Language of document : ECLI:EU:T:2008:40

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 14ης Φεβρουαρίου 2008 (*)

«Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο – Κοινοτική οικονομική συνδρομή του τομέα των καινοτόμων δράσεων βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) 1784/1999 – Πρόσκληση για υποβολή προτάσεων – Απόρριψη της προτάσεως»

Στην υπόθεση T‑351/05,

Provincia di Imperia (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους S. Rostagno και K. Platteau, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους D. Martin και A. Weimar,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της απόφασης της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε η πρόταση 2005/VP021/20293 που είχε υποβάλει η Provincia di Imperia κατόπιν της προσκλήσεως για υποβολή προτάσεων VP/2003/021 για «Καινοτόμους δράσεις βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού σχετικά με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: “Νέες προσεγγίσεις στον τομέα της διαχείρισης της αλλαγής”» και κάθε συναφούς πράξης,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τον Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, και τις E. Martins Ribeiro και K. Jürimäe, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία (ΕΕ L 161, σ. 1), ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα Ταμεία μπορούν να χρηματοδοτούν, με πρωτοβουλία της Επιτροπής και αφού οι επιτροπές των άρθρων 48 έως 51 διατυπώσουν τη γνώμη τους για τις κατευθύνσεις τις σχετικές με τους διαφόρους τύπους καινοτόμων ενεργειών, και εντός ορίου 0,7 % των αντίστοιχων ετήσιων κονδυλίων τους, καινοτόμες ενέργειες σε κοινοτικό επίπεδο. Οι ενέργειες αυτές περιλαμβάνουν μελέτες, πιλοτικά σχέδια και ανταλλαγές εμπειριών.

Οι καινοτόμες ενέργειες συμβάλλουν στην εκπόνηση καινοτόμων μεθόδων και πρακτικών που αποβλέπουν στη βελτίωση της ποιότητας των παρεμβάσεων στο πλαίσιο των στόχων αριθ. 1, αριθ. 2 και αριθ. 3. Τίθενται σε εφαρμογή με τρόπο απλό, διαφανή και σύμφωνο με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

2.      Κάθε τομέας δράσης για πιλοτικά σχέδια χρηματοδοτείται από ένα και μόνο Ταμείο. Για να καλυφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του συγκεκριμένου πιλοτικού σχεδίου, η απόφαση συμμετοχής των Ταμείων μπορεί να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής που ορίζεται στους ειδικούς κανονισμούς κάθε Ταμείου, χωρίς να εξέρχεται από το πλαίσιο των εν λόγω ειδικών διατάξεων.»

2        Το άρθρο 24 του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«1.      Κατόπιν ενημερώσεως των ενδιαφερόμενων κρατών μελών για τις καινοτόμες ενέργειες, η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση των αιτήσεων για συμμετοχή των Ταμείων, που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 22 και 23, με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:

α)      την περιγραφή της προτεινόμενης παρέμβασης, του πεδίου εφαρμογής της, συμπεριλαμβανομένης της γεωγραφικής κάλυψης, και των ειδικών στόχων της·

β)      τους αρμόδιους για την εκτέλεση της παρέμβασης οργανισμούς και τους δικαιούχους·

γ)      το χρονοδιάγραμμα και το σχέδιο χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής οποιασδήποτε άλλης κοινοτικής πηγής χρηματοδότησης·

δ)      τις διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και ομαλή εφαρμογή·

ε)      οιοδήποτε στοιχείο απαιτείται, προκειμένου να εξακριβωθεί η συμβατότητα με τις κοινοτικές πολιτικές και με τις κατευθύνσεις που αναφέρει το άρθρο 10, παράγραφος 3.

Η Επιτροπή εγκρίνει τη συμμετοχή των Ταμείων, εφόσον οι πληροφορίες αυτές επιτρέπουν την εκτίμηση της αίτησης.

2.      Η Επιτροπή ενημερώνει πάραυτα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σχετικά με την έγκριση της αίτησης.

3.      Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν για κάθε κράτος μέλος από τις δικές του θεσμικές διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν υπέχουν οικονομική ευθύνη κατά την έννοια που παρόντος κανονισμού για τις καινοτόμες ενέργειες και τα μέτρα τεχνικής βοήθειας που αναφέρονται στα άρθρα 22 και 23 αντιστοίχως.»

3        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1784/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 1999, σχετικά με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (EE L 213, σ. 5) έχει ως αντικείμενο να υποστηρίξει τα μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ανεργίας καθώς και για την ανάπτυξη του ανθρωπίνου δυναμικού και την κοινωνική ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας που αποσκοπούν στην προώθηση υψηλού επιπέδου απασχόλησης, στην ισότητα ανδρών και γυναικών, στην αειφόρο ανάπτυξη και στην οικονομική και κοινωνική συνοχή.

4        Το άρθρο 6 του κανονισμού 1784/1999 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να χρηματοδοτεί δράσεις προπαρασκευής, παρακολούθησης και αξιολόγησης που είναι απαραίτητες για την υλοποίηση των δράσεων στις οποίες αναφέρεται ο κανονισμός.

5        Στις 12 Ιανουαρίου 2001, η Επιτροπή εξέδωσε την ανακοίνωση [COM (2000) 894 τελικό] για την εφαρμογή των καινοτόμων δράσεων κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 1784/1999 για την περίοδο 2000-2006.

6        Στο σημείο 6 της ανακοίνωσης αυτής αναφέρεται ότι, μεταξύ των καινοτόμων δράσεων, συγκαταλέγονται:

–        οι καινοτομίες που συνδέονται με τις διαδικασίες. Καλύπτουν την ανάπτυξη νέων μεθόδων, νέων εργαλείων ή νέων προσεγγίσεων, καθώς και τη βελτίωση των υπαρχουσών μεθόδων·

–        οι καινοτομίες που συνδέονται με τους επιδιωκομένους σκοπούς. Επικεντρώνονται στη διατύπωση νέων στόχων που περιλαμβάνουν προσεγγίσεις με σκοπό τον καθορισμό νέων και ελπιδοφόρων προσόντων καθώς και το άνοιγμα νέων κοιτασμάτων θέσεων εργασίας·

–        οι καινοτομίες που συνδέονται με το πλαίσιο. Αναφέρονται στις πολιτικές και θεσμικές δομές και στην ανάπτυξη συστημάτων σε σχέση με την αγορά εργασίας.

7        Στο σημείο 43 της ανακοίνωσης αυτής, αναφέρονται εξάλλου τα ακόλουθα: «Για να εξασφαλιστεί η διαφάνεια της ενίσχυσης που χορηγείται για καινοτόμες δράσεις, η Επιτροπή θα εκδώσει προσκλήσεις υποβολής προτάσεων που θα δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα και στην ιστοσελίδα Europa. Η επιλεξιμότητα των ενδεχομένων σχεδίων θα προσδιοριστεί από το πεδίο εφαρμογής και το θέμα της δημοσιευομένης πρόσκλησης υποβολής προτάσεων.»

8        Εξάλλου, το σημείο 44 της ίδιας ανακοίνωσης αναφέρει ότι «ο οδηγός του υποψηφίου που συνοδεύει τις προσκλήσεις υποβολής προτάσεων θα δώσει τη δυνατότητα στους υποψηφίους να υποβάλουν την αίτηση επιδοτήσεως σύμφωνα με τα κριτήρια και τις απαιτήσεις του κανονισμού […]1784/1999».

9        Επ’ αυτής της βάσεως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 31 Οκτωβρίου 2003 (EE C 262, σ. 22) πρόσκληση υποβολής προτάσεων υπ’ αριθ. VP/2003/021 με τίτλο «Τίτλος του προϋπολογισμού B2‑1630 – Καινοτόμα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου: “Καινοτόμες προσεγγίσεις στη διαχείριση της αλλαγής”».

10      Στην πρόσκληση αυτή αναφέρεται υπό τον τίτλο «Θεματική εστίαση» ότι «για την περίοδο 2004-2006, το άρθρο 6 [του κανονισμού 1784/1999] θα στηρίξει την ανάπτυξη και τη δοκιμή καινοτόμων μέτρων για την πρόβλεψη και τη διαχείριση της αλλαγής στο πλαίσιο του γενικού θέματος “Καινοτόμες προσεγγίσεις στη διαχείριση της αλλαγής”».

11      Υπό τον ίδιο τίτλο, προβλέπεται ότι, στο πλαίσιο αυτού του γενικού θέματος, τα καινοτόμα μέτρα θα εστιάσουν σε δύο συγκεκριμένα επί μέρους θέματα και δη, αφενός, τη διαχείριση της δημογραφικής αλλαγής και αφετέρου τη διαχείριση της αναδιάρθρωσης.

