Language of document : ECLI:EU:C:2024:514

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PRIIT PIKAMÄE

της 13ης Ιουνίου 2024 (1)

Υπόθεση C379/23

Guldbrev AB

κατά

Konsumentombudsmannen

[αίτηση του Svea hovrätt Patent- och marknadsöverdomstolen (εφετείου Στοκλχόλμης, ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου διανοητικής ιδιοκτησίας και οικονομικών υποθέσεων, Στοκχόλμη, Σουηδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Άρθρο 2, στοιχεία γʹ, δʹ, και θʹ, και άρθρο 3, παράγραφος 1 – Συνδυαστική προσφορά που συνίσταται σε αποτίμηση και αγορά χρυσού – Έννοιες του “προϊόντος” και των “εμπορικών πρακτικών των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές”»






1.        Εφαρμόζεται η οδηγία 2005/29/ΕΚ, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές (2), στην περίπτωση που εμπορευόμενος αγοράζει προϊόν (εν προκειμένω χρυσό) από καταναλωτή, δεδομένου ότι η αγορά προϋποθέτει υπηρεσία αποτίμησης του προϊόντος παρεχόμενη από τον ίδιο τον εμπορευόμενο, ο οποίος καθορίζει κατά τον τρόπο αυτό την τιμή αγοράς;

2.        Τούτο είναι, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα που καλείται να επιλύσει το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Svea hovrätt, Patent- och marknadsöverdomstolen (εφετείο Στοκχόλμης ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο διανοητικής ιδιοκτησίας και οικονομικών υποθέσεων, Σουηδία) σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχεία γʹ, δʹ και θʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29.

3.        Η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Guldbrev AB, ανώνυμης εταιρίας σουηδικού δικαίου, και του Konsumentombudsmannen (Διαμεσολαβητή για θέματα Καταναλωτών, Σουηδία, στο εξής: KO), με αντικείμενο αγωγή του KO η οποία έχει ως αίτημα να υποχρεωθεί η Guldbrev να θέσει τέρμα σε ορισμένες αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που σχετίζονται με την αποτίμηση και την αγορά χρυσού από τους καταναλωτές.

4.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τη νομολογία του όσον αφορά τις έννοιες του «προϊόντος» και των «εμπορικών πρακτικών των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές» κατά την οδηγία 2005/29, ιδίως σε καινοφανή κατάσταση στην οποία ο επαγγελματίας αγοράζει από τον καταναλωτή, και όχι το αντίστροφο, όπως συμβαίνει συνήθως.

I.      Το νομικό πλαίσιο

 Α.       Το δίκαιο της Ένωσης

5.        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2005/29 τιτλοφορείται «Ορισμοί» και έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[...]

γ)      “προϊόν”: κάθε αγαθό ή υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων·

δ)      “εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές” (οι οποίες αναφέρονται στο εξής και ως “εμπορικές πρακτικές”): κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές·

[...]

θ)      “πρόσκληση για αγορά”: η εμπορική επικοινωνία στην οποία αναφέρονται χαρακτηριστικά του προϊόντος και η τιμή, με τρόπο ο οποίος ενδείκνυται για τα μέσα της εμπορικής επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται, ούτως ώστε να έχει ο καταναλωτής τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει την αγορά·

[...]».

6.        Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής» και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, όπως αυτές θεσπίζονται στο άρθρο 5, πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζομένη με ένα συγκεκριμένο προϊόν.»

 Β.       Το σουηδικό δίκαιο

7.        Η οδηγία 2005/29 μεταφέρθηκε στη σουηδική έννομη τάξη με τον marknadsföringslagen (2008:486) [νόμο (2008:486) περί εμπορικών πρακτικών, στο εξής: νόμος περί εμπορικών πρακτικών].

II.    Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

8.        Η Guldbrev AB (στο εξής: Guldbrev) είναι διαδικτυακή εταιρία αγοράς χρυσού η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στην αποτίμηση και αγορά χρυσού από καταναλωτές. Η Guldbrev δεν διατηρεί φυσικά καταστήματα, αλλά ασκεί μέσω διαφόρων ιστοτόπων την επιχειρηματική της δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών αγοράς και σύγκρισης τιμών. Οι ισχυρισμοί και οι λοιπές πρακτικές που αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής εμφανίστηκαν στους ιστότοπους της Guldbrev, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε επιστολές που εστάλησαν στους καταναλωτές από την Guldbrev.

9.        Ο KO ζήτησε να απαγορευτούν ορισμένες προωθητικές ενέργειες της Guldbrev και να υποχρεωθεί η εταιρία να παράσχει ορισμένες πληροφορίες στους καταναλωτές.

