Language of document : ECLI:EU:T:2016:342

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 9ης Ιουνίου 2016 (*)

«Μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου που διαπιστώνει παράβαση κράτους — Χρηματική ποινή — Απόφαση περί εκκαθαρίσεως χρηματικής ποινής — Μέθοδος υπολογισμού των τόκων η οποία έχει εφαρμογή στην ανάκτηση παράνομων ενισχύσεων — Τόκοι ανατοκισμού»

Στην υπόθεση T‑122/14,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, G. Conte και B. Stromsky,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της αποφάσεως C(2013) 8681 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2013, με την οποία, σε εκτέλεση της αποφάσεως της 17ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑496/09, EU:C:2011:740), η Επιτροπή καθόρισε το ύψος της χρηματικής ποινής που όφειλε η Ιταλική Δημοκρατία για το εξάμηνο από 17 Μαΐου έως 17 Νοεμβρίου 2012,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Ιανουαρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Απόφαση περί παράνομων και ασυμβίβαστων ενισχύσεων (απόφαση ανακτήσεως)

1        Με την απόφαση 2000/128/ΕΚ της 11ης Μαΐου 1999, σχετικά με τα καθεστώτα ενίσχυσης τα οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία σχετικά με μέτρα υπέρ της απασχόλησης (ΕΕ 2000, L 42, σ. 1, στο εξής: απόφαση ανακτήσεως), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διέταξε την Ιταλική Δημοκρατία να προβεί στην ανάκτηση παράνομων και ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων οι οποίες χορηγήθηκαν στο πλαίσιο μέτρων υπέρ της απασχολήσεως. Με το σημείωμα SG(99) D/4068 της 4ης Ιουνίου 1999, η Επιτροπή κοινοποίησε την απόφαση ανακτήσεως στην Ιταλική Δημοκρατία.

2        Η προσφυγή την οποία άσκησε η Ιταλική Δημοκρατία κατά της αποφάσεως ανακτήσεως απορρίφθηκε με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑310/99, EU:C:2002:143).

 Προσφυγή και απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση

3        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Μαρτίου 2002, η Επιτροπή άσκησε, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή ζητώντας να διαπιστωθεί ότι, μη λαμβάνοντας εμπροθέσμως όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των ενισχύσεων οι οποίες, κατά την επίδικη απόφαση, είχαν κριθεί παράνομες και ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και, σε κάθε περίπτωση, παραλείποντας να την ενημερώσει για τα ληφθέντα μέτρα, η Ιταλική Δημοκρατία είχε παραβεί τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από την απόφαση ανακτήσεως καθώς και από τη Συνθήκη ΕΚ.

4        Με απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑99/02, στο εξής: διαπιστώνουσα παράβαση απόφαση, EU:C:2004:207), το Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή της Επιτροπής και έκρινε ότι, μη λαμβάνοντας εμπροθέσμως όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των ενισχύσεων που, σύμφωνα με την απόφαση ανακτήσεως, είχαν θεωρηθεί παράνομες και ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, η Ιταλική Δημοκρατία είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από την απόφαση ανακτήσεως.

 Νέα προσφυγή και προς εκτέλεση απόφαση

5        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο, αφενός, να διαπιστώσει ότι, μη λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με τη διαπιστώνουσα παράβαση απόφαση, η Ιταλική Δημοκρατία είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπείχε από την απόφαση ανακτήσεως και από το άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ και, αφετέρου, να υποχρεώσει την Ιταλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή ημερήσια χρηματική ποινή ορισθείσα αρχικώς σε 285 696 ευρώ, και εν συνεχεία μειωθείσα σε 244 800 ευρώ, για την καθυστέρηση εκτελέσεως της διαπιστώνουσας παράβαση αποφάσεως, αρχής γενομένης από την ημέρα δημοσιεύσεως της αποφάσεως επί της νέας αυτής υποθέσεως και μέχρι την ημερομηνία εκτελέσεως της διαπιστώνουσας παράβαση αποφάσεως.

6        Με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑496/09, στο εξής: προς εκτέλεση απόφαση, EU:C:2011:740), το Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή της Επιτροπής.

7        Στην προς εκτέλεση απόφαση, το Δικαστήριο προέβη στις ακόλουθες εκτιμήσεις:

«52. [… π]ρέπει να επιβληθεί στην Ιταλική Δημοκρατία η περιοδική καταβολή ποσού το οποίο υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας ένα βασικό ποσό με το ποσοστό των παρανόμων ενισχύσεων των οποίων η ανάκτηση δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί ή δεν έχει αποδειχθεί σε σχέση με το σύνολο των ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί κατά την ημερομηνία της [δημοσιεύσεως] της παρούσας αποφάσεως […]

53. Συναφώς, για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής[,] η ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή έχει ενημερωθεί σχετικώς και έχει μπορέσει να εκτιμήσει τον πρόσφορο χαρακτήρα της κοινοποιηθείσας σ’ αυτήν σχετικής αποδείξεως […]

54. Επομένως, η περιοδικότητα της χρηματικής ποινής πρέπει να καθοριστεί επί εξαμηνιαίας βάσεως για να καθίσταται δυνατό στην Επιτροπή να εκτιμά την πορεία των πράξεων ανακτήσεως λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως που επικρατεί κατά τον τερματισμό της οικείας περιόδου, καθιστώντας ταυτόχρονα δυνατό στο καθού κράτος μέλος να διαθέτει τον αναγκαίο χρόνο για τη συγκέντρωση και τη διαβίβαση στην Επιτροπή των στοιχείων που μπορούν να αποδείξουν, για την υπό κρίση περίοδο, την ανάκτηση των παρανόμως καταβληθέντων ποσών.

55. Κατά συνέπεια, ο ποσοτικός υπολογισμός της χρηματικής ποινής θα πραγματοποιείται ανά εξάμηνο και το ύψος της θα υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας ένα βασικό ποσό με το ποσοστό των παρανόμων ενισχύσεων των οποίων η ανάκτηση δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί ή δεν έχει αποδειχθεί στο τέλος της οικείας περιόδου σε σχέση με το σύνολο των ποσών που δεν θα έχουν ακόμη ανακτηθεί κατά την ημερομηνία [δημοσιεύσεως] της παρούσας αποφάσεως.

[…]

67. [… τ]ο Δικαστήριο εκτιμά ότι, εν προκειμένω, η επιβολή χρηματικής ποινής βασικού ποσού 30 εκατομμυρίων ευρώ ανά εξάμηνο ενδείκνυται.

68. Κατά συνέπεια, η Ιταλική Δημοκρατία πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό “Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης” χρηματική ποινή το ύψος της οποίας να αντιστοιχεί στο [γινόμενο] του βασικού ποσού των 30 εκατομμυρίων ευρώ επί το ποσοστό των ασύμβατων παρανόμων ενισχύσεων των οποίων η ανάκτηση δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί ή δεν έχει αποδειχθεί κατά τη λήξη της οικείας περιόδου, υπολογιζόμενο σε σχέση με το σύνολο των ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί κατά την ημερομηνία [δημοσιεύσεως] της παρούσας αποφάσεως, αυτό δε ανά εξάμηνο καθυστερήσεως της εφαρμογής των αναγκαίων μέτρων για τη συμμόρφωσή της προς την [διαπιστώνουσα παράβαση απόφαση (EU:C:2004:207)], αρχής γενομένης από της παρούσας αποφάσεως και μέχρι να εκτελεστεί η εν λόγω [διαπιστώνουσα παράβαση] απόφαση [(EU:C:2004:207)].

