Language of document :

Προσφυγή της 19ης Οκτωβρίου 2012 - AGC Glass Europe κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-465/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: AGC Glass Europe κ.λπ. (Βρυξέλλες, Βέλγιο)· AGC Automotive Europe (Fleurus, Βέλγιο)· AGC France (Boussois, Γαλλία)· AGC Flat Glass Italia Srl (Cuneo, Ιταλία)· AGC Glass UK Ltd (Northhampton, Ηνωμένο Βασίλειο)· και AGC Glass Germany GmbH (Wegberg, Γερμανία) (εκπρόσωποι: L. Garzaniti, J. Blockx και P. Niggemann, δικηγόροι, και S. Ryan, solicitor)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει το άρθρο 3 της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 6ης Αυγούστου 2012 περί απορρίψεως, σύμφωνα με το άρθρο 8 της αποφάσεως 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού, της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της υποθέσεως COMP/39.125 - Υαλοπίνακες αυτοκινήτου·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα·

να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο κρίνει αναγκαίο.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έξι λόγους.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση εκ μέρους του συμβούλου ακροάσεων του άρθρου 8 της αποφάσεως περί των καθηκόντων του συμβούλου ακροάσεων 2 και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπεται από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι αυτός ερμήνευσε εσφαλμένα το εύρος των αρμοδιοτήτων του κρίνοντας ότι δεν είχε αρμοδιότητα να εξετάσει τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες αναφορικά με την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και την προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως που συνεπαγόταν η δημοσίευση των επιδίκων πληροφοριών οι οποίες περιέχονται στην απόφαση που εξέδωσε η Επιτροπή στην υπόθεση COMP/39.125 - Υαλοπίνακες αυτοκινήτου.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι ο σύμβουλος ακροάσεων, καθόσον επέτρεψε στην Επιτροπή να δημοσιεύσει τις επίδικες πληροφορίες, προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προσφευγουσών, η οποία θεμελιωνόταν στην ανακοίνωση της Επιτροπής περί επιείκειας 4 και στην κατά το παρελθόν πρακτική της σχετικά με την προστασία των παρεχομένων στο πλαίσιο αιτήσεως επιεικούς μεταχειρίσεως πληροφοριών, όσον αφορά το ότι οι πληροφορίες που αυτές παρέσχον, στο πλαίσιο της συνεργασίας τους με την Επιτροπή, δεν θα δημοσιοποιούνταν κατά το μέτρο του δυνατού.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από παραβίαση εκ μέρους του συμβούλου ακροάσεων της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον αυτός επέτρεψε στην Επιτροπή να υιοθετήσει την ίδια προσέγγιση όσον αφορά τη δημοσίευση ορισμένης κατηγορίας πληροφοριών που αφορούσαν όλους τους αποδέκτες της αποφάσεως της Επιτροπής στην υπόθεση COMP/39.125 - Υαλοπίνακες αυτοκινήτου, παρά το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση από τους λοιπούς αποδέκτες της αποφάσεως όσον αφορά τη δημοσίευση των πληροφοριών αυτών, λόγω του ότι είναι οι μόνες οι οποίες υπέβαλαν αίτηση περί επιεικούς μεταχειρίσεως στην υπόθεση Υαλοπίνακες αυτοκινήτου.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από προσβολή εκ μέρους του συμβούλου ακροάσεων του κατά το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιώματος των προσφευγουσών σε χρηστή διοίκηση, καθόσον αυτός επέτρεψε στην Επιτροπή να υιοθετήσει αυθαίρετη προσέγγιση όσον αφορά τη δημοσίευση ορισμένης κατηγορίας πληροφοριών με τις αποφάσεις της σχετικά με τις διαδικασίες περί συμπράξεων.

Ο πέμπτος λόγος αντλείται από παράβαση εκ μέρους του συμβούλου ακροάσεων του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001  και της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης , δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές απαγορεύουν στην Επιτροπή να επιτρέψει στο κοινό την πρόσβαση στα έγγραφα τα οποία της υποβάλλουν οι αιτούντες την υπαγωγή σε καθεστώς επιεικούς μεταχειρίσεως. Επιτρέποντας στην Επιτροπή να δημοσιεύσει, με το μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεώς της στην υπόθεση COMP/39.125 - Υαλοπίνακες αυτοκινήτου, πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονταν στα εν λόγω έγγραφα, ο σύμβουλος ακροάσεων παρέσχε στην Επιτροπή δυνατότητα καταστρατηγήσεως των εν λόγω διατάξεων.

Ο έκτος λόγος αντλείται από παράβαση εκ μέρους του συμβούλου ακροάσεων της υποχρεώσεως επαγγελματικής εχεμύθειας που προβλέπεται από το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου , κατά το μέτρο που αυτός έκρινε ότι οι επίδικες πληροφορίες δεν ήταν εμπιστευτικές και μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν από την Επιτροπή. Ο σύμβουλος ακροάσεων υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή των κριτηρίων εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που έχει θέσει η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου και, κατά την εκτίμηση αυτή, παρέλειψε επίσης να προβεί στην κατά τη νομολογία αναγκαία στάθμιση των συμφερόντων.

____________

1 - Απόφαση 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (ΕΕ 2011, L 275, σ. 29).

2 - Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3)· ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (ΕΕ 2006, C298, σ. 17).

3 - Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).

4 - Ανακοίνωση της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας ΕΟΧ, και του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, C 325, σ. 7).

5 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).