Language of document : ECLI:EU:T:2011:216

Υπόθεση T-1/08

Buczek Automotive sp. z o.o.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργίας – Είσπραξη δημοσίων απαιτήσεων – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή τους – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Καθορισμός των ποσών που πρέπει να ανακτηθούν από τους διάφορους δικαιούχους

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Πλεονέκτημα προκύπτον από την παράλειψη των αρχών να ζητήσουν, για να εισπράξουν δημόσιες απαιτήσεις, την κήρυξη σε πτώχευση επιχειρήσεως αντιμετωπίζουσας χρηματοοικονομικές δυσχέρειες

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Εκτίμηση με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Είσπραξη δημοσίων απαιτήσεων από επιχείρηση αντιμετωπίζουσα χρηματοοικονομικές δυσχέρειες

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

4.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων – Προσδιορισμός των επιπτώσεων στον ανταγωνισμό και του τρόπου με τον οποίο επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών – Απλή επανάληψη της διατυπώσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ – Ανεπαρκής αιτιολογία

(Άρθρa 87 § 1 ΕΚ και 253 ΕΚ)

1.      Η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον αν ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως είναι ικανή αφ’ εαυτής να έχει έννομες συνέπειες και ότι η προσφυγή είναι ικανή, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Όσον αφορά απόφαση της Επιτροπής η οποία κηρύσσει ασύμβατη προς την κοινή αγορά κρατική ενίσχυση και διατάσσει την ανάκτησή της, επιχείρηση έχει συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως, στον βαθμό που η Επιτροπή διατάσσει την ανάκτηση ποσού από την επιχείρηση αυτή. Εντούτοις, δεν μπορεί να θεωρηθεί εν προκειμένω ότι έχει επίσης συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση του συνόλου της αποφάσεως σχετικά με τον καθορισμό των ποσών που πρέπει να ανακτηθούν από τους άλλους αποδέκτες της ενισχύσεως.

(βλ. σκέψεις 34-35, 37-38)

2.      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από αυτήν της επιδοτήσεως, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις καθαυτές, αλλά και κρατικές παρεμβάσεις οι οποίες, κατά διαφόρους τρόπους, περιορίζουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της αυτής φύσεως και επιφέρουν ταυτόσημα αποτελέσματα. Επιπλέον, το άρθρο 87 ΕΚ δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των στόχων των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους.

Στην περίπτωση επιχειρήσεως με χρηματοοικονομικές δυσχέρειες, η οποία έχει οφειλές έναντι δημοσίων πιστωτών, το γεγονός ότι οι δημόσιες αρχές δεν επιλέγουν να ζητήσουν την κήρυξή της σε πτώχευση και περιορίζονται στη συνέχιση, έστω και επιμελώς, των νομίμων διαδικασιών εισπράξεως των δημοσίων απαιτήσεων μπορεί να συνιστά πλεονέκτημα. Συγκεκριμένα, κάθε πτωχευτική διαδικασία, είτε καταλήγει σε ανασυγκρότηση της εταιρίας που κηρύχθηκε σε πτώχευση είτε στην εκκαθάρισή της, επιδιώκει, τουλάχιστον, τον σκοπό της εκκαθαρίσεως του παθητικού της εν λόγω εταιρίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ελευθερία που διαθέτει η κηρυχθείσα σε πτώχευση εταιρία για να διαχειριστεί τόσο τα περιουσιακά της στοιχεία όσο και τη δραστηριότητά της είναι περιορισμένη. Επομένως, παραλείποντας να ζητήσουν την κήρυξη της επιχειρήσεως σε πτώχευση, οι αρχές παρέχουν τη δυνατότητα στην εταιρία αυτή να αποκτήσει ένα χρονικό περιθώριο κατά το οποίο μπορεί να κάνει ελεύθερα χρήση των περιουσιακών της στοιχείων και να συνεχίσει τη δραστηριότητά της, παρέχοντάς της έτσι ένα πλεονέκτημα το οποίο δύναται να συνιστά κρατική ενίσχυση.

(βλ. σκέψεις 68-69, 77)

3.      Για την εκτίμηση του αν ορισμένο κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, πρέπει να προσδιορισθεί εάν η αποδέκτρια επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Προς τούτο, όσον αφορά μη εισπραχθείσες δημόσιες απαιτήσεις, οι οικείοι δημόσιοι οργανισμοί πρέπει να παραβληθούν προς ιδιώτη δανειστή ο οποίος προσπαθεί να επιτύχει την επιστροφή των οφειλομένων ποσών εκ μέρους οφειλέτη που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες.

