανικό και στο ιταλικό κείμενο, η σύγκριση με το γαλλικό κείμενο άλλων κοινοτικών διατάξεων στις οποίες ο όρος «implementation» σημαίνει σαφώς «πραγματοποίηση» και όχι «επίτευξη ορισμένου στόχου», καθώς και το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορεί, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού να διατάξει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να «διαλύσουν τη συγκέντρωση», δείχνουν πάντως ότι εκ πρώτης όψεως ο όρος «implementation», κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σημαίνει την πλήρη πραγματοποίηση της συγκέντρωσης όπως ορίζεται στο άρθρο 3 του κανονισμού και, συνεπώς, την απόκτηση ελέγχου.

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό ότι η πρακτική της Επιτροπής είναι να θεωρεί ότι η μερική πραγματοποίηση ακόμη και όσον αφορά τις ενέργειες που δεν συνιστούν μεταβίβαση του ελέγχου απαγορεύεται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού βάσει του οποίου μια συγκέντρωση κοινοτικών διαστάσεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν κριθεί συμβατή με την κοινή αγορά, και να επισημαίνει στα μέρη ότι δεν πρέπει να προβούν σε τέτοιες ενέργειες. Συγκεκριμένα, πρώτον, η πρακτική της Επιτροπής, καίτοι βαρύνουσα και σημαντική όσον αφορά το ζήτημα αν δικαιολογούνται ενδεχομένως νόμιμες προσδοκίες, δεν είναι καθοριστική δεδομένου ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου αποτελεί έργο του Δικαστηρίου και όχι της Επιτροπής. Δεύτερον, ακόμη και αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι απαγορεύει μόνον την μεταβολή του ελέγχου όσο διαρκεί η εξέταση της Επιτροπής, και όχι τις ενέργειες που δεν εξομοιώνονται με αλλαγή του ελέγχου, όπως είναι η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που αντιστοιχούν σε μειοψηφική συμμετοχή, αν ληφθούν υπόψη οι αυστηρές προθεσμίες εντός των οποίων η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και οι συνδυασμοί παραγόντων που μπορούν να οδηγήσουν σε απόκτηση ελέγχου, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, δεν παύει να είναι θεμιτό εκ μέρους της Επιτροπής το να ζητεί από τα μέρη να μην προβαίνουν σε ενέργειες που μπορούν να οδηγήσουν σε μεταβολή του ελέγχου.

Τέλος, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 139/2004, σε συνδυασμό με την απαγόρευση προς τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν την οικεία εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού στις συγκεντρώσεις κοινοτικής διαστάσεως βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 3 του κανονισμού δεν συνεπάγεται εκ πρώτης όψεως κενό ασυμβίβαστο με τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που η απομένουσα μειοψηφική συμμετοχή δεν συνδέεται πλέον με την απόκτηση ελέγχου, παύει να αποτελεί τμήμα «συγκέντρωσης» και βρίσκεται εκτός πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 139/2004, το άρθρο 21 του κανονισμού δεν εμποδίζει εκ πρώτης όψεως, υπό τις συνθήκες αυτές, την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού από τις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια. Επιπλέον, ναι μεν η μειοψηφική συμμετοχή δεν μπορεί prima facie, να ρυθμιστεί από τον κανονισμό, μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης και ειδικότερα τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ στη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 89-92, 94, 98, 100-101, 103)

7.      Το επείγον μιας αιτήσεως για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο ο οποίος ζητεί το προσωρινό μέτρο. Στον διάδικο αυτόν εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί τέτοια ζημία.

Όταν η ζημία εξαρτάται από τη συνδρομή διαφόρων παραγόντων, αρκεί να είναι προβλέψιμη και να πιθανολογείται σε επαρκή βαθμό. Ωστόσο ο διάδικος που ζητεί το προσωρινό μέτρο οφείλει και πάλι να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που θεωρείται ότι στηρίζουν την πιθανότητα σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας. Για να μπορεί ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να κρίνει αν η πιθανολογούμενη ζημία είναι σοβαρή και ανεπανόρθωτη και αν δικαιολογεί προσωρινά μέτρα, πρέπει να έχει συγκεκριμένες αποδείξεις βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει τις ακριβείς συνέπειες που θα προκαλούσε κατά πάσα πιθανότητα η μη λήψη των ζητουμένων μέτρων σε κάθε έναν από τους ενδιαφερομένους.

Ο ισχυρισμός του διαδίκου που ζητεί το προσωρινό μέτρο ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να εφαρμόσει την «αρχή της προφύλαξης» και είναι αρμόδιος να εφαρμόσει «προστατευτικά μέτρα» χωρίς να αναμένει απόδειξη ως προς το υποστατό του προβαλλομένου κινδύνου δεν μπορεί συνεπώς να ευδοκιμήσει.

(βλ. σκέψεις 116-119)