12      Υπό τον τίτλο «Χρονοδιάγραμμα», αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Υπάρχουν τρεις προθεσμίες για την υποβολή αίτησης στο πλαίσιο της παρούσας πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, και έχουν ως εξής:

–        […]

–        Η προθεσμία για το δεύτερο γύρο αιτήσεων είναι η 26η Ιανουαρίου 2005. Οι συμφωνίες επιδότησης θα υπογραφούν, κατ’ αρχήν, το Σεπτέμβριο του 2005. Η υλοποίηση των σχεδίων μπορεί να ξεκινήσει από 1η Οκτωβρίου 2005 έως 30 Νοεμβρίου 2005, όχι όμως πριν από την υπογραφή της συμφωνίας επιδότησης. Η μέγιστη διάρκεια των σχεδίων θα είναι 24 μήνες και τα σχέδια πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί από 30 Σεπτεμβρίου 2007 έως 29 Νοεμβρίου 2007.

–        Η προθεσμία για τον τρίτο γύρο αιτήσεων είναι η 25η Ιανουαρίου 2006. Οι συμφωνίες επιδότησης θα υπογραφούν, κατ’ αρχήν, το Σεπτέμβριο του 2006. Η υλοποίηση των σχεδίων μπορεί να ξεκινήσει από 1η Οκτωβρίου 2006 έως 30 Νοεμβρίου 2006, όχι όμως πριν από την υπογραφή της συμφωνίας επιδότησης. Η μέγιστη διάρκεια των σχεδίων θα είναι 24 μήνες και τα σχέδια πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί από 30 Σεπτεμβρίου 2008 έως 29 Νοεμβρίου 2008.»

13      Στις 15 Οκτωβρίου 2004, στο πλαίσιο του δευτέρου κύκλου αιτήσεων, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (EE C 255, σ. 11) υπενθύμιση της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων VP/2003/021 με τον τίτλο «Τίτλος του προϋπολογισμού 04.021000.00.11 – Καινοτόμα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου: “Καινοτόμες προσεγγίσεις στη διαχείριση της αλλαγής”». Η ανακοίνωση αυτή υπενθυμίζει μεταξύ άλλων ότι η επόμενη προθεσμία για την υποβολή αίτησης στο πλαίσιο της παρούσας πρόσκλησης υποβολής προτάσεων λήγει στις 26 Ιανουαρίου 2005 και ότι περισσότερο λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά τη διαδικασία αίτησης, τη χρηματοοικονομική διαθεσιμότητα και τα κριτήρια επιλογής και απόδοσης, συμπεριλαμβανομένου του οδηγού υποψηφίου μπορούν να μεταφορτωθούν από τον παρατιθέμενο ιστοχώρο.

14      Ο οδηγός υποψηφίου περιλαμβάνει πλείονα παραρτήματα μεταξύ των οποίων το παράρτημα 2 που φέρει τον τίτλο «Τεχνικό και οικονομικό παράρτημα», το παράρτημα 6 που φέρει τον τίτλο «Αίτηση επιδότησης – περιγραφή του προγράμματος», και το παράρτημα 7 που φέρει τον τίτλο «Πρόβλεψη προϋπολογισμού».

15      Το σημείο 34 του παραρτήματος 2 αναφέρει:

«Οι αιτήσεις που περνούν επιτυχώς τους ελέγχους [που προβλέπονται στα σημεία 27, 29 και 31] θα εκτιμηθούν για να προσδιοριστεί η ποιότητα και η δυνατότητα υλοποίησης των προτεινόμενων μέτρων με βάσει τα ακόλουθα κριτήρια:

–        […]

–        στοιχεία καινοτομίας της πρότασης, ιδίως όσον αφορά τους στόχους και την εφαρμογή του προγράμματος και τον τρόπο κατά τον οποίο η πρόταση αποκλίνει των συνήθων δραστηριοτήτων των οικείων οργανώσεων ή στηρίζεται σ’ αυτές·

–        […]

–        αντιστοιχία μεταξύ, αφενός, του κόστους των θέσεων που αναφέρονται στην πρόβλεψη προϋπολογισμού και, αφετέρου, των δραστηριοτήτων που παρουσιάζονται στην περιγραφή του σχεδίου και το πρόγραμμα εργασίας που περιλαμβάνεται στην αίτηση επιδοτήσεως.»

 Ιστορικό της διαφοράς

16      Στις 21 Ιανουαρίου 2005, η προσφεύγουσα, Provincia di Imperia, υπέβαλε στην Επιτροπή, στο πλαίσιο του δευτέρου κύκλου αιτήσεων, αίτηση επιδοτήσεως για την πρότασή της 2005/VP021/20293, με τίτλο «Flores», που είχε αντικείμενο την παρέμβαση στον τομέα της ανθοκομίας στην Ιταλία, στη Γαλλία και στην Ισπανία με σκοπό την καταπολέμηση των αρνητικών αποτελεσμάτων των διαδικασιών διαρθρώσεως και την προώθηση της ανάπτυξης.

17      Με ηλεκτρονική επιστολή της 29ης Ιουνίου 2005, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα την απόφασή της να απορρίψει την αίτηση επιδοτήσεως.

18      Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε με έγγραφο της 30ής Ιουνίου 2005 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

19      Με την απόφασή της, η Επιτροπή επισημαίνει στην προσφεύγουσα τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά την πρότασή σας, κρίθηκε ότι δεν πληροί τα κριτήρια εκτιμήσεως της πρόσκλησης για υποβολή προτάσεων. Ειδικότερα, για τους ακόλουθους λόγους: η πρόταση δεν εξηγεί κατά ποιο τρόπο επεξεργάζεται και λαμβάνει υπόψη την κτηθείσα πείρα στον τομέα αυτό στη Λιγουρία. Υπάρχουν σοβαρές ασυνέπειες μεταξύ των στοιχείων προϋπολογισμού που παρατίθενται στα παραρτήματα 6 και 7.»

20      Με ηλεκτρονική επιστολή της 1ης Ιουλίου 2005, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τους δύο λόγους απόρριψης της αιτήσεώς της με την προσβαλλόμενη απόφαση και κάλεσε την Επιτροπή να επανεξετάσει την πρότασή της και να τη λάβει υπόψη για την κοινοτική χρηματοδότηση. Ειδικότερα, σχετικά με τον λόγο ότι η πρόταση δεν λαμβάνει υπόψη τη κτηθείσα πείρα στη Λιγουρία, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι «στο παράρτημα 6, από τη σελίδα 57 έως τη σελίδα 89, εξέθεσε σχολαστικά την κατάσταση, τις εμπειρίες και τις πολιτικές του τομέα, από οικονομική, κοινωνική και εδαφική σκοπιά, στο διεθνές, περιφερειακό και επαρχιακό επίπεδο».

21      Με ηλεκτρονική επιστολή της 4ης Ιουλίου 2005, η Επιτροπή διευκρίνισε την προηγούμενη απάντησή της, αναπτύσσοντας τα επιχειρήματα που υπαγόρευσαν την απόρριψη της αιτήσεως επιδοτήσεως της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή ανέφερε μεταξύ άλλων:

«1. Όσον αφορά το πρώτο σημείο, ναι μεν 32 σελίδες περιγράφουν το “cluster” ανθοκομία, πλην όμως η απλή αυτή περιγραφή δεν μας εξηγεί πως κατορθώνετε να καταρτίσετε και να αναπτύξετε το νέο σχέδιό σας με βάση τις κτηθείσες εμπειρίες και τέλος να προτείνετε την καινοτομία.

2. Τα έγγραφα που στείλατε εμπροθέσμως (τα μόνα που λαμβάνονται υπόψη για τη διαδικασία επιλογής) εμφανίζουν ασυνέπειες στα οικονομικά στοιχεία. Το παράρτημα 6 αναφέρει συνολικό ποσό 2 029 599,19 ευρώ ενώ το παράρτημα 7 αναφέρει συνολικό ποσό 2 109 599,99 ευρώ (σημαντική διαφορά 80 000 ευρώ).»

22      Με ηλεκτρονική επιστολή της 11ης Ιουλίου 2005, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε αυτές τις πρόσθετες παρατηρήσεις.

23      Με ηλεκτρονική επιστολή της 15ης Ιουλίου 2005, η Επιτροπή γνωστοποίησε ότι επανέρχεται στις προηγούμενες επιστολές της και προτείνει στην προσφεύγουσα να εξετάσει το στοιχείο ότι η σημαντική διαφορά των 80 000 ευρώ μπορούσε κάλλιστα να περιληφθεί στα διοικητικά έξοδα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Σεπτεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

25      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα κλήθηκε να προσκομίσει ένα έγγραφο και να απαντήσει σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου. Η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε σε αυτά τα αιτήματα.

