Language of document : ECLI:EU:T:2012:172

Υπόθεση T‑336/07

Telefónica, SA
και
Telefónica de España, SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως — Ισπανικές αγορές της ευρυζωνικής προσβάσεως στο Διαδίκτυο — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ — Καθορισμός των τιμών — Συμπίεση των περιθωρίων κέρδους — Ορισμός των αγορών — Δεσπόζουσα θέση — Κατάχρηση — Υπολογισμός της συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους — Αποτελέσματα της καταχρήσεως — Αρμοδιότητα της Επιτροπής — Δικαιώματα άμυνας — Επικουρικότητα — Αναλογικότητα — Ασφάλεια δικαίου — Καλόπιστη συνεργασία — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Πρόστιμα»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Υπόμνημα απαντήσεως — Τυπικά στοιχεία — Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής ή του υπομνήματος απαντήσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Πρόσβαση στον φάκελο — Περιεχόμενο — Άρνηση κοινοποιήσεως εγγράφου — Συνέπειες — Απαραίτητη η διάκριση μεταξύ εγγράφων με επιβαρυντικά στοιχεία και εγγράφων με ελαφρυντικά στοιχεία, ως προς το βάρος αποδείξεως το οποίο φέρει η οικεία επιχείρηση

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2)

3.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Αναγκαίο περιεχόμενο — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 1)

4.      Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Σχετική αγορά — Καθορισμός — Κριτήρια — Χονδρική παροχή υπηρεσιών υψηλής ταχύτητας προσβάσεως στο Διαδίκτυο

(Άρθρο 82 ΕΚ· ανακοίνωση 97/C 372/03 της Επιτροπής)

5.      Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Συμπεριφορά εντός της αγοράς στην οποία υπάρχει δεσπόζουσα θέση, παράγουσα αποτελέσματα σε συναφή αγορά — Εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ

(Άρθρο 82 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Κριτήρια εκτιμήσεως — Ενδεχόμενη ύπαρξη ανταγωνισμού στην αγορά — Σημασία

(Άρθρο 82 ΕΚ)

7.      Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Έννοια — Ικανότητα επιβολής τακτικών αυξήσεων τιμών — Μη αναγκαίο στοιχείο

(Άρθρο 82 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Κατάχρηση — Συμπίεση των περιθωρίων κέρδους — Έννοια — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 82 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Κατάχρηση — Συμπίεση των περιθωρίων κέρδους — Ισότητα των ευκαιριών — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 82 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Κατάχρηση — Έννοια — Συμπεριφορές παράγουσες περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα — Δυνητικό αποτέλεσμα

(Άρθρο 82 ΕΚ)

11.    Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Εφαρμογή από την Επιτροπή — Περιορισμός των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής από το κανονιστικό πλαίσιο της αγοράς των τηλεπικοινωνιών —Δεν χωρεί

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου· οδηγία 2002/21 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

12.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας της Επιτροπής με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές — Περιεχόμενο

(Άρθρα 10 ΕΚ, 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003, άρθρα 11 έως 16)

13.    Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Παραβάσεις — Τέλεση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας — Έννοια

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, εδ. 1, και 1/2003, άρθρο 23 § 2)

14.    Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Κατάχρηση — Καταχρηστικός χαρακτήρας τιμολογιακής πρακτικής — Αυτόνομη συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως στην αγορά

(Άρθρο 82 ΕΚ)

15.    Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής — Ρυθμιζόμενος τομέας των τηλεπικοινωνιών — Εμπίπτει

(Άρθρο 82 ΕΚ)

16.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Εκτίμηση σε συνάρτηση με την ατομική συμπεριφορά της επιχειρήσεως

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

17.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Υποχρέωση συνεκτιμήσεως των συγκεκριμένων επιπτώσεων στην αγορά — Περιεχόμενο

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 1)

18.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Εκτίμηση — Αλληλεξάρτηση των τριών κριτηρίων που παρατίθενται ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής — Χαρακτηρισμός μιας παραβάσεως ως πολύ σοβαρής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

19.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου — Γενικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα — Παραβίαση της αρχής του προσωποπαγούς των ποινών — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

20.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Διάρκεια της παραβάσεως — Προσαύξηση του αρχικού ποσού του προστίμου — Συνεκτίμηση των διακυμάνσεων της εντάσεως της παραβάσεως — Αποκλείεται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3)

21.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Έγκριση ή ανοχή της παραβάσεως από το εθνικό δίκαιο ή από τις εθνικές αρχές

