Language of document : ECLI:EU:C:2010:432

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 15ης Ιουλίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑77/09

Gowan Comercio Internacional e Serviços Lda

κατά

Ministero della Salute

[αίτηση του Tribunale amministrativo regionale del Lazio (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Φυτοφαρμακευτικά προϊόντα – Δραστική ουσία fénarimol – Οδηγία 91/414/ΕΟΚ – Καταχώριση στο παράρτημα I – Όροι και περιορισμοί – Οδηγία 2006/134/ΕΚ – Κύρος»





I –    Εισαγωγή

1.        Στην παρούσα υπόθεση, το Tribunale amministrativo regionale del Lazio (Ιταλία) καλεί το Δικαστήριο να αποφανθεί περί του κύρους της οδηγίας 2006/134/ΕΚ (2).

2.        Η οδηγία 2006/134 τροποποίησε την οδηγία 91/414/ΕΟΚ (3), η οποία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα (όπως τα φυτοφάρμακα, τα μυκητοκτόνα και τα ζιζανιοκτόνα) να διατίθενται στην αγορά και να χρησιμοποιούνται στην επικράτειά τους μόνον εάν έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας αυτής. Τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα δύναται να εγκριθούν μόνον εάν οι δραστικές ουσίες τους περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414.

3.        Με την οδηγία 2006/134, η ουσία fénarimol προσετέθη στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

4.        Το ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο συνίσταται κατ’ ουσίαν στο κατά πόσο είναι δυνατό να επηρεαστεί το κύρος της οδηγίας 2006/134 από μια ενδεχόμενη διαφορά μεταξύ της εν λόγω οδηγίας και ενός προπαρασκευαστικού εγγράφου αυτής, στην προκείμενη περίπτωση μιας εκθέσεως που συνετάχθη από το εισηγούμενο κράτος μέλος, με στόχο την αξιολόγηση των επιπτώσεων της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Η οδηγία 91/414

5.        Η οδηγία 91/414 θεσπίζει το κοινοτικό καθεστώς που έχει εφαρμογή για τη χορήγηση αδείας διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων και για την ανάκληση της εν λόγω αδείας.

6.        Το άρθρο 4 της οδηγίας 91/414 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε φυτοπροστατευτικό προϊόν να εγκρίνεται μόνον [...] εφόσον οι δραστικές του ουσίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι».

7.        Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 91/414 καθορίζει τους όρους καταχωρίσεως μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I ως ακολούθως:

«1.      Με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, μία δραστική ουσία καταχωρίζεται στο παράρτημα Ι για μια αρχική περίοδο που δεν δύναται να υπερβαίνει τα δέκα έτη, εφόσον μπορεί να αναμένεται ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που την περιέχουν θα πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)      τα υπολείμματά τους, που προέρχονται από εφαρμογή σύμφωνη με την ορθή πρακτική φυτοϋγείας, δεν έχουν βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα ή μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον και δύναται, εφόσον είναι ζωτικής σημασίας από τοξικολογικής ή περιβαλλοντικής άποψης, να μετρηθούν με μεθόδους γενικής χρήσης·

β)      η χρήση τους, η οποία είναι αποτέλεσμα εφαρμογής σύμφωνης με την ορθή πρακτική φυτοϋγείας, δεν έχει βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημεία iv και v.

2.      Προκειμένου να καταχωριστεί μία δραστική ουσία στο παράρτημα I, λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α)      στις περιπτώσεις που απαιτείται, μια αποδεκτή ημερήσια λήψη (ADI) για τον άνθρωπο

β)      εφόσον είναι αναγκαίο, ένα αποδεκτό επίπεδο έκθεσης του χρήστη

γ)      στις περιπτώσεις που απαιτείται, μια εκτίμηση της εξόδου της και της κατανομής της στο περιβάλλον, καθώς και η επίδρασή της στα μη στοχοποιημένα είδη.»

8.        Το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/414 προβλέπει ότι:

«η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι δύναται να εξαρτάται από προϋποθέσεις όπως:

[…]

–        περιορισμούς που προκύπτουν από την αξιολόγηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 6, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες, γεωργικές, φυτοϋγείας και περιβαλλοντικές, περιλαμβανομένων των κλιματικών συνθηκών,

[…]

–        τον τρόπο χρήσεως».

9.        Το άρθρο 6 της οδηγίας 91/414 ορίζει μεταξύ άλλων ότι:

«1.      Η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας αποφασίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 19 της ίδιας οδηγίας.

[...]»

10.      Το άρθρο 8 της οδηγίας 91/414 αναφέρεται σε μεταβατικά μέτρα και παρεκκλίσεις. Η παράγραφος 2, δεύτερο και τέταρτο εδάφιο, του άρθρου αυτού προβλέπει τα εξής:

«Σε συνέχεια της έκδοσης της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θα αρχίσει πρόγραμμα εργασίας για την προοδευτική εξέταση των δραστικών αυτών ουσιών […]. Το πρόγραμμα αυτό δύναται να επιβάλει στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν όλα τα απαιτούμενα δεδομένα στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη, εντός προθεσμίας που το ίδιο το πρόγραμμα ορίζει. Κανονισμός, που θα εκδοθεί με τη διαδικασία του άρθρου 19, θα προβλέπει όλες τις διατάξεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του προγράμματος.

[...]

[…], αφού εξετασθεί μια τέτοια δραστική ουσία από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19, δύναται να αποφασιστεί, με τη διαδικασία του ίδιου άρθρου 19, ότι η εν λόγω δραστική ουσία είναι δυνατό να καταχωριστεί στο παράρτημα Ι και υπό ποιους όρους ή, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 ή δεν έχουν υποβληθεί οι απαιτούμενες πληροφορίες και δεδομένα εντός της οριζόμενης προθεσμίας, ότι δεν θα καταχωριστεί. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, ανάλογα με την περίπτωση, οι σχετικές εγκρίσεις χορηγούνται, ανακαλούνται ή τροποποιούνται εντός της οριζόμενης προθεσμίας.»

11.      Το άρθρο 19 της οδηγίας 91/414 (4) ορίζει ότι η Επιτροπή επικουρείται από μια κανονιστική επιτροπή, την επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων (στο εξής: κανονιστική επιτροπή).

 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3600/92

12.      Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3600/92 (5) καθορίζει την κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 διαδικασία καταχωρίσεως, στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 ορισμένων δραστικών ουσιών που περιέχονται στα φυτοφαρμακευτικά προϊόντα. Η εν λόγω διαδικασία άρχεται με κοινοποίηση προς την Επιτροπή, η οποία αποτελεί υποχρέωση του παραγωγού, κατά το άρθρο 4 του ως άνω κανονισμού.

