Language of document : ECLI:EU:T:2007:380

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-101/05 και T-111/05

BASF AG και UCB SA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις στον τομέα των βιταμινούχων προϊόντων – Χλωριούχος χολίνη (βιταμίνη B 4) – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας περί του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου – Πρόστιμα – Αποτρεπτικό αποτέλεσμα – Υποτροπή – Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία – Ενιαία και διαρκής παράβαση»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Συνεκτίμηση του μεγέθους της επιχειρήσεως που τιμωρείται – Σημασία – Υποχρέωση συνεκτιμήσεως τόσο της πιθανότητας υποτροπής της επιχειρήσεως που τιμωρείται όσο και των προστίμων που της έχουν επιβληθεί για άλλες δραστηριότητες σε βάρος του ανταγωνισμού ή εντός τρίτων κρατών – Δεν συντρέχει

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15, και 1/2003, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Έννοια – Δεν υφίσταται προθεσμία παραγραφής – Παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου – Δεν συντρέχει – Δικαστικός έλεγχος – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέθοδος υπολογισμού την οποία προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές που έχει εκδώσει η Επιτροπή

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή προστίμων ή τη μείωσή τους σε αντάλλαγμα της συνεργασίας των κατηγορουμένων επιχειρήσεων – Επιτακτικός χαρακτήρας για την Επιτροπή

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως – Προϋποθέσεις

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρα 11 και 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής, τίτλος Δ)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ακροάσεις – Ανυπαρξία πρακτικών ή μαγνητοφωνήσεως μιας συσκέψεως με μιαν επιχείρηση στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας – Διατυπώσεις που δεν ζήτησε η εταιρία – Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως – Δεν συντρέχει

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 65, στοιχείο γ΄· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρα 11 και 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παύση της παραβάσεως πριν την παρέμβαση της Επιτροπής

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρα 11 και 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

8.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγόρευση – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν ως αποτελούσες μία και μόνη παράβαση – Έννοια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων σε περιπτώσεις παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού – Υποχρέωση εφαρμογής της επιεικέστερης ρυθμίσεως – Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

1.      Η Επιτροπή δεν παραβαίνει τους κανονισμούς 17 και 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, όταν, προκειμένου να αυξήσει το αρχικό ποσό του προστίμου για να του προσδώσει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα, δεν προβαίνει σε εκτίμηση της πιθανότητας υποτροπής της επιχειρήσεως που τιμωρείται, αλλά περιορίζεται να λάβει υπόψη το μέγεθός της, καθόσον το στοιχείο αυτό μπορεί να χρησιμοποιείται ως ένδειξη της επιρροής την οποία θα μπορούσε να έχει η οικεία επιχείρηση στην αγορά.

Έτσι, η υπόσταση της διαπραχθείσας παραβάσεως δεν αίρεται από μέτρα που λαμβάνει η εμπλεκόμενη επιχείρηση προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο υποτροπής, δεδομένου ότι η εκ μέρους της κατάρτιση προγράμματος συμμορφώσεώς της δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να δεχθεί μείωση του προστίμου. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι επίσης απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι, κατόπιν της επιβολής προστίμων στην εμπλεκόμενη επιχείρηση με άλλη απόφαση της Επιτροπής, η επιχείρηση αυτή δεν έχει ανάγκη αποτροπής. Πράγματι, η επιβολή προστίμου για διάφορες δραστηριότητες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν επηρεάζει την υπόσταση της διαπραχθείσας παραβάσεως και, επομένως, δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να δεχθεί μείωση του προστίμου για τον λόγο αυτό.