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

1.      Από το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Η αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική λειτουργία που επιτελούν τα παραρτήματα συνεπάγεται ότι, στον βαθμό που τα παραρτήματα αυτά περιέχουν νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται ορισμένοι ισχυρισμοί που διατυπώνονται με το δικόγραφο της προσφυγής, τα στοιχεία αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στο καθεαυτό κείμενο της προσφυγής ή, τουλάχιστον, να προσδιορίζονται επαρκώς στο δικόγραφο αυτό. Για τον λόγο αυτόν, το εν λόγω δικόγραφο πρέπει να διευκρινίζει τον λόγο ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε η αφηρημένη επίκλησή του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας. Τα παραρτήματα δεν μπορούν, συνεπώς, να χρησιμεύσουν για την ανάπτυξη λόγου ακυρώσεως εκτιθεμένου συνοπτικώς στο δικόγραφο της προσφυγής, μέσω της προβολής αιτιάσεων ή επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο αυτό.

Αυτή η ερμηνεία του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου αφορά και τις προϋποθέσεις παραδεκτού του υπομνήματος απαντήσεως, σκοπός του οποίου είναι, κατά το άρθρο 47, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, η συμπλήρωση του δικογράφου της προσφυγής.

Συνεπώς, τα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής και του υπομνήματος απαντήσεως μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο στο μέτρο που ενισχύουν ή συμπληρώνουν λόγους ακυρώσεως ή επιχειρήματα που προβλήθηκαν ρητώς από τους προσφεύγοντες στο κυρίως σώμα των δικογράφων τους και εφόσον είναι δυνατό να καθορισθεί με ακρίβεια ποια στοιχεία των παραρτημάτων αυτών ενισχύουν ή συμπληρώνουν τους ανωτέρω λόγους ακυρώσεως ή τα ανωτέρω επιχειρήματα.

(βλ. σκέψεις 58-61, 63)

2.      Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, η μη κοινοποίηση εγγράφου σε μια επιχείρηση δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της παρά μόνον αν η επιχείρηση αυτή αποδεικνύει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της όσον αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Αν υπάρχουν άλλες έγγραφες αποδείξεις των οποίων οι ενδιαφερόμενοι έλαβαν γνώση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και επί των οποίων μπορούν να στηριχθούν ειδικά τα συμπεράσματα της Επιτροπής, η μη συνεκτίμηση, ως αποδεικτικού στοιχείου, του μη κοινοποιηθέντος ενοχοποιητικού εγγράφου δεν αναιρεί το βάσιμο των αιτιάσεων που διατυπώνονται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση εναπόκειται να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής.

(βλ. σκέψη 78)

3.      Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει ιδίως να περιλαμβάνει η ανακοίνωση των αιτιάσεων την οποία απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδεται και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας. Η επιταγή αυτή τηρείται εφόσον η τελική απόφαση δεν προσάπτει στους ενδιαφερομένους παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που εκτίθενται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και εφόσον λαμβάνει υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις.

Η τελική απόφαση της Επιτροπής, ωστόσο, δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να αποτελεί αντίγραφο της συνοπτικής εκθέσεως των αιτιάσεων. Ως εκ τούτου, επιτρέπονται προσθήκες στην ανακοίνωση των αιτιάσεων οι οποίες πραγματοποιούνται υπό το πρίσμα του υπομνήματος απαντήσεως των ενδιαφερομένων, των οποίων τα επιχειρήματα αποδεικνύουν ότι όντως άσκησαν τα δικαιώματά τους άμυνας. Η Επιτροπή μπορεί επίσης, λαμβάνοντας υπόψη τη διοικητική διαδικασία, να τροποποιήσει ή να προσθέσει πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα προς στήριξη των αιτιάσεων που διατύπωσε.

Συνεπώς, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω αποκλίσεως μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της τελικής αποφάσεως υπάρχει μόνον οσάκις αιτίαση που διατυπώνεται στην απόφαση αυτή δεν εκτέθηκε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων επαρκώς ώστε να επιτρέψει στους αποδέκτες της να αμυνθούν. Η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει οσάκις οι προβαλλόμενες διαφορές μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της τελικής αποφάσεως δεν αφορούν άλλες συμπεριφορές πλην εκείνων επί των οποίων έδωσε ήδη εξηγήσεις η οικεία επιχείρηση και οι οποίες, ως εκ τούτου, ουδεμία σχέση έχουν με οποιαδήποτε νέα αιτίαση.

