Language of document : ECLI:EU:T:2011:493

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 20ής Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις υπέρ του ξενοδοχειακού κλάδου στην Περιφέρεια Σαρδηνίας – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις εν μέρει συμβατές και εν μέρει ασύμβατες προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή τους – Νέες ενισχύσεις – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Παροχή κινήτρου – Κανόνας de minimis»

Στις υποθέσεις T‑394/08, T‑408/08, T‑453/08 και T‑454/08,

Regione autonoma della Sardegna (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους A. Fantozzi, P. Carrozza και G. Mameli, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑394/08,

υποστηριζόμενη από τις

Selene di Alessandra Cannas Sas, με έδρα το Cagliari (Ιταλία),

HGA Srl, με έδρα το Golfo Aranci (Ιταλία),

Gimar Srl, με έδρα το Sassari (Ιταλία),

Coghene Costruzioni Srl, με έδρα το Alghero (Ιταλία),

Camping Pini e Mare di Cogoni Franco & C. Sas, με έδρα το Quartu Sant’Elena (Ιταλία),

Immobiliare 92 Srl, με έδρα την Arzachena (Ιταλία),

Gardena Srl, με έδρα την Santa Teresa di Gallura (Ιταλία),

Hotel Stella 2000 Srl, με έδρα την Olbia (Ιταλία),

Vadis Srl, με έδρα την Valledoria (Ιταλία),

Macpep Srl, με έδρα το Sorso (Ιταλία),

San Marco Srl, με έδρα το Alghero,

Due Lune SpA, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία),

Nicos Residence Srl, με έδρα την Santa Teresa di Gallura,

Rosa Murgese, κάτοικος Iglesias (Ιταλία),

Mavi Srl, με έδρα την Arzachena,

Hotel Mistral di Bruno Madeddu & C. Sas, με έδρα το Alghero,

L’Esagono di Mario Azara & C. Snc, με έδρα το San Teodoro (Ιταλία),

Le Buganville di Cogoni Giuseppe & C. Snc, με έδρα το Villasimius (Ιταλία),

Le Dune di Stefanelli Vincenzo & C. Snc, με έδρα το Arbus (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τους G. Dore, F. Ciulli, A. Vinci, δικηγόρους,

παρεμβαίνοουσες στην υπόθεση T‑394/08,

SF Turistico Immobiliare Srl, με έδρα το Orosei (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον L. Marcialis, δικηγόρο,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑408/08,

Timsas Srl, με έδρα το Arezzo (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους D. Dodaro, S. Pinna και S. Cianciullo, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑453/08,

Grand Hotel Abi d’Oru SpA, με έδρα την Olbia, εκπροσωπούμενη από τους D. Dodaro, S. Cianciullo και R. Masuri, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑454/08,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης, στις υποθέσεις T‑394/08 και T‑454/08, από την E. Righini και τους D. Grespan και C. Urraca Caviedes, στην υπόθεση T‑408/08, από την E. Righini και τον D. Grespan, στην υπόθεση T‑453/08, από τους D. Grespan και C. Urraca Caviedes,

καθής στις υποθέσεις T‑394/08, T‑408/08, T‑453/08 και T‑454/08,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2008/854/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2008, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων «Περιφερειακός νόμος 9/1998 – καταχρηστική χορήγηση της ενίσχυσης N 272/98» C-1/04 (πρώην NN 158/03 και CP 15/03) (EE L 302, σ. 9), δυνάμει του οποίου η Regione autonoma della Sardegna χορήγησε επιδοτήσεις υπέρ αρχικών επενδύσεων στον ξενοδοχειακό κλάδο στη Σαρδηνία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τις I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και τον M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Φεβρουαρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 11 Μαρτίου 1998, η Regione autonoma della Sardegna (στο εξής: Περιφέρεια Σαρδηνίας) εξέδωσε τον legge regionale no 9, incentivi per la riqualificazione e l’adeguamento delle strutture alberghiere e norme modificative e integrative della legge regionale 14 settembre 1993, n. 40 (interventi creditizi a favore dell’industria alberghiera) (περιφερειακό νόμο αριθ. 9 σχετικά με την παροχή κινήτρων για την αναβάθμιση και την προσαρμογή των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων και διατάξεις περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του περιφερειακού νόμου αριθ. 40 της 14ης Σεπτεμβρίου 1993, Bollettino ufficiale della Regione Autonoma della Sardegna αριθ. 9 της 21ης Μαρτίου 1998, στο εξής: νόμος 9/1998), ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 5 Απριλίου 1998.

2        Το άρθρο 2 του νόμου αυτού θέσπισε, προς όφελος των επιχειρήσεων του ξενοδοχειακού τομέα, ενισχύσεις για αρχικές επενδύσεις υπό τη μορφή επιδοτήσεων και επιδοτούμενων δανείων, καθώς και ενισχύσεις λειτουργίας, βάσει του κανόνα de minimis (στο εξής: αρχικό καθεστώς ενισχύσεων ή αρχικό καθεστώς).

3        Με έγγραφο της 6ης Μαΐου 1998, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν τον νόμο 9/1998 στην Επιτροπή, ενώ συγχρόνως δεσμεύθηκαν να μην εφαρμόσουν το αρχικό καθεστώς ενισχύσεων πριν από την ενδεχόμενη έγκριση του καθεστώτος αυτού από την Επιτροπή.

4        Με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 1998, οι ιταλικές αρχές, απαντώντας σε αίτηση της Επιτροπής για την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών, ενημέρωσαν το εν λόγω θεσμικό όργανο ότι οι διατάξεις εφαρμογής του αρχικού καθεστώτος ενισχύσεων επρόκειτο να θεσπισθούν μόνον έπειτα από την ενδεχόμενη έγκριση του εν λόγω καθεστώτος εκ μέρους της Επιτροπής.

5        Με έγγραφο της 28ης Σεπτεμβρίου 1998, οι ιταλικές αρχές ενημέρωσαν, επίσης, την Επιτροπή ότι η χορήγηση των προβλεπομένων από τον νόμο 9/1998 ενισχύσεων θα μπορούσε να αφορά μόνον σχέδια τα οποία επρόκειτο να υλοποιηθούν «μεταγενεστέρως» και ότι η προϋπόθεση αυτή θα επιβεβαιωνόταν με τις διατάξεις εφαρμογής του εν λόγω νόμου.

6        Με την απόφαση SG(98) D/9547, της 12ης Νοεμβρίου 1998, η Επιτροπή ενέκρινε το καθεστώς ενισχύσεων «N 272/98 – Ιταλία – ενισχύσεις υπέρ του ξενοδοχειακού κλάδου», το οποίο θεσπίσθηκε με τον νόμο 9/1998 (στο εξής: απόφαση περί εγκρίσεως). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή συνήγαγε ότι το αρχικό καθεστώς ενισχύσεων ήταν συμβατό προς την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ (νυν άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ).

7        Στις 29 Απριλίου 1999, ο Assessore del Turismo, Artigianato e Commercio (περιφερειακός σύμβουλος αρμόδιος για τον τουρισμό, τη βιοτεχνία και το εμπόριο) της Περιφέρειας Σαρδηνίας εξέδωσε το decreto no 285 esecutività della deliberazione della giunta regionale n° 58/60 del 22.12.1998 come modificata dalla deliberazione n° 16/20 del 16.03.1999 che approva la direttiva di attuazione prevista dall’art. 2 della L.R. 11 marzo 1998 n. 9 disciplinante: incentivi per la riqualificazione delle strutture alberghiere e norme modificativi della L.R. 14.9.1993 n. 40 (κανονιστική απόφαση 285 περί εφαρμογής του νόμου 9/1998, Bollettino ufficiale della Regione Autonoma della Sardegna αριθ. 15 της 8ης Μαΐου 1999, στο εξής: κανονιστική απόφαση 285/1999).

8        Δυνάμει του άρθρου 2 της κανονιστικής αποφάσεως 285/1999, το αρχικό καθεστώς ενισχύσεων έπρεπε να εφαρμοσθεί στο πλαίσιο διαδικασίας προσκλήσεως προς υποβολή αιτήσεων. Τα άρθρα 4 και 5 της ίδιας κανονιστικής αποφάσεως προέβλεπαν, αντιστοίχως, ότι οι χορηγούμενες ενισχύσεις έπρεπε να αφορούν σχέδια που επρόκειτο να υλοποιηθούν μετά την υποβολή των αιτήσεων για τη χορήγηση ενισχύσεων και ότι οι επιλέξιμες δαπάνες έπρεπε να είναι μεταγενέστερες των εν λόγω αιτήσεων. Ωστόσο, το άρθρο 17 της κανονιστικής αποφάσεως 285/1999, που τιτλοφορείται «Μεταβατική διάταξη», προέβλεπε ότι, κατά το στάδιο της πρώτης εφαρμογής του κανονιστικού διατάγματος, ήσαν επιλέξιμες οι δαπάνες και οι επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 5 Απριλίου 1998, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του νόμου 9/1998.

9        Στις 27 Ιουλίου 2000, η Περιφέρεια Σαρδηνίας εξέδωσε την deliberazione no 33/3 (απόφαση αριθ. 33/3), περί καταργήσεως της κανονιστικής αποφάσεως 285/1999, λόγω των τυπικών πλημμελειών με τις οποίες βαρυνόταν η εν λόγω κανονιστική απόφαση, και την deliberazione no 33/4 (απόφαση αριθ. 33/4) περί θεσπίσεως των νέων διατάξεων εφαρμογής του αρχικού καθεστώτος ενισχύσεων.

10      Την ίδια ημερομηνία, η Περιφέρεια Σαρδηνίας εξέδωσε, επίσης, την deliberazione no 33/6 (απόφαση αριθ. 33/6) που προέβλεπε ότι, στον βαθμό που η δημοσίευση της κανονιστικής αποφάσεως 285/1999, η οποία περιείχε διατάξεις μη συνάδουσες προς τους κοινοτικούς κανόνες, μπορούσε να έχει δημιουργήσει στους δυνητικούς δικαιούχους ενισχύσεως την προσδοκία ότι όλες οι εκτελεσθείσες μετά τις 5 Απριλίου 1998 εργασίες επρόκειτο να θεωρηθούν ως επιλέξιμες, έπρεπε να ληφθούν υπόψη, κατά το στάδιο της πρώτης εφαρμογής του νόμου 9/1998, οι εκτελεσθείσες μετά την ως άνω ημερομηνία εργασίες, εφόσον αυτές είχαν αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως στο πλαίσιο της πρώτης ετήσιας προσκλήσεως προς υποβολή αιτήσεων.

11      Με έγγραφο της 2ας Νοεμβρίου 2000, οι ιταλικές αρχές, απαντώντας σε αίτηση της Επιτροπής σχετικά με τα προβλεπόμενα πρόσφορα μέτρα προς διασφάλιση της συμβατότητας, από την 1η Ιανουαρίου 2000, των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων προς τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα της 10ης Μαΐου 1998 (EE C 74, σ. 9, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998), ενημέρωσαν την Επιτροπή για τις διατάξεις εφαρμογής του νόμου 9/1998, απευθύνοντας στο εν λόγω θεσμικό όργανο ένα αντίγραφο της αποφάσεως αριθ. 33/4, χωρίς, ωστόσο, να μνημονεύσουν την απόφαση αριθ. 33/6.

12      Στις 29 Δεκεμβρίου 2000, η Περιφέρεια Σαρδηνίας προέβη σε δημοσίευση της πρώτης προσκλήσεως προς υποβολή αιτήσεων στο πλαίσιο της εφαρμογής του αρχικού καθεστώτος ενισχύσεων.

13      Με έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2001, η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του νόμου 9/1998, καθώς και σχετικά με τον μηχανισμό των προσκλήσεων προς υποβολή αιτήσεων και τον τρόπο κατά τον οποίο, στο πλαίσιο του εν λόγω μηχανισμού, τηρήθηκε η διάταξη κατά την οποία η αίτηση έπρεπε να έχει υποβληθεί πριν από την έναρξη της εκτελέσεως του σχεδίου.

14      Με έγγραφο της 25ης Απριλίου 2001, στο οποίο επισυνάφθηκε, εκ νέου, η απόφαση αριθ. 33/4, οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι το καθεστώς ενισχύσεων, όπως αυτό εφαρμόσθηκε, ήταν σύμφωνο προς τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998.

15      Στις 21 Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή έλαβε καταγγελία περί καταχρηστικής εφαρμογής του αρχικού καθεστώτος ενισχύσεων. Κατόπιν της καταγγελίας αυτής, η Επιτροπή ζήτησε, στις 26 Φεβρουαρίου 2003, συμπληρωματικές πληροφορίες από τις ιταλικές αρχές.

16      Με έγγραφο της 22ας Απριλίου 2003, οι ιταλικές αρχές απάντησαν στην αίτηση της Επιτροπής για την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών μνημονεύοντας, για πρώτη φορά, την απόφαση αριθ. 33/6.

17      Με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2004, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, σχετικά με την καταχρηστική εφαρμογή [του αρχικού καθεστώτος ενισχύσεων] (EE C 79, σ. 4, στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι ιταλικές αρχές, επιτρέποντας τη χορήγηση ενισχύσεων για σχέδια επενδύσεων των οποίων η εκτέλεση είχε αρχίσει πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεων, δεν τήρησαν την υποχρέωση που προβλέπεται από την απόφαση περί εγκρίσεως ούτε τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1998. Η Επιτροπή συνήγαγε εντεύθεν ότι ήταν δυνατό να συντρέχει καταχρηστική εφαρμογή του αρχικού καθεστώτος ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού ΕΚ 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), και διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των ενισχύσεων οι οποίες χορηγήθηκαν υπέρ σχεδίων επενδύσεων των οποίων η εκτέλεση είχε αρχίσει πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεων.

18      Στις 19 Απριλίου 2004, οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις τους. Στις 30 Απριλίου 2004, η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας στην υπόθεση T‑454/08, Grand Hotel Abi d’Oru SpA. Στις 25 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή έλαβε συμπληρωματικές πληροφορίες από τις ιταλικές αρχές.

19      Στις 22 Νοεμβρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση περί διορθώσεως και επεκτάσεως της εκκρεμούσας διαδικασίας C 1/2004 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (EE 2007, C 32, σ. 2, στο εξής: απόφαση περί διορθώσεως). Με την απόφαση αυτή, υπό τον τίτλο «Λόγοι για τη διόρθωση και την επέκταση της διαδικασίας», η Επιτροπή τόνισε, ιδίως, ότι η απόφαση αριθ. 33/6 δεν μνημονεύθηκε εντός της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, ενώ ακριβώς βάσει της πράξεως αυτής, ήτοι της αποφάσεως αριθ. 33/6, χορηγήθηκε, σε 28 περιπτώσεις, ενίσχυση υπέρ σχεδίων επενδύσεων των οποίων η εκτέλεση είχε αρχίσει πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεων, και όχι βάσει της αποφάσεως αριθ. 33/4, όπως τονίσθηκε εσφαλμένως στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η έννοια της καταχρηστικής εφαρμογής μιας ενισχύσεως, κατά το πνεύμα του άρθρου 16 του κανονισμού 659/1999, στην οποία αναφέρεται η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, αφορά καταστάσεις στο πλαίσιο των οποίων ο δικαιούχος εγκριθείσας ενισχύσεως την εφαρμόζει κατά τρόπο αντίθετο προς τους όρους που καθορίστηκαν στην απόφαση περί χορηγήσεως και δεν αφορά καταστάσεις στο πλαίσιο των οποίων ένα κράτος μέλος, τροποποιώντας υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων, δημιουργεί νέα, παράνομη ενίσχυση (άρθρο 1, στοιχεία γ΄ και στ΄, του κανονισμού 659/1999).

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

20      Στις 2 Ιουλίου 2008, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2008/854/ΕΚ, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων «περιφερειακός νόμος αριθ. 9 του 1998 – καταχρηστική χορήγηση της ενίσχυσης N 272/98» C 1/04 (πρώην NN 158/03 και CP 15/2003) (EE L 302, σ. 9, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

21      Με την ως άνω απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε, ιδίως, ότι η απόφαση αριθ. 33/6 θέσπισε τροποποιήσεις του κοινοποιηθέντος μέτρου, οι οποίες δεν ήσαν συμβατές προς το γράμμα της αποφάσεως περί εγκρίσεως. Η απόφαση αριθ. 33/6 δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και της υποχρεώσεως συνεργασίας, την οποία υπέχει η Ιταλική Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, το καθεστώς ενισχύσεων, όπως αυτό πράγματι εφαρμόστηκε, δεν συνάδει προς την απόφαση περί εγκρίσεως και, επομένως, τα σχέδια ενισχύσεως των οποίων η εκτέλεση άρχισε πριν από την υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως πρέπει να θεωρηθούν παράνομα.

22      Όσον αφορά τη συμβατότητα των εν λόγω ενισχύσεων προς την κοινή αγορά, η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε την αξιολόγηση στην οποία προέβη με τις αποφάσεις περί κινήσεως της διαδικασίας και περί διορθώσεως, έκρινε ασύμβατες προς την κοινή αγορά τις ατομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν για σχέδια των οποίων οι επιλέξιμες δαπάνες πραγματοποιήθηκαν πριν από την υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως, βάσει των σχετικών εκτελεστικών διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεως, και ήσαν υψηλότερες από το ποσό de minimis το οποίο ο δικαιούχος θα μπορούσε να λάβει κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τον κανονισμό (EK) 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ] στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (EE L 10, σ. 30).

23      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι κρατικές ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί βάσει του περιφερειακού νόμου αριθ. 9 του 1998, που εφαρμόστηκε παράνομα στην [Ιταλική Δημοκρατία] με την απόφαση αριθ. 33/6 και τον 1o διαγωνισμό, δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, παρά μόνο εάν ο δικαιούχος έχει υποβάλει αίτηση ενίσχυσης βάσει του καθεστώτος αυτού πριν από την πραγματοποίηση των σχετικών με το σχέδιο αρχικής επένδυσης εργασιών.

Άρθρο 2

1.      Η Ιταλική Δημοκρατία προβαίνει στην ανάκτηση από τους δικαιούχους των μη συμβιβάσιμων ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1.

2.      Τα προς ανάκτηση ποσά συμπεριλαμβάνουν τους τόκους που τρέχουν από την ημερομηνία κατά την οποία τα εν λόγω ποσά τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι εκείνη της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.      […]

4.      Η Ιταλική Δημοκρατία από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ακυρώνει όλες τις εκκρεμείς πληρωμές βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1.

Άρθρο 3

1.      Η ανάκτηση της ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.      Η Ιταλική Δημοκρατία εξασφαλίζει την εφαρμογή της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

[…]

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.»

 Διαδικασία

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, η Περιφέρεια Σαρδηνίας άσκησε την προσφυγή της υποθέσεως T‑394/08.

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Σεπτεμβρίου 2008, η SF Turistico Immobiliare Srl άσκησε την προσφυγή της υποθέσεως T‑408/08.

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Οκτωβρίου 2008, η Timsas Srl άσκησε την προσφυγή της υποθέσεως T‑453/08.

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Οκτωβρίου 2008, η Grand Hotel Abi d’Oru SpA άσκησε την προσφυγή της υποθέσεως T‑454/08.

28      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Δεκεμβρίου 2008, οι Selene di Alessandra Cannas Sas, HGA Srl, Gimar Srl, Coghene Costruzioni Srl, Camping Pini e Mare di Cogoni Franco & C. Sas, Immobiliare 92 Srl, Gardena Srl, Hotel Stella 2000 Srl, Vadis Srl, Macpep Srl, San Marco Srl, Due Lune SpA, Nicos Residence Srl, Rosa Murgese, Mavi Srl, Hotel Mistral di Bruno Madeddu & C. Sas, L’Esagono di Mario Azara & C. Snc, Le Buganville di Cogoni Giuseppe & C. Snc και Le Dune di Stefanelli Vincenzo & C. Snc (στο εξής: παρεμβαίνουσες) ζήτησαν να παρέμβουν στη διαδικασία που αφορά την υπόθεση T‑394/08, υπέρ της Περιφέρειας Σαρδηνίας. Με διάταξη της 15ης Ιουνίου 2009, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε το αίτημα αυτό.

29      Με διάταξη της 25ης Ιουνίου 2009, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑394/08, T‑408/08, T‑453/08 και T‑454/08 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

30      Στις 27 Ιουλίου 2009, οι παρεμβαίνουσες κατέθεσαν το υπόμνημά τους παρεμβάσεως στην υπόθεση T‑394/08. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος αυτού. Η Περιφέρεια Σαρδηνίας δεν υπέβαλε παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που έταξε η Γραμματεία του Πρωτοδικείου.