13.      Από το προοίμιο του κανονισμού 3600/92 προκύπτει ότι οι εργασίες αξιολογήσεως θα κατανέμονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και ότι για κάθε δραστική ουσία θα πρέπει να ορίζεται ένα εισηγούμενο κράτος μέλος.

14.      Στην προκειμένη περίπτωση, ο παραγωγός της ουσίας fénarimol, ήτοι η DowElanco Europe, προέβη στην αιτούμενη κοινοποίηση, σε συνέχεια της οποίας η Επιτροπή υιοθέτησε, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 3600/92, τον κανονισμό 933/1994/ΕΚ (6). Από τον εν λόγω κανονισμό προκύπτει ότι το εισηγούμενο κράτος μέλος είναι το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.

15.      Το άρθρο 7 του κανονισμού 3600/92 προβλέπει αναλυτικώς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του εισηγούμενου κράτους μέλους και της Επιτροπής, καθώς επίσης και την εφαρμοστέα διαδικασία. Το εισηγούμενο κράτος μέλος οφείλει να υποβάλει στην Επιτροπή έκθεση αξιολόγησης, στην οποία θα πρέπει να περιέχεται σύσταση (παράγραφος 1). Η Επιτροπή, αφετέρου, οφείλει να αναθέσει στην επιτροπή την εξέταση του φακέλου και της εν λόγω εκθέσεως (παράγραφος 3) και, εν συνεχεία, ανάλογα με την περίπτωση, να παρουσιάσει στην κανονιστική επιτροπή ένα σχέδιο οδηγίας ή ένα σχέδιο αποφάσεως (παράγραφος 3β).

16.      Επιπλέον, σε περίπτωση που απαιτούνται ορισμένες συμπληρωματικές δοκιμές ή συμπληρωματικές πληροφορίες, το άρθρο 8 του κανονισμού 3600/92 ορίζει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του εισηγούμενου κράτους μέλους και της Επιτροπής, καθώς επίσης και την εφαρμοστέα διαδικασία.

 Γ –       Η οδηγία 2006/134

17.      Με την οδηγία 2006/134 περιελήφθη η ουσία fénarimol στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2007 έως 30 Ιουνίου 2008 και καθορίστηκαν οι περιορισμοί στους οποίους υπόκειται η χρήση της εν λόγω δραστικής ουσίας (7).

18.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 8 της οδηγίας 2006/134 συνοψίζουν τις συνθήκες που οδήγησαν στην υιοθέτηση αυτής και παρέχουν τα αιτιολογικά στοιχεία αναφορικά με συγκεκριμένες καθοριστικές επιλογές της εν λόγω οδηγίας, ιδίως όσον αφορά στους περιορισμούς περί των αποδεκτών χρήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6), τον περιορισμό της περιόδου καταχωρίσεως (αιτιολογική σκέψη 8) και την αναγκαιότητα συλλογής συμπληρωματικών πληροφοριών (αιτιολογική σκέψη 10).

19.      Το παράρτημα της οδηγίας 2006/134 προβλέπει ότι, όσον αφορά την ουσία fénarimol, επιτρέπονται μόνον οι χρήσεις αυτής ως μυκητοκτόνου σε συγκεκριμένες καλλιέργειες (τομάτες, πιπεριές θερμοκηπίου, μελιτζάνες, αγγούρια θερμοκηπίου, πεπόνια, καλλωπιστικά φυτά, δένδρα φυτωρίων και πολυετή φυτά). Ορίζει επίσης τις μέγιστες δοσολογίες για κάθε καλλιέργεια. Επιπροσθέτως, το παράρτημα απαγορεύει ορισμένες χρήσεις της ουσίας fénarimol (χρήση με τη βοήθεια αέρα, χρήσεις με ασκό πλάτης ή με το χέρι από ερασιτέχνες χρήστες, οικιακή κηπουρική). Τέλος, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται όλα τα δέοντα μέτρα αμβλύνσεως του κινδύνου, ενώ θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των υδρόβιων οργανισμών, των γαιοσκωλήκων, των πτηνών και των θηλαστικών.

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

20.      Την 28η Ιουλίου 1993, η εταιρία DowElanco Europe γνωστοποίησε στην Επιτροπή το ενδιαφέρον της για καταχώριση της ουσίας fénarimol στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Μετά την εκ μέρους της ανάληψη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της DowElanco Europe, η πορτογαλική εταιρία Gowan Comércio Internacional e Serviços Lda (στο εξής: Gowan) συνέχισε, επ’ ονόματί της, τη διαδικασία καταχωρίσεως της ουσίας fénarimol εξ ιδίου ονόματος.

21.      Σε συνέχεια της εκδόσεως της οδηγίας 2006/134, η Ιταλική Δημοκρατία, διά της από 8ης Ιουνίου 2007 υπουργικής αποφάσεως, ανακάλεσε τις εγκρίσεις που είχαν παραχωρηθεί στην Gowan για τη διάθεση στην αγορά φυτοφαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία fénarimol.

22.      Δυνάμει της από 17ης Οκτωβρίου 2007 υπουργικής αποφάσεως, η ουσία fénarimol καταχωρίστηκε στον κατάλογο εγκεκριμένων δραστικών ουσιών για την Ιταλία, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του νομοθετικού διατάγματος 194 της 17ης Μαρτίου 1995.

23.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση της 8ης Ιουνίου 2007, εν συνεχεία, καταργήθηκε μερικώς δυνάμει αποφάσεως, της οποίας η ημερομηνία εκδόσεως δεν αναφέρεται, προκειμένου να επανενταχθούν προσωρινώς ορισμένα προϊόντα με βάση την ουσία fénarimol μεταξύ των εγκεκριμένων στην Ιταλία, συμφώνως προς τους όρους του ως άνω νομοθετικού διατάγματος 194, ως τροποποιήθηκε τη 17η Οκτωβρίου 2007 λαμβανομένης υπόψη της οδηγίας 2006/134.

24.      Η Gowan αμφισβήτησε τις δύο αυτές τελευταίες αποφάσεις, ασκώντας ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale del Lazio προσφυγή ακυρώσεως.

25.      Στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, η Gowan προβάλλει έλλειψη νομιμότητας της οδηγίας 2006/134. Προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η αυστηρότητα των περιορισμών χρήσεως της ουσίας fénarimol δεν δικαιολογείται από τις επιστημονικές έρευνες που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως.