(βλ. σκέψεις 80-82, 84-85)

4.      Για να εξετασθεί η τυχόν δεσπόζουσα θέση μίας επιχειρήσεως σε συγκεκριμένη τομεακή αγορά, οι δυνατότητες ανταγωνισμού πρέπει να αξιολογούνται στο πλαίσιο της αγοράς που περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα τα οποία, λόγω των χαρακτηριστικών τους, μπορούν κάλλιστα να ικανοποιούν διαρκείς ανάγκες και είναι σε μικρό βαθμό εναλλάξιμα με άλλα προϊόντα. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο ορισμός της σχετικής αγοράς χρησιμεύει για να κριθεί αν η οικεία επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει τη διατήρηση πραγματικού ανταγωνισμού και να ενεργεί, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές της, τους πελάτες της και τους καταναλωτές της, δεν πρέπει προς τούτο να εξετάζονται μόνον τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των οικείων προϊόντων, αλλά πρέπει και να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι συνθήκες ανταγωνισμού και η διάρθρωση της ζητήσεως και της προσφοράς στην αγορά.

Η έννοια της σχετικής αγοράς σημαίνει ότι είναι δυνατό να υφίσταται πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των προϊόντων που αποτελούν μέρος αυτής, γεγονός που προϋποθέτει επαρκή βαθμό εναλλαξιμότητας, προκειμένου όλα τα προϊόντα που αποτελούν μέρος της ίδιας αγοράς να τυγχάνουν της ίδιας χρήσεως.

Επίσης, από την ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού προκύπτει ότι η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή και τις υπηρεσίες που είναι δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω των χαρακτηριστικών, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται. Από οικονομικής απόψεως, για τον ορισμό της σχετικής αγοράς, η δυνατότητα υποκαταστάσεως από πλευράς της ζητήσεως είναι ο πιο άμεσος και πιο σημαντικός παράγων πειθαρχίας για τους προμηθευτές συγκεκριμένου προϊόντος, ιδίως όσον αφορά τις αποφάσεις τους περί καθορισμού των τιμών. Επιπλέον, η δυνατότητα υποκαταστάσεως από πλευράς της προσφοράς μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη για τον ορισμό της σχετικής αγοράς στις περιπτώσεις στις οποίες αυτή η δυνατότητα υποκαταστάσεως έχει ισοδύναμα αποτελέσματα με αυτά της δυνατότητας υποκαταστάσεως όσον αφορά την αμεσότητα και την αποτελεσματικότητα. Προς τούτο, πρέπει οι προμηθευτές να είναι σε θέση να προσανατολίζουν εκ νέου την παραγωγή τους προς τα οικεία προϊόντα και να τα εμπορεύονται βραχυπρόθεσμα, χωρίς να υφίστανται σημαντικό πρόσθετο κόστος και χωρίς να διατρέχουν σημαντικό επιπλέον κίνδυνο, ανταποκρινόμενοι στις ελαφρές αλλά μόνιμες μεταβολές των σχετικών τιμών.

Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις αγορές χονδρικής της ευρυζωνικής προσβάσεως στο Διαδίκτυο, η Επιτροπή μπορεί ορθώς να συναγάγει ότι, λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών επενδύσεων που είναι αναγκαίες για τη μετάβαση από την εθνική στην περιφερειακή προσφορά χονδρικής, καθώς και από την περιφερειακή προσφορά χονδρικής στην αποδεσμοποίηση του τοπικού βρόχου, και λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που είναι αναγκαίος για μια τέτοια μετάβαση, δεδομένου ότι αυτή δεν αποτελεί βιώσιμη επιλογή για ολόκληρη την εθνική επικράτεια και ότι απαιτεί την ύπαρξη μιας ελάχιστης κρίσιμης μάζας και δεδομένου ότι υπάρχουν λειτουργικές διαφορές μεταξύ της εθνικής και της περιφερειακής προσφοράς χονδρικής, αφενός, και της αποδεσμοποιήσεως του τοπικού βρόχου, αφετέρου, η αποδεσμοποίηση του τοπικού βρόχου δεν ανήκει στην ίδια αγορά με τις αγορές της εθνικής προσφοράς χονδρικής και της περιφερειακής προσφοράς χονδρικής. Ομοίως, η Επιτροπή μπορεί ορθώς να συναγάγει ότι το εθνικό και το περιφερειακό προϊόν χονδρικής δεν ανήκουν στην ίδια αγορά, δεδομένου ότι, λαμβανομένων υπόψη των δαπανών που συνεπάγεται η μετάβαση από το εθνικό στο περιφερειακό προϊόν χονδρικής, δεν είναι πιθανόν, αλλά παράλογο από οικονομικής απόψεως, οι επιχειρηματίες οι οποίοι έχουν ήδη επενδύσει στην ανάπτυξη ενός δικτύου να φέρουν το κόστος της μη χρησιμοποιήσεως του δικτύου αυτού και να αποφασίσουν να χρησιμοποιούν το εθνικό προϊόν χονδρικής, το οποίο δεν τους παρέχει τις ίδιες δυνατότητες, από πλευράς ελέγχου της ποιότητας της υπηρεσίας του προϊόντος λιανικής, με το περιφερειακό προϊόν χονδρικής.