31      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκαν οι υπό κρίση υποθέσεις.

32      Στις 7 Δεκεμβρίου 2010, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο απηύθυνε έγγραφες ερωτήσεις στην Επιτροπή καθώς και στην Grand Hotel Abi d’Oru, προσφεύγουσα της υποθέσεως T‑454/08, στις οποίες οι εν λόγω διάδικοι απάντησαν εμπροθέσμως.

 Αιτήματα των διαδίκων

33      Στην υπόθεση T‑394/08, η Περιφέρεια Σαρδηνίας, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34      Στην υπόθεση T‑408/08, η SF Turistico Immobiliare ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        κυρίως,

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

–        επικουρικώς, να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέτρο που η εν λόγω απόφαση κρίνει ασύμβατο προς την κοινή αγορά το καθεστώς ενισχύσεων στο σύνολό του και εντέλλεται την ανάκτηση των ποσών που εμπίπτουν στα όρια τα οποία προβλέπουν οι διατάξεις περί των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας·

–        επικουρικότερα,

–        αφενός, να ακυρώσει το σημείο 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, κατά το μέτρο που αποκλείει την επιλεξιμότητα του συνόλου της χορηγηθείσας στους δικαιούχους ενισχύσεως χωρίς να εξαιρεί το τμήμα της ενισχύσεως που αφορά τις επενδύσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μετά την υποβολή της αιτήσεως και οι οποίες παρουσιάζουν λειτουργική ή διαρθρωτική αυτοτέλεια και,

–        αφετέρου, να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέτρο που εντέλλεται την εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας ανάκτηση των καταβληθέντων ποσών, χωρίς να εξαιρεί την ενίσχυση για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο δικαιούχος μετά την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως και οι οποίες αφορούν λειτουργικώς ή διαρθρωτικώς αυτοτελή τμήματα του υπό εκτέλεση σχεδίου.

35      Στην υπόθεση T‑453/08, η Timsas ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

36      Στην υπόθεση T‑454/08, η Grand Hotel Abi d’Oru ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

–        να υποχρεώσει τις παρεμβαίνουσες να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή εξ αιτίας της παρεμβάσεώς τους.

 Σκεπτικό

38      Αφού άκουσε τις απόψεις των διαδίκων επί του θέματος αυτού, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι υπό κρίση υποθέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

1.     Επί του παραδεκτού ορισμένων από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν οι παρεμβαίνουσες στην υπόθεση T‑394/08

39      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι παρεμβαίνουσες προέβαλαν ορισμένους λόγους ακυρώσεως οι οποίοι δεν έχουν προβληθεί από την Περιφέρεια Σαρδηνίας, προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑394/08 και οι οποίοι, ως εκ τούτου, κείνται εκτός του πλαισίου της ένδικης διαφοράς στην υπόθεση αυτή, το οποίο καθορίστηκε με τους λόγους που προέβαλε η Περιφέρεια Σαρδηνίας με το δικόγραφο της προσφυγής.

40      Κατά την Επιτροπή, τούτο αφορά τους ακόλουθους λόγους:

–        τον λόγο που στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας βασιζόμενη στην εσφαλμένη υπόθεση περί παραβάσεως μιας προγενέστερης υπό όρους αποφάσεως·

–        τον λόγο που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 659/1999, καθόσον η Επιτροπή όφειλε να ανακαλέσει την απόφαση περί εγκρίσεως, προτού εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        τον λόγο που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 16 του κανονισμού 659/1999, το οποίο δεν προβλέπει τη διόρθωση και την επέκταση μιας ήδη εκκρεμούς διαδικασίας:

–        τον λόγο που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ, καθόσον η Επιτροπή απέκλεισε εσφαλμένως τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, καθώς και από έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως συναφώς, λόγω αντιφάσεως προς προγενέστερες αποφάσεις·

–        τον λόγο που στηρίζεται σε παράβαση ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 659/1999 που αφορούν τις διαδικαστικές προθεσμίες, καθώς και σε παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας·

–        τον λόγο που στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και της προστασίας του ανταγωνισμού·

–        τον λόγο που στηρίζεται σε παράβαση του κανόνα de minimis λόγω παραλείψεως της Επιτροπής να αφαιρέσει ποσό ύψους 100 000 ευρώ ή ποσό ύψους 200 000 ευρώ από τις ενισχύσεις των οποίων την ανάκτηση εντέλλεται.

41      Το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει ότι η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων ενός εκ των διαδίκων. Το άρθρο 116, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι το υπόμνημα παρεμβάσεως περιέχει, μεταξύ άλλων, τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος, με τα οποία υποστηρίζονται τα αιτήματα ενός εκ των διαδίκων ή ζητείται η μερική ή ολική απόρριψή τους, καθώς και τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο παρεμβαίνων.

42      Οι διατάξεις αυτές παρέχουν στον παρεμβαίνοντα το δικαίωμα να προβάλει αυτοτελώς όχι μόνον επιχειρήματα, αλλά και λόγους ακυρώσεως, καθόσον αυτοί προβάλλονται προς υποστήριξη αιτημάτων ενός από τους κύριους διαδίκους και δεν είναι εντελώς ξένοι προς τη βάση της ένδικης διαφοράς όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταξύ του προσφεύγοντος και του καθού, πράγμα το οποίο θα κατέληγε σε τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2123, σκέψη 152 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Επομένως, για να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού των λόγων που προβάλλει ένας παρεμβαίνων, πρέπει να εξακριβώσει αν οι ως άνω λόγοι συνδέονται με το αντικείμενο της διαφοράς, όπως τούτο καθορίστηκε από τους κύριους διαδίκους.

44      Οσάκις προκύπτει ότι μια προσφυγή της οποίας το παραδεκτό αμφισβητείται πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί επί της ουσίας, ο δικαστής έχει την ευχέρεια, μεριμνώντας για την οικονομία της δίκης, να αποφανθεί εξαρχής επί της ουσίας της προσφυγής (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C-23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer, Συλλογή 2002, σ. I-1873, σκέψη 52, και της 23ης Μαρτίου 2004, C-233/02, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-2859, σκέψη 26). Ομοίως, οσάκις προκύπτει ότι ένας ισχυρισμός ή ένας λόγος ακυρώσεως του οποίου η σύνδεση προς το αντικείμενο της διαφοράς είναι αμφισβητήσιμη πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί ως απαράδεκτος εξ άλλου λόγου ή ως αβάσιμος, ο δικαστής έχει την ευχέρεια να τον απορρίψει χωρίς να αποφανθεί επί του ζητήματος αν ο παρεμβαίνων υπερέβη τον ρόλο του που έγκειται στην υποστήριξη των αιτημάτων ενός εκ των κυρίων διαδίκων (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-118/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-747, σκέψεις 64 και 65, και απόφαση Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 155).

45      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, αφενός, ότι οι περισσότεροι λόγοι ακυρώσεως οι οποίοι προβλήθηκαν μεν από τις παρεμβαίνουσες αλλά δεν προβλήθηκαν και από την Περιφέρεια Σαρδηνίας, έχουν προβληθεί από τη μία ή την άλλη εκ των προσφευγουσών στις υποθέσεις T‑408/08, T‑453/08 και T‑454/08. Αφετέρου, οι ως άνω λόγοι ακυρώσεως είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμοι, για τους λόγους που θα εκτεθούν κατωτέρω.

46      Υπό τις περιστάσεις αυτές και χάριν μέριμνας για την οικονομία της δίκης, παρέλκει η εξέταση του προβληθέντος από την Επιτροπή λόγου απαραδέκτου.

2.     Επί του παραδεκτού ορισμένων αιτιάσεων που προβλήθηκαν κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως

47      Η Επιτροπή διατείνεται ότι οι προσφεύγουσες προέβαλαν για πρώτη φορά κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως νέους λόγους ακυρώσεως, που θα πρέπει, επομένως, να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

 Υπόθεση T‑394/08

48      Στην υπόθεση T‑394/08, η Επιτροπή θεωρεί ως νέους λόγους ακυρώσεως, πρώτον, τον λόγο που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη ως προς την εκτίμηση του αν η ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου, δεύτερον, τον λόγο που στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως διεξαγωγής έρευνας την οποία υπέχει η Επιτροπή και, τρίτον, τον λόγο που στηρίζεται στο ότι η αντίθεση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων προς την αρχή της αναγκαιότητας της ενισχύσεως είναι μόνον φαινομενική.

49      Όσον αφορά τον πρώτο και τον τρίτο λόγο των οποίων το παραδεκτό αμφισβητεί η Επιτροπή, οι παρατηρήσεις τις οποίες η Επιτροπή χαρακτηρίζει ως νέους λόγους ακυρώσεως σκοπούν στην πραγματικότητα μόνο στη διεξοδικότερη ανάπτυξη αιτιάσεων που ήδη έχουν προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

50      Είναι αληθές ότι ο ως άνω πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Περιφέρεια Σαρδηνίας τιτλοφορείται «Παράβαση ουσιώδους τύπου λόγω αντιφατικής αιτιολογίας: προβαλλόμενη έλλειψη λυσιτέλειας της επιδειχθείσας εμπιστοσύνης για την εκτίμηση του αν η ενίσχυση έχει “ως αποτέλεσμα την παροχή” προς τους δικαιούχους και, επομένως, για την εκτίμηση της προϋποθέσεως της “αναγκαιότητας της ενισχύσεως”». Ο τίτλος αυτός δίδει την εντύπωση ότι περιορίζει το περιεχόμενο του λόγου ακυρώσεως σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ωστόσο, το κείμενο που έπεται του τίτλου αυτού περιέχει, επίσης, αποσπάσματα τα οποία σχετίζονται σαφώς με πλάνη ως προς την εκτίμηση του αν η ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου, παραδείγματος χάρη στο σημείο 17, τέταρτη περίπτωση, και στα σημεία 18, 20 και 23 του δικογράφου της προσφυγής. Πάντως, το κριτήριο του αν μια ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου χρησιμοποιείται από την Περιφέρεια Σαρδηνίας ως συνώνυμο του κριτηρίου της αναγκαιότητας, λαμβανομένου υπόψη ότι η χορήγηση της ενισχύσεως αναμένεται να παρακινήσει τον δικαιούχο να υλοποιήσει ένα ορισμένο σχέδιο, το οποίο σε διαφορετική περίπτωση δεν θα υλοποιείτο. Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, τον οποίο προέβαλε η Περιφέρεια Σαρδηνίας, εμπεριέχει στην πραγματικότητα δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο ένας αντλείται από πλάνη ως προς την εκτίμηση του αν η ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου και ο έτερος αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας ως προς το ζήτημα αυτό.

51      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο του οποίου το παραδεκτό αμφισβητεί η Επιτροπή, η τελευταία διατείνεται ότι η Περιφέρεια Σαρδηνίας, με το υπόμνημα απαντήσεως, υπό το πρόσχημα της στηρίξεως της συλλογιστικής της περί της προβαλλόμενης παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αν η ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου, βάλλει κατά του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν διεξήγαγε προσήκουσα έρευνα που να τεκμηριώνει την προσβαλλόμενη απόφαση.

52      Από τα επίμαχα αποσπάσματα του υπομνήματος απαντήσεως, προκύπτει ότι η Περιφέρεια Σαρδηνίας, η οποία ουδόλως σκόπευε να προβάλει ένα νέο λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από παράλειψη διεξαγωγής έρευνας, προετίθετο απλώς να ενισχύσει τον πρώτο λόγο ακυρώσεως τον οποίο προέβαλε και ο οποίος στηρίζεται, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 50 ανωτέρω, τόσο σε πλάνη ως προς την εκτίμηση του αν η ενίσχυση έχει τον χαρακτήρα κινήτρου όσο και σε έλλειψη αιτιολογίας ως προς το ζήτημα αυτό.

53      Συνεπώς, η Περιφέρεια Σαρδηνίας δεν προέβαλε νέους λόγους ακυρώσεως κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, οπότε πρέπει να απορριφθεί ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

 Υπόθεση T‑408/08

54      Στην υπόθεση T‑408/08, η Επιτροπή θεωρεί ως νέο λόγο ακυρώσεως τον λόγο που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την επίπτωση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου.

55      Αυτός ο λόγος απαραδέκτου, τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή, οφείλεται σε παρανόηση των δικογράφων της SF Turistico Immobiliare, που όντως δίνουν λαβή για σύγχυση. Συγκεκριμένα, η εν λόγω προσφεύγουσα ήδη μνημόνευσε, με το δικόγραφο της προσφυγής, την «αλλοίωση των όρων των εμπορικών συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον», στο πλαίσιο του ενάτου λόγου ακυρώσεως τον οποίο προέβαλε και ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998. Ωστόσο, με τη μνεία αυτή, η εν λόγω προσφεύγουσα προετίθετο μόνον να ενισχύσει τον ως άνω λόγο ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση των διατάξεων που διέπουν τη συμβατότητα της ενισχύσεως, και όχι να προβάλει έναν αυτοτελή λόγο ακυρώσεως, στηριζόμενο σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, διότι η Επιτροπή δήθεν συνήγαγε εσφαλμένως ότι υφίστατο κρατική ενίσχυση.

56      Κατά συνέπεια, η εκ μέρους της SF Turistico Immobiliare μνεία, στο υπόμνημα απαντήσεως, του ότι αυτή «προέβαλε, εξάλλου [με το δικόγραφο της προσφυγής] την ουσιώδη έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας όσον αφορά την επίπτωση της ενισχύσεως επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου» πρέπει να νοηθεί υπό το ίδιο πνεύμα, ήτοι ως σκοπούσα στο να ενισχύσει τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση των διατάξεων που διέπουν τη συμβατότητα της ενισχύσεως.

57      Επομένως, η SF Turistico Immobiliare δεν προέβαλε νέο λόγο ακυρώσεως κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, οπότε πρέπει να απορριφθεί ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

 Υπόθεση T‑453/08

58      Στην υπόθεση αυτή, η Επιτροπή θεωρεί ως νέο λόγο ακυρώσεως τον λόγο που αντλείται από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ όσον αφορά την εφαρμογή του κανόνα de minimis.

59      Συναφώς, η Επιτροπή διατείνεται ότι ο λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής αφορά την ακριβή εφαρμογή του ορίου de minimis και όχι την προσήκουσα αιτιολογία της εν λόγω εφαρμογής.

60      Το επιχείρημα αυτό δεν είναι ακριβές, αν ληφθεί υπόψη το γράμμα των επίμαχων σημείων του δικογράφου της προσφυγής, που κάνουν μνεία περί της «ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά την ύπαρξη, ως προς την ενίσχυση, του στοιχείου της παροχής κινήτρου, σε σχέση με το γεγονός ότι το τμήμα της επιδοτήσεως που σχετίζεται με τη δαπάνη που πραγματοποιήθηκε πριν από την υποβολή της αιτήσεως ανέρχεται σε ποσό χαμηλότερο από το όριο de minimis» και της υπάρξεως «αντιφάσεως» μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και των σχετικών με το ανώτατο όριο de minimis ισχυρισμών της Επιτροπής στο πλαίσιο άλλων επαφών με την Περιφέρεια Σαρδηνίας.

61      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την εφαρμογή του κανόνα de minimis έχει ήδη προβληθεί από την Timsas με το δικόγραφο της προσφυγής, οπότε πρέπει να απορριφθεί ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

 Υπόθεση T‑454/08

62      Στην υπόθεση αυτή, η Επιτροπή θεωρεί ως νέο λόγο ακυρώσεως τον λόγο που στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ο οποίος προβλήθηκε, όπως υποστηρίχθηκε, από την Grand Hotel Abi d’Oru κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως.

63      Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η Grand Hotel Abi d’Oru προέβαλε σαφώς, σε σχέση με το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν της κοινοποίησε ορισμένα έγγραφα, μόνον παράβαση του άρθρου 254 ΕΚ και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

64      Απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, η Grand Hotel Abi d’Oru υποστήριξε ότι δεν προετίθετο, με το απόσπασμα του υπομνήματος απαντήσεως στο οποίο αναφέρθηκε η Επιτροπή, να προβάλει νέο λόγο ακυρώσεως, στηριζόμενο σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, λαμβανομένου υπόψη του ότι το απόσπασμα αυτό σκοπεί μόνο στην ενίσχυση του προβληθέντος με το δικόγραφο της προσφυγής λόγου ακυρώσεως ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 254 ΕΚ και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει λόγος να απορριφθεί ως απαράδεκτος ένας λόγος ακυρώσεως προβληθείς από την Grand Hotel Abi d’Oru.

3.     Επί του παραδεκτού των λόγων ακυρώσεως που στηρίζονται σε έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως περί διορθώσεως

65      Οι παρεμβαίνουσες και η SF Turistico Immobiliare επικαλέσθηκαν την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως περί διορθώσεως προκειμένου να προβάλουν τον παράνομο χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

66      Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου συναφώς, φρονεί ότι οι επίμαχοι λόγοι ακυρώσεως είναι απαράδεκτοι, καθόσον η απόφαση περί διορθώσεως κατέστη απρόσβλητη. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση περί διορθώσεως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 14 Φεβρουαρίου 2007 και δεν προσβλήθηκε εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ.

67      Η SF Turistico Immobiliare υποστηρίζει ότι η απόφαση περί διορθώσεως δεν της προκάλεσε ζημία κατά το μέτρο που η μόνη συγκεκριμένη ζημία στα συμφέροντά της απέρρεε από την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, διατείνεται ότι έχει έννομο συμφέρον ασκήσεως προσφυγής μόνον όσον αφορά την τελευταία αυτή απόφαση.

68      Συναφώς, πρέπει ευθύς εξαρχής να προσδιορισθεί η νομική φύση της αποφάσεως περί διορθώσεως, προκειμένου να προσδιορισθεί στη συνέχεια, ενδεχομένως, αν οι προσφεύγουσες, λόγω του ότι δεν προσέβαλαν ενδίκως την εν λόγω απόφαση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, αποκλείονται του δικαιώματος να προβάλουν την έλλειψη νομιμότητας της ως άνω αποφάσεως στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της νομικής φύσεως της αποφάσεως περί διορθώσεως

69      Τα νομοθετικά κείμενα που διέπουν τη διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν προβλέπουν ρητώς απόφαση περί διορθώσεως και επεκτάσεως μιας εκκρεμούς διαδικασίας.

70      Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 659/1999 και από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας πρέπει να αναφέρει συνοπτικά τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, να περιλαμβάνει μια προκαταρκτική εκτίμηση ως προς το αν το επίμαχο μέτρο έχει τον χαρακτήρα ενισχύσεως και να εκθέτει τους λόγους που δίνουν λαβή για την ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη συμβατότητα του εν λόγω μέτρου προς την κοινή αγορά, ώστε να παρέχεται στο οικείο κράτος μέλος και στα λοιπά ενδιαφέρομενα μέρη η δυνατότητα να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να παράσχουν στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να αξιολογήσει τη συμβατότητα της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά. Η επίσημη διαδικασία έρευνας παρέχει τη δυνατότητα να γίνει εμπεριστατωμένη εξέταση των ζητημάτων που τέθηκαν με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και να αποσαφηνισθούν τα εν λόγω ζητήματα. Από το άρθρο 7 του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι, μετά την περάτωση της διαδικασίας αυτής, η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση ενδέχεται να έχει μεταβληθεί, εφόσον αυτή μπορεί να αποφασίσει, εν τέλει, ότι το μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση ή ότι διαλύθηκαν οι αμφιβολίες ως προς την ασυμβατότητα του εν λόγω μέτρου προς την κοινή αγορά. Συνεπώς, η τελική απόφαση μπορεί να εμφανίζει ορισμένες αποκλίσεις έναντι της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, χωρίς ωστόσο οι αποκλίσεις αυτές να καθιστούν ελαττωματική την τελική απόφαση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαρτίου 2009, T‑424/05, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 69). Επομένως, υπό το πρίσμα αυτό, δεν συντρέχει λόγος να προβαίνει η Επιτροπή σε διόρθωση μιας αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

71      Ωστόσο, ευλόγως και, επιπλέον, προς το συμφέρον των δυνητικών δικαιούχων ενός καθεστώτος ενισχύσεων, σε περίπτωση που η Επιτροπή αντιληφθεί, μετά την έκδοση μιας αποφάσεως περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι η τελευταία αυτή απόφαση στηρίζεται είτε σε ελλιπή πραγματικά περιστατικά είτε σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω πραγματικών περιστατικών, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζει τη θέση της, εκδίδοντας απόφαση περί διορθώσεως. Συγκεκριμένα, μια τέτοια απόφαση περί διορθώσεως, η οποία συνοδεύεται από νέα πρόσκληση προς τους ενδιαφερομένους για την υποβολή παρατηρήσεων, παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να αντιδράσουν στη μεταβολή που επήλθε ως προς την προσωρινή εκτίμηση του επίμαχου μέτρου εκ μέρους της Επιτροπής και να προβάλουν την άποψή τους επ’ αυτού.

