Language of document : ECLI:EU:C:2024:71

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 25ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Καθορισμός ελάχιστων αμοιβών από επαγγελματική οργάνωση δικηγόρων – Απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων – Απαγόρευση επιδικάσεως ποσού δικηγορικής αμοιβής που υπολείπεται της ελάχιστης – Περιορισμός του ανταγωνισμού – Δικαιολογητικοί λόγοι – Θεμιτοί σκοποί – Ποιότητα των παρεχόμενων από δικηγόρους υπηρεσιών – Εφαρμογή της αποφάσεως της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890) – Δυνατότητα επίκλησης της νομολογίας Wouters σε περίπτωση περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου»

Στην υπόθεση C‑438/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία), με απόφαση της 4ης Ιουλίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την ίδια ημέρα, στο πλαίσιο της δίκης

Em akaunt BG ЕООD

κατά

Zastrahovatelno aktsionerno druzhestvo Armeets AD,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl (εισηγητή), J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: R. Stefanova-Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Ιουλίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Em akaunt BG ЕООD, εκπροσωπούμενη από τους I. Stoeva, V. Todorova και M. Yordanova, advokati,

–        η Zastrahovatelno aktsionerno druzhestvo Armeets AD, εκπροσωπούμενη από τον B. Dachev,

–        η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις T. Mitova και S. Ruseva,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον T. Baumé και την E. Rousseva,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Em akaunt BG EOOD και της Zastrahovatelno aktsionerno druzhestvo Armeets AD, σχετικά με αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως στο πλαίσιο ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων, κατόπιν κλοπής οχήματος, καθώς και την καταβολή τόκων υπερημερίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003, το οποίο φέρει τον τίτλο «Βάρος αποδείξεως», ορίζει τα εξής:

«Στο πλαίσιο του συνόλου των εθνικών και των κοινοτικών διαδικασιών εφαρμογής των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ], η απόδειξη της παράβασης του άρθρου [101] παράγραφος 1 ή του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] βαρύνει το μέρος ή την αρχή που ισχυρίζεται την παράβαση. Η απόδειξη ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου [101] παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ] βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται τη διάταξη αυτή.»

 Το βουλγαρικό δίκαιο

 Ο GPK

4        Το άρθρο 78 του Grazhdanski protsesualen kodeks (κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο εξής: GPK) ορίζει τα εξής:

«1.      Ο εναγόμενος φέρει τα καταβληθέντα από τον ενάγοντα τέλη, έξοδα και δικηγορικές αμοιβές, αν ο ενάγων εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, κατά το μέτρο της αποδοχής του αιτήματος της αγωγής.

[...]

5.      Εάν η καταβληθείσα από διάδικο δικηγορική αμοιβή είναι υπερβολικά υψηλή σε σχέση με τη νομική και πραγματική δυσκολία της υποθέσεως, το δικαστήριο μπορεί κατόπιν αιτήσεως του αντιδίκου να διατάξει την καταβολή χαμηλότερου ποσού ως δικηγορικής αμοιβής, εφόσον αυτό δεν υπολείπεται της ελάχιστης αμοιβής που καθορίζεται βάσει του άρθρου 36 [του Zakon za advokaturata (νόμου περί δικηγόρων)].

[...]»

5        Το άρθρο 162 του GPK ορίζει ότι, «[ό]ταν η αξίωση είναι βάσιμη αλλά τα στοιχεία για το ύψος της είναι ανεπαρκή, το δικαστήριο καθορίζει το ποσό αυτό κατά τη διακριτική του ευχέρεια ή λαμβάνει τη γνώμη πραγματογνώμονα».

6        Το άρθρο 248 του GPK ορίζει τα εξής:

«1.      Εντός της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκου μέσου και, αν η απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την έκδοση της αποφάσεως, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, να συμπληρώσει ή να τροποποιήσει την εκδοθείσα απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τα δικαστικά έξοδα.

2.      Το δικαστήριο κοινοποιεί στον αντίδικο την αίτηση συμπληρώσεως ή τροποποιήσεως της αποφάσεως, ζητώντας του να απαντήσει εντός προθεσμίας μιας εβδομάδας.

3.      Η διάταξη περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων εκδίδεται εν συμβουλίω και κοινοποιείται στους διαδίκους. Μπορεί να προσβληθεί με ένδικο μέσο κατά τον ίδιο τρόπο όπως και η απόφαση.»

 Ο ZAdv

7        Το άρθρο 36, παράγραφοι 1 και 2, του Zakon za advokaturata (νόμου περί δικηγόρων) (DV αριθ. 55, της 25ης Ιουνίου 2004, σε ισχύ από τις 12 Μαΐου 2010· τελευταία τροποποίηση δημοσιευθείσα στο DV αριθ. 17, της 26ης Φεβρουαρίου 2021, και σε ισχύ από τις 2 Μαρτίου 2021), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: ZAdv), ορίζει τα εξής:

«1.      Ο δικηγόρος ή ο δικηγόρος που είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιούται αμοιβή για την εργασία του.

2.      Το ύψος της αμοιβής καθορίζεται διά συμβάσεως μεταξύ του δικηγόρου ή του δικηγόρου που είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα κράτους μέλους της Ένωσης και του εντολέα. Η εν λόγω αμοιβή πρέπει να είναι εύλογη και δικαιολογημένη και δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από την προβλεπόμενη στον κανονισμό του Visshia advokatski savet [(Ανώτατου Δικηγορικού Συμβουλίου, Βουλγαρία)] για τη συγκεκριμένη υπηρεσία.»

8        Το άρθρο 38 του ZAdv ορίζει τα εξής:

«1.      Δικηγόρος ή δικηγόρος που είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να παρέχει δωρεάν δικαστική αρωγή και συνδρομή σε: [...]

