Language of document : ECLI:EU:C:2024:103

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 1ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των φορτηγών – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με τις τιμές πώλησης των φορτηγών, το χρονοδιάγραμμα για την εισαγωγή των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών που απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6 και τη μετακύλιση στους πελάτες του κόστους των τεχνολογιών αυτών – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Γεωγραφική έκταση της παράβασης αυτής – “Υβριδική διαδικασία” που οδήγησε διαδοχικά στην έκδοση απόφασης διευθέτησης της διαφοράς και απόφασης κατόπιν συνήθους διαδικασίας – Άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα χρηστής διοίκησης – Αμεροληψία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Εκτίμηση της γεωγραφικής έκτασης μιας εναρμονισμένης πρακτικής – Κρίσιμα στοιχεία – Χαρακτηρισμός ενός συνόλου συμπεριφορών ως “ενιαίας και διαρκούς παράβασης” – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 25 – Εξουσία της Επιτροπής προς επιβολή προστίμου – Παραγραφή»

Στην υπόθεση C‑251/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 8 Απριλίου 2022,

Scania AB, με έδρα το Södertälje (Σουηδία),

Scania CV AB, με έδρα το Södertälje,

Scania Deutschland GmbH, με έδρα το Κόμπλεντζ (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους D. Arts, N. De Backer και Κ. Schillemans, advocaten, τους S. Falkner, P. Hammarskiöld, C. Langenius και L. Ulrichs, advokater, καθώς και την F. Miotto, avocate,

αναιρεσείουσες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Domecq, τον M. Farley και την L. Wildpanner,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, προεδρεύοντα του δεκάτου τμήματος, I. Jarukaitis (εισηγητή) και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, οι Scania AB, Scania CV AB και Scania Deutschland GmbH (στο εξής: Scania DE), τρεις νομικές οντότητες της επιχείρησης Scania (στο εξής, από κοινού: Scania), ζητούν την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 2ας Φεβρουαρίου 2022, Scania κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑799/17, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:48), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2017) 6467 final της Επιτροπής, της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.39824 – Φορτηγά) (στο εξής: επίδικη απόφαση) και, επικουρικώς, τη μείωση των προστίμων που τους είχαν επιβληθεί με την απόφαση αυτή.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), αφορά την εξουσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα. Το άρθρο 25 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παραγραφή για την επιβολή κυρώσεων», ορίζει τα εξής:

«1.      Οι εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή δυνάμει των άρθρων 23 […] υπόκεινται στις ακόλουθες προθεσμίες παραγραφής:

α)      τρία έτη για τις παραβάσεις των διατάξεων σχετικά με τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών ή τη διενέργεια ελέγχων·

β)      πέντε έτη για όλες τις υπόλοιπες παραβάσεις.

2.      Η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα διάπραξης της παράβασης. Ωστόσο, αν μια παράβαση είναι διαρκής ή έχει διαπραχθεί κατ’ εξακολούθηση, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα παύσης της παράβασης.

3.      Η παραγραφή που ισχύει για την επιβολή προστίμων […] διακόπτεται από κάθε πράξη της Επιτροπής ή της αρχής ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους η οποία αποβλέπει στη διερεύνηση ή σε διαδικασίες κατά της παράβασης. Η διακοπή της παραγραφής ισχύει από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε μια τουλάχιστον επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που μετείχε στην παράβαση. […]

4.      Η διακοπή της παραγραφής ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση.

[…]»

3        Το άρθρο 31 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Έλεγχος από το Δικαστήριο», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Το Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Το Δικαστήριο δύναται να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει τα πρόστιμα ή τις χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

4        Το ιστορικό της διαφοράς και η επίμαχη απόφαση, όπως εκτίθενται στις σκέψεις 1 έως 61 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, μπορούν να συνοψισθούν ως εξής.

5        Στο άρθρο 1 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι νυν αναιρεσείουσες (στο εξής: αναιρεσείουσες) είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ), συμμετέχοντας, από τις 17 Ιανουαρίου 1997 έως τις 18 Ιανουαρίου 2011, από κοινού με τις νομικές οντότητες των επιχειρήσεων [εμπιστευτικό] (1), [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό] και [εμπιστευτικό], σε συμπαιγνιακούς διακανονισμούς σχετικά με τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών των μεσαίων και βαρέων φορτηγών στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), καθώς και σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6. Η Επιτροπή, στο άρθρο 2 της ως άνω απόφασης, επέβαλε από κοινού και εις ολόκληρον στη Scania AB και στη Scania CV AB πρόστιμο ύψους 880 523 000 ευρώ, εκ των οποίων η Scania DE ήταν από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνη για την καταβολή 440 003 282 ευρώ.

 Η διοικητική διαδικασία

6        Στις 20 Σεπτεμβρίου 2010 η [εμπιστευτικό] υπέβαλε αίτηση για απαλλαγή από την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 14 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17). Στις 17 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή χορήγησε υπό όρους απαλλαγή από το πρόστιμο στην [εμπιστευτικό].

7        Από τις 18 έως τις 21 Ιανουαρίου 2011 η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους, μεταξύ άλλων, στις εγκαταστάσεις των αναιρεσειουσών.

8        Στις 28 Ιανουαρίου 2011 η [εμπιστευτικό] ζήτησε απαλλαγή από την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 14 της ανακοίνωσης που μνημονεύεται στη σκέψη 6 της παρούσας απόφασης και, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 27 της εν λόγω ανακοίνωσης. Στην ίδια ενέργεια προέβησαν η [εμπιστευτικό] και η [εμπιστευτικό].

9        Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή απηύθυνε, μεταξύ άλλων, στις αναιρεσείουσες διάφορες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003.

10      Στις 20 Νοεμβρίου 2014 η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού κατά των αναιρεσειουσών καθώς και κατά των νομικών οντοτήτων των επιχειρήσεων που μνημονεύονται στη σκέψη 5 της παρούσας απόφασης και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων την οποία κοινοποίησε στο σύνολο των ως άνω οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των αναιρεσειουσών.

11      Κατόπιν της κοινοποίησης της ανακοίνωσης αιτιάσεων, οι αποδέκτες της απέκτησαν πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της Επιτροπής.

12      Κατά τη διάρκεια [εμπιστευτικό], οι αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων επικοινώνησαν ανεπισήμως με την Επιτροπή, ζητώντας της να συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών που προβλέπεται στο άρθρο 10α του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 622/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2008 (ΕΕ 2008, L 171, σ. 3) (στο εξής: κανονισμός 773/2004). Καθένας από τους αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων επιβεβαίωσε τη βούλησή του να συμμετάσχει σε συζητήσεις για διευθέτηση της διαφοράς και, κατόπιν αυτού, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει διαδικασία διευθέτησης.

13      Από τις [εμπιστευτικό] έως τις [εμπιστευτικό], διεξήχθησαν συζητήσεις για τη διευθέτηση της διαφοράς μεταξύ κάθε αποδέκτη της ανακοίνωσης αιτιάσεων και της Επιτροπής. Κατόπιν των συζητήσεων αυτών, ορισμένοι αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων υπέβαλαν αυτοτελώς στην Επιτροπή επίσημο αίτημα διευθέτησης της διαφοράς δυνάμει του άρθρου 10α, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004 (στο εξής: μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς). Οι αναιρεσείουσες δεν υπέβαλαν τέτοιο αίτημα.

14      Στις 19 Ιουλίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε, βάσει του άρθρου 7 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, την απόφαση C(2016) 4673 final, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση AT.39824 – Φορτηγά), την οποία απηύθυνε στα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς (στο εξής: απόφαση διευθέτησης της διαφοράς).

15      Καθόσον οι αναιρεσείουσες είχαν αποφασίσει να μην υποβάλουν επίσημο αίτημα διευθέτησης της διαφοράς, η Επιτροπή συνέχισε την έρευνα που τις αφορούσε στο πλαίσιο της συνήθους διαδικασίας, ήτοι χωρίς διευθέτηση της διαφοράς.

16      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2016 οι αναιρεσείουσες, αφού απέκτησαν πρόσβαση στον φάκελο, υπέβαλαν τη γραπτή απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

17      Στις 18 Οκτωβρίου 2016 οι αναιρεσείουσες έλαβαν μέρος σε ακρόαση.

18      Στις 7 Απριλίου 2017 η Επιτροπή, σύμφωνα με το σημείο 111 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που αφορούν τα άρθρα 101 και 102 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2011, C 308, σ. 6), απέστειλε στη Scania AB επιστολή πραγματικών περιστατικών. Στις 23 Ιουνίου 2017 η Επιτροπή απέστειλε επίσης την εν λόγω επιστολή πραγματικών περιστατικών στη Scania CV AB και στη Scania DE.

19      Στις 12 Μαΐου 2017 η Scania AB υπέβαλε στην Επιτροπή τις γραπτές παρατηρήσεις της επί των αποδεικτικών στοιχείων που επισυνάπτονταν στην ως άνω επιστολή πραγματικών περιστατικών, οι οποίες αποτύπωναν επίσης τη θέση της Scania CV AB και της Scania DE.

20      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση.

 Η επίδικη απόφαση

 Διάρθρωση της αγοράς των φορτηγών και μηχανισμός καθορισμού των τιμών στον κλάδο κατασκευής φορτηγών και εντός της Scania

21      Όσον αφορά τη διάρθρωση της αγοράς των φορτηγών, η Επιτροπή επισήμανε ότι η εν λόγω αγορά χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο διαφάνειας και συγκέντρωσης, δεδομένου ότι τα μέρη έχουν συχνά τη δυνατότητα να συναντώνται ετησίως και να συζητούν την κατάσταση της αγοράς. Κατά την Επιτροπή, μέσω όλων αυτών των συνεννοήσεων, τα μέρη μπορούσαν να έχουν ακριβή εικόνα της ανταγωνιστικής θέσης εκάστου εξ αυτών.