(βλ. σκέψεις 111-113, 116, 127, 134, 139, 143)

5.      Ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας τιμολογιακής πρακτικής την οποία εφαρμόζει επιχείρηση που είναι καθετοποιημένη και κατέχει δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά χονδρικής και η οποία οδηγεί στη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των ανταγωνιστών της επιχειρήσεως αυτής στην αγορά λιανικής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως της εν λόγω επιχειρήσεως στην τελευταία αυτή αγορά. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διαπιστώσει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως μιας επιχειρήσεως υπό τη μορφή της συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει ότι η επιχείρηση αυτή κατέχει δεσπόζουσα θέση τόσο στην αγορά χονδρικής όσο και στην αγορά λιανικής.

(βλ. σκέψη 146)

6.      Η ενδεχόμενη ύπαρξη ανταγωνισμού στην αγορά είναι, βεβαίως, γεγονός που ασκεί επιρροή, μεταξύ άλλων, προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως. Πάντως, η ύπαρξη ανταγωνισμού, έστω και έντονου, σε συγκεκριμένη αγορά δεν αποκλείει την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως στην ίδια αυτή αγορά, εφόσον η εν λόγω θέση χαρακτηρίζεται ουσιωδώς από την ικανότητα της επιχειρήσεως να συμπεριφέρεται χωρίς να λαμβάνει υπόψη, στη στρατηγική αγοράς που εφαρμόζει, τον ανταγωνισμό αυτό και χωρίς, ωστόσο, να υφίσταται επιζήμιες συνέπειες από τη στάση της αυτή.

(βλ. σκέψη 162)

7.      Μολονότι η ικανότητα επιβολής τακτικών αυξήσεων τιμών συνιστά αναμφισβήτητα στοιχείο το οποίο ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως, ουδόλως συνιστά απαραίτητο στοιχείο, καθόσον η ανεξαρτησία της οποίας τυγχάνει μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση στον τομέα των τιμών οφείλεται περισσότερο στην ικανότητά της να καθορίζει τις τιμές αυτές, χωρίς να χρειάζεται να λάβει υπόψη την αντίδραση των ανταγωνιστών, των πελατών και των προμηθευτών, απ’ ό,τι στην ικανότητά της να αυξάνει τις τιμές αυτές.

(βλ. σκέψη 166)

8.      Για τη διαπίστωση της υπάρξεως πρακτικής συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους δεν απαιτείται η τιμολογούμενη στους ανταγωνιστές τιμή χονδρικής για το προϊόν του προηγουμένου σταδίου παραγωγής να είναι υπερβολική ή η τιμή λιανικής για το παράγωγο προϊόν να έχει επιθετικό χαρακτήρα. Η συμπίεση των περιθωρίων κέρδους μπορεί, ελλείψει κάθε αντικειμενικής δικαιολογίας, να συνιστά κατάχρηση υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ. Η συμπίεση των περιθωρίων κέρδους προκύπτει από την απόκλιση μεταξύ των τιμών των παροχών χονδρικής και των τιμών των παροχών λιανικής και όχι από το επίπεδο των τιμών αυτών καθαυτές. Ειδικότερα, αυτή η συμπίεση μπορεί να προέλθει όχι μόνον από ασυνήθιστα χαμηλή τιμή λιανικής, αλλά και από ασυνήθιστα υψηλή τιμή χονδρικής.

Εξάλλου, ορθώς η Επιτροπή κρίνει ότι το κατάλληλο κριτήριο για την απόδειξη της υπάρξεως συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους συνίσταται στο να διαπιστώσει αν ένας ανταγωνιστής που έχει την ίδια διάρθρωση κόστους με τη δραστηριότητα την οποία αναπτύσσει σε μεταγενέστερο στάδιο η καθετοποιημένη επιχείρηση θα ήταν σε θέση να παρέχει υπηρεσίες στο μεταγενέστερο στάδιο χωρίς να υποστεί ζημίες, αν η εν λόγω καθετοποιημένη επιχείρηση έπρεπε να καταβάλει την τιμή προσβάσεως την οποία κατέβαλλαν στο προγενέστερο στάδιο οι ανταγωνιστές της, και αναφέρεται στο κόστος της οικείας επιχειρήσεως, χωρίς να πραγματοποιήσει μελέτη των περιθωρίων κέρδους των κυρίων εναλλακτικών επιχειρηματιών στη σχετική αγορά.