2.      Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, εάν, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, ο αντίδικος καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, ο δικηγόρος ή ο δικηγόρος που είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιούται αμοιβή δικηγόρου. Το δικαστήριο ορίζει την αμοιβή σε ποσό το οποίο δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από το προβλεπόμενο στον κανονισμό ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 36, παράγραφος 2, και υποχρεώνει τον αντίδικο να την καταβάλει.»

 Ο κανονισμός 1 περί των ελάχιστων ποσών δικηγορικής αμοιβής

9        Το άρθρο 1 του Naredba no 1 za minimalnite razmeri na advokatskite vaznagrazhdenia (κανονισμού 1 περί των ελάχιστων ποσών δικηγορικής αμοιβής), της 9ης Ιουλίου 2004 (DV αριθ. 64, της 23ης Ιουλίου 2004), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: κανονισμός 1 περί ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών), προβλέπει τα εξής:

«Η αμοιβή του δικηγόρου για την εργασία του ορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία με τον εντολέα του, δεν μπορεί όμως να υπολείπεται της ελάχιστης αμοιβής που ορίζει ο παρών κανονισμός για τη συγκεκριμένη δικηγορική υπηρεσία.»

10      Το άρθρο 2, παράγραφος 5, του ως άνω κανονισμού ορίζει ότι, για τη δικαστική εκπροσώπηση, την υπεράσπιση και την αρωγή σε αστικές διαδικασίες, η αμοιβή καθορίζεται ανάλογα με τη φύση και τον αριθμό των ενδίκων βοηθημάτων που ασκήθηκαν, χωριστά για καθένα από αυτά, ανεξάρτητα από τη μορφή με την οποία συνεκδικάζονται.

11      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού καθορίζει ορισμένα ποσά αμοιβών για την εκπροσώπηση, την υπεράσπιση και την αρωγή ενώπιον δικαστηρίου σε συνάρτηση, μεταξύ άλλων, με την αξία του αντικειμένου της υποθέσεως.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Η EM akaunt BG άσκησε ενώπιον του Sofiyski rayonen sad (περιφερειακού δικαστηρίου Σόφιας, Βουλγαρία) αγωγή αποζημιώσεως κατά της Zastrahovatelno aktsionerno druzhestvo Armeets, ασφαλιστικού της φορέα, για ποσό 16 112,32 βουλγαρικών λεβ (BGN) (περίπου 8 241 ευρώ), στο πλαίσιο ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων, κατόπιν της κλοπής οχήματος, πλέον τόκων υπερημερίας με το νόμιμο επιτόκιο, ύψους 1 978,24 BGN (περίπου 1 012 ευρώ).

13      Στην εν λόγω αγωγή αποζημιώσεως περιλαμβανόταν η αμοιβή του δικηγόρου της ενάγουσας της κύριας δίκης, υπολογιζόμενη βάσει προηγουμένως συναφθείσας συμβάσεως μεταξύ της ενάγουσας της κύριας δίκης και του δικηγόρου της. Η αμοιβή αυτή ανερχόταν σε 1 070 BGN (περίπου 547 ευρώ). Η εναγομένη της κύριας δίκης ισχυρίστηκε ότι η κατά τα ανωτέρω ζητηθείσα αμοιβή ήταν υπερβολική και ζήτησε να μειωθεί.

14      Με απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, το αιτούν δικαστήριο αποφάνθηκε επί της διαφοράς, κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή αποζημιώσεως. Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η ζητηθείσα αμοιβή ήταν υπερβολική και μείωσε το ποσό αυτό σε 943 BGN (περίπου 482 ευρώ).

15      Στο σκεπτικό του για την αιτιολόγηση της μείωσης της δικηγορικής αμοιβής, το αιτούν δικαστήριο παρέπεμψε στο άρθρο 78, παράγραφος 5, του GPK, το οποίο παρέχει στο επιληφθέν δικαστήριο τη δυνατότητα να μειώσει το ποσό της οφειλόμενης δικηγορικής αμοιβής αν, λαμβανομένης υπόψη της νομικής και πραγματικής δυσκολίας που όντως εμφανίζει η υπόθεση, η αμοιβή παρίσταται υπερβολική. Εντούτοις, η ως άνω διάταξη δεν επιτρέπει στο δικαστήριο να καθορίσει ποσό χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 36 του ZAdv.

16      Το αιτούν δικαστήριο έκρινε επίσης ότι από την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890), προκύπτει ότι ο κανόνας που προβλέπεται στο άρθρο 78, παράγραφος 5, του GPK, σε συνδυασμό με το άρθρο 36 του ZAdv, δεν είναι αντίθετος προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, δεδομένου ότι είναι αναγκαίος για την επίτευξη θεμιτού σκοπού. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο θεμιτός σκοπός τον οποίο επιδιώκει ο εν λόγω κανόνας είναι η διασφάλιση της παροχής υψηλής ποιότητας νομικών υπηρεσιών στο κοινό. Εκτιμά ότι η θέσπιση ελάχιστης αμοιβής είναι ικανή να επιτύχει τον εν λόγω σκοπό και να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι η ελάχιστη αυτή αμοιβή εγγυάται στους δικηγόρους ένα επαρκές εισόδημα το οποίο τους επιτρέπει να ζουν αξιοπρεπώς, να παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες και να βελτιώνουν τις ικανότητές τους. Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι το ποσό της μικτής αμοιβής, μέχρι του οποίου η αμοιβή δεν είναι υπερβολική, κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας περί ελάχιστων αμοιβών, ανέρχεται σε 42 BGN (περίπου 21 ευρώ) ανά ώρα.

17      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, εξάλλου, ότι δεν συμμερίζεται τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία), με τη διάταξη αριθ. 28, δεύτερο τμήμα εμπορικών διαφορών, της 21ης Ιανουαρίου 2022, στην υπόθεση αριθ. 2347/2021, με την οποία κρίθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι «οι καθοριζόμενες ελάχιστες αμοιβές δεν μπορούν αφ’ εαυτών να αποτρέψουν έναν δικηγόρο από το να παράσχει υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας», στο μέτρο που πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η σωρευτική επίδραση που προκύπτει από το συνδυασμό με τους ισχύοντες επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες του δικηγορικού συλλόγου.