[…]

69. Πρέπει να υπομνηστεί ότι […] στο οικείο κράτος μέλος απόκειται να προσκομίσει στην Επιτροπή την άμεση και αξιόπιστη απόδειξη περί της θέσεως σε εφαρμογή της αποφάσεως [ανακτήσεως] και της πραγματικής ανακτήσεως των ποσών των επίδικων παρανόμων ενισχύσεων.

[…]

72. Ως προς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι επίδικες ενισχύσεις πρέπει να ανακτώνται από επιχειρήσεις που τελούν σε κατάσταση πτωχεύσεως ή για τις οποίες έχει κινηθεί η πτωχευτική διαδικασία της οποίας αντικείμενο είναι η ρευστοποίηση του ενεργητικού και η εκκαθάριση του παθητικού, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή βρίσκονται σε κατάσταση πτωχεύσεως δεν επηρεάζει την υποχρέωση ανακτήσεως […]

73. Επίσης κατά πάγια νομολογία, η αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως και η εξάλειψη της απορρέουσας από τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις νοθεύσεως του ανταγωνισμού μπορούν καταρχήν να επιτευχθούν με την εγγραφή στον πίνακα των απαιτήσεων της απαιτήσεως που αφορά την ανάκτηση των οικείων ενισχύσεων […]

74. Για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, απόκειται επομένως στην Ιταλική Δημοκρατία να προσκομίσει στην Επιτροπή την απόδειξη περί της εγγραφής των επίδικων απαιτήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχεύσεως. Αν δεν μπορεί να το επιτύχει, στο εν λόγω κράτος μέλος απόκειται να αναφέρει οποιοδήποτε στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι ενήργησε με την απαιτουμένη προς τον σκοπό αυτό επιμέλεια. Ειδικότερα, στην περίπτωση κατά την οποία απορριφθεί αίτηση εγγραφής απαιτήσεως, σ’ αυτό απόκειται να αποδείξει ότι κίνησε, κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου, κάθε διαδικασία δυνάμενη να θέσει εν αμφιβόλω την εν λόγω απόρριψη.

75. Κατά συνέπεια, και αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, δεν μπορεί να υποχρεωθεί η Ιταλική Δημοκρατία, για τους σκοπούς υπολογισμού της χρηματικής ποινής στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς και προκειμένου για επιχειρήσεις σε κατάσταση πτωχεύσεως ή για τις οποίες έχει κινηθεί η πτωχευτική διαδικασία, να προσκομίσει όχι μόνο την απόδειξη περί της εγγραφής των απαιτήσεων στο παθητικό αυτών, αλλά και περί της πωλήσεως του ενεργητικού τους υπό όρους αγοράς. Όπως ορθώς ισχυρίζεται το εν λόγω κράτος μέλος, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, με σκοπό να γίνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής που αφορά την πληρωμή των χρηματικών ποινών που οφείλονται σε εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως, ποσά τα οποία δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί από επιχειρήσεις που έχουν πτωχεύσει, αλλά για την είσπραξη των οποίων το εν λόγω κράτος μέλος ενήργησε με την απαιτουμένη επιμέλεια. Στην αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω χρηματική ποινή θα έχανε τον προσαρμοσμένο και ανάλογο προς την διαπιστωθείσα παράβαση χαρακτήρα της […] επιβάλλοντας στην Ιταλική Δημοκρατία χρηματική επιβάρυνση απορρέουσα από την ίδια τη φύση της διαδικασίας πτωχεύσεως καθώς και από την [σταθερή] διάρκεια αυτής και στην οποία το εν λόγω κράτος μέλος δεν έχει άμεση επιρροή.»

8        Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο, αφενός, έκρινε ότι, μην έχοντας λάβει, κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την από 1ης Φεβρουαρίου 2008 αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 228 ΕΚ, όλα τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της διαπιστώνουσας παράβαση αποφάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από την απόφαση ανακτήσεως και από το άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ (προς εκτέλεση απόφαση, σημείο 1 του διατακτικού).

9        Αφετέρου, στο σημείο 2 του διατακτικού της προς εκτέλεση αποφάσεως, το Δικαστήριο υποχρέωσε την Ιταλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», χρηματική ποινή το ύψος της οποίας να αντιστοιχεί στο γινόμενο του βασικού ποσού των 30 εκατομμυρίων ευρώ επί το ποσοστό των ασυμβίβαστων παρανόμων ενισχύσεων «των οποίων η ανάκτηση δεν [είχε] ακόμη πραγματοποιηθεί ή δεν [είχε] αποδειχθεί κατά τη λήξη της οικείας περιόδου» (στο εξής: ενισχύσεις που δεν είχαν ακόμη ανακτηθεί), υπολογιζόμενο σε σχέση με το σύνολο των «ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί κατά την ημερομηνία [δημοσιεύσεως] της [προς εκτέλεση] αποφάσεως [(EU:C:2011:740)]» (στο εξής: προς ανάκτηση ενισχύσεις τη 17η Νοεμβρίου 2011), αυτό δε ανά εξάμηνο καθυστερήσεως της εφαρμογής των αναγκαίων μέτρων για τη συμμόρφωσή της προς τη διαπιστώνουσα παράβαση απόφαση, αρχής γενομένης από της προς εκτέλεση αποφάσεως και μέχρι να εκτελεστεί η διαπιστώνουσα παράβαση απόφαση.

 Αίτηση ερμηνείας και ερμηνευτική διάταξη

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Φεβρουαρίου 2013, η Ιταλική Δημοκρατία, βάσει του άρθρου 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 158 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, υπέβαλε αίτηση ερμηνείας των σκέψεων 52, 55 και 68 του σκεπτικού καθώς και του σημείου 2 του διατακτικού της προς εκτέλεση αποφάσεως.

11      Με το δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Φεβρουαρίου 2013, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε επομένως από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει, αφενός, τη φράση «των ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί κατά την ημερομηνία [δημοσιεύσεως] της [προς εκτέλεση] αποφάσεως [(EU:C:2011:740)]», η οποία περιλαμβάνεται στις σκέψεις 52, 55 και 68 του σκεπτικού και στο σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως αυτής, υπό την έννοια ότι αφορά τα ποσά που δεν είχαν ακόμη ανακτηθεί την ημερομηνία κατά την οποία περατώθηκε, διαρκούσης της δίκης, το στάδιο της διεξαγωγής αποδείξεων, ήτοι τον χρόνο κατά τον οποίο αποκρυσταλλώθηκε η αφορώσα τα πραγματικά περιστατικά διαδικαστική κατάσταση βάσει της οποίας το Δικαστήριο εκδίκασε τη διαφορά, και, αφετέρου, τη φράση «των οποίων η ανάκτηση δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί ή δεν έχει αποδειχθεί στο τέλος της οικείας περιόδου», η οποία χρησιμοποιήθηκε στις σκέψεις 52, 55 και 68 του σκεπτικού και του σημείου 2 του διατακτικού της ίδιας αποφάσεως, υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη, για την ανά εξάμηνο εκτίμηση της προόδου της Ιταλικής Δημοκρατίας σχετικά με την αναζήτηση των επίμαχων ενισχύσεων, όχι μόνον έγγραφα αφορώντα το εξάμηνο αυτό τα οποία περιέρχονται στη γνώση της Επιτροπής πριν από τη λήξη του εν λόγω εξαμήνου, αλλά και κάθε έγγραφο αφορών το εξάμηνο αναφοράς.