Πράγματι, η εκτίμηση της νομιμότητας της πολιτικής τιμών της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως πρέπει, κατ’ αρχήν, να στηρίζεται σε κριτήρια σχετικά με τις τιμές, βασιζόμενα στο κόστος με το οποίο επιβαρύνεται η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση και στη στρατηγική της. Ειδικότερα, όσον αφορά τιμολογιακή πολιτική που καταλήγει στη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους, η χρήση τέτοιων κριτηρίων αναλύσεως παρέχει τη δυνατότητα να εξακριβωθεί αν η επιχείρηση αυτή θα ήταν σε θέση να προσφέρει τις δικές της παροχές λιανικής στους τελικούς πελάτες χωρίς να υφίσταται ζημία, αν ήταν προηγουμένως υποχρεωμένη να καταβάλλει τις δικές της τιμές χονδρικής για τις ενδιάμεσες παροχές.

Η προσέγγιση αυτή δικαιολογείται, αφενός, τοσούτω μάλλον διότι είναι επίσης σύμφωνη με τη γενική αρχή της ασφαλείας δικαίου, καθόσον, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος της και τις τιμές της, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση μπορεί να εκτιμήσει τη νομιμότητα των δικών της συμπεριφορών, σύμφωνα με την ιδιαίτερη υποχρέωση την οποία υπέχει από το άρθρο 82 ΕΚ. Συγκεκριμένα, καίτοι επιχείρηση η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση γνωρίζει το δικό της κόστος και τις δικές της τιμές, δεν γνωρίζει κατ’ αρχήν το κόστος και τις τιμές των ανταγωνιστών της. Αφετέρου, ένας καταχρηστικός αποκλεισμός επηρεάζει και τους ενδεχομένους ανταγωνιστές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως, τους οποίους η προοπτική ελλείψεως αποδοτικότητας θα μπορούσε να αποθαρρύνει από την είσοδο στην αγορά.

Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι το κόστος και οι τιμές των ανταγωνιστών μπορούν να έχουν σημασία για την εξέταση της επίμαχης τιμολογιακής πρακτικής. Πάντως, μόνον όταν δεν είναι δυνατόν να γίνει αναφορά στις τιμές και στο κόστος της δεσπόζουσας επιχειρήσεως πρέπει να εξετάζονται οι τιμές και το κόστος των ανταγωνιστών στην ίδια αυτή αγορά.

(βλ. σκέψεις 186-187, 190-194)

9.      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου της συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους, δεν μπορεί να προσαφθεί στη Επιτροπή ότι εξετάζει την ύπαρξη συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους για έκαστο προϊόν της οικείας επιχειρήσεως χωριστά, ενώ οι εναλλακτικοί επιχειρηματίες χρησιμοποιούν έναν βέλτιστο συνδυασμό προϊόντων οποίος επιτρέπει την εξοικονόμηση δαπανών, όταν τα προϊόντα αυτά δεν ανήκουν στην ίδια αγορά με τη σχετική αγορά. Πράγματι, το άρθρο 82 ΕΚ απαγορεύει μεταξύ άλλων σε επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση σε ορισμένη αγορά να εφαρμόζει τιμολογιακές πρακτικές οι οποίες παράγουν αποτελέσματα εκτοπισμού για τους εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές της, υφιστάμενους ή μελλοντικούς. Η εξέταση μιας τέτοιας θέσεως επιβάλλει την αξιολόγηση των δυνατοτήτων ανταγωνισμού στο πλαίσιο της αγοράς που περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα τα οποία, λόγω των χαρακτηριστικών τους, μπορούν κάλλιστα να ικανοποιούν διαρκείς ανάγκες και είναι σε μικρό βαθμό εναλλάξιμα με άλλα προϊόντα, δεδομένου ότι ο ορισμός της σχετικής αγοράς χρησιμεύει για να κριθεί αν η οικεία επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει τη διατήρηση πραγματικού ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά.