72      Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή θα μπορούσε, επίσης, να επιλέξει να εκδώσει κατ’ αρχάς απόφαση περί περατώσεως της διαδικασίας δίχως περαιτέρω ενέργειες και, στη συνέχεια, νέα απόφαση περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας, η οποία θα στηριζόταν στην τροποποιημένη νομική εκτίμησή της και η οποία θα είχε, κατ’ ουσίαν, το ίδιο περιεχόμενο με την απόφαση περί διορθώσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, λόγοι οικονομίας της διαδικασίας και η αρχή της χρηστής διοικήσεως καθιστούν προτιμότερη την έκδοση αποφάσεως περί διορθώσεως σε σχέση με την περάτωση της διαδικασίας και την κίνηση νέας διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι η διόρθωση του αντικειμένου της διαδικασίας παρέσχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λάβει υπόψη, στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρατηρήσεις υποβληθείσες από την Grand Hotel Abi d’Oru κατόπιν της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε εάν η Επιτροπή είχε περατώσει την επίσημη διαδικασία έρευνας προκειμένου να κινήσει νέα σχετική διαδικασία.

73      Όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό μιας τέτοιας αποφάσεως περί διορθώσεως, με δεδομένο ότι αυτή εκδίδεται μετά την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και ότι αποτελεί, μαζί με την τελευταία, μια τροποποιημένη απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ως άνω απόφαση περί διορθώσεως έχει την ίδια νομική φύση με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ανακοίνωση σχετικά με την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας έχει ως μοναδικό σκοπό να συλλέξει η Επιτροπή από τους ενδιαφερομένους όλα τα στοιχεία που μπορούν να τη διαφωτίσουν στις μελλοντικές της ενέργειες (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1973, 70/72, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 609, σκέψη 19· απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1996, T‑266/94, Skibsværftsforeningen κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1399, point 256).

74      Εν προκειμένω, η Επιτροπή παρέθεσε, με την απόφαση περί διορθώσεως, τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι η περιλαμβανόμενη στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας νομική εκτίμηση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων έπρεπε να διορθωθεί. Η Επιτροπή διευκρίνισε, ιδίως, ότι επρόκειτο, κατά τη γνώμη της, για παράνομο καθεστώς ενισχύσεων και όχι για την καταχρηστική εφαρμογή ενός εγκριθέντος από αυτή καθεστώτος ενισχύσεων. Η Επιτροπή συνόδευσε τις διευκρινίσεις αυτές με νέα πρόσκληση προς τους ενδιαφερομένους για την υποβολή παρατηρήσεων. Επομένως, η απόφαση περί διορθώσεως είχε το ίδιο αντικείμενο και τον ίδιο σκοπό με μια απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, οπότε η εν λόγω απόφαση περί διορθώσεως πρέπει να τύχει του ιδίου νομικού χαρακτηρισμού με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας.

 Επί των συνεπειών, εν προκειμένω, για το παραδεκτό των λόγων ακυρώσεως που στηρίζονται σε έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως περί διορθώσεως

75      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ τα μέτρα των οποίων τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 1992, T‑10/92 έως T‑12/92 και T‑15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2667, σκέψη 28).

76      Όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις των οποίων η εκπόνηση πραγματοποιείται σε διάφορα στάδια, ιδίως σύμφωνα με εσωτερική διαδικασία, συνιστούν, κατ’ αρχήν, πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν μόνον τα μέτρα που καθορίζουν οριστικώς τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής, αποκλειομένων των ενδιάμεσων μέτρων των οποίων σκοπός είναι να προετοιμάσουν την τελική απόφαση (απόφαση IBM κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 10, και απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 28).

77      Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, η εκδοθείσα από την Επιτροπή τελική απόφαση για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ συνιστά πράξη δυναμένη να προσβληθεί βάσει του άρθρου 230 ΕΚ. Πράγματι, η απόφαση αυτή παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον θέτει τέρμα στην επίμαχη διαδικασία και αποφαίνεται οριστικώς επί της συμβατότητας του εξετασθέντος μέτρου με τους εφαρμοστέους στις κρατικές ενισχύσεις κανόνες. Επομένως, τα ενδιαφερόμενα μέρη διαθέτουν πάντοτε τη δυνατότητα να προσβάλουν την τελική απόφαση με την οποία περατώνεται η επίσημη διαδικασία έρευνας και, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να μπορούν να αμφισβητήσουν τα διάφορα στοιχεία που θεμελιώνουν την τελικώς υιοθετηθείσα από την Επιτροπή θέση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 2003, Τ-190/00, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5015, σκέψη 45). Η δυνατότητα αυτή είναι ανεξάρτητη από το ζήτημα αν η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας επιφέρει ή δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα ικανά να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Βεβαίως, η νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου έχει δεχθεί τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατ’ αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, όταν η απόφαση αυτή συνεπάγεται οριστικά έννομα αποτελέσματα τα οποία δεν μπορούν να διευθετηθούν a posteriori με την τελική απόφαση. Τούτο συμβαίνει όταν, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με ένα μέτρο το οποίο χαρακτηρίζει προσωρινώς ως νέα ενίσχυση, εφόσον αυτή η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας συνεπάγεται αυτόνομα έννομα αποτελέσματα σε σχέση με την τελική απόφαση. Πράγματι, η αναστολή της εφαρμογής του εν λόγω μέτρου, προκύπτουσα, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, από τον προσωρινό χαρακτηρισμό του μέτρου αυτού ως νέας ενισχύσεως, έχει αυτόνομο χαρακτήρα σε σχέση με την τελική απόφαση, που περιορίζεται χρονικώς μέχρι το πέρας της επίσημης διαδικασίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 1992, C‑312/90, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑4117, σκέψεις 12 έως 24· της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑47/91, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4635, σκέψεις 29 και 30, και της 9ης Οκτωβρίου 2001, C‑400/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑7303, σκέψεις 56 έως 62 και 69· απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2002, T‑195/01 και T‑207/01, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2309, σκέψεις 80 έως 86).

78      Ωστόσο, η ως άνω δυνατότητα προσβολής της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την αποδυνάμωση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων μερών, εμποδίζοντάς τα να προσβάλουν την τελική απόφαση και να επικαλεσθούν προς στήριξη της προσφυγής τους ελαττώματα σχετικά με όλα τα στάδια της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως αυτής (απόφαση Regione Siciliana κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 47).

79      Από τα προεκτεθέντα απορρέει ότι το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες και οι παρεμβαίνουσες δεν άσκησαν εμπροθέσμως προσφυγή κατά της αποφάσεως περί διορθώσεως δεν τις εμποδίζει να προβάλουν λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται από έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως περί διορθώσεως, κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε πρέπει να απορριφθεί ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

4.     Επί των λόγων ακυρώσεως που στηρίζονται σε διαδικαστικές πλημμέλειες

80      Οι προσφεύγουσες και οι παρεμβαίνουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως που αφορούν διαδικαστικές πλημμέλειες και οι οποίοι στηρίζονται, πρώτον, σε παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και του κανονισμού 659/1999, δεύτερον, σε παράβαση του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 και, τρίτον, σε ελλείψεις ως προς την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και του κανονισμού 659/1999

81      Ο ως άνω λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται σε τρεις αιτιάσεις, οι οποίες αφορούν, αντιστοίχως, παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 659/1999, παράλειψη διεξαγωγής έρευνας και μη τήρηση των προβλεπομένων από τον κανονισμό 659/1999 προθεσμιών.

 Επί της αιτιάσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 659/1999

82      Οι παρεμβαίνουσες διατείνονται ότι, δεδομένου ότι η ενίσχυση η οποία κρίθηκε ασύμβατη με την προσβαλλόμενη απόφαση είχε εγκριθεί προηγουμένως από την Επιτροπή, η τελευταία όφειλε να ανακαλέσει την απόφαση περί εγκρίσεως, όπως της επέβαλλε το άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999.

83      Η Επιτροπή δεν έλαβε ρητώς θέση επί του βασίμου της αιτιάσεως αυτής.

84      Δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 659/1999, η Επιτροπή μπορεί, ιδίως, να ανακαλέσει μια απόφαση με την οποία ενέκρινε μια ενίσχυση, αφού δώσει πρώτα στο οικείο κράτος μέλος την ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις, εφόσον η απόφαση βασίστηκε σε εσφαλμένες πληροφορίες παρασχεθείσες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και οι οποίες ήσαν καθοριστικές για την απόφαση.

85      Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η απόφαση περί εγκρίσεως δεν στηρίζεται σε ανακριβείς πληροφορίες. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 51, 54, 59, 61 και 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν προσάπτει στις ιταλικές αρχές ότι της διαβίβασαν ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που προηγήθηκε της αποφάσεως περί εγκρίσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αποδίδει την ασυμβατότητα των επίμαχων στην υπό κρίση υπόθεση ενισχύσεων προς την κοινή αγορά στο γεγονός ότι η απόφαση αριθ. 33/6 εισήγαγε τροποποιήσεις του αρχικώς κοινοποιηθέντος μέτρου οι οποίες δεν ήσαν σύμφωνες προς το γράμμα της αποφάσεως περί εγκρίσεως, στον βαθμό που, όταν δημοσιεύθηκε η πρώτη πρόσκληση προς υποβολή αιτήσεων στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, μπορούσαν να γίνουν δεκτά τα σχέδια των οποίων η εκτέλεση είχε αρχίσει πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως (στο εξής: επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ή επίδικο καθεστώς). Η απόφαση αριθ. 33/6 φέρει όμως ως ημερομηνία την 27η Ιουλίου 2000 και, ως εκ τούτου, είναι μεταγενέστερη της από 12 Νοεμβρίου 1998 αποφάσεως περί εγκρίσεως.

86      Επομένως, το άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

87      Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να ανακαλέσει η Επιτροπή την απόφαση περί εγκρίσεως, εφόσον η εκτίμησή της όσον αφορά τη συμβατότητα του εγκριθέντος δυνάμει της ως άνω αποφάσεως καθεστώτος ενισχύσεων δεν είχε μεταβληθεί. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαπίστωσε, με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι κρατικές ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί βάσει του […] νόμου […] 9 του 1998, που εφαρμόστηκε παράνομα στην Ιταλία με την απόφαση αριθ. 33/6 […], δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, παρά μόνο εάν ο δικαιούχος έχει υποβάλει αίτηση ενίσχυσης βάσει του καθεστώτος αυτού πριν από την πραγματοποίηση των […] εργασιών». Εξ αυτών απορρέει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θίγει τη συμβατότητα των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει του νόμου 9/1998, καθόσον μια αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως έχει υποβληθεί πριν από την εκτέλεση των εργασιών. Ακριβώς υπό την προϋπόθεση αυτή η Επιτροπή τόνισε, με την απόφαση περί εγκρίσεως, ότι δεν θα προέβαλλε αντιρρήσεις έναντι του κοινοποιηθέντος από την Ιταλία καθεστώτος ενισχύσεων.

88      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση την οποία προέβαλαν οι παρεμβαίνουσες και η οποία αφορά παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 659/1999.

 Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράλειψη διεξαγωγής έρευνας

89      H Timsas και η Grand Hotel Abi d’Oru προσάπτουν στην Επιτροπή παράλειψη διεξαγωγής έρευνας καθόσον δεν έλαβε υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία αυτές βρίσκονταν. Ειδικότερα, η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει την κατάστασή τους ως ιδιωτών σε σχέση με την Περιφέρεια Σαρδηνίας και τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η εφαρμογή του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Επιπλέον, η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε σ’ αυτές τόσο εκ μέρους της Περιφέρειας Σαρδηνίας όσο και εκ μέρους της Επιτροπής.

90      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Timsas και της Grand Hotel Abi d’Oru.

91      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στην περίπτωση ενός καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να εξετάσει τις χορηγηθείσες σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση ενισχύσεις, αλλά μπορεί να περιορισθεί στην εξέταση των χαρακτηριστικών του καθεστώτος ενισχύσεων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1987, 248/84, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4013, σκέψη 18· της 7ης Μαρτίου 2002, C‑310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑2289, σκέψη 89, και της 29ης Απριλίου 2004, C‑278/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑3997, σκέψη 24). Εξάλλου, οι ιδιαίτερες περιστάσεις των επιμέρους δικαιούχων ενός καθεστώτος ενισχύσεων μπορούν να εκτιμώνται μόνον κατά το στάδιο της ανακτήσεως της ενισχύσεως εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους [απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 91, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 31ης Μαΐου 2006, T‑354/99, Kuwait Petroleum (Nederland) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1475, σκέψη 67]. Συγκεκριμένα, εάν τούτο δεν ίσχυε, το βάρος της διεξαγωγής έρευνας, το οποίο φέρει η Επιτροπή, θα ήταν σημαντικότερο στην περίπτωση ενός καθεστώτος ενισχύσεων το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή παρανόμως, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ απ’ ό,τι στην περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος θα τηρούσε την υποχρέωση κοινοποιήσεως την οποία επιβάλλει η εν λόγω διάταξη, καθόσον, στην τελευταία περίπτωση, οι ιδιαίτερες περιστάσεις των δυνητικών δικαιούχων είναι, εξ ορισμού, άγνωστες κατά το στάδιο της έρευνας.

92      Επομένως, εν προκειμένω, η Επιτροπή μπορούσε να περιορισθεί στην εξέταση του καθεστώτος ενισχύσεων, αυτού καθαυτό, και δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη ούτε τις σχέσεις μεταξύ των προσφευγουσών και της Περιφέρειας Σαρδηνίας, ούτε τις διαφορές που υφίσταντο μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων επιχειρήσεων, ούτε καν την ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη την οποία θα μπορούσαν να επικαλεσθούν ορισμένες από τις επιχειρήσεις αυτές και η οποία φέρεται ότι δημιουργήθηκε σ’ αυτές είτε εκ μέρους της Επιτροπής είτε εκ μέρους της Περιφέρειας Σαρδηνίας. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον κατά το στάδιο της ανακτήσεως των επιμέρους ενισχύσεων.

93      Συνεπώς, η αιτίαση που αφορά παράλειψη διεξαγωγής έρευνας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της αιτιάσεως που αφορά μη τήρηση των προβλεπομένων από τον κανονισμό 659/1999 προθεσμιών

94      Οι παρεμβαίνουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε τις ακόλουθες προθεσμίες, που προβλέπει ο κανονισμός 659/1999:

–        την προθεσμία δύο μηνών, η οποία αρχίζει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποιήσεως και εντός της οποίας η Επιτροπή οφείλει να λάβει απόφαση κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999·

–        την προθεσμία δύο μηνών εντός της οποίας η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει απόφαση κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου έρευνας, εφόσον έχει στην κατοχή της πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη μιας φερόμενης ως παράνομης ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία·

–        την προθεσμία 18 μηνών, η οποία αρχίζει από το χρονικό σημείο κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και εντός της οποίας η Επιτροπή οφείλει να εκδώσει απόφαση περί περατώσεως της διαδικασίας αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999.

95      Η Επιτροπή δεν έλαβε ρητώς θέση επί του βασίμου της αιτιάσεως αυτής.

96      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999 δίμηνη προθεσμία για την περάτωση του προκαταρκτικού σταδίου έρευνας αρχίζει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποιήσεως. Πάντως, εν προκειμένω, η προκαταρκτική έρευνα του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων δεν άρχισε διά της κοινοποιήσεως του ως άνω καθεστώτος ενισχύσεων εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας, αλλά διά της υποβολής καταγγελίας σχετικά με την καταχρηστική εφαρμογή του αρχικού καθεστώτος, την οποία έλαβε η Επιτροπή στις 21 Φεβρουαρίου 2003. Επομένως, η Επιτροπή δεν δεσμευόταν από τη δίμηνη προθεσμία του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999 (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 659/1999, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑95/96, Gestevisión Telecinco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3407, σκέψη 79, και της 10ης Μαΐου 2000, T‑46/97, SIC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2125, σκέψη 103).

97      Δεύτερον, όσον αφορά τη δίμηνη προθεσμία την οποία, όπως υποστηρίχθηκε, έχει επιβάλει η νομολογία με βάση το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι, κατά τη διάταξη αυτή, εφόσον η Επιτροπή έχει στην κατοχή της πληροφορίες αφορώσες παράνομες ενισχύσεις, ανεξαρτήτως της πηγής τους, εξετάζει αμελλητί τις πληροφορίες αυτές. Η διάταξη αυτή δεν πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενη στην περάτωση του προκαταρκτικού σταδίου έρευνας, αλλά ως αφορώσα την έναρξη της προκαταρκτικής έρευνας, άποψη που επιρρωννύεται από το υπογραμμισθέν στην προηγούμενη σκέψη γεγονός ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τη συνήθη προθεσμία σε περίπτωση προκαταρκτικής έρευνας το έναυσμα για την οποία υπήρξε η υποβολή καταγγελίας.

98      Η νομολογία την οποία επικαλέσθηκαν οι παρεμβαίνουσες δεν προσδίδει στις ως άνω διατάξεις διαφορετική ερμηνεία από αυτήν που προεκτέθηκε. Συγκεκριμένα, καίτοι είναι αληθές ότι η νομολογία αυτή υπογραμμίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή οφείλει να περατώνει το προκαταρκτικό στάδιο έρευνας εντός προθεσμίας δύο μηνών, γεγονός παραμένει ότι η προθεσμία αυτή έχει εφαρμογή μόνον στις περιπτώσεις των ενισχύσεων που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη, όπως απορρέει σαφώς από το νοηματικό πλαίσιο των χωρίων που παρέθεσαν οι παρεμβαίνουσες, και όχι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, όπως εν προκειμένω, το προκαταρκτικό στάδιο έρευνας άρχισε διά της υποβολής καταγγελίας.

99      Είναι αληθές ότι τούτο δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή προς την Επιτροπή της δυνατότητας να παρατείνει, κατά διακριτική ευχέρεια, το προκαταρκτικό στάδιο έρευνας. Έτσι, έχει κριθεί ότι η Επιτροπή, καθόσον διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκτίμηση του συμβατού μιας κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, υποχρεούται να προβαίνει, προς ορθή εφαρμογή των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών περί υπάρξεως ενισχύσεως ασύμβατης προς την κοινή αγορά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 62, και απόφαση Gestevisión Telecinco κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 72), και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να παρατείνει επ’ αόριστον την προκαταρκτική έρευνα σχετικά με κρατικά μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο καταγγελίας περί υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως (απόφαση Gestevisión Telecinco κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 74). Κατά πάγια νομολογία, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μιας τέτοιας διοικητικής διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με το γενικό πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που οφείλει να ακολουθεί η Επιτροπή, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως καθώς και τα διακυβευόμενα συμφέροντα των διαφόρων ενδιαφερομένων μερών (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 1997, T‑73/95, Oliveira κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑381, σκέψη 45· της 22ας Οκτωβρίου 1997, T‑213/95 και T‑18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1739, σκέψη 57, και Gestevisión Telecinco κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 75).

100    Εν προκειμένω, μεταξύ της παραλαβής της καταγγελίας εκ μέρους της Επιτροπής, στις 21 Φεβρουαρίου 2003, και της εκδόσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, στις 3 Φεβρουαρίου 2004, παρήλθε χρονικό διάστημα λίγο μεγαλύτερο από έντεκα μήνες. Λαμβανομένου υπόψη, ιδίως, ότι ήταν αναγκαίο να ζητήσει η Επιτροπή, μέσω της Ιταλικής Δημοκρατίας, συμπληρωματικές πληροφορίες από την Περιφέρεια Σαρδηνίας ένα τέτοιο χρονικό διάστημα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υπερβολικό.

101    Τρίτον, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, και το άρθρο 16 του κανονισμού 659/1999, στην περίπτωση μιας φερόμενης ως παράνομης ενισχύσεως όπως και στην περίπτωση μιας φερόμενης ως καταχρηστικώς εφαρμοσθείσας ενισχύσεως, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται, μεταξύ άλλων, από την προθεσμία του άρθρου 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999. Πάντως, εν προκειμένω, η επίσημη διαδικασία έρευνας την οποία κίνησε η Επιτροπή αφορούσε αρχικώς μια φερόμενη ως καταχρηστικώς εφαρμοσθείσα ενίσχυση, στη συνέχεια δε, κατόπιν της αποφάσεως περί διορθώσεως, μια φερόμενη ως παράνομη ενίσχυση.