12      Με διάταξη της 11ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑496/09 INT, στο εξής: ερμηνευτική διάταξη, EU:C:2013:461), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ερμηνείας της Ιταλικής Δημοκρατίας ως απαράδεκτη.

13      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι «επιβ[αλλόταν] η διαπίστωση ότι το διατακτικό της [προς εκτέλεση] αποφάσεως [(EU:C:2011:740)] της οποίας ζητείται η ερμηνεία, σύμφωνα με την αιτιολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 52, 55 και 68 αυτής, αφορ[ούσε] ρητώς την ημερομηνία [δημοσιεύσεως] της εν λόγω αποφάσεως ως ημερομηνία αναφοράς για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού των μη ακόμη ανακτηθεισών ενισχύσεων το οποίο θα ληφθεί υπόψη ως βάση υπολογισμού για την αποκλιμακούμενη χρηματική ποινή στην οποία [είχε] καταδικαστεί το κράτος μέλος αυτό» (ερμηνευτική διάταξη, σκέψη 9).

14      Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι «[δεν αμφισβητείτ[ο] ότι μια αυστηρά γραμματική ερμηνεία του διατακτικού της [προς εκτέλεση] αποφάσεως [(EU:C:2011:740) ήταν] ικανή να στηρίξει τη δυνατότητα της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη, για τον υπολογισμό του ποσοστού των ενισχύσεων που πρέπει να λογίζονται ως μη ανακτηθείσες κατά το πέρας κάθε συγκεκριμένου εξαμήνου, μόνον τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που περιέρχοντα[ν] στην ίδια πριν από τη λήξη της οικείας περιόδου […]» (ερμηνευτική διάταξη, σκέψη 10).

15      Το Δικαστήριο έκρινε ότι «η αίτηση της Ιταλικής Δημοκρατίας αποσκοπ[ούσε] στο να θέσει υπό αμφισβήτηση τις συνέπειες μιας τέτοιας αυστηρά γραμματικής ερμηνείας του διατακτικού της [προς εκτέλεση] αποφάσεως [(EU:C:2011:740)]. Η αμφισβήτηση […] αυτή δεν [ήταν] σύμφωνη ούτε προς [το άρθρο] 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και [του άρθρου] 158, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας [του Δικαστηρίου] ούτε προς την ισχύ του δεδικασμένου την οποία έχουν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου» (ερμηνευτική διάταξη, σκέψη 11).

16      Επομένως, «[δ]εδομένου ότι δεν στηρίζεται σε καμία δυσχέρεια κατανοήσεως της εννοίας και του περιεχομένου της [προς εκτέλεση] αποφάσεως [(EU:C:2011:740)], η ως άνω αίτηση [έπρεπε] να κριθεί απαράδεκτη» (ερμηνευτική διάταξη, σκέψη 12).

 Πρώτη απόφαση της Επιτροπής και απόφαση επί της πρώτης χρηματικής ποινής

17      Στις 11 Μαρτίου 2013, κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία η απόφαση C(2013) 1264 τελικό της Επιτροπής, της 7ης Μαρτίου 2013, η οποία τη διέτασσε να καταβάλει στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης» το ποσό των 16 533 000 ευρώ ως χρηματική ποινή για το πρώτο εξάμηνο μετά τη δημοσίευση της προς εκτέλεση αποφάσεως.

18      Στις 21 Μαΐου 2013, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά της αποφάσεως αυτής (υπόθεση T‑268/13).

19      Με απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2014, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑268/13, στο εξής: απόφαση επί της πρώτης χρηματικής ποινής, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:900), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας.

 Δεύτερη απόφαση της Επιτροπής επί του ύψους της χρηματικής ποινής (προσβαλλόμενη απόφαση)

20      Αφού παρασχέθηκε στις ιταλικές αρχές η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των προκαταρκτικών εκτιμήσεών της, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2013) 8681 τελικό, της 6ης Δεκεμβρίου 2013, με την οποία, σε συμμόρφωση προς την προς εκτέλεση απόφαση, προσδιόρισε το ύψος της χρηματικής ποινής το οποίο όφειλε η Ιταλική Δημοκρατία για το δεύτερο εξάμηνο μετά τη δημοσίευση της προς εκτέλεση αποφάσεως (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

21      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αξιολόγησε, μεταξύ άλλων, την πρόοδο που σημείωσε η Ιταλική Δημοκρατία όσον αφορούσε την ανάκτηση των ενισχύσεων κατά την οικεία περίοδο (από 17 Μαΐου έως 17 Νοεμβρίου 2012), και διαπίστωσε ότι οι υπολειπόμενες προς ανάκτηση ενισχύσεις τη 17η Νοεμβρίου 2012 αντιστοιχούσαν στο 20,84 % των ενισχύσεων που απέμεναν προς ανάκτηση κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προς εκτέλεση αποφάσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή επέβαλε στην Ιταλική Δημοκρατία χρηματική ποινή ίση προς το 20,84 % του βασικού ποσού των 30 εκατομμυρίων ευρώ, ήτοι 6 252 000 ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Φεβρουαρίου 2014, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

23      Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε σειρά ερωτήσεων στους διαδίκους και ζήτησε την προσκόμιση πλήθους εγγράφων που αφορούν την υπόθεση.

24      Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Ιταλική Δημοκρατία να διευκρινίσει αν, κατόπιν της αποφάσεως επί της πρώτης χρηματικής ποινής, με την οποία απορρίφθηκε λόγος ανάλογος με τον πρώτο προβαλλόμενο στην υπό κρίση υπόθεση λόγο, διατηρούσε αυτόν τον πρώτο λόγο.

25      Η Ιταλική Δημοκρατία δήλωσε εμπροθέσμως στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραιτείτο από τον πρώτο λόγο προσφυγής, όπερ το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε στα πρακτικά.

26      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να διευκρινίσουν εάν και κατά πόσον η εφαρμογή των τόκων ανατοκισμού στην υπό κρίση υπόθεση μπορούσε να επηρεάσει το ύψος της χρηματικής ποινής που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, η Επιτροπή κλήθηκε να προσκομίσει περισσότερες λεπτομέρειες επί της θέσεώς της σύμφωνα με την οποία ο δεύτερος λόγος που προβάλλεται στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτος ή αλυσιτελής, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της νομιμότητας του συνυπολογισμού των τόκων ανατοκισμού.

27      Οι διάδικοι υπέβαλαν εμπροθέσμως στο Γενικό Δικαστήριο τις απαντήσεις τους επί της ερωτήσεως αυτής.

28      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να του υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τις συνέπειες που ενδεχομένως έχει η απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A (C‑89/14, EU:C:2015:537), επί των κρίσεων που πρέπει να συναχθούν ως προς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως.

29      Οι διάδικοι υπέβαλαν εμπροθέσμως στο Γενικό Δικαστήριο τις απαντήσεις τους επί της ερωτήσεως αυτής.