Εξάλλου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ένας εναλλακτικός επιχειρηματίας θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις ζημίες που υφίσταται, λόγω της συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους όσον αφορά ένα προϊόν χονδρικής, με τα έσοδα που προέρχονται από τη χρήση, σε ορισμένες αποδοτικότερες γεωγραφικές ζώνες, άλλων προϊόντων της οικείας επιχειρήσεως που δεν αποτελούν αντικείμενο συμπιέσεως περιθωρίων κέρδους και που ανήκουν σε άλλη αγορά. Καθεστώς ανόθευτου ανταγωνισμού μπορεί να επιτευχθεί μόνον εφόσον εξασφαλίζεται η ισότητα ευκαιριών μεταξύ των διαφόρων επιχειρηματιών. Η ισότητα ευκαιριών σημαίνει ότι μια δεσπόζουσα επιχείρηση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και οι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικοί ανταγωνιστές της τελούν σε σχέση ισότητας στην αγορά λιανικής. Τούτο δεν ισχύει αν οι τιμές των προϊόντων χονδρικής που καταβάλλουν οι εναλλακτικοί επιχειρηματίες στην εν λόγω επιχείρηση δεν μπορούν να μετακυλισθούν στις τιμές των προϊόντων τους λιανικής παρά μόνο αν τα προϊόντα αυτά προσφερθούν επί ζημία.

(βλ. σκέψεις 200-204)

10.    Για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ, αρκεί να αποδειχθεί ότι η καταχρηστική συμπεριφορά της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως τείνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό ή, άλλως, ότι η συμπεριφορά είναι ικανή ή ενδέχεται να έχει τέτοιο αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, το αντίθετο στον ανταγωνισμό αποτέλεσμα μιας πρακτικής στην αγορά πρέπει να υπάρχει, αλλά δεν πρέπει οπωσδήποτε να είναι συγκεκριμένο, καθόσον αρκεί η απόδειξη της δυνητικής υπάρξεως αντίθετου στον ανταγωνισμό αποτελέσματος ικανού να αποκλείσει τους ανταγωνιστές που είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικοί με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση. Συναφώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που παρήλθε μεταξύ της ενάρξεως της προσαπτομένης συμπεριφοράς και της εκδόσεως αποφάσεως της Επιτροπής, δεν είναι προσήκουσα η εφαρμογή του κριτηρίου των πιθανών αποτελεσμάτων, δεδομένου ότι η Επιτροπή διέθετε τον αναγκαίο χρόνο προκειμένου να αποδείξει το υποστατό των προβαλλομένων αντιθέτων στον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της επίμαχης συμπεριφοράς.

(βλ. σκέψεις 268, 272)

11.    Η ύπαρξη της οδηγίας 2002/21, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ουδόλως επηρεάζει την αρμοδιότητα την οποία η Επιτροπή αντλεί απευθείας από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 και, από 1ης Μαΐου 2004, από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, προς διαπίστωση των παραβάσεων των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Οι κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης συμπληρώνουν, μέσω ex post ελέγχου, το ρυθμιστικό πλαίσιο που έχει θεσπίσει ο νομοθέτης της Ένωσης ώστε να ρυθμίσει ex ante τις αγορές των τηλεπικοινωνιών.

(βλ. σκέψη 293)

12.    Όσον αφορά τις σχέσεις που διαμορφώνονται στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινεί η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, οι λεπτομέρειες εκπληρώσεως της υποχρεώσεως καλόπιστης συνεργασίας που απορρέει από το άρθρο 10 ΕΚ και την οποία οφείλει να τηρεί η Επιτροπή στο πλαίσιο των σχέσεών της με τα κράτη μέλη διευκρινίσθηκαν ιδίως στα άρθρα 11 έως 16 του κανονισμού 1/2003, στο κεφάλαιο IV του κανονισμού αυτού, τιτλοφορούμενο «Συνεργασία». Οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν ρητώς την υποχρέωση της Επιτροπής να συμβουλεύεται τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές.

(βλ. σκέψη 312)

13.    Όσον αφορά το ζήτημα αν μια παράβαση τελέστηκε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας και το αν μπορεί να επιβληθεί, για τον λόγο αυτό, πρόστιμο, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 17 και, από 1ης Μαΐου 2004, του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η εν λόγω προϋπόθεση πληρούται όταν η επιχείρηση δεν μπορεί να αγνοεί ότι οι ενέργειές της είναι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ανεξάρτητα από το αν αυτή είχε ή όχι επίγνωση της παραβάσεως των κανόνων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού. Μια επιχείρηση γνωρίζει τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της συμπεριφοράς της όταν γνωρίζει τα πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούν τόσο τη διαπίστωση της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά όσο και την εκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής ότι υπάρχει κατάχρηση της θέσεως αυτής.