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις καταδίκες εντός τρίτων χωρών. Πράγματι, ο σκοπός της αποτροπής τον οποίο βασίμως επιδιώκει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό ενός προστίμου αφορά την εξασφάλιση της εκ μέρους των επιχειρήσεων τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού που θέτει η Συνθήκη για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους εντός της Κοινότητας ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Κατά συνέπεια, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού δεν μπορεί να καθορίζεται ούτε μόνο σε συνάρτηση με την ιδιαίτερη κατάσταση της καταδικαζομένης επιχειρήσεως ούτε σε συνάρτηση με το αν η επιχείρηση αυτή τήρησε τους ισχύοντες σε τρίτα κράτη εκτός Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου κανόνες ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 46-47, 50, 52-53)

2.      Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, αποτελούν τις κατάλληλες νομικές βάσεις βάσει των οποίων η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων για παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Δυνάμει των διατάξεων αυτών, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια και η σοβαρότητα της παραβάσεως. Η σοβαρότητά της καθορίζεται με αναφορά σε πολλούς παράγοντες, σχετικά με τους οποίους η Επιτροπή έχει διακριτική ευχέρεια. Το γεγονός ότι, κατά τον καθορισμό του προστίμου, ελήφθησαν υπόψη επιβαρυντικές περιστάσεις συνάδει με την αποστολή της Επιτροπής να εξασφαλίζει την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Επιπλέον, κατά την εξέταση μιας παραβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ενδεχόμενη υποτροπή, καθόσον η υποτροπή μπορεί να δικαιολογεί σημαντική προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου.

Για την αναγνώριση της υπάρξεως υποτροπής αρκεί να διαπιστώνει η Επιτροπή παραβάσεις υπαγόμενες στην ίδια διάταξη ΕΚ, χωρίς να απαιτείται αυτές να αφορούν την ίδια αγορά προϊόντων.

Η έλλειψη ενός ανωτάτου χρονικού ορίου για τη διαπίστωση της υποτροπής στους κανονισμούς 17 και 1/2003 ή στις κατευθυντήριες γραμμές που ορίζει η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν προσβάλλει την αρχή της ασφαλείας δικαίου. Πράγματι, η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια που έχει η Επιτροπή όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται από μια ενδεχόμενη προθεσμία παραγραφής για μια τέτοια διαπίστωση. Συναφώς, η υποτροπή συνιστά σημαντικό στοιχείο που η Επιτροπή καλείται να εκτιμήσει, δεδομένου ότι η συνεκτίμησή της αποβλέπει στο να παρακινήσει τις επιχειρήσεις που έχουν εκδηλώσει την τάση να παραβαίνουν τους κανόνες του ανταγωνισμού να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη, σε κάθε περίπτωση, τις ενδείξεις που τείνουν να επιβεβαιώσουν την τάση αυτή, περιλαμβανομένου, για παράδειγμα, του χρονικού διαστήματος που παρήλθε μεταξύ των εν λόγω παραβάσεων.

Όταν ο κοινοτικός δικαστής πρέπει να αποφανθεί επί της εκ μέρους της Επιτροπής εκτιμήσεως της υποτροπής, η άσκηση της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας που αυτός έχει μπορεί να δικαιολογεί την προσκόμιση και συνεκτίμηση συμπληρωματικών πληροφοριακών στοιχείων, των οποίων η αυτούσια μνεία στην απόφαση δεν απαιτείται δυνάμει της επιβαλλομένης από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Επομένως, μπορεί να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση μετέσχε σε παράβαση έστω και αν το γεγονός αυτό είχε παραληφθεί στην απόφαση της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 64-67, 70-71)

3.      Στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX, τα ποσοστά που αντιστοιχούν στις αυξήσεις ή στις μειώσεις, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, πρέπει να εφαρμόζονται επί του βασικού ποσού του προστίμου, που καθορίζεται σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

(βλ. σκέψη 73)

4.      Λαμβανομένης υπόψη της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης την οποία οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να συνεργασθούν με την Επιτροπή μπορούν να αντλήσουν από την ανακοίνωσή της σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, η Επιτροπή υποχρεούται να συμμορφώνεται προς την εν λόγω ανακοίνωση κατά την εκτίμηση της συνεργασίας της οικείας επιχειρήσεως, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του επιβλητέου σ’ αυτήν προστίμου.