30      Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να της υποβάλει τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε προκειμένου να διαπιστώσει κατ’ ουσίαν ότι η Ιταλική Δημοκρατία είχε δεχθεί να παρεκκλίνει από τον προβλεπόμενο στα άρθρα 1282 και 1283 του Codice civile (ιταλικού αστικού κώδικα) κανόνα όσον αφορά την εφαρμογή ανατοκισμού για την ανάκτηση της επίδικης κρατικής ενισχύσεως (βλ., μεταξύ άλλων, προσβαλλόμενη απόφαση, σημεία 29 και 32), και τούτο για ολόκληρη την υπό εξέταση περίοδο.

31      Η Επιτροπή απέστειλε εμπροθέσμως στο Γενικό Δικαστήριο τα ζητηθέντα έγγραφα, τα οποία κοινοποιήθηκαν επίσης στην Ιταλική Δημοκρατία. Τα έγγραφα αυτά είναι τα ακόλουθα:

–        έγγραφο της Επιτροπής προς την Ιταλική Δημοκρατία της 12ης Ιουνίου 2013, το οποίο περιλάμβανε προκαταρκτική αξιολόγηση της προόδου ανακτήσεως που είχε πραγματοποιηθεί κατά το δεύτερο εξάμηνο μετά την προς εκτέλεση απόφαση·

–        έγγραφο της Επιτροπής προς την Ιταλική Δημοκρατία της 31ης Οκτωβρίου 2003, το οποίο υπενθύμιζε ότι, «για τον υπολογισμό του προς επιστροφή ποσού, έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι τόκοι ανατοκισμού σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα εφαρμοστέα επιτόκια σε περίπτωση ανάκτησης ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως […]»·

–        έγγραφο της Επιτροπής προς την Ιταλική Δημοκρατία της 29ης Ιανουαρίου 2004, το οποίο υπενθύμιζε επίσης ότι οι τόκοι ανατοκισμού έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του προς επιστροφή ποσού σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα επιτόκια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως (ΕΕ 2003, C 110, σ. 21)·

–        έγγραφο της Ιταλικής Δημοκρατίας προς την Επιτροπή της 17ης Ιανουαρίου 2005, το οποίο περιλάμβανε ως παράρτημα σημείωμα για τη διαβίβαση προς την Επιτροπή των αριθμητικών στοιχείων αναφορικά με τις παράνομες ενισχύσεις, διευκρινίζοντας ότι «οι τόκοι είχαν υπολογισθεί με τη μέθοδο του ανατοκισμού, όπως είχε επισημανθεί από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, με το ισχύον επιτόκιο αναφοράς σύμφωνα με τους όρους που αναγράφονται στον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

32      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

34      Στο παρόν στάδιο, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της (βλ. σκέψεις 24 και 25 ανωτέρω). Υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το εφαρμοστέο ρυθμιστικό πλαίσιο καθόσον, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής, η Επιτροπή απαίτησε τον συνυπολογισμό τόκων ανατοκισμού στο ποσό των προς ανάκτηση ενισχύσεων. Όμως, κατά τη νομολογία, για τις αποφάσεις ανακτήσεως που προηγούνται της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 140, σ. 1), όπως διορθώθηκε (ΕΕ 2004, L 286, σ. 3), είναι δυνατός ο συνυπολογισμός των τόκων ανατοκισμού μόνο εφόσον τούτο ισχύει στο συνήθως εφαρμοζόμενο καθεστώς σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Τούτο δεν ισχύει εν προκειμένω κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1283 του ιταλικού αστικού κώδικα, κατά το οποίο οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι δεν παράγουν αυτομάτως τόκους.

35      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτος ή αλυσιτελής, ή, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Προκαταρκτικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο υπολογισμός της χρηματικής ποινής σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν επηρεάσθηκε από το αίτημα που διατυπώθηκε στο σημείο 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εν είδει obiter dictum, να ληφθούν υπόψη τόκοι ανατοκισμού επί των παράνομων ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, το αίτημα αυτό δεν μετάβαλε το ύψος της χρηματικής ποινής που καθόρισε η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη μόνον τα στοιχεία που είχαν προηγουμένως προσκομίσει οι ιταλικές αρχές. Εξάλλου, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να αμφισβητήσει το αίτημα για τον συνυπολογισμό των τόκων ανατοκισμού που υποβλήθηκε κατά τον χρόνο εκείνο της διοικητικής διαδικασίας, καθώς το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε στοιχεία που προσκόμισε η Ιταλία τα οποία συνυπολόγιζαν τους τόκους ανατοκισμού όταν καθόρισε το βασικό ποσό της χρηματικής ποινής στην προς εκτέλεση απόφαση (σκέψη 64). Ο συνυπολογισμός τόκων ανατοκισμού είναι, επομένως, όχι μόνον νόμιμος από απόψεως των κριτηρίων που τάσσει το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ανάκτηση ενισχύσεων και τη σχετική συμφωνία που επήλθε μεταξύ των διαδίκων, αλλά είναι περιβεβλημένος και με ισχύ δεδικασμένου που δημιουργεί η προς εκτέλεση απόφαση.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 Το νομικό πλαίσιο

–       Κανονισμός 659/1999

36      Το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), με τίτλο «Ανάκτηση της ενίσχυσης», προβλέπει στις παραγράφους 2 και 3:

«2. Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί δυνάμει απόφασης ανάκτησης περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους, υπολογιζόμενους με το δέον επιτόκιο που ορίζει η Επιτροπή. Οι τόκοι πρέπει να καταβληθούν από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της.

3. […] η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής […]».

–       Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα επιτόκια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως

37      Η ανακοίνωση της Επιτροπής, σχετικά με τα επιτόκια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 8 Μαΐου 2003 (ΕΕ 2003, C 110, σ. 21), ορίζει τα εξής:

«[...]

Στο πλαίσιο της χρηστής συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών για την εκτέλεση ορισμένων αποφάσεων περί ανάκτησης, έχει ανακύψει το ερώτημα κατά πόσον το επιτόκιο αυτό πρέπει να εφαρμόζεται με τη μέθοδο του απλού τοκισμού ή με τη μέθοδο του ανατοκισμού [...]. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να αποσαφηνίσει επειγόντως τη θέση της επί του συγκεκριμένου ζητήματος, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της ανάκτησης παράνομων ενισχύσεων και της θέσης που το μέτρο αυτό κατέχει στο πλαίσιο του προβλεπόμενου από τη [Σ]υνθήκη συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

[...]

Βάσει της συναλλακτικής πρακτικής, οι τόκοι υπολογίζονται κατά κανόνα με τη μέθοδο του απλού τοκισμού όταν ο αποδέκτης των χρημάτων δεν μπορεί να κάνει χρήση του ποσού των τόκων πριν από τη λήξη της κρίσιμης χρονικής περιόδου, παραδείγματος χάρη όταν οι τόκοι καταβάλλονται μόλις κατά τη λήξη της κρίσιμης χρονικής περιόδου. Οι τόκοι υπολογίζονται κατά κανόνα με τη μέθοδο του ανατοκισμού σε περίπτωση που μπορεί να θεωρηθεί ότι το ποσό των τόκων καταβάλλεται στον δικαιούχο κάθε χρόνο (ή κάθε κρίσιμη χρονική περίοδο), με αποτέλεσμα να προσαυξάνεται αντιστοίχως το ποσό του αρχικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος αποκομίζει τόκο από τον τόκο που καταβάλλεται για κάθε περίοδο.

