Language of document : ECLI:EU:T:2014:57

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

της 4ης Φεβρουαρίου 2014 (*)

«Ασφαλιστικών μέτρα — Δημόσιες συμβάσεις — Διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού — Απόρριψη προσφοράς — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Εκ πρώτης όψεως βασιμότητα»

Στην υπόθεση T‑644/13 R,

Serco Belgium SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

Bull SA, με έδρα τις Βρυξέλλες,

Unisys Belgium SA, με έδρα τις Βρυξέλλες,

εκπροσωπούμενες από τους δικηγόρους V. Ost και M. Vanderstraeten,

αιτούσες

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους S. Delaude, L. Cappelletti και F. Moro,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζητείται, πρώτον, να ανασταλεί η εκτέλεση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 30ής Οκτωβρίου 2013, με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά την οποία υπέβαλε η κοινοπραξία των αιτουσών στον δημόσιο διαγωνισμό DIGIT/R2/PO/2012/026 – ITIC‑SM (ΕΕ 2012/S 69-112095) με αντικείμενο τη διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής για το ολοκληρωμένο και ενοποιημένο περιβάλλον εργασίας ηλεκτρονικού υπολογιστή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και με την οποία η σύμβαση ανατέθηκε σε άλλη κοινοπραξία, δεύτερον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να μην προχωρήσει στην υπογραφή της επίμαχης σύμβασης‑πλαισίου και στη σύναψη ειδικών συμβάσεων υπαγομένων στην εν λόγω σύμβαση-πλαίσιο και, τρίτον, να επιβληθεί κάθε άλλο κατάλληλο προσωρινό μέτρο,

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ,

που αντικαθιστά τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η παρούσα διαδικασία αφορά τον δημόσιο διαγωνισμό DIGIT/R2/PO/2012/026 – ITIC‑SM για τη διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής για το ολοκληρωμένο και ενοποιημένο περιβάλλον εργασίας ηλεκτρονικού υπολογιστή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ 2012/S 69-112095) (στο εξής: διαγωνισμός ITIC‑SM). Σύμφωνα με την περίληψη των προδιαγραφών του διαγωνισμού, ο σκοπός του εν λόγω διαγωνισμού είναι η σύναψη μιας ενιαίας σύμβασης‑πλαισίου για την παροχή υπηρεσιών υποστήριξης πληροφορικής για το ολοκληρωμένο και ενοποιημένο περιβάλλον εργασίας ηλεκτρονικού υπολογιστή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στην εισαγωγή στις γενικές απαιτήσεις των προδιαγραφών του διαγωνισμού αναφέρεται ότι η σύμβαση-πλαίσιο πρόκειται να αποτελέσει τη βάση για τη σύναψη ειδικών συμβάσεων με την Επιτροπή για διάφορες επιμέρους υπηρεσίες υποστήριξης πληροφορικής, που διακρίνονται σε συμβάσεις βασικών υπηρεσιών (που θα εκτελεστούν κατά την έναρξη λειτουργίας της σύμβασης‑πλαισίου) και σε συμβάσεις πρόσθετων υπηρεσιών (που θα υλοποιηθούν σε μεταγενέστερο στάδιο).

2        Σύμφωνα με το ερωτηματολόγιο τεχνικής αξιολόγησης (τμήμα 2-4-0 της συγγραφής υποχρεώσεων του διαγωνισμού), η τεχνική αξιολόγηση των προσφορών θα βασιζόταν στα ακόλουθα σταθμισμένα ποιοτικά κριτήρια συνδυαζόμενα με κατώτατα όρια εφαρμοζόμενα σε σχέση με το συνολικό αποτέλεσμα καθώς και σε επίπεδο παραμέτρων και ειδικοτέρων επιμέρους παραμέτρων:

Image not found

3        Προς τον σκοπό αυτό, μεταξύ άλλων, το ερωτηματολόγιο τεχνικής αξιολόγησης καλούσε τους υποψηφίους, στο κεφάλαιο 4.1.5., να προσδιορίσουν τον απαιτούμενο αριθμό εργαζομένων που επρόκειτο να καλύψουν τις ανάγκες εκάστης υπηρεσίας εξωτερικής υποστήριξης, λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης ελάχιστης (αποδεκτής) απαιτήσεως εξυπηρετήσεως και των ελαχίστων αποδεκτών τιμών των μεταβλητών που προσδιορίζουν το επίπεδο εξυπηρετήσεως, που όριζε, σύμφωνα με τα κεφάλαια 4.11 και 4.12 του τμήματος 1-2-0 των προδιαγραφών του διαγωνισμού, μέσες ή ελάχιστες αποδεκτές τιμές για διάφορες παραμέτρους των στόχων επιπέδου υπηρεσιών και ελάχιστης ποιότητας αντίστοιχα. Στο ίδιο πνεύμα, οι υποψήφιοι κλήθηκαν, στα κεφάλαια 4.2.5 και 5.1.5 του τεχνικού ερωτηματολογίου, να προσδιορίσουν τον αριθμό υπαλλήλων που θα στελέχωναν τις υπηρεσίες εφοδιαστικής υποστήριξης καθώς και κάθε κατ’ ιδίαν μονάδα εσωτερικής υποστήριξης αντιστοίχως. Σύμφωνα με τα εν λόγω κεφάλαια, η οικονομική προσφορά έπρεπε να στηρίζεται στα αυτά μεγέθη όσον αφορά το διαθέσιμο προσωπικό λαμβανομένης υπόψη της μεταβλητής επιπέδου εξυπηρετήσεως των 30 000 χρηστών που, κατά το κεφάλαιο 5.5 των τεχνικών προδιαγραφών, είναι ο αριθμός εργαζομένων που εκτιμάται ότι θα εξυπηρετούνται με βάση τη σύμβαση-πλαίσιο κατά το τέταρτο έτος της ισχύος αυτής.