22      Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι τα μέρη, περιλαμβανομένης της Scania, διαθέτουν σε σημαντικές εθνικές αγορές θυγατρικές εταιρίες οι οποίες ενεργούν ως διανομείς των προϊόντων τους. Οι εν λόγω εθνικοί διανομείς διαθέτουν το δικό τους δίκτυο αντιπροσώπων. Η Επιτροπή σημείωσε ότι η Scania πωλεί τα φορτηγά της μέσω εθνικών διανομέων, οι οποίοι είναι θυγατρικές εταιρίες που της ανήκουν κατά 100 % σε όλα τα κράτη του ΕΟΧ, με εξαίρεση [εμπιστευτικό]. Οι εθνικοί διανομείς της Scania πωλούν τα φορτηγά που αγοράζουν από την κεντρική διοίκηση σε αντιπροσώπους, οι οποίοι είναι είτε κατά ποσοστό 100 % θυγατρικές εταιρίες είτε ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή τόνισε ότι στη Γερμανία η Scania διαθέτει [εμπιστευτικό] αντιπροσώπους οι οποίοι είναι θυγατρικές εταιρίες κατά ποσοστό 100 %.

23      Όσον αφορά τον μηχανισμό καθορισμού των τιμών, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο μηχανισμός αυτός περιλαμβάνει τα ίδια στάδια για όλα τα μέρη και έχει ως αφετηρία, γενικώς, στο πλαίσιο ενός πρώτου σταδίου, τον καθορισμό, από την κεντρική διοίκηση, ενός αρχικού καταλόγου μικτών τιμών. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, σε δεύτερο στάδιο, οι τιμές για την πώληση των φορτηγών στις διάφορες εθνικές αγορές καθορίζονται μεταξύ, αφενός, της κεντρικής διοίκησης των κατασκευαστών και, αφετέρου, των εθνικών διανομέων, οι οποίοι είναι είτε ανεξάρτητες επιχειρήσεις είτε επιχειρήσεις ανήκουσες κατά 100 % στην κεντρική διοίκηση. Περαιτέρω, κατά την Επιτροπή, σε τρίτο στάδιο καθορίζονται οι τιμές που καταβάλλουν οι αντιπρόσωποι στους διανομείς, σε τέταρτο δε στάδιο καθορίζονται οι τελικές καθαρές τιμές που καταβάλλουν οι καταναλωτές και οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τους αντιπροσώπους ή από τους ίδιους τους κατασκευαστές, όταν αυτοί πωλούν ευθέως στους αντιπροσώπους ή στους σημαντικούς πελάτες.

24      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, μολονότι η τελική τιμή που καταβάλλουν οι καταναλωτές μπορεί να ποικίλλει (για παράδειγμα, λόγω της εφαρμογής διαφόρων εκπτώσεων σε διαφορετικά επίπεδα της αλυσίδας διανομής), όλες οι τιμές που εφαρμόζονται σε κάθε στάδιο της αλυσίδας διανομής απορρέουν άμεσα, στην περίπτωση των τιμών μεταβίβασης μεταξύ κεντρικής διοίκησης και διανομέα, ή έμμεσα, στην περίπτωση της τιμής που καταβάλλει ο αντιπρόσωπος στον διανομέα ή στην περίπτωση της τιμής που καταβάλλει ο τελικός πελάτης, από την αρχική μικτή τιμή. Εξ αυτού συνάγεται, κατά την Επιτροπή, ότι οι αρχικοί κατάλογοι μικτών τιμών που καθορίζονται από την κεντρική διοίκηση αποτελούν κοινή και θεμελιώδη συνιστώσα για τους υπολογισμούς των τιμών που εφαρμόζονται σε κάθε στάδιο των εθνικών αλυσίδων διανομής σε όλη την Ευρώπη. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι όλα τα μέρη, πλην των [εμπιστευτικό], κατάρτισαν μεταξύ των ετών 2000 και 2006 καταλόγους μικτών τιμών που περιλάμβαναν εναρμονισμένες μικτές τιμές για ολόκληρο τον ΕΟΧ.

25      Όσον αφορά συγκεκριμένα τον μηχανισμό καθορισμού των τιμών εντός της Scania και τους εμπλεκόμενους στον καθορισμό αυτόν παράγοντες, η Επιτροπή περιέγραψε ότι η κεντρική διοίκηση της Scania καθορίζει τον κατάλογο μικτών τιμών εκ του εργοστασίου (Factory Gross Price List, στο εξής: ΚΜΤΕ) για όλα τα διαφορετικά διαθέσιμα εξαρτήματα ενός φορτηγού.

26      Κάθε εθνικός διανομέας της Scania, π.χ. η Scania DE, διαπραγματεύεται με την κεντρική διοίκηση της Scania μια «καθαρή τιμή για τον διανομέα», ήτοι την τιμή που καταβάλλει ο διανομέας στην κεντρική διοίκηση για κάθε τεμάχιο, βάσει του ΚΜΤΕ που έχει λάβει. Η καθαρή τιμή για τον διανομέα αναγράφεται σε έγγραφο ονομαζόμενο «RPU» (από τον όρο «Representantuppgift» στη σουηδική γλώσσα), το οποίο παρουσιάζει τη διαφορά μεταξύ του ΚΜΤΕ και της καθαρής τιμής για τον διανομέα όσον αφορά τις εκπτώσεις. Οι εκπτώσεις που παρέχονται στον διανομέα καθορίζονται από [εμπιστευτικό] στην κεντρική διοίκηση της Scania, αλλά επίσης αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στο πλαίσιο της επιτροπής τιμών. Η τελική απόφαση επί της καθαρής τιμής για τον διανομέα της Scania εναπόκειται [εμπιστευτικό].

27      Επιπλέον, ο εθνικός διανομέας της Scania γνωστοποιεί τον δικό του κατάλογο μικτών τιμών, που συνίσταται στην καθαρή τιμή για τον διανομέα συν το περιθώριο κέρδους, για όλα τα διαφορετικά διαθέσιμα εξαρτήματα ενός φορτηγού στους αντιπροσώπους της Scania στο έδαφός του.

28      Στη συνέχεια, ο αντιπρόσωπος της Scania διαπραγματεύεται με τον διανομέα μια «καθαρή τιμή για τον αντιπρόσωπο» η οποία στηρίζεται στον κατάλογο μικτών τιμών του διανομέα κατόπιν σημαντικής έκπτωσης από την οποία επωφελείται ο αντιπρόσωπος.

29      Οι πελάτες που αγοράζουν τα φορτηγά από τους αντιπροσώπους της Scania καταβάλλουν την «τιμή πελάτη». Η «τιμή πελάτη» συνίσταται στην καθαρή τιμή για τον αντιπρόσωπο, προσαυξημένη κατά το περιθώριο κέρδους του αντιπροσώπου και κατά το ενδεχόμενο κόστος που απορρέει από την κατά παραγγελία διαμόρφωση του φορτηγού και μειωμένη σε συνάρτηση με τις εκπτώσεις και τις προσφορές που χορηγούνται στον πελάτη. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η τροποποίηση της τιμής σε οποιοδήποτε στάδιο της αλυσίδας διανομής έχει περιορισμένο αντίκτυπο ή δεν επηρεάζει την τελική τιμή που καταβάλλει ο καταναλωτής.

30      Η Επιτροπή διαπίστωσε περαιτέρω ότι ο ΚΜΤΕ εφαρμόζεται σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ η καθαρή τιμή για τον διανομέα και ο κατάλογος μικτών τιμών του διανομέα εφαρμόζονται στην περιοχή στην οποία δραστηριοποιείται ο διανομέας. Ομοίως, η τιμή που διαπραγματεύεται ο αντιπρόσωπος εφαρμόζεται στην περιοχή στην οποία ο ίδιος δραστηριοποιείται.

31      Όσον αφορά τον αντίκτυπο των αυξήσεων των τιμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο επί των τιμών σε εθνικό επίπεδο, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι εθνικοί διανομείς των κατασκευαστών, όπως η Scania DE, δεν λειτουργούν ανεξάρτητα κατά τον καθορισμό των μικτών τιμών και των καταλόγων μικτών τιμών και ότι όλες οι τιμές που εφαρμόζονται σε κάθε στάδιο της αλυσίδας διανομής μέχρι τον τελικό καταναλωτή προκύπτουν από τους πανευρωπαϊκούς καταλόγους μικτών τιμών που καθορίζονται σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης.

32      Επομένως, κατά την Επιτροπή, η αύξηση των τιμών στον πανευρωπαϊκό κατάλογο μικτών τιμών, η οποία αποφασίζεται σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, καθορίζει τη μεταβολή της «καθαρής τιμής για τον διανομέα», δηλαδή της τιμής που καταβάλλει ο διανομέας στην κεντρική διοίκηση για την αγορά του φορτηγού. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, η αύξηση από την κεντρική διοίκηση των προαναφερθεισών μικτών τιμών επηρεάζει επίσης το επίπεδο της μικτής τιμής του διανομέα, δηλαδή της τιμής που καταβάλλει ο αντιπρόσωπος στον διανομέα, ακόμη και αν η τιμή που προτείνεται στον τελικό καταναλωτή δεν τροποποιείται κατ’ ανάγκην στην ίδια αναλογία ή δεν τροποποιείται καθόλου.

 Αθέμιτες επαφές μεταξύ της Scania και των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς

33      Στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή δέχθηκε ότι η Scania είχε συμμετάσχει σε συμπαιγνιακού χαρακτήρα συναντήσεις και επαφές με τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς στο πλαίσιο διαφόρων διασκέψεων και σε διάφορα επίπεδα, που εξελίχθηκαν με την πάροδο του χρόνου, ενώ οι μετέχουσες επιχειρήσεις, οι σκοποί και τα οικεία προϊόντα δεν μεταβάλλονταν.

34      Η Επιτροπή εντόπισε τρία επίπεδα αθέμιτων επαφών.