26.      Κατά τους ισχυρισμούς της Gowan, οι όροι καταχωρίσεως της ουσίας fénarimol στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 περιορίζουν τη χρήση της εν λόγω ουσίας, για μια περίοδο 18 μηνών, σε ορισμένες καλλιέργειες ήσσονος σημασίας σε σύγκριση με αυτές που, έως τώρα, συνέθεταν την πρωτεύουσα αγορά της (αμπέλια, πατάτες, αχλάδια, ροδάκινα, καρπούζια, κολοκυθάκια, πιπεριές εκτός θερμοκηπίων και φράουλες).

27.      Το αιτούν δικαστήριο βεβαιώνει ότι η επιστημονική διαδικασία αξιολογήσεως κατέληξε σε θετικά συμπεράσματα και ότι η Επιτροπή είχε αρχικώς προτείνει την καταχώριση της ουσίας fénarimol στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, άνευ επιφυλάξεων.

28.      Έχοντας, ως εκ τούτου, αμφιβολίες περί της νομιμότητας της οδηγίας 2006/134, το Tribunale amministrativo regionale del Lazio αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι νόμιμη η οδηγία 2006/134/ΕΚ που περιόρισε σημαντικά τη χρήση της ουσίας fenarimol, λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων της τεχνικής-επιστημονικής έρευνας, η οποία διεξήχθη από το εισηγούμενο κράτος μέλος και η οποία κατέληξε μάλλον στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος που απορρέει από την εν λόγω χρήση είναι αποδεκτός;»

IV – Περίληψη των παρατηρήσεων των μετεχόντων στη διαδικασία

29.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η Γερμανική και η Ελληνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή. Όλοι οι ως άνω μετέχοντες, με εξαίρεση τη Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Απριλίου 2010.

30.      Εξαιρουμένης της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, οι εκπροσωπούμενοι μετέχοντες απεφάνθησαν υπέρ της νομιμότητας της οδηγίας 2006/134.

V –    Εξέταση του παραδεκτού

31.      Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή εξέφρασαν αμφιβολίες περί του παραδεκτού της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, λόγω ελλείψεως ακρίβειας και σαφήνειας αυτής.

32.      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που να είναι χρήσιμη για τον εθνικό δικαστή απαιτεί να ορίσει ο τελευταίος το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που θέτει ή, τουλάχιστον, να εξηγήσει τις περιπτώσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά (8).

33.      Τα στοιχεία που παρέχονται με τις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει όχι μόνο να παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να δώσει χρήσιμες απαντήσεις, αλλά και να δίνουν στις κυβερνήσεις των κρατών μελών καθώς και στους λοιπούς ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο οφείλει να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, βάσει της προαναφερθείσας διατάξεως, μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους (9).

34.      Εν προκειμένω, αφενός, η απόφαση περί παραπομπής περιέχει αρκετές λεπτομέρειες έτσι ώστε οι κυβερνήσεις των κρατών μελών καθώς και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να υποβάλουν παρατηρήσεις. Άλλωστε, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν η Γερμανική και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, προκύπτει ότι μπόρεσαν αποτελεσματικά να λάβουν θέση επί του ερωτήματος που έθεσε το αιτούν δικαστήριο.

35.      Κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής και στις παρατηρήσεις που του υποβλήθηκαν, οπότε δύναται να δώσει χρήσιμη απάντηση στο εν λόγω ερώτημα.

36.      Ωστόσο, θα πρέπει να εξεταστεί ένα ακόμη ερώτημα που άπτεται του παραδεκτού της παρούσας αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Με το ερώτημα αυτό ζητείται η διευκρίνιση του ζητήματος αν η εταιρία Gowan εξακολουθεί να νομιμοποιείται να επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων την έλλειψη νομιμότητας της επίμαχης οδηγίας 2006/134, λαμβανομένου υπόψη ότι η ενδιαφερόμενη δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω οδηγίας ενώπιον του Δικαστηρίου, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από το άρθρο 230 ΕΚ, παρότι ηδύνατο να έχει το δικαίωμα αυτό (10).

37.      Όπως προκύπτει από την απόφαση TWD Textilwerke Deggendorf, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν δύναται κατ’ αρχήν να αμφισβητήσει εμμέσως το κύρος πράξεως κοινοτικού οργάνου διά της προδικαστικής οδού αν δεν νομιμοποιείτο να το πράξει απευθείας βάσει του άρθρου 230 ΕΚ (11).

38.      Ο εν λόγω περιορισμός της δυνατότητας αμφισβητήσεως κοινοτικής πράξεως διά της προδικαστικής οδού συνιστά εφαρμογή της αρχής της ασφάλειας δικαίου, αποτρέποντας το ενδεχόμενο να αμφισβητούνται επ’ αόριστον κοινοτικά μέτρα που παράγουν έννομα αποτελέσματα. Διαφορετικά, ένα πρόσωπο θα ήταν δυνατό να παρακάμψει τον απρόσβλητο χαρακτήρα που αποκτά το κοινοτικό μέτρο μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ (12).

39.      Κατά πάγια νομολογία, όμως, ένα πρόσωπο δεν δύναται να επικαλεστεί το παράνομο κοινοτικής πράξεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και να αμφισβητήσει το κύρος της εμμέσως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, παρά μόνον αν δεν χωρεί αμφιβολία ότι δύναται παραδεκτώς να ζητήσει την ακύρωση της πράξεως αυτής δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ (13).

40.      Συνεπώς, και δεδομένου ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά οδηγία, το ζήτημα που ανακύπτει είναι το αν ενδεχόμενη προσφυγή της Gowan κατά της οδηγίας 2006/134 θα ήταν αναμφισβήτητα παραδεκτή, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα οι διατάξεις της οδηγίας αυτής συνιστούν απόφαση που επηρεάζει την ως άνω εταιρία άμεσα και ατομικά (14).

41.      Εν προκειμένω, κατά τη γνώμη μου, τούτο δεν έχει αποδειχθεί.

42.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην υπόθεση TWD Textilwerke Deggendorf, η προκείμενη επιχείρηση ήταν ο αποδέκτης εκτελεστικών μέτρων. Η εν λόγω νομολογία εφαρμόσθηκε σε ορισμένους κανονισμούς, καθώς το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας κανονισμός θα ήταν δυνατό να συνιστά πράξη δεκτική προσβολής με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτη η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος (15).

43.      Εντούτοις, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά στις οδηγίες. Το Δικαστήριο όρισε, στην υπόθεση Eurotunnel, ότι μια οδηγία δεν δύναται να εξετάζεται με τον ίδιο τρόπο (16).