[...] Επομένως, ανεξάρτητα από τις ανομοιότητες των διαφόρων περιπτώσεων, προκύπτει ότι μία παράνομη ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα την παροχή χρηματοδότησης στον αποδέκτη υπό όρους παρόμοιους με εκείνους ενός μεσοπρόθεσμου άτοκου δανείου. Κατά συνέπεια, κρίνεται σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψη οι τόκοι από ανατοκισμό, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι εξουδετερώνονται πλήρως τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.

Με βάση τα προεκτεθέντα, η Επιτροπή επιθυμεί να ενημερώσει τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερόμενους ότι στις αποφάσεις που ενδεχομένως θα εκδίδει μελλοντικώς διατάσσοντας την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως θα εφαρμόζει μεν το επιτόκιο αναφοράς το οποίο χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του καθαρού ισοδύναμου επιχορήγησης των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, αλλά με βάση τη μέθοδο του ανατοκισμού. Σύμφωνα με τη συνήθη συναλλακτική πρακτική, ο ανατοκισμός είναι ετήσιος. Αντιστοίχως, η Επιτροπή αναμένει από τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τη μέθοδο του ανατοκισμού για την εκτέλεση εκκρεμουσών αποφάσεων ανάκτησης, εκτός αν αυτό αντιβαίνει σε μια από τις γενικές αρχές του [δικαίου της Ένωσης].»

–       Κανονισμός 794/2004

38      Τα άρθρα 9 και 11 του κανονισμού 794/2004, περιλαμβανόμενα στο κεφάλαιο V του κανονισμού αυτού, αφορούν το επιτόκιο με το οποίο πρέπει να υπολογίζονται οι τόκοι που συνδέονται με την ανάκτηση παράνομων ενισχύσεων.

39      Με τίτλο «Μέθοδος προσδιορισμού του επιτοκίου», το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα στην παράγραφο 1:

«1. Εάν δεν έχει προβλεφθεί διαφορετικά με ειδική απόφαση, το επιτόκιο που εφαρμόζεται για την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3 της [Σ]υνθήκης είναι ετήσιο ποσοστό που καθορίζεται για κάθε ημερολογιακό έτος.»

40      Με τίτλο «Μέθοδος εφαρμογής του επιτοκίου», το άρθρο 11 του κανονισμού 794/2004 ορίζει στην παράγραφο 2 αυτού τα ακόλουθα:

«Το επιτόκιο εφαρμόζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού μέχρι την ημερομηνία ανάκτησης της ενίσχυσης. Ο τόκος που έχει γεννηθεί κατά το προηγούμενο έτος υπόκειται σε τοκισμό σε κάθε μεταγενέστερο έτος.»

41      Το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 794/2004, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο VI, με τίτλο «Τελικές διατάξεις», προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 30 Απριλίου 2004, άρχισε να ισχύει στις 20 Μαΐου 2004. Εξάλλου, κατά το άρθρο 13, πέμπτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, το άρθρο 11 αυτού εφαρμόζεται σε κάθε απόφαση περί ανακτήσεως η οποία κοινοποιείται μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του.

–       Απόφαση ανακτήσεως

42      Στις 11 Μαΐου 1999, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση ανακτήσεως, η οποία κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία στις 4 Ιουνίου 1999 (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω). Στα άρθρα 1 και 2 της αποφάσεως αυτής η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ορισμένα μέτρα για την απασχόληση, τα οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλική Δημοκρατία και δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα αυτά, ήταν ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά. Κατά το άρθρο 3 της αποφάσεως ανακτήσεως:

«Η Ιταλία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτηθούν από τους αποδέκτες οι ενισχύσεις που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 1 και 2 και οι οποίες τους χορηγήθηκαν παράνομα.

Η ανάκτηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας. Επί των ανακτωμένων ποσών οφείλονται τόκοι από το χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την πραγματική τους ανάκτηση. Οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων.»

–       Ιταλικό δίκαιο

43      Το άρθρο 1283 του ιταλικού αστικού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Ελλείψει αντίθετων συναλλακτικών ηθών, οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι δύνανται να παραγάγουν τόκους μόνον από την ημέρα ασκήσεως αγωγής ή βάσει συμβάσεως μεταγενέστερης από την ημερομηνία λήξεώς τους, και πάντοτε εφόσον πρόκειται για τόκους οφειλόμενους για τουλάχιστον έξι μήνες.»

44      Αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A (C‑89/14, EU:C:2015:537, σκέψεις 13 και 14), κανένας διάδικος δεν προέβαλε ότι άλλη διάταξη του ιταλικού δικαίου τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση.

 Στοιχεία σχετικά με τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής

45      Στις 17 Νοεμβρίου 2011, με την προς εκτέλεση απόφαση, το Δικαστήριο υποχρέωσε την Ιταλική Δημοκρατία να καταβάλει «χρηματική ποινή […] ανά εξάμηνο καθυστερήσεως της εφαρμογής των αναγκαίων μέτρων για τη συμμόρφωσή της προς την [διαπιστώνουσα παράβαση απόφαση (EU:C:2004:207)]».

46      Στο σημείο 2 του διατακτικού της προς εκτέλεση αποφάσεως, τα στοιχεία σχετικά με τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής είναι τα εξής:

–        για κάθε εξάμηνο καθυστερήσεως της εφαρμογής των αναγκαίων μέτρων για τη συμμόρφωση προς τη διαπιστώνουσα παράβαση απόφαση·

–        η χρηματική ποινή προκύπτει από πολλαπλασιασμό του βασικού ποσού των 30 εκατομμυρίων ευρώ·

–        επί το ποσοστό των ενισχύσεων των οποίων η ανάκτηση δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί·

–        υπολογιζόμενο σε σχέση με το σύνολο των προς ανάκτηση ενισχύσεων τη 17η Νοεμβρίου 2011.

47      Στις 7 Μαρτίου 2013, με την πρώτη απόφαση της Επιτροπής για το ύψος της χρηματικής ποινής (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω και σημεία 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή καθόρισε το ύψος της χρηματικής ποινής για την περίοδο από 17 Νοεμβρίου 2011 έως 17 Μαΐου 2012 σε 16 533 000 ευρώ λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

–        το ποσό των προς ανάκτηση ενισχύσεων τη 17η Νοεμβρίου 2011 ορίσθηκε σε 118 175 296 ευρώ·

–        το ποσό των ενισχύσεων που δεν είχαν ακόμη ανακτηθεί τη 17η Μαΐου 2012 ορίσθηκε σε περίπου 65 130 279 ευρώ, ήτοι 55,11 % του ποσού που αντιστοιχεί στις προς ανάκτηση ενισχύσεις τη 17η Νοεμβρίου 2011·

–        με βάση τον πολλαπλασιασμό του ποσοστού των ενισχύσεων που δεν είχαν ακόμη ανακτηθεί τη 17η Μαΐου 2012 (55,11 %) επί του ποσού των 30 εκατομμυρίων ευρώ υπολογίσθηκε το ύψος της χρηματικής ποινής για την περίοδο από 17 Νοεμβρίου 2011 έως 17 Μαΐου 2012, ήτοι 16 533 000 ευρώ.