4        Απαντώντας σε ερώτημα που της υπέβαλαν οι αιτούσες Serco Belgium SA, Bull SA και Unisys Belgium SA, η Επιτροπή ανέφερε, στις 7 Μαΐου 2013, ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να περιγράψουν τη γενική τους προσέγγιση όσον αφορά τον προσδιορισμό του αριθμού εργαζομένων (σε βάση ισοδυνάμου πλήρους απασχόλησης) που απαιτούνται για την παροχή των υπηρεσιών με βάση τις απαιτήσεις υπηρεσιών και τις μεταβλητές επιπέδου υπηρεσιών της προκήρυξης του διαγωνισμού. Σύμφωνα με την απάντηση της Επιτροπής, οι προτεινόμενοι αριθμοί προσωπικού αυτοί καθαυτούς δεν δημιουργούσαν νομική υποχρέωση αλλά έπρεπε να είναι επαρκείς για την παροχή των οικείων υπηρεσιών και, υπό την έννοια αυτή, υπέκειντο σε αξιολόγηση.

5        Η κοινοπραξία των αιτουσών καθώς και μια άλλη κοινοπραξία υπέβαλαν προσφορές εντός της προθεσμίας που είχε τάξει η Επιτροπή.

6        Με έγγραφο της 31ης Οκτωβρίου 2013, η Επιτροπή πληροφόρησε τις αιτούσες ότι, στη φάση της τεχνικής αξιολόγησης, η προσφορά τους δεν έφτασε το ελάχιστο ποσοστό 60 % ως προς μία προδιαγραφή και μια ειδικότερη επιμέρους προδιαγραφή καθώς και το ελάχιστο ποσοστό 70 % ως προς το συνολικό αποτέλεσμα και ότι, συνεπώς, η προσφορά τους δεν θα προωθείτο στη φάση της οικονομικής αξιολόγησης. Πάντως, η Επιτροπή πληροφόρησε τις αιτούσες ότι δεν επρόκειτο να προχωρήσει στην υπογραφή της σύμβασης με τον επιτυχόντα διαγωνιζόμενο πριν την πάροδο 10 ημερολογιακών ημερών.

7        Μετά από σχετικό αίτημα υποβληθέν για λογαριασμό των αιτουσών, η Επιτροπή παρέσχε, με έγγραφο της 6ης Νοεμβρίου 2013, πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την αξιολόγηση αμφοτέρων των προσφορών καθώς και πίνακα όπου εμφανίζονταν οι αντίστοιχες βαθμολογίες για κάθε προδιαγραφή.

8        Με έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2013, η Επιτροπή πληροφόρησε τις αιτούσες ότι η απόφαση της κατακύρωσης είχε ληφθεί στις 30 Οκτωβρίου 2013 και απέστειλε τα πρακτικά μιας ενημερωτικής συνάντησης με τις αιτούσες που πραγματοποιήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2013.

9        Μετά από σχετικό αίτημα που της υπέβαλαν οι αιτούσες στις 11 Νοεμβρίου 2013 με βάση το άρθρο 171 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ L 362, σ. 1), η Επιτροπή κοινοποίησε στις αιτούσες, με έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2013, την εκτίμηση του αρμοδίου για την ανάθεση υπαλλήλου, ο οποίος επιβεβαίωσε την αρχική του απόφαση αφού προηγουμένως εξέτασε τους ισχυρισμούς των αιτουσών.

 Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

10      Με προσφυγή που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Δεκεμβρίου 2013, οι προσφεύγουσες και νυν αιτούσες ζήτησαν την ακύρωση της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 30ής Οκτωβρίου 2013, που κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες με το έγγραφο της 31ης Οκτωβρίου 2013 (σκέψη 6 ανωτέρω), με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά που είχε υποβάλει η κοινοπραξία των αιτουσών και η σύμβαση ανατέθηκε σε άλλη κοινοπραξία.

11      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Δεκεμβρίου 2012, οι αιτούσες υπέβαλαν την υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούν, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

–        να αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά των αιτουσών και η σύμβαση ανατέθηκε σε άλλη κοινοπραξία (στο εξής: επίμαχη απόφαση) μέχρις ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της προσφυγής,

–        να διατάξει την Επιτροπή να μη συνάψει τη σύμβαση-πλαίσιο και, εφόσον αυτή έχει ήδη υπογραφεί, να μην υπογράψει καμία επιμέρους σύμβαση υπαγόμενη σ’ αυτήν, μέχρις ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της προσφυγής,

–        να διατάξει οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο προσωρινό μέτρο,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12      Με διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2013, εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ανέστειλε την εκτέλεση της επίμαχης απόφασης μέχρις εκδόσεως της διατάξεως που θα περατώσει την παρούσα διαδικασία και διέταξε την Επιτροπή να μην προχωρήσει στη σύναψη της σύμβασης‑πλαισίου και, αν αυτό έχει ήδη συμβεί, να μην προχωρήσει στην εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης‑πλαισίου μέχρις ότου εκδοθεί η οριστική διάταξη επί της υπό κρίση αιτήσεως.

13      Στις παρατηρήσεις που διατύπωσε επί της αιτήσεως για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή ζητεί, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

–        να απορρίψει την αίτηση,

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

14      Το Γενικό Δικαστήριο άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων στις 20 Ιανουαρίου 2014.

 Νομική ανάλυση

15      Σύμφωνα με τα άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, εφόσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως πράξεως που αμφισβητείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή να διατάξει οποιοδήποτε αναγκαίο προσωρινό μέτρο.

16      Επίσης, το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Συνεπώς, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως μιας πράξεως ή άλλα προσωρινά μέτρα, εφόσον αποδεικνύεται ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κυρίας προσφυγής. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι η αίτηση για λήψη προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτεται αν ελλείπει μία από αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4971, σκέψη 30].

17      Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εξέτασης, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να προσδιορίσει, έχοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης διαφοράς, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι διάφορες αυτές προϋποθέσεις και τη σειρά με την οποία πρέπει να χωρήσει η σχετική έρευνα, αφού δεν υφίσταται νομικός κανόνας επιβάλλων ένα προκαθορισμένο σύστημα ανάλυσης σύμφωνα με το οποίο πρέπει να εκτιμάται η ανάγκη επιβολής προσωρινών μέτρων [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C‑149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑2165, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής, σκέψη 25].