44.      Μολονότι, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της οδηγίας 91/414, το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικό Δικαστήριο] δέχθηκε προσφάτως το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως που ασκήθηκε από κοινοποιούσα επιχείρηση κατά οδηγίας που εκδόθηκε βάσει της εν λόγω κοινοποιήσεως (17), τούτο δεν συνεπάγεται, εν προκειμένω, ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης μπορεί παραδεκτώς, άνευ αμφιβολιών, να ασκήσει μια τέτοια προσφυγή, και τούτο για τρεις βασικές σειρές λόγων. Εν πρώτοις, η ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου δεν εκδόθηκε παρά το 2009, ενώ η προσφεύγουσα της κύριας δίκης έπρεπε να είχε ασκήσει την προσφυγή της στις αρχές του έτους 2007, ήτοι, αρκετό χρονικό διάστημα πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί της αποφάσεως στην οποία κατέληξε το Πρωτοδικείο. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της Συνθήκης καθώς επίσης και της εν γένει οικονομίας της, που δεν προβλέπουν, έστω και έμμεσα, τη δυνατότητα μιας τέτοιας προσφυγής, η αρχή της ασφάλειας δικαίου αντιτίθεται, κατά την άποψή μου, στην επιβολή ενός τέτοιου περιορισμού του παραδεκτού. Ως εκ τούτου, η Gowan δεν θα μπορούσε παραδεκτώς να ασκήσει προσφυγή κατά της οδηγίας 2006/134.

45.      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

VI – Ανάλυση επί της ουσίας

 Α –         Ερμηνεία του προδικαστικού ερωτήματος

46.      Στο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η οδηγία 2006/134 περιόρισε σημαντικά τη χρήση της ουσίας fénarimol. Ζητεί να διευκρινισθεί εάν η εν λόγω οδηγία είναι νόμιμη δεδομένου ότι το αποτέλεσμα της τεχνικής-επιστημονικής έρευνας, η οποία διεξήχθη από το εισηγούμενο κράτος μέλος, προφανώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος που απορρέει από την εν λόγω χρήση είναι αποδεκτός.

47.      Κατ’ αρχάς επισημαίνω ότι το ερώτημα αυτό, που αφορά τη νομιμότητα κοινοτικής πράξεως, διατυπώνεται κατά τρόπο μάλλον αόριστο, χωρίς να προσδιορίζει τον κανόνα δικαίου ή την αρχή δικαίου που θα ήταν δυνατό να παραβιάζεται από την προσβαλλόμενη οδηγία.

48.      Στις προδικαστικές υποθέσεις ελέγχου νομιμότητας, τα ερωτήματα και τα ενδεχόμενα αίτια της ελλείψεως νομιμότητας διατυπώνονται συνήθως κατά τρόπο συγκεκριμένο από το αιτούν δικαστήριο στο ίδιο το εκάστοτε ερώτημα (18). Αλλά, ακόμη και σε διαφορετική περίπτωση, ήταν δυνατή η αποσαφήνιση του ερωτήματος με βάση τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση περί παραπομπής (19).

49.      Στην προκείμενη περίπτωση αυτό δεν συμβαίνει. Το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να διατυπώσει το ερώτημα αορίστως. Για την αποσαφήνιση του ερωτήματος, είναι αναγκαίο να εξετασθεί το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, το οποίο, όμως, είναι επίσης ασαφές.

50.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 234 ΕΚ καθιερώνει στενή συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και του Δικαστηρίου, στηριζόμενη σε κατανομή των καθηκόντων μεταξύ τους. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, τη δυνατότητα καθορισμού των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο ερωτημάτων έχει μόνον το εθνικό δικαστήριο, όσοι δε λαμβάνουν μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία δεν δύνανται να περιορίσουν ή να διευρύνουν το περιεχόμενο αυτών.

51.      Όσον αφορά την αξιολόγηση της νομιμότητας μιας πράξεως, θα πρέπει να γίνει ένας παραλληλισμός με την προσφυγή ακυρώσεως. Όπως υπενθυμίζει το Δικαστήριο, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αποτελεί, όπως και η προσφυγή ακυρώσεως, μέθοδο ελέγχου της νομιμότητος των πράξεων των κοινοτικών οργάνων (20). Μια προσφυγή ακυρώσεως η οποία δεν προσδιορίζει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους για τους οποίους η προσβαλλόμενη διάταξη πρέπει να ακυρωθεί είναι απαράδεκτη. Ομοίως, αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που αφορά τη νομιμότητα θα πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη εάν οι λόγοι της ελλείψεως νομιμότητας δεν προκύπτουν ούτε από το ερώτημα ούτε, επικουρικώς, από την απόφαση. Δεν απόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγους δυνάμενους να θεμελιώσουν τον παράνομο χαρακτήρα μιας πράξεως (21).

52.      Όσον αφορά προδικαστικό ερώτημα περί του κύρους μιας πράξεως και της ενδεχόμενης αναδιατυπώσεως αυτού, το Δικαστήριο πρέπει, κατά την άποψή μου, να περιοριστεί στο γράμμα αυτού και να αποφύγει τη διεύρυνσή του. Υπέρ της εν λόγω προσεγγίσεως συνηγορούν δύο σειρές επιχειρημάτων.

53.      Πρώτον, σε μια προσφυγή ακυρώσεως, εναπόκειται στο ίδιο το προσφεύγον μέρος να επιλέξει και να διατυπώσει τις αιτιάσεις που κρίνει ότι πρέπει να προβάλει. Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, αντιθέτως, αποτελεί μορφή συνεργασίας μεταξύ του εθνικού δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, ενώ οι βασικοί ενδιαφερόμενοι δεν έχουν τον πρώτο λόγο στη διαδικασία. Η απόφαση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο και μόνον. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται επίσης να διατυπώσει το ερώτημα, ενώ το Δικαστήριο, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, δεν υποχρεούται να εξετάσει το βάσιμο της εν λόγω αποφάσεως ή να αναδιατυπώσει το προδικαστικό ερώτημα, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων που διέπουν τη συνεργασία τους. Κατά μείζονα λόγο, οι μετέχοντες στη διαδικασία δεν δύνανται να διευρύνουν το ερώτημα που έχει διατυπώσει το αιτούν δικαστήριο.