26      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν σε προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Μαρτίου 2007.

27      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και κάθε συναφή πράξη·

–         να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

29      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή εφόσον ασκήθηκε εντός των νομίμων προθεσμιών και ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της οποίας είναι αποδέκτης και η οποία την επηρεάζει από οικονομικής σκοπιάς, αν ληφθούν υπόψη το σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό και οι οικονομικοί πόροι που χρησιμοποίησε για την προετοιμασία της αιτήσεώς της.

30      Η Επιτροπή παρατηρεί κατ’ αρχάς ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί περιουσιακό συμφέρον, συνιστάμενο σε «δικαίωμα για επιδότηση», δεδομένου ότι η ίδια δεν έχει καμιά υποχρέωση να επιδοτεί τις προτάσεις και τα σχέδια που της υποβάλλονται. Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι η υποβολή προτάσεως γίνεται επί εθελουσίας βάσεως, ότι όλοι οι υποψήφιοι οφείλουν να καταβάλλουν τις ίδιες προσπάθειες και ότι εξασφάλισε σε καθένα δίκαιη και διαφανή μεταχείριση.

31      Με την ανταπάντηση η Επιτροπή διερωτάται ως προς το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας. Συναφώς παρατηρεί ότι το έννομο συμφέρον εκτιμάται κατά την ημέρα ασκήσεως της προσφυγής, δηλαδή εν προκειμένω στις 7 Σεπτεμβρίου 2005. Κατά την ημέρα εκείνη, όμως, υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα μπορούσε ακόμα να υποβάλει νέο διορθωμένο φάκελο, μέχρι τις 25 Ιανουαρίου 2006 στο πλαίσιο του τρίτου κύκλου αιτήσεων. Αν δεν δικαιολογήσει συμφέρον στην ακύρωση της επιβαλλομένης αποφάσεως η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το απαράδεκτο λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως που πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή και μπορεί να προβληθεί από τον καθού διάδικο σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

32      Όσον αφορά το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μια προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο προσφεύγων έχει συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T-480/93 και T-483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2305, σκέψη 59· της 25ης Μαρτίου 1999, T-102/96, Gencor κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-753, σκέψη 40, και της 30ής Ιανουαρίου 2002, T-212/00, Nuove Industrie Molisane κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-347, σκέψη 33). Το συμφέρον αυτό πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, T-138/89, NBV και NVB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2181, σκέψη 33) και εκτιμάται την ημέρα κατά την οποία ασκήθηκε η προσφυγή (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1963, 14/63, Forges de Clabecq κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1015, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Απριλίου 2001, T-159/98, Torre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-83 και II-395, σκέψη 28). Έννομο συμφέρον υφίσταται μόνον αν η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να προσπορίσει όφελος στον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T-310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-3253, σκέψη 44, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Εν προκειμένω, για να εκτιμηθεί το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας, πρέπει να εξεταστεί το όφελος που θα μπορούσε να προσπορίσει στην προσφεύγουσα η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Συναφώς, ναι μεν η ακύρωση της απόφασης δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να δημιουργήσει κατάσταση κατά την οποία η προσφεύγουσα θα είχε δικαίωμα να της χορηγηθεί επιδότηση από την Επιτροπή βάσει της αιτήσεώς της για οικονομική συνδρομή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, υποβληθείσα στο πλαίσιο του δευτέρου κύκλου αιτήσεων, πλην όμως θα έδινε στην προσφεύγουσα μια επιπλέον ευκαιρία να λάβει την επιδότηση αυτή. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ακυρώσεως, η Επιτροπή θα είχε την υποχρέωση να εξετάσει και πάλι την πρόταση της προσφεύγουσας, όπως υποβλήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2005, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του Πρωτοδικείου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η προσφεύγουσα δεν θα ήταν αναγκασμένη να επιφέρει τροποποιήσεις στην πρότασή της ούτε να την ενημερώσει ενώ δεν θα μπορούσε να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο αν έπρεπε να υποβάλει νέα αίτηση στο πλαίσιο του τρίτου κύκλου αιτήσεων.

34      Υπό το φως των προεκτεθέντων συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον, και συνεπώς η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

35      Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος στρέφεται κατά της κρίσης που διατυπώνει η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δηλαδή υπάρχουν «σοβαρές ασυνέπειες» μεταξύ των οικονομικών στοιχείων που παραθέτει η προσφεύγουσα στα παραρτήματα 6 και 7 της προτάσεώς της. Ο δεύτερος λόγος αντικρούει την κρίση που διατυπώνει η εν λόγω απόφαση ότι η πρόταση της προσφεύγουσας δεν εξηγεί κατά ποιον τρόπο επεξεργάζεται και λαμβάνει υπόψη τις ήδη κτηθείσες εμπειρίες στον τομέα της ανθοκομίας στη Λιγουρία.

36      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, η προσφεύγουσα διατυπώνει διάφορες αιτιάσεις που αφορούν, αντιστοίχως, παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, του άρθρου 6 του κανονισμού 1784/1999, των άρθρων 22 και 24 του κανονισμού 1260/1999, των κανόνων που διατυπώνει η ανακοίνωση της 12ης Ιανουαρίου 2001, των κανόνων που διατυπώνει η πρόσκληση υποβολής προτάσεων VP/2003/021 και ο οδηγός υποψηφίου, περιλαμβανομένων και των παραρτημάτων 2, 6 και 7, καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, υπέρβαση εξουσίας και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου, η προσφεύγουσα προβάλλει τις ίδιες αιτιάσεις με μόνη εξαίρεση την παράβαση του παραρτήματος 7 του οδηγού υποψηφίου.

37      Πριν από την κατά κυριολεξία εξέταση των δύο λόγων ακυρώσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι έκαστος των δύο λόγων που επικαλείται η προσβαλλόμενη απόφαση θα αρκούσε καθεαυτός να στηρίξει την απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως της προσφεύγουσας για κοινοτική συγχρηματοδότηση. Υπό τις συνθήκες αυτές η απόφαση αυτή θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να ακυρωθεί μόνο αν έκαστος των δύο λόγων εμφανίζει έλλειψη νομιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, ενδεχόμενη πλάνη ή άλλη έλλειψη νομιμότητας επηρεάζουσα μία μόνο βάση της συλλογιστικής δεν θα αρκούσε να δικαιολογήσει ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης εφόσον η πλάνη ή η έλλειψη νομιμότητας δεν επηρέασε καθοριστικά την άρνηση της κοινοτικής συγχρηματοδότησης. Στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα προσέβαλε έκαστο των δύο λόγων με δύο χωριστούς ισχυρισμούς. Κατά συνέπεια, για να χωρήσει ενδεχομένως ακύρωση εν προκειμένω πρέπει να εξεταστεί έκαστος των δύο ισχυρισμών.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επί του παραδεκτού του λόγου ακυρώσεως

38      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, κατά τον Οργανισμό του Δικαστηρίου και τον Κανονισμό Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει ιδίως να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει τα αιτήματα και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών οι οποίοι πρέπει να είναι αρκούντως σαφείς και ακριβείς ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του. Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα απλώς διατυπώνει σχόλια υπό τον τίτλο «Αιτιάσεις», χωρίς να διευκρινίζει ποια αιτίαση αναπτύσσει και επί ποίου θέματος. Η προσφεύγουσα δεν αναπτύσσει το παραμικρό νομικό επιχείρημα για να στηρίξει το αίτημά της. Ειδικότερα, οι αιτιάσεις περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, καταχρήσεως εξουσίας και παραβίασης της αρχής της ασφάλειας δικαίου, διατυπώνονται κατά τρόπο εξ ολοκλήρου αόριστο και δεν εκτίθενται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και κατανοητό ώστε να μπορέσει η Επιτροπή να προετοιμάσει επωφελώς την άμυνά της. Η Επιτροπή θεωρεί συνεπώς ότι οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες.

39      Απαντώντας στα επιχειρήματα της Επιτροπής, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως συνιστά σύνολο που δεν μπορεί να διαμελιστεί αναλόγως της προβαλλόμενης νομικής βάσης. Εν συνεχεία, φρονεί ότι εξήγησε σαφώς σε τι συνίσταται η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής και η κατάχρηση εξουσίας που εμφανίζει η προσβαλλόμενη απόφαση. Τέλος, τονίζει το γεγονός ότι η παράβαση της προσκλήσεως για υποβολή προτάσεων VP/2003/021 και του οδηγού υποψηφίου από την απόφαση αυτή σημαίνει και παραβίαση των υπέρτερων κανόνων κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκαν οι πράξεις αυτές.

