Language of document : ECLI:EU:C:2024:87

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 25ης Ιανουαρίου 2024 (1)

Υπόθεση C27/23 [Hocinx] (i)

FV

κατά

Caisse pour l’avenir des enfants

[αίτηση του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Λουξεμβούργο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 45 ΣΛΕΕ – Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 1, στοιχείο θʹ – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ίση μεταχείριση – Κοινωνικά πλεονεκτήματα – Κανονισμός (ΕΕ) 492/2011 – Άρθρο 7, παράγραφος 2 – Οικογενειακό επίδομα – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Άρθρο 2, σημείο 2 – Έννοια του “μέλους οικογένειας” – Αποκλεισμός του ανηλίκου που τοποθετήθηκε με δικαστική απόφαση σε οικογενειακή εστία – Διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του ανηλίκου σε σχέση με τον οποίο εκδόθηκε τέτοια δικαστική απόφαση στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας και του ανηλίκου κατοίκου αλλοδαπής – Δεν δικαιολογείται»






I.      Εισαγωγή

1.        Μπορεί ένα κράτος μέλος να αποκλείσει μεθοριακό εργαζόμενο από τη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος που σχετίζεται με την εκ μέρους του άσκηση μισθωτής δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος για τον τοποθετηθέντα με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία του ανήλικο με τον οποίο δεν υφίσταται σχέση ανιόντος προς κατιόντα και του οποίου ασκεί την επιμέλεια, ενώ οι ανήλικοι που έχουν τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση σε οικογενειακή εστία στο εν λόγω κράτος μέλος δικαιούνται το εν λόγω επίδομα, το οποίο καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλειά τους;

2.        Τούτο είναι κατ’ ουσίαν το ερώτημα που υποβάλλει το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Λουξεμβούργο) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του FV, μεθοριακού εργαζομένου κατοίκου Βελγίου, και του Caisse pour l’avenir des enfants (Ταμείου για το μέλλον των παιδιών, Λουξεμβούργο, στο εξής: CAE), η οποία ανέκυψε λόγω της άρνησης του CAE να χορηγήσει οικογενειακό επίδομα σε ανήλικο που τοποθετήθηκε με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία του FV με τον οποίο ο ανήλικος δεν έχει σχέση κατιόντος προς ανιόντα.

3.        Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει εκ νέου το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 (2), σε συνδυασμό με το άρθρο 67 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 (3) και το άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 (4), πρέπει δε να εξακριβώσει αν υφίσταται έμμεση δυσμενής διάκριση, η οποία απαγορεύεται από την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων.

4.        Η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί συνέχεια της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (Τέκνο συζύγου μεθοριακού εργαζομένου) (5), η οποία αφορούσε το ίδιο οικογενειακό επίδομα που χορηγείται από το CAE, παρέχει δε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διευκρινίσει το μέτρο στο οποίο η λύση που προκρίθηκε με την εν λόγω απόφαση μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν στην υπό κρίση διαφορά, εξετάζοντας, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον η έννοια του «μέλους της οικογένειας» πρέπει, για τον σκοπό της χορήγησης του επίμαχου οικογενειακού επιδόματος, να περιλαμβάνει επίσης ανήλικο που τοποθετήθηκε στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός 492/2011

5.        Το άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011 προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.      Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

[…]»

2.      Ο κανονισμός 883/2004

6.        Το άρθρο 1 του κανονισμού 883/2004 διαλαμβάνει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

i)      “μέλος της οικογένειας”:

1.      i)      κάθε πρόσωπο το οποίο ορίζεται ή αναγνωρίζεται ως μέλος της οικογένειας ή χαρακτηρίζεται ως μέλος του νοικοκυριού από τη νομοθεσία βάσει της οποίας χορηγούνται οι παροχές·

ii)      όσον αφορά στις παροχές σε είδος σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ κεφάλαιο 1, για τις παροχές ασθένειας, τις παροχές μητρότητας και τις ισοδύναμες παροχές πατρότητας, το πρόσωπο το οποίο ορίζεται ή αναγνωρίζεται ως μέλος της οικογένειας ή χαρακτηρίζεται ως μέλος του νοικοκυριού από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί·

2.      εάν, η δυνάμει του εδαφίου 1 εφαρμοστέα νομοθεσία κράτους μέλους, δεν προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των μελών της οικογένειας και των λοιπών προσώπων στα οποία εφαρμόζεται, ως μέλη της οικογένειας νοούνται ο/η σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα καθώς και τα ενήλικα συντηρούμενα τέκνα·

3.      εάν, η δυνάμει των εδαφίων 1 και 2 εφαρμοστέα νομοθεσία, θεωρεί ως μέλη της οικογένειας ή του νοικοκυριού μόνο πρόσωπα που συγκατοικούν με τον ασφαλισμένο ή τον συνταξιούχο, θεωρείται ότι πληρούται η προϋπόθεση της συγκατοίκησης, εφόσον η συντήρηση του προσώπου βαρύνει κυρίως τον ασφαλισμένο ή το συνταξιούχο·

[…]».

7.        Το άρθρο 4 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Ίση μεταχείριση», ορίζει τα ακόλουθα:

«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.»

8.        Το άρθρο 67 του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Ένα πρόσωπο δικαιούται οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους και για τα μέλη της οικογενείας του που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, ως εάν κατοικούσαν στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους. Ωστόσο, οι συνταξιούχοι δικαιούνται τις οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της σύνταξής τους.»

3.      Ο κανονισμός 987/2009

9.        Το άρθρο 60 του κανονισμού 987/2009, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 67 και 68 του βασικού κανονισμού», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η αίτηση χορήγησης οικογενειακών παροχών υποβάλλεται στον αρμόδιο φορέα. Για την εφαρμογή των άρθρων 67 και 68 του βασικού κανονισμού, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση ολόκληρης της οικογενείας ως εάν όλα τα εμπλεκόμενα άτομα να υπάγονταν στη νομοθεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και να κατοικούσαν εκεί, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα ενός προσώπου να απαιτεί τη χορήγηση των παροχών αυτών. Σε περίπτωση κατά την οποία ένα άτομο που δικαιούται να απαιτήσει τη χορήγηση παροχών δεν ασκήσει το δικαίωμά του, αίτηση οικογενειακών παροχών που υποβάλλεται από τον άλλο γονέα, πρόσωπο εξομοιούμενο με γονέα, ή πρόσωπο ή φορέα που ασκεί την κηδεμονία του ή των τέκνων, λαμβάνεται υπόψη από τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου εφαρμόζεται.»

4.      Η οδηγία 2004/38/ΕΚ

10.      Το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38 (6) διαλαμβάνει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

2.      “μέλος της οικογένειας”:

[…]

γ)      οι απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)·

δ)      οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)»

5.      Η οδηγία 2014/54/ΕΕ

11.      Το άρθρο 1 της οδηγίας 2014/54/ΕΕ (7) προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει διατάξεις που διευκολύνουν την ενιαία εφαρμογή και την πραγμάτωση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και από τα άρθρα 1 έως 10 του [κανονισμού 492/2011]. Η παρούσα οδηγία ισχύει έναντι των πολιτών της Ένωσης που ασκούν τα ανωτέρω δικαιώματα και των μελών των οικογενειών τους […]»

12.      Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επί των ακολούθων θεμάτων, όπως αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 10 του [κανονισμού 492/2011], στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων:

[…]

γ)      πρόσβαση στις κοινωνικές παροχές και τα φορολογικά πλεονεκτήματα·

[…]

2.      Το πεδίο εφαρμογής [της παρούσας οδηγίας] ταυτίζεται με το πεδίο εφαρμογής του [κανονισμού 492/2011].»

Β.      Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

13.      Οι κρίσιμες διατάξεις στην υπό κρίση υπόθεση είναι τα άρθρα 269 και 270 του code de la sécurité sociale (κώδικα κοινωνικής ασφάλισης) (8).

14.      Το άρθρο 269 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης, με τίτλο «Προϋποθέσεις χορήγησης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Θεσπίζεται οικογενειακό επίδομα προς εξασφάλιση του μέλλοντος των παιδιών, στο εξής: “οικογενειακό επίδομα”.