54.      Δεύτερον, γνώρισμα της προδικαστικής διαδικασίας είναι ο παρεμπίπτων χαρακτήρας της σε σχέση με τη διαφορά της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν τις απόψεις τους κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αντιμωλίας. Εξάλλου, αντιθέτως προς την προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οποίας προβλέπονται δύο διαδοχικές αλλαγές υπομνημάτων (δικόγραφο προσφυγής και υπόμνημα αντικρούσεως, κατόπιν δε υπόμνημα απαντήσεως και υπόμνημα ανταπαντήσεως), στην ενώπιον του Δικαστηρίου προδικαστική παραπομπή προβλέπεται ένα μόνον υπόμνημα ανά μετέχοντα στη διαδικασία, όλα δε τα υπομνήματα κατατίθενται συγχρόνως, χωρίς οι μετέχοντες στη διαδικασία να έχουν τη δυνατότητα καταθέσεως γραπτών παρατηρήσεων επί των υπομνημάτων των υπολοίπων μετεχόντων στη διαδικασία. Εξάλλου, η διεξαγωγή προφορικής συζητήσεως στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας είναι σχεδόν άνευ εξαιρέσεων, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου προδικαστικής διαδικασίας (22).

55.      Συνεπώς, είναι προφανές ότι το περιεχόμενο της αποφάσεως περί παραπομπής αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο αυτής της συνεργασίας. Βάσει αυτού του εγγράφου, αφενός, τα κράτη μέλη εκτιμούν αν θα καταθέσουν ή μη γραπτές παρατηρήσεις και, αφετέρου, οι μετέχοντες στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία συντάσσουν τις παρατηρήσεις τους. Αν γινόταν γενικώς δεκτό ότι οι μετέχοντες στη διαδικασία οι οποίοι καταθέτουν γραπτές παρατηρήσεις μπορούν να κατευθύνουν οι ίδιοι τη διαδικασία και, ουσιαστικώς, να αναδιατυπώσουν τα προδικαστικά ερωτήματα προκειμένου να προβάλουν άλλους λόγους ακυρότητας, το αποτέλεσμα θα ήταν η μετατροπή της προδικαστικής διαδικασίας σε συγκεκαλυμμένη προσφυγή ακυρώσεως, με κίνδυνο σοβαρής διαταράξεως της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας (23).

56.      Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων αυτών, επιβάλλεται να επικεντρωθεί η ανάλυση επί των δύο τύπων αμφιβολιών αναφορικά με το κύρος της οδηγίας που διατυπώνει το αιτούν δικαστήριο στην απόφασή του, δηλαδή, πρώτον, επί του ζητήματος της σχέσεως μεταξύ του εισηγούμενου κράτους μέλους και της οδηγίας 2006/134 και, δεύτερον, το γεγονός ότι η οδηγία εξαρτά τη χρήση της ουσίας fénarimol από διάφορες προϋποθέσεις.

 Β –         Επί της σχέσεως μεταξύ της εκθέσεως του εισηγούμενου κράτους μέλους και της οδηγίας 2006/134

57.      Το αιτούν δικαστήριο προβάλλει ως λόγο ακυρότητας ενδεχόμενη ασυμφωνία μεταξύ της εκθέσεως του εισηγούμενου κράτους μέλους και της οδηγίας.

58.      Επιβάλλεται, σχετικώς, η διαπίστωση ότι από τον κανονισμό 3600/92, ιδίως δε από τα άρθρα 7 και 8 αυτού, προκύπτει ότι της εκδόσεως οιασδήποτε πράξεως εκ μέρους της Επιτροπής (ή, αναλόγως της περιπτώσεως, εκ μέρους του Συμβουλίου) προηγείται ανταλλαγή απόψεων μεταξύ διαφόρων ενδιαφερομένων.

59.      Όσον αφορά τον ρόλο του εισηγούμενου κράτους μέλους, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης και η Επιτροπή κατέθεσαν, κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου, την έκθεση του εισηγούμενου κράτους μέλους, του Μαρτίου του 1996, καθώς και τρεις προσθήκες στην έκθεση αυτή, συνταχθείσες τον Αύγουστο του 2000, τον Φεβρουάριο του 2001 και τον Οκτώβριο του 2003.

60.      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στην έκθεση του 1996 δεν προτάθηκε η καταχώριση της ουσίας fénarimol στο παράρτημα I της οδηγίας, αλλά η αναβολή της αποφάσεως λόγω απουσίας ορισμένων δεδομένων αναφορικά με τα υπολείμματα αυτής της ουσίας και την οικοτοξικότητά της, δηλαδή τους κινδύνους που συνεπάγεται η ουσία αυτή για τους υδρόβιους οργανισμούς.

61.      Η Επιτροπή επισημαίνει, επίσης, ότι οι εκθέσεις και οι προσθήκες τέθηκαν υπόψη άλλων κρατών μελών προς εκτίμηση. Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής εκ μέρους των εθνικών πραγματογνωμόνων, η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1997 και 2004, τα άλλα κράτη μέλη πρότειναν τροποποιήσεις και προσθήκες στις εν λόγω εκθέσεις.

62.      Κατά την Επιτροπή, από τον Νοέμβριο του 2000, η έκθεση και οι προσθήκες συζητήθηκε σε δύο ομάδες εργασίας. Η ομάδα «αξιολογήσεως» ασχολείται με την εξέταση της ουσίας από τεχνικής και επιστημονικής απόψεως προκειμένου να καθοριστεί, ιδίως, το επίπεδο κινδύνου, λαμβανομένων υπόψη των επιστημονικών δεδομένων («risk assessment» ή αξιολόγηση κινδύνου). Η ομάδα «νομοθεσίας» είναι επιφορτισμένη με την κατάρτιση του σχεδίου οδηγίας περί καταχωρίσεως, λαμβάνοντας υπόψη, στον βαθμό που απαιτείται, μιας ευρύτερης αξιολογήσεως της διαχειρίσεως του κινδύνου σε περίπτωση επιστημονικής αβεβαιότητας. Η ομάδα αυτή λαμβάνει κυρίως υπόψη τις πολιτικοκοινωνικής φύσεως εκτιμήσεις. Καθορίζει το κοινωνικώς αποδεκτό επίπεδο επιστημονικής αβεβαιότητας και αξιολογεί τη δυνατότητα διαχειρίσεως και περιορισμού του αναγνωρισμένου κινδύνου («risk management» ή διαχείριση κινδύνου).

63.      Εν προκειμένω, οι δραστηριότητες των ομάδων εργασίας διήρκεσαν από το 2000 έως το 2004, όσον αφορά αποκλειστικώς την τεχνική και επιστημονική αξιολόγηση. Πριν από την έναρξη των εργασιών τους, πολλά κράτη μέλη είχαν καταθέσει τις παρατηρήσεις τους, υπό μορφή προσθηκών, στο πλαίσιο της ισομερούς αξιολογήσεως.