35      Πρώτον, η Επιτροπή δέχθηκε ότι, κατά τα πρώτα έτη της παράβασης, τα ανώτερα στελέχη των μετεχόντων στη σύμπραξη συζητούσαν για τις προθέσεις τους σε θέματα τιμών, για τις μελλοντικές αυξήσεις των μικτών τιμών, ενίοτε δε και για τη μεταβολή των καθαρών τιμών για τον καταναλωτή και ορισμένες φορές είχαν καταλήξει σε συμφωνία για την αύξηση των μικτών τιμών τους. Στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε αυτό το επίπεδο αθέμιτων επαφών ως «επίπεδο των διευθυντικών στελεχών» (top management). Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, κατά τις συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών, τα μέρη της σύμπραξης είχαν προβεί σε συμφωνίες, επιπλέον, όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή μοντέλων φορτηγών που πληρούν τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 5 και ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είχε συμφωνηθεί η μη εισαγωγή των οικείων τεχνολογιών πριν από ορισμένη ημερομηνία. Η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών είχαν πραγματοποιηθεί μεταξύ των ετών 1997 και 2004.

36      Δεύτερον, η Επιτροπή δέχθηκε ότι, για περιορισμένο χρονικό διάστημα και παράλληλα με τις συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών, τα μεσαία στελέχη της κεντρικής διοίκησης των μετεχόντων στη σύμπραξη διεξήγαν συζητήσεις, οι οποίες περιλάμβαναν, πέραν της ανταλλαγής τεχνικών πληροφοριών, και συνεννοήσεις σχετικά με τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών. Στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε αυτό το επίπεδο αθέμιτων επαφών ως «κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης» (lower headquarters level). Η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι συναντήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης είχαν πραγματοποιηθεί μεταξύ των ετών 2000 και 2008.

37      Τρίτον, η Επιτροπή δέχτηκε ότι, μετά την καθιέρωση του ευρώ και την εισαγωγή των καταλόγων μικτών τιμών σε ευρωπαϊκή κλίμακα από το σύνολο σχεδόν των κατασκευαστών φορτηγών, τα μέρη της σύμπραξης εξακολούθησαν τον συστηματικό συντονισμό των προθέσεων τους ως προς τις μελλοντικές τιμές μέσω των γερμανικών θυγατρικών τους. Στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε αυτό το επίπεδο αθέμιτων επαφών ως «γερμανικό επίπεδο επαφών» (German level meetings). Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, όπως και οι επαφές κατά τα πρώτα έτη της σύμπραξης, οι εκπρόσωποι των γερμανικών θυγατρικών συζητούσαν για τις μελλοντικές αυξήσεις των μικτών τιμών, καθώς και για το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 5 και Euro 6. Αντάλλασσαν επίσης άλλες ευαίσθητου χαρακτήρα επιχειρηματικές πληροφορίες. Η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι συναντήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών πραγματοποιήθηκαν από το 2004 και εφεξής.

 Εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ

38      Η Επιτροπή έκρινε ότι τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στον φάκελο αποδείκνυαν ότι οι προαναφερθείσες επαφές αφορούσαν:

–        τις σχεδιαζόμενες από τους μετέχοντες στη σύμπραξη τροποποιήσεις των μικτών τιμών, των καταλόγων μικτών τιμών, του χρονοδιαγράμματος των τροποποιήσεων αυτών καθώς και, περιστασιακά, τις συνεννοήσεις σχετικά με τις σχεδιαζόμενες τροποποιήσεις των καθαρών τιμών ή με τις τροποποιήσεις των εκπτώσεων που προσφέρονταν στους πελάτες,

–        την ημερομηνία εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6, καθώς και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή των εν λόγω τεχνολογιών, και

–        την ανταλλαγή άλλων ευαίσθητων από άποψη ανταγωνισμού πληροφοριών, όπως είναι τα μερίδια των αγορών-στόχων, οι ισχύουσες καθαρές τιμές και οι εκπτώσεις, οι κατάλογοι μικτών τιμών, ακόμη και πριν από την εφαρμογή τους, οι διαμορφωτές φορτηγών, οι παραγγελίες και τα επίπεδα αποθεμάτων.

39      Η Επιτροπή επισήμανε ότι τα μέρη είχαν πολυμερείς επαφές σε διαφορετικά επίπεδα και ότι ενίοτε είχαν κοινές επαφές και συναντήσεις σε διαφορετικά επίπεδα. Κατά την Επιτροπή, οι επαφές αυτές συνδέονταν μεταξύ τους με βάση το περιεχόμενο, την ημερομηνία, τις μη συγκεκαλυμμένες αναφορές μεταξύ τους και την κυκλοφορία των λαμβανόμενων πληροφοριών.

40      Η Επιτροπή έκρινε ότι οι δραστηριότητες αυτές αποτελούσαν μορφή συντονισμού και συνεργασίας με την οποία τα μέρη, συνεργαζόμενα εμπράκτως μεταξύ τους, απέτρεπαν εν γνώσει τους τους κινδύνους του ανταγωνισμού. Κατά την Επιτροπή, η επίμαχη συμπεριφορά λάμβανε τη μορφή εναρμονισμένης πρακτικής ή συμφωνίας στο πλαίσιο της οποίας οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις δεν προσδιόριζαν αυτοτελώς την εμπορική πολιτική που σκόπευαν να ακολουθήσουν στην αγορά, αλλά συντόνιζαν προεχόντως τη συμπεριφορά τους σχετικά με τις τιμές μέσω απευθείας επαφών και αποφάσιζαν τη συντονισμένη καθυστέρηση της εισαγωγής νέων τεχνολογιών. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η συστηματική συμμετοχή στις αθέμιτες επαφές δημιούργησε κλίμα αμοιβαίας κατανόησης της τιμολογιακής πολιτικής των μερών.

41      Η Επιτροπή επισήμανε ότι η Scania συμμετείχε τακτικά στις διάφορες μορφές συμπαιγνιακής συμπεριφοράς καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράβαση στην οποία είχε μετάσχει η Scania είχε τη μορφή συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

42      Όσον αφορά τον περιορισμό του ανταγωνισμού, η Επιτροπή έκρινε ότι η Scania είχε λάβει μέρος στις αθέμιτες επαφές που περιγράφονται στη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης και ότι όλες οι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές στις οποίες είχε μετάσχει είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

43      Όσον αφορά την ενιαία και διαρκή παράβαση, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι συμφωνίες και/ή οι εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ της Scania και των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση εμπίπτουσα στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και στο άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ για την περίοδο από τις 17 Ιανουαρίου 1997 έως τις 18 Ιανουαρίου 2011. Η παράβαση συνίστατο, κατά την Επιτροπή, σε συμπαιγνία ως προς τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών εντός του ΕΟΧ όσον αφορά τα μεσαία και βαρέα φορτηγά καθώς και ως προς το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα εν λόγω φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6.

44      Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι, μέσω των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό επαφών, τα μέρη επιδίωξαν ένα κοινό σχέδιο με ενιαίο, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό και ότι η Scania γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το γενικό εύρος και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του δικτύου αθέμιτων επαφών και είχε την πρόθεση να συμβάλει στην επίμαχη σύμπραξη με τις ενέργειές της.

45      Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι ο ενιαίος, αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπός συνίστατο στον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά μεσαίων και βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ. Ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε μέσω πρακτικών που μείωναν τα επίπεδα στρατηγικής αβεβαιότητας μεταξύ των μερών όσον αφορά τις μελλοντικές τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών, καθώς και όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών σχετικά με την εισαγωγή στην αγορά φορτηγών που πληρούν τα περιβαλλοντικά πρότυπα.

 Αποδέκτες της επίδικης απόφασης

46      Πρώτον, η Επιτροπή απηύθυνε την επίδικη απόφαση στη Scania CV AB και στη Scania DE, τις οποίες θεωρούσε ως άμεσα υπεύθυνες για την παράβαση για τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:

–        όσον αφορά τη Scania CV AB, για την περίοδο από 17 Ιανουαρίου 1997 έως 27 Φεβρουαρίου 2009, και

–        όσον αφορά τη Scania DE, για την περίοδο από 20 Ιανουαρίου 2004 έως 18 Ιανουαρίου 2011.

47      Δεύτερον, η Επιτροπή δέχθηκε επίσης ότι, κατά την περίοδο από 17 Ιανουαρίου 1997 έως 18 Ιανουαρίου 2011, η Scania AB κατείχε, άμεσα ή έμμεσα, το σύνολο των μετοχών της Scania CV AB, η οποία με τη σειρά της κατείχε, άμεσα ή έμμεσα, το σύνολο των μετοχών της Scania DE. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επισήμανε ότι απηύθυνε την επίδικη απόφαση και στις ακόλουθες οντότητες, οι οποίες θεωρούνταν από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνες ως μητρικές εταιρίες:

–        στη Scania AB, η οποία ευθύνεται, αφενός, για τη συμπεριφορά της Scania CV AB για την περίοδο από 17 Ιανουαρίου 1997 έως 27 Φεβρουαρίου 2009 και, αφετέρου, για τη συμπεριφορά της Scania DE για την περίοδο από 20 Ιανουαρίου 2004 έως 18 Ιανουαρίου 2011, και

–        στη Scania CV AB, η οποία ευθύνεται για τη συμπεριφορά της Scania DE για την περίοδο από 20 Ιανουαρίου 2004 έως 18 Ιανουαρίου 2011.

 Ύψος του προστίμου

48      Η Επιτροπή καθόρισε το ύψος του προστίμου σε 880 523 000 ευρώ.

 Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

49      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2017, οι αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης, επικουρικώς, τη μερική ακύρωση της απόφασης αυτής και τη μείωση των προστίμων που τους είχαν επιβληθεί, καθώς και, εν πάση περιπτώσει, τη μείωση των προστίμων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003.

50      Με έγγραφο της 5ης Ιουνίου 2020, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν τη μη δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων που περιλαμβάνονταν στην έκθεση ακροατηρίου. Με έγγραφο της ίδιας ημέρας, η Επιτροπή ζήτησε επίσης τη μη δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, στην έκθεση ακροατηρίου καθώς και στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

51      Κατόπιν του τελευταίου αυτού αιτήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά το μη εμπιστευτικό κείμενό της, να προβεί σε ανωνυμοποίηση των φυσικών προσώπων και να αποκρύψει την επωνυμία των νομικών προσώπων πλην των αναιρεσειουσών. Αποφάσισε επίσης να αποκρύψει ορισμένα στοιχεία σχετικά, ιδίως, με τον μηχανισμό καθορισμού των τιμών εντός της Scania και με τον υπολογισμό του προστίμου που της επιβλήθηκε, των οποίων η απόκρυψη δεν επηρεάζει την κατανόηση του μη εμπιστευτικού κειμένου της απόφασης.