Δικαιούνται το οικογενειακό επίδομα:

a)      κάθε παιδί το οποίο διαμένει όντως και αδιαλείπτως στο Λουξεμβούργο και έχει εκεί τη νόμιμη κατοικία του·

b)      τα μέλη της οικογένειας, όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 270, κάθε προσώπου το οποίο υπόκειται στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία και καλύπτεται από ευρωπαϊκούς κανονισμούς ή από διμερή ή πολυμερή σύμβαση που έχει συνάψει το Λουξεμβούργο στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, προβλέπουσα την καταβολή οικογενειακών επιδομάτων βάσει της νομοθεσίας της χώρας απασχολήσεως. Τα μέλη της οικογένειας πρέπει να κατοικούν σε χώρα την οποία να αφορούν οι ανωτέρω κανονισμοί ή συμβάσεις.»

15.      Το άρθρο 270 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης προβλέπει τα εξής:

«Για την εφαρμογή του άρθρου 269, παράγραφος 1, στοιχείο b, θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας ενός προσώπου και θεμελιώνουν δικαίωμα λήψης οικογενειακού επιδόματος τα τέκνα που γεννήθηκαν σε γάμο, τα τέκνα που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους και τα θετά τέκνα του προσώπου αυτού.»

16.      Το άρθρο 273, παράγραφος 4, του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης, προβλέπει, όσον αφορά τους ανηλίκους κατοίκους ημεδαπής, τα εξής:

«Σε περίπτωση τοποθέτησης με δικαστική απόφαση ανηλίκου σε οικογενειακή εστία, το οικογενειακό επίδομα καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου και του οποίου η κατοικία ή έδρα αποτελεί επίσης τη νόμιμη κατοικία και τον τόπο πραγματικής και συνεχούς διαμονής του ανηλίκου.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

17.      Ο FV, ο οποίος εργάζεται στο Λουξεμβούργο και κατοικεί στο Βέλγιο, έχει την ιδιότητα του μεθοριακού εργαζομένου και, επομένως, υπάγεται στο λουξεμβουργιανό σύστημα όσον αφορά τα οικογενειακά επιδόματα. Από τις 26 Δεκεμβρίου 2005 ο ανήλικος FW τοποθετήθηκε στην οικογενειακή εστία του FV βάσει βελγικής δικαστικής απόφασης. Ο FV λάμβανε επί σειρά ετών οικογενειακά επιδόματα από το Λουξεμβούργο για τον ανήλικο FW λόγω της ιδιότητάς του ως μεθοριακού εργαζομένου.

18.      Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου της 23ης Ιουλίου 2016 με τον οποίο τροποποιήθηκε ο κώδικας κοινωνικής ασφάλισης, ο FV έπαυσε να λαμβάνει τα οικογενειακά επιδόματα για τον ανήλικο που τοποθετήθηκε στην οικογενειακή εστία του. Με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2017, η διευθύνουσα επιτροπή του CAE ανακάλεσε, με αναδρομική ισχύ από 1ης Αυγούστου 2016, το ευεργέτημα των οικογενειακών επιδομάτων που χορηγούνταν για τον ανήλικο FW, με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω ανήλικος, ο οποίος δεν έχει σχέση κατιόντος προς ανιόντα με τον FV, δεν έχει την ιδιότητα του «μέλους της οικογένειας», κατά την έννοια του άρθρου 270 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης.

19.      Στις 27 Ιανουαρίου 2022 το conseil supérieur de la sécurité sociale (ανώτατο συμβούλιο κοινωνικής ασφάλισης, Λουξεμβούργο) επικύρωσε, με μεταρρυθμιστική πράξη, την απόφαση του CAE της 7ης Φεβρουαρίου 2017. Ο FV άσκησε αναίρεση ενώπιον του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου).

20.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2023, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Ιανουαρίου 2023, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται δυνάμει του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού [492/2011], στο άρθρο 67 του κανονισμού [883/2004] και στο άρθρο 60 του κανονισμού 987/2009, οι διατάξεις κράτους μέλους σύμφωνα με τις οποίες οι μεθοριακοί εργαζόμενοι δεν δικαιούνται οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση, από αυτούς, μισθωτής δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος, για ανήλικο που έχει τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία τους, ενώ όλοι οι ανήλικοι που είναι τοποθετημένοι με δικαστική απόφαση και διαμένουν στο εν λόγω κράτος μέλος δικαιούνται το επίδομα αυτό που καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου και του οποίου η κατοικία ή έδρα αποτελεί επίσης τη νόμιμη κατοικία και τον τόπο πραγματικής και συνεχούς διαμονής του ανηλίκου; Ασκεί επιρροή στην απάντηση στο ως άνω προδικαστικό ερώτημα το γεγονός ότι ο μεθοριακός εργαζόμενος φροντίζει για τη συντήρηση του ανηλίκου;»

21.      Γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου υπέβαλαν ο FV, το CAE και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Δικαστήριο αποφάσισε να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπό κρίση υπόθεση.

IV.    Ανάλυση

22.      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται δυνάμει του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με το άρθρο 67 του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 60 του κανονισμού 987/2009, η νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία οι μεθοριακοί εργαζόμενοι δεν δικαιούνται οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση από αυτούς μισθωτής δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος, για ανήλικο που έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία τους και του οποίου την επιμέλεια ασκούν, ενώ οι ανήλικοι που είναι τοποθετημένοι με δικαστική απόφαση στο εν λόγω κράτος μέλος δικαιούνται το επίδομα αυτό που καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου, καθώς και αν ασκεί επιρροή στην απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προεκτεθέν ερώτημα το γεγονός ότι ο μεθοριακός εργαζόμενος συντηρεί τον ανήλικο.

23.      Όσον αφορά την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση περίπτωση, υπενθυμίζω ότι, με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2017, το CAE έκρινε, βάσει των άρθρων 269 και 270 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης, ότι ο FV δεν εδικαιούτο πλέον, με αναδρομική ισχύ από 1ης Αυγούστου 2016, το οικογενειακό επίδομα για τον ανήλικο FW, με την αιτιολογία ότι ο συγκεκριμένος ανήλικος ουδεμία σχέση συγγένειας είχε με τον FV και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί μέλος της οικογένειάς του κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 270 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης (9). Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η κατάσταση ανηλίκου που τοποθετείται με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου δεν προβλέπεται από τον εν λόγω κώδικα και, επομένως, δεν θεμελιώνει δικαίωμα στην επίμαχη οικογενειακή παροχή (10).

24.      Όσον αφορά την επίμαχη νομοθεσία, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι οι ανήλικοι κάτοικοι ημεδαπής έχουν, σε κάθε περίπτωση, άμεσο δικαίωμα στην καταβολή οικογενειακών παροχών (11). Αντιθέτως, για τους ανηλίκους κατοίκους αλλοδαπής, το εν λόγω δικαίωμα προβλέπεται μόνον ως παράγωγο δικαίωμα για τα «μέλη της οικογένειας» του μεθοριακού εργαζομένου, στα οποία δεν περιλαμβάνονται ανήλικοι που έχουν τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία του εν λόγω εργαζομένου (12). Επομένως, παραπέμποντας μεταξύ άλλων στην απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η προεκτεθείσα διαφορετική μεταχείριση είναι σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι ως «τέκνο μεθοριακού εργαζομένου» το οποίο δύναται να απολαύει εμμέσως των κοινωνικών πλεονεκτημάτων νοείται επίσης το τέκνο που έχει δεσμό συγγένειας με τον/τη σύζυγο ή τον/την καταχωρισμένο/η σύντροφο του εν λόγω εργαζομένου.

25.      Ο FV και η Επιτροπή εκτιμούν ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεις συνιστούν έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας. Αντιθέτως, το CAE υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, ο ανήλικος FW δεν έχει κανέναν δεσμό συγγένειας με τον μεθοριακό εργαζόμενο ή με τη σύζυγό του. Ως εκ τούτου, κατά το CAE, ο FV δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης ούτε άμεσα και προσωπικά ούτε για τα μέλη της οικογένειάς του.