64.      Κατά την Επιτροπή, η πρώτη μορφή σχεδίου οδηγίας υποβλήθηκε μόλις το 2004. Εντούτοις, μεταξύ 27ης Ιουλίου 2004 και 13ης Σεπτεμβρίου 2006, η Επιτροπή επεξεργάστηκε οκτώ διαφορετικές μορφές σχεδίου οδηγίας, τρεις εκ των οποίων συζητήθηκαν στο πλαίσιο της ομάδας «νομοθεσίας» και μία υποβλήθηκε σε επιτροπή για ψηφοφορία.

65.      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης και η Επιτροπή παρουσίασαν διαφορετικές μεταξύ τους εκδοχές ως προς τη διαδικασία εκδόσεως της επίμαχης οδηγίας. Κατόπιν αυτού, το Δικαστήριο έχει ενώπιόν του τρεις διαφορετικές εκδοχές των συμβάντων, συγκεκριμένα αυτή της Gowan, αυτή της Επιτροπής και αυτή η οποία εκτίθεται στο προοίμιο της επίμαχης οδηγίας. Ασφαλώς, στο πλαίσιο μιας προδικαστικής παραπομπής δεν απαιτείται η λεπτομερής εξέταση των διαφόρων αυτών εκδοχών (24).

66.      Όσον αφορά το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει κατά πόσον η προβαλλόμενη διαφορά μεταξύ της εκθέσεως και της οδηγίας μπορεί να επηρεάσει το κύρος αυτής. Επίσης, το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει σε ποιο έγγραφο αναφέρεται.

67.      Πρέπει σχετικώς να υπομνησθεί ότι δεν πρέπει να συσχετίζεται ευθέως η έκθεση που κατάρτισε το εισηγούμενο κράτος μέλος και η πράξη που εξέδωσε η Επιτροπή.

68.      Πράγματι, η έκθεση του εισηγούμενου κράτους μέλους και τα προσαρτήματα χρησιμοποιούνται ως βάση για τις συζητήσεις μεταξύ των πραγματογνωμόνων των κρατών μελών, καθώς και για την εξέταση της καταχωρίσεως των ομάδων «αξιολογήσεως» και «νομοθεσίας». Μόνον κατόπιν αυτής της περίπλοκης διαδικασίας η Επιτροπή καταρτίζει το πρώτο σχέδιο οδηγίας.

69.      Δυνάμει ενός θεμελιώδους κανόνα της Συνθήκης, η Επιτροπή δύναται ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει το σχέδιό της ή να το αντικαταστήσει με νέο σχέδιο, λαμβάνοντας υπόψη τα σχόλια, όπως συνέβη στην παρούσα υπόθεση. Όσον αφορά τις νομοθετικές προτάσεις, το άρθρο 293, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αποτελεί έκφραση αυτού του κανόνα.

70.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως οδηγίας κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 91/414, η Επιτροπή ασκεί διακριτική εξουσία από διττής απόψεως: αφενός, εκτιμά τους κινδύνους και, αφετέρου, προβαίνει σε πολιτικές εκτιμήσεις όσον αφορά τη δυνατότητα αποδοχής αυτών των κινδύνων.

71.      Η εκτίμηση των κινδύνων έχει αντικειμενικό χαρακτήρα εφόσον υφίσταται μη αμφισβητούμενη μέθοδος, ελλείψει όμως μιας τέτοιας μεθόδου (όπως εν προκειμένω σχετικά με την ουσία fénarimol) συνεπάγεται αναμφιβόλως την υιοθέτηση απόψεων κατ’ απόλυτη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας (25). Η εκτίμηση της δυνατότητας αποδοχής των κινδύνων που εντόπισε η εξέταση συνεπάγεται, ασφαλώς, επιλογές πολιτικής και κοινωνικής φύσεως, στις οποίες αρμόδια να προβεί είναι η Επιτροπή.

72.      Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για τομέα χαρακτηριστικό του οποίου αποτελούν οι περίπλοκες αξιολογήσεις και το ευρύ πεδίο εκτιμήσεως. Πρόκειται για τομέα στον οποίο το Δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει τις ληφθείσες αποφάσεις παρά μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης περί τα πράγματα ή περί το δίκαιο ή σε περίπτωση καταχρήσεως εξουσίας. Πράγματι, όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο, για να έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής επιδιώξεως των σκοπών που της έχουν ταχθεί, και λαμβάνοντας υπόψη τις αναγκαίες εκ μέρους της περίπλοκες τεχνικές εκτιμήσεις, πρέπει να αναγνωριστεί ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στην Επιτροπή (26).

73.      Εν προκειμένω, είναι αδύνατη η λεπτομερής εξέταση, λαμβανομένου υπόψη του συνοπτικού χαρακτήρα του προδικαστικού ερωτήματος όσον αφορά το ζήτημα αυτό. Εξάλλου, υφίστανται διαφοροποιήσεις μεταξύ της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους της προσφεύγουσας της κύριας δίκης και της Επιτροπής, όσον αφορά τα στάδια που προηγήθηκαν της εκδόσεως της οδηγίας. Φρονώ ότι η ίδια η φύση της ενώπιον του Δικαστηρίου προδικαστικής διαδικασίας δεν παρέχει δυνατότητα διευκρινίσεως τέτοιων πραγματικών ζητημάτων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι αδύνατη η περαιτέρω ανάλυση.

74.      Το συμπέρασμα που πρέπει να συναχθεί εκ των ανωτέρω είναι ότι οποιοδήποτε έγγραφο καταρτιζόμενο από το εισηγούμενο κράτος μέλος στο πλαίσιο του κανονισμού 3600/92 συνιστά αναγκαίο και χρήσιμο έγγραφο για τη διαμόρφωση της αποφάσεως της Επιτροπής, ένα τέτοιο, όμως, έγγραφο δεν είναι, αφ’ εαυτού, κρίσιμο ή αποφασιστικής σημασίας. Πρόκειται απλώς για προπαρασκευαστικά έγγραφα. Μόνο πρόδηλη ασυνέπεια μεταξύ εκθέσεως στηριζόμενης επί μεθόδου μη αμφισβητούμενης και μη επιτρέπουσας οποιαδήποτε επιστημονική αβεβαιότητα, αφενός, και της απόψεως που υιοθέτησε η Επιτροπή, αφετέρου, θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την έλλειψη κύρους της οικείας πράξεως.

75.      Πάντως, από τη δικογραφία δεν προκύπτει η ύπαρξη μιας τέτοιας ασυνέπειας, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει τη μόνη αιτία αμφισβητήσεως του κύρους της οδηγίας 2006/134.