18      Εντός του ανωτέρω πλαισίου, προσήκει να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη λειτουργία της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων στο πλαίσιο των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Συναφώς, θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το νομοθετικό πλαίσιο που έχει θεσπιστεί από τον νομοθέτη της Ένωσης και το οποίο διέπει τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που οργανώνονται από τις συμβαλλόμενες αρχές των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, όπως προβλέπεται στην αιτιολογική σκέψη 40 του κανονισμού 1268/2012, οι ουσιαστικοί κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις πρέπει να βασίζονται στην οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (EE L 134, σ. 114).

19      Επιπλέον, όπως ορίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ L 395, σ. 33), προκειμένου να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των οικείων κανόνων, ο νομοθέτης έκρινε αναγκαίο να θεσπίσει μια σειρά διαδικαστικών κανόνων που θέτουν στη διάθεση των ενδιαφερομένων ταχέα μέσα προσφυγής σε στάδιο κατά το οποίο οι παραβάσεις επιδέχονται ακόμη ουσιαστική διόρθωση. Λαμβανομένης υπόψη της βραχείας διαρκείας των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, η σημασία των προσωρινών μέτρων είναι τέτοια που ο νομοθέτης θεώρησε προσήκον, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665, να είναι τα μέτρα αυτά διαθέσιμα στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων που υπάγονται στο πεδίο ευθύνης των κρατών μελών ανεξάρτητα από προηγούμενη άσκηση προσφυγής (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑236/95, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1996, σ. I‑4459, σκέψη 11, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην ίδια υπόθεση, σημείο 15).

20      Περαιτέρω, όπως προκύπτει σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 3 και 5 και από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665, στην ιδιαίτερη περίπτωση των δημοσίων συμβάσεων, τα προσωρινά μέτρα νοούνται όχι μόνον ως μέσο για την αναστολή της διαδικασίας ανάθεσης αλλά και ως μέσο για τη διόρθωση προφανούς παραβάσεως, η οποία, άλλως, θα ενέπιπτε στο πεδίο της τακτικής διαδικασίας επί της κυρίας προσφυγής.

21      Μολονότι οι παραπάνω σκέψεις δεν θέτουν εν αμφιβόλω την εφαρμογή του άρθρου 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας το οποίο εφαρμόζει τα άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ και απαιτεί να έχει ασκηθεί η κύρια προσφυγή προτού υποβληθεί αίτηση για λήψη προσωρινών μέτρων, εντούτοις δικαιολογείται να λαμβάνονται υπόψη διότι, όπως συμβαίνει σε εθνικό επίπεδο, τα προσωρινά μέτρα του τίτλου 3 του Κανονισμού Διαδικασίας έχουν ως σκοπό, στις υποθέσεις δημοσίων συμβάσεων, την εξασφάλιση αποτελεσματικής έννομης προστασίας όσον αφορά την τήρηση των κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων που ισχύουν για τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ οι οποίοι βασίζονται, κυρίως, στην οδηγία 2004/18 (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω).

22      Συναφώς, μολονότι, προκειμένου για διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν υποχρεούται κατά κανόνα να προβαίνει σε εκτίμηση εξίσου λεπτομερή όπως στο πλαίσιο της κύριας τακτικής διαδικασίας, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι μια λεπτομερής εκτίμηση απαγορεύεται απολύτως (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου στην υπόθεση Vischim κατά Επιτροπής, που προπαρατίθεται στη σκέψη 17, σκέψη 50).

23      Επομένως, εν προκειμένω, ενδείκνυται να εξεταστεί καταρχάς αν οι ισχυρισμοί των αιτουσών δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη λήψη του προσωρινού μέτρου που ζητείται, υπό την έννοια ότι, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων των λοιπών διαδίκων, δημιουργούν σοβαρή εντύπωση ότι η επίμαχη απόφαση πάσχει νομικό ελάττωμα. Εφόσον θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή, το στοιχείο αυτό μπορεί επίσης, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 18 έως 21 ανωτέρω, να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της ανάλυσης που αφορά τον επείγοντα χαρακτήρα της προσφυγής (βλ., επ’ αυτού, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C‑445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψεις 100 και 110).

24      Οι αιτούσες προβάλλουν τέσσερις λόγους που, κατά τη γνώμη τους, θα δικαιολογούσαν εκ πρώτης όψεως την ακυρότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

25      Πρώτον, υποστηρίζουν ότι η αξιολόγηση των προσφορών όσον αφορά τη στελέχωση των υπηρεσιών εξωτερικής υποστήριξης, των υπηρεσιών εφοδιαστικής υποστήριξης και εσωτερικής υποστήριξης (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω) στηρίχθηκε εσφαλμένα σε δηλώσεις των υποψηφίων που δεν ήταν δεσμευτικές.

26      Δεύτερον, ισχυρίζονται ότι οι ως άνω ειδικότερες επιμέρους προδιαγραφές σχετικά με το προσωπικό είναι ως εκ της φύσεώς τους προδιαγραφές επιλογής και, κατά συνέπεια, δεν έπρεπε να αξιολογηθούν εντός του πλαισίου της ανάθεσης αλλά μόνον εντός του πλαισίου της επιλογής.

27      Τρίτον, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε επαρκώς ακριβείς ενδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο θα αξιολογούσε το μέρος των προσφορών που είχε σχέση με τις ως άνω ειδικότερες επιμέρους προδιαγραφές, γεγονός που οδήγησε, συνεπώς, σε απρόβλεπτο αποτέλεσμα.

28      Τέταρτον, υποστηρίζουν ότι, αν η Επιτροπή είχε οποιεσδήποτε αμφιβολίες ως προς την ικανότητα της κοινοπραξίας των αιτουσών να εκτελέσουν τη σύμβαση σύμφωνα με τις προδιαγραφές του διαγωνισμού, θα έπρεπε να είχε ζητήσει διευκρινίσεις προτού απορρίψει την προσφορά τους, η οποία ήταν σημαντικά χαμηλότερη από αυτήν που υπέβαλε η επιτυχούσα κοινοπραξία.