102    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αφορά μη τήρηση των προβλεπομένων από τον κανονισμό 659/1999 προθεσμιών

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999

103    Η Grand Hotel Abi d’Oru υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την προβλεπόμενη από το άρθρο 254, παράγραφος 3, ΕΚ και από το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 υποχρέωση κοινοποιήσεως, καθόσον δεν της γνωστοποίησε ούτε την απευθυνθείσα εκ μέρους της Επιτροπής προς την Ιταλική Δημοκρατία στις 26 Φεβρουαρίου 2003 αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω) ούτε την απόφαση περί διορθώσεως, ενώ η Grand Hotel Abi d’Oru, κατόπιν της προσκλήσεως που περιεχόταν στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, είχε καταθέσει παρατηρήσεις σχετικά με το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων.

104    Η Επιτροπή αντιτίθεται στα επιχειρήματα της Grand Hotel Abi d’Oru.

105    Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με το άρθρο 254, παράγραφος 3, ΕΚ, οι αποφάσεις κοινοποιούνται στους αποδέκτες τους και αποκτούν ενέργεια με την κοινοποίησή τους.

106    Όσον αφορά, πρώτον, την απόφαση περί διορθώσεως, από πάγια νομολογία απορρέει ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων έχουν πάντοτε ως αποδέκτες τα οικεία κράτη μέλη (απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψη 45· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 1999, T‑82/96, ARAP κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1889, σκέψη 28, και SIC κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 45). Η νομολογία αυτή, η οποία είναι προγενέστερη του κανονισμού 659/1999, επικυρώθηκε ρητώς με το άρθρο 25 του κανονισμού αυτού, που ορίζει ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των κεφαλαίων II, III, IV, V και VII του εν λόγω κανονισμού απευθύνονται στο οικείο κράτος μέλος, στο οποίο η Επιτροπή κοινοποιεί αμελλητί τις εν λόγω αποφάσεις. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 69 έως 74 ανωτέρω, η απόφαση περί διορθώσεως πρέπει να χαρακτηρισθεί, από νομικής απόψεως, ως απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

107    Επομένως, η απόφαση περί διορθώσεως απευθυνόταν αποκλειστικώς στην Ιταλική Δημοκρατία και όχι στους υπαχθέντες στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, το άρθρο 254, παράγραφος 3, ΕΚ δεν επέβαλλε στην Επιτροπή την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση περί διορθώσεως στην Grand Hotel Abi d’Oru.

108    Όσον αφορά, δεύτερον, την αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, η εν λόγω αίτηση δεν αποτελεί απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, οπότε το άρθρο 254, παράγραφος 3, ΕΚ δεν είναι εφαρμοστέο επ’ αυτής.

109    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από παράβαση της ως άνω διατάξεως.

110    Δεύτερον, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο έχει υποβάλει παρατηρήσεις, κατόπιν της εκδόσεως αποφάσεως της Επιτροπής περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, αποστέλλεται αντίγραφο της αποφάσεως που έλαβε η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού.

111    Πάντως, ούτε η απόφαση περί διορθώσεως ούτε η αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «απόφαση που ελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 7» του κανονισμού 659/1999. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό αφορά αποκλειστικώς, τόσο βάσει του τίτλου του όσο και βάσει του περιεχομένου του, τις αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες περατώνεται η επίσημη διαδικασία έρευνας. Αφενός, όπως διευκρινίσθηκε στις σκέψεις 73 και 74 ανωτέρω, η απόφαση περί διορθώσεως δεν πρέπει να χαρακτηρισθεί ως απόφαση περί περατώσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, αλλά, αντιθέτως, ως απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας αυτής. Αφετέρου, όσον αφορά την αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 108 ανωτέρω, δεν πρόκειται για πράξη που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απόφαση, οπότε η εν λόγω πράξη ωσαύτως δεν καλύπτεται από το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

112    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αφορά παράβαση της ως άνω διατάξεως.

113    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε ελλείψεις ως προς την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως

114    Οι προσφεύγουσες και οι παρεμβαίνουσες προβάλλουν έξι αιτιάσεις όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως περί διορθώσεως.

 Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς την παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας

115    Η SF Turistico Immobiliare υποστηρίζει ότι τόσο η απόφαση περί διορθώσεως όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση στερούνται αιτιολογίας όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας.

116    Η απόφαση περί διορθώσεως δεν διευκρινίζει τους λόγους που ώθησαν την Επιτροπή να αναμείνει επί δυόμισι έτη προκειμένου να προβεί σε διόρθωση και επέκταση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, ενώ είχε πλήρη γνώση όλων των ουσιωδών στοιχείων από τον Απρίλιο του 2003.

117    Όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση, η SF Turistico Immobiliare δέχεται ότι, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται, στην περίπτωση ενδεχόμενης παράνομης ενισχύσεως, από τις προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, στο άρθρο 7, παράγραφος 6 και στο άρθρο 7, παράγραφος 7, του κανονισμού 659/1999. Ωστόσο, τούτο δεν συνεπάγεται ότι η αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας δεν τυγχάνει εφαρμογής σε μια τέτοια περίπτωση. Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δικαιολογεί την ασυνήθη διάρκεια της διαδικασίας της έρευνας, που υπερέβη τα τέσσερα έτη και πέντε μήνες, βαρύνεται με πλημμέλεια ως προς την αιτιολογία.

118    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της SF Turistico Immobiliare.

119    Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνηστεί ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπό κρίση αιτιάσεως, το επίμαχο ζήτημα δεν συνίσταται στο να εξετασθεί αν η διάρκεια της διαδικασίας όντως ήταν υπερβολική εν προκειμένω, αλλά μόνο στο να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή ισχύει όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωση αυτή.

120    Πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο από τα ερωτήματα αυτά –με άλλα λόγια, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή δεν ισχύει όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας, αλλά μόνον όσον αφορά το ίδιο το περιεχόμενο της αποφάσεως.

121    Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψη 166 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

122    Η διάρκεια μιας διαδικασίας δεν αποτελεί απόρροια συλλογιστικής του οικείου θεσμικού οργάνου η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη διάρκεια αυτή, αλλά είναι μια περίσταση σχετιζόμενη αμιγώς με τα πραγματικά περιστατικά, η οποία εξαρτάται αποκλειστικώς από τον χρόνο τον οποίο χρειάζεται το θεσμικό όργανο για να ολοκληρώσει την εν λόγω διαδικασία. Επομένως, η διάρκεια μιας διαδικασίας δεν αποτελεί μέρος του περιερχομένου της αποφάσεως, που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αιτιολογίας, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη. Απαιτεί μόνον, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, την απαρίθμηση, καθαρά σε επίπεδο πραγματικών περιστατικών, των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας μέχρι την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως.

123    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς την παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας.

 Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς τον χαρακτηρισμό της ενισχύσεως ως νέας παράνομης ενισχύσεως

124    Η Περιφέρεια Σαρδηνίας προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως παρανόμων και όχι καταχρηστικών των ενισχύσεων για τα σχέδια των οποίων η εκτέλεση άρχισε πριν από την υποβολή αιτήσεως.

125    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Περιφέρειας Σαρδηνίας.

126    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ ουσίαν, ότι το καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο εφαρμόσθηκε με την έκδοση, ιδίως, της αποφάσεως αριθ. 33/6, δεν συνήδε προς τους όρους της αποφάσεως περί εγκρίσεως, καθόσον δεν διασφάλιζε ότι οι επίμαχες ενισχύσεις έχουν ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου, και ότι, κατά συνέπεια, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν για σχέδια των οποίων η εκτέλεση άρχισε πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη λήψη ενισχύσεως έπρεπε να θεωρηθούν ως παράνομες.

127    Μια τέτοια συλλογιστική επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 121 ανωτέρω.

128    Επομένως, η ως άνω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς την ασυμβατότητα των ενισχύσεων στο πλαίσιο της περιφερειακής αναπτύξεως

129    Οι παρεμβαίνουσες και η SF Turistico Immobiliare προβάλλουν έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη συμβατότητα των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων (στο εξής: επίδικες ενισχύσεις), ιδίως υπό το πρίσμα της συμβολής του καθεστώτος αυτού στην περιφερειακή ανάπτυξη, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Η Επιτροπή δεν διευκρίνισε, ιδίως, τους λόγους για τους οποίους, αντιθέτως προς ό,τι συνέβη σε άλλες περιπτώσεις που παρουσιάζουν ανάλογα χαρακτηριστικά, εκτίμησε ότι δεν ήσαν εφαρμοστέες οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ.

130    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των παρεμβαινουσών και της SF Turistico Immobiliare.

131    Όσον αφορά, πρώτον, το παραδεκτό της αιτιάσεως που προέβαλε η SF Turistico Immobiliare, δεδομένου ότι ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως, δεν μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑349/03, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2197, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

132    Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν εναπόκειται σ’ αυτήν να αποδείξει την ασυμβατότητα της ενισχύσεως κατά το μέτρο που στο οικείο κράτος μέλος εναπόκειται να αποδείξει τη συμβατότητα της εν λόγω ενισχύσεως προς την κοινή αγορά. Βεβαίως, είναι αληθές ότι, εφόσον η Επιτροπή έχει προβεί, με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, σε επαρκή προκαταρκτική ανάλυση των λόγων για τους οποίους είχε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των επίμαχων ενισχύσεων προς την κοινή αγορά, εναπόκειται στο κράτος μέλος και στον δυνητικό δικαιούχο να προσκομίσουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβατές προς την κοινή αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2004, T‑109/01, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑127, σκέψη 45· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Νοεμβρίου 2004, T‑176/01, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3931, σκέψεις 93 και 94· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 170). Ωστόσο, τούτο συνιστά μόνον κανόνα σχετικό με το βάρος αποδείξεως και όχι με το καθήκον αιτιολογήσεως, οπότε στην Επιτροπή εναπόκειται, ενδεχομένως, να παραθέσει, στην απόφασή της, τους λόγους που την ώθησαν να εκτιμήσει ότι, παρά τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν από το κράτος μέλος ή από τους δικαιούχους, οι επίμαχες ενισχύσεις δεν είναι συμβατές προς την κοινή αγορά.

133    Πάντως, τρίτον, εν προκειμένω, η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπείχε συναφώς.

134    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ ουσίαν, ότι ο λόγος για τον οποίο οι επίδικες ενισχύσεις δεν ήσαν συμβατές προς την κοινή αγορά συνίστατο στο ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν είχαν ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου, πράγμα που οφείλεται στο γεγονός ότι οι ενισχύσεις αυτές είχαν χορηγηθεί για σχέδια των οποίων η υλοποίηση είχε αρχίσει πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθύμισε, ιδίως, ότι η αρχή της αναγκαιότητας της ενισχύσεως αποτελεί γενική αρχή, η οποία έχει επικυρωθεί από τη νομολογία και η οποία, επιπλέον, έχει επαναληφθεί τόσο εντός της αποφάσεως περί εγκρίσεως όσο και εντός των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 58 έως 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η διαπίστωση αυτή ήδη επαρκούσε προς αιτιολόγηση της ασυμβατότητας της ενισχύσεως, εφόσον η εν λόγω διαπίστωση ήταν ικανή να αποκλείσει τη συμβατότητα οποιασδήποτε ενισχύσεως στο πλαίσιο της περιφερειακής αναπτύξεως. Πρέπει να υπομνησθεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι η Επιτροπή, επαναλαμβάνοντας τα οριζόμενα με τις κατευθυντήριες γραμμές κριτήρια και διαπιστώνοντας ότι σε μια συγκεκριμένη περίπτωση τα κριτήρια αυτά δεν πληρούνταν, αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την απόφασή της να αρνηθεί τη χορήγηση παρεκκλίσεως δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, T‑214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑717, σκέψη 102). Επομένως, ναι μεν η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε διάφορα επιχειρήματα που προέβαλαν οι ιταλικές αρχές και ναι μεν, στο σημείο 71 της εν λόγω αποφάσεως, εξέθεσε ότι οι επίδικες ενισχύσεις δεν μπορούσαν να εγκριθούν ούτε δυνάμει άλλων νομικών βάσεων, πλην όμως τέτοιες διευκρινίσεις διατυπώθηκαν ως εκ περισσού και μόνον.

135    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς την ασυμβατότητα της ενισχύσεως στο πλαίσιο της περιφερειακής αναπτύξεως.

 Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογήσεως της εκτιμήσεως ως προς το αν οι επίδικες ενισχύσεις έχουν τον χαρακτήρα κινήτρου

136    Στο πλαίσιο της αιτιάσεως αυτής, η Περιφέρεια Σαρδηνίας, οι παρεμβαίνουσες, η SF Turistico Immobiliare, η Timsas και η Grand Hotel Abi d’Oru προβάλλουν τρία επιχειρήματα αντλούμενα από έλλειψη αιτιολογίας της εκ μέρους της Επιτροπής εκτιμήσεως ως προς το αν οι επίδικες ενισχύσεις έχουν τον χαρακτήρα κινήτρου.

137    Πρώτον, οι παρεμβαίνουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή όφειλε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους, εν προκειμένω, το τεκμήριο που μνημονεύεται στο σημείο 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, κατά το οποίο δεν υφίσταται παροχή κινήτρου σε περίπτωση που οι εργασίες έχουν αρχίσει πριν από την υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως, δεν μπορούσε να ανατραπεί διά των επιχειρημάτων που προέβαλε η Περιφέρεια Σαρδηνίας. Τουλάχιστον, η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε συγκεκριμένη σύγκριση της ανισορροπίας την οποία η καταβολή των επίμαχων ενισχύσεων φέρεται ότι προκάλεσε στην αγορά αναφοράς. Δεν υφίσταται κανένα ίχνος τέτοιας δικαιολογήσεως εντός της προσβαλλομένης αποφάσεως.

138    Δεύτερον, η Περιφέρεια Σαρδηνίας προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και είναι αντιφατική ως προς τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, κατά την εκτίμηση του αν το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων έχει τον χαρακτήρα κινήτρου, την εμπιστοσύνη που είχαν επιδείξει οι δικαιούχοι του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων στην εθνική και την κοινοτική νομοθεσία που ήσαν εφαρμοστέες κατά το χρονικό σημείο που αυτοί έλαβαν την απόφαση να επενδύσουν.

139    Τρίτον, η SF Turistico Immobiliare, η Timsas και η Grand Hotel Abi d’Oru προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας ως προς τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, κατά την εκτίμηση του αν το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων έχει τον χαρακτήρα κινήτρου, την ειδική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι δικαιούχοι του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων.

140    Η Επιτροπή αντικρούει τα ως άνω επιχειρήματα.

141    Όσον αφορά, πρώτον, τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Περιφέρεια Σαρδηνίας και οι παρεμβαίνουσες, πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθεί το επιχείρημα ότι η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε συγκεκριμένη σύγκριση της προβαλλομένης ανισορροπίας που η καταβολή των ενισχύσεων φέρεται ότι προκάλεσε στην αγορά. Πράγματι, το ζήτημα αν οι επίμαχες ενισχύσεις προκάλεσαν ανισορροπία στην αγορά, το οποίο αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στην έννοια της ενισχύσεως, δεν ασκεί επιρροή για την εκτίμηση του αν οι εν λόγω ενισχύσεις έχουν ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου, εκτίμηση η οποία εμπίπτει στην εξέταση της συμβατότητας των επίμαχων ενισχύσεων προς την κοινή αγορά.

142    Εξάλλου πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι η Επιτροπή όφειλε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους το τεκμήριο που μνημονεύεται στο σημείο 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 δεν μπορούσε να ανατραπεί διά των επιχειρημάτων που προέβαλε η Περιφέρεια Σαρδηνίας και, ιδίως, διά των επισημάνσεων που αφορούν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των υπαχθέντων στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, τούτο δε χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο, κατά το στάδιο αυτό, επί του προβαλλομένου από τις παρεμβαίνουσες επιχειρήματος ότι η απαίτηση να έχει υποβληθεί αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως πριν από την έναρξη των εργασιών απορρέει από μαχητό τεκμήριο. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε κατ’ αρχάς συνοπτικώς τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν οι ιταλικές αρχές στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας και τα οποία εκτίθενται λεπτομερέστερα στις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 43 της εν λόγω αποφάσεως. Εν συνεχεία, η Επιτροπή παρέθεσε, για καθένα από τα επιχειρήματα αυτά, τον λόγο για τον οποίο εκτιμούσε ότι το εν λόγω επιχείρημα ήταν απορριπτέο. Επομένως, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατό να υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας επ’ αυτού, οπότε πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Περιφέρεια Σαρδηνίας και οι παρεμβαίνουσες.

143    Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που παρατέθηκε στη σκέψη 139 ανωτέρω, χωρίς να παρίσταται ανάγκη, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στη σκέψη 44 ανωτέρω, να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του, κατά το μέτρο που προβλήθηκε από την SF Turistico Immobiliare.

144    Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 91 και 92 ανωτέρω, στο πλαίσιο της εξετάσεως ενός καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή δικαιούται να περιορίσει την εξέτασή της στα γενικά και αφηρημένα χαρακτηριστικά του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει την ιδιαίτερη κατάσταση των διαφόρων υπαχθέντων σ’ αυτό το καθεστώς ενισχύσεων. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει την ιδιαίτερη κατάσταση των δικαιούχων, ούτε η υποχρέωση αιτιολογήσεως είχε εφαρμογή επί της εν λόγω καταστάσεως, οπότε πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που προέβαλαν οι SF Turistico Immobiliare, Timsas και Grand Hotel Abi d’Oru.

145    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αφορά έλλειψη αιτιολογήσεως της εκτιμήσεως ως προς το αν η ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου.

 Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς την άρνηση εφαρμογής του κανόνα de minimis

146    H SF Turistico Immobiliare και η Timsas προβάλλουν ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τον λόγο για τον οποίο απέκλεισε την υπαγωγή στον κανόνα de minimis του τμήματος των ενισχύσεων που αντιστοιχούσε στα έξοδα τα οποία πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως.

147    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

148    Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι ο κανόνας de minimis δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, εν προκειμένω, προς αποφυγή της υποχρεώσεως υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως πριν από την έναρξη εκτελέσεως του σχεδίου. Έτσι, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι το ποσό που θα λαμβανόταν υπόψη θα έπρεπε να αφορά το σχέδιο στο σύνολό του, οπότε δεν ήταν δυνατό να θεωρηθούν επιλέξιμες οι δαπάνες για τις αρχικές εργασίες δυνάμει του κανόνα de minimis. Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι ιταλικές αρχές προφανώς δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι ένας δικαιούχος μπορεί να έχει λάβει ενισχύσεις ήσσονος σημασίας βάσει άλλων καθεστώτων ενισχύσεων.

149    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς την άρνηση εφαρμογής του κανόνα de minimis, χωρίς να παρίσταται ανάγκη, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 44 ανωτέρω, να εξετασθεί το παραδεκτό της.

 Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογήσεως της διαταγής περί ανακτήσεως

150    Η Περιφέρεια Σαρδηνίας προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη διαταγή περί ανακτήσεως των ενισχύσεων από τους δικαιούχους. Συναφώς, η Περιφέρεια Σαρδηνίας διευκρινίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη, στο αιτιολογικό της εν λόγω αποφάσεως, το γεγονός ότι, κατά τη νομολογία, ο δικαιούχος παράνομης ενισχύσεως δύναται να επικαλεσθεί εξαιρετικές περιστάσεις που μπορούσαν να δημιουργήσουν στον ως άνω δικαιούχο δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τον νόμιμο χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής.

151    Η Επιτροπή αντιτίθεται στο ως άνω επιχείρημα.

