Language of document : ECLI:EU:T:2008:402

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 24ης Σεπτεμβρίου 2008

Υπόθεση T-105/08 P

Kris Van Neyghem

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Απόρριψη της προσφυγής πρωτοδίκως – Πρόσληψη – Γενικός διαγωνισμός – Αποκλεισμός από την προφορική δοκιμασία – Αίτηση αναιρέσεως προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2007, στην υπόθεση F-73/06, Van Neyghem κατά Επιτροπής (η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή), με σκοπό την αναίρεση της διατάξεως αυτής.

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Kris Van Neyghem φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Λόγοι – Παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων – Ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων περί τα πραγματικά περιστατικά, η οποία προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας – Παραδεκτό

(Άρθρο 225 A ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου· παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Απόρριψη υποψηφιότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2· παράρτημα III, άρθρο 6)

3.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Αξιολόγηση των επιδόσεων των υποψηφίων – Εξουσία εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III)

1.      Είναι παραδεκτές κατά την αναιρετική διαδικασία οι αιτιάσεις σχετικά με τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και την εκτίμησή τους στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εφόσον ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προέβη σε διαπιστώσεις, η ανακρίβεια του περιεχομένου των οποίων προκύπτει από τη δικογραφία, ή αλλοίωσε το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων που του υποβλήθηκαν. Τέτοια αλλοίωση του περιεχομένου των αποδεικτικών μέσων υπάρχει όταν, χωρίς να διεξαχθούν νέες αποδείξεις, προκύπτει ότι η εκτίμηση των διαθέσιμων αποδεικτικών μέσων είναι προδήλως εσφαλμένη.

(βλ. σκέψεις 29 και 32)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 24 Οκτωβρίου 2002, C‑82/01 P, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑9297, σκέψη 56· ΔΕΚ, 18 Ιανουαρίου 2007, C‑229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑439, σκέψεις 32 έως 35 και 37

2.      Η απαίτηση αιτιολογήσεως των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού πρέπει να συνάδει με την τήρηση του απορρήτου, το οποίο πρέπει να περιβάλει τις εργασίες της εξεταστικής αυτής επιτροπής δυνάμει του άρθρου 6 του παραρτήματος III του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ). Κατά συνέπεια, η εξεταστική επιτροπή, αιτιολογώντας την απόφασή της να μη δεχθεί έναν υποψήφιο σε μια δοκιμασία, μπορεί να αποκαλύψει στον υποψήφιο μόνον τους βαθμούς και τα μόρια που του απονεμήθηκαν και δεν υποχρεούται να διευκρινίσει τις απαντήσεις που κρίθηκαν ανεπαρκείς ή να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους οι απαντήσεις αυτές κρίθηκαν ανεπαρκείς.

(βλ. σκέψεις 34 και 35)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Ιουλίου 1996, C‑254/95 P, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, Συλλογή 1996, σ. I‑3423, σκέψη 24· ΠΕΚ, 27 Μαρτίου 2003, T‑33/00, Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑105 και II‑541, σκέψη 44· ΠΕΚ, 19 Φεβρουαρίου 2004, T‑19/03, Konstantopoulou κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑25 και II‑107, σκέψη 27

3.      Οι εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού κατά την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων των υποψηφίων, καθώς και οι αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται η αποτυχία ενός υποψηφίου σε μία δοκιμασία αποτελούν αξιολογικές κρίσεις όσον αφορά τις επιδόσεις του υποψηφίου κατά τη δοκιμασία. Η εξεταστική επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων στις δοκιμασίες διαγωνισμού, η δε βασιμότητα των εκ μέρους της αξιολογικών κρίσεων μπορεί να ελεγχθεί από τον κοινοτικό δικαστή μόνο σε περιπτώσεις πρόδηλης παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της, πρόδηλης πλάνης, κατάχρησης εξουσίας, ή πρόδηλης υπερβάσεως των ορίων της διακριτικής ευχέρειας.

(βλ. σκέψεις 46 και 47)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 16 Ιουνίου 1987, 40/86, Κολυβάς κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 2643, σκέψη 11· ΠΕΚ, 11 Φεβρουαρίου 1999, T‑200/97, Jiménez κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑19 και II‑73, σκέψη 40· ΠΕΚ, 31 Μαΐου 2005, T‑294/03, Gibault κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑141 και II‑635, σκέψη 41