–       Επί της ουσίας

40      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ύπαρξη «σοβαρών ασυνεπειών» στα παραρτήματα 6 και 7 της προτάσεώς της σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία. Δεν αρνείται μεν ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των στοιχείων που παραθέτει έκαστο των δύο παραρτημάτων, πλην όμως διευκρινίζει ότι η διαφορά αυτή προκύπτει από τη διάρθρωση των παραρτημάτων που όφειλε να ακολουθήσει και από τη διαφορά μεταξύ των στοιχείων που είχαν ζητηθεί. Συγκεκριμένα, το παράρτημα 6 («Αίτηση επιδοτήσεως») περιλαμβάνει αποκλειστικά τις άμεσες επιλέξιμες δαπάνες, πράγμα που δείχνει η χρήση του κεφαλαίου γράμματος «D» («Έξοδα προσωπικού, μετακινήσεως, δραστηριοτήτων/υπηρεσιών και διοικήσεως»), ενώ το παράρτημα 7 («Πρόβλεψη προϋπολογισμού») περιλαμβάνει, επιπλέον των αμέσων επιλεξίμων δαπανών που παραθέτει το παράρτημα 6, τις έμμεσες επιλέξιμες δαπάνες, πράγμα που δείχνει η χρήση του κεφαλαίου γράμματος «I». Η διάκριση αυτή δικαιολογεί τη διαφορά των 80 000 ευρώ μεταξύ των δύο παραρτημάτων την οποία επισήμανε η Επιτροπή.

41      Η προσφεύγουσα παρατηρεί συνεπώς ότι δεν υπάρχει ασυνέπεια μεταξύ των παραρτημάτων 6 και 7 της προτάσεώς της, διότι συμμορφώθηκε σε κάθε σημείο με το δεσμευτικό πρότυπο που καθόρισε η Επιτροπή με τον οδηγό υποψηφίου. Συνεπώς, αν είχε περιλάβει τα 80 000 ευρώ ως γενικά έξοδα στις δαπάνες διοικήσεως, υπό το τμήμα «D4» του παραρτήματος 6, όπως πρότεινε η Επιτροπή με την από 15 Ιουλίου 2005 ηλεκτρονική επιστολή, αυτό θα ήταν άτοπο, θα οδηγούσε σε εσφαλμένη συμπλήρωση της αίτησης επιδοτήσεως και θα καθιστούσε περιττό το τμήμα «I» στο παράρτημα 7(b) του οδηγού υποψηφίου. Η ερμηνεία αυτή της Επιτροπής οφείλεται είτε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως συνιστάμενη στο ότι η Επιτροπή συγχέει το σύνολο των δαπανών του σχεδίου με το σύνολο μόνο των αμέσων επιλεξίμων δαπανών είτε σε κατάχρηση εξουσίας συνιστάμενη στο ότι η Επιτροπή προσανατολίζει κατά το δοκούν τα πρότυπα προτάσεων που η ίδια είχε συντάξει. Η προσφεύγουσα φρονεί συνεπώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παραβίαση υφισταμένων κανόνων, όπως είναι ο οδηγός υποψηφίου και τα παραρτήματα 6 και 7 αυτού. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την προηγούμενη απόφαση που προκύπτει από την ανακοίνωση της 12ης Ιανουαρίου 2001, το άρθρο 6 του κανονισμού 1784/1999, τα άρθρα 22 και 24 του κανονισμού 1260/1999 καθώς και την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

42      Εξάλλου, απαντώντας στο επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν της ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό θα ήταν περιττό δεδομένου ότι δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία σχετικά με τα απαιτούμενα οικονομικά στοιχεία. Όσον αφορά τη μαθηματική ταυτότητα μεταξύ των διαφόρων θέσεων του προϋπολογισμού, αυτή είναι προφανής, με τη διαφορά ότι το παράρτημα 7(b) του οδηγού υποψηφίου ορίζει ότι πρέπει να αναφέρονται οι έμμεσες δαπάνες πέραν των στοιχείων που περιλαμβάνει το παράρτημα 6.

43      Επιπλέον, ο ισχυρισμός της Επιτροπής περί «σοβαρών ασυνεπειών», εμφανίζει κατά την προσφεύγουσα, ελλιπή αιτιολογία δεδομένου ότι η διαφορά των 80 000 ευρώ επισημάνθηκε όψιμα, με την ηλεκτρονική επιστολή της 4 Ιουλίου 2005, η οποία δεν κάνει λόγο για ενδεχόμενη ύπαρξη άλλων ασυνεπειών που θα έδιναν στην Επιτροπή το δικαίωμα να απορρίψει την πρόταση. Επιπλέον, η νομολογία περί το άρθρο 253 ΕΚ επιβάλλει να παρατίθεται αιτιολογία σαφής και μη διφορούμενη με τη βλαπτική πράξη.

44      Τέλος, η προσφεύγουσα αναφέρεται στο επιχείρημα της Επιτροπής ότι, κατά πάγια νομολογία «η υποχρέωση αιτιολογίας έχει σκοπό να γνωστοποιήσει στον αποδέκτη της αποφάσεως τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται αυτή, προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να εκτιμήσει μεταξύ άλλων, αν είναι σκόπιμο να υποβάλει την πράξη στον έλεγχο του αρμοδίου δικαιοδοτικού οργάνου». Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής που κάνει λόγο για «σοβαρές ασυνέπειες μεταξύ των οικονομικών στοιχείων που περιέχουν τα παραρτήματα 6 και 7», δεν δίνει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να εννοήσει τους λόγους απορρίψεως της προτάσεώς της. Επιπλέον, οι πρόσθετες πληροφορίες που παρέσχε εκ των υστέρων η Επιτροπή δεν μπορούν να τροποποιήσουν ουσιαστικά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι η απαιτούμενη αιτιολογία έπρεπε να παρατίθεται στην ίδια την απόφαση ή να κοινοποιηθεί συγχρόνως με την απόφαση.

45      Η Επιτροπή, παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα δεν προβληματίζεται σχετικά με τη διαφορά μεταξύ των στοιχείων που περιλαμβάνουν τα παραρτήματα 6 και 7 της προτάσεώς της, παράλληλα δε αμφισβητεί την εκτίμηση της προσφεύγουσας ότι η διαφορά αυτή προκύπτει από τη διάρθρωση των παραρτημάτων αυτών. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, πρέπει να υπάρχει τέλεια συνέπεια μεταξύ, αφενός, του παραρτήματος 6 που περιγράφει τις «δραστηριότητες που παρουσιάζονται στο πλαίσιο της περιγραφής του προϋπολογισμού», και, αφετέρου, του παραρτήματος 7, που παρουσιάζει την «πρόβλεψη προϋπολογισμού». Σύμφωνα με το σημείο 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου (παράρτημα 2), η συνέπεια αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να ληφθεί υπόψη η αίτηση επιδοτήσεως. Κατά την Επιτροπή, από το σημείο C8 του παραρτήματος 6 προκύπτει, επιπλέον, ότι η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα έξοδα σχετικά με το τμήμα που αφορά τον προϋπολογισμό. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, αν το παράρτημα 6 και το παράρτημα 7 εμφανίζουν διαφορές, οφείλει να το επισημάνει και να το λάβει υπόψη κατά την εκτίμηση του σχεδίου. Όσον αφορά τη διάρθρωση του παραρτήματος 6, η Επιτροπή φρονεί ότι έκαστος υποψήφιος οφείλει να αποδείξει την ικανότητά του να οργανώσει κατά τρόπο συνεπή και λειτουργικό τους οικονομικούς πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό, διευκρινίζοντας τη φύση και την αξία των σχεδιαζομένων δραστηριοτήτων και των καθηκόντων που ανατίθενται στους οικείους παράγοντες.

46      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τη χρήση του γράμματος «D» στο παράρτημα 6, η Επιτροπή παρατηρεί ότι τίποτα δεν αποδεικνύει ότι η χρήση αυτή, που έχει σκοπό να διευκολύνει την κατανόηση εκ μέρους των υποψηφίων, αποκλείει τα γενικά έξοδα από τις δαπάνες του παραρτήματος 6. Κατά την Επιτροπή, τα έξοδα αυτά εγγράφονται κατά κανόνα στη θέση «D4», «Διαχείριση και συντονισμός». Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δέχεται επίσης την εγγραφή τους σε άλλο ειδικό μέρος ή σε χωριστό σημείωμα, πλην όμως δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να δεχθεί την απουσία τους, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχουν. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η αυτή η απαίτηση σαφήνειας, ανεξάρτητα από τη μαθηματική ακρίβεια, επιβάλλεται παρ’ όλ’ αυτά στο κεφάλαιο 3.4 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου.

