Language of document : ECLI:EU:T:2014:860

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 8ης Οκτωβρίου 2014

Υπόθεση T‑530/12 P

Moises Bermejo Garde

κατά

Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Παράνομες και επιζήμιες για τα συμφέροντα της Ένωσης δραστηριότητες – Σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων – Άρθρα 12α και 22α του ΚΥΚ – Καταγγελία του προσφεύγοντος – Επανατοποθέτηση μετά την καταγγελία – Παράλειψη υποβολής της υποθέσεως στον OLAF από τον ιεραρχικώς ανώτερο που έλαβε τις πληροφορίες – Βλαπτικές πράξεις – Καλή πίστη – Δικαιώματα άμυνας – Αρμοδιότητα του προσώπου που εξέδωσε την πράξη»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 25ης Σεπτεμβρίου 2012, F‑41/10, Bermejo Garde κατά ΕΟΚΕ.

Απόφαση:      Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 25ης Σεπτεμβρίου 2012, Bermejo Garde κατά ΕΟΚΕ (F-41/10), αναιρείται, καθόσον με αυτήν απορρίφθηκαν τα αιτήματα του Moises Bermejo Garde να ακυρωθεί η απόφαση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ) 133/10 A, της 24ης Μαρτίου 2010, περί παύσεώς του από τα προγενέστερα καθήκοντά του και της αποφάσεως της ΕΟΚΕ 184/10 A, της 13ης Απριλίου 2010, περί επανατοποθετήσεώς του. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Ελευθερία εκφράσεως – Κοινολόγηση περιστατικού από το οποίο μπορεί κατά τεκμήριο να συναχθεί η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας ή σοβαρής παραβάσεως – Υποχρέωση – Εξαίρεση στην περίπτωση υπαλλήλου που θεωρεί ότι υπέστη παρενόχληση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α και 22α)

2.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Γνωστοποίηση περιστατικού παρενοχλήσεως, όχι μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 12α, αλλά και στο πλαίσιο του άρθρου 22α του ΚΥΚ – Προστασία από πειθαρχικές διώξεις – Προϋπόθεση – Καλή πίστη του υπαλλήλου – Παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη – Τήρηση των υποχρεώσεων που επιβάλλουν οι προαναφερθείσες διατάξεις – Τήρηση των λοιπών υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ΚΥΚ

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α και 22α)

3.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Ελευθερία εκφράσεως – Κοινολόγηση περιστατικού από το οποίο μπορεί κατά τεκμήριο να συναχθεί η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας ή σοβαρής παραβάσεως – Προστασία από πειθαρχικές διώξεις – Προϋπόθεση – Καλή πίστη του υπαλλήλου – Παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη – Υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου διαβιβάστηκαν οι πληροφορίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 22α)

1.      Το άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προβλέπει, προς το συμφέρον της Ένωσης, μια υποχρέωση η οποία επιβάλλεται καταρχήν σε όλους τους υπαλλήλους. Στις ιδιαίτερες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι σοβαρές παρανομίες ή παραβάσεις απορρέουν από συμπεριφορά που μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφοι 3 και 4, του ΚΥΚ, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος απολαύει των δικαιωμάτων που του παρέχει το άρθρο 12α του ΚΥΚ και διαθέτει συναφώς τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση αρωγής κατά το άρθρο 24 του ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, η γενική υποχρέωση προς ενημέρωση την οποία επιβάλλει το άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ μπορεί να καταστεί ασύμβατη με την ειδική προστασία που παρέχει ρητώς το άρθρο 12α, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ στο θύμα της παρενοχλήσεως. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο υπάλληλος ο οποίος θεωρεί ότι έχει υποστεί παρενόχληση δεν μπορεί να υποχρεωθεί να καταγγείλει το περιστατικό της παρενοχλήσεως. Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητά του να καταγγείλει, εφόσον το επιθυμεί, το περιστατικό της παρενοχλήσεως βάσει του άρθρου 22α, προς το συμφέρον της Ένωσης, δεδομένου ότι η παρενόχληση «ενδεχομένως συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου.

(βλ. σκέψη 106)

2.      Τόσο από το άρθρο 12α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ όσο και από το άρθρο 22α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ προκύπτει ότι ο υπάλληλος ο οποίος παρέχει πληροφορίες κατά την έννοια των δύο εν λόγω διατάξεων δεν υφίσταται από το θεσμικό όργανο καμία δυσμενή συνέπεια, εφόσον ενήργησε με καλή πίστη. Επομένως, η καλή πίστη αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής των δύο προαναφερθεισών διατάξεων.