18      Κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το αιτούν δικαστήριο επί της αγωγής αποζημιώσεως ασκήθηκαν ένδικα μέσα από αμφότερους τους διαδίκους της κύριας δίκης. Εν συνεχεία, η ενάγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε, επίσης, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αίτηση επανεξετάσεως της αποφάσεως σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, για τον λόγο ότι η δικηγορική αμοιβή είχε καθοριστεί κάτω από το όριο που προβλέπει η εθνική κανονιστική ρύθμιση.

19      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προβεί στην εν λόγω εξέταση υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων τις οποίες παρέσχε το Δικαστήριο με την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890).

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο σύμφωνα με την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890), την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να μην εφαρμόσουν εθνική διάταξη βάσει της οποίας ο δικαστής δεν μπορεί να καταδικάσει τον ηττηθέντα διάδικο στα έξοδα δικηγορικής αμοιβής η οποία υπολείπεται του ελάχιστου ποσού που καθορίζεται με κανονισμό τον οποίο εκδίδει μόνον επαγγελματική ένωση δικηγόρων, όπως το [Ανώτατο Δικηγορικό Συμβούλιο], εάν η διάταξη αυτή δεν περιορίζεται στην επίτευξη θεμιτών σκοπών, και δη να μην την εφαρμόσουν όχι μόνον έναντι των συμβαλλομένων, αλλά και έναντι τρίτων οι οποίοι θα μπορούσαν να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα;

2)      Έχει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο σύμφωνα με την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890), την έννοια ότι οι θεμιτοί σκοποί που δικαιολογούν την εφαρμογή εθνικής διατάξεως, κατά την οποία το δικαστήριο δεν μπορεί να καταδικάσει τον ηττηθέντα διάδικο στα έξοδα δικηγορικής αμοιβής η οποία υπολείπεται του ελάχιστου ποσού που καθορίζεται με κανονισμό τον οποίο εκδίδει επαγγελματική ένωση δικηγόρων, όπως το [Ανώτατο Δικηγορικό Συμβούλιο], πρέπει να θεωρούνται ως οριζόμενοι εκ του νόμου και ότι το δικαστήριο δύναται να μην εφαρμόσει την εθνική διάταξη, εάν δεν διαπιστώσει υπέρβαση των σκοπών αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση ή μήπως, αντιθέτως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εθνική νομική ρύθμιση δεν εφαρμόζεται στο μέτρο που δεν διαπιστώνεται η επίτευξη των εν λόγω σκοπών;

3)      Βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003, στο πλαίσιο αστικής διαφοράς στην οποία ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, ποιος διάδικος πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη θεμιτού σκοπού και την αναλογικότητα της επιδιώξεως αυτού μέσω κανονισμού περί ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών, τον οποίο εκδίδει επαγγελματική ένωση δικηγόρων, όταν ζητείται μείωση του ποσού της δικηγορικής αμοιβής λόγω του ότι αυτό είναι υπερβολικά υψηλό: ο διάδικος που ζητεί την καταδίκη στα δικαστικά έξοδα ή ο ηττηθείς διάδικος που ζητεί τη μείωση της αμοιβής;

4)      Έχει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο σύμφωνα με την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890), την έννοια ότι δημόσια αρχή, όπως το Εθνικό Κοινοβούλιο, όταν αναθέτει τον καθορισμό ελάχιστων τιμών με έκδοση σχετικού κανονισμού σε επαγγελματική ένωση δικηγόρων, οφείλει να προσδιορίζει ρητώς συγκεκριμένες μεθόδους βάσει των οποίων πρέπει να διαπιστώνεται η αναλογικότητα του εν λόγω περιορισμού ή μήπως οφείλει να αναθέτει στην επαγγελματική ένωση τη σχετική εξέταση κατά την έκδοση του οικείου κανονισμού (παραδείγματος χάρη στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου ή σε άλλα προπαρασκευαστικά έγγραφα), οφείλει δε το δικαστήριο να αρνηθεί, ενδεχομένως, την εφαρμογή του κανονισμού, σε περίπτωση που δεν έχουν ληφθεί υπόψη τέτοιες μέθοδοι, χωρίς να εξετάσει τα συγκεκριμένα ποσά [των ελάχιστων αμοιβών] και επαρκεί η ύπαρξη αιτιολογημένης εξετάσεως τέτοιων μεθόδων για να γίνει δεκτό ότι η σχετική ρύθμιση περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη των προβλεπόμενων θεμιτών σκοπών;

5)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα: Έχει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο σύμφωνα με την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890), την έννοια ότι το δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τους θεμιτούς σκοπούς που δικαιολογούν την εφαρμογή εθνικής διατάξεως, βάσει της οποίας το δικαστήριο δεν μπορεί να καταδικάσει τον ηττηθέντα διάδικο στα έξοδα δικηγορικής αμοιβής η οποία υπολείπεται του ελάχιστου ποσού που καθορίζεται με κανονισμό τον οποίο εκδίδει επαγγελματική ένωση δικηγόρων, όπως το [Ανώτατο Δικηγορικό Συμβούλιο], και πρέπει να ελέγχει την αναλογικότητά τους υπό το πρίσμα των επιπτώσεων επί του ποσού που προβλέπεται για τη συγκεκριμένη υπόθεση και να αρνείται την επιβολή του εν λόγω ποσού, εφόσον αυτό υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών ή μήπως οφείλει, κατ’ αρχήν, το δικαστήριο να εξετάσει το είδος και τα χαρακτηριστικά των κριτηρίων καθορισμού του ποσού που προβλέπει ο κανονισμός και, όταν διαπιστώνει ότι αυτά ενδέχεται να υπερβαίνουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών, να απέχει οπωσδήποτε από την εφαρμογή των σχετικών κανόνων;