47      Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αν είχε αμφιβολίες σχετικά με την εγγραφή των γενικών εξόδων ύψους 80 000 ευρώ στο παράρτημα 6, η προσφεύγουσα όφειλε να ζητήσει από την Επιτροπή πρόσθετες πληροφορίες. Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι είχε άλλωστε προβλέψει το ενδεχόμενο αποκλίσεων ως προς την ερμηνεία, προβλέποντας ένα ταχύ και εύκολο μέσο επικοινωνίας προκειμένου να απαντά σε ενδεχόμενες ερωτήσεις. Πράγματι, η δυνατότητα αιτήσεως πρόσθετων πληροφοριών μέσω Internet, με ηλεκτρονική επιστολή ή τηλεφωνικώς προβλέπεται τόσο στον οδηγό υποψηφίου και δη στο τεχνικό και οικονομικό παράρτημα όσο και στην πρόσκληση για υποβολή προτάσεων VP/2003/021 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 31 Οκτωβρίου 2003.

48      Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 253 ΕΚ, η Επιτροπή φρονεί ότι απάντησε ταχύτατα στις αιτήσεις πληροφοριών της προσφεύγουσας (εντός τριών ημερών) και επικαλείται τη νομολογία κατά την οποία η συνοπτική αιτιολογία είναι επαρκής και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ στο θέμα αυτό. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι το συνοπτικό της αιτιολογίας είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της εξέτασης μεγάλου αριθμού αιτήσεων. Εξάλλου, η υποχρέωση αιτιολογίας έχει κυρίως ως αντικείμενο να δώσει τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να εκτιμήσει κατά πόσον είναι σκόπιμη η άσκηση προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Η Επιτροπή φρονεί ότι εν προκειμένω παρέθεσε τέτοια αιτιολογία.

49      Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι η υποχρέωση αιτιολογίας διακρίνεται από το βάσιμο της αιτιολογίας. Αν υποτεθεί ότι η συνοπτική αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αποδεικνύεται ανεπαρκής εν προκειμένω, η Επιτροπή έχει εν πάση περιπτώσει, κατά πάγια νομολογία, τη δυνατότητα να παράσχει συμπληρωματική αιτιολογία υπό την προϋπόθεση ότι οι συμπληρωματικές πληροφορίες παρέχονται πριν την άσκηση της προσφυγής. Αυτό ακριβώς συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση. Η Επιτροπή παρέσχε πράγματι πρόσθετες διευκρινίσεις απαντώντας σε αιτήσεις της προσφεύγουσας και δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν έδωσε τέτοιες διευκρινίσεις.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

50      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως στρέφεται κατά της αιτιολογίας που παραθέτει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δηλαδή η πρόταση περιέχει «σοβαρές ασυνέπειες μεταξύ των οικονομικών στοιχείων στα παραρτήματα 6 και 7». Η Επιτροπή διευκρίνισε τον λόγο αυτό με την ηλεκτρονική επιστολή της 4ης Ιουλίου 2005 αναφέροντας ότι «[τ]α έγγραφα [που υπέβαλε η προσφεύγουσα] εμφανίζουν ασυνέπειες στα οικονομικά στοιχεία» και υπογραμμίζοντας ότι, «το παράρτημα 6 περιέχει συνολικό ποσό 2 029 599,[9]9 ευρώ, ενώ το παράρτημα 7 περιέχει συνολικό ποσό 2 109 599,99 ευρώ (σημαντική διαφορά 80 000 ευρώ)».

51      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επικαλείται διάφορες αιτιάσεις που παρατίθενται στη σκέψη 36 ανωτέρω. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ορισμένες από τις αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες ως αόριστες, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, αυτό βεβαίως δεν συμβαίνει με τις αιτιάσεις περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογίας και της παραβάσεως του οδηγού υποψηφίου, που διατυπώνονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να δίνεται η δυνατότητα στην Επιτροπή να προετοιμάσει την άμυνά της και στο Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής.

52      Ως προς την ουσία, όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση της προσφεύγουσας περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογίας, υπενθυμίζεται ότι κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να παραθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψη 15· της 29 Φεβρουαρίου 1996, C‑56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑723, σκέψη 86· της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63, και της 29ης Απριλίου 2004, C‑159/01, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑4461, σκέψη 65).

53      Δεν απαιτείται πάντως να διευκρινίζει η αιτιολογία όλα τα συναφή πραγματικά και νομικά στοιχεία. Πράγματι, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας απόφασης ανταποκρίνεται τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 16, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Σημειωτέον επιπλέον ότι ο συνοπτικός χαρακτήρας της αιτιολογίας της απόφασης με την οποία η Επιτροπή απορρίπτει αίτηση επιδοτήσεως αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της μηχανογραφικής επεξεργασίας πολλών χιλιάδων αιτήσεων επιδοτήσεως, επί των οποίων η Επιτροπή πρέπει να αποφανθεί εντός σύντομης προθεσμίας. Λεπτομερέστερη αιτιολογία προς στήριξη κάθε ατομικής αποφάσεως θα μπορούσε επομένως να διακυβεύσει την ορθολογική και αποτελεσματική χορήγηση της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1990, C‑213/87, Gemeente Amsterdam και VIA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑221, σκέψη 28).

55      Εν προκειμένω και αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η υποχρέωση αιτιολογίας πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τις πρόσθετες πληροφορίες που περιέχει η από 4 Ιουλίου 2005 ηλεκτρονική επιστολή της Επιτροπής και την οποία η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής της. Αν, όπως εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζητεί από το ενδιαφερόμενο κοινοτικό όργανο πρόσθετες εξηγήσεις σχετικά με την απόφαση πριν την άσκηση της προσφυγής και λαμβάνει τις εξηγήσεις αυτές, δεν μπορεί να ζητεί από το Πρωτοδικείο να μη τις λάβει υπόψη κατά την εκτίμηση του επαρκούς χαρακτήρα της αιτιολογίας, εφόσον εξυπακούεται ωστόσο ότι το κοινοτικό όργανο δεν έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει με εντελώς νέα αιτιολογία την αρχική αιτιολογία, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Φεβρουαρίου 2003, T‑183/00, Strabag Benelux κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑135, σκέψη 58).

56      Κατά συνέπεια, ο λόγος που βάλλεται με τον υπό κρίση ισχυρισμό, ειδικότερα υπό το φως των προσθέτων πληροφοριών που περιέχει η από 4 Ιουλίου 2005 ηλεκτρονική επιστολή, δίνει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να αντιληφθεί σαφώς ότι ο ένας από τους δύο λόγους που υπαγόρευσαν την απόρριψη της αιτήσεως επιδοτήσεως στηρίχθηκε στο γεγονός ότι, κατά την Επιτροπή, η αίτηση δεν πληρούσε το τελευταίο κριτήριο εκτιμήσεως της ποιότητας και σκοπιμότητας των μέτρων που πρότεινε στο πλαίσιο της αιτήσεώς της, όπως αυτό προσδιορίζεται στο σημείο 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου.

57      Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, δεν αποδεικνύεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τον λόγο που βάλλεται με τον υπό κρίση ισχυρισμό δεν αιτιολογείται επαρκώς.

