Language of document : ECLI:EU:F:2007:10

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 16ης Ιανουαρίου 2007

Υπόθεση F-115/05

Philippe Vienne κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η διοίκηση – Άρνηση – Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν στο Βέλγιο»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο P. Vienne και 163 άλλοι μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι του Κοινοβουλίου ζητούν, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου περί απορρίψεως των αιτήσεων αρωγής που υπέβαλαν δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που τους προκάλεσε η απόφαση αυτή.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24, εδ. 11· παραρτήματα VIII, άρθρο 11 § 2, και XIII, άρθρο 26 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

Κοινοτικό όργανο δεν μπορεί να απορρίψει, με το αιτιολογικό ότι στρέφεται κατά πράξεως που εξέδωσε το ίδιο, αίτηση που υποβάλλει δυνάμει του άρθρου 24 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) υπάλληλος για παροχή τεχνικής και οικονομικής αρωγής, προκειμένου να επαληθεύσει, κατ’ αρχάς, ότι έχει ατομικό συμφέρον να ζητήσει εκ νέου μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο βελγικού συνταξιοδοτικού συστήματος, πριν αναλάβει υπηρεσία στις Κοινότητες, υπό τις γενικώς ευνοϊκότερες προϋποθέσεις μιας νέας εθνικής ρυθμίσεως αυτού του κράτους μέλους και ακολούθως να επιτύχει, ενδεχομένως, τη νέα αυτή μεταφορά, εφόσον το οικείο κοινοτικό όργανο δεν έχει με κανέναν τρόπο αρνηθεί να ανακαλέσει την αρχική του απόφαση περί μεταφοράς. Ασφαλώς, η μεταφορά συνιστά πράξη που περιλαμβάνει δύο αποφάσεις τις οποίες λαμβάνουν, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, διαδοχικώς ο οργανισμός διαχειρίσεως του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος που προβαίνει στον υπολογισμό των αποκτηθέντων δικαιωμάτων και, ακολούθως, το κοινοτικό όργανο που καθορίζει, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων αυτών, τον αριθμό των συντάξιμων ετών που λαμβάνονται υπόψη για το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα δυνάμει των ως άνω μεταφερθέντων δικαιωμάτων. Εντούτοις, το γεγονός ότι η υλοποίηση του σκοπού για τον οποίο υποβάλλεται η αίτηση αρωγής μπορεί να προϋποθέτει την ανάκληση μιας πράξεως του οικείου κοινοτικού οργάνου δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην, ιδίως όταν το κοινοτικό όργανο προτίθεται να προβεί στην ανάκληση, ότι η αρωγή ζητείται κατά πράξεως του κοινοτικού οργάνου, όπερ θα σήμαινε τον αποκλεισμό της από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ, το οποίο διασφαλίζει την υπεράσπιση του υπαλλήλου από τις ενέργειες τρίτων, και όχι από τις πράξεις των ίδιων των οργάνων. Η αίτηση ανακλήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της πράξεως της οποίας ζητείται η ανάκληση παρά μόνον αν το κοινοτικό όργανο αποκλείει, άνευ ετέρου, το ενδεχόμενο να προχωρήσει στην ανάκλησή της.

Το κοινοτικό αυτό όργανο δεν μπορεί να απορρίψει την αίτηση ούτε με το αιτιολογικό ότι το ασύμβατο της νέας βελγικής ρυθμίσεως προς το κοινοτικό δίκαιο δεν έχει διαπιστωθεί ακόμη. Πράγματι, η υποχρέωση αρωγής που υπέχει το όργανο δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο παράνομος χαρακτήρας των ενεργειών, λόγω των οποίων ο υπάλληλος ζητεί την αρωγή, έχει προηγουμένως διαπιστωθεί με δικαστική απόφαση. Μια τέτοια προϋπόθεση θα ερχόταν, εξάλλου, σε αντίθεση με τον ίδιο τον σκοπό της αιτήσεως αρωγής στις συχνές περιπτώσεις όπου αυτή υποβάλλεται ακριβώς για να επιτευχθεί, μέσω μιας ένδικης διαδικασίας στην οποία συνδράμει το κοινοτικό όργανο, η αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα των εν λόγω ενεργειών, καθόσον στο πλαίσιο αυτό ο όρος «ενέργεια» υποδηλώνει μάλλον κάθε είδους πράξη για την οποία υφίστανται υποψίες, χωρίς να έχει αποδεχθεί, ότι είναι παράνομη. Η υποχρέωση αρωγής αφορά μόνον ενέργειες οι οποίες μπορούν ευλόγως να θεωρηθούν ότι θίγουν τα δικαιώματα των υπαλλήλων, οπότε ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να ελέγξει το υποστατό της προσβολής της οποίας θύμα ισχυρίζεται ότι υπήρξε ο υπάλληλος που ζητεί την προστασία του οργάνου, πλην όμως αρκεί να προσκομίσει έστω και κάποια στοιχεία που αποτελούν ενδείξεις περί του υποστατού της προσβολής, χωρίς να συνιστούν πλήρη απόδειξη.