 Γ –         Επί της εξαρτήσεως της χρήσεως της ουσίας fénarimol από τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία 2006/134

76.      Το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το κύρος της οδηγίας 2006/134 στηριζόμενο, επίσης, στο γεγονός ότι η οδηγία αυτή περιορίζει σημαντικώς τη χρήση του fénarimol. Εντούτοις, δεν διευκρινίζει ποιες ειδικότερα προϋποθέσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν το κύρος μιας τέτοιας οδηγίας. Κατά συνέπεια, η εξέτασή μου θα έχει γενικό χαρακτήρα.

77.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 91/414, μπορούν να τεθούν διάφορες προϋποθέσεις όταν μια ουσία καταχωρίζεται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας.

78.      Όσον αφορά την αξιολόγηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η οδηγία 2006/134 για το fénarimol, πρέπει να υπομνησθεί ότι η γενική αρχή της αναλογικότητας απαιτεί όπως οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκονται με τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση, λαμβανομένου υπόψη ότι, όταν είναι δυνατή η επιλογή μεταξύ διαφόρων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό και ότι τα προβλήματα που δημιουργεί δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (27).

79.      Συνεπώς, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου εφαρμογής μιας τέτοιας αρχής, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής όσον αφορά την έκδοση της οδηγίας 2006/134, μόνον όταν το μέτρο είναι προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον εκ μέρους της Επιτροπής επιδιωκόμενο σκοπό μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο νόμιμος χαρακτήρας του (28).

80.      Όσον αφορά την αιτιολογία της οδηγίας 2006/134, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία που προκύπτουν από το προοίμιό της.

81.      Βάσει των πραγματοποιηθεισών εξετάσεων, η Επιτροπή φρονεί ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν fénarimol πληρούν, κατά κανόνα, τις απαιτήσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 91/414, όσον αφορά τις χρήσεις που εξετάστηκαν και εκτέθηκαν στην έκθεση εξετάσεως που συντάχθηκε, υπό την προϋπόθεση εφαρμογής των κατάλληλων μέτρων αμβλύνσεως των κινδύνων (29).

82.      Πάντως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το fénarimol είναι επικίνδυνη ουσία. Επομένως, δεν πρέπει να επιτραπεί η απεριόριστη χρήση της. Αναφέρεται στις αμφιβολίες που διατυπώθηκαν, ειδικότερα, όσον αφορά τις ενδογενείς τοξικές επιδράσεις της και, ιδίως, το ενδεχόμενο προκλήσεως διαταράξεων της ενδοκρινικής λειτουργίας, καθώς και την έλλειψη επιστημονικής συναινέσεως ως προς την ακριβή έκταση του κινδύνου. Εφαρμοζομένης της αρχής της προλήψεως και λαμβανομένης υπόψη της σημερινής εξελίξεως των επιστημονικών γνώσεων, αποφάσισε να επιβάλλει μέτρα προς περιορισμό των κινδύνων, ώστε να επιτευχθεί το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ζώων και των ανθρώπων, καθώς και του περιβάλλοντος, που έχει καθοριστεί εντός της Κοινότητας (30).

83.      Προς τούτο, η καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 περιορίζεται στις προτεινόμενες χρήσεις της ουσίας fénarimol, οι οποίες είχαν πράγματι εξεταστεί στο πλαίσιο της κοινοτικής αξιολογήσεως και κρίθηκαν σύμφωνες προς τους όρους της οδηγίας 91/414. Επομένως, άλλες χρήσεις, μη καλυπτόμενες ή μερικώς μόνον καλυπτόμενες από την εν λόγω αξιολόγηση, πρέπει προηγουμένως να αποτελέσουν αντικείμενο πλήρους αξιολογήσεως πριν εξεταστεί το ενδεχόμενο καταχωρίσεώς τους στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 (31).

84.      Επιπροσθέτως, όσον αφορά τη διάρκεια της καταχωρίσεως, η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να μειώσει τη διάρκειά της σε 18 μήνες. Κατά την άποψή της, ο περιορισμός αυτός περιορίζει έτι περαιτέρω τους κινδύνους διασφαλίζοντας την κατά προτεραιότητα επαναξιολόγηση της ουσίας αυτής (32).

85.      Φρονώ ότι τα στοιχεία αυτά που απορρέουν από το προοίμιο της οδηγίας 2006/134 αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή προέβη σε σφαιρική αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων του εξεταζομένου συστήματος και αυτό δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, προδήλως ακατάλληλο προς επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών.

86.      Εξάλλου, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και ο χρονικός περιορισμός της καταχωρίσεως του fénarimol δεν έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα σε σχέση με αντίστοιχες προβλέψεις άλλων οδηγιών που αφορούν διαφορετικές δραστικές ουσίες, όπως οι méthamidophos, procymidone, flusilazole, carbendazime και dinocap (33).

87.      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η οδηγία 2006/134 περιέχει όρους όπως αυτοί που προβλέπονται εν προκειμένω, κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 91/414, δεν επηρεάζει αφ’ εαυτού το κύρος αυτής.

VII – Πρόταση

88.      Σε συνέχεια των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Tribunale amministrativo regionale del Lazio ως εξής:

«Η εξέταση του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος δεν κατέληξε σε διαπίστωση δυνάμενη να επηρεάσει το κύρος της οδηγίας 2006/134/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου ώστε να καταχωριστεί η ουσία fenarimol ως δραστική ουσία.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Οδηγία της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/EOK του Συμβουλίου ώστε να καταχωριστεί η ουσία fénarimol ως δραστική ουσία (ΕΕ L 349, σ. 32).


3 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2006/134 (στο εξής: οδηγία 91/414).


4 – Όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 806/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2003 (ΕΕ L 122, σ.1).


5 – Κανονισμός της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του πρώτου σταδίου του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ (ΕΕ L 366, σ. 10), ως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2266/2000 της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2000 (ΕΕ L 259, σ. 27) (στο εξής: κανονισμός 3600/92).


6 – Κανονισμός της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 1994, που αφορά στον καθορισμό των δραστικών ουσιών των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των εισηγουμένων κρατών μελών για την εφαρμογή του κανονισμού 3600/92 (ΕΕ L 107, σ. 8).


7 – Η οδηγία 2006/134 εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414.


8 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑67/96, Albany (Συλλογή 1999, σ. I‑5751, σκέψη 39), της 11ης Απριλίου 2000, C‑51/96 και C‑191/97, Deliège (Συλλογή 1999, σ. I‑2549, σκέψη 30), της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑506/04, Wilson (Συλλογή 2006, σ. I‑8613, σκέψη 38), και της 16ης Ιουλίου 2009, C‑126/08, Distillerie Smeets Hasselt κ.λπ. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 16).