48      Στις 6 Δεκεμβρίου 2013, στα σημεία 77 έως 79 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καθόρισε το ύψος της χρηματικής ποινής για την περίοδο από 17 Μαΐου έως 17 Νοεμβρίου 2012 σε 6 252 000 ευρώ λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

–        το ποσό των προς ανάκτηση ενισχύσεων τη 17η Νοεμβρίου 2011 ορίσθηκε σε 118 175 296 ευρώ·

–        το ποσό των ενισχύσεων που δεν είχαν ακόμη ανακτηθεί τη 17η Νοεμβρίου 2012 ορίσθηκε σε 24 627 937,21 ευρώ, ήτοι 20,84 % του ποσού που αντιστοιχεί στις προς ανάκτηση ενισχύσεις την 17η Νοεμβρίου 2011·

–        με βάση τον πολλαπλασιασμό του ποσοστού των ενισχύσεων που δεν είχαν ακόμη ανακτηθεί τη 17η Νοεμβρίου 2012 (20,84 %) επί του ποσού των 30 εκατομμυρίων ευρώ υπολογίσθηκε το ύψος της χρηματικής ποινής για την περίοδο από 17 Μαΐου έως 17 Νοεμβρίου 2012, ήτοι 6 252 000 ευρώ.

49      Τα επιχειρήματα των διαδίκων επιβάλλεται να εξετασθούν υπό το πρίσμα αυτών των προκαταρκτικών παρατηρήσεων επί του νομικού πλαισίου και των στοιχείων σχετικά με τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

50      Με τον λόγο αυτό, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί καθόσον, για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής για το εξάμηνο από 17 Μαΐου έως 17 Νοεμβρίου 2012, η Επιτροπή παρανόμως έλαβε υπόψη ποσά τα οποία εμπεριείχαν τόκους ανατοκισμού.

51      Πρώτον, προκύπτει συναφώς ότι, για τον καθορισμό του ποσού των προς ανάκτηση ενισχύσεων τη 17η Νοεμβρίου 2011, ημερομηνία δημοσιεύσεως της προς εκτέλεση αποφάσεως, τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή πράγματι εμπεριείχαν τόκους ανατοκισμού.

52      Έτσι, στο σημείο 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι «όλα τα αριθμητικά στοιχεία που ανέφεραν οι ιταλικές αρχές αντιστοιχ[ούσαν] στα ποσά των μέτρων ενισχύσεως που ίσχυαν το 2007, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκαν οι επίσημες εντολές». Στο σημείο 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζεται συναφώς ότι «έως το 2007 οι ιταλικές αρχές εφήρμοσαν στα ποσά των υφιστάμενων ενισχύσεων τόκους ανατοκισμού, όπως συμφωνήθηκε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής».

53      Ομοίως, απαντώντας στο δεύτερο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω), η Επιτροπή επισήμανε ότι «τα αριθμητικά στοιχεία που αντιστοιχ[ούσαν] στα ποσά των ενισχύσεων που ίσχυαν το 2007 είχαν υπολογισθεί από τις ιταλικές αρχές εφαρμόζοντας τόκους ανατοκισμού στις παράνομες ενισχύσεις».

54      Με την απάντηση αυτή, η Επιτροπή υπενθύμισε όσα απορρέουν από τα σημεία 29 έως 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι ότι, στις 21 Μαρτίου 2013, οι ιταλικές αρχές την είχαν ενημερώσει ότι, αντιθέτως προς τα προηγουμένως συμφωνηθέντα, είχαν σταματήσει, από το 2007, να υπολογίζουν τόκους, με τη μέθοδο του απλού τοκισμού ή του ανατοκισμού, και να εφαρμόζουν τους εν λόγω τόκους στις παράνομες προς ανάκτηση ενισχύσεις. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι «τα οφειλόμενα ποσά το 2007 ουδέποτε ενημερώθηκαν ώστε να λάβουν υπόψη τους εφαρμοζόμενους τόκους» και ότι, για τον λόγο αυτό, κάλεσε τις ιταλικές αρχές, στο σημείο 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να υπολογίσουν τους τόκους ανατοκισμού επί των παράνομων ενισχύσεων αρχής γενομένης από το 2007.

55      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι συμφώνησαν επίσης ότι οι προς ανάκτηση ενισχύσεις τη 17η Νοεμβρίου 2011, που λήφθηκαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση, απηχούν την εκφρασθείσα σε αριθμητικά στοιχεία του 2007 κατάσταση κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Τα συνεκτιμηθέντα στοιχεία κατά τον χρόνο εκείνο προσδιορίσθηκαν επομένως στις 17 Νοεμβρίου 2011 βάσει των στοιχείων που προσκόμισε η Ιταλική Δημοκρατία όταν απέστειλε τις επίσημες εντολές ανακτήσεως το 2007. Δεν αμφισβητείται ότι αυτά τα στοιχεία εμπεριείχαν, τουλάχιστον έως το 2007, τόκους ανατοκισμού.

56      Δεδομένου ότι οι προς ανάκτηση ενισχύσεις τη 17η Νοεμβρίου 2011 εμπεριείχαν τόκους ανατοκισμού, πρέπει να θεωρηθεί ότι το ύψος της χρηματικής ποινής που οφειλόταν για το εξάμηνο από 17 Μαΐου έως 17 Νοεμβρίου 2012, υπολογισθέν κατ’ εφαρμογήν του παρατεθέντος τύπου στις σκέψεις 46 και 48 ανωτέρω, έλαβε επίσης υπόψη τα στοιχεία που εμπεριείχαν τόκους ανατοκισμού. Αυτή καθαυτήν η προσβαλλόμενη απόφαση περατώνει τη διαδικασία εκκαθαρίσεως της οφειλόμενης χρηματικής ποινής για το εξάμηνο από 17 Μαΐου έως 17 Νοεμβρίου 2012 και βλάπτει την Ιταλική Δημοκρατία, η οποία ως εκ τούτου παραδεκτώς αμφισβητεί τη νομιμότητά της και επικαλείται προς τον σκοπό αυτό κάθε πραγματικό και νομικό λόγο υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

57      Δεύτερον, επιβάλλεται πλέον να εξετασθεί αν υφίσταται νομική βάση επιτρέπουσα την εν προκειμένω εφαρμογή τόκων ανατοκισμού, όπερ η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί με την προσφυγή της.

58      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως επί υποθέσεως παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενισχύσεως από τον δικαιούχο. Η προς επιστροφή ενίσχυση δυνάμει αποφάσεως περί ανακτήσεως περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, τόκους. Εντούτοις, η τελευταία αυτή διάταξη δεν διευκρινίζει αν οι τόκοι αυτοί πρέπει να υπολογίζονται με τη μέθοδο του απλού τοκισμού ή του ανατοκισμού (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A, C‑89/14, EU:C:2015:537, σκέψη 26).

59      Πρώτον, επισημαίνεται συναφώς ότι, μολονότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 794/2004 ορίζει ότι το επιτόκιο εφαρμόζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού μέχρι την ημερομηνία ανακτήσεως της ενισχύσεως και ότι ο τόκος που έχει γεννηθεί κατά το προηγούμενο έτος υπόκειται σε τοκισμό σε κάθε μεταγενέστερο έτος, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 13, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, μόνον στις αποφάσεις ανακτήσεως που κοινοποιούνται μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του εν λόγω κανονισμού, ήτοι μετά την 20ή Μαΐου 2004 (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A, C‑89/14, EU:C:2015:537, σκέψη 27).