26.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρώτον, θα εξετάσω εν συντομία τη δυνατότητα εφαρμογής των κανονισμών 883/2004 και 492/2011 σε πραγματικά περιστατικά όπως τα επίμαχα στη διαφορά της κύριας δίκης (ενότητα Α)· δεύτερον, θα εκθέσω την κρίσιμη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχείρισης στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, παραπέμποντας, ειδικότερα, στην απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (ενότητα Β)· τρίτον, θα εξετάσω την έννοια του «μέλους της οικογένειας» για τον σκοπό της χορήγησης οικογενειακού επιδόματος (ενότητα Γ)· τέταρτον, θα εξετάσω, υπό το πρίσμα της νομολογίας, την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό, ιδίως, με τους κανονισμούς 883/2004 και 492/2011, προκειμένου να εξακριβώσω αν η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, εξετάζοντας, ειδικότερα, τα επιχειρήματα που προέβαλε το CAE (ενότητα Δ) και, τέλος, πέμπτον, θα διευκρινίσω τι αντίκτυπο έχει στην προτεινόμενη απάντηση (τμήμα Ε) το γεγονός ότι ο μεθοριακός εργαζόμενος συντηρεί τον ανήλικο (ενότητα Ε).

Α.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής των κανονισμών 883/2004 και 492/2011 σε πραγματικά περιστατικά όπως τα επίμαχα στη διαφορά της κύριας δίκης

27.      Λαμβανομένης υπόψη της πλούσιας νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και τα κοινωνικά πλεονεκτήματα που μπορούν να λαμβάνουν οι διακινούμενοι και οι μεθοριακοί εργαζόμενοι για τα τέκνα τους (13) και, ειδικότερα, του γεγονότος ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί με την απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής των κανονισμών 883/2004 και 492/2011 σε οικογενειακό επίδομα όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, θα εξετάσω το συγκεκριμένο ζήτημα εν συντομία (14).

28.      Επισημαίνω κατ’ αρχάς ότι εργαζόμενος, όπως ο FV, ο οποίος, αν και εργάζεται στο Λουξεμβούργο και υπόκειται, εκ του λόγου τούτου, στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης, εντούτοις, κατοικεί στο Βέλγιο (15), εμπίπτει, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού (16).

29.      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, με την απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants, ότι οικογενειακό επίδομα, όπως το προβλεπόμενο στο άρθρο 269, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης, συνιστά παροχή κοινωνικής ασφάλισης που εμπίπτει στις οικογενειακές παροχές, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο κστʹ, του εν λόγω κανονισμού (17). Αφενός, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το εν λόγω οικογενειακό επίδομα καταβάλλεται για όλα τα τέκνα που κατοικούν στο Λουξεμβούργο καθώς και για όλα τα τέκνα εργαζομένων κατοίκων αλλοδαπής που έχουν σχέση κατιόντος προς ανιόντα με τους τελευταίους. Συνεπώς, η παροχή αυτή χορηγείται άνευ οιασδήποτε προηγούμενης εξατομικευμένης και κατά διακριτική ευχέρεια σταθμίσεως των προσωπικών αναγκών του αιτούντος, επί τη βάσει εκ του νόμου οριζόμενης καταστάσεως (18). Αφετέρου, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, όπως προκύπτει, η ως άνω παροχή αποτελεί συνεισφορά του κράτους στον οικογενειακό προϋπολογισμό, η οποία σκοπεί στην ελάφρυνση των βαρών που συνεπάγεται η συντήρηση των τέκνων (19).

30.      Τέλος, όσον αφορά τον κανονισμό 492/2011 (20), το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει επανειλημμένως ότι από τον σκοπό της ίσης μεταχείρισης που επιδιώκεται με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος» της οποίας το περιεχόμενο επεκτείνεται βάσει της εν λόγω διάταξης ώστε να καλύπτει και τους εργαζομένους που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικά στους ημεδαπούς εργαζομένους, λόγω κυρίως της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως εργαζομένων ή λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στην εθνική επικράτεια και των οποίων η επέκταση στους εργαζομένους υπηκόους άλλων κρατών μελών δύναται επομένως να διευκολύνει την κινητικότητά τους στο εσωτερικό της Ένωσης και, ως εκ τούτου, την ένταξή τους στο κράτος μέλος υποδοχής (21).

31.      Υπό το πρίσμα της ως άνω έννοιας το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας εκ μέρους μεθοριακού εργαζομένου, όπως ο FV εν προκειμένω, συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 (22).

32.      Επομένως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οικογενειακό επίδομα όπως το προβλεπόμενο στο άρθρο 269, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ως οικογενειακή παροχή, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 883/2004, και ως κοινωνικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 (23).

Β.      Η νομολογία του Δικαστηρίου

1.      Συνοπτική επισκόπηση της νομολογίας σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχείρισης στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων

33.      Ως γνωστόν, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης. Η εν λόγω ελευθερία αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Ένωσης. Ειδικότερα, η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού ορίζει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας.

34.      Το Δικαστήριο διατύπωσε για πρώτη φορά με την απόφαση Kempf (24) την αρχή ότι οι διατάξεις που καθιερώνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικώς (25). Η διασταλτική αυτή ερμηνεία οφείλεται στο γεγονός ότι η έννοια του «εργαζομένου» –όπως και αυτή της «μισθωτής δραστηριότητας»– ορίζει το πεδίο εφαρμογής μιας από τις θεμελιώδεις αρχές που κατοχυρώνονται με τη Συνθήκη (26).

35.      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 αποτελεί, κατά πάγια νομολογία, συγκεκριμένη έκφραση, στον τομέα της χορήγησης κοινωνικών πλεονεκτημάτων, της αρχής της ίσης μεταχείρισης που καθιερώνει το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με την τελευταία αυτή διάταξη (27). Επομένως, οι εργαζόμενοι οι οποίοι έχουν αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά εργασίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του FV, μπορούν να ζητούν, βάσει της πρώτης ως άνω διάταξης, τα ίδια κοινωνικά πλεονεκτήματα με τους ημεδαπούς εργαζομένους (28). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι η ως άνω διάταξη ευνοεί αδιακρίτως τόσο τους διακινούμενους εργαζομένους όσο και τους μεθοριακούς εργαζομένους (29).

36.      Επιπλέον, όπως έχει κατ’ επανάληψη υπενθυμίσει το Δικαστήριο, η αρχή της ίσης μεταχείρισης του άρθρου 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 απαγορεύει όχι μόνον τις άμεσες διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε έμμεση μορφή διάκρισης η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διαφοροποίησης, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (30).

37.      Ειδικότερα, με την απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο των ζητημάτων που έθεσε το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε διατάξεις κράτους μέλους βάσει των οποίων οι μεθοριακοί εργαζόμενοι δεν μπορούν να λάβουν οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση από αυτούς μισθωτής δραστηριότητας εντός του κράτους μέλους αυτού παρά μόνο για τα δικά τους τέκνα, αποκλειομένων εκείνων του συζύγου τους με τα οποία δεν έχουν μεν σχέση ανιόντος προς κατιόντα, αλλά τα οποία συντηρούν οι ίδιοι, ενώ δικαίωμα στο εν λόγω επίδομα έχουν όλα τα τέκνα που κατοικούν εντός του εν λόγω κράτους μέλους (31).

38.      Όπως εξέθεσα στην εισαγωγή των παρουσών προτάσεων, τίθεται το ερώτημα του κατά πόσον η ως άνω απάντηση του Δικαστηρίου μπορεί να εφαρμοστεί στην επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση του FV, ήτοι στην περίπτωση ανηλίκου που έχει τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου. Επομένως, πρέπει να εξετάσω αν, υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών που διατυπώνονται στην προμνησθείσα νομολογία του Δικαστηρίου, η επίμαχη νομοθεσία είναι ικανή να οδηγήσει σε διαφορετική μεταχείριση των μεθοριακών εργαζομένων η οποία θα μπορούσε να συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας.

39.      Τούτου λεχθέντος, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ της νομικής κατάστασης ανηλίκου που τοποθετείται με δικαστική απόφαση σε οικογενειακή εστία και εκείνης ανηλίκου που έχει σχέση κατιόντος προς ανιόντα, ακόμη και λόγω υιοθεσίας, με έναν ή με αμφότερους τους γονείς με τους οποίους ζει, επιβάλλεται η εξέταση ενός προκαταρκτικού ζητήματος, και συγκεκριμένα του κατά πόσον η έννοια του «μέλους της οικογένειας» πρέπει, για τον σκοπό της χορήγησης του επίμαχου οικογενειακού επιδόματος, να περιλαμβάνει επίσης ανήλικο που τοποθετήθηκε στην οικογενειακή εστία του μεθοριακού εργαζομένου.

