Language of document : ECLI:EU:T:2007:348

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 20ής Νοεμβρίου 2007

Υπόθεση T-103/05

P

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Αποδοχές – Αδικαιολόγητη απουσία – Στέρηση αποδοχών – Άρθρο 59 του ΚΥΚ – Ιατρικό πιστοποιητικό»

Αντικείμενο: Προσφυγή με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 2004, η οποία έκρινε αδικαιολόγητη την απουσία της προσφεύγουσας από τις 16 Μαρτίου 2004 και της στέρησε τις αποδοχές της από τις 15 Απριλίου 2004 και μέχρις ότου αναλάβει η προσφεύγουσα τα καθήκοντά της στη Γενική Διεύθυνση «Τύπος και επικοινωνία» στις Βρυξέλλες.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Απόφαση που διαπιστώνει τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της απουσίας υπαλλήλου βάσει πορίσματος ιατρικού ελέγχου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

2.      Υπάλληλοι – Αναρρωτική άδεια – Αιτιολόγηση της ασθένειας – Ιατρική εξέταση ελέγχου – Διαπίστωση της ικανότητας για εργασία – Αποτέλεσμα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 59 και 60)

1.      Μία απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον ελήφθη εντός ενός πλαισίου, γνωστού στον υπάλληλο τον οποίο αφορά, ώστε να είναι αυτός σε θέση να κατανοήσει την έκταση του μέτρου που αποφασίσθηκε για αυτόν. Τέτοια είναι και η περίπτωση αποφάσεως που διαπιστώνει τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της απουσίας υπαλλήλου ο οποίος, παρότι εκρίθη, βάσει πορίσματος ιατρικού ελέγχου, ικανός να εργασθεί, κατόπιν αναρρωτικής άδειας, υπό καθεστώς μισής εργάσιμης ημέρας, δεν ανέλαβε εργασία, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή, μολονότι στερείται λεπτομερούς αιτιολογήσεως όσον αφορά την ικανότητα για εργασία του εν λόγω υπαλλήλου, αναφέρεται σε ένα συνημμένο έγγραφο, και συγκεκριμένα σε ένα σημείωμα της ιατρικής υπηρεσίας, όπου καταγράφονται κατά χρονολογική σειρά τα σχετικά με την ασθένειά του γεγονότα και, επιπλέον, εντάσσεται σε ένα πλαίσιο στο οποίο η διοίκηση επιχείρησε να προστατεύσει τα συμφέροντα του υπαλλήλου, επιτρέποντάς του σταδιακή ανάληψη της δραστηριότητάς του.

(βλ. σκέψεις 35, 36 και 38)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 17 Δεκεμβρίου 1981, 791/79, Demont κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 3105, σκέψη 12· ΔΕΚ, 7 Μαρτίου 1990, C‑116/88 και C‑149/88, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑599, σκέψη 26· ΔΕΚ, 12 Νοεμβρίου 1996, C‑294/95 P, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑5863, σκέψη 35· ΠΕΚ, 22 Ιανουαρίου 1998, T‑98/96, Costacurta κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑21 και II‑49, σκέψη 86

2.      Ένας υπάλληλος δεν δύναται να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του να αναλάβει τη δραστηριότητά του, που απορρέει από τη βάσει ιατρικού ελέγχου διαπίστωση περί της ικανότητάς του για εργασία, προσκομίζοντας ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο, καίτοι αναφέρει ότι ακολουθείται ιατρική αγωγή, δεν αποδεικνύει εντούτοις ανικανότητα για εργασία και, κατά συνέπεια, δεν αναφέρει της ημερομηνίες ενάρξεως και λήξεως της ες λόγω ανικανότητας. Ένα τέτοιο έγγραφο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσει πιστοποιητικό, από το οποίο προκύπτει, με επαρκή ακρίβεια και καθοριστικό χαρακτήρα, η ανικανότητα για εργασία.

(βλ. σκέψεις 61 έως 63)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 20 Νοεμβρίου 1996, T‑135/95, Z κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑519 και II‑1413, σκέψη 34· ΠΕΚ, 6 Μαΐου 1997, T‑169/95, Quijano κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑91 και II‑273, σκέψη 40