29      Δεδομένης της φύσεως των ανωτέρω ισχυρισμών, προκειμένου να εκτιμηθεί η εκ πρώτης όψεως βασιμότητα, επιβάλλεται να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω), κατόπιν δε ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος.

30      Όσον αφορά τον χαρακτήρα των προδιαγραφών στις οποίες αναφέρεται η σκέψη 25 ανωτέρω, κατά πάγια νομολογία, μολονότι η εξέταση της καταλληλότητας του υποψηφίου με βάση τα κριτήρια επιλογής των άρθρων 146 έως 148 του κανονισμού 1268/2012, αφενός, και η ανάθεση της σύμβασης με βάση τα κριτήρια ανάθεσης του άρθρου 149 του εν λόγω κανονισμού, αφετέρου, είναι δυνατό να χωρήσουν συγχρόνως, οι δύο αυτές διαδικασίες είναι διακριτές και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Κατά συνέπεια, η εξέταση των προσφορών εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής στο πλαίσιο της φάσης της ανάθεσης πρέπει να έχει ως κεντρικό αντικείμενο την ποιότητα των προσφορών αυτών καθαυτές, ώστε να επιτρέπει τον εντοπισμό της προσφοράς που είναι οικονομικά ευνοϊκότερη, και όχι τα κριτήρια επιλογής, τα οποία συνδέονται με την αξιολόγηση της ικανότητας του υποψηφίου να εκτελέσει την οικεία σύμβαση, όπως είναι το κριτήριο που αφορά την ικανότητα του υποψηφίου να θέσει στη διάθεση της αναθέτουσας αρχής μια ομάδα εργαζομένων που οργανώνει και χρηματοδοτεί με δικά του μέσα (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 2012, T‑447/10, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, σκέψεις 34 και 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Ωστόσο, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι πληροφορίες τις οποίες έπρεπε να παράσχουν οι υποψήφιοι στα κεφάλαια 4 και 5 του Ερωτηματολογίου Τεχνικής Αξιολόγησης (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω) δεν αποσκοπούσαν στην εκτίμηση της εν γένει ικανότητάς τους να παράσχουν επαρκές σε ικανότητες και αριθμό προσωπικό ώστε να εκτελέσουν τη σύμβαση, αλλά μάλλον στην εκτίμηση των συγκεκριμένων μεθόδων οργάνωσης του προσωπικού που θα κινητοποιούσαν οι υποψήφιοι για να παράσχουν τις υπηρεσίες που περιγράφονταν στις τεχνικές προδιαγραφές.

32      Η διάκριση αυτή καθίσταται ακόμη σαφέστερη αν αντιπαραβληθεί η φύση των σχετικών με το προσωπικό πληροφοριών που παρέχονται στο πλαίσιο των κριτηρίων ανάθεσης με τη φύση των πληροφοριών που παρέχονται στο πλαίσιο των κριτηρίων επιλογής του Ερωτηματολογίου Τεχνικής Επιλογής. Στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται από τους υποψηφίους να δηλώσουν τον συνολικό αριθμό του προσωπικού τους σε ετήσια βάση καθώς και την κατανομή των εργαζομένων ανάλογα με τα καθήκοντά τους και ορίζονται γενικά ελάχιστα μεγέθη χωρίς κάποια απαίτηση που να σχετίζεται με την οργάνωση του προσωπικού όσον αφορά την επίμαχη σύμβαση-πλαίσιο.

33      Κληθείσες να σχολιάσουν τις παρατηρήσεις της Επιτροπής επί του θέματος, οι αιτούσες δεν προσπάθησαν να τις αντικρούσουν, αλλά δήλωσαν προφορικά ότι ο εδώ εξεταζόμενος λόγος ήταν απλώς παρεπόμενος σε σχέση με τον πρώτο λόγο.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δεύτερος λόγος που προβάλλεται από τις αιτούσες δεν είναι εκ πρώτης όψεως βάσιμος.

35      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω), τα επιχειρήματα των αιτουσών φαίνονται να στηρίζονται σε εσφαλμένη παραδοχή.

36      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει σαφώς από το σημείο 49 της αίτησης, οι αιτούσες αμφισβητούν την αξιολόγηση της Επιτροπής όσον αφορά τρείς ειδικές επιμέρους προδιαγραφές σχετικά με το προσωπικό. Αυτές έχουν σχέση με τη στελέχωση των υπηρεσιών εξωτερικής υποστήριξης, των υπηρεσιών εφοδιαστικής υποστήριξης και των υπηρεσιών εσωτερικής υποστήριξης αντίστοιχα (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω).

37      Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των αιτουσών, τα αριθμητικά μεγέθη που παρέχονται στις προσφορές στο πλαίσιο των κεφαλαίων αυτών δεν γεννούν συμβατικές υποχρεώσεις όσον αφορά τον ακριβή αριθμό εργαζομένων που θα πρέπει να διαθέσει ο επιτυχών υποψήφιος. Αντιθέτως, ο επιτυχών διαγωνιζόμενος και μέλλων εργολάβος θα δεσμεύεται μάλλον από δείκτες επιδόσεων που συνδέονται με την ποιότητα της υπηρεσίας που προσδιορίζεται στις συμφωνίες ως προς το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Εφόσον ο επιτυχών υποψήφιος καταφέρει να εκτελέσει τη σύμβαση σύμφωνα με τους οικείους δείκτες ενώ συγχρόνως αφιερώνει γι’ αυτό λιγότερο προσωπικό απ’ ό,τι αναγράφεται στο ερωτηματολόγιο τεχνικών προδιαγραφών, η απόφασή του να αποσύρει το πλεονάζον προσωπικό ούτε συνιστά αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων ούτε συνεπάγεται αναθεώρηση του συμφωνηθέντος τιμήματος. Συγκεκριμένα, οι αριθμοί εργαζομένων που αναγράφονται στο ερωτηματολόγιο τεχνικής αξιολόγησης χρησιμεύουν ως βάση για τον υπολογισμό του ορισμένου τιμήματος της προσφοράς. Αντιστρόφως, αν ο αριθμός εργαζομένων που προτείνει ο υποψήφιος αποδειχθεί ανεπαρκής, τότε η Επιτροπή μπορεί να ενεργοποιήσει ποινικές ρήτρες προκειμένου να υποχρεώσει τον εργολάβο να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την ποιότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι απαράδεκτο, κατά τις αιτούσες, να δίνει η αναθέτουσα αρχή χαμηλή βαθμολογία στο αφορών το προσωπικό μέρος μιας προσφοράς για τον λόγο και μόνον ότι μια άλλη υποβληθείσα προσφορά προβλέπει πολύ μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων οι οποίοι μπορούν εκ των υστέρων να αποσυρθούν όταν και εφόσον θα αποδεικνυόταν ότι δεν ήταν αναγκαίοι.