52      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι αναιρεσείουσες είχαν προβάλλει εννέα λόγους ακυρώσεως.

53      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και του τεκμηρίου αθωότητας. Ο δεύτερος λόγος αφορούσε παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και του άρθρου 27, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003.

54      Ο τρίτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος, ο έκτος και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως αφορούσαν, κατ’ ουσίαν, το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης καθώς και τον καταλογισμό της στη Scania. Ειδικότερα, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι αναιρεσείουσες προέβαλλαν εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον είχε θεωρηθεί ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης συνιστούν παράβαση των ως άνω άρθρων. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, προέβαλλαν παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και εσφαλμένη εφαρμογή των εν λόγω άρθρων καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι είχαν συνάψει συμφωνία ή είχαν εφαρμόσει εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών. Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε εσφαλμένη εφαρμογή των ίδιων άρθρων καθόσον η Επιτροπή χαρακτήρισε τις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών παράβαση «ως εκ του αντικειμένου». Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, προέβαλλαν εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η γεωγραφική έκταση της παράβασης στο πλαίσιο του γερμανικού επιπέδου επαφών κατελάμβανε το σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ. Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως αφορούσε εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων αυτών, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η διαπιστωθείσα συμπεριφορά συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση και ότι οι αναιρεσείουσες υπείχαν συναφώς ευθύνη.

55      Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβαλλόταν εσφαλμένη εφαρμογή των ως άνω άρθρων καθώς και του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003, καθόσον η Επιτροπή είχε επιβάλει πρόστιμο για συμπεριφορά που είχε υποπέσει σε παραγραφή και, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε λάβει υπόψη το ότι η συμπεριφορά αυτή δεν ήταν διαρκής. Με τον ένατο και τελευταίο λόγο ακυρώσεως, οι αναιρεσείουσες προέβαλλαν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά το ποσό του προστίμου καθώς και, εν πάση περιπτώσει, επισήμαναν την ανάγκη μείωσης του ποσού του προστίμου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003.

56      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους ακυρώσεως ως αβάσιμους. Όσον αφορά το αίτημα να ασκήσει το Γενικό Δικαστήριο την πλήρη δικαιοδοσία του, επισήμανε ότι από κανένα στοιχείο των αιτιάσεων, των επιχειρημάτων και των νομικών και πραγματικών στοιχείων που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο όλων των εξετασθέντων λόγων ακυρώσεως δεν μπορούσε να συναχθεί ότι το ποσό των επιβληθέντων με την επίδικη απόφαση προστίμων έπρεπε να τροποποιηθεί. Κατά συνέπεια, απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της και καταδίκασε τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

57      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στις 8 Απριλίου 2022, οι αναιρεσείουσες άσκησαν την υπό κρίση αναίρεση. Την ίδια ημέρα, ζήτησαν επίσης από το Δικαστήριο να υιοθετήσει, έναντι του κοινού, την ίδια εμπιστευτική μεταχείριση των στοιχείων για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης με τη μεταχείριση που τους επιφύλαξε και το Γενικό Δικαστήριο.

58      Με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2022, η Επιτροπή ζήτησε επίσης την εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων στοιχείων έναντι του κοινού.

59      Με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δέχθηκε τις εν λόγω αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχείρισης.

60      Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει, εν όλω ή εν μέρει, την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, την επίδικη απόφαση και/ή να ακυρώσει ή να μειώσει τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν,

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

61      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

62      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη. Ο δεύτερος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, λόγω του ότι το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε τη γεωγραφική έκταση της συμπεριφοράς στο γερμανικό επίπεδο επαφών ως καλύπτουσα το σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, παράβαση των ως άνω δύο άρθρων από το Γενικό Δικαστήριο, επειδή αυτό χαρακτήρισε ως ενιαία παράβαση μια σειρά πράξεων που περιλάμβαναν τρία διαφορετικά επίπεδα επαφών. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση των ίδιων άρθρων καθώς και του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003, λόγω του ότι το Γενικό Δικαστήριο διατήρησε σε ισχύ πρόστιμο για συμπεριφορά ως προς την οποία είχε συμπληρωθεί η παραγραφή.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

63      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απέρριψε το επιχείρημά τους ότι η Επιτροπή, με την έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς και τη συνέχιση της έρευνάς της κατά των αναιρεσειουσών χωρίς να αναθέσει την έρευνα αυτή σε ομάδα διαφορετική από εκείνη στην οποία είχε ανατεθεί ο φάκελος βάσει του οποίου εκδόθηκε η απόφαση διευθέτησης, παρέβη το άρθρο 41 παράγραφος 1, του Χάρτη.

64      Πρώτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αξιολόγησε κατά πόσον η διοικητική διαδικασία, η οποία συνεχίστηκε κατά της Scania μετά την έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, ήταν σύμφωνη με την αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας. Παραπέμπουν στις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται ιδίως στις σκέψεις 129, 147 και 151 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την τήρηση της αρχής της αμεροληψίας στο πλαίσιο «υβριδικής» διαδικασίας που διεξάγεται σε στάδια, όπως η επίμαχη εν προκειμένω. Προβάλλουν ότι η έκδοση της απόφασης διευθέτησης επέβαλε ένα πρόσθετο βάρος στην Επιτροπή, η οποία θα όφειλε να μεριμνήσει όχι μόνο για την τήρηση της λεγόμενης αρχής «tabula rasa», αλλά και για την εντύπωση που δημιουργεί περί αμεροληψίας. Όμως, μολονότι στην εν λόγω σκέψη 151 το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, κατ’ ουσίαν, ότι, υπό τέτοιες περιστάσεις, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η ανάθεση των φακέλων σε δύο διαφορετικές ομάδες, δεν συνήγαγε εξ αυτού το ορθό νομικό συμπέρασμα και εξέτασε το ζήτημα της αμεροληψίας αποκλειστικά υπό το πρίσμα της υποκειμενικής αμεροληψίας.

65      Συναφώς, σημειώνουν ειδικότερα ότι, στην εν λόγω σκέψη 151, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Scania δεν είχε αποδείξει με ποιον τρόπο το γεγονός ότι εμπλέκονταν οι ίδιες υπηρεσίες της Επιτροπής στην έκδοση τόσο της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς όσο και της επίδικης απόφασης ήταν «αυτό καθεαυτό» ικανό να αποδείξει την έλλειψη αμερόληπτης εξέτασης της υπόθεσης έναντι αυτών, διαπίστωσε δε στη συνέχεια, στη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Scania δεν είχε αποδείξει ότι η Επιτροπή «επέδειξε μεροληπτική στάση ή ήταν προσωπικώς προκατειλημμέν[η] εις βάρος της Scania […] κατά παραβίαση της αρχής της υποκειμενικής αμεροληψίας». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον περιόρισε την εκτίμησή του στην «υποκειμενική» αμεροληψία και παρέλειψε να εξετάσει τη νομικώς διακριτή αρχή της «αντικειμενικής» αμεροληψίας.

66      Δεύτερον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο αξιολόγησε την αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας, η σχετική εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου είναι, εν πάση περιπτώσει, νομικώς εσφαλμένη. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αιτιολογία από την οποία να μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή τήρησε την εν λόγω αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας, παρότι οι ίδιες υπηρεσίες της Επιτροπής συμμετείχαν στην έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς και της επίδικης απόφασης, ενώ το Γενικό Δικαστήριο παραδέχτηκε ρητώς, στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η περίσταση αυτή «καθιστά δυσχερέστερο να διασφαλιστεί ότι η εξέταση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά μια επιχείρηση κατόπιν της έκδοσης της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την αρχή “tabula rasa”».

67      Πλην όμως, η παραδοχή αυτή θέτει εν αμφιβόλω την αμεροληψία της Επιτροπής. Στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε επίσης τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή θα μπορούσε να ενεργήσει για να άρει την αμφιβολία αυτή, ήτοι διά της «ανάθεση[ς] των φακέλων σε δύο διαφορετικές ομάδες», δηλαδή εμπλέκοντας στη συνήθη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης απόφασης ομάδα διαφορετική από εκείνη που συμμετείχε στη διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς. Επομένως, από την ίδια τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή, με την έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς και τη συνέχιση της έρευνάς της κατά της Scania μέσω των ίδιων υπηρεσιών του εν λόγω θεσμικού οργάνου, παρέβη το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι η Επιτροπή δεν είχε παράσχει επαρκείς εγγυήσεις ώστε να αρθεί κάθε εύλογη αμφιβολία ως προς την αντικειμενική αμεροληψία της κατά τη διεξαγωγή της συνήθους διαδικασίας και υπέπεσε, ως εκ τούτου, σε πλάνη περί το δίκαιο.

68      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της εν λόγω επιχειρηματολογίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

69      Όσον αφορά, πρώτον, την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών με την οποία προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αξιολόγησε κατά πόσον η διοικητική διαδικασία, η οποία συνεχίστηκε κατά της Scania μετά την έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, ήταν σύμφωνη με την αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποχρεούται να σέβεται, κατά τη διοικητική διαδικασία, τα θεμελιώδη δικαιώματα των οικείων επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η αρχή της αμεροληψίας, η οποία εμπίπτει στο δικαίωμα χρηστής διοίκησης, πρέπει να διακρίνεται από το τεκμήριο αθωότητας (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑883/19 P, EU:C:2023:11, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, μεταξύ άλλων, στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επιταγή αυτή περί αμεροληψίας καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας υπάλληλος του οικείου οργάνου που επιλαμβάνεται της υποθέσεως δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑883/19 P, EU:C:2023:11, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Εν προκειμένω, στις σκέψεις 144 και 145 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε τις συνέπειες του εν λόγω δικαιώματος χρηστής διοίκησης, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις δύο προηγούμενες σκέψεις της παρούσας απόφασης.