152    Κατά πάγια νομολογία, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, όταν, αντιθέτως προς τις διατάξεις του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, η ενίσχυση έχει ήδη καταβληθεί, η Επιτροπή, η οποία έχει την εξουσία να ζητήσει από τις εθνικές αρχές να διατάξουν την επιστροφή, δεν είναι υποχρεωμένη να εκθέτει συγκεκριμένους λόγους για να δικαιολογεί την άσκηση αυτής της εξουσίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψη 82· της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 106, και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-148/04, Unicredito Italiano, Συλλογή 2005, σ. I-11137, σκέψη 99). Η νομολογία αυτή, η οποία είναι προγενέστερη της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 659/1999, εξακολουθεί να εφαρμόζεται στο πλαίσιο του άρθρου 14, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή ορίζει ότι, «[σ]ε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο». Επομένως, η απόφαση περί ανακτήσεως της ενισχύσεως αποτελεί σχεδόν αυτόματη συνέπεια σε περίπτωση διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της και της ασυμβατότητάς της προς την κοινή αγορά –με τη μόνη επιφύλαξη, που απορρέει από τη δεύτερη περίοδο της εν λόγω διατάξεως, ότι μια διαταγή περί ανακτήσεως δεν πρέπει να αντιβαίνει σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν έχει περιθώριο εκτιμήσεως επ’ αυτού. Πάντως, υπό τις περιστάσεις αυτές, άπαξ η Επιτροπή εκθέσει τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η επίμαχη ενίσχυση είναι παράνομη και ασύμβατη προς την κοινή αγορά, δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφαση με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση της ενισχύσεως.

153    Επομένως, είναι απορριπτέα η αιτίαση που αφορά έλλειψη αιτιολογήσεως της αποφάσεως περί ανακτήσεως των επίδικων ενισχύσεων και, κατά συνέπεια, είναι απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας εν γένει.

5.     Επί των αφορώντων την ουσία λόγων ακυρώσεως

154    Οι προσφεύγουσες και οι παρεμβαίνουσες προβάλλουν δέκα λόγους ακυρώσεως που αφορούν την ουσία και οι οποίοι στηρίζονται, πρώτον, σε έλλειψη νομικής βάσεως της αποφάσεως περί διορθώσεως, δεύτερον, σε κατάχρηση εξουσίας κατά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως, τρίτον, στο ότι η απόφαση περί εγκρίσεως δεν έκανε μνεία της προϋποθέσεως της προηγούμενης υποβολής αιτήσεως, τέταρτον, σε εσφαλμένο χαρακτηρισμό των επίμαχων ενισχύσεων ως παράνομων, πέμπτον, στο ότι δεν έχουν εφαρμογή οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998, έκτον, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το αν υφίσταται παροχή κινήτρου, έβδομον, σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, όγδοον, σε παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας και της αρχής της προστασίας του ανταγωνισμού, ένατον, σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, δέκατον, σε παράβαση των διατάξεων σχετικά με τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε έλλειψη νομικής βάσεως της αποφάσεως περί διορθώσεως

155    Η SF Turistico Immobiliare και οι παρεμβαίνουσες προβάλλουν ότι καμία διάταξη της Συνθήκης ΕΚ ή του κανονισμού 659/1999 δεν προβλέπει τη δυνατότητα εκ νέου κινήσεως, επεκτάσεως ή διορθώσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Επιπλέον, η SF Turistico Immobiliare υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού 659/1999, η διαδικασία αυτή πρέπει να περατώνεται με ρητή απόφαση και όχι με την έναρξη νέας έρευνας. Έτσι, η απόφαση περί διορθώσεως είναι παράνομη, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι βαρύνονται με έλλειψη νομιμότητας και τα μέτρα που θεσπίσθηκαν μεταγενεστέρως.

156    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

157    Όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 69 έως 72 ανωτέρω, καίτοι είναι αληθές ότι τα νομοθετικά κείμενα που διέπουν τη διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν προβλέπουν ρητώς απόφαση περί διορθώσεως μιας εκκρεμούς διαδικασίας, η έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως είναι δυνατή οσάκις η Επιτροπή αντιλαμβάνεται, μετά την έκδοση μιας αποφάσεως περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι η τελευταία αυτή απόφαση στηρίζεται είτε σε ελλιπή πραγματικά περιστατικά είτε σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω πραγματικών περιστατικών. Όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 73 και 74 ανωτέρω, δεδομένου ότι μια τέτοια απόφαση περί διορθώσεως εκδίδεται μετά την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και ότι αποτελεί, μαζί με την τελευταία, μια τροποποιημένη απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ως άνω απόφαση περί διορθώσεως έχει την ίδια νομική φύση με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας.

158    Επομένως, εν προκειμένω, η απόφαση περί διορθώσεως μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και στο άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, όπως κάθε απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, καθώς και στις αρχές της οικονομίας της διαδικασίας και της χρηστής διοικήσεως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 72 ανωτέρω.

159    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε έλλειψη νομικής βάσεως της αποφάσεως περί διορθώσεως.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε κατάχρηση εξουσίας κατά την έκδοση της αποφάσεως περί διορθώσεως

160    Η SF Turistico Immobiliare προβάλλει ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την απόφαση περί διορθώσεως, χρησιμοποίησε ένα «τέχνασμα μη προβλεπόμενο από τη νομοθεσία» προκειμένου να παρατείνει υπέρμετρα την επίσημη διαδικασία έρευνας που κινήθηκε το 2004, ώστε να επανορθώσει τις δικές της παραλείψεις. Κατά την SF Turistico Immobiliare, ακριβώς προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανάκτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων, η Επιτροπή χαρακτήρισε ως παράνομες τις ενισχύσεις που είχε αρχικώς χαρακτηρίσει ως καταχρηστικές.

161    Η Επιτροπή αντικρούει τα ως άνω επιχειρήματα.

162    Πρώτον, στο μέτρο που η SF Turistico Immobiliare προβάλλει ότι η επίσημη διαδικασία έρευνας παρατάθηκε υπέρμετρα, πρέπει να υπομνηστεί ότι, καίτοι η διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας δίδει ενδεχομένως την εντύπωση ότι ήταν μεγάλη εν προκειμένω, ωστόσο, η Επιτροπή, εν πάση περιπτώσει, δεν δεσμευόταν, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 101 ανωτέρω, από την προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999.

163    Δεύτερον, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 157 έως 159 ανωτέρω, η απόφαση περί διορθώσεως στηρίχθηκε στο άρθρο 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και στο άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, οπότε ουδόλως πρόκειται, όπως εντούτοις υποστηρίζει η SF Turistico Immobiliare, περί «τεχνάσματος μη προβλεπομένου από τη νομοθεσία».

164    Τρίτον, η έκδοση της αποφάσεως περί διορθώσεως δεν μπορούσε να έχει ως σκοπό το να καταστεί δυνατή η ανάκτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων, όπως προβάλλει η SF Turistico Immobiliare. Συγκεκριμένα, εφόσον το άρθρο 16, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 659/1999 παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 14 του ίδιου κανονισμού, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν καταχρηστικώς πρέπει να ανακτώνται όπως οι παράνομες ενισχύσεις, σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν είναι συμβατές προς την κοινή αγορά. Συνεπώς, η μεταβολή της νομικής εκτιμήσεως που επήλθε με την απόφαση περί διορθώσεως ουδόλως ήταν αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η έκδοση αποφάσεως περί ανακτήσεως.

165    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε κατάχρηση εξουσίας.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στο ότι η απόφαση περί εγκρίσεως δεν έκανε μνεία της προϋποθέσεως υποβολής προγενέστερης αιτήσεως

166    Οι παρεμβαίνουσες προβάλλουν ότι η απόφαση περί εγκρίσεως δεν κάνει μνεία της προϋποθέσεως ότι η υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως έπρεπε να προηγείται της ενάρξεως των εργασιών. Επομένως, η Επιτροπή ενέκρινε, με την ως άνω απόφαση, ένα καθεστώς ενισχύσεων που δεν εμπόδιζε τους επιχειρηματίες, οι οποίοι είχαν αρχίσει την εκτέλεση των εργασιών πριν από την υποβολή αιτήσεως για τη λήψη ενισχύσεως, να λάβουν τις προβλεπόμενες από το ως άνω καθεστώς ενισχύσεις. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι ως άνω ενισχύσεις είχαν ως συνέπεια την παροχή κινήτρου και ότι αυτές ήσαν αναγκαίες. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται επί της εσφαλμένης διαπιστώσεως περί παραβάσεως μιας προϋποθέσεως η οποία, στην πραγματικότητα, δεν υφίστατο.

167    Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό.

168    Ο ως άνω λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, στο τμήμα της αποφάσεως περί εγκρίσεως που είναι αφιερωμένο στην περιγραφή του εγκριθέντος καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή τόνισε απερίφραστα ότι «[ο]ι επιχειρήσεις οφείλουν να υποβάλουν αίτηση για τη λήψη χρηματοδοτήσεως πριν από την έναρξη της εκτελέσεως των επενδυτικών σχεδίων».

169    Είναι αληθές ότι το αντίγραφο της αποφάσεως περί εγκρίσεως, το οποίο προσαρτάται ως παράρτημα A.2 του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση T‑394/08, έχει αναπαραχθεί κατά τρόπον ώστε να μην είναι ευδιάκριτη η επίμαχη μνεία, η οποία βρίσκεται στην αρχή της δεύτερης σελίδας του εν λόγω εγγράφου. Ωστόσο, το αντίγραφο που επισύναψε η Επιτροπή ως παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως στην υπόθεση T‑408/08 καταδεικνύει ότι η επίμαχη μνεία όντως υπήρχε στο εν λόγω έγγραφο. Εξάλλου, τόσο από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία μεταξύ της Επιτροπής και της Περιφέρειας Σαρδηνίας όσο και από τη συμπεριφορά της τελευταίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ενδιαφερομένη είχε επίγνωση της προϋποθέσεως σχετικά με την υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως πριν από την έναρξη των εργασιών. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η Περιφέρεια Σαρδηνίας ουδέποτε αμφισβήτησε, ούτε στο πλαίσιο της αλληλογραφίας της με την Επιτροπή ούτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι είχε αναλάβει τη δέσμευση να χορηγεί ενίσχυση μόνο σε σχέδια των οποίων η εκτέλεση άρχισε μετά την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως.

170    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως στηρίζεται, όπως εντούτοις ισχυρίζονται οι παρεμβαίνουσες, επί της διαπιστώσεως περί παραβάσεως μιας ανύπαρκτης στην πραγματικότητα προϋποθέσεως. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλαν οι παρεμβαίνουσες.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στο ότι οι ενισχύσεις χαρακτηρίσθηκαν εσφαλμένως ως παράνομες και όχι ως καταχρηστικώς εφαρμοσθείσες.

171    Η Περιφέρεια Σαρδηνίας, οι παρεμβαίνουσες και η SF Turistico Immobiliare προβάλλουν ότι η Επιτροπή, με την απόφαση περί διορθώσεως και με την προσβαλλόμενη απόφαση, χαρακτήρισε εσφαλμένως τις εν λόγω ενισχύσεις ως παράνομες ενισχύσεις, και όχι ως καταχρηστικώς εφαρμοσθείσες, στηριζόμενη στην κρίση ότι οι εν λόγω ενισχύσεις συνιστούσαν μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχεία γ΄ και στ΄, του κανονισμού 659/1999. Πάντως, στην πραγματικότητα οι επίμαχες ενισχύσεις θα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις οι οποίες, εντούτοις, εφαρμόσθηκαν κατά παράβαση των λεπτομερών κανόνων που θεσπίστηκαν με τις διατάξεις οι οποίες τις ενέκριναν.

172    Οι παρεμβαίνουσες προσθέτουν ότι, εν προκειμένω, η ενίσχυση δεν μεταβλήθηκε, καθόσον η προϋπόθεση ότι η αίτηση για τη λήψη ενισχύσεως έπρεπε να προηγείται της ενάρξεως των εργασιών δεν προβλεπόταν στον νόμο 9/1998 ούτε στην απόφαση περί εγκρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, μεταβολή υφιστάμενης ενισχύσεως υπάρχει μόνο στην περίπτωση που η μεταβολή επηρεάζει το αρχικό καθεστώς ενισχύσεων ως προς την ουσία του, αυτή καθαυτή. Πάντως, εν προκειμένω, η μεταβολή μπορεί να χαρακτηρισθεί μόνον ως επουσιώδης.

173    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

174    Προκειμένου να καταστεί δυνατός ο χαρακτηρισμός των επίδικων ενισχύσεων, πρέπει να υπομνηστούν, ευθύς εξαρχής, οι ακόλουθοι ορισμοί, που περιέχονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 659/1999:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

β)      “υφιστάμενη ενίσχυση”:

[…]

ii)      κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο·

[…]

γ)      “νέα ενίσχυση”: κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων·

[…]

στ)       “παράνομη ενίσχυση”: νέα ενίσχυση η οποία εφαρμόζεται κατά παράβαση του άρθρου [88], παράγραφος 3, [ΕΚ]·

ζ)      “κατάχρηση ενίσχυσης”: ενίσχυση η οποία χρησιμοποιείται από τον δικαιούχο κατά παράβαση [της αποφάσεως περί εγκρίσεως]·

[…]».

175    Πρώτον, από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι, καίτοι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του αρχικού καθεστώτος ενισχύσεων, όπως αυτό εγκρίθηκε με την απόφαση περί εγκρίσεως, πρέπει να θεωρηθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 659/1999, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν δυνάμει νομικής βάσεως ουσιωδώς διαφορετικής από το καθεστώς ενισχύσεων το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση περί εγκρίσεως πρέπει να θεωρηθούν ως νέες ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, του ίδιου κανονισμού.

176    H οριοθέτηση αυτή συνάδει προς την προγενέστερη της εκδόσεως του κανονισμού 659/1999 νομολογία, κατά την οποία τα μέτρα που αποσκοπούν στη θέσπιση ή στη μεταβολή ενισχύσεων συνιστούν νέες ενισχύσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 1984, 91/83 και 127/83, Heineken Brouwerijen, Συλλογή 1984, σ. 3435, σκέψεις 17 και 18, και της 9ης Αυγούστου 1994, C-44/93, Namur-Les assurances du crédit, Συλλογή 1994, σ. I‑3829, σκέψη 13· απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Νοεμβρίου 2008, T‑254/00, T‑270/00 και T‑277/00, Hôtel Cipriani κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑3269, σκέψη 358). Ειδικότερα, όταν η μεταβολή επηρεάζει την ίδια την ουσία του αρχικού καθεστώτος, μετατρέπεται το καθεστώς αυτό σε νέο καθεστώς ενισχύσεων. Αντιθέτως, όταν η μεταβολή δεν είναι ουσιώδης, μόνον οι μεταβολές αυτές καθαυτές θεωρούνται ως νέες ενισχύσεις (αποφάσεις Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψεις 109 και 111, και Hôtel Cipriani κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 358).

177    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 168 ανωτέρω, η απόφαση περί εγκρίσεως μνημονεύει ρητώς την προϋπόθεση ότι η αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως έπρεπε κατ’ ανάγκην να προηγείται της ενάρξεως της εκτελέσεως των επενδυτικών σχεδίων. Πάντως, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι, στο πλαίσιο της πρώτης προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, δυνάμει του καθεστώτος ενισχύσεων που θεσπίσθηκε με τον νόμο 9/1998, η Περιφέρεια Σαρδηνίας χορήγησε, βάσει της αποφάσεως αριθ. 33/6, ενισχύσεις για σχέδια των οποίων η εκτέλεση είχε αρχίσει πριν από την υποβολή των αιτήσεων για τη χορήγηση ενισχύσεως. Επομένως, όσον αφορά τις επίδικες ενισχύσεις, το καθεστώς ενισχύσεων, όπως αυτό εφαρμόσθηκε, είχε μεταβληθεί σε σχέση με το καθεστώς ενισχύσεων, όπως αυτό εγκρίθηκε με την απόφαση περί εγκρίσεως.

178    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ως άνω μεταβολή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δευτερεύουσα ή ασήμαντη. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από το σημείο 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, η Επιτροπή εξαρτά κατά κανόνα την εκ μέρους της έγκριση των καθεστώτων ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα από την προϋπόθεση ότι η αίτηση για τη λήψη ενισχύσεως πρέπει κατ’ ανάγκην να προηγείται της ενάρξεως της εκτελέσεως των σχεδίων, είναι προφανές ότι η κατάργηση της προϋποθέσεως αυτής ήταν ικανή να έχει επίδραση επί της αξιολογήσεως της συμβατότητας του σχετικού με την ενίσχυση μέτρου προς την κοινή αγορά.

179    Επομένως, οι επίδικες ενισχύσεις έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως νέες ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 659/1999, και όχι ως υφιστάμενες ενισχύσεις.

180    Δεύτερον, οι νέες αυτές ενισχύσεις πρέπει να χαρακτηρισθούν ως παράνομες, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 659/1999, καθόσον η τροποποίηση του εγκριθέντος καθεστώτος ενισχύσεων στην οποία προέβη η Περιφέρεια Σαρδηνίας εκδίδοντας την απόφαση αριθ. 33/6 δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή πριν από τη θέσπιση των επίμαχων ενισχύσεων, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

181    Τρίτον, χάριν πληρότητος, από το άρθρο 1, στοιχείο ζ΄, του κανονισμού 659/1999 απορρέει ότι ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως ενισχύσεως που εφαρμόσθηκε καταχρηστικώς προϋποθέτει ότι ο δικαιούχος χρησιμοποιεί την ενίσχυση κατά παράβαση της αποφάσεως με την οποία εγκρίθηκε η εν λόγω ενίσχυση. Πάντως, εν προκειμένω, η παράβαση της αποφάσεως περί εγκρίσεως δεν μπορεί να αποδοθεί στους δικαιούχους, αλλά στην Περιφέρεια Σαρδηνίας. Συνεπώς, οι επίδικες ενισχύσεις δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ενισχύσεις που εφαρμόσθηκαν καταχρηστικώς.

182    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε εσφαλμένως τις επίδικες ενισχύσεις ως παράνομες και όχι ως καταχρηστικώς εφαρμοσθείσες ενισχύσεις.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στο ότι δεν έχουν εφαρμογή οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998

183    Η Περιφέρεια Σαρδηνίας και η SF Turistico Immobiliare προβάλλουν διάφορες αιτιάσεις που αφορούν, κατ’ ουσίαν, το ότι κατ’ αυτές δεν έχουν εφαρμογή οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 ή, τουλάχιστον, το σημείο 4.2 αυτών.

 Επί της ratione temporis εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998

184    Η Περιφέρεια Σαρδηνίας και η SF Turistico Immobiliare προβάλλουν ότι, πράγματι, ο νόμος 9/1998 δεν ήταν δυνατό να λάβει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, καθόσον ο εν λόγω νόμος θεσπίσθηκε την επαύριον της δημοσιεύσεως των ως άνω κατευθυντηρίων γραμμών και καθόσον, εν πάση περιπτώσει, οι ίδιες οι κατευθυντήριες γραμμές προέβλεπαν ότι επρόκειτο να τεθούν πλήρως σε ισχύ μόλις από την 1η Ιανουαρίου 2000.

185    Η Επιτροπή δεν έλαβε ρητώς θέση επί των επιχειρημάτων αυτών.

186    Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη που καθιστά το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων παράνομο και ασύμβατο προς την κοινή αγορά δεν περιλαμβάνεται στον νόμο 9/1998, ο οποίος δεν αναφέρει τίποτε όσον αφορά τη χρονική σχέση μεταξύ της υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως και της ενάρξεως των εργασιών, αλλά στην απόφαση αριθ. 33/6, η οποία επιτρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένα σχέδια των οποίων η υλοποίηση είχε αρχίσει πριν από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω). Πάντως, η απόφαση αριθ. 33/6 φέρει ως ημερομηνία την 27η Ιουλίου 2000 και, επομένως, είναι σαφώς μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία άρχισε η «πλήρης» εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, ήτοι της 1ης Ιανουαρίου 2000.

187    Δεύτερον, το σημείο 6.1 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 ορίζει τα εξής:

«[Η] Επιτροπή θα αξιολογεί το συμβιβάσιμο των περιφερειακών ενισχύσεων με την κοινή αγορά βάσει των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών τη στιγμή που αυτές θα εγκριθούν. Ωστόσο, τα σχέδια ενισχύσεων που κοινοποιήθηκαν πριν την ανακοίνωση αυτών των κατευθυντήριων γραμμών στα κράτη μέλη και για τα οποία η Επιτροπή δεν έχει ακόμη εκδώσει οριστική απόφαση θα αξιολογηθούν βάσει των κριτηρίων που ίσχυαν την εποχή της κοινοποίησης.»

188    Όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 177 έως 180 ανωτέρω, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν καλυπτόταν από την απόφαση περί εγκρίσεως και, ως εκ τούτου, ουδόλως κοινοποιήθηκε, αλλά τέθηκε παρανόμως σε εφαρμογή εκ μέρους των ιταλικών αρχών. Κατά συνέπεια, η συμβατότητα του ως άνω καθεστώτος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά έπρεπε να εκτιμηθεί βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, σύμφωνα με τη διάταξη που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη.