10.      Ο KO υποστηρίζει ότι το διαφημιζόμενο από την Guldbrev προϊόν πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά συνδυαστική προσφορά η οποία συνίσταται στην αποτίμηση και την αγορά χρυσού. Από την άποψη αυτή, η προωθητική ενέργεια την οποία πραγματοποίησε η Guldbrev μέσω διαφημίσεων στην Google και σε ιστότοπους που περιέχουν εργαλεία σύγκρισης τιμών θα έπρεπε να διέπεται από τον νόμο περί εμπορικών πρακτικών και είναι παραπλανητική και αθέμιτη υπό το πρίσμα της οδηγίας 2005/29 (3) καθώς και του νόμου αυτού (4).

11.      Κατά τον ΚΟ, η διαφήμιση των τιμών αγοράς του χρυσού συνιστά πρακτική «δολώματος», αντίθετη προς πλείονες διατάξεις του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2005/29 (5). Η Guldbrev δεν προσδιόρισε κατά τρόπο αρκούντως σαφή στον ιστότοπο ότι πρόκειται για διαφήμιση και δεν διευκρίνισε ότι διαφημιζόμενη είναι η ίδια. Οι ανώτατες τιμές τις οποίες αναγράφει η Guldbrev είναι παράλογες και απίθανες ή αδύνατες λόγω των απαιτήσεων που θέτει η Guldbrev. Προσάπτονται, επίσης, στην Guldbrev παραπλανητικοί ισχυρισμοί ως προς την τιμή, οι οποίοι υπονομεύουν τη δυνατότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένες αποφάσεις για τη συναλλαγή του.

12.      Η Guldbrev απορρίπτει τις ως άνω αιτιάσεις και υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι κανένα στοιχείο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογεί την εφαρμογή της οδηγίας 2005/29 ή του νόμου περί εμπορικών πρακτικών, καθόσον οι επίμαχες ενέργειες αφορούν υπηρεσίες αγοράς. Εν πάση περιπτώσει, κατά την Guldbrev, η προώθηση δεν ήταν ούτε παραπλανητική ούτε αθέμιτη.

13.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, Patent- och marknadsdomstolen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο ευρεσιτεχνιών και εμπορικών διαφορών), έκρινε ότι οι ενέργειες της Guldbrev στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της συνιστούσαν εμπορικές πρακτικές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/29. Κατά την εκτίμησή του, οι ενέργειες στις οποίες αναφέρονταν οι αιτιάσεις του ΚΟ δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως εγγενώς εξαιρούμενες από το πεδίο εφαρμογής του νόμου περί εμπορικών πρακτικών. Απαγόρευσε, ως εκ τούτου, ορισμένες προωθητικές ενέργειες και διέταξε την Guldbrev να παρέχει ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία στο πλαίσιο των διαφημίσεών της.

14.      Η Guldbrev άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έφεση κατά ορισμένων κεφαλαίων της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή του KO.

15.      Το δικαστήριο αυτό καλείται, μεταξύ άλλων, να αποφανθεί αν οι ενέργειες της Guldbrev συνιστούν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Προκειμένου να επιλύσει αυτό το ζήτημα ουσίας, το αιτούν δικαστήριο πρέπει προηγουμένως να εξετάσει αν η οδηγία 2005/29 και ο νόμος περί εμπορικών πρακτικών έχουν εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως. Πρέπει συνεπώς να αποφανθεί επί του κατά πόσον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, στοιχεία γʹ, δʹ και θʹ, καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αποτίμηση και η αγορά χρυσού από καταναλωτές και οι επίμαχες εν προκειμένω ενέργειες αποτελούν εμπορικές πρακτικές κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29.

16.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η επίμαχη προωθητική ενέργεια δύναται εγγενώς να συνιστά εμπορική πρακτική κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29, υπό την προϋπόθεση ότι αφορά προϊόν υπό την έννοια της ίδιας αυτής οδηγίας. Ωστόσο, φαίνεται ότι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του ζητήματος εάν η προσφορά του εμπορευόμενου στην προκειμένη περίπτωση αφορά «προϊόν» κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29, όπερ έχει σημασία προκειμένου να κριθεί εάν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου, ήτοι ο νόμος περί εμπορικών πρακτικών, πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα των ουσιαστικού δικαίου κανόνων της οδηγίας 2005/29.