6)      Εάν ο θεμιτός σκοπός της ελάχιστης αμοιβής είναι να διασφαλιστεί η παροχή νομικών υπηρεσιών υψηλής ποιότητας, επιτρέπει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ τον καθορισμό ελάχιστων αμοιβών αποκλειστικώς βάσει της φύσεως της υποθέσεως (αντικείμενο της διαφοράς), της αξίας του αντικειμένου της υποθέσεως και, εν μέρει, του αριθμού των συνεδριάσεων που πραγματοποιήθηκαν, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα κριτήρια, όπως η περιπλοκότητα των πραγματικών περιστατικών, οι εφαρμοστέοι εθνικοί και διεθνείς κανόνες κ.λπ.;

7)      Σε περίπτωση που η απάντηση στο πέμπτο ερώτημα είναι ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάζει χωριστά για κάθε δίκη εάν οι θεμιτοί σκοποί της εξασφαλίσεως αποτελεσματικής νομικής αρωγής μπορούν να δικαιολογήσουν την εφαρμογή της νομικής ρυθμίσεως περί του ελάχιστου ποσού [δικηγορικής] αμοιβής, ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων το δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει την αναλογικότητα του ελάχιστου ποσού [δικηγορικής] αμοιβής στη συγκεκριμένη υπόθεση, εάν θεωρεί ότι ο καθορισμός ελάχιστου ποσού σκοπεί στην εξασφάλιση αποτελεσματικής νομικής αρωγής σε εθνικό επίπεδο;

8)      Έχει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, τρίτο εδάφιο, του Χάρτη [...], την έννοια ότι, κατά την εξέταση του εβδόμου ερωτήματος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ρυθμίσεις που έχει εγκρίνει η εκτελεστική εξουσία όσον αφορά την αμοιβή που οφείλει το κράτος στους αυτεπαγγέλτως διορισθέντες δικηγόρους η οποία –δυνάμει νομοθετικής παραπομπής– αντιπροσωπεύει το ανώτατο ποσό επιστροφής προς τον νικήσαντα διάδικο που εκπροσωπήθηκε από νομικό σύμβουλο;

9)      Έχει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη [...], την έννοια ότι, κατά την εξέταση του εβδόμου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να ορίσει ποσό αμοιβής επαρκές για την επίτευξη του σκοπού της εξασφαλίσεως νομικής αρωγής υψηλής ποιότητας το οποίο πρέπει να συγκρίνει με εκείνο που προκύπτει από τη νομική ρύθμιση και οφείλει να εκθέσει τους λόγους που δικαιολογούν το ποσό αμοιβής που, βάσει της διακριτικής του ευχέρειας, καθόρισε;

10)      Έχει το άρθρο 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τις αρχές της αποτελεσματικότητας των εθνικών δικονομικών μέσων και της απαγορεύσεως της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο, όταν διαπιστώνει ότι απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων παραβιάζει τις απαγορεύσεις περιορισμού του ανταγωνισμού καθορίζοντας ελάχιστα όρια αμοιβών για τα μέλη της, χωρίς να συντρέχουν σοβαροί λόγοι για να επιτραπεί τοιαύτη παρέμβαση, υποχρεούται να εφαρμόσει τις ελάχιστες αμοιβές που καθορίζει η εν λόγω απόφαση, δεδομένου ότι αυτές αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές τιμές της αγοράς για τις υπηρεσίες τις οποίες αφορά η απόφαση, καθόσον όλα τα πρόσωπα που παρέχουν τις σχετικές υπηρεσίες υποχρεούνται να είναι μέλη της ενώσεως αυτής;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

21      Με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν και σε ποιο βαθμό τα εθνικά δικαστήρια, όταν καλούνται να καθορίσουν το ποσό των δικαστικών εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν ως δικηγορική αμοιβή, δεσμεύονται από πίνακα που καθορίζει τις ελάχιστες αμοιβές και τον οποίο έχει καταρτίσει επαγγελματική οργάνωση δικηγόρων, μέλη της οποίας είναι υποχρεωτικώς εκ του νόμου οι δικηγόροι.

22      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο και τη φύση του ελέγχου στον οποίο καλείται να προβεί στην υπόθεση της κύριας δίκης όσον αφορά το κύρος ενός τέτοιου πίνακα αμοιβών υπό το πρίσμα της απαγορεύσεως των συμπράξεων την οποία προβλέπει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως η απαγόρευση αυτή έχει ερμηνευθεί, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890).

23      Με την εν λόγω απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατόπιν δύο αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως σχετικών με την ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ τις οποίες υπέβαλε το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση βουλγαρική ρύθμιση περί δικηγορικών αμοιβών, η οποία, αφενός, δεν επιτρέπει στον δικηγόρο και τον εντολέα του να συμφωνήσουν αμοιβή χαμηλότερη από την ελάχιστη που καθορίζεται με κανονισμό τον οποίο εκδίδει η ένωση επιχειρήσεων την οποία συνιστά μια επαγγελματική οργάνωση δικηγόρων και, αφετέρου, δεν επιτρέπει στα επιληφθέντα εθνικά δικαστήρια να διατάξουν την καταβολή ποσού δικηγορικής αμοιβής που υπολείπεται της ελάχιστης, ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International, C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890, σκέψεις 49 και 52).