40.      Για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, είμαι πεπεισμένος ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

2.      Η απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants: η έννοια του «μέλους της οικογένειας» κατά το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38

41.      Το ερώτημα του κατά πόσον η έννοια του «μέλους της οικογένειας» πρέπει, για τον σκοπό της χορήγησης του οικογενειακού επιδόματος, να περιλαμβάνει επίσης ανήλικο που τοποθετήθηκε στην οικογενειακή εστία του μεθοριακού εργαζομένου είναι κρίσιμο στο μέτρο που, με την απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants, το Δικαστήριο βασίστηκε στην έννοια του «μέλους της οικογένειας», κατά το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38 (32).

42.      Εν αντιθέσει προς ό,τι συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση (33), στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants το αιτούν δικαστήριο ζητούσε, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, να διευκρινιστεί αν ο ορισμός της έννοιας του «μέλους της οικογένειας» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 μπορούσε να εφαρμοστεί στο προβλεπόμενο στο άρθρο 269, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης οικογενειακό επίδομα και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, αν ο αποκλεισμός του τέκνου του/της συζύγου από την έννοια του «μέλους της οικογένειας» του άρθρου 270 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης συνιστούσε έμμεση δυσμενή διάκριση.

43.      Προκειμένου να απαντήσει στα δύο προεκτεθέντα ερωτήματα, το Δικαστήριο βασίστηκε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 40 και 64 της απόφασης Depesme κ.λπ., υπενθυμίζοντας, αφενός, ότι τα μέλη της οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου απολαύουν εμμέσως της ίσης μεταχείρισης που προβλέπει υπέρ του εν λόγω εργαζομένου το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 και, αφετέρου, ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού έχουν την έννοια ότι με τον όρο «τέκνο μεθοριακού εργαζομένου», το οποίο δύναται να απολαύει εμμέσως των κοινωνικών πλεονεκτημάτων που προβλέπει η διάταξη αυτή, δεν νοείται μόνον το τέκνο το οποίο συνδέεται με τον εργαζόμενο αυτόν με σχέση κατιόντος προς ανιόντα, αλλά και το τέκνο του/της συζύγου ή του/της καταχωρισμένου/ης συντρόφου του ως άνω εργαζομένου, εφόσον ο εν λόγω εργαζόμενος συντηρεί το τέκνο αυτό (34). Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος «μέλος της οικογένειας» του μεθοριακού εργαζομένου το οποίο μπορεί να απολαύει εμμέσως της ίσης μεταχείρισης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 αντιστοιχεί σε εκείνον του «μέλους της οικογένειας» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38, ο οποίος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων τον/τη σύζυγο ή τον/τη σύντροφο με τον/την οποίο/α ο πολίτης της Ένωσης έχει συνάψει καταχωρισμένη σχέση συμβίωσης (35).

44.      Συμμερίζομαι το συμπέρασμα αυτό. Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έλαβε ιδίως υπόψη, συναφώς, αφενός, την εξέλιξη της νομοθεσίας της Ένωσης (36) και το γεγονός ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 αναπαράγει απλώς και μόνον, χωρίς τροποποίηση, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 και, αφετέρου, την αιτιολογική σκέψη 1, το άρθρο 1 και το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/54. Με τις τελευταίες αυτές διατάξεις επιρρωννύεται η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να επαναλάβει στο άρθρο 2 της οδηγίας 2004/38 την έννοια του «μέλους της οικογένειας» όπως ορίστηκε με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον κανονισμό 1612/68, τον οποίο κατάργησε και αντικατέστησε ο κανονισμός 492/2011 (37).

45.      Είναι αληθές ότι το γεγονός ότι το Δικαστήριο στηρίχθηκε, με την εν λόγω απόφαση, στην έννοια του «μέλους της οικογένειας», κατά το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38, θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η περίσταση αυτή δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η έννοια του «μέλους της οικογένειας» μπορεί, για τον σκοπό της χορήγησης οικογενειακού επιδόματος στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, να περιλαμβάνει, ιδίως, έναν ανήλικο που τοποθετείται με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου.

46.      Είμαι, εντούτοις, πεπεισμένος ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση και τούτο για τους λόγους που θα εκθέσω εν συνεχεία.

Γ.      Επί της έννοιας του «μέλους της οικογένειας» στο ειδικό πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης των μεθοριακών εργαζομένων

47.      Κατά πρώτον, όπως προεκτέθηκε (38), εν αντιθέσει προς ό,τι συνέβαινε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants, το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, κατά το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 270 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να επεκταθεί στους ανηλίκους που τοποθετούνται με δικαστική απόφαση σε οικογενειακή εστία. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί απλώς και μόνον να διευκρινιστεί αν, όσον αφορά το δικαίωμα στα επίμαχα οικογενειακά επιδόματα, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του ανηλίκου κατοίκου αλλοδαπής που τοποθετείται με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου και του ανηλίκου κατοίκου ημεδαπής που τοποθετείται με δικαστική απόφαση σε οικογενειακή εστία είναι σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης.

48.      Επομένως, το νομικό ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της διαφοράς της κύριας δίκης δεν είναι η δυνατότητα να θεωρηθούν ως «μέλη της οικογένειας», στην έννομη τάξη των κρατών μελών, ανήλικοι που τοποθετούνται με δικαστική απόφαση σε οικογενειακή εστία, αλλά το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ίσης μεταχείρισης των μεθοριακών εργαζομένων. Μολονότι, όμως, ο καθορισμός των δικαιούχων των οικογενειακών παροχών γίνεται βάσει του εθνικού δικαίου (39), εντούτοις, όπως έχει υπενθυμίσει επανειλημμένως το Δικαστήριο, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης, εν προκειμένω προς τις διατάξεις που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (40).

49.      Στο πλαίσιο αυτό, για τον καθορισμό των «μελών της οικογένειας» εργαζομένου, πρέπει να υπομνησθεί, όπως προεκτέθηκε (41), ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης στηρίζεται σε ορισμένες αρχές, μεταξύ άλλων στην αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η εφαρμογή της εν λόγω αρχής στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης διασφαλίζεται εξάλλου από ρύθμιση της Ένωσης η οποία στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους στον τομέα αυτόν (42). Ως εκ τούτου, κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την αιτιολογική του σκέψη 8 (43), για να εξασφαλισθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η ίση μεταχείριση όλων των προσώπων που εργάζονται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, το πρόσωπο που ασκεί, μεταξύ άλλων, μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος υπόκειται, κατά κανόνα, στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους και πρέπει, κατά το εν λόγω άρθρο, να λαμβάνει τις ίδιες παροχές με τους υπηκόους του κράτους αυτού. Το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι οι εργαζόμενοι συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των κοινωνικών πολιτικών του κράτους μέλους υποδοχής με τις φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν στο εν λόγω κράτος στο πλαίσιο της μισθωτής δραστηριότητας που ασκούν σ’ αυτό. Πρέπει, συνεπώς, να μπορούν και να αντλήσουν οφέλη από τις ανωτέρω πολιτικές, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν για τους ημεδαπούς εργαζομένους (44).

50.      Ομοίως, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 προβλέπει ότι ο εργαζόμενος υπήκοος άλλου κράτους μέλους απολαύει των ιδίων κοινωνικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους. Όπως προεκτέθηκε, οι δύο προμνησθείσες διατάξεις εξειδικεύουν, στους αντίστοιχους τομείς τους, την αρχή της ίσης μεταχείρισης που προβλέπεται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η οποία προστατεύει τους οικείους εργαζομένους από κάθε άμεση ή έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας που προκύπτει από τις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών, και πρέπει να ερμηνεύονται κατά τον ίδιο τρόπο με τη διάταξη αυτή (45).

51.      Κατά δεύτερον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αρχή ότι οι διατάξεις που καθιερώνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, η οποία συνιστά ένα από τα θεμέλια της Ένωσης, πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικώς (46). Κατά τη γνώμη μου, τούτο σημαίνει ότι, στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, η έννοια του «μέλους της οικογένειας» πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύτητα, ώστε να καλύπτει, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση, άλλα πρόσωπα πέραν εκείνων που απαριθμούνται στο άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38, ιδίως δε ανήλικο που έχει τεθεί μόνιμα υπό νόμιμη κηδεμονία με δικαστική απόφαση, όταν τα εν λόγω πρόσωπα βρίσκονται σε κατάσταση παρεμφερή με εκείνη του ανηλίκου που καλύπτεται από την εν λόγω διάταξη (47).