(βλ. σκέψη 89)

5.      Για να μπορεί να χορηγηθεί μείωση προστίμου σε επιχείρηση βάσει της συνεργασίας της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οι ενέργειές της πρέπει να διευκολύνουν το έργο της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση και τη δίωξη των παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Επομένως, δεν αποτελεί συνεργασία εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του τίτλου Δ της ανακοινώσεως περί μη επιβολής ή μειώσεως των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, που αφορά ιδίως την παροχή πληροφοριών, εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της παραβάσεως, το γεγονός ότι μια επιχείρηση θέτει στη διάθεση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της έρευνάς της σχετικά με κάποια σύμπραξη, πληροφορίες σχετικές με διαδικασία λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού κινηθείσα σε τρίτο κράτος μη μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, τις οποίες δεν χρησιμοποίησε η Επιτροπή ούτε άμεσα ούτε έμμεσα για την απόδειξη της διαπράξεως παραβάσεως εντός του ΕΟΧ.

Εξάλλου, μια μείωση στηριζόμενη στην ανακοίνωση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογείται παρά μόνον όταν τα παρασχεθέντα πληροφοριακά στοιχεία και, γενικότερα, η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως μπορούν συναφώς να θεωρηθούν ότι αποδεικνύουν μια πραγματική συνεργασία εκ μέρους της. Όπως προκύπτει από την έννοια της συνεργασίας, όπως αυτή διασαφηνίζεται στο κείμενο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και, ειδικότερα, στην εισαγωγή και στο τμήμα Δ, παράγραφος 1, της ανακοινώσεως αυτής, μόνον όταν η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως μαρτυρεί ένα τέτοιο πνεύμα συνεργασίας μπορεί να χορηγηθεί μείωση βάσει της εν λόγω ανακοινώσεως. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δείχνει τέτοιο πνεύμα συνεργασίας η συμπεριφορά επιχειρήσεως η οποία, μολονότι δεν ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει σε ερώτηση της Επιτροπής, απάντησε με ελλιπή και παραπλανητικό τρόπο, αλλ’ ούτε και η συμπεριφορά επιχειρήσεως που παρέσχε στην Επιτροπή έγγραφα σε απάντηση σε αίτημα παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή η επιχείρηση ενεργεί δυνάμει υποχρεώσεως προβλεπομένης από τον νόμο, ακόμα και αν οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησίμευσαν, σε βάρος της επιχειρήσεως που τις παρέσχε ή σε βάρος άλλης επιχειρήσεως, για την απόδειξη της υπάρξεως ενεργειών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 90-92, 108, 111)

6.      Δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως επειδή παρέλειψε να συντάξει πρακτικά συσκέψεως με μιαν επιχείρηση ή να μαγνητοφωνήσει τη σύσκεψη αυτή, αποσκοπούσα στη συνεργασία τής εν λόγω επιχειρήσεως για την οποία ήταν δυνατή η παραχώρηση στην τελευταία κάποιου ανταλλάγματος δυνάμει της ανακοινώσεως περί μη επιβολής ή μειώσεως των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, όταν η ως άνω επιχείρηση δεν είχε όντως ζητήσει από το κοινοτικό αυτό όργανο την τήρηση των σχετικών διατυπώσεων.

Όσον αφορά την εκτίμηση, ως αποδεικτικού στοιχείου του περιεχομένου της συσκέψεως, μιας γραπτής δηλώσεως ατόμου που μετέσχε σ’ αυτή, ο Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν απαγορεύει την εκ μέρους των διαδίκων προσκόμιση τέτοιων δηλώσεων. Εντούτοις, η εκτίμησή τους επιφυλάσσεται υπέρ του Πρωτοδικείου, το οποίο, αν τα περιγραφόμενα σ’ αυτές πραγματικά περιστατικά είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς, μπορεί να διατάξει, ως αποδεικτικό μέσο, την ακρόαση, ως μάρτυρα, του συντάκτη ενός τέτοιου εγγράφου.

(βλ. σκέψεις 96-97)

7.      Η παύση των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής, που προβλέπει το σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX, δεν μπορεί λογικά να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, παρά μόνον αν υπάρχουν λόγοι να υποτεθεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παροτρύνθηκαν να σταματήσουν τις θίγουσες τον ανταγωνισμό πράξεις τους από τις εν λόγω ενέργειες, ενώ η περίπτωση κατά την οποία η παράβαση είχε παύσει πριν από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν καλύπτεται από τη διάταξη αυτή. Η τελευταία αυτή περίσταση λαμβάνεται επαρκώς υπόψη για τον υπολογισμό της διάρκειας της παραβάσεως.