24      Δεύτερον, αφού παρέπεμψε στη νομολογία που προβλέπει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι ορισμένες συμπεριφορές των οποίων τα περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα είναι συνυφασμένα με την επιδίωξη θεμιτών σκοπών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως αναγνωρίστηκε ιδίως με την απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (C‑309/99, EU:C:2002:98) (στο εξής: νομολογία Wouters), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν σε θέση, υπό το πρίσμα της δικογραφίας που είχε στη διάθεσή του, να εκτιμήσει αν η ως άνω εθνική κανονιστική ρύθμιση μπορούσε να θεωρηθεί αναγκαία για την επιδίωξη θεμιτού σκοπού. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου ο ως άνω κανονισμός του Ανώτατου Δικηγορικού Συμβουλίου εκδόθηκε ή αναπτύσσει τα αποτελέσματά του, αν, υπό το πρίσμα όλων των υποβληθέντων ενώπιόν του κρίσιμων στοιχείων, οι κανόνες που επιβάλλουν τους επίμαχους στην κύρια δίκη περιορισμούς μπορούσαν να θεωρηθούν αναγκαίοι για την επίτευξη του ως άνω σκοπού (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International, C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890, σκέψεις 53 έως 57).

25      Το δεύτερο αυτό, ακριβώς, σκέλος της εκτιμήσεως του Δικαστηρίου βρίσκεται στο επίκεντρο των προβληματισμών του αιτούντος δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά το Δικαστήριο, απόκειται στον εθνικό δικαστή να αποφασίσει κατά πόσον είναι δυνατόν να υφίστανται ελάχιστα όρια αμοιβών για υπηρεσίες καθοριζόμενα από ένα όργανο της ενώσεως επιχειρήσεων οι οποίες παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες και έχουν συμφέρον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ήτοι κατά πόσον είναι δυνατή η καθιέρωση εξαιρέσεων από την κατ’ αρχήν απαγόρευση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η νομολογία και οι εθνικές διατάξεις δημιουργούν πολλές αμφιβολίες ως προς τον τρόπο εφαρμογής του κανονισμού 1 περί ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών και ως προς τον τρόπο καθορισμού του κατά πόσον οι αμοιβές, των οποίων η καταβολή βαρύνει τον ηττηθέντα διάδικο, είναι υπερβολικές.

26      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, θεμέλιο του οποίου είναι ο σαφής διαχωρισμός των καθηκόντων μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και του Δικαστηρίου, ο ρόλος του τελευταίου περιορίζεται στην ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ως προς τις οποίες ερωτάται, εν προκειμένω του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Υπό την έννοια αυτή, δεν απόκειται στο Δικαστήριο αλλά στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει οριστικώς αν, λαμβανομένων υπόψη όλων των λυσιτελών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την περίπτωση της υπόθεσης της κύριας δίκης και του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου αυτή εντάσσεται, η επίμαχη συμφωνία έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise, C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 29ης Ιουνίου 2023, Super Bock Bebidas, C‑211/22, EU:C:2023:529, σκέψη 28).

27      Εντούτοις, όταν αποφαίνεται επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο μπορεί, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του, να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο στην ερμηνεία του ώστε το τελευταίο να είναι σε θέση να επιλύσει τη διαφορά (αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise, C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 29ης Ιουνίου 2023, Super Bock Bebidas, C‑211/22, EU:C:2023:529, σκέψη 29).

28      Εν προκειμένω, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί το περιεχόμενο της παραπομπής στη νομολογία Wouters στην οποία προέβη το Δικαστήριο με τις σκέψεις 53 έως 55 της αποφάσεως της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890).

29      Πράγματι, η παραπομπή αυτή θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι, ακόμη και μια συμπεριφορά επιχειρήσεως η οποία συνεπάγεται περιορισμό του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου», κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως ο οριζόντιος καθορισμός δεσμευτικών ελάχιστων αμοιβών, δύναται να διαφύγει της απαγόρευσης που θεσπίζει η εν λόγω διάταξη, ενδεχομένως σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, όταν τα εντεύθεν απορρέοντα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα είναι συμφυή με την επιδίωξη θεμιτών σκοπών.

30      Ασφαλώς, κατά πάγια νομολογία, όλες οι συμφωνίες επιχειρήσεων ή οι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των μερών της συμφωνίας ή των υπόχρεων σε συμμόρφωση προς τις αποφάσεις αυτές δεν εμπίπτουν οπωσδήποτε στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η εξέταση του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται ορισμένες από τις εν λόγω συμφωνίες και αποφάσεις μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση, πρώτον, ότι οι συμφωνίες αυτές δικαιολογούνται από την επιδίωξη ενός ή περισσοτέρων θεμιτών σκοπών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν, αφ’ εαυτών, αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα, δεύτερον, ότι τα συγκεκριμένα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επιδίωξη των σκοπών αυτών είναι πράγματι αναγκαία προς τούτο και, τρίτον, ότι, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι τα μέσα αυτά έχουν ως εγγενές αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τη νόθευση, τουλάχιστον δυνητικά, του ανταγωνισμού, το εγγενές αυτό αποτέλεσμα δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, ιδίως με την εξάλειψη οποιουδήποτε ανταγωνισμού (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 183).

31      Η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί, ειδικότερα, στην περίπτωση συμφωνιών ή αποφάσεων που λαμβάνουν τη μορφή κανόνων που θεσπίζονται από μια ένωση, όπως μια επαγγελματική ή αθλητική ένωση, με σκοπό την επιδίωξη ορισμένων σκοπών ηθικού ή δεοντολογικού χαρακτήρα και, γενικότερα, τη διαμόρφωση ενός πλαισίου για την άσκηση μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, εφόσον η εν λόγω ένωση αποδεικνύει ότι πληρούνται οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 97, της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψεις 42 έως 48, καθώς και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψεις 93, 96 και 97).