 Επί του επιχειρήματος που αφορά τις σχετικές με το προηγούμενο καθεστώς ενισχύσεων διατάξεις

189    Η Περιφέρεια Σαρδηνίας και η SF Turistico Immobiliare υποστηρίζουν ότι ο νόμος 9/1998 εντασσόταν στην εννοιολογική συνέχεια ενός προγενέστερου καθεστώτος ενισχύσεων εγκριθέντος από την Επιτροπή, στο πλαίσιο του οποίου η χορήγηση των ενισχύσεων ήταν ανεξάρτητη από το ζήτημα αν οι επενδύσεις είχαν ήδη πραγματοποιηθεί ή όχι. Ακριβώς λόγω της απρόοπτης μεταβολής των κοινοτικών διατάξεων, η οποία εκδηλώθηκε διά της δημοσιεύσεως των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, η απόφαση αριθ. 33/6 προέβλεψε τη διατήρηση, στο πλαίσιο της πρώτης προσκλήσεως προς υποβολή αιτήσεων, της δυνατότητας να υποστηριχθούν, επίσης, σχέδια των οποίων η υλοποίηση άρχισε κατά την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του νόμου 9/1998 και της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων.

190    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η συμβατότητα ενός καθεστώτος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, με γνώμονα την πολιτική που ακολουθεί η Επιτροπή κατά το χρονικό σημείο της εκτιμήσεως αυτής. Αντιθέτως, η εκτίμηση της συμβατότητας ενός καθεστώτος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά δεν μπορεί να επηρεάζεται από το γεγονός ότι προηγήθηκαν, ενδεχομένως, του ως άνω καθεστώτος ενισχύσεων άλλα καθεστώτα ενισχύσεων ως προς τα οποία η Επιτροπή έχει δεχθεί ορισμένους λεπτομερείς κανόνες. Συγκεκριμένα, εάν τούτο δεν ίσχυε, θα ήταν αδύνατο να τροποποιεί η Επιτροπή τα κριτήρια βάσει των οποίων εκτιμά τη συμβατότητα των κρατικών ενισχύσεων, δυνατότητα την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο πρέπει να έχει προκειμένου να μπορεί να αντιδρά τόσο έναντι της εξελίξεως της πρακτικής που ακολουθούν τα κράτη μέλη στον τομέα της χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων όσο και έναντι της εξελίξεως της κοινής αγοράς.

191    Κατά συνέπεια, το ως άνω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του επιχειρήματος που αφορά το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο

192    Η Περιφέρεια Σαρδηνίας προβάλλει ότι ο νόμος 9/1998 εφαρμόστηκε αρχικώς με την κανονιστική απόφαση 285/1999, που προέβλεπε ένα σύστημα το οποίο αποκαλείται «σύστημα αυτόματης έγκρισης». Μόνον λόγω «υπερβολικής επιμέλειας», η Περιφέρεια Σαρδηνίας αποφάσισε στη συνέχεια να θεσπίσει διαδικασία προσκλήσεως προς υποβολή υποψηφιοτήτων, με τις αποφάσεις αριθ. 33/4 και αριθ. 33/6, προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 που είχαν εκδοθεί εν τω μεταξύ. Κατά την Περιφέρεια Σαρδηνίας, ακριβώς προς υλοποίηση της εν λόγω προσαρμογής, η οποία δεν ήταν επιβεβλημένη, αυτή αναγκάστηκε να προβλέψει διάταξη κατά την οποία οι αιτήσεις που είχαν υποβληθεί πριν από τη δημοσίευση της πρώτης προσκλήσεως προς υποβολή υποψηφιοτήτων μπορούσαν, εντούτοις, να γίνουν δεκτές, τούτο δε για την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων που είχαν υποβάλει την αίτησή τους για τη χορήγηση ενισχύσεως σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλεπόταν από την κανονιστική απόφαση 285/1999. Κατά συνέπεια, η Περιφέρεια Σαρδηνίας φρονεί ότι επρόκειτο απλώς για «επανεξέταση» των παλαιών αιτήσεων που είχαν υποβληθεί πριν από την εισαγωγή της διαδικασίας προσκλήσεως προς υποβολή υποψηφιοτήτων.

193    Η Επιτροπή αντιτίθεται στο ως άνω επιχείρημα.

194    Διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα της Περιφέρειας Σαρδηνίας περιέχουν πλείονες ανακρίβειες.

195    Έτσι, πρώτον, το άρθρο 2 της κανονιστικής αποφάσεως 285/1999, που τιτλοφορείται «Benefici della legge» (οφέλη παρεχόμενα από τον νόμο [9/1998]), προβλέπει, στο πέμπτο εδάφιο, τα εξής:

«Οι ενισχύσεις για τη χρηματοδότηση που προβλέπονται στο παρόν άρθρο χορηγούνται σύμφωνα με τη μέθοδο της ανά εξάμηνο προσκλήσεως που είναι ανοικτή για τις αιτήσεις που διαβιβάσθηκαν εντός προθεσμίας 60 ημερών από της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως και της αντίστοιχης κατατάξεως των επιλέξιμων πρωτοβουλιών, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 9 κατωτέρω.»

196    Από την ως άνω διάταξη απορρέει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Περιφέρεια Σαρδηνίας, η κανονιστική απόφαση 285/1999 δεν θέσπιζε σύστημα αυτόματης έγκρισης, αλλά προέβλεπε, αντιθέτως, ότι οι ενισχύσεις «[χορηγούνταν] σύμφωνα με τη μέθοδο της ανά εξάμηνο προσκλήσεως».

197    Δεύτερον, από το σημείο 3.3 του εγγράφου της Περιφέρειας Σαρδηνίας, το οποίο διαβιβάσθηκε στην Επιτροπή στις 22 Απριλίου 2003, προκύπτει ότι δέκα επιχειρήσεις είχαν υποβάλει αιτήσεις για τη χορήγηση ενισχύσεως σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην κανονιστική απόφαση 285/1999. Μολονότι, κατόπιν της καταργήσεως της ως άνω κανονιστικής αποφάσεως και της αντικαταστάσεώς της από την απόφαση αριθ. 33/4, οι επιχειρήσεις αυτές όφειλαν να υποβάλουν νέα αίτηση κατά τον προβλεπόμενο στην απόφαση αριθ. 33/4 τύπο, η Περιφέρεια Σαρδηνίας εκτίμησε, με το εν λόγω έγγραφο, ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στις δέκα αυτές επιχειρήσεις πληρούσαν το κριτήριο της υποβολής αιτήσεως πριν από την έναρξη των εργασιών.

198    Πάντως, από την προσβαλλόμενη απόφαση απορρέει ότι η Επιτροπή συντάχθηκε με την άποψη αυτή. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως κηρύσσει ασύμβατες προς την κοινή αγορά τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν δυνάμει του νόμου 9/1998, εκτός αν ο δικαιούχος έχει υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως, βάσει του καθεστώτος αυτού, πριν από την εκτέλεση των σχετικών με ένα αρχικό επενδυτικό σχέδιο εργασιών. Εφόσον το άρθρο αυτό δεν λαμβάνει θέση επί των τυπικών προϋποθέσεων που έπρεπε να πληρούν οι αιτήσεις για τη χορήγηση ενισχύσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν για τα επενδυτικά σχέδια που υλοποιήθηκαν από τις εν λόγω δέκα επιχειρήσεις, αλλά αποκλειστικώς τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν για τα σχέδια των οποίων η εκτέλεση άρχισε πριν από οιαδήποτε υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως δυνάμει του καθεστώτος που προβλέπεται από τον νόμο 9/1998.

199    Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Περιφέρεια Σαρδηνίας, οι διατάξεις που περιέχονται στην απόφαση αριθ. 33/6 ουδόλως ήσαν αναγκαίες για την προστασία της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων που είχαν υποβάλει αίτηση σύμφωνα με τη διαδικασία της κανονιστικής αποφάσεως 285/1999.

200    Τρίτον, ενώ τα άρθρα 4 και 5 της κανονιστικής αποφάσεως 285/1999 προέβλεπαν, αντιστοίχως, ότι μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο των χρηματοδοτικών ενισχύσεων οι παρεμβάσεις και τα έργα «που πρόκειται να υλοποιηθούν μετά την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως» και ότι ήσαν «επιλέξιμες οι δαπάνες που μνημονεύθηκαν ανωτέρω, εφόσον αυτές πραγματοποιήθηκαν μετά την υποβολή της αιτήσεως», το άρθρο 17 του εν λόγω κανονιστικού διατάγματος, που τιτλοφορείται «μεταβατική διάταξη», προέβλεπε, στο δεύτερο εδάφιο αυτού, ότι, «[κ]ατά την πρώτη εφαρμογή των παρουσών διατάξεων [περί εκτελέσεως του νόμου 9/1998], […] είναι επιλέξιμες οι παρεμβάσεις και οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν ή προέκυψαν μετά τις 5 Απριλίου 1998 (ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του νόμου [9/1998])».

201    Εξ αυτών απορρέει ότι η διάταξη κατά την οποία ήταν δυνατή η χορήγηση ενισχύσεων για σχέδια των οποίων η εκτέλεση είχε αρχίσει πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως δεν θεσπίσθηκε, όπως υποστηρίζει η Περιφέρεια Σαρδηνίας, με τις αποφάσεις αριθ. 33/4 και αριθ. 33/6 στο πλαίσιο της αντικαταστάσεως της κανονιστικής αποφάσεως 285/1999, αλλά αποτελούσε ήδη μέρος της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως, με την οποία θεσπίστηκαν για πρώτη φορά διατάξεις περί εκτελέσεως του νόμου 9/1998. Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Περιφέρεια Σαρδηνίας, η θέσπιση της εν λόγω διατάξεως δεν είχε ως αιτία την προσαρμογή των διαδικασιών κατόπιν της αντικαταστάσεως της κανονιστικής αποφάσεως 285/1999 από την απόφαση αριθ. 33/4.

202    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που προέβαλε η Περιφέρεια Σαρδηνίας είναι απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο.

 Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του σημείου 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998

203    Η SF Turistico Immobiliare προβάλλει, βάσει του άρθρου 241 ΕΚ, έλλειψη νομιμότητας του σημείου 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, στο μέτρο που δεν επιτρέπει, ή ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει, να εκτιμηθεί η συμβατότητα προς την κοινή αγορά των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν προς χρηματοδότηση σχεδίων των οποίων η εκτέλεση άρχισε πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, υπό τις περιστάσεις αυτές, υποστηρίζεται ότι το εν λόγω σημείο 4.2 είναι αντίθετο προς την ratio legis που προσιδιάζει στις κοινοτικές πολιτικές στον τομέα των ενισχύσεων.

204    Συναφώς, η SF Turistico Immobiliaire υπογραμμίζει ότι τα σχέδια που αποτελούν αντικείμενο κρατικής ενισχύσεως προβλέπουν συχνά διαρθρωτικές παρεμβάσεις και παρεμβάσεις αφορώσες την υποδομή, οι οποίες ενθαρρύνονται χάρη στο ίδιο καθεστώς ενισχύσεων και αποτελούν ένα συντονισμένο πλέγμα έργων τα οποία, ενώ είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, διατηρούν ένα περιθώριο αυτοτελούς λειτουργικότητας. Έτσι, στην περίπτωση της SF Turistico Immobiliare, έχουν αποτελέσει αντικείμενο κοινής αιτήσεως, στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, σχέδια αποπερατώσεως, διευρύνσεως, εκσυγχρονισμού ή νέας κατασκευής, τα οποία αφορούν διάφορες εγκαταστάσεις και κτήρια και τα οποία, μολονότι εντάσσονται σε μία μόνον αίτηση για τη χορήγηση χρηματοδοτήσεως, μπορούσαν να υλοποιηθούν χωριστά. Ωστόσο, η αυστηρή εφαρμογή του σημείου 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 θα είχε ως αποτέλεσμα το να προκύπτει από την υλοποίηση ενός μικρού τμήματος των σχεδιαζόμενων έργων, που αντιστοιχεί περίπου στο 5 % του συνόλου των έργων αυτών, ότι η ενίσχυση είναι πλήρως ανεπίτρεπτη, μολονότι τα λοιπά τμήματα των σχεδιαζόμενων έργων άρχισαν κανονικά μετά την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως.

205    Η Επιτροπή αντικρούει τα ανωτέρω επιχειρήματα.

–       Επί του παραδεκτού της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

206    Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 241 ΕΚ εκφράζει γενική αρχή διασφαλίζουσα σε κάθε διάδικο το δικαίωμα να αμφισβητήσει, για να επιτύχει την ακύρωση αποφάσεως που τον αφορά άμεσα και ατομικά, το κύρος προγενεστέρων πράξεων θεσμικού οργάνου, οι οποίες, έστω και αν δεν έχουν τη μορφή κανονισμού, αποτελούν τη νομική βάση της επίδικης απόφασης, εφόσον ο διάδικος αυτός δεν διέθετε το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, απ’ ευθείας προσφυγή κατά των εν λόγω πράξεων, των οποίων υφίσταται έτσι τις συνέπειες, χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 407, σκέψεις 39 και 40, και του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T-23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1705, σκέψη 272).

207    Δεδομένου ότι το άρθρο 241 ΕΚ δεν αποσκοπεί στην παροχή στον διάδικο της δυνατότητας να αμφισβητεί την ισχύ πράξεων γενικής φύσεως στο πλαίσιο κάθε είδους προσφυγής, η πράξη γενικής ισχύος της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει να εφαρμόζεται άμεσα ή έμμεσα στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και πρέπει να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης ατομικής αποφάσεως και της εν λόγω πράξεως γενικής ισχύος (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1965, 21/64, Macchiorlati Dalmas κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 51, και της 13ης Ιουλίου 1966, 32/65, Ιταλία κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 429· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 1993, T‑6/92 και T‑52/92, Reinarz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1047, σκέψη 57· LR AF 1998 κατά Επιτροπής, σκέψη 206 ανωτέρω, σκέψη 273, και της 29ης Νοεμβρίου 2005, T-64/02, Heubach κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5137, σκέψη 35).

208    Όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, πρέπει να επισημανθεί ότι από το εισαγωγικό τους μέρος απορρέει ότι αυτές καθορίζουν, κατά γενικό και αφηρημένο τρόπο, τα κριτήρια που εφαρμόζει η Επιτροπή προς τον σκοπό της εκτιμήσεως της συμβατότητας των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα προς την κοινή αγορά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ, και διασφαλίζουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των κρατών μελών που χορηγούν τέτοιες ενισχύσεις. Ειδικότερα, η θεσπισθείσα στο σημείο 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 προϋπόθεση τυγχάνει εφαρμογής επί του συνόλου των ενισχύσεων που προβλέπονται από τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, ανεξάρτητα από το αντικείμενό τους, τη μορφή τους ή το ποσό τους.

209    Επιπλέον, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επικαλέσθηκε ρητώς το σημείο 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως της συμβατότητας των επίδικων ενισχύσεων προς την κοινή αγορά. Εξ αυτού απορρέει ότι, καίτοι το σημείο 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 δεν συνιστά τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση στηρίζεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και στο άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), η προϋπόθεση αυτή καθόρισε κατά γενικό και αφηρημένο τρόπο τη μεθοδολογία βάσει της οποίας η Επιτροπή αξιολόγησε τη συμβατότητα των επίμαχων ενισχύσεων προς την κοινή αγορά.

210    Κατά συνέπεια, υφίσταται, εν προκειμένω, άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και της πράξεως γενικής ισχύος την οποία συνιστούν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998. Δεδομένου ότι η SF Turistico Immobiliare δεν ήταν σε θέση να ζητήσει την ακύρωση των κατευθυντηρίων γραμμών, καθόσον αυτές αποτελούν πράξη γενικής ισχύος, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογίαν, απόφαση LR AF 1998 κατά Επιτροπής, σκέψη 206 ανωτέρω, σκέψεις 272 έως 276).

211    Συνεπώς, η ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 είναι παραδεκτή.

–       Επί της ουσίας

212    Το σημείο 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 ορίζει ότι «τα καθεστώτα ενίσχυσης πρέπει να προβλέπουν ότι η αίτηση για ενίσχυση πρέπει να υποβάλλεται πριν από την έναρξη της εκτέλεσης των σχεδίων». Τα επιχειρήματα που εξέθεσε η προσφεύγουσα προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας συνίστανται, κατ’ ουσίαν, στο ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία της διατάξεως αυτής, κατά την οποία το επίμαχο εν προκειμένω καθεστώς ενισχύσεων δεν έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου, στο μέτρο που επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεων για τη χρηματοδότηση εργασιών των οποίων η εκτέλεση έχει αρχίσει πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη λήψη ενισχύσεως, δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως και αντιβαίνει στη λογική επί της οποίας στηρίζονται οι κοινοτικές πολιτικές στον τομέα των ενισχύσεων.

213    Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το σημείο 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 αναφέρεται σε ένα στοιχείο χρονικής φύσεως και παραπέμπει, συνεπώς, σε μια ratione temporis εξέταση, η οποία είναι απολύτως κατάλληλη για την εκτίμηση του αποτελέσματος που συνίσταται στην παροχή κινήτρου. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται σε σχέση με την περί επενδύσεως απόφαση της οικείας επιχειρήσεως, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της δυναμικής διαδικασίας την οποία αποτελεί αναγκαστικά μια επένδυση εκμεταλλεύσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2009, T-162/06, Kronoply κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II-1, σκέψη 80). Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διαπίστωση της μη αναγκαιότητας μιας ενισχύσεως μπορεί, ιδίως, να απορρέει από το γεγονός ότι η υλοποίηση του προς ενίσχυση σχεδίου άρχισε, ή μάλιστα ολοκληρώθηκε, από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση προτού η αίτηση για τη λήψη ενισχύσεως διαβιβασθεί στις αρμόδιες αρχές, πράγμα που αποκλείει το ενδεχόμενο να λειτουργήσει η οικεία ενίσχυση ως κίνητρο (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2008, C‑390/06, Nuova Agricast, Συλλογή 2008, σ. I‑2577, σκέψη 69).

214    Ανεξαρτήτως των ως άνω προγενεστέρων εκτιμήσεων, διαπιστώνεται ότι το κριτήριο της υποβολής αιτήσεως πριν από την εκτέλεση του σχεδίου είναι λυσιτελές και κατάλληλο.

215    Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του κριτηρίου του σημείου 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 αποσκοπεί στο να καταδειχθεί αν ένα μέτρο ενισχύσεως έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου, σε μια περίπτωση στην οποία δεν είναι δυνατό να διεξαχθεί πλήρης εξέταση όλων των οικονομικών πτυχών της περί επενδύσεως αποφάσεως των μελλοντικών δικαιούχων της ενισχύσεως. Συναφώς, από το σημείο 2, δεύτερο έως τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 προκύπτει ότι η Επιτροπή εγκρίνει, κατ’ αρχήν, τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα μόνον υπό τη μορφή καθεστώτων ενισχύσεων, καθόσον εκτιμά ότι οι ατομικές ενισχύσεις ad hoc δεν πληρούν την προϋπόθεση ότι πρέπει να εξασφαλίζεται ισορροπία μεταξύ των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που απορρέουν από τις ενισχύσεις και των οφελών που παρέχουν οι ενισχύσεις από την άποψη της αναπτύξεως μιας μειονεκτούσας περιοχής. Πάντως, κατά την εξέταση της συμβατότητας ενός κοινοποιηθέντος καθεστώτος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά, οι ιδιαίτερες περιστάσεις που προσιδιάζουν στους διαφόρους δυνητικούς δικαιούχους του καθεστώτος ενισχύσεων και στα συγκεκριμένα σχέδια, ως προς τα οποία αυτοί μπορούν να ζητήσουν επιδοτήσεις, είναι εξ ορισμού άγνωστες στην Επιτροπή. Κατά συνέπεια, η τελευταία πρέπει να στηρίζεται, προκειμένου να εκτιμήσει τη συμβατότητα ενός καθεστώτος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά, σε κριτήρια τα οποία είτε είναι ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες περιστάσεις που προσιδιάζουν στους μελλοντικούς δικαιούχους είτε είναι ομοιόμορφα για όλους τους μελλοντικούς δικαιούχους. Πάντως, το γεγονός ότι απαιτείται όπως η αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως προηγείται της ενάρξεως της εκτελέσεως του επιδοτούμενου σχεδίου παρέχει τη δυνατότητα να διασφαλισθεί ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει σαφώς εκδηλώσει τη βούλησή της να επωφεληθεί του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων προτού αρχίσει την εκτέλεση του εν λόγω σχεδίου. Επομένως, τούτο παρέχει τη δυνατότητα να αποφευχθεί η εκ των υστέρων υποβολή αιτήσεων για σχέδια των οποίων η υλοποίηση έχει αρχίσει ανεξάρτητα από την ύπαρξη καθεστώτος ενισχύσεων. Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων αυτών, απλώς και μόνον η διαπίστωση της χρονικής προτεραιότητας της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως σε σχέση με την έναρξη της εκτελέσεως του επενδυτικού σχεδίου συνιστά ένα απλό, λυσιτελές και κατάλληλο κριτήριο που παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου.