60      Επομένως, δεδομένου ότι η επίμαχη απόφαση ανακτήσεως, με την οποία κηρύχθηκαν ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά οι ενισχύσεις οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ανακτήσεως στην υπό κρίση υπόθεση, κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία στις 4 Ιουνίου 1999, ήτοι πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 794/2004, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού δεν εφαρμόζεται αυτό καθαυτό ratione temporis στην υπόθεση αυτή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A, C‑89/14, EU:C:2015:537, σκέψη 28).

61      Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα σχετικά με το ποια κανονιστική ρύθμιση είχε εφαρμογή για το προ της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 794/2004 διάστημα προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι τόκοι πρέπει να υπολογισθούν με τη μέθοδο του απλού τοκισμού ή του ανατοκισμού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Département du Loiret (C‑295/07 P, EU:C:2008:707, σκέψη 46), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, την ημερομηνία εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως της Επιτροπής στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφασή του, ήτοι στις 12 Ιουλίου 2000, ούτε το δίκαιο της Ένωσης ούτε η νομολογία του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου διευκρίνιζαν αν οι τόκοι που οφείλονται σε περίπτωση επιστροφής αναζητούμενης ενισχύσεως πρέπει να υπολογίζονται με τη μέθοδο του απλού τοκισμού ή του ανατοκισμού. Ελλείψει σχετικής διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η πρακτική της Επιτροπής, που περιγράφεται λεπτομερώς ιδίως στο έγγραφό της SG(91) D/4577 προς τα κράτη μέλη, της 4ης Μαρτίου 1991, συνέδεε το ζήτημα του υπολογισμού των τόκων με τη διαδικασία ανακτήσεως και παρέπεμπε, συναφώς, στο εθνικό δίκαιο (αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Département du Loiret, C‑295/07 P, EU:C:2008:707, σκέψεις 82 έως 84, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A, C‑89/14, EU:C:2015:537, σκέψη 29).

62      Μόλις στην ανακοίνωσή της σχετικά με τα επιτόκια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως, η οποία δημοσιεύθηκε στις 8 Μαΐου 2003, η Επιτροπή δήλωσε ρητώς ότι θα υπολόγιζε το επιτόκιο με τη μέθοδο του ανατοκισμού σε κάθε απόφαση διατάσσουσα την ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως την οποία θα εξέδιδε στο μέλλον και ότι ανέμενε από τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τη μέθοδο του ανατοκισμού κατά την εκτέλεση κάθε σχετικής αποφάσεως περί ανακτήσεως (αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Département du Loiret, C‑295/07 P, EU:C:2008:707, σκέψη 46, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A, C‑89/14, EU:C:2015:537, σκέψη 30).

63      Όσον αφορά την απόφαση ανακτήσεως, η απόφαση αυτή ορίζει, στο άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως πραγματοποιείται σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, ότι επί των ανακτωμένων ποσών οφείλονται τόκοι από τον χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την πραγματική τους ανάκτηση και ότι οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορηγήσεως στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων, χωρίς ωστόσο να περιλαμβάνει συμπληρωματικές ενδείξεις όσον αφορά το αν οι εν λόγω τόκοι πρέπει να υπολογίζονται με τη μέθοδο του απλού τοκισμού ή του ανατοκισμού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A, C‑89/14, EU:C:2015:537, σκέψη 31).

64      Δεδομένου ότι η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία στις 4 Ιουνίου 1999, ήτοι προ της μεταβολής της πρακτικής της Επιτροπής που έγινε γνωστή με την ανακοίνωσή της σχετικά με τα επιτόκια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ανάκτηση παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων, επιβάλλεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Département du Loiret (C‑295/07 P, EU:C:2008:707), το εθνικό δίκαιο είναι αυτό που προσδιορίζει αν, εν προκειμένω, οι σχετικοί τόκοι πρέπει να υπολογιστούν με τη μέθοδο του απλού τοκισμού ή του ανατοκισμού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A, C‑89/14, EU:C:2015:537, σκέψη 32).

65      Ως προς το ζήτημα αυτό, όπως υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, προκύπτει ευκρινώς από τις αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Département du Loiret (C‑295/07 P, EU:C:2008:707), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A (C‑89/14, EU:C:2015:537), ότι, για τις αποφάσεις ανακτήσεως που προηγούνται της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 794/2004, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη τόκοι ανατοκισμού μόνον αν τούτο προβλέπεται στο καθεστώς που συνήθως εφαρμόζεται στο εθνικό δίκαιο.

66      Επομένως, δεδομένου ότι δεν έγινε επίκληση άλλης διατάξεως του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, θεωρείται ότι η εφαρμοστέα στην υπό κρίση υπόθεση ρύθμιση είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 1283 του ιταλικού αστικού κώδικα, κατά το οποίο, σύμφωνα με τα όσα εξέθεσε σχετικώς η Ιταλική Δημοκρατία χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από την Επιτροπή, οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι δεν παράγουν τόκους αυτομάτως.

67      Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι, λαμβάνοντας υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής που οφείλεται για το εξάμηνο από 17 Μαΐου έως 17 Νοεμβρίου 2012 ποσά σχετικά με τις προς ανάκτηση ενισχύσεις που εμπεριείχαν τόκους ανατοκισμού, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

68      Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή δεν δύναται να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

69      Πρώτον, η Επιτροπή επικαλείται την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά τον συνυπολογισμό τόκων ανατοκισμού. Συγκεκριμένα, το σημείο 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει συμφωνία επί του ζητήματος αυτού επισημαίνοντας ότι τούτο είχε συμφωνηθεί «το 2003 και […] το 2004, βάσει του κανονισμού 794/2004 (βλ. έγγραφα των υπηρεσιών της Επιτροπής της 31ης Οκτωβρίου 2003 και της 29ης Ιανουαρίου 2004, μετά τα οποία ακολούθησε το έγγραφο των ιταλικών αρχών της 17ης Ιανουαρίου 2005)».

70      Πάντως, από την ανάγνωση των εγγράφων που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα οποία προσκομίσθηκαν με την απάντηση στο τέταρτο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω), προκύπτει ότι, μολονότι η Ιταλική Δημοκρατία έλαβε υπόψη τόκους ανατοκισμού, τούτο έγινε κατόπιν ρητού αιτήματος της Επιτροπής, διατυπωθέντος σε έγγραφο με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 2003 το οποίο επικαλείτο ως νομική βάση διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η παρουσιαζόμενη από την Επιτροπή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων μάλλον συνιστά απλή πράξη προσχωρήσεως εκ μέρους του αποδέκτη του εγγράφου της Επιτροπής, βάσει διατάξεων οι οποίες αποδείχθηκε ότι δεν τύγχαναν εφαρμογής. Συγκεκριμένα, το αίτημα που διατύπωσε η Επιτροπή προηγείται της δημοσιεύσεως των αποφάσεων της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Département du Loiret (C‑295/07 P, EU:C:2008:707), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A (C‑89/14, EU:C:2015:537), από όπου προκύπτει ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στην επίμαχη εν προκειμένω απόφαση ανακτήσεως όσον αφορά τον καθορισμό της μεθόδου εφαρμογής τόκων είναι το εθνικό δίκαιο και όχι το δίκαιο της Ένωσης.