32      Αντιθέτως, η νομολογία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση συμπεριφορών οι οποίες όχι απλώς έχουν ως εγγενές «αποτέλεσμα» τον περιορισμό, τουλάχιστον δυνητικώς, του ανταγωνισμού, διά του περιορισμού της ελευθερίας δράσεως ορισμένων επιχειρήσεων, αλλά είναι σε τέτοιο βαθμό επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν ακριβώς ως «αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Επομένως, μόνον αν, μετά την εξέταση της επίμαχης συμπεριφοράς σε συγκεκριμένη περίπτωση, προκύψει ότι η συμπεριφορά αυτή δεν έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, πρέπει να καθοριστεί, εν συνεχεία, αν η συμπεριφορά αυτή εμπίπτει στην εν λόγω νομολογία (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 186 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις συμπεριφορές που έχουν ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, μόνον κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη μπορούν αυτές να τύχουν απαλλαγής από την απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Στην περίπτωση κατά την οποία η αντιβαίνουσα στην ως άνω διάταξη συμπεριφορά είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, ήτοι είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό και, επιπλέον, είναι ικανή να επηρεάσει διαφορετικές κατηγορίες χρηστών ή καταναλωτών, πρέπει, ειδικότερα, προκειμένου να τύχει απαλλαγής, να προσδιοριστεί αν και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό η εν λόγω συμπεριφορά, παρά τον επιζήμιο χαρακτήρα της, έχει ευνοϊκό αντίκτυπο σε καθεμία από τις εν λόγω κατηγορίες (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company, C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψεις 187 και 194 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, μολονότι το Δικαστήριο, με τις σκέψεις 51 και 53 της αποφάσεως της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890), παρέπεμψε επίσης στη νομολογία Wouters στην περίπτωση εθνικής ρυθμίσεως η οποία προβλέπει οριζόντια συμφωνία περί των τιμών, το έπραξε απλώς και μόνο για να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο στην περίπτωση που αυτό κατέληγε στο συμπέρασμα, κατόπιν εκτιμήσεως του συνόλου των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, ότι η εν λόγω εθνική ρύθμιση καθιστούσε υποχρεωτική μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων η οποία είχε απλώς «ως αποτέλεσμα» τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Πράγματι, από τις σκέψεις 56 και 57 της αποφάσεως της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890), προκύπτει ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία σχετικά με το συνολικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε ή παρήγαγε τα αποτελέσματά του ο κανονισμός τον οποίο εξέδωσε το Ανώτατο Δικηγορικό Συμβούλιο.

35      Υπό το πρίσμα ακριβώς των ανωτέρω προκαταρκτικών διευκρινίσεων πρέπει να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

36      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι κανονισμός περί καθορισμού ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών, ο οποίος κατέστη υποχρεωτικός δυνάμει εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, αντιβαίνει στην ως άνω διάταξη, δύναται να αρνηθεί να εφαρμόσει την εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση έναντι του διαδίκου ο οποίος καταδικάστηκε στην καταβολή των δικαστικών εξόδων που αντιστοιχούν στη δικηγορική αμοιβή, ακόμη και όταν ο εν λόγω διάδικος ουδεμία σύμβαση περί δικηγορικών υπηρεσιών και δικηγορικής αμοιβής έχει συνάψει.

37      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στον εθνικό δικαστή, στον οποίο έχει ανατεθεί να εφαρμόζει, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, την υποχρέωση, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, αποφασίζοντας αυτεπαγγέλτως να αφήσει εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή πρακτική, έστω και μεταγενέστερη, η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που έχει άμεσο αποτέλεσμα, χωρίς να οφείλει να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση της εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας [απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου), C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38      Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ παράγει άμεσα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και γεννά, υπέρ των υποκειμένων δικαίου, δικαιώματα που τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal, C‑882/19, EU:C:2021:800, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Επομένως, στο μέτρο που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι περιορισμοί του ανταγωνισμού που απορρέουν από τον κανονισμό περί ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών δεν δύνανται να θεωρηθούν συμφυείς με την επιδίωξη θεμιτών σκοπών, η εθνική κανονιστική ρύθμιση που καθιστά τον κανονισμό αυτό υποχρεωτικό δεν είναι συμβατή με το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

40      Σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο θα έχει την υποχρέωση να μην εφαρμόσει τον επίμαχο εθνικό κανόνα. Συγκεκριμένα, μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ αφορά αποκλειστικά τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και όχι τα θεσπιζόμενα από τα κράτη μέλη νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα, εντούτοις το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το οποίο θεσπίζει καθήκον συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μη θεσπίζουν ή να μη διατηρούν σε ισχύ μέτρα, ακόμα και νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, ικανά να εξουδετερώσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων στις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Établissements Fr. Colruyt, C‑221/15, EU:C:2016:704, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι κανονισμός περί καθορισμού ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών, ο οποίος κατέστη υποχρεωτικός δυνάμει εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, αντιβαίνει στο εν λόγω άρθρο 101, παράγραφος 1, οφείλει να μην εφαρμόσει την εθνική αυτή κανονιστική ρύθμιση έναντι του διαδίκου ο οποίος καταδικάστηκε στην καταβολή των δικαστικών εξόδων που αντιστοιχούν στη δικηγορική αμοιβή, ακόμη και όταν ο εν λόγω διάδικος ουδεμία σύμβαση περί δικηγορικών υπηρεσιών και δικηγορικής αμοιβής έχει συνάψει.

 Επί του δευτέρου, του τρίτου, του τετάρτου, του πέμπτου, του έκτου, του εβδόμου, του ογδόου και του ενάτου προδικαστικού ερωτήματος

42      Με το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο, το όγδοο και το ένατο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις, πρώτον, ως προς τους «θεμιτούς σκοπούς» τους οποίους πρέπει να εξυπηρετεί, προκειμένου να είναι σύμφωνη με το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, αφενός, δεν επιτρέπει στον δικηγόρο και τον εντολέα του να συμφωνήσουν αμοιβή χαμηλότερη από την ελάχιστη που καθορίζεται με κανονισμό τον οποίο εκδίδει επαγγελματική οργάνωση δικηγόρων, όπως το Ανώτατο Δικηγορικό Συμβούλιο, και, αφετέρου, δεν επιτρέπει στο δικαστήριο να διατάξει την καταβολή ποσού δικηγορικής αμοιβής η οποία υπολείπεται της ελάχιστης αυτής αμοιβής και, δεύτερον, ως προς τον έλεγχο στον οποίο καλείται να προβεί το αιτούν δικαστήριο σε αυτό το πλαίσιο.