216    Εξάλλου, καθόσον η SF Turistico Immobiliare επικαλείται τις συγκεκριμένες περιστάσεις του επενδυτικού σχεδίου της, προκειμένου να αποδείξει ότι η εφαρμογή του σημείου 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 οδηγεί σε ανεπίτρεπτα αποτελέσματα, πρέπει, ακόμη, να υπομνηστούν οι εκτιμήσεις και η νομολογία που παρατέθηκαν στις σκέψεις 91 και 92 ανωτέρω, κατά τις οποίες, στο πλαίσιο της εξετάσεως ενός καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή δικαιούται να περιορίσει την εξέτασή της στα γενικά και αφηρημένα χαρακτηριστικά του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει την ιδιαίτερη κατάσταση των διαφόρων δικαιούχων αυτού του καθεστώτος ενισχύσεων.

217    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το αν η ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου

218    Η Περιφέρεια Σαρδηνίας, οι παρεμβαίνουσες, η SF Turistico Immobiliare, η Timsas και η Grand Hotel Abi d’Oru προβάλλουν ότι η Επιτροπή δεν εκτίμησε ορθώς το αν το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της τοπικής αγοράς και υπό το πρίσμα της υποκειμενικής αντιλήψεως που διαμόρφωσαν οι επιχειρηματίες όσον αφορά τη λειτουργία των μηχανισμών στηρίξεως.

219    Συναφώς, προβάλλουν πλείονα επιχειρήματα αφορώντα το ότι δεν έχουν εφαρμογή οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998, τις σχετικές με ένα προγενέστερο καθεστώς ενισχύσεων διατάξεις, το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο, τη βεβαιότητα που είχαν οι επιχειρήσεις, αφότου εκδόθηκε ο νόμος 9/1998, ότι αυτές μπορούσαν να λάβουν τις προβλεπόμενες στον νόμο αυτό ενισχύσεις, καθώς και την ιδιαίτερη κατάσταση ή τη συμπεριφορά των δικαιούχων των επίδικων ενισχύσεων.

 Επί των επιχειρημάτων που αφορούν την ιδιαίτερη κατάσταση ή τη συμπεριφορά των δικαιούχων των επιδίκων ενισχύσεων

220    H Περιφέρεια Σαρδηνίας, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, διατείνεται ότι από τις περιστάσεις που περιέβαλαν τις επενδύσεις που πραγματοποίησαν οι δικαιούχοι προκύπτει ότι ο νόμος 9/1998, καίτοι το θεσπισθέν από αυτόν καθεστώς ενισχύσεων δεν είχε ακόμη προσλάβει την τελική μορφή του, είχε απολύτως ως λειτουργία την παροχή κινήτρου. Έτσι, η παράβαση της προϋποθέσεως της αναγκαιότητας είναι μόνο φαινομενική, καθόσον όλοι οι δικαιούχοι υπέβαλαν τις αιτήσεις για τη χορήγηση ενισχύσεως μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 9/1998, που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και εγκρίθηκε από αυτήν. Εξάλλου, πλείονες δικαιούχοι επέλεξαν το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, παραιτούμενοι από εναλλακτικά μέτρα, των οποίων θα μπορούσαν να επωφεληθούν με βεβαιότητα, και σχεδόν όλοι αναγκάστηκαν να συνάψουν τραπεζικά δάνεια των οποίων οι όροι, ελλείψει της αναμενόμενης ενισχύσεως, ήσαν ασύμβατοι με μια συνετή επιχειρηματική διαχείριση.

221    Επομένως, η Περιφέρεια Σαρδηνίας φρονεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να συναγάγει, μόνον από το γεγονός ότι δεν είχε υποβληθεί αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως πριν από την έναρξη των εργασιών, ότι οι δικαιούχοι προέβησαν στις εν λόγω επενδύσεις ανεξάρτητα από την ενίσχυση ούτε μπορούσε να εξαλείψει την ύπαρξη του συνισταμένου στην παροχή κινήτρου αποτελέσματος με μια εκτίμηση που έγινε εκ των υστέρων βάσει ενός τροποποιημένου νομοθετικού πλαισίου.

222    Οι παρεμβαίνουσες προσθέτουν ότι, εν πάση περιπτώσει, η έλλειψη αναγκαιότητας ή η έλλειψη παροχής κινήτρων, σε περίπτωση ενάρξεως των εργασιών πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως, αποτελεί μόνον ένα τεκμήριο που μπορεί να ανατραπεί οσάκις η δικαιούχοι ή οι εθνικές αρχές προσκομίζουν στην Επιτροπή στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι πληρούνται τα κριτήρια της παροχής κινήτρων και της αναγκαιότητας. Επομένως, εν προκειμένω, η Επιτροπή όφειλε να αξιολογήσει αν τούτο ίσχυε, αντί να οχυρώνεται πίσω από το τυπικό κριτήριο της υποβολής αιτήσεως πριν από την έναρξη των εργασιών.

223    Η SF Turistico Immobiliare προσάπτει στην Επιτροπή ότι έκρινε ότι δεν πληρούται το κριτήριο της παροχής κινήτρων όχι μόνον όσον αφορά τα έργα ως προς τα οποία έχουν αρχίσει οι εργασίες πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως, αλλά και όσον αφορά τα σημαντικότερα και λειτουργικώς ανεξάρτητα έργα ως προς τα οποία η αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως έχει προηγηθεί της ενάρξεως των εργασιών, ενώ η κήρυξη του παράνομου χαρακτήρα των έργων έπρεπε να περιορισθεί μόνο στα έργα τα οποία έχουν υλοποιηθεί πριν από την υποβολή των αιτήσεων για τη χορήγηση ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, αν η Επιτροπή επιθυμούσε να είναι βέβαιη ότι η παροχή κινήτρων θα κατοχυρωθεί ως κριτήριο σε απόλυτο βαθμό, θα μπορούσε κάλλιστα να περιορισθεί στην έκδοση μιας υπό όρους αποφάσεως, διευκρινίζοντας ότι η ενίσχυση ήταν συμβατή προς την κοινή αγορά υπό τον όρο ότι οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν πριν από την υποβολή της αιτήσεως εξακολουθούν να βαρύνουν τις επιχειρήσεις. Τούτο θα της είχε παράσχει τη δυνατότητα να «εκκαθαρίσει» την ενίσχυση από τη χαρακτηρισθείσα ως μη προσήκουσα εφαρμογή του νόμου 9/1998, στην οποία προέβη η Περιφέρεια Σαρδηνίας με την απόφαση αριθ. 33/6.

224    Η Timsas και η Grand Hotel Abi d’Oru προβάλλουν ότι, υπό το πρίσμα του συνισταμένου στην παροχή κινήτρου αποτελέσματος της ενισχύσεως, η Επιτροπή απλώς και μόνον υποστήριξε ότι δεν ήταν δυνατό να μεταβιβασθεί το συνιστάμενο στην παροχή κινήτρου αποτέλεσμα από το ένα καθεστώς ενισχύσεων στο άλλο. Πάντως, υπενθυμίζουν ότι υπέβαλαν αιτήσεις δυνάμει του επίδικου καθεστώτος μόνο λόγω εξαντλήσεως των χρηματοδοτικών μέσων που ήσαν διαθέσιμα στο πλαίσιο των προγενεστέρων καθεστώτων ενισχύσεων, τα οποία εξομοιούνται με το επίδικο καθεστώς και δυνάμει των οποίων είχαν υποβάλει αιτήσεις για τα ίδια σχέδια. Κατά συνέπεια, δεν είναι ακριβές ότι αυτές άρχισαν την εκτέλεση των εργασιών προτού καταθέσουν την αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως και, επομένως, η ύπαρξη και η συνέχιση της υπάρξεως του συνισταμένου στην παροχή κινήτρου αποτελέσματος είναι πέραν πάσης αμφιβολίας.

225    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

226    Πρώτον, πρέπει να υπομνηστούν οι διαπιστώσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 213 έως 215 ανωτέρω, κατά τις οποίες το σχετικό με την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεων πριν από την έναρξη της εκτελέσεως των σχεδίων κριτήριο είναι λυσιτελές και κατάλληλο προς τον σκοπό της εκτιμήσεως του αν ένα καθεστώς ενισχύσεων έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το κρίσιμο ζήτημα δεν συνίσταται, πλέον, στο να τεθεί υπό αμφισβήτηση το εν λόγω κριτήριο, αλλά μόνον στο να εξετασθεί αν οι προσφεύγουσες απέδειξαν την ύπαρξη, εν προκειμένω, περιστάσεων δυναμένων να διασφαλίσουν ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων είχε ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου, έστω και αν δεν έχει υποβληθεί η σχετική αίτηση πριν από την έναρξη της εκτελέσεως των επίμαχων σχεδίων.

227    Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί, για ακόμη μια φορά, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ως αντικείμενο το καθεστώς ενισχύσεων που θεσπίσθηκε με την απόφαση αριθ. 33/6 και όχι τις ατομικές ενισχύσεις που έλαβαν οι προσφεύγουσες δυνάμει του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων και ότι, επομένως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε εκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων που προσιδιάζουν στους επιμέρους δικαιούχους, καθήκον το οποίο υπέχουν οι ιταλικές αρχές κατά το στάδιο της ανακτήσεως των ενισχύσεων από κάθε δικαιούχο (βλ. σκέψεις 91 και 92 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, τα επιχειρήματα που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάσταση ή με τη συμπεριφορά των δικαιούχων.

228    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 220 έως 224 ανωτέρω και πρέπει να εξετασθούν μόνον τα επιχειρήματα που αναφέρονται, κατά γενικό τρόπο, στο επίδικο καθεστώς.

 Επί του επιχειρήματος ότι απλώς και μόνον η έναρξη ισχύος του νόμου 9/1998 παρείχε στις επιχειρήσεις τη βεβαιότητα ότι μπορούσαν να λάβουν την ενίσχυση

229    Οι παρεμβαίνουσες υποστηρίζουν ότι, κατά την έναρξη ισχύος του, στις 5 Απριλίου 1998, ο νόμος 9/1998 προέβλεπε ήδη κατά λεπτομερή τρόπο, ταυτοχρόνως, τα αντικειμενικά κριτήρια που όφειλαν να πληρούν οι δικαιούχοι, τα σχέδια για τα οποία επρόκειτο να χορηγηθούν οι ενισχύσεις, καθώς και τα ποσά που επρόκειτο να διατεθούν για το επίμαχο καθεστώς. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις αριθ. 33/4 και 33/6 παρέθεσαν απλώς εκ νέου το άρθρο 3 του νόμου 9/1998, χωρίς να τροποποιήσουν ούτε να διευκρινίσουν τα κριτήρια που όφειλε να πληροί μια ενίσχυση ώστε να είναι επιλέξιμη. Επομένως, είναι προφανές ότι μια επιχείρηση που πληρούσε τα ως άνω κριτήρια μπορούσε θεμιτώς να αναμένει ότι επρόκειτο να της χορηγηθεί η ενίσχυση αυτή και, κατά συνέπεια, να θεωρεί ότι της είχε παρασχεθεί κίνητρο προκειμένου να αρχίσει την εκτέλεση των εργασιών.

230    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των παρεμβαινουσών.

231    Πρέπει να υπογραμμιστεί, ευθύς εξ αρχής, ότι το νομικό περιεχόμενο του υπό κρίση επιχειρήματος πρέπει να διακρίνεται από εκείνο των επιχειρημάτων τα οποία αντλούνται από την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των δικαιούχων, που πρόκειται να εξετασθεί στις σκέψεις 268 επ. κατωτέρω, έστω και αν τα πραγματικά στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη προς τον σκοπό της εξετάσεως του συνόλου των επιχειρημάτων αυτών ταυτίζονται, κατ’ ουσίαν. Συγκεκριμένα, το ζήτημα αν η επίδικες ενισχύσεις έχουν ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου εμπίπτει στην εξέταση της συμβατότητας των εν λόγω ενισχύσεων προς την κοινή αγορά, ενώ το ζήτημα της υπάρξεως δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία ενδεχομένως δημιουργήθηκε στους δικαιούχους, εμπίπτει στην εξέταση της νομιμότητας της διαταγής περί ανακτήσεως, η οποία περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ωστόσο, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, πρέπει να εκτιμηθεί σε ποιο βαθμό η έκδοση του νόμου 9/1998 ήταν ικανή, από μόνη της, να δημιουργήσει στις επιχειρήσεις, τις οποίες αφορά το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, τη βεβαιότητα ότι επρόκειτο να λάβουν τις προβλεπόμενες από τον εν λόγω νόμο ενισχύσεις.

232    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κρίση περί του αν τα μέτρα ενισχύσεως ή ένα καθεστώς ενισχύσεων συμβιβάζονται με την κοινή αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης. (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1977, 78/76, Steinike & Weinlig, Συλλογή τόμος 1977, σ. 177, σκέψη 9· της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑354/90, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon, Συλλογή 1991, σ. I‑5505, σκέψη 14, και της 18ης Ιουλίου 2007, C‑119/05, Lucchini, Συλλογή 2007, σ. I‑6199, σκέψη 52). Κατά συνέπεια, ελλείψει αποφάσεως της Επιτροπής που να αποφαίνεται επί της συμβατότητας μιας κοινοποιηθείσας ενισχύσεως, το γεγονός και μόνον ότι οι εθνικές αρχές εξέδωσαν νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν τη θέσπιση ενός καθεστώτος ενισχύσεων δεν είναι ικανό να παράσχει στους δυνητικώς υπαγόμενους στο εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων τη βεβαιότητα ότι μπορούν να λάβουν τις ενισχύσεις που προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C‑5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1990, σ. I‑3437, σκέψη 14, και της 14ης Ιανουαρίου 1997, C‑169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑135, σκέψη 51).

233    Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, η εκ μέρους της Περιφέρειας Σαρδηνίας έκδοση του νόμου 9/1998 δεν ήταν δυνατόν αυτή και μόνη να δημιουργήσει στις επιχειρήσεις που πληρούσαν τα κριτήρια του νόμου αυτού τη βεβαιότητα ότι θα τύχουν στο μέλλον ενισχύσεων στο πλαίσιο του προβλεπομένου στον νόμο αυτόν καθεστώτος. Ειδικότερα, ήταν δυνατό, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως, να χαρακτηρίσει η Επιτροπή το επίμαχο καθεστώς ως ασύμβατο προς την κοινή αγορά ή να ζητήσει την τροποποίηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας των επιδοτουμένων επιχειρήσεων ή σχεδίων.

234    Επιπλέον, η εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση, στις 12 Νοεμβρίου 1998, της αποφάσεως περί εγκρίσεως διέλυσε εν πάση περιπτώσει κάθε ελπίδα την οποία ενδεχομένως έτρεφαν οι δυνητικοί δικαιούχοι της ενισχύσεως, όσον αφορά τη χορήγηση ενισχύσεως για σχέδια των οποίων η εκτέλεση άρχισε πριν από την υποβολή των αιτήσεων για τη χορήγηση ενισχύσεως, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή απέκλειε ρητώς, όπως εκτίθεται στη σκέψη 168 ανωτέρω, τη χορήγηση ενισχύσεων στο πλαίσιο του καθεστώτος που θέσπισε ο νόμος 9/1998 για τέτοιου είδους σχέδια.

235    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα των παρεμβαινουσών ότι ο νόμος 9/1998 προέβλεπε ήδη λεπτομερώς, μεταξύ άλλων, τα αντικειμενικά κριτήρια τα οποία έπρεπε να πληρούν τα σχέδια για τα οποία μπορούσαν να χορηγηθούν ενισχύσεις δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, ενώ ο νόμος 9/1998 δεν περιείχε διατάξεις ως προς τη χρονική σχέση μεταξύ της υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεων και της ενάρξεως των εργασιών, η κανονιστική απόφαση 285/1999 προέβλεπε ρητώς και κατ’ εξαίρεση, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 200 και 201 ανωτέρω, τον όρο ότι, κατά την πρώτη εφαρμογή του καθεστώτος, ήταν δυνατή η χορήγηση ενισχύσεως για τα σχέδια των οποίων η εκτέλεση είχε αρχίσει μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 9/1998 και, συνεπώς, πριν την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως. Ως εκ τούτου, το αν τα σχέδια αυτά μπορούσαν να τύχουν ενισχύσεως ουδόλως απέρρεε από το καθεστώς το οποίο προέβλεπε ο εν λόγω νόμος.

236    Συνεπώς, το επιχείρημα των παρεμβαινουσών πρέπει να απορριφθεί.

237    Κατά συνέπεια και λαμβανομένων υπόψη, εξάλλου, των στοιχείων που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 184 έως 216 ανωτέρω, όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλούνται από τη μη εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, από την ύπαρξη προγενεστέρου καθεστώτος ενισχύσεων και από το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς το αποτέλεσμα του επίδικου καθεστώτος το οποίο συνίσταται στην παροχή κινήτρου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ

238    Οι παρεμβαίνουσες και η SF Turistico Immobiliare υποστηρίζουν ότι η προσβαλλομένη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, κατά το μέτρο που το επίδικο καθεστώς κηρύσσεται ασύμβατο προς την κοινή αγορά.

239    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συναφώς ότι ο νόμος 9/1998 επεξέτεινε στον τουριστικό και στον ξενοδοχειακό τομέα τα πλεονεκτήματα τα οποία προέβλεπε ένα προγενέστερο καθεστώς το οποίο είχε εγκρίνει η Επιτροπή, όπως και τον κανονισμό εφαρμογής του, δυνάμει της παρεκκλίσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ. Συνεπώς, κηρύσσοντας το ίδιο αυτό καθεστώς ενισχύσεων ως ασύμβατο προς την κοινή αγορά όσον αφορά τον τουριστικό και τον ξενοδοχειακό τομέα, η Επιτροπή παρέβη την εν λόγω διάταξη της Συνθήκης.

240    Η SF Turistico Immobiliare υποστηρίζει ότι η Επιτροπή αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως κρίνοντας, στην αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ιταλικές αρχές δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα περί του ότι οι υπό κρίση ενισχύσεις θα μπορούσαν να είναι συμβατές βάσει άλλων διατάξεων πλην του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ, ενώ όφειλε να εκτιμήσει ποιο ποσό ήταν σύμφωνο με την κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν υπολόγισε τα ποσά που πράγματι αφορούν το χρονικό διάστημα πριν την υποβολή της αιτήσεως, προκειμένου να εκτιμήσει την επιρροή που ασκούν επί του «μέτρου» κατά το οποίο οι δαπάνες αυτές θα μπορούσαν να αλλοιώσουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Στη δική της αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως ήταν δυνατή η διάκριση μεταξύ, αφενός, ενός αιτήματος αφορώντος τις εργασίες των οποίων η εκτέλεση άρχισε πριν από την υποβολή της αιτήσεως και, αφετέρου, ενός εντελώς αυτοτελούς αιτήματος αφορώντος τις εργασίες των οποίων η εκτέλεση άρχισε μετά την υποβολή της εν λόγω αιτήσεως.

241    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

242    Αφενός, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των παρεμβαινουσών κατά το οποίο ο νόμος 9/1998 αφορούσε απλώς και μόνον την επέκταση στον τουριστικό και ξενοδοχειακό τομέα ενός προγενέστερου καθεστώτος το οποίο ενέκρινε η Επιτροπή, οπότε το προβλεπόμενο από τον νόμο αυτόν καθεστώς δεν μπορούσε να κηρυχθεί ασύμβατο προς την κοινή αγορά.

243    Πρώτον, το ασύμβατο το οποίο κηρύσσει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορούσε το καθεστώς ενισχύσεων το οποίο θέσπισε ο νόμος 9/1998, όπως αυτό τροποποιήθηκε από την Ιταλική Δημοκρατία και εγκρίθηκε από την απόφαση περί εγκρίσεως. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 87 ανωτέρω, η Επιτροπή εξακολουθεί να εκτιμά ότι το καθεστώς αυτό είναι συμβατό με την κοινή αγορά. Αντιθέτως, η επέκταση του ευεργετικού αυτού καθεστώτος στα σχέδια των οποίων η εκτέλεση άρχισε πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως, βασιζόμενη στην απόφαση αριθ. 33/6, κηρύχθηκε ασύμβατη προς την κοινή αγορά.