52.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά την αιτιολογική της σκέψη 31, η οδηγία 2004/38 σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

53.      Η αρχή της υπεροχής του υπέρτερου συμφέροντος του τέκνου, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, συνιστά μία από τις αρχές που διαπνέουν την έννομη τάξη της Ένωσης (48). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εν λόγω αρχή αποτελεί το πρίσμα υπό το οποίο πρέπει να ερμηνεύονται οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (49). Στη νομολογία του, το Δικαστήριο λαμβάνει επίσης υπόψη το προστατευόμενο από το άρθρο 7 του Χάρτη συμφέρον των παιδιών για τη συνέχιση της οικογενειακής ζωής τους (50), το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (51). Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει, πάντως, ότι η διαπίστωση της ύπαρξης de facto οικογενειακής ζωής μεταξύ των ανάδοχων γονέων και ανηλίκου που τοποθετείται στην οικογενειακή εστία τους πρέπει να λαμβάνει υπόψη ορισμένα στοιχεία, όπως η διάρκεια της συμβίωσης, η ποιότητα των σχέσεων και ο ρόλος που αναλαμβάνει ο ενήλικος έναντι του ανηλίκου (52).

54.      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής και από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία. Πρώτον, ο ανήλικος FW τοποθετήθηκε με δικαστική απόφαση κράτους μέλους, ήτοι του Βελγίου, στην οικογενειακή εστία του FV και της συζύγου του, το δε ζεύγος έχει δύο κοινά βιολογικά τέκνα· δεύτερον, η εν λόγω τοποθέτηση με δικαστική απόφαση έχει μόνιμο χαρακτήρα, καθόσον ο ανήλικος FW ζει στην οικογενειακή εστία του FV από το 2005, ήτοι από πολύ νεαρή ηλικία (53)· τρίτον, ο FV ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου FW, τον οποίο συντηρεί άμεσα· και, τέλος, τέταρτον, η νόμιμη κατοικία και ο τόπος πραγματικής και συνεχούς διαμονής του ανηλίκου FW είναι η οικογενειακή εστία του FV.

55.      Οι αρμόδιες αρχές οφείλουν, για τον σκοπό της χορήγησης των οικογενειακών επιδομάτων, να λάβουν υπόψη τα ως άνω στοιχεία προκειμένου να εξακριβώσουν, κατόπιν εξέτασης της πραγματικής οικογενειακής κατάστασης του οικείου εργαζομένου, αν ο ανήλικος που τοποθετήθηκε στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου είναι, στην πραγματικότητα, «μέλος της οικογένειας» του εν λόγω εργαζομένου.

56.      Τέλος, κατά τρίτον, υπενθυμίζω ότι από το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111 (54) προκύπτει ότι η τοποθέτηση παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού και ότι, κατά το άρθρο 30, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία ειδική διαδικασία. Επομένως, εν προκειμένω, οι αρμόδιες λουξεμβουργιανές αρχές οφείλουν, για τον σκοπό της χορήγησης του επίμαχου οικογενειακού επιδόματος, να αναγνωρίσουν δικαστική απόφαση περί τοποθέτησης ανηλίκου σε οικογενειακή εστία.

57.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι ανήλικος ο οποίος τοποθετείται με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου πρέπει, για τον σκοπό της χορήγησης του οικογενειακού επιδόματος, να εμπίπτει στην έννοια του «μέλους της οικογένειας», η οποία καλύπτει και άλλα πρόσωπα πέραν των απαριθμούμενων στο άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38.

58.      Απομένει να εξεταστεί αν, υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών που απορρέουν από την προμνησθείσα νομολογία του Δικαστηρίου (55), η επίμαχη νομοθεσία είναι ικανή να οδηγήσει σε διαφορετική μεταχείριση των μεθοριακών εργαζομένων η οποία θα μπορούσε να συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας.

Δ.      Συνιστά η επίμαχη νομοθεσία έμμεση δυσμενή διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011;

1.      Επί της διαφορετικής μεταχείρισης λόγω κατοικίας

59.      Το CAE ισχυρίζεται, στηριζόμενο στη σκέψη 51 της απόφασης Caisse pour l’avenir des enfants, ότι, καθόσον ο ανήλικος που τοποθετήθηκε με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου δεν έχει σχέση κατιόντος προς ανιόντα με τον εν λόγω εργαζόμενο ή με τον/τη σύζυγό του, ο εν λόγω εργαζόμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης για τον συγκεκριμένο ανήλικο. Επομένως, το CAE υποστηρίζει ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά διαφορετική περίπτωση από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση.

60.      Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή. Μολονότι οι δύο υποθέσεις μπορούν να διαφοροποιηθούν σε κάποιον βαθμό μεταξύ τους, εντούτοις, φρονώ ότι η εν λόγω διαφοροποίηση δεν αφορά τη συγκρισιμότητα της κατάστασης των ενδιαφερόμενων ανηλίκων ως προς τη χορήγηση του επίμαχου οικογενειακού επιδόματος.

61.      Κατ’ αρχάς, είναι αληθές ότι η κατάσταση των ανηλίκων που τοποθετήθηκαν με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου διαφέρει, από νομικής απόψεως, από εκείνη των ανηλίκων που έχουν σχέση κατιόντος προς ανιόντα, μεταξύ άλλων λόγω υιοθεσίας, με έναν ή αμφοτέρους τους γονείς με τους οποίους ζουν. Εντούτοις, κατά τη νομολογία, δυσμενής διάκριση υφίσταται όταν διαφορετικοί κανόνες εφαρμόζονται σε παρεμφερείς καταστάσεις ή όταν ο ίδιος κανόνας εφαρμόζεται σε διαφορετικές καταστάσεις (56). Κατά πάγια νομολογία, η αντικειμενική συγκρισιμότητα των καταστάσεων πρέπει να εξετάζεται με βάση τον σκοπό της επίμαχης νομοθεσίας (57). Όπως προεκτέθηκε, το επίμαχο στην κύρια δίκη οικογενειακό επίδομα συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 (58), το οποίο απαγορεύει κάθε έμμεση μορφή δυσμενούς διάκρισης.

62.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, διαφοροποίηση λόγω κατοικίας, η οποία μπορεί να αποβεί περισσότερο εις βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών, δεδομένου ότι οι μη διαμένοντες στην ημεδαπή είναι συνήθως άτομα τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους υποδοχής, συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, που επιτρέπεται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογείται αντικειμενικώς (59).

63.      Στην υπό κρίση υπόθεση, υπενθυμίζω ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά το άρθρο 269, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης, κάθε ανήλικος ο οποίος διαμένει όντως και αδιαλείπτως στο Λουξεμβούργο και έχει εκεί τη νόμιμη κατοικία του πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης του οικογενειακού επιδόματος. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης κατηγορίας ανηλίκων κατοίκων ημεδαπής, το άρθρο 273, παράγραφος 4, του εν λόγω κώδικα ορίζει ότι, σε περίπτωση τοποθέτησης με δικαστική απόφαση ανηλίκου σε οικογενειακή εστία, το εν λόγω επίδομα καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του εν λόγω ανηλίκου και του οποίου η κατοικία ή η έδρα αποτελεί επίσης τη νόμιμη κατοικία και τον τόπο πραγματικής και συνεχούς διαμονής του ανηλίκου. Αντιθέτως, ο ανήλικος που τοποθετήθηκε με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου και, επομένως, κατοίκου αλλοδαπής, ο οποίος ασκεί την επιμέλειά του, δεν πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης του εν λόγω επιδόματος. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 269, παράγραφος 1, στοιχείο b, και το άρθρο 270 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης, ο μεθοριακός εργαζόμενος δικαιούται το οικογενειακό επίδομα μόνο για τα τέκνα που γεννήθηκαν σε γάμο, τα τέκνα που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους και τα θετά τέκνα του.

64.      Από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία προκύπτει ότι όλοι οι ανήλικοι που κατοικούν στο Λουξεμβούργο πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης του οικείου οικογενειακού επιδόματος, όπερ σημαίνει ότι όλοι οι ανήλικοι που αποτελούν μέρος του νοικοκυριού ενός εργαζομένου κατοίκου Λουξεμβούργου πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης του εν λόγω επιδόματος, περιλαμβανομένων των ανηλίκων που έχουν τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία του εν λόγω εργαζομένου. Αντιθέτως, οι εργαζόμενοι κάτοικοι αλλοδαπής δεν δικαιούνται το εν λόγω επίδομα για τους ανηλίκους που έχουν τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία τους με τους οποίους δεν έχουν σχέση ανιόντος προς κατιόντα.