38      Οι αιτούσες φαίνεται να υποστηρίζουν ορθώς ότι, όταν οι δηλώσεις σχετικά με το προσωπικό δεν γεννούν συμβατική υποχρέωση, το γεγονός και μόνον ότι μια άλλη προσφορά προτείνει μέθοδο που καταλήγει σε μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων δεν αποτελεί νομικά βάσιμο λόγο δικαιολογούντα τη λιγότερο ευνοϊκή βαθμολόγηση, εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, της προσφοράς που προβλέπει λιγότερο προσωπικό. Πράγματι, αν αυτό εθεωρείτο αποδεκτό, οι υποψήφιοι θα ενθαρρύνονταν έμμεσα να προτείνουν μεθόδους οργανώσεως προσωπικού που θα οδηγούσαν σε εξαιρετικά πολυάριθμο προσωπικό, ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι οι ανταγωνιστές τους δεν θα έκαναν το ίδιο, αυξάνοντας έτσι αισθητά τις πιθανότητες αποκλεισμού των τελευταίων από τη φάση της οικονομικής χρηματοοικονομικής αξιολόγησης, αλλά έχοντας παράλληλα επίγνωση του ότι, αν τους ανατεθεί η σύμβαση, θα έχουν τη δυνατότητα να αποσύρουν το υπεράριθμο προσωπικό χωρίς να μεταβάλουν το ορισμένο τίμημα της σύμβασης.

39      Ωστόσο, από τις προσκομισθείσες αποδείξεις προκύπτει ότι η χαμηλή βαθμολογία για την οποία διαμαρτύρονται οι αιτούσες δεν είναι αποτέλεσμα της απλής σύγκρισης μεταξύ του αριθμού εργαζομένων που πρότειναν οι ίδιες και αυτού που προτείνεται στην προσφορά του ανταγωνιστή τους. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω βαθμολογία φαίνεται ότι βασίστηκε σε εκτιμήσεις της Επιτροπής αφορώσες την αντικειμενική ανεπάρκεια της προσέγγισης των αιτουσών ως προς τη στελέχωση του προσωπικού για τις υπηρεσίες που υπόκεινται στις προδιαγραφές του διαγωνισμού.

40      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το κεφάλαιο 2 του τμήματος 1-5-0 «Μέθοδος στελεχώσεως — Χρηματοοικονομικά ζητήματα» των προδιαγραφών του διαγωνισμού, η προτεινόμενη από τους υποψηφίους μέθοδος για τον καθορισμό του αριθμού εργαζομένων που απαιτείται για να εκτελεστεί η σύμβαση σύμφωνα με τις Μεταβλητές Απαιτήσεων Εξυπηρετήσεως και Επιπέδου Υπηρεσιών εφαρμόζεται τόσο για τη διαμόρφωση της οικονομικής προσφοράς για τα επιμέρους συστατικά και στοιχεία των υπηρεσιών που ορίστηκαν αρχικώς και για τον καθορισμό του κόστους τυχόν προσθέτων συστατικών και στοιχείων υπηρεσιών όσο και για τον υπολογισμό του κόστους σε περίπτωση αλλαγών στις ως άνω μεταβλητές. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η εν λόγω μέθοδος πρέπει να αντιστοιχεί σε ένα «βασικό σενάριο» 30 000 υπαλλήλων της Επιτροπής κατά το τέταρτο έτος ισχύος της σύμβασης, το κόστος εξυπηρέτησης για οποιοδήποτε αίτημα που βασίζεται στην υπόθεση υπάρξεως αυτού του αριθμού εργαζομένων πρέπει να ταυτίζεται με αυτό που ορίζεται στην προσφορά.

41      Οι διατάξεις αυτές των προδιαγραφών του διαγωνισμού υποδηλώνουν ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή στη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής των προσφορών (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), αυτοί καθαυτούς οι προτεινόμενοι αριθμοί εργαζομένων δεν είναι δεσμευτικοί, υπό την έννοια ότι η εκτέλεση της σύμβασης μπορεί να καταδείξει ότι χρειάζονται περισσότεροι ή λιγότεροι εργαζόμενοι για να τηρηθούν οι ποιοτικές υποχρεώσεις και ότι ο εργολάβος θα πρέπει εν τέλει να τηρήσει τις υποχρεώσεις αυτές. Επίσης, η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη στελέχωση του προσωπικού φαίνεται ότι είναι δεσμευτική για τον εργολάβο, υπό την έννοια ότι, αν το «βασικό σενάριο» υλοποιηθεί, ο εργολάβος υποχρεούται να «προσφέρει» τον αριθμό εργαζομένων που προβλέπει η προσφορά (βλ., επίσης, εισαγωγή του τμήματος 1-1-0 «Απαιτήσεις για Υπηρεσίες διαχείρισης» στο πλαίσιο των προδιαγραφών του διαγωνισμού). Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή δεν φαίνεται να επηρεάζει τη δυνατότητα απόσυρσης προσωπικού στην περίπτωση που θα αποδειχθεί κατά τη φάση εκτέλεσης της σύμβασης ότι ο αριθμός των εργαζομένων είναι υπερβολικά μεγάλος.