71      Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεδομένου ότι η απόφαση ανακτήσεως κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία στις 4 Ιουνίου 1999, το αίτημα που διατύπωσε η Επιτροπή με βάση το δίκαιο της Ένωσης δεν δύναται να αναιρέσει το περιεχόμενο της εφαρμοστέας εθνικής ρυθμίσεως. Μια τέτοια παραδοχή θα συνεπαγόταν προσβολή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και θα ήταν αντίθετη προς τις λύσεις στις οποίες κατέληξε το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Département du Loiret (C‑295/07 P, EU:C:2008:707), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A (C‑89/14, EU:C:2015:537).

72      Δεύτερον, με τα υπομνήματά της και με τις απαντήσεις της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή παραπέμπει στη σκέψη 64 της προς εκτέλεση αποφάσεως, προκειμένου να υποστηρίξει ότι το Δικαστήριο στηρίχθηκε ρητώς σε στοιχεία που εμπεριείχαν τόκους ανατοκισμού τα οποία προσκόμισαν οι ιταλικές αρχές και έτυχαν επεξεργασίας σε συμφωνία με την Επιτροπή.

73      Υπογραμμίζεται συναφώς ότι, στην εν λόγω σκέψη, το Δικαστήριο επισήμανε, αφενός, ότι «[έπρεπε] να παρατηρηθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία και η Επιτροπή συμφωνού[σαν] [όπως] αυτό [προέκυπτε] από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση [της 12ης Μαΐου 2011], ότι το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που κατανεμήθηκαν [ανερχόταν] σε 251 271 032,37 ευρώ» και, αφετέρου, ότι «[η Επιτροπή δεχόταν] ότι ενισχύσεις συνολικού ποσού 63 062 555 ευρώ [έπρεπε] να θεωρηθούν ότι έχουν ανακτηθεί» (προς εκτέλεση απόφαση, σκέψη 64).

74      Βάσει των εκτιμήσεων αυτών το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την εξέλιξη της επιχειρηματολογίας των διαδίκων κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Συγκεκριμένα, αρχικώς, «[η Επιτροπή] θεωρ[ούσε] ότι, κατά τη λήξη της ταχθείσας με την [αιτιολογημένη] γνώμη προθεσμίας, η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε ανακτήσει το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν παρανόμως, ήτοι 519 958 761,97 ευρώ […]», ενώ «[η] Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητ[ούσε] το συνολικό ύψος των προς ανάκτηση ποσών, καθορίζοντάς το σε 251 271 032,37 ευρώ, ενώ δέχεται ότι, κατά τον μήνα Ιούλιο 2010, της είχαν επιστραφεί μόνο 63 062 555,46 ευρώ, στα οποία πάντως [έπρεπε] να προστεθούν 73 353 387,28 ευρώ για διαφόρους λόγους […]» (προς εκτέλεση απόφαση, σκέψεις 21, 23 και 24).

75      Η σκέψη 64 της προς εκτέλεση αποφάσεως αποτελεί επίσης συνέχεια της σκέψεως 63 όπου το Δικαστήριο επισήμανε ότι «δεν αμφισβητείτ[ο] ότι σημαντικό μέρος των επίδικων ποσών δεν [είχε] ακόμη αποτελέσει αντικείμενο ανακτήσεως ή ότι η περί αυτής απόδειξη δεν [είχε] προσκομιστεί στην Επιτροπή». Τα αναφερόμενα αριθμητικά στοιχεία στη σκέψη 64 ως προς το συνολικό ποσό των κατανεμηθεισών ενισχύσεων και το ποσό των ενισχύσεων που μπορούσε να θεωρηθεί ως ανακτηθέν τον Ιούλιο του 2010 επιτρέπουν επομένως στο Δικαστήριο να οριοθετήσει τη συζήτηση όσον αφορά το ύψος των προς ανάκτηση ποσών. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ουδόλως προκύπτει από την προς εκτέλεση απόφαση ότι αυτή θίγει το ζήτημα των τόκων ανατοκισμού. Δεν γίνεται αναφορά στα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των προς ανάκτηση ποσών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να συναχθεί από την προς εκτέλεση απόφαση ότι προτίθεται να αποκλίνει όσον αφορά τον προσδιορισμό της μεθόδου εφαρμογής τόκων από τις αρχές που προαναφέρθηκαν στην προηγούμενη απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Département du Loiret (C‑295/07 P, EU:C:2008:707), η οποία επιβεβαιώθηκε με τη συνακόλουθη απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A (C‑89/14, EU:C:2015:537). Επομένως, εκ των ανωτέρω απορρέει ότι, με την προς εκτέλεση απόφαση, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε, στο διατακτικό καθώς και στο σκεπτικό της, επί του ζητήματος των τόκων ανατοκισμού.

76      Τρίτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτή άποψη την οποία η Επιτροπή προβάλλει προκαταρκτικώς, ότι δηλαδή, με τον προβαλλόμενο λόγο, η Ιταλική Δημοκρατία στην πραγματικότητα απλώς αμφισβητεί ένα obiter dictum, ήτοι το σημείο 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο η Ιταλική Δημοκρατία καλείται «να υπολογίσει και να εφαρμόσει τους τόκους για την ανάκτηση όσον αφορά την επίμαχη περίοδο (ή αρχής γενομένης από το 2007) για όλα τα ποσά των υφιστάμενων ενισχύσεων, ήτοι τα ποσά που αντιστοιχούν σε όλους τους δικαιούχους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που επέστρεψαν την ενίσχυση εν μέρει ή εν όλω, προκειμένου να τηρηθούν οι υποχρεώσεις τους». Ειδικότερα, εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, κατ’ αίτηση της Επιτροπής, το επιτόκιο εφαρμόσθηκε με τη μέθοδο του ανατοκισμού για όλες τις ενισχύσεις τις οποίες αφορούσαν τα δεδομένα που συνεκτιμήθηκαν για τον υπολογισμό των στοιχείων των σχετικών με τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής, τουλάχιστον έως το 2007, και ότι η καθορισθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση χρηματική ποινή υπολογίσθηκε συνεκτιμώντας τα στοιχεία που εμπεριείχαν τόκους ανατοκισμού. Περαιτέρω, από την προσφυγή προκύπτει ότι η Ιταλική Δημοκρατία όντως αμφισβητεί αυτόν τον συνυπολογισμό των τόκων ανατοκισμού και τις συνέπειές του επί του καθορισμού του ύψους της χρηματικής ποινής. Επομένως, εσφαλμένως η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο παρών λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής.

77      Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί καθόσον η Επιτροπή έλαβε υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής που οφείλει η Ιταλική Δημοκρατία, για το εξάμηνο από 17 Μαΐου έως 17 Νοεμβρίου 2012, ποσά σχετικά με τις προς ανάκτηση ενισχύσεις που εμπεριείχαν τόκους ανατοκισμού, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικά της δικαστικά έξοδα καθώς και στα έξοδα της Ιταλικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τα αιτήματα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2013) 8681 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2013.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Frimodt Nielsen

Dehousse

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Ιουνίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.