72      Εν συνεχεία, στη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υπόθεσης, πιθανή παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας έπρεπε να εκτιμηθεί μόνον ως ενδεχόμενη συνέπεια παραβίασης της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας κατά την έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, και επισήμανε ότι μια τέτοια παραβίαση μπορούσε να οφείλεται σε άλλες παραλείψεις της Επιτροπής να παράσχει επαρκείς εγγυήσεις προκειμένου να αποκλειστεί κάθε εύλογη αμφιβολία, κατά την έννοια της νομολογίας, όσον αφορά την αμεροληψία της κατά τη διεξαγωγή της συνήθους διοικητικής διαδικασίας.

73      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 148 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες δεν αποδείκνυε ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν είχε παράσχει, κατά την ως άνω διαδικασία, όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις προκειμένου να αποκλειστεί κάθε εύλογη αμφιβολία όσον αφορά την αμεροληψία της κατά την εξέταση της υπόθεσης σχετικά με τη Scania. Αιτιολόγησε τη διαπίστωση αυτή αναλύοντας τα ως άνω επιχειρήματα στις σκέψεις 149 έως 164 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

74      Ειδικότερα, διαπίστωσε, στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η εμπλοκή των ίδιων υπηρεσιών στην έκδοση τόσο της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς όσο και της επίδικης απόφασης καθιστούσε δυσχερέστερο να διασφαλιστεί ότι η εξέταση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων έναντι μιας επιχείρησης, κατόπιν της έκδοσης της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, «θα πραγματοποι[ούνταν] σύμφωνα με την [λεγόμενη] αρχή “tabula rasa”», και ότι τούτο θα μπορούσε να δικαιολογήσει, προς άρση των σχετικών αμφιβολιών, την ανάθεση των φακέλων σε δύο διαφορετικές ομάδες. Εντούτοις, στη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αναιρεσείουσες δεν είχαν αποδείξει ότι μέλος της Επιτροπής ή των υπηρεσιών που εμπλέκονταν στην έκδοση της επίδικης απόφασης είχε επιδείξει μεροληπτική στάση ή ήταν προσωπικώς προκατειλημμένο εις βάρος της Scania, ιδίως λόγω της συμμετοχής του στην έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, «κατά παραβίαση της αρχής της υποκειμενικής αμεροληψίας».

75      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, κατά πρώτον, ότι η διαδικασία διευθέτησης διαφορών είναι εναλλακτική διοικητική διαδικασία σε σχέση με τη συνήθη διαδικασία, που διαφέρει από αυτήν και παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες. Κατά δεύτερον, στην περίπτωση που η οικεία επιχείρηση δεν υποβάλει πρόταση διευθέτησης, η διαδικασία η οποία θα περατωθεί με την έκδοση τελικής απόφασης διέπεται από τις γενικές διατάξεις του κανονισμού 773/2004 και όχι από αυτές που ρυθμίζουν τη διαδικασία διευθέτησης. Κατά τρίτον, όσον αφορά τη συνήθη αυτή διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας οι ευθύνες πρέπει ακόμη να αποδειχθούν, η Επιτροπή δεσμεύεται αποκλειστικώς και μόνον από την ανακοίνωση των αιτιάσεων και υποχρεούται να λάβει υπόψη τα νέα στοιχεία των οποίων λαμβάνει γνώση κατά τη διάρκεια της ως άνω διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2017, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, C‑411/15 P, EU:C:2017:11, σκέψη 136).

76      Επομένως, η «λεγόμενη αρχή “tabula rasa”», την οποία μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τις εκτιμήσεις που υπομνήσθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης, αντανακλά απλώς τη διαπίστωση ότι το τεκμήριο αθωότητας πρέπει να τηρείται έναντι της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων που αποφασίζουν να μη συνεχίσουν τη διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς με την Επιτροπή.

77      Επομένως, αφενός, η «λεγόμενη αρχή “tabula rasa”» ουδόλως ήταν κρίσιμη προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει, στην υπόθεση της οποίας είχε επιληφθεί, την τήρηση της αρχής της αμεροληψίας από την Επιτροπή και, αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η συμμετοχή των ίδιων υπηρεσιών στην έκδοση τόσο της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς όσο και της επίδικης απόφασης δεν συνεπαγόταν καμία δυσχέρεια όσον αφορά την τήρηση της «λεγόμενης αρχής “tabula rasa”». Μάλιστα, τυχόν αλλαγή της ομάδας που είναι υπεύθυνη για τον φάκελο εντός της Επιτροπής θα αντέβαινε στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας εντός εύλογης προθεσμίας.

78      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν άντλησε καμία συνέπεια από την εσφαλμένη εκτίμηση που περιλαμβάνεται στη δεύτερη περίοδο της σκέψης 151 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και υπομνήσθηκε στη σκέψη 74 της παρούσας απόφασης και, ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη αιτίαση των αναιρεσειουσών είναι αλυσιτελής.

79      Στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν με την επιχειρηματολογία τους ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει ότι το γεγονός ότι η ίδια ομάδα ήταν επιφορτισμένη με την υπόθεση καθ’ όλη τη διάρκεια της επίμαχης «υβριδικής» διαδικασίας που διεξαγόταν σε στάδια συνιστούσε κατ’ ανάγκην παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρέωσής της αντικειμενικής αμεροληψίας, επισημαίνεται ότι η περίσταση και μόνον ότι η ίδια ομάδα της Επιτροπής ήταν επιφορτισμένη με τα διάφορα διαδοχικά στάδια της έρευνας που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς και, εν συνεχεία, της επίδικης απόφασης δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, χωρίς τη συνδρομή κάποιου άλλου αντικειμενικού στοιχείου, να δημιουργήσει αμφιβολίες για την αμεροληψία του εν λόγω θεσμικού οργάνου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 56).

80      Ωστόσο, οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι είχαν προβάλει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τέτοια αντικειμενικά στοιχεία. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε ενεργήσει κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας.

81      Συγκεκριμένα, στη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι η ομάδα που είχε αναλάβει τον φάκελο της υπόθεσης ή μέλος της ομάδας αυτής είχε επιδείξει οιαδήποτε προκατάληψη έναντι της Scania κατά τη συνήθη διαδικασία και, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν οι αναιρεσείουσες, η εν λόγω σκέψη 152 δεν αποτελεί τη μόνη αιτιολογία στην οποία στηρίζεται η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε εν προκειμένω την αρχή της χρηστής διοίκησης, ούτε αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, στο πλαίσιο αυτό, να αξιολογήσει αν η συμπεριφορά της Επιτροπής ήταν σύμφωνη με την αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας.

82      Επομένως, από το σύνολο των σκέψεων 100 έως 104 και 148 έως 164 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε μόνον την «υποκειμενική» πτυχή της αρχής της αμεροληψίας, αλλά και την «αντικειμενική» της πτυχή, υπό το πρίσμα της επιχειρηματολογίας που είχαν προβάλει συναφώς ενώπιόν του οι αναιρεσείουσες.

83      Όσον αφορά, ειδικότερα, την εν λόγω αντικειμενική αμεροληψία, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ αρχάς, στις σκέψεις 100 και 101 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την εφαρμογή μιας λεγόμενης «υβριδικής» διαδικασίας από την Επιτροπή και συνήγαγε εξ αυτού, στη σκέψη 104, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριξαν κατ’ ουσίαν οι αναιρεσείουσες, η προσφυγή σε «υβριδικές» διαδικασίες στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, στις οποίες η έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς και η έκδοση της απόφασης κατόπιν της συνήθους διαδικασίας λαμβάνουν χώρα διαδοχικά, δεν συνεπαγόταν, αφ’ εαυτής και υπό οιεσδήποτε περιστάσεις, παράβαση, μεταξύ άλλων, του καθήκοντος αμεροληψίας. Εξ αυτού συνήγαγε, στη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να εφαρμόσει μια τέτοια υβριδική διαδικασία, υπό την προϋπόθεση της τήρησης, μεταξύ άλλων, του καθήκοντος αυτού, ζήτημα το οποίο εξέτασε στη συνέχεια, στις σκέψεις 143 επ. της ίδιας απόφασης.

84      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 145 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις νομολογιακές αρχές που παρατίθενται στη σκέψη 70 της παρούσας απόφασης και εξέτασε, στις σκέψεις 148 έως 164 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη του ισχυρισμού ότι η Επιτροπή δεν τους είχε παράσχει, εν προκειμένω, όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις ώστε να αποκλειστεί κάθε εύλογη αμφιβολία όσον αφορά την αμεροληψία της κατά την εξέταση της υπόθεσης που τις αφορούσε.

85      Πλην όμως, το Γενικό Δικαστήριο, επισημαίνοντας κατ’ ουσίαν, αρχικώς, στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή υβριδικής διαδικασίας, αυτή καθεαυτήν, δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο παρέβη το καθήκον αμεροληψίας του, εν συνεχεία, στη σκέψη 149 της απόφασης, ότι η Επιτροπή, όταν εξετάζει, στο πλαίσιο της συνήθους διαδικασίας, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν τα μέρη που επέλεξαν να μη διευθετήσουν τη διαφορά, ουδόλως δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις και τους νομικούς χαρακτηρισμούς που δέχθηκε στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς ως προς τα μέρη που αποφάσισαν να προβούν σε διευθέτηση και, τέλος, στη σκέψη 159, ότι οι αναιρεσείουσες δεν προσήπταν στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης απόφασης, όλες τις διαδικαστικές εγγυήσεις που συνδέονται με την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων τους άμυνας, όπως αυτές προβλέπονται, μεταξύ άλλων, από τις γενικές διατάξεις του κανονισμού 773/2004, εξέτασε, εμμέσως πλην σαφώς, την «αντικειμενική» πτυχή της υποχρέωσης αμεροληψίας, την οποία οφείλει να τηρεί η Επιτροπή. Πράγματι, τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι το Γενικό Δικαστήριο όντως εκτίμησε αν είχαν παρασχεθεί στις αναιρεσείουσες επαρκείς εγγυήσεις ώστε να αποκλειστεί κάθε εύλογη αμφιβολία ως προς την αντικειμενική αμεροληψία της Επιτροπής.