Η απόλυση των στελεχών που είχαν αποφασιστικής σημασίας ανάμιξη στην παράβαση δεν αποτελεί ενέργεια που να δικαιολογεί μείωση του επιβληθέντος προστίμου. Πράγματι, πρόκειται για ένα μέτρο με σκοπό την εκ μέρους των υπαλλήλων της τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί υποχρέωση της επιχειρήσεως και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντική περίσταση.

(βλ. σκέψεις 128-129)

8.      Ο χαρακτηρισμός ορισμένων αθέμιτων ενεργειών που συνθέτουν μία και την αυτή παράβαση ή που αποτελούν χωριστές παραβάσεις επηρεάζει, καταρχήν, την κύρωση που μπορεί να επιβληθεί, καθόσον η διαπίστωση χωριστών παραβάσεων μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή πολλών διαφορετικών προστίμων, κάθε φορά εντός των ορίων που θέτει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης. Εντούτοις, η διαπίστωση χωριστών παραβάσεων μπορεί να αποβαίνει προς όφελος των δραστών όταν ορισμένες από αυτές έχουν παραγραφεί.

Συναφώς, η έννοια της ενιαίας παραβάσεως μπορεί να αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενεργειών που συνίστανται σε συμφωνίες, σε εναρμονισμένες πρακτικές και σε αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων. Η έννοια της ενιαίας παραβάσεως μπορεί επίσης να αφορά τον προσωπικό χαρακτήρα της ευθύνης για τις παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού. Πράγματι, μια επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε παράβαση με ενέργειές της, που ενέπιπταν στις έννοιες της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 85, παράγραφος 1, ΕΚ και που απέβλεπαν στη διάπραξη της παραβάσεως στο σύνολό της, μπορεί να είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για τις ενέργειες άλλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως. Τούτο συμβαίνει όταν αποδεικνύεται ότι η επιχείρηση αυτή γνώριζε την παραβατική συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων ή ότι μπορούσε ευλόγως να την προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Το συμπέρασμα αυτό απορρέει από μιαν ευρέως διαδεδομένη στις έννομες τάξεις των κρατών μελών αντίληψη σχετικά με τον καταλογισμό της ευθύνης για παραβάσεις διαπραττόμενες από πλείονες αυτουργούς, ανάλογα με τη συμμετοχή εκάστου στην όλη παράβαση. Επομένως, αυτό δεν αντιβαίνει προς την αρχή ότι η ευθύνη για τέτοιου είδους παραβάσεις είναι προσωποπαγής, δεν παραβλέπει την ατομική εξέταση των προς επιβεβαίωση της κατηγορίας αποδείξεων ούτε προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Έτσι, μια παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ μπορεί να απορρέει από μια σειρά πράξεων ή από συνεχείς ενέργειες που εντάσσονταν σε ένα «συνολικό σχέδιο» λόγω του ίδιου σκοπού σε βάρος του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις ενέργειες αυτές σε συνάρτηση με τη συμμετοχή στην παράβαση στο σύνολό της, έστω και αν αποδεικνύεται ότι μια συγκεκριμένη επιχείρηση μετείχε μόνο σε ένα ή σε μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την παράβαση. Ομοίως, το γεγονός ότι διάφορες επιχειρήσεις διαδραμάτισαν διαφόρους ρόλους κατά την επιδίωξη ενός κοινού στόχου δεν εξαλείφει την ταυτότητα του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό σκοπού και, ως εκ τούτου, της παραβάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι κάθε επιχείρηση συνέβαλε, εντός της δικής της σφαίρας επιρροής, στην επιδίωξη του κοινού στόχου.

