Language of document : ECLI:EU:T:2011:233

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (αναιρετικό τμήμα)

της 23ης Μαΐου 2011

Υπόθεση T‑493/09 P

Y

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό επί συμβάσει – Απόλυση – Αναίρεση μερικώς προδήλως απαράδεκτη και μερικώς προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2009, F-29/08, Y κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. σ. I‑A‑1‑393 και II‑A‑1‑2099), με την οποία ζητείται η αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως.

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Y καταδικάζεται στα δικαστικά του έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Λόγοι – Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 138 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

2.      Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

3.      Αναίρεση – Λόγοι – Απλή επανάληψη των λόγων ακυρώσεως και της επιχειρηματολογίας που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 138 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

4.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Υποχρέωση ενημερώσεως της ιεραρχίας όσον αφορά πραγματικά περιστατικά από τα οποία είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας ή σοβαρής παραβάσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 22α)

1.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου καθώς και από το άρθρο 138, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: ΔΔΔ), η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επίμαχα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό.

Δεν πληρούν την επιταγή αυτή αιτιάσεις αντλούμενες από περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο μη προσδιορίζουσες επακριβώς, όπως απαιτείται, τα επίμαχα αυτά σημεία και μη αναπτύσσουσες νομική επιχειρηματολογία προς στήριξη των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος.

(βλ. σκέψεις 27 και 28)

Παραπομπή: ΓΔΕΕ, 17 Μαρτίου 2010, T‑78/09 P, Κοινοβούλιο κατά Collée, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 20 και 21

2.      Κατά το άρθρο 11 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται μόνο σε νομικά ζητήματα, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά, εκτός αν η ανακρίβεια των διαπιστώσεών του απορρέει από έγγραφα της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν και, αφετέρου, να εκτιμήσει τα περιστατικά αυτά.

Στο πλαίσιο του σεβασμού του ρόλου του επιλαμβανόμενου της αναιρέσεως δικαστή, η παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 34 και 35)

Παραπομπή: ΔΕΕ, 28 Μαΐου 1998, C‑8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑3175, σκέψη 72· 6 Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-3173, σκέψη 54· 21 Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 108· ΓΔΕΕ, 19 Μαρτίου 2010, T‑338/07 P, Bianchi κατά ETF, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Δεν πληροί τις επιταγές του άρθρου 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, καθώς και του άρθρου 138, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του ΔΔΔ. Μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του ΔΔΔ προσφυγής, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψη 57)

Παραπομπή: Κοινοβούλιο κατά Collée, προπαρατεθείσα, σκέψη 22

4.      Το άρθρο 22α, παράγραφος 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΥΚ) προβλέπει ότι ο υπάλληλος ο οποίος γνωστοποίησε, δυνάμει της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, πληροφορία αφορώσα πραγματικά περιστατικά από τα οποία είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη πιθανής παράνομης δραστηριότητας ή συμπεριφοράς υποδηλώνουσας σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «δεν υφίσταται από το όργανο καμία δυσμενή συνέπεια για το γεγονός […], εφόσον ενήργησε λογικά και έντιμα [καλόπιστα]». Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επιβαλλόμενη εν προκειμένω καλή πίστη μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο εμπλεκόμενος υπάλληλος οφείλει να ενεργήσει κατά τρόπον ώστε να καταδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του, τούτο δεν μπορεί, προφανώς και εν πάση περιπτώσει, να το ωθήσει μέχρι του σημείου να μην ενημερώσει τους ιεραρχικώς ανωτέρους του σχετικά με τις ενέργειές του, ιδιαιτέρως αν πρόκειται για έρευνες δυνάμενες να αμαυρώσουν την εικόνα των θεσμικών οργάνων. Ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί, προκειμένου να δικαιολογήσει τις ενέργειές του, το γεγονός ότι η ιεραρχία δεν του εμπνέει εμπιστοσύνη, καθόσον οι διατάξεις του άρθρου άρθρου 22α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ προβλέπουν ρητώς ότι ο υπάλληλο ενημερώνει, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, τον Γενικό Γραμματέα, ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις ή απευθείας την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), σχετικά με τα γεγονότα αυτά.

(βλ. σκέψη 62)