Αντιθέτως, το κοινοτικό όργανο μπορεί κάλλιστα να εκτιμήσει ότι τα δικαιώματα του υπαλλήλου δεν εθίγησαν κατά τρόπο που να δικαιολογεί την παροχή αρωγής. Συγκεκριμένα, η διαφορετική μεταχείριση των υπαλλήλων ανάλογα με το αν η μεταφορά των δικαιωμάτων τους πραγματοποιήθηκε πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ της νέας βελγικής ρυθμίσεως δεν συνιστά, αυτή καθαυτή, διάκριση, διότι άλλως θα καθίστατο αδύνατη κάθε τροποποίηση των οικείων διατάξεων. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο προσφεύγων-ενάγων εθίγη από μια τέτοια διάκριση, η αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση δεν οφείλεται στη νέα ρύθμιση αυτή καθαυτή, αλλά στον συνδυασμό των αποτελεσμάτων της εν λόγω ρυθμίσεως και του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό 723/2004, για την τροποποίηση του [ΚΥΚ] των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, καθόσον αυτό παρέσχε για ένα μεταβατικό χρονικό διάστημα έξι μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 723/2004 τη δυνατότητα υποβολής, για πρώτη φορά, αιτήσεως μεταφοράς ή εκ νέου υποβολής της αιτήσεως μεταφοράς σε τρεις κατηγορίες υπαλλήλων, στις περιπτώσεις των οποίων η μεταφορά των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων δεν είχε πραγματοποιηθεί λόγω είτε εκπρόθεσμης υποβολής της αιτήσεως είτε της επιλογής τους να μη ζητήσουν μεταφορά ή να μην επιβεβαιώσουν την αίτησή τους, κατάσταση που δεν είναι δυνατό να εξομοιωθεί με ενέργεια τρίτου κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

Άλλωστε, υπό τις περιστάσεις αυτές, ο ενδιαφερόμενος δεν δύναται να επικαλεστεί το καθήκον αρωγής κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεώς του, δεδομένου ότι το κοινοτικό όργανο δεν μπορεί να εξαναγκαστεί, λόγω του καθήκοντος αυτού, να αποκλίνει από τις προϋποθέσεις από τις οποίες ο ΚΥΚ εξαρτά την παροχή της αρωγής του. Επιπλέον, δεν είναι δυνατό να προβληθούν βασίμως ούτε ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής pacta sunt servanda, καθόσον δεν γίνεται επίκληση οποιασδήποτε συμβάσεως ή συμφωνίας, η οποία δεν τηρήθηκε από το κοινοτικό όργανο, ούτε και η αρχή patere legem quam ipse fecisti, εφόσον ο ΚΥΚ δεν αποτελεί κανόνα θεσπισθέντα από κοινοτικό όργανο υπό την ιδιότητα της ΑΔΑ, αλλά από τον κοινοτικό νομοθέτη.

Τέλος, είναι αλυσιτελής ο προβαλλόμενος κατά της απορρίψεως της οικείας αιτήσεως λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι η τροποποίηση της βελγικής ρυθμίσεως συνεπάγεται διάκριση μεταξύ των κοινοτικών υπαλλήλων που έχουν μεταφέρει συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν στο Βέλγιο, ανάλογα με το αν η μεταφορά τους ζητήθηκε πριν ή μετά από την έναρξη της ισχύος της νέας εθνικής ρυθμίσεως. Ο λόγος που αφορά παραβίαση της αρχής της ισότητας θα μπορούσε, στην πράξη, να προβληθεί λυσιτελώς μόνον αν ο ενδιαφερόμενος ισχυριζόταν ότι το οικείο κοινοτικό όργανο είχε παράσχει αρωγή σε άλλους μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους, ευρισκόμενους στην ίδια κατάσταση με αυτόν.

(βλ. σκέψεις 35, 36, 38 έως 41, 43, 44, 51, 52, 54 έως 56, 59, 63, 70, 80, 96 και 97)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 10 Ιουλίου 1997, T‑81/96, Αποστολίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑207 και II‑607, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 14 Δεκεμβρίου 2000, T‑213/99, Verheyden κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑297 και II‑1355, σκέψη 28· 8 Ιουλίου 2004, T‑136/03, Schochaert κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑215 και II‑957, σκέψη 49

ΔΔΔ: 16 Ιανουαρίου 2007, F‑92/05, Genette κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή