Language of document : ECLI:EU:C:2022:847

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 27ης Οκτωβρίου 2022 (1)

Υπόθεση C522/21

MS

κατά

Saatgut-Treuhandverwaltungs GmbH

[αίτηση του Pfälzisches Oberlandesgericht Zweibrücken
(εφετείου Zweibrücken, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Διανοητική ιδιοκτησία – Δικαιώματα επί των φυτικών ποικιλιών – Κανονισμός (ΕΚ) 2100/94 – Παρέκκλιση προβλεπόμενη στο άρθρο 14, παράγραφος 3 – Άρθρο 94, παράγραφος 2 – Παραβίαση – Δικαίωμα αποζημιώσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1768/95 – Άρθρο 18, παράγραφος 2 – Αποκατάσταση της ζημίας – Κατ’ αποκοπήν ποσό υπολογιζόμενο με βάση το τετραπλάσιο της αμοιβής για την παροχή αδείας – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Εκτίμηση του κύρους»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εντάσσεται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, μιας ομάδας κατόχων δικαιωμάτων επί φυτικής ποικιλίας και, αφετέρου, ενός καλλιεργητή με αντικείμενο τον υπολογισμό του ύψους της ζημίας που υπέστησαν οι κάτοχοι των δικαιωμάτων λόγω της εκ μέρους του καλλιεργητή παράνομης φυτεύσεως μιας εκ των προστατευόμενων ποικιλιών.

2.        Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να εκτιμηθεί το κύρος του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1768/95 (2) (στο εξής: επίδικη διάταξη), το οποίο καθορίζει ένα ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό αποζημιώσεως, υπό το πρίσμα του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 (3).

3.        Καθόσον οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου απορρέουν από την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία της ως άνω διατάξεως του κανονισμού 2100/94, η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να επανεξετάσει την ερμηνεία της διατάξεως αυτής.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός 2100/94

4.        Το άρθρο 13 του κανονισμού 2100/94, το οποίο επιγράφεται «Δικαιώματα του κατόχου κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας και απαγορευμένες πράξεις», ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Σύμφωνα με το κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας, ο κάτοχος ή οι κάτοχοι κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, καλούμενος εφεξής “κάτοχος”, δικαιούται να προβαίνει στις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

2.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 15 και 16, για τις ακόλουθες πράξεις όσον αφορά τα συστατικά ποικιλίας, ή τα συγκομισθέντα υλικά της προστατευόμενης ποικιλίας, καλούμενα και τα δύο εφεξής “υλικό”, απαιτείται η άδεια του κατόχου:

α)      παραγωγή ή αναπαραγωγή (πολλαπλασιασμός)·

[…]

Ο κάτοχος μπορεί να χορηγεί την άδεια αυτή υπό όρους και περιορισμούς.

3.      Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται για συγκομισθέν υλικό μόνον εάν το εν λόγω υλικό αποκτήθηκε δια χρησιμοποιήσεως συστατικών της προστατευόμενης ποικιλίας άνευ σχετικής αδείας και εκτός εάν ο κάτοχος είχε εύλογες δυνατότητες να ασκήσει το δικαίωμά του επί των συστατικών αυτών ποικιλίας.»

5.        Το άρθρο 14 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Παρέκκλιση από τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικής ποικιλίας», έχει ως εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13, παράγραφος 2, και για τη διασφάλιση της γεωργικής παραγωγής, οι καλλιεργητές επιτρέπεται να χρησιμοποιούν, για σκοπούς αναπαραγωγής σε αγρό της εκμετάλλευσής τους, το προϊόν της συγκομιδής το οποίο έλαβαν φυτεύοντας, στην εκμετάλλευσή τους, πολλαπλασιαστικό υλικό μιας ποικιλίας, εκτός των υβριδίων ή των σύνθετων ποικιλιών, η οποία καλύπτεται από κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικών ποικιλιών.

2.      Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνον στα ακόλουθα γεωργικά φυτικά είδη:

[…]

β)      Σιτηρά:

[…]

Hordeum vulgare L. – Κριθάρι

[…]

3.      Οι προϋποθέσεις της παρεκκλίσεως που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και διασφάλισης των έννομων συμφερόντων του δημιουργού της φυτικής ποικιλίας και του καλλιεργητή καθορίζονται, πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, με εκτελεστικούς κανόνες που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 114, βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

–        δεν περιορίζεται ποσοτικά το μέγεθος της εκμετάλλευσης του καλλιεργητή στο μέτρο που απαιτείται για τις ανάγκες της εκμετάλλευσης,

–        το προϊόν της συγκομιδής μπορεί να υφίσταται μεταποίηση για φύτευση είτε από τον ίδιο τον καλλιεργητή είτε από τρίτους που του παρέχουν υπηρεσίες, με την επιφύλαξη ορισμένων περιορισμών τους οποίους μπορούν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την οργάνωση της μεταποίησης του εν λόγω προϊόντος συγκομιδής, ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι το προϊόν που εισάγεται προς μεταποίηση είναι ταυτόσημο προς το μεταποιηθέν προϊόν,

–        οι μικροκαλλιεργητές δεν υποχρεούνται να καταβάλλουν αμοιβή στον κάτοχο· ως μικροκαλλιεργητές θεωρούνται:

[…]

–        οι λοιποί καλλιεργητές θα υποχρεούνται να καταβάλλουν στον κάτοχο μια δίκαιη αμοιβή, η οποία είναι αισθητά χαμηλότερη από το ποσό που καταβάλλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού της ίδιας ποικιλίας στην ίδια περιοχή [στο εξής: βάσει αδείας παραγωγή]· το πραγματικό επίπεδο της δίκαιης αυτής αμοιβής μπορεί να μεταβάλλεται με το χρόνο, ανάλογα με την έκταση στην οποία γίνεται χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, για την συγκεκριμένη ποικιλία,

–        οι κάτοχοι είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την παρακολούθηση της τήρησης των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου· κατά την οργάνωση της παρακολούθησης αυτής, οι κάτοχοι δεν πρέπει να ενεργούν για την εξασφάλιση βοήθειας από επίσημους φορείς,

–        οι καλλιεργητές και οι μεταποιητές παρέχουν, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, κατάλληλες πληροφορίες στους κατόχους· κατάλληλες πληροφορίες μπορούν επίσης να παρέχονται από τους επίσημους φορείς που συμμετέχουν στην παρακολούθηση της γεωργικής παραγωγής, εφόσον οι πληροφορίες αυτές συλλέγονται κατά τη συνήθη άσκηση των καθηκόντων τους, και δεν συνεπάγονται πρόσθετη εργασία ή δαπάνες. Προκειμένου για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι πληροφορίες αυτές παρέχονται με την επιφύλαξη της κοινοτικής και της εθνικής νομοθεσίας για την προστασία των ατόμων όσον αφορά την επεξεργασία και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.»

6.        Το άρθρο 94 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Παραβίαση», προβλέπει τα εξής:

«1.      Κάθε πρόσωπο το οποίο:

α)      επιχειρεί πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, όσον αφορά μία ποικιλία για την οποία έχει παραχωρηθεί κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας, χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένος προς τούτο

[…]

μπορεί να υποχρεωθεί από τον κάτοχο σε παύση της παραβίασης ή σε καταβολή εύλογης αποζημίωσης ή και στα δύο.

2.      Κάθε πρόσωπο το οποίο ζημιώνει άλλον από δόλο ή αμέλεια έχει επιπλέον υποχρέωση να αποζημιώσει τον κάτοχο για την περαιτέρω ζημία που προξενήθηκε από την παραβίαση. Σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας, η αξίωση αυτή μπορεί να μειωθεί ανάλογα με το βαθμό της ελαφράς αμέλειας, δεν μπορεί όμως να είναι κατώτερη του οφέλους που αποκόμισε ο παραβάτης από την παραβίαση.»

2.      Ο κανονισμός 1768/95

7.        Ο κανονισμός 1768/95 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 114 του κανονισμού 2100/94.

8.        Το άρθρο 18 του κανονισμού 1768/95, το οποίο επιγράφεται «Ειδικές αξιώσεις αστικού δικαίου», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Εάν κάποιο τέτοιο πρόσωπο επανειλημμένως και σκοπίμως δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση που απορρέει βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού [2100/94], σχετικά με μία ή περισσότερες ποικιλίες του ίδιου κατόχου, η ευθύνη αποζημίωσης του κατόχου για οποιαδήποτε περαιτέρω ζημία βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του [κανονισμού 2100/94] θα πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον ένα συνολικό ποσό, το οποίο υπολογίζεται βάσει του τετραπλάσιου του μέσου ποσού που καταβάλλεται για τη, βάσει αδείας, παραγωγή […], με την επιφύλαξη αποζημίωσης οποιασδήποτε μεγαλύτερης ζημίας.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

9.        Η εταιρία Saatgut‑Treuhandverwaltungs GmbH (στο εξής: STV) είναι μια ένωση κατόχων δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών, η οποία συστάθηκε από τα μέλη της με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων τους και, ιδίως, την άσκηση επ’ ονόματί τους του δικαιώματος πληροφόρησης και την έγερση αξιώσεων πληρωμής.

10.      Ο MS, εκκαλών της κύριας δίκης, είναι καλλιεργητής τον οποίο η STV ενήγαγε σε πρώτο βαθμό, ζητώντας, μεταξύ άλλων, πληροφόρηση σχετικά με την εκ μέρους του MS παράνομη φύτευση της προστατευόμενης από το δίκαιο της Ένωσης ποικιλίας χειμερινού κριθαριού «KWS Meridian» κατά τη διάρκεια των τεσσάρων περιόδων εμπορίας 2012/2013 έως 2015/2016.

11.      Ο εκκαλών της κύριας δίκης προσκόμισε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αντιδικίας του με την STV τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τους όγκους μεταποίησης των συγκεκριμένων σπόρων για τις τέσσερις αυτές περιόδους εμπορίας, που ανέρχονταν, αντιστοίχως, σε 24,5 εκατόκιλα (στο εξής: dt), 26 dt, 34 dt και 45,4 dt.

12.      Κατόπιν εκδόσεως της πρωτόδικης απόφασης, ο εκκαλών της κύριας δίκης κατέβαλε, εκ των υστέρων, το μέσο καταβαλλόμενο ποσό για τη βάσει αδείας παραγωγή, που οφειλόταν για την περίοδο εμπορίας 2015/2016, ως εύλογη αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 (4).

13.      Η STV ζήτησε την καταβολή πρόσθετης αποζημιώσεως, ανερχόμενης στο τετραπλάσιο του μέσου καταβαλλόμενου ποσού για τη βάσει αδείας παραγωγή, που αφορούσε τις περιόδους εμπορίας 2013/2014, 2014/2015 και 2015/2016 (5), ως αποζημίωση βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, σε συνδυασμό με την επίδικη διάταξη, αφαιρώντας το ποσό της «απλής» αμοιβής για την παροχή άδειας παραγωγής πολλαπλασιαστικού υλικού της προστατευόμενης ποικιλίας την οποία ο εκκαλών της κύριας δίκης είχε καταβάλει εκ των υστέρων.

14.      Ο εκκαλών της κύριας δίκης αμφισβήτησε το βάσιμο της αξιώσεως της STV για καταβολή πρόσθετης αποζημιώσεως. Υποστήριξε συναφώς ότι η ζημία που είχε υποστεί η STV από την παράνομη συμπεριφορά του αποκαταστάθηκε διά της πληρωμής της «απλής» αμοιβής για την παροχή αδείας αντί του οφειλόμενου ποσού για τη φύτευση σπόρων, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 5, του κανονισμού 1768/95. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η επιβολή τυχόν πρόσθετης κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως τιμωρητικού χαρακτήρα θα αντέβαινε προς τη νομολογία του Δικαστηρίου.

15.      Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2020, το Landgericht Kaiserslautern (περιφερειακό δικαστήριο Kaiserslautern, Γερμανία) έκανε κατ’ ουσίαν δεκτή (6) την αγωγή της STV, βασιζόμενο στο «σαφές γράμμα» της επίδικης διατάξεως.

16.      Ο εκκαλών της κύριας δίκης άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Pfälzisches Oberlandesgericht Zweibrücken (εφετείου του Zweibrücken, Γερμανία). Κατά την άποψή του, η επίδικη διάταξη δεν συνάδει προς το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 και πρέπει να κριθεί ανίσχυρη. Συγκεκριμένα, η δεύτερη αυτή διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει την επιδίκαση στον κάτοχο δικαιωμάτων επί φυτικής ποικιλίας μιας κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως τιμωρητικού χαρακτήρα, ανερχόμενης εν προκειμένω στο τετραπλάσιο της αμοιβής για την παροχή αδείας, αλλά υπό την έννοια ότι η αποζημίωση πρέπει να αντιστοιχεί όσο το δυνατόν ακριβέστερα στη ζημία που πράγματι υπέστη ο κάτοχος και η οποία προκλήθηκε μετά βεβαιότητας λόγω της προσβολής του δικαιώματός του.

17.      Η STV υποστηρίζει ότι η επίδικη διάταξη δεν αντιβαίνει προς τις επιταγές του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 και ότι είναι σύμφωνη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά την άποψή της, ο καθορισμός ελάχιστης κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης ανερχόμενης στο τετραπλάσιο της «απλής» αμοιβής για την παροχή αδείας συνιστά δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, λαμβανομένης υπόψη της επανειλημμένης και σκόπιμης προσβολής των δικαιωμάτων της ως κατόχου.

18.      Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η απόφασή του εξαρτάται αποκλειστικώς από την εγκυρότητα ή μη της επίδικης διάταξης. Παρατηρεί δε ότι η διάταξη αυτή, με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθόρισε ένα ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό αποζημιώσεως ίσο με το τετραπλάσιο της αμοιβής για την παροχή αδείας, ενδέχεται να αντιβαίνει στο άρθρο 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2100/94 και, ως εκ τούτου, να είναι άκυρη.

19.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 αποσκοπεί στην αντιστάθμιση του οφέλους που αποκόμισε ο παραβάτης, ήτοι ο καλλιεργητής που δεν επωφελείται της παρεκκλίσεως από το ενωσιακό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας, κατά την έννοια του άρθρου 14 του εν λόγω κανονισμού, προβλέποντας δίκαιη αμοιβή η οποία αντιστοιχεί στο ποσό της «απλής» αμοιβής για την παροχή αδείας. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού θα έπρεπε ενδεχομένως να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παραβάσεως, ο κάτοχος δικαιωμάτων επί φυτικής ποικιλίας έχει αξίωση περαιτέρω αποζημίωσης μόνον εφόσον αποδεικνύει με σαφήνεια την περαιτέρω ζημία που υπέστη.

20.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η γενικευμένη κατ’ αρχήν θέσπιση ενός ελάχιστου ποσού αποζημιώσεως δεν συνάδει προς το άρθρο 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2100/94 (7). Υπενθυμίζει ότι εκτελεστικός κανονισμός, ο οποίος εκδόθηκε δυνάμει εξουσιοδοτήσεως περιεχόμενης σε βασικό κανονισμό, δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, δυνάμει των οποίων έχει εκδοθεί, και υπόκειται σε ακύρωση σε περίπτωση που αντιβαίνει στις διατάξεις αυτές (8).

21.      Στο πλαίσιο αυτό, το Pfälzisches Oberlandesgericht Zweibrücken (εφετείο του Zweibrücken), με απόφαση της 18ης Αυγούστου 2021, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Αυγούστου 2021, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνάδει [η επίδικη διάταξη] προς τον [κανονισμό 2100/94] και, ειδικότερα, προς το άρθρο 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού αυτού, στον βαθμό που είναι δυνατό να ζητηθεί, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, ελάχιστη αποζημίωση ίση με το τετραπλάσιο της αμοιβής για την παροχή αδείας;»

22.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης και η Επιτροπή. Οι εν λόγω διάδικοι και η Επιτροπή ανέπτυξαν και προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Ιουλίου 2022.

IV.    Ανάλυση

23.      Πριν από την εξέταση του κύρους της επίδικης διατάξεως πρέπει να εξακριβωθεί αν το προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

Α.      Επί του παραδεκτού

24.      Η Επιτροπή, προτού υπεισέλθει στην επί της ουσίας ανάλυσή της, επισημαίνει στις παρατηρήσεις της ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπως προκύπτουν από την απόφαση περί παραπομπής, δεν είναι διόλου σαφείς, χωρίς ωστόσο να υποστηρίζει ανοιχτά ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη. Αναφέρει ότι αμφιβάλλει αν, εν προκειμένω, πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, ιδίως δε η προϋπόθεση της προς διασφάλιση της γεωργικής παραγωγής χρήσης από τον καλλιεργητή του προϊόντος συγκομιδής προστατευόμενης ποικιλίας, για πολλαπλασιαστικούς σκοπούς σε αγρό της εκμετάλλευσης του, κατά τις περιόδους εμπορίας 2013/2014 έως 2015/2016, όταν ο εκκαλών της κύριας δίκης προέβη στη φύτευση της επίμαχης προστατευόμενης ποικιλίας. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εάν δεν συντρέχουν οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις, το προδικαστικό ερώτημα περί εκτιμήσεως του κύρους της επίδικης διατάξεως δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την επίλυση της διαφοράς. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι το ζήτημα αυτό μπορεί να εκτιμηθεί μόνον από το αιτούν δικαστήριο, στο οποίο εναπόκειται να εξακριβώσει όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά.

25.      Πρώτον, οφείλω να υπενθυμίσω ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της οποίας επιλαμβάνεται, το Δικαστήριο πρέπει κατ’ αρχήν να περιορίσει την εξέτασή του στα στοιχεία εκτιμήσεως που αποφάσισε να του υποβάλει το αιτούν δικαστήριο, χωρίς να αποκλίνει, συνεπώς, από την κατάσταση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει αποδεδειγμένη και χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις που προβάλλει κάποιος από τους διαδίκους της κύριας δίκης (9).

26.      Δεύτερον, υπενθυμίζω επίσης ότι, όπως γίνεται παγίως δεκτό, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελείς (10). Άρνηση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβαλλόμενα ερωτήματα (11).

27.      Τέτοια περίπτωση, όμως, δεν συντρέχει εν προκειμένω.

28.      Ειδικότερα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, είναι μεν αληθές ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 2100/94 έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, εντούτοις ούτε ο εκκαλών της κύριας δίκης ούτε η STV αμφισβητούν την εφαρμογή εν προκειμένω της διάταξης αυτής και, κατ’ αρχήν, της επίδικης διάταξης.

29.      Δεύτερον, παρατηρείται ότι από τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος μπορεί να συναχθεί ότι το αιτούν δικαστήριο δεν διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της επίδικης διατάξεως, αλλά μόνον ως προς τη συμμόρφωσή της προς τον κανονισμό 2100/94 και, ειδικότερα, προς το άρθρο 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού αυτού.

30.      Συναφώς, επισημαίνω ότι, όπως διευκρινίζει η STV, δεν αμφισβητείται ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης επαναχρησιμοποίησε σε αγρό της εκμετάλλευσής του πολλαπλασιαστικό υλικό της χειμερινής ποικιλίας «KWS Meridian», το οποίο είχε παρασκευάσει ο ίδιος, χωρίς να πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη φύτευση, ιδίως κατά τις περιόδους εμπορίας 2013/2014 έως 2015/2016.

31.      Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

Β.      Επί της ουσίας

32.      Προκειμένου να προτείνω απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρώτον, θα αποσαφηνίσω τη σχέση μεταξύ της αρχής κατά την οποία απαιτείται η άδεια του κατόχου ενωσιακού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, όσον αφορά τα συστατικά ποικιλίας ή τα συγκομισθέντα υλικά της προστατευόμενης ποικιλίας, μεταξύ άλλων, για την παραγωγή ή αναπαραγωγή (πολλαπλασιασμό), και της παρεκκλίσεως από την άδεια αυτή, και, δεύτερον, υπό το πρίσμα της σχέσεως αυτής, θα προβώ στον in concreto έλεγχο του κύρους της επίδικης διατάξεως.

1.      Γενικές εκτιμήσεις ως προς τη σχέση μεταξύ της άδειας του κατόχου ενωσιακού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας και της παρεκκλίσεως από την άδεια αυτή

33.      Επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2100/94, απαιτείται η άδεια του κατόχου ενωσιακού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, όσον αφορά τα συστατικά ποικιλίας ή τα συγκομισθέντα υλικά της προστατευόμενης ποικιλίας, μεταξύ άλλων, για την παραγωγή ή την αναπαραγωγή (πολλαπλασιασμό)(12).

34.      Σε περίπτωση που δεν υφίσταται άδεια, το άρθρο 94, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2100/94 προβλέπει τη δυνατότητα του κατόχου να αξιώσει, μεταξύ άλλων, την καταβολή εύλογης αποζημιώσεως από το πρόσωπο το οποίο προέβη στην εν λόγω παραγωγή ή αναπαραγωγή (πολλαπλασιασμό) χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένος προς τούτο. Επιπλέον, εάν το πρόσωπο αυτό έχει από δόλο ή αμέλεια παραλείψει να λάβει την απαιτούμενη άδεια, ο κάτοχος έχει επίσης δικαίωμα να ζητήσει την αποκατάσταση της περαιτέρω ζημίας που προξενήθηκε, δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού (13).

35.      Ωστόσο, για τη διασφάλιση της γεωργικής παραγωγής, το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 εισάγει παρέκκλιση από τα ενωσιακά δικαιώματα επί φυτικής ποικιλίας, κοινώς γνωστή ως το «προνόμιο των καλλιεργητών»(14). Η διάταξη αυτή επιτρέπει στους καλλιεργητές να χρησιμοποιούν, για σκοπούς αναπαραγωγής σε αγρό της εκμετάλλευσής τους, το προϊόν της συγκομιδής το οποίο έλαβαν φυτεύοντας, στην εκμετάλλευσή τους, πολλαπλασιαστικό υλικό προστατευόμενης ποικιλίας που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των απαριθμούμενων στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού γεωργικών φυτικών ειδών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, όπως εν προκειμένω, τα σιτηρά «Hordeum vulgare L. – Κριθάρι».

36.      Προκειμένου να αποσαφηνιστεί η σχέση μεταξύ της αρχής της παροχής αδείας από τον κάτοχο του δικαιώματος και των προϋποθέσεων εφαρμογής της παρέκκλισης από την αρχή αυτή, θα εξετάσω, αφενός, τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ο καλλιεργητής προκειμένου να μπορεί να επωφεληθεί της παρεκκλίσεως του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94, και ιδίως την προϋπόθεση περί καταβολής «δίκαιης αμοιβής», και πώς ακριβώς αυτή διακρίνεται από την «εύλογη αποζημίωση» που προβλέπεται στο άρθρο 94, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Αφετέρου, θα εξηγήσω λεπτομερώς τους εκτελεστικούς κανόνες σχετικά με τους όρους που θέτουν σε ισχύ την παρέκκλιση του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, οι οποίοι θεσπίστηκαν με τον κανονισμό 1768/95.

α)      Επί των προϋποθέσεων του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94

37.      Η παρέκκλιση από το ενωσιακό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας υπόκειται στις προϋποθέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 (15). Επομένως, το προνόμιο των καλλιεργητών δεν ισχύει αν ο καλλιεργητής δεν πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές «καθορίζονται […] [στον] κανονισμ[ό] [1768/95] δυνάμει του άρθρου 114» του κανονισμού 2100/94, βάσει σειράς κριτηρίων που ορίζονται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, τα οποία, αφενός, θέτουν σε ισχύ την εν λόγω παρέκκλιση και, αφετέρου, διασφαλίζουν τα έννομα συμφέροντα του δημιουργού της φυτικής ποικιλίας και του καλλιεργητή (16).

38.      Μεταξύ των κριτηρίων αυτών περιλαμβάνεται, στο άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94, η υποχρέωση των καλλιεργητών να καταβάλουν στον κάτοχο του δικαιώματος μια δίκαιη αμοιβή η οποία, κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει να «είναι αισθητά χαμηλότερη από το ποσό που καταβάλλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή».

39.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο καλλιεργητής που δεν καταβάλλει στον κάτοχο του δικαιώματος δίκαιη αμοιβή οσάκις χρησιμοποιεί το προϊόν της συγκομιδής το οποίο έλαβε από τη φύτευση πολλαπλασιαστικού υλικού προστατευόμενης ποικιλίας (17) δεν μπορεί να επικαλείται το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 και, κατ’ επέκταση, πρέπει να θεωρείται ότι τελεί μία από τις πράξεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού χωρίς να έχει τη σχετική άδεια (18). Τούτο σημαίνει ότι δεν μπορεί να επωφεληθεί από το προνόμιο των καλλιεργητών και πρέπει, για να το θέσω απλά, «να επιστρέψει στο σημείο εκκίνησης». Με άλλα λόγια, εάν κατά τη φύτευση δεν πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 14, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, η παρέκκλιση δεν ισχύει και η φύτευση συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων που απονέμει στον κάτοχο το άρθρο 13, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού.

40.      Ο καλλιεργητής υπόκειται, κατά περίπτωση, στην εφαρμογή του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94 (19). Μπορεί, συνεπώς, να εναχθεί από τον κάτοχο του δικαιώματος προκειμένου να υποχρεωθεί σε παύση της προσβολής ή σε καταβολή εύλογης αποζημιώσεως ή και στα δύο. Εάν πρόκειται δε για πράξη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, ο καλλιεργητής υποχρεούται επιπλέον να επανορθώσει τη ζημία που υπέστη ο κάτοχος του δικαιώματος (20).

41.      Θεωρώ σκόπιμο στο σημείο αυτό να επισημάνω τη διαφορά μεταξύ των εννοιών «δίκαιη αμοιβή», η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, και «εύλογη αποζημίωση», η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι, παρά την ομοιότητα των όρων που χρησιμοποιούνται στις εν λόγω δύο διατάξεις, αυτές δεν καλύπτουν την ίδια έννοια (21). Συγκεκριμένα, ενώ η έννοια της «δίκαιης αμοιβής» κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 5, του κανονισμού 1768/95, αποβλέπει στο να επιτύχει την εξισορρόπηση μεταξύ των νόμιμων συμφερόντων αμφότερων των κατηγοριών, δηλαδή των καλλιεργητών και των κατόχων δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών, η έννοια που διαλαμβάνεται στο άρθρο 94, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, το γράμμα του οποίου δεν κάνει διάκριση αναλόγως της ιδιότητας του προσώπου που τελεί την παραβίαση, αφορά συγκεκριμένα την καταβολή εύλογης αποζημίωσης στο πλαίσιο αγωγής ασκούμενης δυνάμει του άρθρου αυτού (22).

42.      Από τα ανωτέρω συνάγεται, κατά το Δικαστήριο, ότι η αμοιβή για επιτρεπόμενη φύτευση, κατά την έννοια του άρθρου 14 του κανονισμού 2100/94, δεν μπορεί να επιλεγεί ως βάση υπολογισμού της εύλογης αποζημιώσεως του άρθρου 94, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (23). Πράγματι, καμία άλλη ερμηνεία δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός ή την πρακτική αποτελεσματικότητά του (24). Θα επανέλθω στη συνέχεια στο στοιχείο αυτό, το οποίο έχει μεγάλη σημασία για την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος (25).

β)      Επί των εκτελεστικών κανόνων σχετικά με τους όρους που θέτουν σε ισχύ το προνόμιο των καλλιεργητών: ο κανονισμός 1768/95

43.      Υπενθυμίζω ότι ο κανονισμός που μνημονεύεται στο άρθρο 114 του κανονισμού 2100/94 είναι ο κανονισμός 1768/95 (26). Ο κανονισμός 1768/95 θεσπίζει, κατά το άρθρο του 1, τους εκτελεστικούς κανόνες σχετικά με τους όρους που θέτουν σε ισχύ την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 (27).

44.      Ο κανονισμός 1768/95 μεταξύ άλλων προβλέπει, αφενός, τους κανόνες βάσει των οποίων καθορίζεται το ύψος της δίκαιης αμοιβής (άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού)(28)και, αφετέρου, το χρονικό σημείο κατά το οποίο γεννάται η ατομική υποχρέωση του καλλιεργητή να την καταβάλει στον κάτοχο, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94, ήτοι από τη στιγμή που αυτός όντως χρησιμοποιεί το προϊόν της συγκομιδής για πολλαπλασιαστικούς σκοπούς στον αγρό (άρθρο 6 του κανονισμού 1768/95).

45.      Ο κανονισμός 1768/95 προβλέπει επίσης, στο άρθρο 18, ειδικές αξιώσεις αστικού δικαίου σε περίπτωση μη τηρήσεως των προϋποθέσεων του προνομίου των καλλιεργητών.

46.      Συγκεκριμένα, η επίδικη διάταξη ορίζει ότι, σε περίπτωση που ένα πρόσωπο επανειλημμένως και σκοπίμως δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση καταβολής της δίκαιης αμοιβής, που απορρέει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94, σχετικά με μία ή περισσότερες ποικιλίες του ίδιου κατόχου, η ευθύνη αποζημιώσεως του κατόχου για οποιαδήποτε περαιτέρω ζημία βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού θα πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον ένα συνολικό ποσό, το οποίο υπολογίζεται βάσει του τετραπλάσιου του μέσου ποσού που καταβάλλεται για τη, βάσει αδείας, παραγωγή, με την επιφύλαξη αποζημίωσης οποιασδήποτε μεγαλύτερης ζημίας.

47.      Η διάταξη αυτή αποτελεί, συνεπώς, το αντικείμενο του υποβληθέντος από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικού ερωτήματος περί εκτιμήσεως του κύρους, το οποίο και θα εξετάσω υπό το πρίσμα των γενικών αυτών εκτιμήσεων.

2.      Έλεγχος του κύρους

48.      Με το μοναδικό προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν η επίδικη διάταξη είναι ανίσχυρη υπό το πρίσμα του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2100/94, στον βαθμό που προβλέπει, σε περίπτωση επανειλημμένης και σκόπιμης μη συμμορφώσεως προς την υποχρέωση καταβολής της «δίκαιης αμοιβής» που απορρέει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού αυτού, ελάχιστη αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο κάτοχος των δικαιωμάτων ίση με το τετραπλάσιο του μέσου ποσού που καταβάλλεται για τη, βάσει αδείας, παραγωγή.

49.      Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, θα εκθέσω κατ’ αρχάς τους λόγους για τους οποίους πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα του εκκαλούντος της κύριας δίκης περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής για τη θέσπιση της επίδικης διατάξεως. Εν συνεχεία, θα αναλύσω, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, υπό το πρίσμα του οποίου το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε το προδικαστικό ερώτημα για την εκτίμηση του κύρους της επίδικης διατάξεως. Τέλος, θα αντλήσω από τη νομολογία αυτή χρήσιμα συμπεράσματα για την απάντηση του προδικαστικού ερωτήματος.

α)      Επί της αρμοδιότητας της Επιτροπής για τη θέσπιση της επίδικης διατάξεως

50.      Ο εκκαλών της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να θεσπίσει την επίδικη διάταξη και, συνεπώς, να καθορίσει την καταβλητέα βάσει του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94 εύλογη αποζημίωση.

51.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

52.      Υπενθυμίζω ότι η εκτίμηση του κύρους διατάξεως του δικαίου της Ένωσης από το Δικαστήριο πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο του υποβληθέντος σε αυτό προδικαστικού ερωτήματος (29).

53.      Εν προκειμένω, το προδικαστικό ερώτημα αφορά τη συμβατότητα της επίδικης διατάξεως υπό το πρίσμα, ιδίως, του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2100/94. Κατά συνέπεια, αμφισβητώντας την αρμοδιότητα της Επιτροπής να θεσπίσει την επίδικη διάταξη, ο εκκαλών της κύριας δίκης επιδιώκει να διευρύνει το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο (30).

54.      Είναι, εξάλλου, σαφές ότι ο έλεγχος του κύρους της επίδικης διατάξεως τον οποίο ζητεί το αιτούν δικαστήριο από το Δικαστήριο, πρέπει να πραγματοποιηθεί λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και του αντικειμένου της εν λόγω πράξεως, της οποίας η νομική βάση είναι, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 7 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 (31). Συναφώς, το άρθρο 114, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94, εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να θεσπίσει κανόνες για την εφαρμογή της παρεκκλίσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή (32).

55.      Επομένως, η Επιτροπή έχει, βάσει των διατάξεων αυτών, την εξουσία να εκδίδει εκτελεστικούς κανονισμούς, όπως ο κανονισμός 1768/95, προκειμένου να καθορίσει τους όρους που θέτουν σε ισχύ την παρέκκλιση του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 και να διασφαλίσει τα νόμιμα συμφέροντα του δημιουργού της φυτικής ποικιλίας και του καλλιεργητή. Συναφώς, όσον αφορά το αντικείμενο και την αιτιολογία του κανονισμού 1768/95, από τη δεύτερη, την τρίτη, τη δέκατη και την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του συνάγεται ότι ο εν λόγω κανονισμός αποσκοπεί στον καθορισμό των προϋποθέσεων αυτών καθώς και στον προσδιορισμό, αφενός, της σχέσεως μεταξύ του δικαιώματος επί φυτικών ποικιλιών και των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 14 του κανονισμού 2100/94 και, αφετέρου, της σχέσεως μεταξύ της άδειας που χορηγείται στον καλλιεργητή και της εκμετάλλευσής της.

56.      Εξάλλου, στον βαθμό που ο κανονισμός 1768/95 επιδιώκει να εξειδικεύσει τα κριτήρια του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94, τα οποία καθιστούν δυνατή τη θέση σε ισχύ της επίμαχης παρέκκλισης και τη διασφάλιση των νόμιμων συμφερόντων του δημιουργού και του καλλιεργητή, πρέπει περαιτέρω να διαπιστωθεί εάν, όπως ζητεί το αιτούν δικαστήριο, η Επιτροπή, προβλέποντας στην επίδικη διάταξη ελάχιστη αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο κάτοχος των δικαιωμάτων ίση με το τετραπλάσιο του μέσου ποσού που καταβάλλεται για τη, βάσει αδείας, παραγωγή, παρέβη το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

57.      Προς τούτο, θεωρώ αναγκαίο να υπομνησθεί εν συντομία η σχετική με το άρθρο 94 του κανονισμού 2100/94 νομολογία.

β)      Η σχετική με το άρθρο 94 του κανονισμού 2100/94 νομολογία: η απόφαση Hansson

58.      Φρονώ ότι η απόφαση Hansson (33)αποτελεί ένα νομολογιακό προηγούμενο στο οποίο το Δικαστήριο μπορεί λυσιτελώς να βασιστεί προκειμένου να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, το αιτούν δικαστήριο ζητούσε, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστούν οι αρχές που διέπουν τον καθορισμό και τον υπολογισμό του ποσού των αποζημιώσεων και των επανορθώσεων που οφείλονται δυνάμει του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94.

1)      Η φύση της αποζημιώσεως

59.      Όσον αφορά τη φύση της αποζημιώσεως που οφείλεται βάσει του άρθρου 94 του κανονισμού 2100/94, το Δικαστήριο επισήμανε, πρώτον, ότι από το γράμμα του άρθρου 94, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού συνάγεται ότι η διάταξη αυτή αφορά αποκλειστικώς την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δικαιούχος ενωσιακού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας λόγω προσβολής τού επί της ποικιλίας αυτής δικαιώματος (34).

60.      Συγκεκριμένα, αφενός, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 έχει ως αντικείμενο την οικονομική αντιστάθμιση του οφέλους που αντλεί ο αυτουργός της παραβάσεως, το δε όφελος αυτό αντιστοιχεί στο ισόποσο της μη καταβληθείσας οφειλόμενης αμοιβής (35). Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν προβλέπει την αποκατάσταση ζημιών πέραν αυτών που συνδέονται με τη μη καταβολή της εύλογης αποζημιώσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (36). Αφετέρου, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 αφορά τη ζημία του δικαιούχου την οποία ο παραβάτης έχει «επιπλέον υποχρέωση» να αποκαταστήσει σε περίπτωση παραβιάσεως που διαπράττεται «από δόλο ή αμέλεια» (37).

61.      Κατά το Δικαστήριο, εντεύθεν συνάγεται ότι το άρθρο 94 του κανονισμού 2100/94 θεμελιώνει δικαίωμα αποζημιώσεως υπέρ του δικαιούχου ενωσιακού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας «που όχι μόνον είναι πλήρες, αλλά το οποίο ερείδεται, περαιτέρω, σε αντικειμενική βάση, ήτοι καλύπτει μόνον την εις βάρος του ζημία από την παράβαση» (38). Ως εκ τούτου, έκρινε, ακολουθώντας τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe (39), ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως δυνάμενη να αποτελέσει νομική βάση υπέρ του δικαιούχου αυτού, προκειμένου να υποχρεωθεί ο παραβάτης να καταβάλει αποζημίωση τιμωρητικού χαρακτήρα καθοριζόμενη κατ’ αποκοπήν. Προσέθεσε δε ότι, αντιθέτως, το ύψος της αποζημιώσεως που οφείλεται δυνάμει της εν λόγω διατάξεως πρέπει να αντιστοιχεί επακριβώς, στον βαθμό που τούτο είναι εφικτό, στις πραγματικές και βέβαιες ζημίες που υπέστη ο δικαιούχος της φυτικής ποικιλίας συνεπεία της παραβάσεως (40).

62.      Το Δικαστήριο έκρινε, δεύτερον, παραπέμποντας στις αιτιολογικές σκέψεις 17 και 26 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ (41), καθώς και στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής (42), ότι μια τέτοια ερμηνεία συνάδει προς τους σκοπούς της οδηγίας η οποία καθιερώνει ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας σε σχέση με τον σεβασμό των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας εν γένει (43).

2)      Ο τρόπος καθορισμού της αποζημιώσεως: η έκταση της αποκαταστάσεως

63.      Όσον αφορά την έκταση της αποζημιώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, το Δικαστήριο επισήμανε ότι εναπόκειται στον δικαιούχο της θιγείσας ποικιλίας να προσκομίσει τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ζημία που υπέστη υπερβαίνει τα στοιχεία που καλύπτει η εύλογη αποζημίωση του άρθρου 94, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (44). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο καθόρισε την έκταση της αποκαταστάσεως υπογραμμίζοντας ότι το ύψος της συνήθους αμοιβής που οφείλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή δεν μπορεί να αποτελέσει αυτό καθεαυτό τη βάση για την εκτίμηση της προκληθείσας ζημίας. Πράγματι, μια τέτοια αμοιβή παρέχει τη δυνατότητα υπολογισμού της εύλογης αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94 και δεν συνδέεται κατ’ ανάγκην με τη ζημία που εξακολουθεί να μην έχει αποκατασταθεί και της οποίας η αποκατάσταση προβλέπεται στο άρθρο 94, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού (45).

64.      Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε, αφενός, ότι οι περιστάσεις που δικαιολογούσαν την επαύξηση της συνήθους αμοιβής η οποία οφείλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή για τον υπολογισμό της εύλογης αποζημιώσεως δεν μπορούν να ληφθούν για δεύτερη φορά υπόψη στο πλαίσιο της αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 (46). Αφετέρου, έκρινε ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει σε ποιον βαθμό οι ζημίες τις οποίες επικαλείται ο δικαιούχος της θιγείσας ποικιλίας μπορούν να αποδειχθούν επακριβώς ή εάν πρέπει να καθοριστεί ένα κατ’ αποκοπήν ποσό το οποίο να αντιστοιχεί, στον μεγαλύτερο δυνατόν βαθμό, στην πραγματική έκταση των ζημιών αυτών (47).

γ)      Επί της αμφισβητήσεως του κύρους της επίδικης διατάξεως, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο

65.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν, όσον αφορά τη ζημία, η γενικευμένη κατ’ αρχήν θέσπιση ενός ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού αποζημιώσεως ίσου με το τετραπλάσιο της αμοιβής για την παροχή αδείας, κατά τα οριζόμενα στην επίδικη διάταξη, συνάδει προς το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

1)      Τα επιχειρήματα που προβάλλουν ο εκκαλών της κύριας δίκης, η STV και η Επιτροπή

66.      Ο εκκαλών της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η επίδικη διάταξη, τουλάχιστον το δεύτερο σκέλος της, είναι άκυρη και δύναται ευχερώς να ακυρωθεί ή να κηρυχθεί ανίσχυρη, διατηρώντας σε ισχύ τις λοιπές διατάξεις του κανονισμού 1768/95. Προσθέτει δε ότι το πρώτο σκέλος της επίδικης διατάξεως περιορίζει την υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας που προβλέπεται στο άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, στις περιπτώσεις που προσβάλλονται «μία ή περισσότερες ποικιλίες του ίδιου κατόχου». Ένας τέτοιος περιορισμός της εκτάσεως και του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής δεν περιλαμβάνεται στο γράμμα της και δεν απορρέει από το περιεχόμενό της, επομένως και το πρώτο σκέλος της είναι, κατά την άποψή του, μη νόμιμο και ακυρωτέο.

67.      Η STV υποστηρίζει ότι η επίδικη διάταξη έχει θεσπιστεί εγκύρως από την Επιτροπή, τηρουμένων των σκοπών και των κατευθυντηρίων γραμμών του κανονισμού 2100/94, και δεν μπορεί να κηρυχθεί ανίσχυρη. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης ενήργησε σκοπίμως χωρίς να έχει λάβει άδεια από τον κάτοχο ενωσιακού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας. Επομένως, πληρούνται αναμφισβήτητα οι προϋποθέσεις του άρθρου 94, παράγραφος 2, και του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94, σε συνδυασμό με την επίδικη διάταξη.

68.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επίδικη διάταξη συνάδει προς τις επιταγές του κανονισμού 2100/94 στον βαθμό που, υπό τις προϋποθέσεις που αυτή θέτει, μπορεί να απαιτηθεί ελάχιστη αποζημίωση ίση με το τετραπλάσιο της αμοιβής για την παροχή αδείας.

69.      Ειδικότερα, στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή αιτιολογεί την εφαρμογή του ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού αποζημιώσεως που προβλέπεται στην επίδικη διάταξη, με το σκεπτικό ότι, όταν η καλλιέργεια μιας προστατευόμενης ποικιλίας δεν καλύπτεται από το προνόμιο των καλλιεργητών, δηλαδή σε περίπτωση παράνομης επανασποράς, το γεγονός της μη καταβολής της δίκαιης αμοιβής, η οποία υπολείπεται της συνήθους αμοιβής για την παροχή αδείας, θα συνιστούσε «καταχρηστική χρήση» του εν λόγω προνομίου, η οποία θα παρέσχε όχι μόνο δικαίωμα καταβολής της αμοιβής αυτής δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, αλλά και δικαίωμα αποζημιώσεως για τη ζημία που προξενήθηκε, κατά την έννοια του άρθρου 94, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Κατά την Επιτροπή, η εν λόγω αποζημίωση θα πρέπει συνεπώς, όταν η κατάχρηση γίνεται επανειλημμένως και σκοπίμως, να ανέρχεται στο ελάχιστο ποσό που καθορίζει η επίδικη διάταξη (48).

70.      Κατά την Επιτροπή, καθόσον το άρθρο 14 του κανονισμού 2100/94, που αφορά το προνόμιο των καλλιεργητών, ρυθμίζει την περίπλοκη ισορροπία συμφερόντων μεταξύ κατόχων δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών και καλλιεργητών, είναι σκόπιμο η παραβίαση από καλλιεργητή ο οποίος επωφελείται του προνομίου αυτού, αλλά επανειλημμένως και σκοπίμως παραλείπει να τηρήσει την υποχρέωση καταβολής δίκαιης αμοιβής, χαμηλότερης από τη συνήθη αμοιβή για την παροχή αδείας (άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού), να επισύρει αυστηρότερες κυρώσεις σε σχέση με την «απλή» περίπτωση της χωρίς προηγούμενη άδεια διενέργειας πράξεως για την οποία απαιτείται άδεια (άρθρο 94, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού)(49). Συγκεκριμένα, το επίδικο ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό αποζημιώσεως αντιστοιχεί, κατά την άποψή της, σε μια τυποποιημένη προσέγγιση της ελάχιστης ζημίας την οποία εν γένει υφίστανται οι κάτοχοι δικαιωμάτων επί προστατευόμενων ποικιλιών.

71.      Συναφώς, η Επιτροπή επικαλέστηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την απόφαση Stowarzyszenie Oławska Telewizja Kablowa (50), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 13 της οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία ο δικαιούχος που υπέστη προσβολή του δικαιώματός του διανοητικής ιδιοκτησίας δύναται να ζητήσει από το πρόσωπο που προσέβαλε το δικαίωμα αυτό είτε την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη, λαμβανομένων υπόψη όλων των συναφών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, είτε, χωρίς ο δικαιούχος αυτός να οφείλει να αποδείξει την πράγματι προκληθείσα ζημία, την καταβολή ποσού ίσου με το διπλάσιο της εύλογης αμοιβής που θα οφειλόταν για την παραχώρηση άδειας χρήσεως του οικείου έργου.

72.      Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η πολυπλοκότητα του σκοπού που συνίσταται στη διασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων των κατόχων δικαιωμάτων επί της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας και των συμφερόντων των καλλιεργητών έγκειται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η παράνομη επανασπορά πραγματοποιείται στην εκμετάλλευση του καλλιεργητή, γεγονός που δυσχεραίνει τον έλεγχο, εκ μέρους των κατόχων δικαιωμάτων επί της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας, όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των προστατευόμενων ποικιλιών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή υποστήριξε ότι τα μέτρα πρέπει να παρέχουν επαρκή κίνητρα ώστε να αποτρέπεται, ιδίως, η ευνοϊκή μεταχείριση των καλλιεργητών που καταστρατηγούν την υποχρέωση καταβολής της δίκαιης αμοιβής που οφείλεται στους κατόχους δικαιωμάτων, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94, έναντι των καλλιεργητών που εκπληρώνουν την υποχρέωση αυτή. Τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον, κατά την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, πέμπτη περίπτωση, του κανονισμού αυτού, οι κάτοχοι δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών είναι αποκλειστικώς υπεύθυνοι για τον έλεγχο και την παρακολούθηση της χρησιμοποιήσεως των προστατευόμενων ποικιλιών στο πλαίσιο της βάσει αδείας φυτεύσεως και, ως εκ τούτου, εξαρτώνται από την καλή πίστη και τη συνεργασία των οικείων καλλιεργητών.

2)      Εκτίμηση

73.      Πρώτον, είναι απορριπτέα τα επιχειρήματα που αφορούν τη σημασία του επίμαχου ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού αποζημιώσεως, και τούτο για τους ακόλουθους λόγους.

74.      Υπενθυμίζεται ότι, κατά την επίδικη διάταξη, η αποζημίωση του κατόχου των δικαιωμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, θα πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον ένα κατ’ αποκοπήν ποσό το οποίο υπολογίζεται βάσει του τετραπλάσιου του μέσου ποσού που καταβάλλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή, υπό την επιφύλαξη της αποζημίωσης οποιασδήποτε μεγαλύτερης ζημίας.

75.      Ειδικότερα, όταν ο καλλιεργητής πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 και, μεταξύ άλλων, καταβάλλει τη δίκαιη αμοιβή για ορισμένη περίοδο εμπορίας, καταβάλλει κατ’ ουσίαν το 50 % του ποσού της αμοιβής που οφείλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή (51), ενώ όταν δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές (52) και εάν εφαρμοστεί η επίδικη διάταξη (53), καταβάλλει κατ’ ουσίαν ένα ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό ανερχόμενο στο 400 % του ποσού της αμοιβής που οφείλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή, ήτοι τετραπλάσιο του 100 % του μέσου ποσού που καταβάλλεται, δηλαδή ποσό που αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν στο οκταπλάσιο της δίκαιης αμοιβής που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94, για κάθε σχετική περίοδο εμπορίας (54).

76.      Είναι βεβαίως αληθές ότι το ελάχιστο αυτό κατ’ αποκοπήν ποσό μπορεί να δικαιολογηθεί «τεχνηέντως», σύμφωνα με τη λογική της Επιτροπής (55), από το γεγονός ότι η αμοιβή που οφείλεται για την επιτρεπόμενη φύτευση, όταν ο καλλιεργητής επωφελείται της παρεκκλίσεως του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, δεν μπορεί να επιλεγεί ως βάση υπολογισμού της εύλογης αποζημιώσεως του άρθρου 94, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (56) και ότι, ως εκ τούτου, ο καλλιεργητής υποχρεούται, σε περίπτωση παράνομης επανασποράς, να καταβάλει το 100 % του ποσού της αμοιβής που οφείλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή ως εύλογη αποζημίωση προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη.

77.      Ωστόσο, το περιεχόμενο του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 και τα διδάγματα που αντλούνται από την απόφαση Hansson με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένα τέτοιο ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό αποζημιώσεως δεν συνάδει με το γράμμα της εν λόγω διατάξεως.

78.      Πρώτον, το Δικαστήριο επισήμανε στην απόφαση Hansson ότι το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που υφίσταται ο δικαιούχος της φυτικής ποικιλίας εις βάρος του οποίου διαπράττεται παραβίαση (57) και χαρακτήρισε την αποκατάσταση αυτή ως «αντικειμενική και πλήρη αποκατάσταση της ζημίας αυτής». Επισήμανε δε ότι, προκειμένου να επιτύχει μια τέτοια αποκατάσταση, ο δικαιούχος της θιγείσας ποικιλίας πρέπει να αποδείξει ότι «η ζημία που υπέστη υπερβαίνει τα στοιχεία που καλύπτει η εύλογη αποζημίωση της παραγράφου 1 του άρθρου [94, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού]» (58).

79.      Δεύτερον, από την απόφαση Hansson (59) συνάγεται ότι εναπόκειται στο επιληφθέν δικαστήριο να εκτιμήσει εάν οι ζημίες τις οποίες επικαλείται ο δικαιούχος που εθίγη από την παραβίαση μπορούν να αποδειχθούν «επακριβώς» ή εάν πρέπει «να καθοριστεί ένα κατ’ αποκοπήν ποσό». Επομένως, μολονότι το Δικαστήριο δέχεται, με την απόφαση αυτή, τη δυνατότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου να καθορίσει κατ’ αποκοπήν την αποζημίωση, βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, είναι εντούτοις σαφές, κατά τη γνώμη μου, ότι η απόφαση αυτή εναπόκειται στο επιληφθέν δικαστήριο και ότι, εν πάση περιπτώσει, η συγκεκριμένη αποζημίωση «πρέπει να αντιστοιχεί επακριβώς, στον βαθμό που τούτο είναι εφικτό, στις πραγματικές και βέβαιες ζημίες που υπέστη ο δικαιούχος της φυτικής ποικιλίας συνεπεία της παραβάσεως» (60). Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, το άρθρο 94 του κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι «το δικαίωμα αποκαταστάσεως που αναγνωρίζει στον δικαιούχο θιγείσας φυτικής ποικιλίας εκτείνεται στο σύνολο της ζημίας που αυτός υπέστη, πλην όμως το άρθρο αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την επιδίκαση ενός κατ’ αποκοπήν συμπληρωματικού ποσού αποτρεπτικού χαρακτήρα» (61).

80.      Αντιθέτως, όπως επισήμανε η ίδια η Επιτροπή απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, εάν εφαρμοστεί η επίδικη διάταξη, ο κάτοχος των δικαιωμάτων που έχει θιγεί από την παραβίαση δεν οφείλει να αποδείξει την ακριβή έκταση της προκληθείσας ζημίας αλλά μόνον την επανειλημμένη και σκόπιμη προσβολή των δικαιωμάτων του. Εντούτοις, όπως εξέθεσα, ο εν λόγω κάτοχος οφείλει να αποδείξει ότι η ζημία του υπερβαίνει ό,τι καλύπτεται από τη δίκαιη αμοιβή, ενώ η εκτίμηση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας που υπέστη ή ο ενδεχόμενος καθορισμός του κατ’ αποκοπήν ποσού εναπόκειται στο επιληφθέν δικαστήριο (62).

81.      Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν σύμφωνο προς το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, αφενός, να χρησιμοποιηθεί το ποσό της συνήθους αμοιβής που οφείλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή, ήτοι το 100 % της αμοιβής αυτής, ως βάση για την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη ο κάτοχος των δικαιωμάτων επί της φυτικής ποικιλίας, πολλαπλασιάζοντας το ποσό αυτό επί τέσσερα, όπως προκύπτει από την επίδικη διάταξη, δεδομένου ότι η αμοιβή αυτή αφορά τον υπολογισμό της εύλογης αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού και δεν συνδέεται κατ’ ανάγκην με τη ζημία που υπέστη ο κάτοχος των δικαιωμάτων για την οποία προβλέπεται αποζημίωση στο άρθρο 94, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού (63).

82.      Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, στην απόφαση Hansson, το Δικαστήριο απέκλεισε το ενδεχόμενο να μπορεί το άρθρο 94 του κανονισμού 2100/94 να ερμηνευθεί «ως δυνάμενο να αποτελέσει νομική βάση υπέρ του δικαιούχου αυτού, προκειμένου να υποχρεωθεί ο παραβάτης να καταβάλει αποζημίωση τιμωρητικού χαρακτήρα καθοριζόμενη κατ’ αποκοπήν» (64). Συναφώς, προσέθεσε ότι το ύψος της αποκαταστάσεως που οφείλεται δυνάμει της διατάξεως αυτής πρέπει να αντιστοιχεί «επακριβώς, στον βαθμό που τούτο είναι εφικτό, στις πραγματικές και βέβαιες ζημίες που υπέστη ο δικαιούχος της φυτικής ποικιλίας συνεπεία της παραβάσεως»(65).

83.      Ως εκ τούτου, θα ήταν επίσης αντίθετη προς το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, η παραδοχή όσον αφορά την επίδικη διάταξη, ότι το ποσό της αποζημιώσεως υπέρ του κατόχου δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας πρέπει να είναι τουλάχιστον τετραπλάσιο του μέσου ποσού που καταβάλλεται για τη βάσει αδείας παραγωγή. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, μια τέτοια παραδοχή θα κατέληγε στην επιδίκαση αποζημιώσεως τιμωρητικού χαρακτήρα, στον βαθμό που η πρώτη διάταξη αποσκοπεί να αποζημιώσει τον κάτοχο «για την περαιτέρω ζημία που προξενήθηκε από την παραβίαση» και μόνο για τη ζημία αυτή. Συναφώς, εκτιμώ ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η συγκεκριμένη διάταξη αντιστοιχεί σε μια τυποποιημένη προσέγγιση της ελάχιστης ζημίας που υφίστανται εν γένει οι κάτοχοι δικαιωμάτων (66).

84.      Δεύτερον, από τη χρήση του επιρρήματος «τουλάχιστον» στην επίδικη διάταξη συνάγω το συμπέρασμα ότι το δικαστήριο, κατά την εκτίμηση της ζημίας που προβάλλει ο κάτοχος δικαιωμάτων επί της θιγείσας ποικιλίας και στην περίπτωση που ορίσει ένα κατ’ αποκοπήν ποσό, υποχρεούται να υπολογίσει την αποζημίωση για την προκληθείσα ζημία με βάση την παραδοχή της Επιτροπής στον κανονισμό 1768/95, ότι δηλαδή η αποζημίωση πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στο τετραπλάσιο της αμοιβής για την παροχή αδείας (67). Εξάλλου η Επιτροπή, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, αναγνώρισε ότι, ακόμη και αν μπορεί ευχερώς να προσδιοριστεί και να αποδειχθεί ότι η πραγματική ζημία είναι μικρότερη από το ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό που ορίζει η επίδικη διάταξη, το επιληφθέν δικαστήριο θα μπορούσε, σε περίπτωση επανειλημμένης και σκόπιμης παραβάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από την επίδικη διάταξη, να αυξήσει το ποσό αυτό, αλλά δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να το μειώσει, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της διατάξεως αυτής.

85.      Τούτο θα σήμαινε ότι, ακόμη και αν μπορεί να αποδειχθεί «επακριβώς» η προβαλλόμενη από τον κάτοχο ζημία, το επιληφθέν δικαστήριο θα έπρεπε να προβεί στον «καθορισμό κατ’ αποκοπήν ποσού», ενώ ο καθορισμός του δεν είναι αναγκαίος. Επιπλέον, σε περίπτωση που η ζημία αυτή δεν μπορεί να αποδειχθεί επακριβώς, εάν το δικαστήριο αποφασίσει να καθορίσει ένα κατ’ αποκοπήν ποσό, το ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό που προβλέπει η επίδικη διάταξη (68). Είναι σαφές ότι ένας τέτοιος περιορισμός του περιθωρίου εκτιμήσεως του επιληφθέντος δικαστηρίου αντιβαίνει όχι μόνο στο άρθρο 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2100/94, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (69), αλλά και στην αρχή της αναλογικότητας. Μολονότι, de lege ferenda, η Επιτροπή μπορεί να προβλέψει ένα ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό όσον αφορά την αμοιβή για την παροχή αδείας, η σχετική διάταξη πρέπει να παρέχει στον εναγόμενο τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το ελάχιστο αυτό κατ’ αποκοπήν ποσό, το οποίο δεν θα πρέπει να είναι δεσμευτικό για το επιληφθέν δικαστήριο.

86.      Τέλος, τρίτον, φρονώ ότι τα επιχειρήματα που βασίζονται στην απόφαση Stowarzyszenie Oławska Telewizja Kablowa (70) δεν είναι λυσιτελή για την εξέταση του επίμαχου εν προκειμένω ζητήματος κύρους. Συγκεκριμένα, τα δεδομένα της υποθέσεως της κύριας δίκης διαφέρουν σαφώς, κατά τη γνώμη μου, από εκείνα της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση.

87.      Αφενός, στον βαθμό που η οδηγία 2004/48 καταλείπει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, αφορά δε όχι μόνο τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας επί φυτικών ποικιλιών αλλά το σύνολο των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας (71), οι παραβιάσεις και οι ενδεχόμενες προσβολές των εν λόγω δικαιωμάτων μπορούν να είναι ποικίλες και πολυάριθμες. Ως εκ τούτου, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας Η. Saugmandsgaard Øe (72), έστω και αν η οδηγία αυτή μπορεί, ενδεχομένως, να αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο του γενικότερου πλαισίου το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία του κανονισμού 2100/94, πρέπει εντούτοις να αποφευχθεί, υπό το κάλυμμα μιας συστηματικής ερμηνείας του κανονισμού αυτού, η αναγνώριση άμεσα εφαρμοστέων δικαιωμάτων τα οποία δεν κατοχυρώνονται από αυτόν διά της εισαγωγής τους μέσω της εν λόγω οδηγίας.

88.      Αφετέρου, και ακόμη πιο σημαντικό, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Stowarzyszenie Oławska Telewizja Kablowa (73) αφορούσε την ερμηνεία της οδηγίας 2004/48, ενώ, εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει ένα ζήτημα εκτιμήσεως του κύρους ορισμένης διατάξεως του κανονισμού 1768/95, ήτοι της επίδικης διατάξεως, η οποία συνιστά εκτελεστικό μέτρο και, ως εκ τούτου, πρέπει να συνάδει προς τον κανονισμό 2100/94 και, ιδίως, προς το άρθρο 94, παράγραφος 2, αυτού.

89.      Κατά συνέπεια, το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94 δεν επιτρέπει τον καθορισμό του ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού που προβλέπει η επίδικη διάταξη. Πράγματι, το περιεχόμενο της επίδικης διατάξεως βαίνει πέραν του περιεχομένου του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Επιπλέον, όπως προκύπτει εκ των προεκτεθέντων, τα επιχειρήματα που προέβαλαν η STV και η Επιτροπή δεν είναι ικανά να κλονίσουν την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως από το Δικαστήριο στην απόφαση Hansson.

90.      Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι η γενικευμένη κατ’ αρχήν πρόβλεψη στην επίδικη διάταξη ενός ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού αποζημιώσεως ίσου με το τετραπλάσιο της αμοιβής για την παροχή αδείας δεν συνάδει προς το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, ακόμη και αν, όπως υποστηρίζουν η STV και η Επιτροπή, η επίδικη διάταξη εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση επανειλημμένης και σκόπιμης μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση καταβολής της δίκαιης αμοιβής που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού.

91.      Επομένως, κατά τη θέσπιση της επίδικης διατάξεως, η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς της, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94.

V.      Πρόταση

92.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Pfälzisches Oberlandesgericht Zweibrücken (εφετείο Zweibrücken, Γερμανία) ως εξής:

Το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1768/95 της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση εκτελεστικών κανόνων σχετικά με την γεωργική εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94 του Συμβουλίου σχετικά με τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, είναι άκυρο, υπό το πρίσμα του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, στον βαθμό που η διάταξη αυτή  προβλέπει, σε περίπτωση επανειλημμένης και σκόπιμης μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση καταβολής δίκαιης αμοιβής δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94, ελάχιστη αποζημίωση, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο κάτοχος των δικαιωμάτων, ίση με το τετραπλάσιο του μέσου ποσού που καταβάλλεται για τη, βάσει αδείας, παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού της ίδιας φυτικής ποικιλίας στην ίδια περιοχή.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Κανονισμός της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση εκτελεστικών κανόνων σχετικά με την γεωργική εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94 του Συμβουλίου σχετικά με τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ 1995, L 173, σ. 14).


3      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ 1994, L 227, σ. 1).


4      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, καθόσον η συνήθης αμοιβή για την παροχή αδείας ανερχόταν σε 11,95 ευρώ ανά dt, ο εκκαλών της κύριας δίκης κατέβαλε στην STV το ποσό των 537,75 ευρώ (11,95 ευρώ × 45 dt).


5      Συγκεκριμένα, για τις δύο πρώτες περιόδους εμπορίας, αντιστοίχως, τα ποσά των 932,10 ευρώ και των 1 218,90 ευρώ, που αντιστοιχούν στο τετραπλάσιο της «γενικής» αμοιβής για την παροχή αδείας, αφαιρουμένης της «απλής» αμοιβής για την παροχή αδείας που καταβλήθηκε εκ των υστέρων ύψους 310,70 ευρώ (11,95 ευρώ × 26 dt) και 406,30 ευρώ (11,95 ευρώ × 34 dt), ήτοι συνολικό ποσό 2 151 ευρώ και, για την τρίτη περίοδο εμπορίας, ποσό 1 613,25 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο τετραπλάσιο της «γενικής» αμοιβής για την παροχή αδείας, αφαιρουμένης της «απλής» αμοιβής για την παροχή αδείας.


6      Πλην ποσού 0,25 ευρώ.


7      Αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2012, Geistbeck (C‑509/10, στο εξής: απόφαση Geistbeck, EU:C:2012:416, σκέψη 39), και της 9ης Ιουνίου 2016, Hansson (C‑481/14, στο εξής: απόφαση Hansson, EU:C:2016:419, σκέψεις 32 έως 34).


8      Βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 1999, Ισπανία κατά Επιτροπής (C‑179/97, EU:C:1999:109).


9      Απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Coty Germany (C‑567/18, EU:C:2020:267, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


10      Σχετικά με ζητήματα κύρους, πρβλ. επίσης απόφαση της 26ης Ιουνίου 2007, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (C‑305/05, EU:C:2007:383, σκέψη 18).


11      Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, Saatgut-Treuhandverwaltung (C‑242/14, EU:C:2015:422, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επισημάνει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης διατάξεως, διευκρινίζοντας ότι από τη σύγκριση του γράμματός της με εκείνο του άρθρου 94, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι «στην παράγραφο 1 δεν υπάρχει αναφορά σε υποκειμενικά στοιχεία», βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, Greenstar-Kanzi Europe (C‑140/10, EU:C:2011:677, σκέψη 48).


14      Η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2100/94 προβλέπει ότι «η ενάσκηση των κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών πρέπει να υπάγεται σε περιορισμούς που καθορίζονται από διατάξεις δημοσίου συμφέροντος». Κατά τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού, «αυτό περιλαμβάνει τη διασφάλιση της γεωργικής παραγωγής· […] για το σκοπό αυτόν, πρέπει να χορηγείται άδεια στους καλλιεργητές για τη χρησιμοποίηση του προϊόντος της συγκομιδής για αναπαραγωγή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις».


15      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, Saatgut-Treuhandverwaltung (C‑242/14, EU:C:2015:422, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Τα κριτήρια αυτά αφορούν, μεταξύ άλλων, την απουσία ποσοτικού περιορισμού του προνομίου των καλλιεργητών (άρθρο 14, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση)· τη δυνατότητα μεταποίησης για φύτευση από τον ίδιο τον καλλιεργητή του προϊόντος συγκομιδής (άρθρο 14, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση)· την εξαίρεση των «μικροκαλλιεργητών» από την υποχρέωση που βαρύνει τους καλλιεργητές για καταβολή στον κάτοχο μια δίκαιης αμοιβής  (άρθρο 14, παράγραφος 3, τρίτη περίπτωση)· την αποκλειστική ευθύνη των κατόχων για την παρακολούθηση της εφαρμογής του εν λόγω προνομίου (άρθρο 14, παράγραφος 3, πέμπτη περίπτωση), ή ακόμη τις υποχρεώσεις των καλλιεργητών να παρέχουν πληροφορίες στους κατόχους (άρθρο 14, παράγραφος 3, έκτη περίπτωση).


17      Επομένως, πρόκειται για παράνομη φύτευση ή, με άλλα λόγια, για παράνομη επανασπορά.


18      Πρβλ. αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, Schulin (C‑305/00, EU:C:2003:218, σκέψη 71), Geistbeck (σκέψη 23) και της 25ης Ιουνίου 2015, Saatgut-Treuhandverwaltung (C‑242/14, EU:C:2015:422, σκέψη 22).


19      Βλ. σημεία 33 επ. των παρουσών προτάσεων.


20      Πρβλ. αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, Schulin (C‑305/00, EU:C:2003:218, σκέψη 71), Geistbeck (σκέψεις 23 και 25) και της 25ης Ιουνίου 2015, Saatgut-Treuhandverwaltung (C‑242/14, EU:C:2015:422, σκέψη 22).


21      Απόφαση Geistbeck (σκέψη 28). Η χρήση των ίδιων όρων, ιδίως στην απόδοση στη γαλλική γλώσσα, είναι, συναφώς, παραπλανητική. Πράγματι, «τούτο δεν ισχύει ως προς άλλες γλωσσικές αποδόσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αγγλική και η γερμανική».


22      Απόφαση Geistbeck (σκέψεις 30 και 31).


23      Πρβλ. απόφαση Geistbeck (σκέψη 32). Ας εξετάσουμε ένα υποθετικό παράδειγμα: εάν η αμοιβή για επιτρεπόμενη φύτευση ανέρχεται σε 10 ευρώ, τότε η «δίκαιη αμοιβή» την οποία θα έπρεπε να καταβάλει ο καλλιεργητής, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, θα ήταν 5 ευρώ. Αντιθέτως, στην ίδια αυτή περίπτωση, εάν δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ο καλλιεργητής αυτός δεν θα μπορούσε να επωφεληθεί του «προνομίου» και θα όφειλε να καταβάλει «εύλογη αποζημίωση», βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, η οποία στην περίπτωση αυτή θα ήταν 10 ευρώ.


24      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Geistbeck (C‑509/10, EU:C:2012:187, σημείο 58).


25      Βλ. σημεία 81 και 82 των παρουσών προτάσεων.


26      Βλ. σημείο 37 των παρουσών προτάσεων.


27      Βλ. σημείο 35 των παρουσών προτάσεων.


28      Ο κανονισμός (ΕΚ) 2605/98 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1998, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1768/95 (ΕΕ 1998, L 328, σ. 6) προσέθεσε, μεταξύ άλλων, την παράγραφο 5 στο άρθρο 5 του κανονισμού 1768/95. Κατά τη συγκεκριμένη παράγραφο 5: «Όταν, στην περίπτωση της παραγράφου 2, δεν εφαρμόζεται μία σύμβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αμοιβή που πρέπει να καταβληθεί ανέρχεται στο 50 % των ποσών που χρεώνονται για την παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 2».


29      Απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1982, Dorca Marina κ.λπ. (50/82 έως 58/82, EU:C:1982:378, σκέψη 13).


30      Από τις γενικότερες εκτιμήσεις που εξέθεσα ανωτέρω όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της αρχής της παροχής αδείας από τον κάτοχο δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας και του προνομίου των καλλιεργητών προκύπτει σαφώς ότι τα σχετικά επιχειρήματα του εκκαλούντος της κύριας δίκης δεν είναι βάσιμα. Βλ. σημεία 33 επ. των παρουσών προτάσεων.


31      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Μαΐου 2021, Renesola UK (C‑209/20, EU:C:2021:400, σκέψεις 31 επ.).


32      Βλ., συναφώς, σημεία 37 έως 46 των παρουσών προτάσεων.


33      Υπενθυμίζεται ότι η ένδικη διαφορά επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση ήταν μεταξύ, αφενός, του J. Hansson, κατόχου ενωσιακού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας που αφορούσε συγκεκριμένη ποικιλία μαργαριτών, και, αφετέρου, της εταιρίας Jungpflanzen, η οποία καλλιεργούσε και διένειμε επί επτά έτη την εν λόγω ανθοφυτική ποικιλία υπό διαφορετική ονομασία, και είχε ως αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο πρώτος λόγω της άνευ αδείας διανομής της επίμαχης ποικιλίας.


34      Απόφαση Hansson (σκέψη 30).


35      Απόφαση Hansson (σκέψη 31). Το ποσό αυτό ανέρχεται, κατ’ ουσίαν, στο 100 % των δικαιωμάτων που καθορίζονται στις άδειες παραγωγής πιστοποιημένων σπόρων. Στο παράδειγμα που παρατίθεται στην υποσημείωση 23 των παρουσών προτάσεων, πρόκειται για την καταβολή ποσού 10 ευρώ.


36      Όπως εξέθεσα στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των εννοιών της «εύλογης αποζημιώσεως» και της «δίκαιης αμοιβής» του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94. Συναφώς, βλ. επίσης σημείο 42 των παρουσών προτάσεων.


37      Απόφαση Hansson (σκέψεις 31 και 32).


38      Απόφαση Hansson (σκέψη 33). Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Hansson (C‑481/14, EU:C:2016:73, σημείο 30), και του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen στην υπόθεση Geistbeck (C‑509/10, EU:C:2012:187, σημείο 40).


39      Βλ. προτάσεις του στην υπόθεση Hansson (C‑481/14, EU:C:2016:73, σκέψη 34): «Η χρήση των όρων “επανόρθωση της ζημίας που υφίσταται” φρονώ ότι, πράγματι, αποκλείει οποιαδήποτε ερμηνεία βάσει της οποίας η εν λόγω διάταξη επιδιώκει κατά το δη λεγόμενον “τιμωρητικό” σκοπό συνιστάμενο στην παροχή αποζημιώσεως στον δικαιούχο η οποία να υπερβαίνει το ποσό που είναι αναγκαίο προκειμένου να αποκατασταθεί η ζημία την οποία υπέστη.»


40      Απόφαση Hansson (σκέψεις 34 και 35). Στις προτάσεις του στην υπόθεση αυτή (C‑481/14, EU:C:2016:73, σημείο 35), ο γενικός εισαγγελέας Η. Saugmandsgaard Øe διευκρίνισε ότι «[α]ντιθέτως, άλλες διατάξεις του κανονισμού 2100/94 επιτρέπουν την επιβολή στον παραβάτη υποχρεώσεων οι οποίες σωρεύονται με την αποκατάσταση της ζημίας αυτής. Έτσι, ο τιμωρητικός σκοπός μπορεί να επιτευχθεί μέσω κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα οι οποίες διέπονται, συμφώνως προς το άρθρο 107 του εν λόγω κανονισμού, από το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών ελλείψει εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Η υπογράμμιση δική μου.


41      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ 2004, L 157, σ. 45, και διορθωτικό στην ΕΕ 2004, L 195, σ. 16). Κατά την αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας αυτής, «[τ]α μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπει η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προσδιορίζονται σε κάθε περίπτωση κατά τρόπον ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης συμπεριλαμβανομένων των ειδικών χαρακτηριστικών κάθε δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας και, κατά περίπτωση, του εσκεμμένου ή μη εσκεμμένου χαρακτήρα της προσβολής». Κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της εν λόγω οδηγίας, «[γ]ια την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε εξαιτίας προσβολής από παραβάτη, ο οποίος επιδόθηκε, εν γνώσει του ή ενώ μπορούσε ευλόγως να το γνωρίζει, σε δραστηριότητα στοιχειοθετούσα τέτοια προσβολή, το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάζεται στον δικαιούχο θα πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένων υπόψη όλων των ενδεδειγμένων ζητημάτων, όπως το διαφυγόν κέρδος για τον δικαιούχο ή τα αθέμιτα κέρδη που αποκομίζει ο παραβάτης και, εφόσον συντρέχει λόγος, οποιαδήποτε ηθική βλάβη προξενείται στον δικαιούχο. Εναλλακτικώς, και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, για παράδειγμα, θα ήταν δυσχερής ο υπολογισμός του ποσού της πραγματικής ζημίας, το ύψος της αποζημίωσης μπορεί να συνάγεται από στοιχεία όπως τα δικαιώματα ή οι αμοιβές που θα οφείλονταν αν ο παραβάτης είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίμαχο δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας. Το ζητούμενο δεν είναι η θέσπιση υποχρέωσης καταβολής [αποζημιώσεως τιμωρητικού χαρακτήρα] αλλά να καταστεί δυνατή η αποζημίωση βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, λαμβανομένων, συγχρόνως, υπόψη των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο δικαιούχος, όπως οι δαπάνες έρευνας και εντοπισμού».


42      Όσον αφορά την οδηγία αυτή, υπενθυμίζω ότι, απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του άρθρου 13, το οποίο επιγράφεται «Αποζημίωση», το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται, όπως προκύπτει από το άρθρο της 2, παράγραφος 1, υπό την επιφύλαξη των μέσων που προβλέπονται ή ενδέχεται να προβλεφθούν, μεταξύ άλλων, με την εθνική νομοθεσία, καθόσον τα μέσα αυτά μπορεί να είναι ευνοϊκότερα για τους δικαιούχους. Βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Stowarzyszenie Oławska Telewizja Kablowa (C‑367/15, EU:C:2017:36, σκέψη 22). Θα επανέλθω στην απόφαση αυτή στα σημεία 86 έως 88 των παρουσών προτάσεων. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48 ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες δικαστικές αρχές, κατόπιν αιτήσεως του ζημιωθέντος, να καταδικάζουν τον παραβάτη ο οποίος προέβη σε προσβολή του δικαιώματος από δόλο ή βαριά αμέλεια, να καταβάλει στον δικαιούχο του δικαιώματος αποζημίωση αντίστοιχη προς την πραγματική ζημία που υπέστη ο δικαιούχος εξαιτίας της προσβολής του δικαιώματός του διανοητικής ιδιοκτησίας. Όταν οι δικαστικές αρχές καθορίζουν την αποζημίωση: α) λαμβάνουν υπόψη όλα τα συναφή ζητήματα, όπως τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας κερδών, τις οποίες υφίσταται ο ζημιωθείς διάδικος, και τα τυχόν αδικαιολόγητα κέρδη που αποκόμισε ο παραβάτης και, εφόσον ενδείκνυται, άλλα στοιχεία πέραν των οικονομικών, όπως η ηθική βλάβη που προκάλεσε στον κάτοχο του δικαιώματος η προσβολή, ή β) εναλλακτικώς προς το στοιχείο α), δύνανται, εφόσον ενδείκνυται, να καθορίζουν την αποζημίωση ως κατ’ αποκοπή ποσό βάσει στοιχείων όπως τουλάχιστον το ύψος των δικαιωμάτων ή λοιπών αμοιβών που θα οφείλονταν αν ο παραβάτης είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίμαχο δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας.»


43      Απόφαση Hansson (σκέψεις 36 έως 40).


44      Απόφαση Hansson (σκέψεις 33 έως 43 και 56).


45      Απόφαση Hansson (σκέψη 57).


46      Απόφαση Hansson (σκέψη 58).


47      Βλ. απόφαση Hansson (σκέψη 59).


48      Η Επιτροπή υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ένα τέτοιο ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό αποζημιώσεως παρέχει επίσης στον καλλιεργητή τη δυνατότητα να υπολογίσει το ποσό της αποζημιώσεως που οφείλεται σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης και σκόπιμης παραβιάσεως εκ μέρους του, συμβάλλοντας έτσι στην ασφάλεια δικαίου τόσο του καλλιεργητή όσο και του κατόχου δικαιώματος επί της προστατευόμενης ποικιλίας.


49      Η STV από την πλευρά της υποστηρίζει ότι η επίδικη διάταξη «αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ισορροπίας» μεταξύ των συμφερόντων των κατόχων δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών και των συμφερόντων των καλλιεργητών, λαμβάνοντας υπόψη τα μειονεκτήματα των πρώτων σε σχέση με το προνόμιο καλλιέργειας των δεύτερων. Εντούτοις, θεωρώ ότι είναι σημαντικό να υπενθυμίσω ότι η δίκαιη αμοιβή του άρθρου 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94 είναι αυτή που έχει ως σκοπό την επίτευξη μιας τέτοιας ισορροπίας. Η επίδικη διάταξη, από την πλευρά της, προβλέπει την αποζημίωσ[η] του κατόχου […] βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, του [κανονισμού 2100/94], σε περίπτωση που ο καλλιεργητής δεν συμμορφώνεται επανειλημμένως και σκοπίμως με την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2100/94.


50      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017 (C‑367/15, EU:C:2017:36, σκέψεις 23, 25, 26 και 31). Για αντίθετη γνώμη, βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Stowarzyszenie Oławska Telewizja Kablowa (C‑367/15, EU:C:2016:900). Βλ., επίσης, υποσημείωση 42 των παρουσών προτάσεων. Υπενθυμίζεται ότι, στην ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ναι μεν η αποζημίωση που υπολογίζεται στο διπλάσιο της υποθετικής αμοιβής υπερβαίνει τόσο σαφώς και σε τέτοιο βαθμό την πράγματι προκληθείσα ζημία ώστε το αίτημα για την καταβολή της ενδεχομένως να συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, πλην όμως από τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η ενδιαφερόμενη κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι, βάσει της εφαρμοστέας στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσίας, σε μια τέτοια περίπτωση το εθνικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αίτηση του δικαιούχου που υπέστη προσβολή του δικαιώματός του.


51      Δηλαδή το 50 % των δικαιωμάτων που καθορίζονται στις άδειες παραγωγής πιστοποιημένων σπόρων.


52      Απόφαση Hansson (σκέψη 57).


53      Δηλαδή, αν, «κάποιο τέτοιο πρόσωπο επανειλημμένως και σκοπίμως δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση που απορρέει βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση του [κανονισμού 2100/94]».


54      Σημειωτέον ότι, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επισήμανε ότι από τα προπαρασκευαστικά έγγραφα του εν λόγω κανονισμού δεν προκύπτει ο λόγος για τον οποίο προβλέφθηκε στην επίδικη διάταξη ένα τέτοιο ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό.


55      Βλ. σημεία 39 έως 42 των παρουσών προτάσεων.


56      Πρβλ. απόφαση Geistbeck (σκέψη 32).


57      Αποφάσεις Hansson (σκέψη 46) και Geistbeck (σκέψη 36).


58      Απόφαση Hansson (σκέψεις 33 έως 43 και 56). Η υπογράμμιση δική μου.


59      Απόφαση Hansson (σκέψη 59).


60      Απόφαση Hansson (σκέψη 35). Η υπογράμμιση δική μου.


61      Ούτε, συγκεκριμένα, για την απόδοση του πλουτισμού και του οφέλους που αποκόμισε ο παραβάτης. Απόφαση Hansson (σκέψη 43).


62      Βλ., συναφώς, σημεία 63 και 64 των παρουσών προτάσεων. Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή παρατήρησε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, όταν ο δημιουργός της φυτικής ποικιλίας μπορεί να αποδείξει την ακριβή έκταση της ζημίας που υπέστη, η επίδικη διάταξη δεν επιτρέπει στο επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο να μειώσει το κατ’ αποκοπήν ποσό που προβλέπεται στη διάταξη αυτή.


63      Πρβλ. απόφαση Hansson (σκέψη 57).


64      Απόφαση Hansson (σκέψη 34). Όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας Η. Saugmandsgaard Øe στις προτάσεις του στην υπόθεση Hansson (C‑481/14, EU:C:2016:73, σημείο 35, υποσημείωση 9), η Επιτροπή είχε προτείνει το 2013 την τροποποίηση του κανονισμού 2100/94 ούτως ώστε να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να θεσπίσουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις (πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την παραγωγή και τη διαθεσιμότητα φυτικού αναπαραγωγικού υλικού στην αγορά, της 6ης Μαΐου 2013 [COM(2013) 262 τελικό, σ. 98]). Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε με νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2014 (T7‑0185/2014), και εν συνεχεία αποσύρθηκε από την Επιτροπή (ΕΕ 2015, C 80, σ. 20).


65      Απόφαση Hansson (σκέψη 35).


66      Βλ., συναφώς, σημείο 70 των παρουσών προτάσεων.


67      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 94, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2100/94 προβλέπει ότι, σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας, η αξίωση του κατόχου των δικαιωμάτων για αποζημίωση μπορεί να μειωθεί ανάλογα με τον βαθμό της ελαφράς αμέλειας, δεν μπορεί όμως να είναι κατώτερη του οφέλους που αποκόμισε ο παραβάτης από την παραβίαση. Εξ αντιδιαστολής, από τη διάταξη αυτή θα μπορούσε να συναχθεί ότι θα έπρεπε να υπάρχει ειδική διάταξη στον κανονισμό αυτόν για να είναι δυνατή η θέσπιση διατάξεως, όπως η επίδικη, προβλέπουσας αύξηση της εν λόγω αξιώσεως αποζημιώσεως πέραν της προκληθείσας ζημίας.


68      Βλ. υποσημείωση 67 των παρουσών προτάσεων. Υπενθυμίζω, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 94, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2100/94 προβλέπει τη δυνατότητα μειώσεως του ποσού της αξιώσεως για αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο κάτοχος των δικαιωμάτων σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας, χωρίς ωστόσο το ποσό αυτό να υπολείπεται του οφέλους που αποκόμισε ο παραβάτης από την παραβίαση.


69      Απόφαση Hansson (σκέψη 59).


70      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017 (C‑367/15, EU:C:2017:36).


71      Βλ., συναφώς, άρθρο 1 της οδηγίας 2004/48.


72      Βλ. προτάσεις του στην υπόθεση Hansson (C‑481/14, EU:C:2016:73, σημείο 52).


73      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017 (C‑367/15, EU:C:2017:36).