65.      Εκτιμώ, επομένως, ότι η επίμαχη νομοθεσία θεσπίζει δύο διαφορετικά καθεστώτα όσον αφορά το δικαίωμα στο οικογενειακό επίδομα, ανάλογα με το αν οι ανήλικοι κατοικούν ή όχι στο Λουξεμβούργο, και καθιερώνει, συνεπώς, διαφορετική μεταχείριση βασιζόμενη σε κριτήριο κατοικίας, η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011. Κατά τη γνώμη μου, η ως άνω διαφοροποίηση λόγω κατοικίας σε σχέση με τη χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος μπορεί να αποβεί περισσότερο εις βάρος των μεθοριακών εργαζομένων και, επομένως, συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, που επιτρέπεται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογείται αντικειμενικώς (60).

66.      Τέλος, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι το γεγονός ότι το δικαίωμα σε οικογενειακό επίδομα όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη παρέχεται απευθείας από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία στον ανήλικο που κατοικεί στο Λουξεμβούργο, περιλαμβανομένων των ανηλίκων που έχουν τοποθετηθεί με δικαστική απόφαση σε οικογενειακή εστία, ενώ, όσον αφορά τους εργαζομένους που είναι κάτοικοι αλλοδαπής, το δικαίωμα αυτό παρέχεται στον μεθοριακό εργαζόμενο για τα μέλη της οικογένειάς του όπως αυτά καθορίζονται από την εν λόγω νομοθεσία, δεν ασκεί επιρροή συναφώς. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι οικογενειακές παροχές, από την ίδια τη φύση τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλονται σε ένα άτομο ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάστασή του (61).

2.      Επί της δικαιολόγησης της έμμεσης δυσμενούς διάκρισης εις βάρος μεθοριακών εργαζομένων

67.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να δικαιολογείται, η έμμεση δυσμενής διάκριση πρέπει να είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού και να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου (62).

68.      Εν προκειμένω, όμως, το αιτούν δικαστήριο δεν μνημονεύει κανέναν δικαιολογητικό λόγο και, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει το ίδιο να προβεί, δεν διακρίνω κανέναν θεμιτό σκοπό ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του ανηλίκου που τοποθετείται με δικαστική απόφαση σε οικογενειακή εστία στο έδαφος του Λουξεμβούργου και του ανηλίκου που τοποθετείται με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου.

69.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται δυνάμει του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με το άρθρο 67 του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 60 του κανονισμού 987/2009, η νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία οι μεθοριακοί εργαζόμενοι δεν δικαιούνται οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση από αυτούς μισθωτής δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος, για ανήλικο που έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία τους και του οποίου την επιμέλεια ασκούν, ενώ οι ανήλικοι που είναι τοποθετημένοι με δικαστική απόφαση στο εν λόγω κράτος μέλος δικαιούνται το επίδομα αυτό, που καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου.

Ε.      Επί της επιρροής που ασκεί στην προτεινόμενη απάντηση το γεγονός ότι ο μεθοριακός εργαζόμενος συντηρεί τον ανήλικο

70.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί αν το γεγονός ότι ο μεθοριακός εργαζόμενος συντηρεί τον ανήλικο ασκεί επιρροή στην απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα.

71.      Οφείλω να επισημάνω ότι από τη σκέψη 50 της απόφασης Caisse pour l’avenir des enfants προκύπτει ότι, όσον αφορά την απαίτηση ο μεθοριακός εργαζόμενος να συντηρεί τον ανήλικο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εν λόγω απαίτηση πρέπει να προκύπτει επίσης από πραγματική κατάσταση, την οποία απόκειται στη διοίκηση και, εν ανάγκη, στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει, βάσει αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει ο ενδιαφερόμενος, χωρίς να χρειάζεται να προσδιοριστούν οι λόγοι της συμβολής αυτής ή να αποτιμηθεί το ακριβές ύψος της.

72.      Συναφώς, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, η προμνησθείσα προϋπόθεση πρέπει να εφαρμόζεται σε σχέση με τη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος σε εργαζόμενο κάτοικο αλλοδαπής αποκλειστικά και μόνον όταν η εθνική νομοθεσία προβλέπει τη συγκεκριμένη προϋπόθεση για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος σε κάτοικο ημεδαπής ο οποίος ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου που έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία του, η οποία είναι η νόμιμη κατοικία και ο τόπος πραγματικής και συνεχούς διαμονής του ανηλίκου. Διαφορετικό συμπέρασμα θα παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ εργαζομένων κατοίκων αλλοδαπής και εργαζομένων κατοίκων ημεδαπής. Στο ίδιο πνεύμα, φρονώ ότι η ενδεχόμενη απαίτηση, σε σχέση με τη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος, ο μεθοριακός εργαζόμενος να καλύπτει εξ ολοκλήρου τις ανάγκες του ανηλίκου που έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία του δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εφαρμόζεται στον κάτοικο ημεδαπής ο οποίος ασκεί την επιμέλεια ανηλίκου τοποθετημένου στην οικογενειακή εστία του, δεδομένου ότι η υποχρέωση διατροφής ή η ενδεχόμενη σχετική συμμετοχή των βιολογικών γονέων, εφόσον είναι γνωστοί, στη συντήρηση του παιδιού δεν έχει στην πραγματικότητα ως αποτέλεσμα να μη συμμετέχει στη συντήρηση αυτή ο μεθοριακός εργαζόμενος στην οικογενειακή εστία του οποίου έχει τοποθετηθεί ο ανήλικος. Εν πάση περιπτώσει, η συμμετοχή των βιολογικών γονέων στη συντήρηση του οικείου ανηλίκου μπορεί να είναι είτε πολύ περιορισμένη είτε ανύπαρκτη, λόγω της συχνά πολύ επισφαλούς κατάστασής τους (63).

V.      Πρόταση

73.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Λουξεμβούργο) ως εξής:

Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 67 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, και το άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας,

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται στη νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία οι μεθοριακοί εργαζόμενοι δεν δικαιούνται οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση από αυτούς μισθωτής δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος, για ανήλικο που έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία τους και του οποίου την επιμέλεια ασκούν, ενώ οι ανήλικοι που είναι τοποθετημένοι με δικαστική απόφαση στο εν λόγω κράτος μέλος δικαιούνται το επίδομα αυτό, που καταβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου. Η προϋπόθεση για τη χορήγηση οικογενειακού επιδόματος σε εργαζόμενο κάτοικο αλλοδαπής, κατά την οποία ο εν λόγω εργαζόμενος πρέπει να συντηρεί τον ανήλικο, μπορεί να εφαρμοστεί μόνον όταν η εθνική νομοθεσία προβλέπει τη συγκεκριμένη προϋπόθεση για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος σε κάτοικο του οικείου κράτους μέλους ο οποίος ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου που έχει τοποθετηθεί στην οικογενειακή εστία του, η οποία είναι η νόμιμη κατοικία και ο τόπος πραγματικής και συνεχούς διαμονής του ανηλίκου.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


i      H ονομασία της παρούσας υπόθεσης είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.


2      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1).


3      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 200, σ. 1, και ΕΕ 2013, L 169, σ. 78).


4      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1).


5      Απόφαση της 2ας Απριλίου 2020 (C‑802/18, στο εξής: απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants, EU:C:2020:269).


6      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35).


7      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί μέτρων που διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (ΕΕ 2014, L 128, σ. 8).


8      Όπως ίσχυσε από 1ης Αυγούστου 2016, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο νόμος της 23ης Ιουλίου 2016, περί τροποποιήσεως του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης και του τροποποιημένου νόμου της 4ης Δεκεμβρίου 1967 περί φόρου εισοδήματος και περί καταργήσεως του τροποποιημένου νόμου της 21ης Δεκεμβρίου 2007 για το επίδομα τέκνων (Mémorial A 2016, σ. 2348, στο εξής: κώδικας κοινωνικής ασφάλισης).