42      Επιπροσθέτως, σε αντίθεση με τα υποστηριχθέντα από την Επιτροπή κατά την προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών της, το κεφάλαιο 2.3.2 του τμήματος 1-0-0 «Γενικές Απαιτήσεις» των προδιαγραφών του διαγωνισμού φαίνεται να αφορά μόνο την περίπτωση κατά την οποία τα χαρακτηριστικά ή οι συνθήκες λειτουργίας ενός συστατικού στοιχείου μιας υπηρεσίας αλλάζουν πέραν της συνήθους εξέλιξης και επιβάλλουν τροποποίηση της σύμβασης ή την περίπτωση κατά την οποία προστίθεται ένα νέο στοιχείο υπηρεσίας. Το εν λόγω κεφάλαιο απλώς αναφέρει ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να κοινοποιήσει νέο ενημερωμένο αίτημα με πρόσθετες προδιαγραφές. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξήγησε με ικανοποιητικό τρόπο για ποιο λόγο η ρήτρα αυτή της παρέχει επίσης το δικαίωμα, εφόσον οι προτεινόμενοι αριθμοί του προσωπικού αποδειχθεί ότι είναι υπερβολικά μεγάλοι, να αυξήσει το επίπεδο των απαιτουμένων υπηρεσιών διατηρώντας παράλληλα το υπεράριθμο προσωπικό χωρίς το πρόσθετο κόστος που θα συνεπαγόταν μια αίτηση νέας υπηρεσίας αφορώσα είτε ένα πρόσθετο συστατικό ή στοιχείο υπηρεσιών είτε αντανακλώσα κάποια αλλαγή όσον αφορά το επίπεδο των απαιτήσεων εξυπηρέτησης ή των μεταβλητών επιπέδου εξυπηρέτησης.

43      Πάντως, ανεξάρτητα από τις αμφιβολίες όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει η Επιτροπή τις προδιαγραφές του διαγωνισμού, από την αλληλογραφία μεταξύ των αιτουσών και της Επιτροπής (βλ. σκέψεις 7 έως 9 ανωτέρω) προκύπτει ότι η χαμηλή βαθμολογία που δόθηκε για τις διάφορες προτάσεις σχετικά με την οργάνωση προσωπικού ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα της εκτιμήσεως της Επιτροπής ότι υπήρχαν αντικειμενικές ελλείψεις στην προσφορά των αιτουσών.

44      Ειδικότερα, όσον αφορά τις υπηρεσίες εξωτερικής υποστήριξης, η Επιτροπή ανέφερε στην επιστολή της 6ης Νοεμβρίου 2013 ότι, με εξαίρεση ένα στοιχείο των υπηρεσιών, για όλα τα άλλα στοιχεία αυτών ο αριθμός των εργαζομένων δεν ήταν επαρκής για να εξασφαλίσει το απαιτούμενο επίπεδο εξυπηρέτησης. Η Επιτροπή επισήμανε στη συνέχεια ότι προσωπικό αντιστοιχούν στο ισοδύναμο 33,37 εργαζομένων πλήρους απασχόλησης κατανεμημένο μεταξύ περισσοτέρων από 30 κομβικών σημείων συγκεντρώσεως σαφώς δεν αρκούσε για την εκπλήρωση των απαιτουμένων καθηκόντων. Το αυτό ίσχυε, κατά την Επιτροπή, και για την προσφορά προσωπικού αντιστοιχούντος στο ισοδύναμο 1,8 εργαζομένων πλήρους απασχόλησης για την κάλυψη των υπηρεσιών που παρέχονται από ομάδες ειδικών αρμοδιοτήτων. Στην ίδια επιστολή, η Επιτροπή διατύπωσε επίσης δυσμενή σχόλια σχετικά με τον προτεινόμενο αριθμό εργαζομένων για υπηρεσίες εφοδιαστικής υποστήριξης καθώς και με την ασαφή μεθοδολογία και τον προτεινόμενο αριθμό εργαζομένων για υπηρεσίες εσωτερικής υποστήριξης.

45      Τα επικριτικά αυτά σχόλια επαναλήφθηκαν και, όπως φαίνεται, θεμελιώθηκαν με παραδείγματα κατά την ενημερωτική συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2013, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της εν λόγω συνάντησης που κοινοποιήθηκαν στις αιτούσες με επιστολή της 19ης Νοεμβρίου 2013.

46      Τέλος, στην επιστολή της 28ης Νοεμβρίου 2013, η Επιτροπή ανέφερε ότι η προσφορά των αιτουσών είχε βασιστεί στην υπόθεση ότι η αναλογία του 1,1 κομβικού σημείου συγκεντρώσεως ανά 1 000 χρήστες ήταν δυνατό να μειωθεί. Εντούτοις, η υπόθεση αυτή ήταν εσφαλμένη. Επομένως, η πρόβλεψη για το ισοδύναμο 33,37 εργαζομένων πλήρους απασχόλησης για 33 κομβικά σημεία συγκεντρώσεως στο βασικό σενάριο που αφορούσε 30 000 χρήστες κατέληγε, δεδομένου του υψηλού ισοδυνάμων εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που είχαν υπαχθεί σε κομβικά σημεία συγκεντρώσεως παρέχοντα την υψηλότερων προδιαγραφών εξυπηρέτηση (καλούμενη «πλατινένια κατηγορία»), σε λιγότερο από το ισοδύναμο ενός (1) εργαζομένου πλήρους απασχόλησης για καθένα από τα υπόλοιπα κομβικά σημεία συγκεντρώσεως. Επίσης, αφού απαρίθμησε τα πλέον σημαντικά καθήκοντα που πρέπει να εκπληρώνονται από τις ομάδες ειδικών αρμοδιοτήτων, η Επιτροπή επανέλαβε ότι το μέγεθος του ισοδυνάμου 1,84 εργαζομένου πλήρους απασχόλησης για τις ομάδες ειδικών αρμοδιοτήτων δεν ήταν ρεαλιστικό. Η αναφορά της Επιτροπής στο ισοδύναμο 20,85 εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που προέβλεπε η υποβαλούσα ανταγωνιστική προσφορά κοινοπραξία για τις ομάδες ειδικών αρμοδιοτήτων έγινε απλώς χάριν συγκρίσεως.