17.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Svea hovrätt, Patent- och marknadsöverdomstolen (εφετείο Στοκχόλμης, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο διανοητικής ιδιοκτησίας και οικονομικών υποθέσεων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μπορεί να θεωρηθεί ότι, σε περιπτώσεις όπως αυτή που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η αποτίμηση και η αγορά χρυσού από καταναλωτές συνιστά προϊόν (σύνθετο προϊόν) κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχεία γʹ, δʹ και θʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2005/29];

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, συνιστά προϊόν κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29 η αποτίμηση του χρυσού σε περιπτώσεις όπως αυτή που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου;».

18.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν στο Δικαστήριο η Guldbrev, ο KO και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

III. Ανάλυση

Α.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

19.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, στοιχεία γʹ, δʹ, και θʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29 έχουν την έννοια ότι η εμπορική πράξη που συνίσταται σε συνδυαστική προσφορά, στο πλαίσιο της οποίας εμπορευόμενος, αφενός, αποτιμά αγαθό, εν προκειμένω χρυσό, για καταναλωτή και, αφετέρου, αγοράζει το αγαθό από αυτόν, συνιστά «προϊόν» κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων.

20.      Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το ερώτημα αυτό προκειμένου να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2005/29 έχει εφαρμογή στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, όπερ θα σήμαινε ότι οι σχετικές διατάξεις του εθνικού νόμου περί εμπορικών πρακτικών πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα των ουσιαστικού δικαίου κανόνων της προαναφερθείσας οδηγίας. Το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα αφορά, συνεπώς, αποκλειστικά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/29 και όχι τον ενδεχομένως αθέμιτο χαρακτήρα των επίμαχων στην κύρια δίκη εμπορικών πράξεων. Η ανάλυσή μου θα επικεντρωθεί επομένως στη συγκεκριμένη πτυχή.

21.      Οι απόψεις των μετεχόντων στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου διίστανται όσον αφορά την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Ενώ ο KO και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, η Guldbrev υποστηρίζει αντιθέτως ότι, εν προκειμένω, η εμπορική πράξη η οποία συνίσταται στον συνδυασμό της αποτίμησης και της αγοράς χρυσού δεν είναι δυνατόν να συνιστά «προϊόν» κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29.

22.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, από το άρθρο 1 και από την αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας 2005/29 προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αποσκοπεί στη διασφάλιση ενός κοινού υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, μέσω της πλήρους εναρμόνισης των κανόνων περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (6).

23.      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επίσης ότι χαρακτηριστικό της οδηγίας 2005/29 είναι το ιδιαίτερα ευρύ καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της, καθώς ο νομοθέτης της Ένωσης έχει προσδώσει πολύ μεγάλη εμβέλεια στον όρο «εμπορική πρακτική» κατά την έννοια της οδηγίας, δεδομένου ότι το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, προβλέπει ότι ως εμπορική πρακτική νοείται «κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου» (7).

24.      Συναφώς το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι το μοναδικό κριτήριο, κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/29, είναι το ότι η πρακτική του εμπορευομένου πρέπει να είναι άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας σε καταναλωτές (8).

25.      Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, υπενθυμίζεται επίσης ότι Δικαστήριο έχει ακόμη κρίνει ότι οι σύνθετες προσφορές, οι οποίες βασίζονται στον συνδυασμό τουλάχιστον δύο χωριστών προϊόντων ή υπηρεσιών σε μία μόνον προσφορά, αποτελούν εμπορικές πράξεις που σαφώς εντάσσονται στο πλαίσιο της εμπορικής στρατηγικής ενός επιχειρηματία και στοχεύουν άμεσα στην προώθηση των πωλήσεων των προϊόντων του και στη διοχέτευσή τους στην αγορά. Ως εκ τούτου, συνιστούν σαφώς εμπορικές πρακτικές υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/29 και εμπίπτουν, κατά συνέπεια, στο πεδίο εφαρμογής της (9).

26.      Βάσει των ανωτέρω ενδείξεων που παρέχει η νομολογία, θα πρέπει να διερευνηθεί αν εμπορικές πράξεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/29.

27.      Εν προκειμένω, οι εμπορικές πράξεις συνίστανται, αφενός, σε υπηρεσία αποτίμησης χρυσού την οποία παρέχει ο εμπορευόμενος στον καταναλωτή και, αφετέρου, βάσει της αποτίμησης αυτής, στην αγορά του χρυσού, τον οποίο ο εμπορευόμενος αγοράζει από τον ίδιο καταναλωτή.