9      Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι ο FV ελάμβανε έως την 1η Αυγούστου 2016, δυνάμει των προϊσχυσάντων άρθρων 269, παράγραφος 5, και 270, παράγραφος 5, του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης, οικογενειακά επιδόματα από το Λουξεμβούργο για τον ανήλικο FW λόγω της ιδιότητάς του ως μεθοριακού εργαζομένου. Επιπλέον, το προϊσχύσαν άρθρο 270, παράγραφος 5, του εν λόγω κώδικα επέτρεπε στις αρμόδιες αρχές να επεκτείνουν τον οικογενειακό κύκλο του κηδεμόνα ή του de facto ασκούντος την επιμέλεια στους ανηλίκους που τοποθετούνταν με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία του.


10      Το προϊσχύσαν άρθρο 269, παράγραφος 5, του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης προέβλεπε ότι «[τ]α πρόσωπα που υπόκεινται στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία δικαιούνται, για τους ανηλίκους που κατοικούν στο εξωτερικό οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του μέλους της οικογένειάς τους, τα οικογενειακά επιδόματα βάσει των σχετικών διατάξεων των κοινοτικών κανονισμών […] στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης». Επιπλέον, το προϊσχύσαν άρθρο 270, παράγραφος 5, του ίδιου κώδικα όριζε ότι «[τ]ο Εθνικό ταμείο οικογενειακών παροχών δύναται να επεκτείνει τον οικογενειακό κύκλο του κηδεμόνα ή του de facto ασκούντος την επιμέλεια σε ανηλίκους φιλοξενούμενος από πρόσωπο που ασκεί την κηδεμονία ή την επιμέλεια βάσει δικαστικής απόφασης με ισχύ δεδικασμένου ή κάθε άλλου νόμιμου μέτρου επιμέλειας, δεόντως πιστοποιημένου από την αρμόδια αρχή, υπό τον όρο ότι η τοποθέτηση στην οικογενειακή εστία έχει μόνιμο χαρακτήρα και ότι η λύση αυτή είναι η ευνοϊκότερη για τον δικαιούχο». Η υπογράμμιση δική μου.


11      Βλ. άρθρο 273, παράγραφος 4, του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης.


12      Βλ. άρθρο 269, παράγραφος 1, και άρθρο 270 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης.


13      Όσον αφορά τις υποτροφίες που χορηγούνται για τη συντήρηση και την εκπαίδευση στο πλαίσιο πανεπιστημιακών σπουδών για επαγγελματικούς σκοπούς, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988, Lair (39/86, EU:C:1988:322, σκέψεις 21 έως 24)· όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διατροφή και την εκπαίδευση για τη συνέχιση δευτεροβάθμιων ή ανώτερων σπουδών, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Μαρτίου 1989, Echternach και Moritz (389/87 και 390/87, EU:C:1989:130, σκέψεις 31 έως 36), και, όσον αφορά χρηματική ενίσχυση σπουδών που χορηγείται από κράτος μέλος στα τέκνα των διακινούμενων εργαζομένων, βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1992, Bernini (C‑3/90, EU:C:1992:89, σκέψεις 23 και 29).


14      Υπενθυμίζω ότι, με την απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants, το Δικαστήριο εφάρμοσε κατ’ αναλογίαν στα οικογενειακά επιδόματα για τα τέκνα των μεθοριακών εργαζομένων τη νομολογία του σχετικά με τα οικονομικά βοηθήματα για ανώτατες σπουδές· βλ. αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411), και της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Depesme κ.λπ. (C‑401/15 έως C‑403/15, στο εξής: απόφαση Depesme κ.λπ., EU:C:2016:955).


15      Το άρθρο 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 883/2004 ορίζει ότι ως «μεθοριακός εργαζόμενος» νοείται «το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος και κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, όπου επιστρέφει, κατά κανόνα, κάθε ημέρα ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα».


16      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει ότι «ο [εν λόγω] κανονισμός εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους […] που κατοικούν σε κράτος μέλος και υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων κρατών μελών καθώς και στα μέλη της οικογένειάς τους και στους επιζώντες τους».


17      Το άρθρο 1, στοιχείο κστʹ, του κανονισμού 883/2004 ορίζει ότι ως «οικογενειακή παροχή» νοούνται «όλες οι παροχές σε είδος ή σε χρήμα που προορίζονται να αντισταθμίσουν τα οικογενειακά βάρη, εξαιρουμένων των προκαταβολών παροχών διατροφής και των ειδικών επιδομάτων τοκετού και υιοθεσίας που αναφέρονται στο παράρτημα Ι».


18      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψεις 37 και 39). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2016, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑308/14, EU:C:2016:436, σκέψη 60), και της 21ης Ιουνίου 2017, Martinez Silva (C‑449/16, EU:C:2017:485, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


19      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψεις 38 και 39). Βλ. επίσης απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, Martinez Silva (C‑449/16, EU:C:2017:485, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


20      Κατά πάγια νομολογία, μια παροχή μπορεί να εμπίπτει συγχρόνως στον κανονισμό 883/2004 και στον κανονισμό 492/2011. Βλ., μεταξύ άλλων, σχετικά με τα επιδόματα τοκετού και μητρότητας, απόφαση της 10ης Μαρτίου 1993, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑111/91, EU:C:1993:92, σκέψεις 20 και 22). Βλ., επίσης, απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψεις 43 και 45). Συγκεκριμένα, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 συνιστά τον σύνδεσμο μεταξύ των δύο προμνησθέντων κανονισμών, καθότι αλληλεπικαλύπτονται όσον αφορά τόσο την έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος» όσο και την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων. Βλ., μεταξύ άλλων, Morsa, M., Sécurité sociale, libre circulation et citoyenneté européennes, Anthemis, 2012, σ. 49. Για τη σχέση μεταξύ των εν λόγω κανονισμών, βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Επιτροπή κατά Αυστρίας (Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών) (C‑328/20, EU:C:2022:45, σημείο 127).


21      Το Δικαστήριο όρισε την έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος» για πρώτη φορά με την απόφαση της 31ης Μαΐου 1979, Even και ONPTS (207/78, EU:C:1979:144, σκέψη 22). Έκτοτε, έχει υπενθυμίσει επανειλημμένως τον ορισμό αυτό στη νομολογία του. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, Martínez Sala (C‑85/96, EU:C:1998:217, σκέψη 25), και της 18ης Δεκεμβρίου 2019, Generálny riaditeľ Sociálnej poisťovne Bratislava κ.λπ. (C‑447/18, EU:C:2019:1098, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψεις 25, 30 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


23      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 883/2004 ορίζει ότι «ο [εν λόγω] κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με […] οικογενειακές παροχές».


24      Απόφαση της 3ης Ιουνίου 1986 (139/85, EU:C:1986:223, σκέψη 13).


25      Βλ., επίσης, αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1987, Lebon (316/85, EU:C:1987:302, σκέψη 23), της 26ης Φεβρουαρίου 1991, Antonissen (C‑292/89, EU:C:1991:80, σκέψη 11), της 26ης Φεβρουαρίου 1992, Bernini (C‑3/90, EU:C:1992:89, σκέψη 14), και της 6ης Νοεμβρίου 2003, Ninni-Orasche (C‑413/01, EU:C:2003:600, σκέψη 23). Βλ., πιο πρόσφατα, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2013, N. (C‑46/12, EU:C:2013:97, σκέψη 39), και Depesme κ.λπ. (σκέψη 58).


26      Αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 1986, Kempf (139/85, EU:C:1986:223, σκέψη 13), της 3ης Ιουλίου 1986, Lawrie-Blum (66/85, EU:C:1986:284, σκέψη 16), και Depesme κ.λπ. (σκέψη 58).


27      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑205/04, EU:C:2006:137, σκέψη 15), της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 35), Depesme κ.λπ. (σκέψη 35), και της 6ης Οκτωβρίου 2020, Jobcenter Krefeld (C‑181/19, EU:C:2020:794, σκέψη 44). Υπενθυμίζεται ότι η διατύπωση του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, επαναλήφθηκε στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011. Επιπλέον, το άρθρο 41, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 492/2011 ορίζει ότι οι αναφορές στον κανονισμό 1612/68 νοούνται ως αναφορές στον κανονισμό 492/2011.


28      Πρβλ. απόφαση Depesme κ.λπ. (σκέψη 36).


29      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Geven (C‑213/05, EU:C:2007:438, σκέψη 15), και της 18ης Δεκεμβρίου 2019, Generálny riaditeľ Sociálnej poisťovne Bratislava κ.λπ. (C‑447/18, EU:C:2019:1098, σκέψη 41).