Ασφαλώς, τα άρθρα 12α και 22α του ΚΥΚ έχουν διαφορετικά πεδία εφαρμογής. Πράγματι, η έννοια της παρενοχλήσεως ορίζεται ρητώς στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 12α και διαφέρει από τις έννοιες της επιζήμιας για τα συμφέροντα της Ένωσης παράνομης δραστηριότητας και της σοβαρής παραβάσεως των υποχρεώσεων των υπαλλήλων της Ένωσης, κατά το άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

Εντούτοις, ο υπάλληλος, όταν γνωστοποιεί περιστατικό παρενοχλήσεως όχι μόνο στο πλαίσιο αιτήσεως αρωγής κατά τα άρθρα 12α και 24 του ΚΥΚ, αλλά και βάσει του άρθρου 22α του ΚΥΚ, υποχρεούται επίσης να συμμορφώνεται προς τις προϋποθέσεις που προβλέπει το τελευταίο αυτό άρθρο.

Συναφώς, το άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ αφορά τις παράνομες πράξεις που είναι επιζήμιες για τα συμφέροντα της Ένωσης, πράγμα το οποίο σημαίνει, κατά λογική αναγκαιότητα, ότι οι επιπτώσεις των πράξεων αυτών εμφανίζουν ορισμένο βαθμό σοβαρότητας. Ομοίως, τα παραδείγματα που παραθέτει η διάταξη αυτή, και συγκεκριμένα η απάτη ή η δωροδοκία, έχουν ως εκ φύσεως σοβαρές επιπτώσεις. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, ο μηχανισμός έγκαιρης ειδοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 22α θα πρέπει να ενεργοποιείται μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι παρεχόμενες πληροφορίες αφορούν συμπεριφορά που έχει ορισμένες σοβαρές επιπτώσεις. Πράγματι, κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας που υπέχουν οι υπάλληλοι, η υποχρέωση διαφυλάξεως της αξιοπρέπειας του λειτουργήματός τους και το καθήκον εντιμότητάς τους, καθώς και η υποχρέωση σεβασμού της τιμής και του τεκμηρίου αθωότητας των εμπλεκομένων προσώπων.

Επομένως, όταν ο υπάλληλος ανακοινώνει πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 12α και 22α του ΚΥΚ, δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη τις λοιπές υποχρεώσεις και καθήκοντά του. Αντιθέτως, οφείλει να συμπεριφέρεται με σύνεση ώστε να μην προκαλεί αδικαιολόγητα προβλήματα στους συναδέλφους του και στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας του. Πάντως, η ανακοίνωση αναληθών πληροφοριών ή πραγματικών περιστατικών στερούμενων οποιασδήποτε βάσεως είναι ικανή να έχει τέτοιες επιζήμιες συνέπειες.

Ομοίως, η κοινολόγηση των εν λόγω πληροφοριών σε πρόσωπα πέραν εκείνων που κατονομάζονται ρητώς στο άρθρο 22α του ΚΥΚ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εκτιμάται αν ο υπάλληλος ενήργησε με καλή πίστη.

(βλ. σκέψεις 114 έως 116, 118, 123, 128, 129 και 135)

3.      Το ζήτημα αν ο υπάλληλος, κατά την εκ μέρους του ανακοίνωση πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 22α του ΚΥΚ, έχει ενεργήσει με καλή πίστη δεν πρέπει να εκτιμάται αφηρημένα και επιτάσσει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία του πλαισίου εντός του οποίου ο υπάλληλος διαβίβασε στην ιεραρχία του τις πληροφορίες με τις οποίες καταγγέλλεται ορισμένο περιστατικό.

Συναφώς, και στο μέτρο κατά το οποίο το άρθρο 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προβλέπει καταρχήν υποχρέωση προς ενημέρωση και όχι δικαίωμα ή δυνατότητα, η ύπαρξη υποχρεώσεως είναι ικανή να επηρεάσει την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αν ο υπάλληλος ενήργησε με καλή πίστη, κατά την έννοια του άρθρου 22α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, κατά την εκ μέρους του ανακοίνωση πληροφοριών δυνάμει της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου. Πράγματι, το περιθώριο εκτιμήσεως του υπαλλήλου, ο οποίος έχει γνώση των πραγματικών περιστατικών που ενδεχομένως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προαναφερθείσας παραγράφου 1, είναι λιγότερο ευρύ στην περίπτωση κατά την οποία αυτός υπέχει υποχρέωση προς ανακοίνωση απ’ ό,τι στην περίπτωση κατά την οποία μπορεί ελεύθερα να αποφασίσει να προβεί σε ανακοίνωση. Στην πρώτη περίπτωση, εκτίθεται στον κίνδυνο να του επιβληθεί κύρωση κατά την έννοια του άρθρου 86 του ΚΥΚ, ενώ ο κίνδυνος αυτός δεν υφίσταται όταν αποφασίζει να μην κάνει χρήση ορισμένης δυνατότητας.

Κατά συνέπεια, ο υπάλληλος ο οποίος έχει αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή του άρθρου 22α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ θα είναι περισσότερο διατεθειμένος να ανακοινώσει πληροφορίες όταν υπόκειται σε σχετική υποχρέωση απ’ ό,τι στην περίπτωση που δεν υπόκειται.

Εξάλλου, το υψηλό επίπεδο ευθύνης του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου μπορεί να συνεπάγεται γι’ αυτόν αυξημένη συναίσθηση των υποχρεώσεων που υπέχει από τον ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 148 έως 150 και 152)