Language of document :

Προσφυγή-αγωγή της 8ης Ιουνίου 2009 - Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-236/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Ευρωπαϊκή Δυναμική - Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ (Αθήνα (Ελλάδα) (εκπρόσωποι: Ν. Κορογιαννάκης και Μ. Δερμιτζάκης, δικηγόροι)

Καθής-εναγομένη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά της προσφεύγουσας-ενάγουσας στο πλαίσιο του ανοικτού διαγωνισμού RTD-R4-2007-001-ISS-FP7, παρτίδα 1 "Παροχή εμπειρογνωμοσύνης για επιτόπια ανάπτυξη (intra-muros)" και παρτίδα 2 "εμπειρογνωμοσύνη για εκτός έδρας ανάπτυξη (extra-muros)", και η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα με δύο χωριστές επιστολές της 27ης Μαρτίου 2009, καθώς και όλες τις λοιπές αποφάσεις της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης περί της ανάθεσης της σύμβασης στον ανάδοχο·

να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα αποζημίωση ύψους 69.445.200 ευρώ (33.271.920 ευρώ για την παρτίδα 1 και 36.173.280 ευρώ για την παρτίδα 2), λόγω της ζημίας που υπέστη από την εν λόγω διαδικασία διαγωνισμού·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής-αγωγής, έστω και αν αυτή απορριφθεί.

Λόγοι ακύρωσης και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα (προσφεύγουσα) επιδιώκει την ακύρωση των αποφάσεων της καθής-εναγομένης (καθής) με τις οποίες απορρίφθηκε η προσφορά που είχε υποβάλει στο πλαίσιο ανοικτού διαγωνισμού για την παροχή εξωτερικών υπηρεσιών για την ανάπτυξη και την υποστήριξη συστημάτων πληροφορικής, όσον αφορά την παρτίδα 1 ["Παροχή εμπειρογνωμοσύνης για επιτόπια ανάπτυξη (intra-muros)"] και την παρτίδα 2 ["Εμπειρογνωμοσύνη για εκτός έδρας ανάπτυξη (extra-muros)"] και ανατέθηκε η σύμβαση στον επιλεγέντα υποψήφιο. Η προσφεύγουσα ζητεί επίσης να αποζημιωθεί για τη ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη από την εν λόγω διαδικασία διαγωνισμού.

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους νομικούς ισχυρισμούς:

Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καθής διέπραξε πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης και ότι αρνήθηκε να παράσχει στην προσφεύγουσα οποιαδήποτε δικαιολογία ή εξήγηση, κατά παράβαση του δημοσιονομικού κανονισμού 1 και των εκτελεστικών του διατάξεων καθώς και κατά παράβαση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ 2 και του άρθρου 253 ΕΚ.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καθής παρέβη τον δημοσιονομικό κανονισμό επιβάλλοντας στους υποβάλλοντες προσφορά να διευρύνουν τις προσφορές τους παρά τη θέλησή τους. Επιπλέον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η καθής είχε το δικαίωμα να το πράξει, πράγμα που αμφιβητεί η προσφεύγουσα, αποφάσισε κατά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης να συνεχίσει μέχρι την περάτωσή της τη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης έστω και μετά τη λήξη της παράτασης, ενώ, κατά την προφεύγουσα, καμία σύμβαση δεν μπορεί να συναφθεί όταν μία ή πλείονες προσφορές δεν ισχύουν πλέον.

Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η έκβαση της διαδικασίας που κινήθηκε με την προκήρυξη του διαγωνισμού νοθεύτηκε λόγω διαρροών πληροφοριών σε συνδυασμό με απόπειρα παρεμπόδισης της προσφεύγουσας να ασκήσει τα δικαιώματά της.

Η προσφεύγουσα προβάλλει, εξάλλου, ειδικά επιχειρήματα για καθεμία από τις παρτίδες:

Όσον αφορά την παρτίδα 1, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καθής παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της χρηστής διοίκησης, μη τηρώντας τα κριτήρια αποκλεισμού που προβλέπονται στα άρθρα 93, παράγραφος 1, και 94 του δημοσιονομικού κανονισμού όσον αφορά ένα από τα μέλη της αναδόχου κοινοπραξίας που δεν είχε τηρήσει τις συμβατικές υποχρεώσεις απέναντί της. Επιπλέον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι επιτράπηκε παρανόμως στον ανάδοχο να χρησιμοποιήσει πόρους προερχόμενους από εταιρίες εγκατεστημένες σε χώρες που δεν έχουν προσχωρήσει στη συμφωνία περί δημοσίων συμβάσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και ότι η πρακτική αυτή είναι παράνομη.

Όσον αφορά την παρτίδα 2, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καθής δεν έπρεπε να επιτρέπει σε διαγωνιζόμενους που αναθέτουν υπεργολαβίες σε χώρες που δεν έχουν προσχωρήσει στη συμφωνία περί δημοσίων συμβάσεων του ΠΟΕ να συμμετέχουν σε διαδικασίες διαγωνισμών. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν η καθής παρά ταύτα το πράττει, οφείλει να ενεργεί κατά τρόπο δίκαιο, διαφανή και μη εισάγοντα διακρίσεις, καθιστώντας σαφή τα κριτήρια που χρησιμοποιεί για να αποκλείσει ορισμένες εταιρίες ή για να δεχθεί άλλες. Συνεπώς, κατά τη γνώμη της προσφεύγουσας, η καθής χρησιμοποίησε μέθοδο συνεπαγόμενη ιδιαίτερες διακρίσεις, μη ανακοινώνοντας τα κριτήρια επιλογής που θα χρησιμοποιούσε προκειμένου να επιλέξει τους προσφέροντες. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η καθής δεν τήρησε τα κριτήρια αποκλεισμού που προβλέπονται στα άρθρα 93, παράγραφος 1, και 94 του δημοσιονομικού κανονισμού, στα άρθρα 133α και 134 των εκτελεστικών του διατάξεων και στο άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, που αποσκοπούν στον αποκλεισμό από τις δημόσιες συμβάσεις εταιριών που έχουν καταδικαστεί ή εμπλέκονται σε παράνομες πράξεις όπως η απάτη, η δωροδοκία ή τα επαγγελματικά παραπτώματα. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο ανάδοχος έχει αναγνωρίσει τη συμμετοχή του σε τέτοιες δραστηριότητες και έχει καταδικαστεί από τα γερμανικά δικαστήρια.

Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι η καθής υπέπεσε σε πλείονες πλάνες εκτίμησης όσον αφορά τις δύο παρτίδες και την ποιότητα των προσφορών της για τη συνολική διαχείριση της υπηρεσίας, την παραγγελία υπηρεσιών και την παροχή υπηρεσιών καθώς και την τεχνική πρότασή της στους τομείς που καλύπτουν οι δύο παρτίδες.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248 του 2002, σ. 1).

2 - Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134 του 2004, σ. 114).