43      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, παρά την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στον επιδιωκόμενο από τον Βούλγαρο νομοθέτη σκοπό, ο εν λόγω σκοπός συνίσταται στη διασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχουν οι δικηγόροι. Εντούτοις, διερωτάται πώς και βάσει ποιων παραμέτρων πρέπει να εκτιμηθεί ο θεμιτός χαρακτήρας του εν λόγω σκοπού, καθώς και η καταλληλότητα και η αναλογικότητα του επίμαχου μέτρου, ήτοι του πίνακα με τον οποίο καθορίζονται ελάχιστα ποσά αμοιβών, σε σχέση με τον σκοπό αυτό.

44      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι έχει ήδη κριθεί ότι το Ανώτατο Δικηγορικό Συμβούλιο, του οποίου όλα τα μέλη είναι δικηγόροι που εκλέγονται από τους συναδέλφους τους, ενεργεί, ελλείψει οποιουδήποτε ελέγχου εκ μέρους των δημόσιων αρχών και ανυπαρξίας διατάξεων ικανών να διασφαλίσουν ότι αυτό συμπεριφέρεται ως φορέας δημόσιας εξουσίας, ως ένωση επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, όταν εκδίδει τους κανονισμούς που καθορίζουν τις ελάχιστες δικηγορικές αμοιβές (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International, C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890, σκέψεις 47 έως 49).

45      Επομένως, στο μέτρο που το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο, το όγδοο και το ένατο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της νομολογίας Wouters, πρέπει προηγουμένως να εξακριβωθεί, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 30 έως 33 της παρούσας αποφάσεως, αν η νομολογία αυτή πρέπει να εφαρμοστεί σε μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων που καθορίζει τις ελάχιστες δικηγορικές αμοιβές, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

46      Προς τούτο, πρέπει να καθοριστεί αν μια τέτοια απόφαση έχει απλώς ως εγγενές «αποτέλεσμα» τον περιορισμό, τουλάχιστον δυνητικά, του ανταγωνισμού, περιορίζοντας την ελευθερία δράσεως ορισμένων επιχειρήσεων, ή αν είναι τόσο επιζήμια για τον ανταγωνισμό ώστε να δικαιολογείται το συμπέρασμα ότι έχει ακριβώς ως «αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του εν λόγω ανταγωνισμού.

47      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για να εμπίπτει μια συμφωνία στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Κατά πάγια νομολογία, από της αποφάσεως της 30ής Ιουνίου 1966, LTM (56/65, EU:C:1966:38), o διαζευκτικός χαρακτήρας της προϋποθέσεως αυτής, που εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει κατ’ αρχάς να εξεταστεί το ίδιο το αντικείμενο της συμφωνίας. Επομένως, όταν αποδεικνύεται το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο μιας συμφωνίας, παρέλκει η διερεύνηση των αποτελεσμάτων της επί του ανταγωνισμού (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2023, Super Bock Bebidas, C‑211/22, EU:C:2023:529, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Δεν αμφισβητείται ότι το ουσιώδες νομικό κριτήριο προκειμένου να καθοριστεί αν μια συμφωνία, είτε είναι οριζόντια είτε κάθετη, συνεπάγεται «περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου» έγκειται στη διαπίστωση ότι η συμφωνία είναι, αυτή καθεαυτήν, αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 57, και της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise, C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Προκειμένου να εκτιμηθεί αν το εν λόγω κριτήριο πληρούται, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεων της συμφωνίας, οι σκοποί τους οποίος επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ανωτέρω πλαισίου, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της οικείας αγοράς ή των οικείων αγορών (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 53, και της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑883/19 P, EU:C:2023:11, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Όσον αφορά απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων περί καθορισμού των ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο καθορισμός ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών, που καθίστανται δεσμευτικές με εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ισοδυναμεί προς οριζόντιο καθορισμό δεσμευτικών ελάχιστων αμοιβών ο οποίος απαγορεύεται από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International, C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι ορισμένες μορφές συμπαιγνίας, όπως αυτές που οδηγούν στον οριζόντιο καθορισμό των τιμών, μπορούν να θεωρηθούν σε τέτοιο βαθμό ικανές να έχουν αρνητικά αποτελέσματα, ιδίως επί των τιμών, της ποσότητας ή της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών, ώστε, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να παρέλκει η απόδειξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων τους στην αγορά. Πράγματι, από την πείρα προκύπτει ότι τέτοιες πρακτικές επιφέρουν μειώσεις της παραγωγής και αυξήσεις τιμών, με τελικό αποτέλεσμα την κακή κατανομή των πόρων εις βάρος, ειδικότερα, των καταναλωτών (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Budapest Bank κ.λπ., C‑228/18, EU:C:2020:265, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Επομένως, οι εν λόγω συμπεριφορές πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «περιορισμοί ως εκ του αντικειμένου», καθόσον είναι αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό, ανεξάρτητα από το επίπεδο στο οποίο καθορίζεται η ελάχιστη αμοιβή.

53      Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, τέτοιοι περιορισμοί δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθούν από την επιδίωξη «θεμιτών σκοπών», όπως αυτοί που φέρεται να επιδιώκει η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κανονιστική ρύθμιση περί ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών.

54      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο, το όγδοο και το ένατο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, αφενός, δεν επιτρέπει στον δικηγόρο και τον εντολέα του να συμφωνήσουν αμοιβή χαμηλότερη από την ελάχιστη που καθορίζεται με κανονισμό τον οποίο εκδίδει επαγγελματική οργάνωση δικηγόρων, όπως το Ανώτατο Δικηγορικό Συμβούλιο, και, αφετέρου, δεν επιτρέπει στο δικαστήριο να διατάξει την καταβολή ποσού δικηγορικής αμοιβής που υπολείπεται της ελάχιστης αυτής αμοιβής πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Σε περίπτωση που υφίσταται τέτοιος περιορισμός, δεν είναι δυνατή, προκειμένου η επίμαχη συμπεριφορά να μην εμπίπτει στην απαγόρευση των περιοριστικών του ανταγωνισμού συμφωνιών και πρακτικών την οποία προβλέπει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η επίκληση των θεμιτών σκοπών που φέρεται ότι επιδιώκει η εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση.