86      Όσον αφορά, δεύτερον, την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών με την οποία υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο αξιολόγησε, σε κάθε περίπτωση, την αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας κατά τρόπο νομικώς εσφαλμένο, υπενθυμίζεται ότι, με την επιχειρηματολογία αυτή, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, αφενός, στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αιτιολόγησε την εκτίμησή του ότι η Επιτροπή είχε τηρήσει την αρχή της αμεροληψίας. Ειδικότερα, προβάλλουν κατ’ ουσίαν παράβαση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπέχει. Όπως όμως προκύπτει από τις σκέψεις 80 έως 85 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε προσηκόντως την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς το ζήτημα αυτό.

87      Αφετέρου, στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες αντλούν επιχείρημα από την εκτίμηση, στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η συμμετοχή των ίδιων υπηρεσιών της Επιτροπής στην έκδοση τόσο της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς όσο και της επίδικης απόφασης καθιστούσε δυσχερέστερη την τήρηση της «λεγόμενης αρχής “tabula rasa”», αρκεί η επισήμανση ότι από τη σκέψη 77 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι η εν λόγω εκτίμηση είναι νομικώς εσφαλμένη.

88      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

89      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ χαρακτηρίζοντας τη γεωγραφική έκταση της συμπεριφοράς στο γερμανικό επίπεδο επαφών ως καλύπτουσα το σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ. Υποδιαιρούν τον λόγο αυτόν σε τρία σκέλη.

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

90      Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες, παραπέμποντας στη σκέψη 421 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αφενός, καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για να προσδιορίσει τη γεωγραφική έκταση μιας εναρμονισμένης πρακτικής, μπορούσε να μη λάβει υπόψη άλλα στοιχεία πέραν του περιεχομένου των συλλεγεισών πληροφοριών και, αφετέρου, καθόσον παρέλειψε, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της νομικής του εκτίμησης, την πρόθεση των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην εναρμονισμένη πρακτική, η οποία αποτελεί ωστόσο συστατικό στοιχείο μιας τέτοιας πρακτικής.

91      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να στηριχθεί αποκλειστικά στο περιεχόμενο και στη φύση των ανταλλασσόμενων πληροφοριών για να προσδιορίσει την επίμαχη γεωγραφική έκταση. Το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την εν λόγω «πρόθεση» είχε ως αποτέλεσμα ότι επιβεβαίωσε εσφαλμένως ότι η Scania είχε συμμετάσχει σε συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών, οι οποίες αποτελούσαν μέρος ενιαίας και διαρκούς παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, σε κλίμακα ΕΟΧ και για όλη την περίοδο της παράβασης, ήτοι από τις 17 Ιανουαρίου 1997 έως τις 18 Ιανουαρίου 2011.

92      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

93      Στη σκέψη 421 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη γεωγραφική εμβέλεια των πληροφοριών που είχε λάβει η Scania DE, συνολικώς εκτιμωμένων, τα οποία είχε αναλύσει στις σκέψεις 405 έως 420 της απόφασης αυτής, συναγόταν το συμπέρασμα ότι η Scania DE, μέσω της συμμετοχής των υπαλλήλων της σε ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, λάμβανε πληροφορίες με περιεχόμενο που υπερέβαινε τη γερμανική αγορά. Βάσει της διαπίστωσης αυτής, απέρριψε τον έκτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες ενώπιόν του, ο οποίος αφορούσε φερόμενη παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή είχε κρίνει ότι η γεωγραφική έκταση της παράβασης στο πλαίσιο του γερμανικού επιπέδου επαφών κάλυπτε το σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ. Διευκρίνισε ακόμη, στη σκέψη 421, ότι οι διαπιστώσεις αυτές αρκούσαν για την απόρριψη του ως άνω λόγου ακυρώσεως, ανεξαρτήτως του κατά πόσον η Scania DE παρείχε επίσης πληροφορίες των οποίων το περιεχόμενο υπερέβαινε τη γερμανική αγορά.

94      Κατά πάγια νομολογία, παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από συνεχιζόμενη συμπεριφορά, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της συνεχιζόμενης συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, εξεταζόμενα αφ’ εαυτών και μεμονωμένα, παράβαση της εν λόγω διάταξης. Συνακόλουθα, όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση, η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, προκειμένου να αποδείξει τη συμμετοχή επιχείρησης στην υλοποίηση μιας τέτοιας ενιαίας παράβασης, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η εν λόγω επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των συμμετεχόντων και ότι γνώριζε τις συγκεκριμένες παραβατικές συμπεριφορές τις οποίες σχεδίαζαν ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψεις 42 και 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Συνακόλουθα, η επιχείρηση μπορεί να έχει συμμετάσχει άμεσα στο σύνολο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση, οπότε η Επιτροπή ορθώς της καταλογίζει την ευθύνη για το σύνολο των συμπεριφορών αυτών και, συνεπώς, για την εν λόγω παράβαση στο σύνολό της. Η επιχείρηση μπορεί επίσης να έχει συμμετάσχει άμεσα σε μέρος μόνον των εν λόγω συμπεριφορών, αλλά να γνώριζε το σύνολο των λοιπών παραβατικών συμπεριφορών τις οποίες σχεδίαζαν ή ανέπτυσσαν οι λοιποί συμμετέχοντες στη σύμπραξη επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή να μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και να αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ορθώς επίσης καταλογίζει στην επιχείρηση αυτή την ευθύνη για το σύνολο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την εν λόγω παράβαση και, συνεπώς, για την παράβαση στο σύνολό της (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 43).

97      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι επίμαχες ανταλλαγές πληροφοριών υπερέβαιναν τη γερμανική αγορά και αφορούσαν το έδαφος του ΕΟΧ, αρκούσε να διαπιστώσει το Γενικό Δικαστήριο ότι το συμπέρασμα αυτό προέκυπτε από το περιεχόμενο των πληροφοριών που έλαβε η Scania DE από τους λοιπούς συμμετέχοντες.

98      Επομένως, το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να στηριχθεί μόνο στο ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών αφορούσαν το έδαφος του ΕΟΧ για να επιβεβαιώσει τη συμμετοχή τους στην παράβαση απορρέει από σύγχυση μεταξύ, αφενός, των προϋποθέσεων που απαιτούνται για να αποδειχθεί και να καθοριστεί η έκταση μιας ενιαίας και διαρκούς παράβασης και, αφετέρου, των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να καταλογιστεί σε μια επιχείρηση η ευθύνη για το σύνολο της παράβασης αυτής.

99      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η οικεία επιχείρηση μετέσχε σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, προκειμένου να αποδείξει επαρκώς τη συμμετοχή της εν λόγω επιχείρησης στη σύμπραξη. Άπαξ και έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, εναπόκειται στην ως άνω επιχείρηση να προβάλει στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι δεν λάμβανε μέρος στις εν λόγω συναντήσεις με πνεύμα αντίθετο στον ανταγωνισμό, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι συμμετείχε στις συναντήσεις με οπτική διαφορετική από τη δική τους (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

100    Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως περί του αντιθέτου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, ότι οι μετέχουσες στη συνεννόηση επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

101    Από την ως άνω νομολογία προκύπτει ότι όταν η Επιτροπή αποδεικνύει ότι η οικεία επιχείρηση έλαβε μέρος σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες αντίθετες στον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν οφείλει επιπλέον να αποδείξει ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να μετάσχει στην παράβαση, αλλά εναπόκειται στην επιχείρηση αυτή να αποδείξει ότι διαχώρισε τη θέση της ως προς τις συμφωνίες αυτές, και ιδίως, όπως εν προκειμένω, ως προς τη γεωγραφική εμβέλειά τους.

102    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συμπεραίνοντας, αφού ανέλυσε τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν στην εκτίμησή του, ότι η Επιτροπή βασίμως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, μέσω των ανταλλαγών πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, η Scania DE λάμβανε πληροφορίες με περιεχόμενο που υπερέβαινε τη γερμανική αγορά, χωρίς να επιβάλει στην Επιτροπή να αποδείξει επιπροσθέτως ότι η Scania DE, συμμετέχοντας στην εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών, είχε την πρόθεση να αποκτήσει τις επίμαχες πληροφορίες και να τις συνεκτιμήσει προκειμένου να καθορίσει τη συμπεριφορά της.

103    Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

104    Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι το περιεχόμενο των πληροφοριών που λάμβανε η Scania DE κατά τις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών υπερέβαινε τη γερμανική αγορά.

105    Συναφώς, οι αναιρεσείουσες επικρίνουν, κατ’ ουσίαν, τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στις σκέψεις 405 έως 414 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε τα στοιχεία της δικογραφίας και κατέληξε, στη σκέψη 414 της απόφασης αυτής, στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών και εξεταζομένων στο σύνολό τους, έπρεπε να διαπιστωθεί ότι το περιεχόμενο των πληροφοριών που λάμβανε η Scania DE κατά τις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών υπερέβαινε τη γερμανική αγορά. Υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι πέντε λόγοι που παρατίθενται στις σκέψεις αυτές όχι μόνο δεν αρκούν για να στηρίξουν δεόντως το συμπέρασμα αυτό, αλλά επίσης στερούνται συνοχής, ή είναι ακόμη και αντιφατικοί, ενώ, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, η νομολογία απαιτεί από την Επιτροπή να προσκομίσει σοβαρά, ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία.