28.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην επίμαχη εμπορική προσφορά του εμπορευομένου, οι δύο αυτές πράξεις είναι ενιαίες και αδιάσπαστες, υπό την έννοια ότι η μία εξαρτάται από την άλλη. Συγκεκριμένα, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι ο εμπορευόμενος είναι διατεθειμένος να αγοράσει χρυσό από τον καταναλωτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αυτός θα αποδεχτεί την υπηρεσία αποτίμησης την οποία παρέχει ο εμπορευόμενος προκειμένου να προσδιοριστούν η ποιότητα και η τιμή αγοράς του πωλούμενου χρυσού. Η τιμή του χρυσού καθορίζεται κατά τον χρόνο της αποτίμησης και ο καταναλωτής οφείλει να αποδεχτεί την τιμή αυτή προκειμένου να πραγματοποιηθεί η πώληση του χρυσού.

29.      Στο πλαίσιο αυτό, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η υπηρεσία αποτίμησης χρυσού την οποία παρέχει ο εμπορευόμενος στον καταναλωτή συνιστά «προϊόν» κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/29, το οποίο, εξ ορισμού, περιλαμβάνει «κάθε υπηρεσία». Κατά συνέπεια, εμπορικές πρακτικές οι οποίες αφορούν τέτοιο προϊόν και εφαρμόζονται έναντι των καταναλωτών, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/29, εμπίπτουν σαφώς στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

30.      Αντιθέτως, παραμένουν αμφιβολίες όσον αφορά την εμπορική πράξη που συνίσταται στην πώληση χρυσού από τον καταναλωτή στον εμπορευόμενο. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, όταν εμπορευόμενος αγοράζει προϊόν από καταναλωτή, δεν υφίσταται πράξη «άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας σε καταναλωτές», όπως απαιτείται από τη νομολογία που μνημονεύεται στο σημείο 24 των παρουσών προτάσεων. Τουναντίον, μια τέτοια εμπορική πράξη συνίσταται μάλλον στην προμήθεια προϊόντος από τον καταναλωτή στον εμπορευόμενο.

31.      Εντούτοις, λόγω του ενιαίου και αδιάσπαστου χαρακτήρα των δύο επίμαχων εμπορικών πράξεων, για τον οποίο έγινε λόγος στο σημείο 28 ανωτέρω, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνει δεκτό ότι υφίσταται, εν προκειμένω, «άμεση σύνδεση» μεταξύ, αφενός, της εμπορικής πράξης που συνίσταται στην πώληση χρυσού από τον καταναλωτή στο εμπορευόμενο και, αφετέρου, στο επίδικο προϊόν κατά τον ορισμό του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2005/29, ήτοι την υπηρεσία αποτίμησης του χρυσού την οποία παρέχει ο εμπορευόμενος στον καταναλωτή.

32.      Στο μέτρο που ο εμπορευόμενος είναι διατεθειμένος να αγοράσει χρυσό από τον καταναλωτή μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αυτός θα αποδεχτεί την παρεχόμενη από τον εμπορευόμενο υπηρεσία αποτίμησης για τον καθορισμό της ποιότητας και της τιμής του χρυσού, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δύο αδιάσπαστες εμπορικές πράξεις συνιστούν ένα ενιαίο προϊόν το οποίο, όπως προκύπτει από τη μνημονευόμενη στο σημείο 25 των παρουσών προτάσεων νομολογία, εντάσσεται στο πλαίσιο της εμπορικής στρατηγικής ενός επιχειρηματία η οποία αποσκοπεί άμεσα στην προώθηση των πωλήσεων των προϊόντων του και στη διοχέτευσή τους στην αγορά. Επομένως, η συνδυαστική προσφορά αγοράς χρυσού υπό τον όρο της αποδοχής της υπηρεσίας αποτίμησης χρυσού αποτελεί όντως εμπορική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/29 και πρέπει, ως εκ τούτου, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της.

33.      Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η ανωτέρω ερμηνεία είναι η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2005/29, διασφαλίζοντας, σύμφωνα με την επιταγή περί υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, την αποτελεσματική πάταξη των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (10). Συγκεκριμένα, τυχόν αντίθετη ερμηνεία, υπό την έννοια ότι αποκλείεται η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2005/29, θα άφηνε απροστάτευτα τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών καθώς θα έμεναν εκτός πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής εμπορικές πρακτικές που αποβλέπουν άμεσα στον επηρεασμό των αποφάσεων των καταναλωτών, όπερ θα αντέβαινε προδήλως στους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (11).

34.      Δεύτερον, η προτεινόμενη ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2005/29 είναι επίσης εναρμονισμένη με την πολύ μεγάλη εμβέλεια την οποία, όπως προεκτέθηκε στο σημείο 22 των παρουσών προτάσεων, η νομολογία έχει αναγνωρίσει στην οδηγία όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της (12).

35.      Τρίτον, η ερμηνεία που προτείνω συνάδει με τη θέση την οποία διατύπωσε η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία και την εφαρμογή της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά» (13).