Η έννοια του ενιαίου σκοπού δεν μπορεί να προσδιορίζεται με μια γενική αναφορά σε μια στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αγορά την οποία αφορά η οικεία παράβαση, καθόσον ο επηρεασμός του ανταγωνισμού, ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα, αποτελεί ένα ουσιώδες στοιχείο κάθε πράξεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ένας τέτοιος ορισμός της εννοίας του ενιαίου σκοπού υπάρχει κίνδυνος να στερήσει την έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως από ένα μέρος της σημασίας της διότι έχει ως συνέπεια ότι πολλές σχετικές με κάποιον οικονομικό τομέα πράξεις απαγορευόμενες από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ θα πρέπει συστηματικά να θεωρούνται ως στοιχεία που συνιστούν μιαν ενιαία παράβαση. Έτσι, για να μπορούν να χαρακτηριστούν διάφορες ενέργειες ως μια ενιαία και διαρκής παράβαση, πρέπει να εξακριβώνεται αν αυτές είναι συμπληρωματικές μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι καθεμία από αυτές αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση μιας ή περισσοτέρων συνεπειών της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και ότι αυτές συνέβαλλαν, μέσω της αλληλεπιδράσεώς τους, στην επέλευση του συνόλου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων που επιδίωκαν οι μετέχοντες σ’ αυτές, στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου το οποίο είχε έναν ενιαίο σκοπό, οπότε οι διάφορες αυτές ενέργειες σε βάρος του ανταγωνισμού ήταν «στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους». Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη κάθε περίσταση ικανή να επιβεβαιώσει ή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη συμπληρωματικότητα αυτή, όπως το χρονικό διάστημα εφαρμογής, το περιεχόμενο (περιλαμβανομένων των χρησιμοποιουμένων μεθόδων) και, συνακόλουθα, ο σκοπός των διαφόρων υπό εξέταση συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών.

Κατά συνέπεια, μια παγκόσμια παράβαση αφορώσα την κατανομή των παγκόσμιων αγορών με την απόσυρση των βοειοαμερικανών παραγωγών από την ευρωπαϊκή αγορά έναντι της αποσύρσεως των ευρωπαίων παραγωγών από τη βορειοαμερικανική αγορά, αφενός, και η σύμπραξη των ευρωπαίων παραγωγών μετά την οριστική λήξη της παγκόσμιας συμπράξεως, αφορώσα την κατανομή της αγοράς και των πελατών και τον καθορισμό των τιμών στο σύνολο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, αφετέρου, πρέπει να συναχθεί ότι αποτελούν δύο διαφορετικές παραβάσεις έναντι του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και όχι μια ενιαία και διαρκή παράβαση, δεδομένου ότι δεν τελέστηκαν ταυτόχρονα, επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και διαπράχθηκαν με διαφορετικές μεθόδους και, τέλος, δεν υπάρχουν αποδείξεις περί της προθέσεως των ευρωπαίων παραγωγών να προσχωρήσουν στις παγκόσμιες συμφωνίες προκειμένου να πραγματοποιήσουν αργότερα κατανομή της αγοράς του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

(βλ. σκέψεις 157-161, 179-181, 199-201, 209)

9.      Όσον αφορά τον καθορισμό του προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας την οποία απονέμει στον κοινοτικό δικαστή το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, του παρέχει την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαφανίζει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν όταν οι κυρώσεις αυτές υποβάλλονται στην εκτίμησή του. Στο πλαίσιο αυτό, οι κατευθυντήριες γραμμές που ορίζει η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX δεν προδικάζουν την εκτίμηση του προστίμου εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή, όταν αυτός αποφαίνεται βάσει της ως άνω αρμοδιότητας.

(βλ. σκέψη 213)

10.    Η αρχή της μη αναδρομικότητας δεν εμποδίζει την εφαρμογή κατευθυντήριων γραμμών οι οποίες, εξ υποθέσεως, έχουν επιβαρυντικά αποτελέσματα όσον αφορά το ύψος των προστίμων που επιβάλλονται για παραβάσεις διαπραχθείσες πριν από την έκδοσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι η πολιτική την οποία εφαρμόζουν μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκαν οι οικείες παραβάσεις. Κατά συνέπεια, το έστω και υπό όρους δικαίωμα της Επιτροπής να εφαρμόζει αναδρομικά σε βάρος των ενδιαφερομένων κανόνες συμπεριφοράς προοριζόμενους να παραγάγουν εξωτερικά αποτελέσματα, όπως είναι οι κατευθυντήριες γραμμές, αποκλείει κάθε υποχρέωση του εν λόγω κοινοτικού οργάνου να εφαρμόζει κάθε φορά την επιεικέστερη ρύθμιση.

(βλ. σκέψεις 233-234)