106    Η Επιτροπή προβάλλει ότι το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

107    Σημειώνεται ότι, με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επιδιώκουν στην πραγματικότητα να εκτιμήσει το Δικαστήριο εκ νέου τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς ωστόσο να επικαλούνται παραμόρφωσή τους από το Γενικό Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, με την επιχειρηματολογία που προβάλλουν προς στήριξη του δεύτερου αυτού σκέλους, οι αναιρεσείουσες περιορίζονται να εκθέσουν τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή τους, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να δεχθεί διαφορετική ερμηνεία των διαφόρων στοιχείων που επισημάνθηκαν στις σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τις οποίες αναφέρουν και παραπέμπουν, εξάλλου, σε πολυάριθμα χωρία του δικογράφου της προσφυγής τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

108    Ασφαλώς, το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο τήρησε τους κανόνες σχετικά με το βάρος και τη διεξαγωγή απόδειξης στο πλαίσιο της εξέτασης των αποδείξεων που επικαλέστηκε η Επιτροπή, προκειμένου να τεκμηριώσει την ύπαρξη παράβασης των περί ανταγωνισμού κανόνων του δικαίου της Ένωσης, είναι νομικό ζήτημα που μπορεί να προβληθεί κατ’ αναίρεση. Εντούτοις, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ των στοιχείων της δικογραφίας που προσκομίζονται ενώπιόν του δεν επιτρέπεται να τεθεί εν αμφιβόλω ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων είτε παράβασης των κανόνων σχετικά με το βάρος και τη διεξαγωγή απόδειξης είτε παραμόρφωσης των εν λόγω στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Keramag Keramische Werke κ.λπ., C‑613/13 P, EU:C:2017:49, σκέψεις 26 και 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Οι αναιρεσείουσες, όμως, δεν προβάλλουν κανέναν σχετικό ισχυρισμό.

109    Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

110    Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε σιωπηρώς ότι η Scania DE είχε την «πρόθεση» να συμμετάσχει, στο γερμανικό επίπεδο επαφών, σε ανταλλαγή πληροφοριών με εμβέλεια εκτεινόμενη στο έδαφος του ΕΟΧ.

111    Συναφώς, παραπέμποντας στη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στις σκέψεις 415 έως 420 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και επικρίνοντάς την, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, στο μέτρο που η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να θεωρηθεί ως αξιολόγηση της πρόθεσης της Scania DE να συμμετάσχει, στο γερμανικό επίπεδο επαφών, σε ανταλλαγή πληροφοριών με εμβέλεια εκτεινόμενη στο έδαφος του ΕΟΧ, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον στήριξε, στις σκέψεις 416 και 418 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την εκτίμηση αυτή σε ανεπαρκή, μη συνεκτική και αντιφατική αιτιολογία και καθόσον δεν εξέτασε ούτε ανέλυσε επαρκώς κατά νόμον, στη σκέψη 419 της απόφασης, τα συγκεκριμένα επιχειρήματα που προέβαλε ή τις αποδείξεις που προσκόμισε η Scania, παραβαίνοντας ως εκ τούτου και την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε επίσης υπόψη τη νομολογία κατά την οποία η Επιτροπή οφείλει να προσκομίσει σοβαρά, ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, ως προς το ζήτημα δε αυτό οι αναιρεσείουσες παραπέμπουν στη σκέψη 417 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

112    Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι, στη σκέψη 420 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο μη συννόμως απέρριψε και δεν έλαβε δεόντως υπόψη την αποδεικτική αξία των ένορκων δηλώσεων που προσκόμισε η Scania. Κατά τις αναιρεσείουσες, ελλείψει οιασδήποτε άμεσης απόδειξης περί του ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών διαβιβάζονταν στην κεντρική διοίκηση της Scania, οι δηλώσεις των προσώπων που εμπλέκονταν άμεσα στην προβαλλόμενη συμπεριφορά δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έχουν «περιορισμένη αποδεικτική αξία», απλώς και μόνο για τον λόγο ότι είναι μεταγενέστερες των κρίσιμων γεγονότων, προσκομισθείσες προς στήριξη της άμυνας της Scania κατά τη διοικητική διαδικασία.

113    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

114    Σημειώνεται ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται στην παραδοχή ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 415 έως 420 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, διαπίστωσε ότι η Scania DE είχε την πρόθεση να συμμετάσχει, στο γερμανικό επίπεδο επαφών, σε ανταλλαγή πληροφοριών με εμβέλεια εκτεινόμενη στο έδαφος του ΕΟΧ.

115    Πλην όμως, από τις ως άνω σκέψεις, σε συνδυασμό με τις σκέψεις 405 έως 414 και 421 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο απλώς διαπίστωσε, στις εν λόγω σκέψεις, ότι η Scania DE λάμβανε, μέσω της συμμετοχής των υπαλλήλων της σε ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, πληροφορίες με περιεχόμενο που υπερέβαινε τη γερμανική αγορά. Οι σκέψεις 415 έως 420 της εν λόγω απόφασης αφορούν ειδικά την απόρριψη του ισχυρισμού των αναιρεσειουσών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά τον οποίον οι υπάλληλοι της Scania DE που συμμετείχαν στις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών ουδέποτε είχαν υποθέσει ότι οι πληροφορίες που λάμβαναν από τους εκπροσώπους των θυγατρικών των λοιπών κατασκευαστών φορτηγών αφορούσαν ευρωπαϊκές τιμές ή μπορούσαν να μειώσουν την αβεβαιότητα ως προς την ευρωπαϊκή στρατηγική των άλλων αυτών κατασκευαστών.

116    Χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως αποσκοπεί, στην πραγματικότητα, στο να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση των αποδείξεων από το Γενικό Δικαστήριο και αν, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 108 της παρούσας απόφασης, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, δεδομένου ότι στηρίζεται στην παραδοχή που μνημονεύεται στη σκέψη 114 της παρούσας απόφασης, η οποία είναι εσφαλμένη.

 Επί του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

117    Με το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό της εμβέλειας των πληροφοριών που παρείχε η Scania DE. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι, μέσω των επαφών στο γερμανικό επίπεδο, η Scania DE παρείχε πληροφορίες των οποίων η εμβέλεια εκτεινόταν στο σύνολο του ΕΟΧ είναι ανεπαρκώς και μη προσηκόντως αιτιολογημένο. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένως τη σημασία των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στις οικονομικές εκθέσεις που κατάρτισε γραφείο οικονομικών συμβούλων, στο μέτρο που στις σκέψεις 439 και 440 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν δέχθηκε ότι οι εκθέσεις αυτές είναι κρίσιμες.

118    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

119    Όπως και στην περίπτωση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, διαπιστώνεται ότι, με το τέταρτο σκέλος του λόγου αυτού, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να εκτιμήσει εκ νέου τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να επικαλούνται παραμόρφωσή τους από το Γενικό Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, το τέταρτο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει επίσης να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

120    Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

121    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι τα πραγματικά στοιχεία βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο έκρινε βάσιμη τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι εν προκειμένω υφίστατο ενιαία παράβαση δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως θεμέλιο για τη διαπίστωση ότι κάθε επίμαχη πράξη επιδίωκε τον ίδιο αντίθετο στον ανταγωνισμό σκοπό και, κατά συνέπεια, αποτελούσε μέρος ενός συνολικού σχεδίου με ενιαίο σκοπό, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ή συνέβαλε στην υλοποίηση του σχεδίου αυτού. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν ανέπτυξε καμία συλλογιστική επί του εν λόγω ζητήματος. Κατά συνέπεια, εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε ως «ενιαία παράβαση» τις συμπεριφορές που σημειώθηκαν στα τρία διαφορετικά επίπεδα επαφών που μνημονεύονται στις σκέψεις 33 έως 36 της παρούσας απόφασης.

122    Οι αναιρεσείουσες υποδιαιρούν τον ως άνω λόγο αναιρέσεως σε τρία σκέλη.

123    Με το πρώτο σκέλος του ως άνω λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον χαρακτήρισε ως «ενιαία παράβαση» τις συμπεριφορές στα τρία επίπεδα επαφών που μνημονεύονται στις σκέψεις 33 έως 36 της παρούσας απόφασης και δεν επισήμανε τους λόγους για τους οποίους τα πραγματικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό αυτόν.

124    Ειδικότερα, στις σκέψεις 464 έως 469 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε ορισμένα στοιχεία για να προβεί στον εν λόγω χαρακτηρισμό, αλλά κανένα από αυτά, εξεταζόμενο μεμονωμένα ή από κοινού, δεν ήταν ικανό να στηρίξει το συμπέρασμα ότι τα τρία επίπεδα επαφών αποτελούσαν ενιαία παράβαση. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ότι στηρίχθηκε στο γεγονός ότι οι επίμαχες επαφές αφορούσαν τα ίδια προϊόντα και διεξάγονταν από την ίδια ομάδα κατασκευαστών φορτηγών και ότι η επίμαχη συμπεριφορά αφορούσε μια μικρή ομάδα υπαλλήλων σε κάθε επίπεδο, της οποίας η σύνθεση παρέμενε σχετικά σταθερή. Αφετέρου, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν διάφορες διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τις οποίες τα τρία επίπεδα επαφών χαρακτηρίζονταν από κοινά πραγματικά περιστατικά, καθώς και το συμπέρασμά του ότι το κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και το γερμανικό επίπεδο επαφών συνέβαλαν στην υλοποίηση ενός κοινού σχεδίου.