Συναφώς, ως επιμελής επιχειρηματίας, μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση οφείλει να έχει εξοικειωθεί με τις αρχές που διέπουν τον ορισμό των αγορών στις υποθέσεις ανταγωνισμού και, ενδεχομένως, να ζητήσει τη συμβουλή ειδημόνων προκειμένου να αξιολογήσει, σε εύλογο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις βαθμό, τις συνέπειες που μπορεί να έχει ορισμένη πράξη. Τούτο ισχύει ειδικότερα όσον αφορά τους επαγγελματίες, οι οποίοι συνήθως πρέπει να επιδεικνύουν μεγάλη σύνεση κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους. Συνεπώς, μπορεί κανείς να αναμένει από αυτούς να επιδεικνύουν ιδιαίτερη μέριμνα κατά την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει το επάγγελμα αυτό. Εξάλλου, για ένα συνετό επιχειρηματία δεν χωρεί αμφιβολία περί του ότι η κατοχή σημαντικών μεριδίων αγοράς, μολονότι δεν είναι κατ’ ανάγκη και σε όλες τις περιπτώσεις η μόνη καθοριστική ένδειξη για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως, έχει πάντως μεγάλη σημασία την οποία πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη όσον αφορά την ενδεχόμενη συμπεριφορά του στην αγορά. Συναφώς, ένας κατεστημένος φορέας και κύριος της μόνης σημαντικής υποδομής για την παροχή προϊόντων χονδρικής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών δεν μπορεί να αγνοεί ότι κατέχει δεσπόζουσα θέση στις σχετικές αγορές. Ως εκ τούτου, το μέγεθος μεριδίων αγοράς που κατέχει ένας τέτοιος επιχειρηματίας στις σχετικές αγορές συνεπάγεται ότι η πεποίθησή του ότι δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στις αγορές αυτές μπορεί μόνο να είναι προϊόν είτε ανεπαρκούς εξετάσεως της διαρθρώσεως των αγορών στις οποίες αναπτύσσει δραστηριότητα είτε αρνήσεως να λάβει υπόψη τις διαθρώσεις αυτές.

(βλ. σκέψεις 319-320, 323-325)

14.    Το άρθρο 82 ΕΚ αφορά μόνο συμπεριφορές θίγουσες τον ανταγωνισμό τις οποίες υιοθετούν οι επιχειρήσεις εξ ιδίας πρωτοβουλίας. Αν η θίγουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιβάλλεται στις επιχειρήσεις από την εθνική νομοθεσία ή αν η τελευταία διαμορφώνει ένα νομικό πλαίσιο το οποίο, αυτό και μόνο, αποκλείει κάθε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, το άρθρο 82 ΕΚ δεν έχει εφαρμογή. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του ανταγωνισμού δεν οφείλεται, όπως προϋποθέτει η διάταξη αυτή, σε αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων.

Αντιθέτως, το άρθρο 82 ΕΚ μπορεί να εφαρμοσθεί αν αποδειχθεί ότι η εθνική νομοθεσία αφήνει περιθώρια ανταγωνισμού, ο οποίος ενδέχεται να εμποδίζεται, να περιορίζεται ή να στρεβλώνεται από αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, παρά την ύπαρξη μιας τέτοιας νομοθεσίας, εάν μια καθετοποιημένη επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση διαθέτει περιθώριο χειρισμών έστω και για να τροποποιήσει μόνο τις τιμές της λιανικής, μπορεί να της καταλογιστεί η συμπίεση των περιθωρίων κέρδους, για τον λόγο αυτόν και μόνο.

Συναφώς, όσον αφορά τις τιμολογιακές πρακτικές μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως τηλεπικοινωνιών, ακόμη και αν υποτεθεί ότι για τη μείωση των τιμών χρειάζεται η επέμβαση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής της αγοράς των τηλεπικοινωνιών και ότι τούτο δεν μπορεί να αποφασισθεί ελεύθερα από την επιχείρηση αυτή, στην εν λόγω επιχείρηση εναπόκειται, στο πλαίσιο της ιδιαίτερης ευθύνης την οποία υπέχει ως επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά, να υποβάλει στην αρχή αυτή αιτήσεις τροποποιήσεως των τιμών της, εφόσον αυτές έχουν ως αποτέλεσμα να προσβάλουν τον αποτελεσματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς.

(βλ. σκέψεις 328-330, 335)

15.    Η τήρηση, εκ μέρους επιχειρήσεως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση στην αγορά των τηλεπικοινωνιών, της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών δεν προστατεύει την επιχείρηση από μια παρέμβαση της Επιτροπής βάσει του άρθρου 82 ΕΚ.