30      Αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 1974, Sotgiu (152/73, EU:C:1974:13, σκέψη 11), της 23ης Μαΐου 1996, O’Flynn (C‑237/94, EU:C:1996:206, σκέψη 17), της 13ης Απριλίου 2010, Bressol κ.λπ. (C‑73/08, EU:C:2010:181, σκέψη 40), της 10ης Ιουλίου 2019, Aubriet (C‑410/18, EU:C:2019:582, σκέψη 26), και Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψη 54).


31      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψη 64 και διατακτικό). Το άρθρο 269, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο b, του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης τροποποιήθηκε με τον νόμο της 23ης Δεκεμβρίου 2022 (Mémorial A‑2022-668 της 23.12.2022) προκειμένου να περιληφθούν, στην έννοια του «μέλους της οικογένειας», τα τέκνα του/της συζύγου ή του/της καταχωρισμένου/ης συντρόφου τα οποία συντηρεί το πρόσωπο που αφορά το συγκεκριμένο άρθρο και με τα οποία το εν λόγω πρόσωπο έχει, μαζί με τον/τη σύζυγο ή τον/την καταχωρισμένο/η σύντροφο, κοινή νόμιμη κατοικία και τόπο πραγματικής και συνεχούς διαμονής.


32      Επισημαίνω ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της υπόθεσης εκείνης ανέκυψαν, όπως εν προκειμένω, από τη μεταρρύθμιση του συστήματος οικογενειακών παροχών στο Λουξεμβούργο, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2016 και τροποποίησε τον κώδικα κοινωνικής ασφάλισης, αποκλείοντας, μεταξύ άλλων, τα τέκνα του/της συζύγου ή του/της καταχωρισμένου/ης συντρόφου από την έννοια του «μέλους της οικογένειας», η οποία ορίζεται στο άρθρο 270 του εν λόγω κώδικα. Βλ. απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψη 17).


33      Όπως προεξέθεσα, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι η περίπτωση του τοποθετούμενου σε οικογενειακή εστία ανηλίκου δεν ενέπιπτε στην έννοια του «μέλους της οικογένειας» του προϊσχύσαντος άρθρου 270 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης. Εντούτοις, το εν λόγω άρθρο προέβλεπε, στην παράγραφο 5, δυνατότητα επέκτασης του οικογενειακού κύκλου του κηδεμόνα ή του de facto ασκούντος την κηδεμονία στους ανηλίκους που τοποθετούνταν με δικαστική απόφαση στην οικογενειακή εστία μεθοριακού εργαζομένου. Το στοιχείο αυτό συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των συνθηκών υπό τις οποίες το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε το προδικαστικό ερώτημά του.


34      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψεις 49 και 50).


35      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψη 51). Βλ., επίσης, απόφαση Depesme κ.λπ. (σκέψεις 51 έως 54).


36      Βλ. απόφαση Depesme κ.λπ. (σκέψεις 46 και 47) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στις εν λόγω συνεκδικασθείσες υποθέσεις (C‑401/15 έως C‑403/15, EU:C:2016:430, σημεία 39 έως 43).


37      Επισημαίνω ότι κατά την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2014/54, «[η] ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων αποτελεί θεμελιώδη ελευθερία των πολιτών της Ένωσης και πυλώνα της εσωτερικής αγοράς στην Ένωση, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 της [ΣΛΕΕ]. Η εφαρμογή της αναπτύσσεται περαιτέρω από το δίκαιο της Ένωσης με στόχο την εξασφάλιση της πλήρους άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη της οικογένειάς τους. Η φράση “μέλη της οικογένειάς τους” θα πρέπει να νοείται κατά το άρθρο 2 σημείο 2 της οδηγίας [2004/38] το οποίο εφαρμόζεται και στα μέλη της οικογένειας των μεθοριακών εργαζομένων». Η υπογράμμιση δική μου. Βλ. σημείο 10 των παρουσών προτάσεων.


38      Βλ. σημείο 42 των παρουσών προτάσεων.


39      Βλ. άρθρο 67 του κανονισμού 883/2004 και άρθρο 60 του κανονισμού 987/2009.


40      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψεις 68 και 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, άρθρο 1 του κανονισμού 883/2004.


41      Βλ. σημεία 33 επ. των παρουσών προτάσεων.


42      Η ανωτέρω αρχή, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, αποσκοπεί στην εξάλειψη της άνισης μεταχείρισης η οποία, όσον αφορά τους εργαζομένους που διακινούνται εντός της Ένωσης, αποτελεί συνέπεια της μερικής ή ολικής συρροής των νομοθεσιών που έχουν εφαρμογή.


43      Κατά την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 883/2004, «[η] γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης έχει ιδιαίτερη σημασία για εργαζομένους, οι οποίοι δεν κατοικούν στο κράτος μέλος όπου απασχολούνται, συμπεριλαμβανομένων των μεθοριακών εργαζομένων». Η υπογράμμιση δική μου.


44      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των οικογενειακών παροχών) (C‑328/20, EU:C:2022:468, σκέψεις 108 και 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., μεταξύ άλλων, Fuchs, M. και Cornelissen, R. (επιμ.), EU Social Security Law A Commentary on EU Regulations 883/2004 and 987/2009, C.H. Beck-Hart-Nomos, 2015, σ. 151.


45      Βλ. σημείο 35 των παρουσών προτάσεων.


46      Αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1987, Lebon (316/85, EU:C:1987:302, σκέψεις 21 έως 23), και Depesme κ.λπ. (σκέψη 58).


47      Από το σημείο 2.1.2 της ανακοίνωσης της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, της 2ας Ιουλίου 2009, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για την καλύτερη ενσωμάτωση και εφαρμογή της [οδηγίας 2004/38]» [COM(2009) 313 final] προκύπτει ότι ανήλικος ο οποίος τελεί υπό τη νόμιμη κηδεμονία πολίτη της Ένωσης εμπίπτει στην έννοια του «απευθείας κατιόντος», κατά το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας. Βλ., συναφώς, Guild, E., Peers, S., Tomkin, J., The EU Citizenship Directive. A Commentary, 2η έκδ., Οξφόρδη, Oxford University Press, 2019, σ. 43.


48      Το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη προβλέπει το δικαίωμα των παιδιών να δίνεται πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον τους σε όλες τις πράξεις που τα αφορούν. Για επισκόπηση του κεκτημένου της Ένωσης όσον αφορά τα δικαιώματα του παιδιού, βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΓΔ Δικαιοσύνη, EU Acquis and Policy Documents on the Rights of the Child, Δεκέμβριος 2015, σ. 1 έως 83.


49      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín (C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψεις 66, 81 και 85). Βλ., επίσης, απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Valcheva (C‑335/17, EU:C:2018:359, σκέψη 36), και προτάσεις μου στην ίδια υπόθεση (C‑335/17, EU:C:2018:242, σημεία 33 έως 38).


50      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2017, Chavez-Vilchez κ.λπ. (C‑133/15, EU:C:2017:354, σκέψη 70), και της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala) (C‑129/18, EU:C:2019:248, σκέψη 67).


51      Σύμβαση η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17) προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, τα δικαιώματα που διασφαλίζονται στο άρθρο 7 του Χάρτη έχουν την ίδια έννοια και εμβέλεια με εκείνα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala) (C‑129/18, EU:C:2019:248, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


52      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Νοεμβρίου 2010, Moretti και Benedetti κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2010:0427JUD001631807, § 48).


53      Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι η τοποθέτηση με δικαστική απόφαση του ανηλίκου FW σε οικογενειακή εστία πραγματοποιήθηκε προτού αυτός συμπληρώσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.


54      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2019, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, και για τη διεθνή απαγωγή παιδιών (ΕΕ 2019, L 178, σ. 1).


55      Βλ. σημεία 33 επ. των παρουσών προτάσεων.


56      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Raccanelli (C‑94/07, EU:C:2008:425, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


57      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑542/09, EU:C:2012:346, σκέψη 42).


58      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψεις 37, 38 και 39). Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


59      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


60      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


61      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


62      Απόφαση Caisse pour l’avenir des enfants (σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


63      Οι λόγοι τοποθέτησης νεαρών ανηλίκων σε ανάδοχη οικογένεια μπορεί να σχετίζονται με την πλήρη απουσία γονέων, αλλά και με προβλήματα στέγασης, υγείας, φτώχειας, κακομεταχείρισης, βίας, εθισμών ή ακόμη με τις δυσχέρειες των γονέων να ασκήσουν τον ρόλο τους ή τη γονική μέριμνα.