58      Δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας περί παραβάσεως του οδηγού υποψηφίου από την αιτιολογία η οποία βάλλεται με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, ότι δηλαδή «υπάρχουν σοβαρές ασυνέπειες μεταξύ των οικονομικών στοιχείων των παραρτημάτων 6 και 7» της πρότασης, διαπιστώνεται, όπως αποδεικνύουν οι δύο πίνακες κατωτέρω, ότι υπάρχει τέλεια αντιστοιχία μεταξύ των τμημάτων D1 έως D4 εκάστου των δύο παραρτημάτων, τα οποία περιλαμβάνουν ακριβώς τα ίδια σύνολα:

Πίνακας 1 (εμφαίνει το κόστος των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνει η αίτηση επιδοτήσεως η οποία συμπληρώνεται κατά το υπόδειγμα του παραρτήματος 6 του οδηγού υποψηφίου)

Φάση

D 1

προσωπικό

(σε ευρώ)

D 2

μετακινήσεις

(σε ευρώ)

D 3

δραστηριότητες υπηρεσίες

(σε ευρώ)

D 4

διοίκηση (σε ευρώ)

D 1+D 2+D 3+D 4

Σύνολο

(σε ευρώ)

1

395 012,46

22 160,00

34 200,00

 

451 372,46

2

185 856,75

12 540,00

51 840,00

 

250 236,75

3

161 292,86

15 820,00

73 840,00

 

250 952,86

4

255 457,85

12 560,00

116 000,00

 

384 017,85

5

226 150,62

25 600,00

 

50 356,00

302 106,62

6

67 474,05

15 420,00

32 000,00

 

114 894,05

7

64 574,40

19 950,00

191 495,00

 

276 019,40

Σύνολο

1 355 818,99

124 050,00

499 375,00

50 356,00

2 029 599,99


Πίνακας 2 (περιλαμβάνει το κόστος των θέσεων που περιέχονται στην πρόβλεψη προϋπολογισμού, που καταρτίζεται σύμφωνα με το υπόδειγμα του παραρτήματος 7 του οδηγού υποψηφίου)

D 1

προσωπικό (σε ευρώ)

1 355 818,99

D 2

μετακινήσεις (σε ευρώ)

124 050,00

D 3

δραστηριότητες υπηρεσίες

(σε ευρώ)

499 375,00

D 4

διοίκηση (σε ευρώ)

50 356,00

Σύνολο

άμεσα έξοδα (D 1 έως D 4)

2 029 599,99

Σύνολο

έμμεσα έξοδα (I.1)

80 000,00

Συνολικές δαπάνες

Σύνολο σχεδίου - (D+I)

2 109 599,99


59      Από τους δύο αυτούς πίνακες προκύπτει, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι η προσφεύγουσα επέδειξε συνέπεια προσθέτοντας στην πρόβλεψη προϋπολογισμού (παράρτημα 7) υπό τον τίτλο «Έμμεσες επιλέξιμες δαπάνες» ποσό 80 000 ευρώ ως γενικά έξοδα. Πράγματι, η μεταφορά διαφόρων ποσών που αντιστοιχούν στο σύνολο των εμμέσων επιλεξίμων δαπανών που παρατίθενται στην αίτηση επιδοτήσεως (παράρτημα 6) υπό τον τίτλο «Άμεσες επιλέξιμες δαπάνες D1 έως D4» της πρόβλεψης προϋπολογισμού μαρτυρεί συνέπεια μεταξύ αυτών των δύο παραρτημάτων. Συναφώς, επισημαίνεται ότι αυτή η συνέπεια ανταποκρίνεται εξάλλου πλήρως στην απαίτηση αντιστοιχίας που διατυπώνει το σημείο 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου ως τελευταίο κριτήριο εκτιμήσεως της ποιότητας και της σκοπιμότητας των προτεινομένων μέτρων στο πλαίσιο της αιτήσεως. Συνεπώς, η διαπίστωση που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση ότι δηλαδή υπάρχουν «σοβαρές ασυνέπειες» μεταξύ των οικονομικών στοιχείων που παρέχουν τα παραρτήματα 6 και 7 της προτάσεως της προσφεύγουσας είναι εσφαλμένη.

60      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την υπόδειξη της Επιτροπής περί εγγραφής στο τμήμα D4 της αίτησης επιδοτήσεως των γενικών εξόδων ύψους 80 000 ευρώ που περιλαμβάνονται στο τμήμα I της πρόβλεψης προϋπολογισμού. Πράγματι, η εγγραφή αυτή θα εξαφάνιζε την αντιστοιχία μεταξύ του τμήματος D4 της αίτησης επιδοτήσεως και του τμήματος D4 της πρόβλεψης προϋπολογισμού.

61      Συναφώς, πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι η υπόδειξη της Επιτροπής δεν συμβιβάζεται με τα στοιχεία που περιέχει προκαθορισμένο υπόδειγμα της πρόβλεψης προϋπολογισμού που περιλαμβάνει το παράρτημα 7 του οδηγού υποψηφίου. Συγκεκριμένα, αφενός, το υπόδειγμα αυτό αναφέρει ότι τα γενικά έξοδα ανάγονται στις «Έμμεσες επιλέξιμες δαπάνες I», που είναι κατηγορία δαπανών χωριστή και διακριτή από την κατηγορία «Άμεσες επιλέξιμες δαπάνες D1 έως D4». Αφετέρου, το υπόδειγμα αυτό κάνει λόγο για την αρχή ότι τα γενικά έξοδα δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 7 % του συνολικού ποσού των «Άμεσων επιλεξίμων δαπανών D1 έως D4», πράγμα που συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι τα γενικά έξοδα δεν μπορούν να περιληφθούν στο τμήμα D4 της πρόβλεψης προϋπολογισμού.

62      Όσον αφορά την υποχρέωση του σημείου C8 του παραρτήματος 6 του οδηγού υποψηφίου στο οποίο αναφέρεται η Επιτροπή και κατά το οποίο «όλα τα διοικητικά έξοδα και δραστηριότητες, τμήμα D4, πρέπει […] να περιλαμβάνονται» στην αίτηση επιδοτήσεως ενόψει διαχείρισης και συντονισμού του σχεδίου, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά στις άμεσες επιλέξιμες δαπάνες. Πράγματι, η μνεία «τίτλος του προϋπολογισμού D4» δείχνει ότι πρόκειται για άμεσες επιλέξιμες δαπάνες που καλύπτουν διοικητικά έξοδα. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι τα γενικά έξοδα δεν ανήκουν στις δαπάνες αυτές δεδομένου ότι ρητά ορίζεται στο υπόδειγμα της πρόβλεψης προϋπολογισμού, όπως υπογραμμίστηκε στην προηγούμενη σκέψη, ότι πρέπει να θεωρηθούν ως έμμεσες επιλέξιμες δαπάνες.

63      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα συμπλήρωσε την αίτηση επιδοτήσεως και την πρόβλεψη προϋπολογισμού σύμφωνα με τα υποδείγματα των εγγράφων αυτών που παρατίθενται ως παράρτημα του οδηγού υποψηφίου. Αντιστρόφως, η ερμηνεία της Επιτροπής κατά την οποία πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των δύο αυτών παραρτημάτων δεν συμβιβάζεται με τα υποδείγματα αυτά.

64      Βάσει των προεκτεθέντων, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε ορθά ούτε τις αρχές που διατυπώνονται στα υποδείγματα των παραρτημάτων 6 και 7 του οδηγού υποψηφίου, ούτε το τελευταίο κριτήριο που καθορίζει το σημείο 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου.

65      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να κριθεί βάσιμος λόγω παραβάσεως των παραρτημάτων 2, 6 και 7 του οδηγού υποψηφίου, και παρέλκει η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων που αναπτύσσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επί του παραδεκτού του λόγου ακυρώσεως

66      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, για τους ίδιους λόγους με τους προβληθέντες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι αιτιάσεις περί παραβάσεως των κανονισμών 1784/1999 και 1260/1999 και παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου καθώς και περί καταχρήσεως εξουσίας που προβάλλονται στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως είναι απαράδεκτες.

67      Η προσφεύγουσα παραπέμπει στις παρατηρήσεις που ανέπτυξε σχετικά με το παραδεκτό του πρώτου λόγου ακυρώσεως και φρονεί ότι η Επιτροπή κακώς θεωρεί απαράδεκτες τις αιτιάσεις αυτές.

–       Επί της ουσίας

68      Όσον αφορά, πρώτον, τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα δεν ανέδειξε επαρκώς τον καινοτόμο χαρακτήρα του σχεδίου της, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι ο ισχυρισμός αυτός προκύπτει μόνο από την ηλεκτρονική επιστολή της 4ης Ιουλίου 2005. Λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για νέο στοιχείο σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Πρωτοδικείο.