 Επί του δεκάτου προδικαστικού ερωτήματος

55      Με το δέκατο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι κανονισμός περί καθορισμού ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών, ο οποίος κατέστη υποχρεωτικός δυνάμει εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, αντιβαίνει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υποχρεούται, παρά ταύτα, να εφαρμόσει τις ελάχιστες αμοιβές που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, στο μέτρο που οι αμοιβές αυτές αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές τιμές της αγοράς των δικηγορικών υπηρεσιών.

56      Συναφώς, και όπως προκύπτει από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι κανονισμός περί καθορισμού ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών αντιβαίνει στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οφείλει να αρνηθεί να εφαρμόσει την εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία καθιστά υποχρεωτικό τον εν λόγω κανονισμό.

57      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ αποτελεί θεμελιώδη διάταξη που είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην Ένωση και, ειδικότερα, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι συντάκτες της Συνθήκης προέβλεψαν ρητώς στο άρθρο 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ότι οι απαγορευμένες δυνάμει του άρθρου αυτού συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss, C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψη 36, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan, C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψεις 20 και 21).

58      Η ακυρότητα αυτή, την οποία μπορούν να επικαλεστούν άπαντες, δεσμεύει τον δικαστή εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, και εφόσον η οικεία συμφωνία δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι η ακυρότητα που προβλέπει το άρθρο 101, παράγραφος 2, είναι απόλυτη, η συμφωνία που είναι άκυρη δυνάμει αυτής της διατάξεως δεν παράγει αποτελέσματα μεταξύ των συμβαλλομένων και δεν αντιτάσσεται σε τρίτους. Επιπλέον, η εν λόγω ακυρότητα δύναται να επηρεάσει όλα τα αποτελέσματα, παρελθόντα ή μέλλοντα, της επίμαχης συμφωνίας ή αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan, C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως υποχρεούται, εν πάση περιπτώσει, να εφαρμόσει τα ποσά που προβλέπει ο κανονισμός 1 περί ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών, ήτοι ακόμη και στην περίπτωση που ο εν λόγω κανονισμός θα κηρυσσόταν άκυρος, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το αιτούν δικαστήριο δικαιολογεί το ως άνω ερώτημα επικαλούμενο το γεγονός ότι τα ποσά που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές τιμές της αγοράς για τις δικηγορικές υπηρεσίες, δεδομένου ότι όλοι οι δικηγόροι είναι υποχρεωτικώς μέλη της ενώσεως η οποία εξέδωσε τον εν λόγω κανονισμό.

60      Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η τιμή για μια υπηρεσία, η οποία καθορίζεται με συμφωνία ή απόφαση που υιοθετείται από όλους τους παράγοντες της αγοράς, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελεί πραγματική τιμή της αγοράς. Αντιθέτως, ο συντονισμός όλων των παραγόντων της αγοράς ως προς τις τιμές των υπηρεσιών, ο οποίος συνιστά σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εμποδίζει ακριβώς την εφαρμογή των πραγματικών τιμών αγοράς.

61      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δέκατο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι κανονισμός περί καθορισμού ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών, ο οποίος κατέστη υποχρεωτικός δυνάμει εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, αντιβαίνει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οφείλει να μην εφαρμόσει την εθνική αυτή κανονιστική ρύθμιση ακόμη και όταν τα ελάχιστα ποσά που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές τιμές της αγοράς των δικηγορικών υπηρεσιών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι κανονισμός περί καθορισμού ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών, ο οποίος κατέστη υποχρεωτικός δυνάμει εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, αντιβαίνει στο εν λόγω άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οφείλει να μην εφαρμόσει την εθνική αυτή κανονιστική ρύθμιση έναντι του διαδίκου ο οποίος καταδικάστηκε στην καταβολή των δικαστικών εξόδων που αντιστοιχούν στη δικηγορική αμοιβή, ακόμη και όταν ο εν λόγω διάδικος ουδεμία σύμβαση περί δικηγορικών υπηρεσιών και δικηγορικής αμοιβής έχει συνάψει.

2)      Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, αφενός, δεν επιτρέπει στον δικηγόρο και τον εντολέα του να συμφωνήσουν αμοιβή χαμηλότερη από την ελάχιστη που καθορίζεται με κανονισμό τον οποίο εκδίδει επαγγελματική οργάνωση δικηγόρων, όπως το Visshia advokatski savet (Ανώτατο Δικηγορικό Συμβούλιο), και, αφετέρου, δεν επιτρέπει στο δικαστήριο να διατάξει την καταβολή ποσού δικηγορικής αμοιβής που υπολείπεται της ελάχιστης αυτής αμοιβής πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Σε περίπτωση που υφίσταται τέτοιος περιορισμός, δεν είναι δυνατή, προκειμένου η επίμαχη συμπεριφορά να μην εμπίπτει στην απαγόρευση των περιοριστικών του ανταγωνισμού συμφωνιών και πρακτικών την οποία προβλέπει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η επίκληση των θεμιτών σκοπών που φέρεται ότι επιδιώκει η εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση.

3)      Το άρθρο 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι κανονισμός περί καθορισμού ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών, ο οποίος κατέστη υποχρεωτικός δυνάμει εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, αντιβαίνει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οφείλει να μην εφαρμόσει την εθνική αυτή κανονιστική ρύθμιση ακόμη και όταν τα ελάχιστα ποσά που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές τιμές της αγοράς των δικηγορικών υπηρεσιών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.