Όταν μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής καταστάσεώς της προτείνει στους δανειστές της μια συμφωνία, ή μια σειρά συμφωνιών, για τη ρύθμιση του χρέους της, ώστε να βελτιωθεί η κατάστασή της και να αποφευχθεί η θέση της υπό εκκαθάριση, κάθε δανειστής πρέπει να προβεί σε επιλογή μεταξύ, αφενός, του ποσού που του προσφέρεται στο πλαίσιο της προτεινόμενης συμφωνίας και, αφετέρου, του ποσού που εκτιμά ότι μπορεί να ανακτήσει κατά το πέρας της ενδεχόμενης θέσεως της επιχειρήσεως υπό εκκαθάριση. Η επιλογή του επηρεάζεται από σειρά παραγόντων, όπως η ιδιότητά του ως ενυπόθηκου, προνομιούχου ή εγχειρόγραφου δανειστή, η φύση και η έκταση των ενδεχομένων ασφαλειών που κατέχει, η αξιολόγηση των πιθανοτήτων εξυγιάνσεως της επιχειρήσεως καθώς και το κέρδος που θα απεκόμιζε σε περίπτωση εκκαθαρίσεως. Επομένως, εναπόκειται στην Επιτροπή να καθορίσει, για κάθε εμπλεκόμενο δημόσιο οργανισμό και λαμβάνοντας υπόψη τους προεκτεθέντες παράγοντες, αν η διαγραφή χρεών την οποία παραχώρησε ήταν προφανώς σημαντικότερη από εκείνη την οποία θα είχε παραχωρήσει ένας ιδιώτης δανειστής ο οποίος ευρίσκεται, έναντι της επιχειρήσεως, σε κατάσταση συγκρίσιμη προς εκείνη του οικείου δημόσιου οργανισμού και επιδιώκει να εισπράξει τα ποσά που του οφείλονται. Σε μια περίπτωση, όπου δεν έχει συναφθεί καμία συμφωνία διευθετήσεως του χρέους, ένας υποθετικός ιδιώτης πιστωτής βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επιλογή εξαρτώμενη, αφενός, από το προβλέψιμο προϊόν της νόμιμης διαδικασίας εισπράξεως των οφειλών και, αφετέρου, από το ποσόν που εκτιμά ότι μπορεί να εισπράξει με την ολοκλήρωση της διαδικασίας πτωχεύσεως της εταιρίας.

Εφόσον δεν υφίσταται καμία υποχρέωση των εθνικών αρχών, κατά την επιδίωξη της εισπράξεως δημοσίων απαιτήσεων, να εκμεταλλεύονται όλες τις μεθόδους εισπράξεως που διαθέτουν, η μόνη υποχρέωση που υπέχουν οι εν λόγω αρχές, προκειμένου η παρέμβασή τους να μην χαρακτηρισθεί κρατική ενίσχυση, συνίσταται στην υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς η οποία θα ήταν αυτή ενός ιδιώτη πιστωτή υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

Όταν υφίστανται διάφορες μέθοδοι εισπράξεως, είναι αναγκαίο να γίνεται σύγκριση μεταξύ των αντίστοιχων προτερημάτων των διαφόρων μεθόδων, προκειμένου να καθοριστεί εκείνη η οποία θα είχε επιλεγεί από τον ιδιώτη πιστωτή και η Επιτροπή, παρά την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που πρέπει να της αναγνωρίζεται όσον αφορά μια περίπλοκη οικονομική εκτίμηση, δεν μπορεί να αποφύγει τη δικαιολόγηση με κρίσιμα ουσιαστικά στοιχεία του συμπεράσματος στο οποίο ισχυρίζεται ότι κατέληξε μετά τη σύγκριση αυτή.

Συγκεκριμένα, όσο περιορισμένος και αν είναι ο έλεγχός του, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει ιδίως να εξακριβώσει την ακρίβεια των προβληθέντων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει των δεδομένων αυτών.

(βλ. σκέψεις 70, 82-85, 87, 89)

4.      Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως επιβάλλει να διευκρινίζονται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο ενισχύσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Όσον αφορά τις προϋποθέσεις περί επηρεασμού του διακρατικού εμπορίου και περί νοθεύσεως ή απειλής νοθεύσεως του ανταγωνισμού, αρκεί συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών και των νομικών εκτιμήσεων που ελήφθησαν υπόψη κατά την εκτίμηση των προϋποθέσεων αυτών. Δεν απόκειται στην Επιτροπή να προβεί σε οικονομική ανάλυση όσον αφορά την πραγματική κατάσταση των οικείων τομέων, το μερίδιο της αγοράς που κατείχε η προσφεύγουσα, τη θέση των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων και τα εμπορικά ρεύματα των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών, εφόσον εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους οι επίμαχες ενισχύσεις νόθευαν τον ανταγωνισμό και επηρέαζαν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Εντούτοις, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες όπου η ενίσχυση, από τις περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε, προκύπτει ότι είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να στρεβλώσει ή να απειλήσει με στρέβλωση τον ανταγωνισμό, εναπόκειται κατ’ ελάχιστον στην Επιτροπή να αναφερθεί στις περιστάσεις αυτές αιτιολογώντας την απόφασή της.

Απόφαση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ, αν, όσον αφορά τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και τη νόθευση ή την απειλή νοθεύσεως του ανταγωνισμού, επαναλαμβάνει απλώς τη διατύπωση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και δεν περιέχει καμία έκθεση, έστω συνοπτική, των πραγματικών περιστατικών και των νομικών εκτιμήσεων που ελήφθησαν υπόψη κατά την εκτίμηση των προϋποθέσεων αυτών, ούτε καν στο πλαίσιο της περιγραφής των περιστάσεων υπό τις οποίες ελήφθη το μέτρο.

(βλ. σκέψεις 101-102, 105-107)