69      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα προτίθεται να αποδείξει τον καινοτόμο χαρακτήρα της προτάσεώς της μόνον επικουρικώς. Ο χαρακτήρας αυτός προκύπτει από το σημείο C3 σε συνδυασμό με τα σημεία C2, C4 και C8 της προτάσεώς της. Για να αποδείξει τον συντονισμό μεταξύ των διαπιστώσεων που διατυπώνονται στο σημείο C3 και των συγκεκριμένων και καινοτόμων στόχων που παρουσιάζονται στα σημεία C2 και C4, η προσφεύγουσα αναφέρει τις διάφορες φάσεις του σχεδίου που περιγράφονται στο σημείο C8, δηλαδή, τις «παρεμβάσεις στον τομέα της παραγωγής», τις «παρεμβάσεις στον τομέα της συνεργασίας και του διαλόγου εντός της περιοχής», την «αποκατάσταση των εκτάσεων προκειμένου να αποδοθούν στην κατασκευή κατοικιών και στον τουρισμό» και τις «παρεμβάσεις στον τομέα της εμπορίας και του marketing». Συναφώς, αφενός, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή, αναζητώντας την παρουσίαση καινοτομιών μόνο στο σημείο C3, αγνόησε εκ προθέσεως τη διάρθρωση που έχει επιβληθεί στους αιτούντες για την υποβολή των αιτήσεώς τους. Αφετέρου, υπογραμμίζει ότι τα κριτήρια της Επιτροπής για την εκτίμηση των προτάσεων που διατυπώνονται στο σημείο 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου εξειδικεύονται κατά τρόπο μάλλον ευρύ χωρίς αναφορά στην προκαθορισμένη διάρθρωση της πρότασης.

70      Δεύτερον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η απλή περιγραφή του «cluster» ανθοκομία δεν εξηγεί πώς η προσφεύγουσα κατορθώνει, με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες της, να οικοδομήσει και να αναπτύξει το νέο σχέδιό της, η προσφεύγουσα ομολογεί τον περιγραφικό χαρακτήρα της παρουσίασης του πλαισίου (σημείο C3) της αιτήσεως επιδοτήσεως. Υποστηρίζει όμως ότι δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ακολουθήσει το υπόδειγμα που επιβάλλει η Επιτροπή με το παράρτημα 6 του οδηγού υποψηφίου. Εν πάση περιπτώσει, η πείρα της περιφέρειας της Λιγουρίας μνημονεύεται στο μέρος C3 και θετικά με έμφαση των ισχυρών σημείων της και αρνητικά με ανάδειξη των κενών που πρέπει να καλυφθούν και των ελαττωμάτων που πρέπει να διορθωθούν.

71      Τρίτον, το τεχνικό και οικονομικό παράρτημα του οδηγού υποψηφίου, που παρουσιάζει το σύστημα εκτιμήσεως των αιτήσεων σε τέσσερις φάσεις, δεν τηρήθηκε. Συναφώς, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η Επιτροπή εξέτασε την αίτησή της μέχρι την τελευταία φάση, πράγμα που σημαίνει ότι πέρασε επιτυχώς τις τρεις προηγούμενες φάσεις, δηλαδή τη φάση του ελέγχου της επιλεξιμότητας του αιτούντος (πρώτη φάση), του ελέγχου της επιλεξιμότητας της αίτησης (δεύτερη φάση) και της φάση της εκτίμησης της ικανότητας του αιτούντος να φέρει εις πέρας τις προτεινόμενες δράσεις, με γνώμονα ιδίως την αποδεδειγμένη πείρα και ικανότητα στον τομέα των προτεινομένων δράσεων (τρίτη φάση). Αιτιολογώντας την προσβαλλόμενη απόφαση, στο πλαίσιο του ελέγχου της ποιότητας της αιτήσεως (τέταρτη φάση), βάσει ενός κριτηρίου που ανάγεται στην τρίτη φάση, η Επιτροπή παραβίασε το τεχνικό και οικονομικό παράρτημα του οδηγού υποψηφίου και την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

72      Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε το εναλλακτικό κριτήριο που διατυπώνει το σημείο 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου. Συγκεκριμένα, οι καινοτομίες μπορούν να θεωρηθούν, κατά την άποψή της, ως το «αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από τις συνήθεις δραστηριότητες ή της συνέχισής τους». Η Επιτροπή όμως εκτίμησε τον καινοτόμο χαρακτήρα του σχεδίου της προσφεύγουσας μόνο από το πρίσμα της συνέχισης των συνήθων δραστηριοτήτων χωρίς να λάβει υπόψη τον καινοτόμο χαρακτήρα του σχεδίου υπό το πρίσμα της απόκλισης από τις συνήθεις δραστηριότητες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρέβη τις διατάξεις του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου και την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

73      Πέμπτον, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι δεν υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ των παλαιοτέρων εμπειριών στον οικείο τομέα στη Λιγουρία συνιστά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η συμπληρωματική αιτιολογία που έδωσε η Επιτροπή με την από 4 Ιουλίου 2005 ηλεκτρονική επιστολή της δεν μπορεί να γίνει δεκτή στο πλαίσιο της παρούσας δίκης διότι δεν παρατίθεται στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκτίμησε προδήλως εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά και, δεδομένου ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ.

74      Έκτον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η εξήγηση της Επιτροπής όσον αφορά το στοιχείο ότι το σχέδιο της προσφεύγουσας δεν έγινε δεκτό στο πλαίσιο συγκριτικής εξέτασης ενόψει επιλογής των καλυτέρων σχεδίων αποτελεί νέο στοιχείο. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή απέρριψε την πρόταση της προσφεύγουσας βάσει παρεξηγήσεως που προκύπτει από τη διάρθρωσή της και όχι από την εγγενή αξία της και εν πάση περιπτώσει δεν διευκρινίζει τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε η προσφεύγουσα ώστε να κατανοήσει αυτή την απόρριψη. Η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που έχει η Επιτροπή στον τομέα αυτό δεν εμποδίζει τον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει δικαστικό έλεγχο.

75      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, αντιμέτωπη με μεγάλο αριθμό αιτήσεων και λαμβανομένων υπόψη των περιορισμένων οικονομικών πόρων, έπρεπε να επιδείξει μεγάλη αυστηρότητα αποκλείοντας ορισμένα σχέδια που ήταν ενδεχομένως πολύ καλά, πλην όμως χαμηλότερης ποιότητας από τα σχέδια που έγιναν δεκτά. Συναφώς, καίτοι η άρνηση δεν συνιστά εκτίμηση της ποιότητας της εργασίας που πραγματοποιήθηκε, το παραμικρό σφάλμα, ασυνέπεια ή ανακρίβεια μπορεί να βαρύνει στην τελική επιλογή στο πλαίσιο ενδεχομένης συγκριτικής εξέτασης. Από την πάγια νομολογία προκύπτει ότι αρκεί επί του προκειμένου μια συνοπτική αιτιολογία και είναι αδύνατο να παρασχεθεί κάθε συμπληρωματική πληροφορία μέχρι την άσκηση της προσφυγής. Η Επιτροπή δεν δέχεται ότι οι συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τον καινοτόμο χαρακτήρα του σχεδίου μπορούν να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία, δεδομένου ότι προκύπτουν από την επιστολή του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι κατά πάγια νομολογία οι κοινοτικές αρχές διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, οσάκις καλούνται, στο πλαίσιο της αποστολής τους, να πραγματοποιήσουν πολύπλοκες εκτιμήσεις, όπως συμβαίνει στον τομέα των διαρθρωτικών ταμείων. Για τον λόγο αυτό, ο κοινοτικός δικαστής περιορίζεται να εξετάσει το υποστατό και τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, πρέπει να εξετάζεται μήπως η δράση των αρχών αυτών μαρτυρεί πρόδηλη πλάνη, κατάχρηση εξουσίας ή μήπως οι αρχές αυτές υπερέβησαν τα όρια της εξουσίας τους εκτιμήσεως.

76      Στη συνέχεια, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας περί κατάχρησης εξουσίας η Επιτροπή υποστηρίζει, στο μέτρο που τα επιχειρήματα αυτά είναι παραδεκτά, ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, επεδίωξε σκοπό διαφορετικό από αυτόν που καθορίζει η οικεία νομοθεσία ή ότι, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, η απόφαση αυτή ελήφθη για την επίτευξη σκοπών διαφορετικών από τους προβαλλομένους.

77      Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, η Επιτροπή υπογραμμίζει τον περιγραφικό χαρακτήρα της παρουσίασης του σχεδίου, πράγμα που δέχθηκε η ίδια η προσφεύγουσα. Με μια απλή περιγραφή χωρίς στοιχεία που αναδεικνύουν την καινοτομία σε σχέση με τις προηγούμενες εμπειρίες, η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να πείσει την επιτροπή εκτιμήσεως και τον αρμόδιο διατάκτη για την πρόσθετη αξία του σχεδίου αυτού, στο πλαίσιο συγκριτικής εξέτασης όπου όλοι οι υποψήφιοι αντιμετωπίστηκαν ισότιμα.