Πράγματι, ελλείψει ρητής παρεκκλίσεως συναφώς, το δίκαιο του ανταγωνισμού έχει εφαρμογή στους ρυθμιζόμενους τομείς. Συγκεκριμένα, δεν αποκλείεται η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, εφόσον οι ισχύουσες στον οικείο τομέα διατάξεις αφήνουν περιθώριο ανταγωνισμού ο οποίος μπορεί να παρεμποδιστεί, να περιοριστεί ή να στρεβλωθεί από αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 339-340)

16.    Η απόφαση της Επιτροπής να μην επιβάλει πρόστιμο με ορισμένες αποφάσεις, λόγω της σχετικά νέας φύσεως των διαπιστωθεισών παραβάσεων, δεν χορηγεί ασυλία στις επιχειρήσεις που διαπράττουν αργότερα το ίδιο είδος παραβάσεων. Πράγματι, εντός αυτού του ιδιαιτέρου πλαισίου κάθε υποθέσεως η Επιτροπή, κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως, αποφασίζει περί της σκοπιμότητας επιβολής προστίμου για να κολάσει τη διαπιστωθείσα παράβαση και να διατηρήσει την αποτελεσματικότητα του δικαίου του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψη 357)

17.    Κατά το σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή οφείλει, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, να προβαίνει στην εκτίμηση του συγκεκριμένου αντίκτυπου στην αγορά, αποκλειστικώς και μόνον εφόσον προκύπτει ότι ο αντίκτυπος αυτός είναι μετρήσιμος.

(βλ. σκέψη 389)

18.    Η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αντιπροσωπεύει μόνον ένα από τα τρία προσήκοντα κριτήρια, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, για τη συνολική εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Μεταξύ αυτών των αλληλεξαρτωμένων κριτηρίων, η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο. Αντιθέτως, η έκταση της γεωγραφικής αγοράς δεν είναι αυτοτελές κριτήριο, υπό την έννοια ότι μόνον παραβάσεις που αφορούν την πλειονότητα των κρατών μελών θα μπορούσαν να λάβουν τον χαρακτηρισμό «πολύ σοβαρές». Ούτε η Συνθήκη ΕΚ, ούτε ο κανονισμός 17, ούτε ο κανονισμός 1/2003, ούτε οι προπαρατεθείσες κατευθυντήριες γραμμές, ούτε η νομολογία παρέχουν τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι μόνον πολύ εκτεταμένοι, από γεωγραφική άποψη, περιορισμοί μπορούν να λάβουν τέτοιο χαρακτηρισμό. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή μπορεί να χαρακτηρίσει μια παράβαση ως «πολύ σοβαρή», ενώ το μέγεθος της σχετικής γεωγραφικής αγοράς περιορίζεται στο έδαφος ενός μόνον κράτους μέλους.

(βλ. σκέψη 413)

19.    Προκειμένου να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως ώστε να καθορισθεί το ποσό του προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά ώστε οι ενέργειές της να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα, ιδίως για τις μορφές παραβάσεων που είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για την υλοποίηση των σκοπών της Ένωσης. Το αποτρεπτικό αποτέλεσμα πρέπει να είναι τόσο ειδικό όσο και γενικό. Το πρόστιμο κολάζει μια ατομική παράβαση, αλλά συγχρόνως εντάσσεται και εντός του πλαισίου μιας γενικότερης πολιτικής τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού εκ μέρους των επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι παραβιάσθηκε η αρχή του προσωποπαγούς των ποινών απλώς και μόνο διότι το πρόστιμο που επέβαλε σε μια επιχείρηση η Επιτροπή, υπολογισθέν λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης καταστάσεως της επιχειρήσεως αυτής, μπορεί επίσης να έχει γενικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι των λοιπών επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να παραβούν τους κανόνες ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψη 433)

20.    Στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι η προσαύξηση λόγω της διάρκειας πραγματοποιείται διά της εφαρμογής συγκεκριμένου ποσοστού επί του αρχικού ποσού του προστίμου αυτού το οποίο καθορίζεται με γνώμονα τη σοβαρότητα του συνόλου της παραβάσεως, αντανακλώντας ήδη κατ’ αυτόν τον τρόπο τους διάφορους βαθμούς σοβαρότητας της παραβάσεως, δεν συντρέχει λόγος να ληφθεί υπόψη, για την προσαύξηση του ποσού αυτού λόγω της διαρκείας της παραβάσεως, η τυχόν διακύμανση της σοβαρότητας της παραβάσεως κατά την κρίσιμη περίοδο.

(βλ. σκέψη 450)

21.    Μολονότι δεν αποκλείεται ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, ένα εθνικό νομικό πλαίσιο ή μια συμπεριφορά των εθνικών αρχών μπορεί να αποτελεί ελαφρυντική περίσταση, η έγκριση ή η ανοχή της παραβάσεως εκ μέρους των εθνικών αρχών δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προς τούτο, όταν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις διαθέτουν τα αναγκαία μέσα για να τύχουν ακριβών και ορθών νομικών πληροφοριών.

(βλ. σκέψη 458)