36.      Στο σημείο 2.3.2 των κατευθυντήριων αυτών γραμμών, αφενός, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της ότι δύνανται να υπάρξουν περιπτώσεις ανάλογες με την προκειμένη, «στις οποίες μπορεί να στοιχειοθετηθεί σχέση μεταξύ της πώλησης ενός προϊόντος από καταναλωτή σε εμπορευόμενο και της προώθησης, πώλησης ή προμήθειας (διαφορετικού) προϊόντος στον καταναλωτή». Κατά την άποψη δε της Επιτροπής, οι περιπτώσεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/29.

37.      Αφετέρου, στο ίδιο σημείο των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή αναφέρει ρητώς ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, η πώληση χρυσού από καταναλωτή μπορεί να συνδέεται αρκούντως άμεσα με την πώληση ή την παροχή υπηρεσίας αποτίμησης χρυσού από εμπορευόμενο προς τον καταναλωτή.

38.      Πάντως, έγγραφα όπως οι προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές, μολονότι στερούνται δεσμευτικότητας και ουδόλως δεσμεύουν το Δικαστήριο, μπορούν, εντούτοις, να αποτελέσουν ερμηνευτικό βοήθημα κατά την ερμηνεία ρυθμίσεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης, όπως η οδηγία 2005/29 (14).

39.      Εν κατακλείδι, από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγω ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχεία γʹ, δʹ και θʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29 έχουν την έννοια ότι η υπηρεσία αποτίμησης αγαθού η οποία παρέχεται από εμπορευόμενο σε καταναλωτή, αφενός, και η πώληση του προϊόντος αυτού από τον καταναλωτή στον εμπορευόμενο, υπό τον όρο της αποδοχής, από τον καταναλωτή, της τιμής που καθορίστηκε κατόπιν της αποτίμησης, αφετέρου, συνιστούν «προϊόν» κατά τις ως άνω διατάξεις.

Β.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

40.      Δεδομένου ότι το δεύτερο ερώτημα υποβλήθηκε για την περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, εφόσον το Δικαστήριο ερμηνεύσει τις διατάξεις του άρθρου 2, στοιχεία γʹ, δʹ και θʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29 όπως πρότεινα στο σημείο 39 των παρουσών προτάσεων, δεν θα είναι απαραίτητη η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

41.      Εν πάση περιπτώσει, από όσα εκτέθηκαν στο σημείο 29 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δοθεί επίσης καταφατική απάντηση.

IV.    Πρόταση

42.      Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Svea hovrätt, Patent- och marknadsöverdomstolen (εφετείο Στοκχόλμης, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο διανοητικής ιδιοκτησίας και οικονομικών υποθέσεων, Σουηδία) ως εξής:

Το άρθρο 2, στοιχεία γʹ, δʹ και θʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,

έχουν την έννοια ότι:

η υπηρεσία αποτίμησης αγαθού η οποία παρέχεται από εμπορευόμενο σε καταναλωτή, αφενός, και η πώληση του προϊόντος αυτού από τον καταναλωτή στον εμπορευόμενο, υπό τον όρο της αποδοχής, από τον καταναλωτή, της τιμής που καθορίστηκε κατόπιν της αποτίμησης, αφετέρου, συνιστούν «προϊόν» κατά τις ως άνω διατάξεις.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).


3      Ειδικότερα, παράρτημα Ι, σημείο 22, της οδηγίας 2005/29.


4      Ειδικότερα, άρθρα 8 και 9 του νόμου περί εμπορικών πρακτικών.


5      Βλ., αντίστοιχα, σημεία 5 και 6, στοιχείο γʹ, του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2005/29.


6      Αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bankia (C‑109/17, EU:C:2018:735, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


7      Αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010, Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag (C‑540/08, EU:C:2010:660, σκέψη 21), και της 16ης Απριλίου 2015, UPC Magyarország (C‑388/13, EU:C:2015:225, σκέψη 34).


8      Απόφαση UPC Magyarország (C–388/13, EU:C:2015:225, σκέψη 35).


9      Αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, VTB-VAB και Galatea (C‑261/07 και C‑299/07, EU:C:2009:244, σκέψη 50), και της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Deroo-Blanquart (C‑310/15, EU:C:2016:633, σκέψη 28).


10      Πρβλ., απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 39).


11      Βλ., αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8 της οδηγίας 2005/29.


12      Πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 40).


13      ΕΕ 2021, C 526, σ. 1.


14      Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Παράνομες ενισχύσεις χορηγηθείσες στον ξενοδοχειακό τομέα της Σαρδηνίας) (C‑576/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:202, σκέψη 136 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).