47      Τα επιχειρήματα της Επιτροπής όσον αφορά τον αριθμό των κομβικών σημείων συγκεντρώσεως φαίνεται ότι είναι εμπεριστατωμένα. Σύμφωνα με το σημείο 5 του κεφαλαίου 4.11 του τμήματος 1-2-0 «Απαιτήσεις για Υπηρεσίες Εξωτερικής Υποστήριξης» των προδιαγραφών του διαγωνισμού, ο υποχρεωτικός αριθμός κομβικών σημείων συγκεντρώσεως είναι πράγματι 1,1 ανά 1 000 χρήστες, που σημαίνει 33 κομβικά σημεία συγκεντρώσεως για το βασικό σενάριο των 30 000 χρηστών. Επιπλέον, οι ισχυρισμοί της Επιτροπής όσον αφορά τον σταθερό και μη διαπραγματεύσιμο χαρακτήρα της παραμέτρου αυτής δεν αμφισβητούνται από τις αιτούσες. Κληθείσες να διευκρινίσουν αν η προσφορά τους είχε λάβει ως βάση λιγότερα από 1,1 κομβικά σημεία συγκεντρώσεως ανά 1 000 χρήστες, οι αιτούσες απάντησαν ότι δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, αλλά δεν παρουσίασαν κάποιο μέρος της προσφοράς τους ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο προκειμένου να αποδείξουν την ακρίβεια της απάντησης αυτής.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, η άποψη των αιτουσών σύμφωνα με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ελάττωμα επειδή στηρίζεται σε συγκριτική εκτίμηση περιοριζόμενη σε μη δεσμευτικές δηλώσεις όσον αφορά το προσωπικό δεν φαίνεται να είναι βάσιμη. Κατά συνέπεια, σε αντίθεση με τα υποστηριζόμενα από τις αιτούσες στο σημείο 37 της αιτήσεώς τους, είναι πράγματι απαραίτητο να εκτιμήσει το Δικαστήριο αν η Επιτροπή έσφαλε καθόσον θεώρησε ότι τα μεγέθη που αφορούν το προσωπικό, όπως εμφανίζονταν στην προσφορά των αιτουσών, ήταν όντως ανεπαρκή και αν η αιτιολογία που στήριξε το συμπέρασμα αυτό εκτέθηκε δεόντως. Ωστόσο, όπως εκτίθεται στο σημείο 37 της αιτήσεώς τους, οι αιτούσες δεν προβάλλουν τέτοιον ισχυρισμό.

49      Τέλος, στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται να εξεταστεί ο ισχυρισμός των αιτουσών που περιέχεται στο σημείο 80 της αιτήσεως, κατά τον οποίο η Επιτροπή παρανόησε τη βασική αρχή της προσέγγισής τους στο θέμα του προσωπικού, η οποία, στην πραγματικότητα, συνίστατο στην επιστράτευση μεγαλύτερου αριθμού εργαζομένων κατά τη διάρκεια των πρώτων ενός ή δύο ετών εκτελέσεως της συμβάσεως με την προοπτική ουσιώδους μειώσεώς του κατά το τρίτο και το τέταρτο έτος μετά τη σημαντική αύξηση της αποτελεσματικότητας χάρη σε καινοτόμους μεθόδους ενοποίησης. Στον βαθμό που ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να εκληφθεί ως αμφισβήτηση των διαπιστώσεων που περιέχονται στις προηγηθείσες σκέψεις 44 έως 46, δεν μπορεί παρά να απορριφθεί. Ειδικότερα, μολονότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μια καινοτόμος προσπάθεια ενοποίησης κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών να επιτρέψει μεγαλύτερος αριθμός χρηστών να υποστηρίζεται από λιγότερο προσωπικό κατά τα έτη που ακολουθούν, γεγονός που θα μπορούσε να θέσει σε αμφιβολία την καταλληλότητα ενός προτύπου σύμφωνα με το οποίο οι υποψήφιοι καλούνται να δηλώσουν αριθμούς εργαζομένων μόνο για το 4ο έτος, ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη για τα έτη 1, 2 και 3 υπολογίζονται αυτομάτως με βάση μικρότερο αριθμό χρηστών, εντούτοις οι αιτούσες δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι πρότειναν όντως τέτοιου είδους μεθόδους στην προσφορά τους, οι οποίες επιπλέον ήταν διαφανείς, συνεπείς, δεκτικές ελέγχου, πλήρεις και πρακτικές, όπως απαιτούν οι προδιαγραφές του διαγωνισμού (τμήμα 1-5-0 «Μέθοδος στελεχώσεως — Χρηματοοικονομικά ζητήματα», κεφάλαιο 2.2). Το μόνο στοιχείο βελτίωσης της αποτελεσματικότητας στο οποίο αναφέρθηκαν οι αιτούσες κατά την προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών τους ήταν το γεγονός ότι πρότειναν ένα σύστημα με βάση το οποίο οι χρήστες θα ζητούσαν εξοπλισμό συστημάτων πληροφορικής μέσω διαδικτυακής αγοράς αντί να χρησιμοποιούν άλλα μέσα τηλεπικοινωνίας. Ωστόσο, στον βαθμό που ένας τέτοιος ισχυρισμός μπορεί να εξεταστεί χωρίς συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που να τον στηρίζουν, φαίνεται ότι, ενώ τέτοια μέτρα είναι δυνατό να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης του χρόνου για τους χρήστες της υπηρεσίας, δεν επηρεάζουν όμως, ελλείψει περαιτέρω θεμελιώσεως, σε αξιόλογο βαθμό την αποτελεσματικότητα του προσωπικού του υποψηφίου, ιδίως λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αναφέρθηκε καμία συγκεκριμένη καινοτομία όσον αφορά την υποχρέωση θέσεως στη διάθεση των χρηστών του απαιτούμενου εξοπλισμού.

50      Συνεπώς, ούτε ο πρώτος λόγος είναι εκ πρώτης όψεως βάσιμος.