78      Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 253 ΕΚ, η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δίνει εσφαλμένη ερμηνεία της υποχρεώσεως αιτιολογίας. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, για τους ίδιους λόγους με τους προβληθέντες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, έδωσε απάντηση όσον αφορά τις απαιτήσεις αιτιολογίας παρέχοντας τις συμπληρωματικές πληροφορίες.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

79      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως στρέφεται κατά της αιτιολογίας που παραθέτει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δηλαδή «η πρόταση δεν εξηγεί τον τρόπο κατά τον οποίο επεξεργάζεται και λαμβάνει υπόψη τις προηγούμενες εμπειρίες στον τομέα αυτό στη Λιγουρία». Η Επιτροπή διευκρίνισε την αιτιολογία αυτή με την από 4 Ιουλίου 2005 ηλεκτρονική επιστολή αναφέροντας ότι «[η απλή περιγραφή επί 32 σελίδων του cluster ανθοκομία] δεν εξηγεί πώς [η προσφεύγουσα κατορθώνει] να οικοδομήσει και να αναπτύξει το νέο σχέδιό της από τις προηγούμενες εμπειρίες της και τέλος [να] προτείνει την καινοτομία».

80      Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογίας, συνάγεται το συμπέρασμα και δη για τους ίδιους λόγους με τους εκτεθέντες στις σκέψεις 52 έως 55 ανωτέρω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που αφορά την αιτιολογία η οποία βάλλεται με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, είναι επαρκώς αιτιολογημένη, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης.

81      Πράγματι, τα στοιχεία που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως συμπληρώθηκαν με τα στοιχεία που περιέχει η από 4 Ιουλίου 2005 ηλεκτρονική επιστολή, είναι ικανά να δώσουν τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να αντιληφθεί σαφώς ότι ο ένας από τους δύο λόγους που υπαγόρευσαν την απόρριψη της αιτήσεως επιδοτήσεως στηρίχθηκε στο τρίτο κριτήριο του σημείου 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου βάσει του οποίου προσδιορίζεται η ποιότητα και η σκοπιμότητα των προτεινομένων με την αίτηση ενεργειών.

82      Συναφώς, και αντίθετα με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η διευκρίνιση που έδωσε η Επιτροπή με την από 4 Ιουλίου 2005 ηλεκτρονική επιστολή, ότι δηλαδή η πρόταση δεν εξηγεί πώς η προσφεύγουσα κατορθώνει να προτείνει την καινοτομία, δεν αποτελεί εξ ολοκλήρου νέα αιτιολογία, εφόσον απλώς διευκρινίζει το τρίτο κριτήριο του σημείου 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου.

83      Δεύτερον, το επιχείρημα που στηρίζεται στο γεγονός ότι η Επιτροπή αγνόησε τη διάρθρωση που έχει επιβληθεί στους υποψηφίους, αναζητώντας την παρουσίαση της καινοτομίας αποκλειστικά υπό το σημείο C3 της αιτήσεως επιδοτήσεως δεν είναι λυσιτελές. Πράγματι, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι με την από 4 Ιουλίου 2005 ηλεκτρονική επιστολή επικεντρώθηκε στις 32 σελίδες της αιτήσεως επιδοτήσεως που αντιστοιχούν στο σημείο C3, διότι η εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή απλώς δίνει απάντηση στην από 1ης Ιουλίου 2005 δική της ηλεκτρονική επιστολή, με την οποία η προσφεύγουσα αναφέρθηκε μόνο στις σελίδες αυτές. Εξάλλου, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, πρέπει να σημειωθεί ότι το υπόδειγμα του παραρτήματος 6 του οδηγού υποψηφίου ουδόλως εμποδίζει τον αιτούντα επιδότηση να διευκρινίσει τον τρόπο κατά τον οποίο η πρότασή του στηρίζεται στις συνήθεις δραστηριότητές του και ειδικότερα στις προηγούμενες εμπειρίες του. Με άλλα λόγια, η διάρθρωση της αιτήσεως επιδοτήσεως, όπως επιβάλλεται από το παράρτημα 6 του οδηγού υποψηφίου, δεν εμποδίζει τον αιτούντα επιδότηση να ενεργήσει κατά τρόπο ώστε η αίτησή του να πληροί το τρίτο κριτήριο του σημείου 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου. Συνεπώς, το υπό κρίση επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

84      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογήθηκε βάσει ενός κριτηρίου που ανάγεται στη φάση την οποία ήδη είχε περάσει επιτυχώς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προηγουμένως κτηθείσες εμπειρίες που επικαλείται η εν λόγω απόφαση, πρέπει να γίνουν αντιληπτές υπό την έννοια ότι αντιστοιχούν στις συνήθεις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται το τρίτο κριτήριο του σημείου 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου. Κρίνοντας ότι η πρόταση δεν εξηγεί πως η προσφεύγουσα κατορθώνει να οικοδομήσει και να αναπτύξει το νέο σχέδιό της με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες της, η Επιτροπή απλώς εξετάζει αν η πρόταση πληροί το τρίτο κριτήριο του σημείου 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου. Κατά τούτο, η Επιτροπή δεν επανεξετάζει τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε στο πλαίσιο της τρίτης φάσης εξέτασης της προτάσεως, ότι δηλαδή η προσφεύγουσα διαθέτει την οικονομική και λειτουργική ικανότητα για να υλοποιήσει και να φέρει εις πέρας την πρότασή της βάσει, αφενός, της αποδεδειγμένης πείρας και ικανότητάς της στον τομέα των προτεινομένων μέτρων και, αφετέρου, βάσει της αποδεδειγμένης πείρας και των επαγγελματικών ικανοτήτων του προϊσταμένου σχεδίου. Κατά συνέπεια, η παραπομπή της προσβαλλόμενης απόφασης στις προηγουμένως κτηθείσες εμπειρίες, δεν συνιστά παραβίαση εκ μέρους της Επιτροπής της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Συνεπώς, το υπό κρίση επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

85      Τέταρτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον εναλλακτικό χαρακτήρα του κριτηρίου του σημείου 34 του τεχνικού και οικονομικού παραρτήματος του οδηγού υποψηφίου, παραλείποντας να εξετάσει την πρότασή της υπό το πρίσμα της απόκλισης από τις συνήθεις δραστηριότητες, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Πράγματι, διαπιστώνεται συναφώς ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, ούτε καν υποστήριξε, ότι η πρότασή της απομακρύνεται από τις συνήθεις δραστηριότητές της. Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το σχέδιο υπό το πρίσμα της απόκλισης από τις συνήθεις δραστηριότητες, η παράλειψη αυτή δεν επηρεάζει την προσβαλλόμενη απόφαση.

86      Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή διαμόρφωσε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, υπενθυμίζεται ότι, στον τομέα της χορήγησης οικονομικής συνδρομής της Κοινότητας, η Κοινότητα έχει μεγάλη εξουσία εκτιμήσεως, όσον αφορά την ύπαρξη των προϋποθέσεων που δικαιολογούν τη χορήγηση της συνδρομής αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1992, C‑258/90 και C‑259/90, Pesquerias De Bermeo και Naviera Laida κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑2901, σκέψη 25, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαΐου 1994, T‑465/93, Consorzio gruppo di azione locale «Murgia Messapica» κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑361, σκέψη 46). Η προσφεύγουσα όμως δεν προσκόμισε πραγματικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η εκτίμηση περί απουσίας συνδέσμου μεταξύ της προτάσεως και των προηγουμένων εμπειριών μαρτυρεί πρόδηλη πλάνη. Υπό τις συνθήκες αυτές το υπό κρίση επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

87      Έκτον, όσον αφορά τις αιτιάσεις που διατυπώνονται με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, περί καταχρήσεως εξουσίας και παραβάσεως του άρθρου 6 του κανονισμού 1784/1999, των άρθρων 22 και 24 του κανονισμού 1260/1999, των κανόνων που διατυπώνονται με την ανακοίνωση της 12ης Ιανουαρίου 2001, των κανόνων που διατυπώνονται με την πρόσκληση για υποβολή προτάσεων VP/2003/021 και με τον οδηγό υποψηφίου, περιλαμβανομένων και των παραρτημάτων 2 και 6, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα απλώς μνημονεύει την παράβαση των διατάξεων αυτών αφηρημένα στον τίτλο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού (ΕΚ) του Δικαστηρίου, που ισχύει για το Πρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Προς τούτο, το δικόγραφο αυτό πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε η αφηρημένη επίκλησή του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Οργανισμού και του Κανονισμού Διαδικασίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιανουαρίου 1995, T‑102/92, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑17, σκέψη 68). Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

88      Κατόπιν αυτού, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελής, εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος και για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 37 ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

89      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Provincia di Imperia στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Βηλαράς

Martins Ribeiro

Jürimäe

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Φεβρουαρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      Μ. Βηλαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.