9 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Albany, προαναφερθείσα (σκέψη 40), της 12ης Απριλίου 2005, C‑145/03, Keller (Συλλογή 2005, σ. I‑2529, σκέψη 30), Wilson, προαναφερθείσα (σκέψη 39), και Distillerie Smeets Hasselt κ.λπ., προαναφερθείσα (σκέψη 17).


10 – Απόφαση της 9ης Μαρτίου 1994, C‑188/92, TWD Textilwerke Deggendorf (Συλλογή 1994, σ. I‑833). Βλ., μεταξύ άλλων, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 6ης Μαΐου 2010 στην εκκρεμούσα ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση C‑343/09, Afton Chemical (σημεία 17 έως 20), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mazák της 18ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση C‑343/07, Bavaria και Bavaria Italia (απόφαση της 2ης Ιουλίου 2009, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημεία 34 έως 37).


11 – Αποφάσεις TWD Textilwerke Deggendorf, προαναφερθείσα (σκέψεις 13 ως 15), και της 15ης Φεβρουαρίου 2001, C‑239/99, Nachi Europe (Συλλογή 2001, σ. I‑1197, σκέψη 36).


12 – Βλ. αποφάσεις TWD Textilwerke Deggendorf, προαναφερθείσα (σκέψεις 16 ως 18), Nachi Europe, προαναφερθείσα (σκέψη 37), και της 8ης Μαρτίου 2007, C‑441/05, Roquette Frères (Συλλογή 2007, σ. I‑1993, σκέψη 40).


13 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις TWD Textilwerke Deggendorf, προαναφερθείσα (σκέψεις 24 και 25), Nachi Europe, προαναφερθείσα (σκέψη 37), Roquette Frères, προαναφερθείσα (σκέψεις 40 και 41), καθώς και της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C‑241/95, Accrington Beef κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑6699, σκέψη 15).


14 – Βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Roquette Frères (σκέψη 41) και Nachi Europe (σκέψη 37).


15 – Βλ. απόφαση Nachi Europe, προαναφερθείσα (σκέψη 37). Η δυνατότητα αυτή απορρέει από το ίδιο το κείμενο της Συνθήκης ΕΚ (βλ. άρθρο 230, παράγραφος 4, ΕΚ).


16 – Βλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑408/95, Eurotunnel κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. I‑6315, σκέψη 32), σύμφωνα με την οποία «[...] ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου το ανίσχυρο διατάξεων οδηγιών, όπως τα επίδικα άρθρα 28, όταν, […]δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης κατά των διατάξεων αυτών […]».


17 – Βλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2009, T‑380/06, Vischim κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 57 ως 59).


18 – Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2005, C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, ABNA κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑10423, σκέψεις 20, 30 και 31).


19 – Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, C‑174/05, Zuid‑Hollandse Milieufederatie και Natuur en Milieu (Συλλογή 2006, σ. I‑2443, σκέψεις 10 ως 16).


20 – Βλ. απόφαση της 22ης Οκτωβρίου 1987, 314/85, Foto‑Frost (Συλλογή 1987, σ. 4199, σκέψη 16).


21 – Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο νομιμοποιείται να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τις διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονται από τη νομοθεσία της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, βλ. αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1991, C‑291/89, Interhotel κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I‑2257, σκέψεις 14 και 15), καθώς και της 29ης Απριλίου 2010, C‑160/08, Επιτροπή κατά Γερμανίας (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 40).


22 – Βλ. άρθρο 104, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.


23 – Βλ., σχετικά, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1982, 50/82 ως 58/82, Dorca Marina κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 3949, στοιχείο 13). Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Gowan αμφισβητεί το κύρος της οδηγίας 2006/134 αναπτύσσοντας έντεκα αιτιολογικά στοιχεία, ήτοι την παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας 91/414, την έλλειψη αιτιολογικής βάσεως, την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, την εσφαλμένη εφαρμογή της σεβασμού της αρχής της προλήψεως, την κατάχρηση εξουσίας, την παραβίαση του δικαιώματος ασκήσεως αποτελεσματικού ένδικου μέσου, την εσφαλμένη αξιολόγηση του κινδύνου, την παραβίαση της αρχής της επιστημονικής αριστείας, την προσβολή της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Επομένως, οι αιτιάσεις αυτές βαίνουν πολύ πέραν των λόγων ακυρότητας στους οποίους αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο με την απόφασή του περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο.


24 – Δεδομένων των περιορισμών που προκύπτουν από τη φύση της προδικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο δεν διαφωτίστηκε πλήρως σε σχέση με την εν λόγω διαδικασία. Αντιθέτως, από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑75/06, Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑2081), προκύπτει ότι όλες οι κρίσιμες τεχνικές λεπτομέρειες οι σχετικές με μια άλλη τροποποίηση του παραρτήματος I της οδηγίας 91/414 μπορούν λεπτομερώς να εκτεθούν ενώπιον του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, κατόπιν δύο σειρών εκατέρωθεν αγορεύσεων και τυχόν συμπληρωματικών ερωτήσεων.


25 – Κατά την προφορική διαδικασία, η Επιτροπή αναφέρθηκε, ιδίως, στην έλλειψη κατευθυντήριων γραμμών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), όσον αφορά τις δοκιμές τροποποιήσεως του ενδοκρινικού συστήματος.


26 – Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 82).


27 – Βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder HS Kraftfutter (Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 21), της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑331/88, Fedesa κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. I‑4023, σκέψη 13), της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑133/93, C‑300/93 και C‑362/93, Crispoltoni κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I‑4863, σκέψη 41), της 12ης Ιουλίου 2001, C‑189/01, Jippes κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I‑5689, σκέψη 81), καθώς επίσης και της 9ης Μαρτίου 2006, C‑174/05, Zuid‑Hollandse Milieufederatie και Natuur en Milieu (Συλλογή 2006, σ. I‑2443, σκέψη 28).


28 – Βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσες αποφάσεις Schräder HS Kraftfutter (σκέψη 22), Fedesa κ.λπ. (σκέψη 14), Crispoltoni κ.λπ. (σκέψη 42), Jippes κ.λπ. (σκέψη 82), καθώς και Zuid‑Hollandse Milieufederatie και Natuur en Milieu (σκέψη 29).


29 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2006/134.


30 – Όπ.π.


31 – Όπ.π.


32 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2006/134.


33 – Βλ. οδηγίες 2006/131/ΕΚ, 2006/132/ΕΚ, 2006/133/ΕΚ, 2006/135/ΕΚ και 2006/136/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414 (ΕΕ L 349).