51     Όσον αφορά τον τρίτο λόγο (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω), αρκεί να επισημανθεί ότι, σε αντίθεση με τα υποστηριχθέντα από τις αιτούσες, η Επιτροπή δεν φαίνεται να αξιολόγησε την προσέγγισή τους όσον αφορά τα ζητήματα προσωπικού μόνο με βάση το ότι δεν κατόρθωσαν να μαντέψουν τον βέλτιστο αριθμό εργαζομένων τον οποίο είχε κατά νουν η Επιτροπή. Αντιθέτως, από την ανάλυση που αφορά τον πρώτο λόγο προκύπτει ότι η Επιτροπή επικέντρωσε την εκτίμησή της στην αξιολόγηση του αν η σχετική με την οργάνωση του προσωπικού προσέγγιση των αιτουσών ανταποκρινόταν αντικειμενικά στα κριτήρια που προβλέπουν οι προδιαγραφές του διαγωνισμού. Συναφώς, η αναφορά του κειμένου του τμήματος 1-5-0 «Μέθοδος στελεχώσεως — Χρηματοοικονομικά ζητήματα», κεφάλαιο 2.2, στον «βέλτιστο αριθμό ισοδυνάμου εργαζομένων πλήρους απασχόλησης» αποσκοπεί σαφώς στο να οριοθετήσει τη μέθοδο που πρέπει να προτείνει ο υποψήφιος, ενώ η αξιολόγηση της μεθόδου αυτής διενεργείται βάσει κριτηρίων που ορίζονται στο πλαίσιο του αυτού κεφαλαίου. Επομένως, οι αιτούσες δεν κατάφεραν να επισημάνουν κάποιο στοιχείο στο κείμενο των προδιαγραφών του διαγωνισμού ή της μετέπειτα αλληλογραφίας με την Επιτροπή, ικανό να στηρίξει τον ισχυρισμό τους ότι η αξιολόγηση της προσφοράς τους βασίστηκε μόνο στην υποτιθέμενη αδυναμία τους να μαντέψουν ποιος ήταν για την Επιτροπή ο βέλτιστος αριθμός εργαζομένων.

52      Συνεπώς, και ο τρίτος λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως βάσιμος.

53      Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω), οι αιτούσες επιχειρούν να εξομοιώσουν την περίπτωσή τους με την περίπτωση υπερβολικά χαμηλών προσφορών. Ειδικότερα, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην απόρριψη της προσφοράς τους είναι παρόμοιου χαρακτήρα με αυτούς για τους οποίους μπορεί να απορριφθεί μια ιδιαίτερα χαμηλή προσφορά. Συνεπώς, προτού απορρίψει την προσφορά τους, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να ζητήσει λεπτομέρειες των σχετικών συστατικών στοιχείων αυτής και να εξακριβώσει τα στοιχεία αυτά, έχοντας λάβει υπόψη τις παρασχεθείσες σ’ αυτήν εξηγήσεις σύμφωνα με το άρθρο 151 του κανονισμού 1268/2012.

54      Ωστόσο, η ανάλυση αυτή στηρίζεται επίσης σε εσφαλμένη παραδοχή.

55      Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο σημείο 77 της αιτήσεως, μια προσφορά που φαίνεται να είναι εξαιρετικά χαμηλή γεννά την υποψία ότι ο υποψήφιος δεν θα μπορέσει να εκτελέσει τη σύμβαση σύμφωνα με τους όρους που προσφέρει. Αυτό μπορεί να συμβεί, για παράδειγμα, επειδή το προσφερόμενο τίμημα φαίνεται εξαιρετικά χαμηλό ή επειδή οι προτεινόμενες τεχνικές λύσεις φαίνεται να ξεπερνούν τις ικανότητες του υποψηφίου. Ωστόσο, ένα βασικό χαρακτηριστικό σε τέτοιες καταστάσεις είναι ότι οι όροι της προσφοράς θεωρείται από την αναθέτουσα αρχή ότι πληρούν τις προδιαγραφές του διαγωνισμού, ενώ οι υποψίες της εν λόγω αρχής αφορούν ένα άλλο μέρος της αξιολόγησης, ήτοι την ικανότητα του υποψηφίου να εκτελέσει τη σύμβαση σύμφωνα με τους συγκεκριμένους αυτούς όρους. Η αμφιβολία αυτή, περαιτέρω, δεν αποτελεί μέρος της αξιολόγησης που αφορά την εν γένει ικανότητα του υποψηφίου, η οποία πρέπει να χωρεί κατά τη φάση της επιλογής.

56      Ωστόσο, όπως προκύπτει σαφώς από την ανάλυση που αφορά τον πρώτο λόγο, στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή θεώρησε ότι οι προσφερόμενοι όροι ήταν απαράδεκτοι όσον αφορά την προσέγγιση σχετικά με τη στελέχωση των υπηρεσιών εξωτερικής υποστήριξης, εφοδιαστικής υποστήριξης και εσωτερικής υποστήριξης, αφού δεν ανταποκρίνονταν στις τεχνικές προδιαγραφές για την αξιολόγηση των οικείων μεθόδων. Συνεπώς, δεν μπορεί να εξομοιωθεί η παρούσα περίπτωση με τις περιπτώσεις εξαιρετικά χαμηλών προσφορών.

57      Κατά συνέπεια, και ο τέταρτος λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως βάσιμος.

58      Από την εξέταση όλων των λόγων που προέβαλαν οι αιτούσες προκύπτει επίσης ότι τα επίμαχα κριτήρια, όπως ορίζονται στις προδιαγραφές του διαγωνισμού, δεν φαίνεται να πάσχουν νομικό ελάττωμα.

59      Κατά συνέπεια, η υπό κρίσιν αίτηση πρέπει να απορριφθεί αφού δεν προέκυψε εκ πρώτης όψεως βασιμότητα των ισχυρισμών των αιτουσών που θα δικαιολογούσαν τη λήψη του προσωρινού μέτρου που ζητείται, οπότε παρέλκει η εξέταση των ζητημάτων του επείγοντος ή της σταθμίσεως των εμπλεκομένων συμφερόντων.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 4 Φεβρουαρίου 2014.

Ο Γραμματέας

 

      Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων

E. Coulon

 

      N. Forwood


* Γλώσσα της διαδικασίας: η αγγλική.