125    Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ανταλλαγές πληροφοριών που δεν είναι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελούν μέρος ενιαίας παράβασης. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες, παραπέμποντας στις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 223, 235 και 236 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες αφορούσαν τρεις ανταλλαγές πληροφοριών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του 2004 και του 2005 και πραγματοποιήθηκαν στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε τις τρεις αυτές ανταλλαγές πληροφοριών, οι οποίες ωστόσο ήταν απολύτως θεμιτές, ως ανταλλαγές με αντίθετο στον ανταγωνισμό σκοπό, πανομοιότυπο με εκείνον άλλων διακριτών ανταλλαγών πληροφοριών, οι οποίες έλαβαν χώρα σε διαφορετικά επίπεδα. Επομένως, εσφαλμένως διαπίστωσε ότι οι τρεις αυτές ανταλλαγές αποτελούσαν, όλες τους, μέρος ενιαίας παράβασης Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέθεσε καμία συλλογιστική που να εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο τέτοιες θεμιτές πράξεις θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίτευξη αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπού. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον χαρακτήρισε ανταλλαγές πληροφοριών στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, οι οποίες δεν είχαν συμπαιγνιακό χαρακτήρα, ως μέρος ενιαίας παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

126    Με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η συμπεριφορά στο γερμανικό επίπεδο επαφών επιδίωκε σκοπό πανομοιότυπο με εκείνον που επιδιωκόταν στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών και, στο μέτρο που τούτο είναι κρίσιμο, στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης. Συγκεκριμένα, η εμβέλεια της συμπεριφοράς στο γερμανικό επίπεδο επαφών δεν εκτεινόταν στο έδαφος του ΕΟΧ. Επομένως, η σκέψη 467 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στην οποία, παρά ταύτα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή βασίμως έκρινε ότι η γεωγραφική εμβέλεια των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεννοήσεων στο γερμανικό επίπεδο επαφών και στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών εκτεινόταν στο σύνολο του ΕΟΧ, είναι εσφαλμένη.

127    Επ’ αυτού, οι αναιρεσείουσες παραπέμπουν στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών καλύπτουν το σύνολο του ΕΟΧ. Από το σφάλμα αυτό προκύπτει ότι η σχετική με το γερμανικό επίπεδο επαφών συμπεριφορά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε ως συμπεριφορά που επιδιώκει σκοπό πανομοιότυπο με εκείνον που επιδιώκεται στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών και στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, υπό τη διευκρίνιση ότι, για το κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, επίμαχο είναι μόνον το διάστημα των ετών 2004-2005.

128    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

129    Αφενός, σημειώνεται ότι, στη σκέψη 479 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών ότι η Επιτροπή όφειλε να αξιολογήσει χωριστά τα τρία επίπεδα αθέμιτων επαφών που μνημονεύονται στις σκέψεις 33 έως 36 της παρούσας απόφασης, λόγω, μεταξύ άλλων, της ύπαρξης σχέσεων μεταξύ των τριών αυτών επιπέδων επαφών, και ότι, στη σκέψη 229 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αναιρεσείουσες δεν είχαν κατορθώσει να κλονίσουν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής ως προς τις ως άνω σχέσεις. Ειδικότερα, στη σκέψη 229, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή είχε επικαλεστεί ορισμένα στοιχεία, που απαριθμούνται στη σκέψη 218 της απόφασης και αποδείκνυαν την ύπαρξη των εν λόγω σχέσεων, τα οποία δεν είχαν αμφισβητηθεί, ήτοι το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες ήταν υπάλληλοι των ίδιων επιχειρήσεων και ότι υπήρχε χρονική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των συναντήσεων που πραγματοποιούνταν στα τρία επίπεδα. Το Γενικό Δικαστήριο στήριξε όμως το συμπέρασμά του ότι τα τρία επίπεδα επαφών συνδέονταν μεταξύ τους και ότι δεν ενεργούσαν χωριστά και αυτόνομα το ένα από το άλλο στο σύνολο των στοιχείων που είχε λάβει υπόψη η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση.

130    Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του στηρίζεται στην παραδοχή ότι κάθε μεμονωμένη πράξη την οποία η Επιτροπή θεωρεί ως αποτελούσα μέρος ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως πρέπει να συνιστά αφ’ εαυτής παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

131    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 94 της παρούσας απόφασης, κατά πάγια νομολογία, παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από συνεχιζόμενη συμπεριφορά, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της συνεχιζόμενης συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, εξεταζόμενα αφ’ εαυτών και μεμονωμένως, παράβαση της εν λόγω διάταξης. Κατά συνέπεια, όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση, η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Sony Optiarc και Sony Optiarc America κατά Επιτροπής, C‑698/19 P, EU:C:2022:480, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

132    Επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε μια τέτοια ενιαία και διαρκή παράβαση με ενέργειές της εμπίπτουσες στην έννοια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού «συμφωνίας» ή «εναρμονισμένης πρακτικής», κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίες απέβλεπαν στην υλοποίηση της παράβασης στο σύνολό της, μπορεί επομένως να είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, και για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παράβασης (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Sony Optiarc και Sony Optiarc America κατά Επιτροπής, C‑698/19 P, EU:C:2022:480, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

133    Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, μολονότι ένα σύνολο συμπεριφορών μπορεί να χαρακτηριστεί, υπό τις προϋποθέσεις που εκτίθενται στις δύο προηγούμενες σκέψεις της παρούσας απόφασης, ως «ενιαία και διαρκής παράβαση», δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι καθεμιά από τις συμπεριφορές αυτές πρέπει, αφ’ εαυτής και μεμονωμένως, να χαρακτηρισθεί κατ’ ανάγκην ως χωριστή παράβαση της διάταξης αυτής (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, Sony Optiarc και Sony Optiarc America κατά Επιτροπής, C‑698/19 P, EU:C:2022:480, σκέψη 64).

134    Συγκεκριμένα, για την απόδειξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης, είναι σύνηθες να λαμβάνονται υπόψη οι διάφοροι δεσμοί που υφίστανται μεταξύ των διαφορετικών στοιχείων που συνθέτουν την υπό εξέταση παράβαση. Επομένως, επαφές μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, μεμονωμένως, δεν συνιστούν αφ’ εαυτών παράβαση του άρθρου 101 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μπορεί εντούτοις να είναι κρίσιμες για την απόδειξη της ύπαρξης ενιαίας και διαρκούς παράβασης της διάταξης αυτής, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου έλαβαν χώρα. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι εν λόγω επαφές αποτελούν μέρος της δέσμης ενδείξεων επί των οποίων μπορεί νομίμως να στηριχθεί η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης της ως άνω διάταξης (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Keramag Keramische Werke κ.λπ., C‑613/13 P, EU:C:2017:49, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

135    Επομένως, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 131 έως 134 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι οι διάφορες εξεταζόμενες συμπεριφορές εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», χωρίς να απαιτείται καθεμιά από τις συμπεριφορές αυτές, αφ’ εαυτής και μεμονωμένως, να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως χωριστή παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

136    Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι, προκειμένου να μπορέσει να διαπιστώσει την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να απαιτήσει από την Επιτροπή να αποδείξει επίσης ότι καθεμιά από τις εν λόγω συμπεριφορές μεμονωμένως συνιστούσε αφ’ εαυτής παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

137    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 516 και 532 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο όγδοος λόγος της ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003, έπρεπε να απορριφθεί, δεδομένου ότι η συμπεριφορά στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών αποτελούσε μέρος ενιαίας παράβασης, η οποία έπαυσε στις 18 Ιανουαρίου 2011, με αποτέλεσμα η πενταετής παραγραφή που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 25 παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, να αρχίσει να τρέχει το πρώτον από την ημερομηνία αυτή και, επομένως, να μην έχει παραγραφεί η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμο.

138    Κατά τις αναιρεσείουσες, η εν λόγω παραγραφή είχε στην πραγματικότητα συμπληρωθεί στις 20 Σεπτεμβρίου 2010, που ήταν, χωρίς αμφιβολία, η ημερομηνία της πρώτης πράξης της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, η οποία διέκοψε την εν λόγω παραγραφή. Δεδομένου όμως ότι η συμπεριφορά στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών έπαυσε στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμο λόγω της συμπεριφοράς αυτής είχε παραγραφεί. Εξάλλου, για την περίπτωση που το Δικαστήριο αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εξετάσει την ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως και αποφασίσει να ακυρώσει την επίδικη απόφαση μόνον εν μέρει, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι η τελευταία, δυνητικώς συμπαιγνιακού χαρακτήρα συμπεριφορά στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης έλαβε χώρα πέντε και πλέον έτη πριν από τις 20 Σεπτεμβρίου 2010 και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν είχε πλέον την αρμοδιότητα να επιβάλει πρόστιμο για τη συμπεριφορά αυτή, σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι η εν λόγω συμπεριφορά αποτελούσε μέρος ενιαίας παράβασης στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών και στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ένσταση αναρμοδιότητας, πρέπει να κρίνει ότι η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμο για την εν λόγω συμπεριφορά είχε παραγραφεί, κατ’ εφαρμογήν του ως άνω άρθρου 25.

139    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

140    Αρκεί η διαπίστωση ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στην υπόθεση ότι το Δικαστήριο θα αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, θα εξετάσει την ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή των αναιρεσειουσών και θα αποφασίσει να ακυρώσει μέρος των διαπιστώσεων της επίδικης απόφασης σχετικά με την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003 καθόσον διατήρησε το πρόστιμο που είχε επιβάλει η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, μολονότι η αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών είχε παύσει στις 23 Σεπτεμβρίου 2004 και, ως εκ τούτου, είχε συμπληρωθεί η σχετική παραγραφή και η συμπεριφορά αυτή δεν μπορούσε πλέον να τιμωρηθεί με πρόστιμο, δεδομένου ότι η πρώτη πράξη της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 25, παράγραφος 3, έλαβε χώρα στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

141    Πλην όμως, δεδομένου ότι απορρίφθηκαν οι τρεις πρώτοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να κριθεί ότι είναι ορθό το συμπέρασμα της Επιτροπής και, εν συνεχεία, του Γενικού Δικαστηρίου ότι η επίμαχη σύμπραξη συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση καλύπτουσα το σύνολο του ΕΟΧ, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 2011. Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας της πρώτης πράξης της Επιτροπής, κατά το άρθρο 25, παράγραφος 3, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στις 18 Ιανουαρίου 2011 η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμο είχε υποπέσει σε παραγραφή.

142    Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

143    Δεδομένου ότι κανένας λόγος αναιρέσεως δεν ευδοκίμησε, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως εν μέρει απαράδεκτη, εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

144    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

145    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

146    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Scania AB, η Scania CV AB και η Scania Deutschland GmbH ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής περί καταδίκης τους στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Η Scania AB, η Scania CV AB και η Scania Deutschland GmbH φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 Μη δημοσιοποιούμενα εμπιστευτικά στοιχεία.