244    Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επίδικο καθεστώς συνιστά την επέκταση ή την παράταση ενός προγενεστέρου, εγκριθέντος από την Επιτροπή καθεστώτος, υπενθυμίζεται ότι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 190, η εκτίμηση περί του συμβατού ενός καθεστώτος ενισχύσεων δεν μπορεί να επηρεάζεται από το γεγονός ότι προηγήθηκαν αυτού άλλα καθεστώτα ως προς τα οποία η Επιτροπή δέχθηκε ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής.

245    Αφετέρου, πρέπει επίσης να απορριφθεί η αιτίαση την οποία προβάλλει η SF Turistico Immobiliare, κατά την οποία, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει ότι οι επίδικες ενισχύσεις ήταν ασύμβατες προς την κοινή αγορά και όχι στις ιταλικές αρχές να αποδείξουν το αντίθετο.

246    Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, στο οικείο κράτος μέλος και στους ωφελούμενους από το επίδικο μέτρο εναπόκειται να προβάλουν τα επιχειρήματά τους προκειμένου να αποδειχθεί ότι το επίδικο μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση ή ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, δεδομένου ότι αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας είναι ακριβώς να διαφωτιστεί η Επιτροπή επί του συνόλου των δεδομένων της υποθέσεως. Συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή κινεί επίσημη διαδικασία, οφείλει μεν να διατυπώνει σαφώς τις αμφιβολίες της ως προς το συμβατό της ενισχύσεως, προκειμένου να παράσχει στο κράτος μέλος και στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να απαντήσουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, γεγονός παραμένει όμως ότι στους τελευταίους εναπόκειται να διαλύσουν τις αμφιβολίες αυτές και να αποδείξουν ότι το επίμαχο μέτρο πληροί τις προϋποθέσεις παρεκκλίσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Ferriere Nord κατά Επιτροπής, σκέψη 132 ανωτέρω, σκέψεις 93 και 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, το οικείο κράτος μέλος, προκειμένου να επιτύχει την έγκριση ενισχύσεων κατά παρέκκλιση από τους κανόνες της Συνθήκης, βάσει του καθήκοντος συνεργασίας που υπέχει έναντι της Επιτροπής, έχει την υποχρέωση να παράσχει στο θεσμικό όργανο αυτό όλα τα στοιχεία που θα του δώσουν τη δυνατότητα να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρεκκλίσεως της οποίας ζητεί να τύχει το κράτος αυτό (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1993, C-364/90, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-2097, σκέψη 20, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 129, και της 6ης Απριλίου 2006, T-17/03, Schmitz-Gotha Fahrzeugwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-1139, σκέψη 48).

247    Συνεπώς, εν προκειμένω, εναπέκειτο στην Ιταλική Δημοκρατία και, επικουρικώς, στους λήπτες των επιδίκων ενισχύσεων να αποδείξουν ότι τα σχέδια τα οποία τους αφορούσαν ήταν συμβατά με την κοινή αγορά.

248    Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 91, προκειμένου περί καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε κατ’ ιδίαν περιπτώσεις, αλλά μπορεί να περιορίζεται στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του επιμάχου καθεστώτος, χωρίς να υποχρεούται να εξετάζει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής.

249    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της SF Turistico Immobiliare το οποίο προεκτέθηκε στη σκέψη 240.

250    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας και της αρχής της προστασίας του ανταγωνισμού

251    Οι παρεμβαίνουσες προβάλλουν ότι οι ενισχύσεις τις οποίες αφορά ο νόμος 9/1998 χορηγήθηκαν και σε δέκα τουριστικές επιχειρήσεις οι οποίες άρχισαν την εκτέλεση των εργασιών πριν από τη δημοσίευση του νόμου και των αποφάσεων αριθ. 33/4 και 33/6 οι οποίες τον θέτουν σε εφαρμογή, αλλά μετά την υποβολή των αιτήσεών τους για τη χορήγηση ενισχύσεων. Λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων τα οποία παρέθεσε η Επιτροπή για τον ορισμό της παροχής κινήτρου, οι επιχειρήσεις αυτές βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τις παρεμβαίνουσες. Η Επιτροπή όμως δεν ζήτησε την ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στις δέκα αυτές επιχειρήσεις, πράγμα το οποίο συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας.

252    Επιπλέον, κατά τις παρεμβαίνουσες, οι εν λόγω δέκα επιχειρήσεις έτυχαν αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος σε σχέση με τις ίδιες, αφού οι παρεμβαίνουσες υποχρεούνται να επιστρέψουν τις ενισχύσεις που ήδη εισέπραξαν. Εντεύθεν απορρέει προσβολή του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων του τουριστικού και του ξενοδοχειακού τομέα.

253    Η Επιτροπή δεν έλαβε ρητώς θέση επί του βασίμου του λόγου αυτού.

254    Διευκρινίζεται, κατ’ αρχάς, ότι οι παρεμβαίνουσες αναφέρονται, στο σημείο 54 του υπομνήματος παρεμβάσεως, στις 10 επιχειρήσεις, μνεία των οποίων γίνεται στο σημείο 3.3 του εγγράφου της Περιφέρειας Σαρδηνίας προς την Επιτροπή, της 14ης Απριλίου 2003, οι οποίες είχαν υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει η κανονιστική απόφαση 285/1999, η οποία στη συνέχεια καταργήθηκε. Όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 198, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή συντάχθηκε προς την άποψη την οποία διατύπωσε η Περιφέρεια Σαρδηνίας στο έγγραφο αυτό, κατά την οποία έπρεπε να ληφθεί υπόψη, όσον αφορά τα σχέδια επενδύσεων των δέκα αυτών επιχειρήσεων, η ημερομηνία υποβολής της πρώτης αιτήσεως. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι οι χορηγηθείσες στις δέκα αυτές επιχειρήσεις ενισχύσεις ανταποκρίνονταν στο κριτήριο της υποβολής αιτήσεως πριν από την έναρξη των εργασιών και ότι δεν ήταν παράνομες ούτε ασύμβατες προς την κοινή αγορά.

255    Συνεπώς, οι δέκα αυτές επιχειρήσεις δεν βρίσκονταν σε κατάσταση συγκρίσιμη προς αυτή των προσφευγουσών και των παρεμβαινουσών. Ειδικότερα, ενώ οι τελευταίες ουδόλως είχαν υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεων πριν από την έναρξη των εργασιών που αφορούσαν τα σχέδιά τους επενδύσεων, οι δέκα εν λόγω επιχειρήσεις είχαν πράγματι υποβάλει αιτήσεις, βάσει μιας εκτελεστικής κανονιστικής αποφάσεως η οποία στη συνέχεια καταργήθηκε. Από την άποψη του κοινοτικού δικαίου που αφορά τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων, το ζήτημα αν μια αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως είναι σύμφωνη προς τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπουν οι εκτελεστικές διατάξεις του εθνικού δικαίου είναι δευτερεύον. Όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 215, το γεγονός ότι απαιτείται η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να έχει εκδηλώσει σαφώς τη βούλησή της να υπαχθεί στο επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πριν να αρχίσει την εκτέλεση του επιδοτούμενου σχεδίου καθιστά δυνατό να αποφεύγεται η εκ των υστέρων υποβολή αιτήσεων για σχέδια των οποίων η εκτέλεση άρχισε ανεξαρτήτως της υπάρξεως καθεστώτος ενισχύσεων.

256    Δεδομένου ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται ως προς τις δέκα επιχειρήσεις στις οποίες αναφέρθηκαν οι παρεμβαίνουσες, αλλά όχι ως προς τις παρεμβαίνουσες και τις προσφεύγουσες, δεν υπήρξε, εν προκειμένω, άνιση μεταχείριση συγκρίσιμων καταστάσεων ούτε παράβαση του καθήκοντος αμεροληψίας. Συνάγεται επίσης ότι οι δέκα εν λόγω επιχειρήσεις δεν έτυχαν αδικαιολόγητου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε σχέση με τις παρεμβαίνουσες.

257    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας και της αρχής της προστασίας του ανταγωνισμού.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 Επί της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της Περιφέρειας Σαρδηνίας ως προς τη μη ύπαρξη κατευθυντηρίων γραμμών, κατά την έκδοση του νόμου 9/1998

258    Η Περιφέρεια Σαρδηνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της στο πλαίσιο της εξετάσεως του συμβατού του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεως προς την κοινή αγορά. Η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη μιας τέτοιας εμπιστοσύνης, βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999, το οποίο της απαγορεύει να διατάσσει την ανάκτηση ενισχύσεως, αν τούτο αντιβαίνει σε γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

259    Αφενός, υπογραμμίζει συναφώς ότι η υποχρέωση να προβλέπεται ότι η αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως πρέπει να έχει υποβληθεί πριν από την έναρξη εκτελέσεως των σχεδίων απορρέει ευθέως από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 και δεν προβλεπόταν στο προγενέστερο καθεστώς των περιφερειακών ενισχύσεων. Αφετέρου, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα μία ημέρα πριν από την έκδοση του νόμου 9/1998. Επομένως, φρονεί ότι δεν ήταν αντικειμενικώς σε θέση να διασφαλίσει, εξαρχής, το συμβατό του νόμου 9/1998 με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998.

260    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Περιφέρειας Σαρδηνίας.

261    Κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε πρόσωπο στο οποίο ένα θεσμικό όργανο έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες. Ωστόσο, επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν είναι δυνατή στην περίπτωση επιχειρήσεως η οποία έχει υποπέσει σε πρόδηλη παράβαση της ισχύουσας ρυθμίσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1991, C-96/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1991, σ. I-2461, σκέψη 30, και της 14ης Ιουλίου 2005, C-65/02 P και C-73/02 P, ThyssenKrupp κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-6773, σκέψη 41, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Απριλίου 2003, T-217/01, Forum des migrants κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-1563, σκέψη 76).

262    Εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 177 έως 180 ανωτέρω, κατά το μέτρο που οι διατάξεις της αποφάσεως αριθ. 33/6 δεν συνήδαν προς την προϋπόθεση κατά την οποία η αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως έπρεπε να προηγηθεί της ενάρξεως των εργασιών, η Περιφέρεια Σαρδηνίας θέσπισε καθεστώς ενισχύσεων το οποίο ήταν παράνομο διότι δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή. Ως εκ τούτου, η Περιφέρεια Σαρδηνίας παρέβη την ισχύουσα ρύθμιση, διότι δεν τήρησε το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη δεν δύνανται να εφαρμόζουν νέα μέτρα ενισχύσεων πριν η Επιτροπή εκδώσει τελική απόφαση επί του συμβατού των μέτρων αυτών με την κοινή αγορά.

263    Η παράβαση αυτή ήταν πρόδηλη, δεδομένου ότι τόσο οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 όσο και η απόφαση περί εγκρίσεως ανέφεραν ρητώς την προϋπόθεση της υποβολής αιτήσεως πριν από την έναρξη των εργασιών.

264    Επιπλέον, με έγγραφο της 28ης Σεπτεμβρίου 1998, η Περιφέρεια Σαρδηνίας διαβεβαίωσε την Επιτροπή ότι «οι ενισχύσεις τις οποίες προβλέπει ο νόμος [9/1998] μπορούν να χορηγηθούν μόνον υπέρ των επιχειρησιακών πρωτοβουλιών που θα υλοποιηθούν αργότερα». Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το γράμμα του νόμου 9/1998 δεν προέβλεπε, αυτό καθεαυτό, τη χορήγηση ενισχύσεων για τα σχέδια επενδύσεων των οποίων η εκτέλεση είχε αρχίσει πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως. Συνεπώς, δεν είναι καθοριστικό το ότι, κατά τη νομοθετική διαδικασία που αφορούσε τον εν λόγω νόμο, η Περιφέρεια Σαρδηνίας δεν ήταν πρακτικώς σε θέση να λάβει υπόψη της τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, οι οποίες δημοσιεύθηκαν την παραμονή της εκδόσεως του νόμου. Αντιθέτως, τα νομοθετήματα που θέσπισαν τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεων για τη χορήγηση ενισχύσεων αναδρομικώς, ως προς τα σχέδια των οποίων η εκτέλεση είχε ήδη αρχίσει, δηλαδή η κανονιστική απόφαση 285/1999 και η απόφαση αριθ. 33/6, εκδόθηκαν, αντιστοίχως, στις 29 Απριλίου 1999 και στις 27 Ιουλίου 2000, και, συνεπώς, είναι κατά πολύ μεταγενέστερα της εκδόσεως τόσο των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 όσο και της αποφάσεως περί εγκρίσεως.

265    Τέλος, από το γράμμα καθεαυτό της αποφάσεως αριθ. 33/6 προκύπτει ότι η Περιφέρεια Σαρδηνίας είχε πλήρη επίγνωση του ότι η αποδοχή αιτήσεων για τη χορήγηση ενισχύσεως όσον αφορά σχέδια των οποίων η εκτέλεση είχε ήδη αρχίσει συνιστούσε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, δεδομένου ότι στην απόφαση αριθ. 33/6 γίνεται μνεία της ευθύνης της περιφερειακής διοικήσεως «η οποία απορρέει από την επίσημη δημοσίευση εγκυκλίων που περιέχουν διατάξεις οι οποίες, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

266    Κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογήν την προπαρατεθείσας στη σκέψη 261 νομολογίας, η Περιφέρεια Σαρδηνίας δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

267    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής αυτής, κατά το μέτρο που βασίζεται στην προβαλλόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Περιφέρειας Σαρδηνίας.

 Επί της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των δικαιούχων, η οποία οφείλεται στην ύπαρξη προγενέστερης αποφάσεως περί εγκρίσεως και στις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως

268    Η Περιφέρεια Σαρδηνίας, οι παρεμβαίνουσες, η SF Turistico Immobiliare, η Timsas και η Grand Hotel Abi d’Oru υποστηρίζουν ότι οι δικαιούχοι των επίμαχων ενισχύσεων μπορούσαν να επικαλεσθούν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το συμβατό των εισπραχθεισών ενισχύσεων. Η εμπιστοσύνη αυτή προστατεύεται ιδίως με το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999.

269    Κατά τους διαδίκους αυτούς, η εμπιστοσύνη των δικαιούχων των επίμαχων ενισχύσεων στηριζόταν στην ύπαρξη αποφάσεως περί εγκρίσεως, στο γεγονός ότι ο νόμος 9/1998 διευκρίνιζε ήδη όλα τα απαιτούμενα κριτήρια για τη χορήγηση ατομικών ενισχύσεων, στις διαβεβαιώσεις που έδωσαν οι ιταλικές αρχές και στην απόφαση της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2000, περί μη προβολής αντιρρήσεων ως προς ένα καθεστώς ενισχύσεων υπέρ των επενδύσεων στις μειονεκτούσες περιοχές της Ιταλίας μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006 (κρατική ενίσχυση N 715/99 – Ιταλία), συνοπτική ανακοίνωση περί της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (ΕΕ C 278, σ. 26) και η οποία αφορούσε το καθεστώς ενισχύσεων που προέβλεπε ο legge n° 488/92, conversione in legge, con modificazioni, del decreto-legge 22 ottobre 1992, n. 415, concernente rifinanziamento della legge 1 marzo 1986, n. 64, recante disciplina organica dell’intervento straordinario nel Mezzogiorno [νόμος 488/92 περί τροποποιήσεως και μετατροπής σε νόμο της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 415, της 22ας Οκτωβρίου 1992, περί της επαναχρηματοδοτήσεως των μέτρων του νόμου 64, της 1ης Μαρτίου 1986, περί γενικής ρυθμίσεως των μέτρων έκτακτης επεμβάσεως υπέρ του Mezzogiorno (ιταλικού νότου)], της 19ης Δεκεμβρίου 1992 (GURI 299, της 21ης Δεκεμβρίου 1992, σ. 3, και διορθωτικό GURI 301, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, σ. 40), ο οποίος όριζε ότι επιλέξιμες δαπάνες ήταν εκείνες που είχαν πραγματοποιηθεί μετά την ημερομηνία μετά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας την οποία προέβλεπε η πρόσκληση που προηγήθηκε αυτής βάσει της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως.

270    Η εμπιστοσύνη τους ενισχύθηκε από την κανονιστική απόφαση 285/1999 και την απόφαση 33/6, από τις διευκρινίσεις που τους παρέσχαν οι διοικητικές υπηρεσίες της Περιφέρειας Σαρδηνίας ως προς το συμβατό των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, από το γεγονός ότι η Περιφέρεια δεχόταν συστηματικά τις αιτήσεις αποδόσεως των δαπανών και από τη βραδύτητα με την οποία η Επιτροπή διεξήγε τις εργασίες της χωρίς να λάβει μέτρα για την αναστολή της καταβολής των ενισχύσεων.

271    Η SF Turistico Immobiliare υπογραμμίζει ότι η εμπιστοσύνη αυτή δεν είναι δυνατό να τεθεί υπό αμφισβήτηση λόγω του ότι ούτε η κανονιστική απόφαση 285/1999 ούτε η απόφαση αριθ. 33/6 κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή. Ειδικότερα, είναι υπερβολικό, κατά την SF Turistico Immobiliare, να απαιτείται από τους δικαιούχους να ζητούν από την Περιφέρεια Σαρδηνίας επίσημη απόδειξη της γνωστοποιήσεως στην Επιτροπή κάθε μέτρου που ασκεί επιρροή επί της διαδικασίας ή να ερωτούν την Επιτροπή, μετά τη χορήγηση της ενισχύσεως, αν κάθε μεταγενέστερη και εν δυνάμει σημαντική πράξη της έχει όντως κοινοποιηθεί.

272    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και των παρεμβαινουσών.

273    Από τη νομολογία προκύπτει ότι το δικαίωμα για την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εξαρτάται από τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από την κοινοτική διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2005, T-347/03, Branco κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-2555, σκέψη 102 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 23ης Φεβρουαρίου 2006, T-282/02, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-319, σκέψη 77, και της 30ής Ιουνίου 2009, T-444/07, CPEM κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II-2121, σκέψη 126).

274    Πάντως, δεν μπορεί κατ’ αρχήν, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να γίνει επίκληση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα μιας κρατικής ενισχύσεως παρά μόνον αν η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε τηρηθείσας της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ. Πράγματι, ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 232 ανωτέρω, σκέψη 14, της 14ης Ιανουαρίου 1997, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 232 ανωτέρω, σκέψη 51, και της 20ής Μαρτίου 1997, C-24/95, Alcan Deutschland, Συλλογή 1997, σ. I-1591, σκέψη 25).

275    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 168 και 180 ανωτέρω, η απόφαση περί εγκρίσεως επισήμαινε ρητώς ότι η έγκριση της Επιτροπής αφορούσε μόνον τις ενισχύσεις για τα σχέδια των οποίων η εκτέλεση άρχισε μετά την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως και οι επίμαχες ενισχύσεις, οι οποίες δεν πληρούσαν την προϋπόθεση αυτή, δεν χορηγήθηκαν, ως εκ τούτου, τηρηθείσας της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ. Συνεπώς, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, οι δικαιούχοι των επίδικων ενισχύσεων δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να επικαλεσθούν παραδεκτώς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους στη νομιμότητα των εν λόγω ενισχύσεων.

276    Βέβαια, η νομολογία δεν αποκλείει τη δυνατότητα των δικαιούχων μιας παράνομης ενισχύσεως να επικαλεστούν, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακτήσεως, εξαιρετικές περιστάσεις επί των οποίων θεμιτώς στηρίχθηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους στον νόμιμο χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής, προκειμένου να αντιταχθούν στην επιστροφή της (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 232 ανωτέρω, σκέψη 16, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T-126/96 και T-127/96, BFM και EFIM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-3437, σκέψη 69, και Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 132 ανωτέρω, σκέψη 136).

277    Πάντως, προκύπτει εμμέσως από τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Γερμανίας, στη σκέψη 232 ανωτέρω, σκέψεις 13 έως 16, και Alcan Deutschland, σκέψη 274 ανωτέρω, σκέψεις 24 και 25), και έχει κριθεί επανειλημμένως ρητώς από το Πρωτοδικείο (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 1995, T-459/93, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1675, σκέψεις 104 και 105, της 27ης Ιανουαρίου 1998, T-67/94, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1, σκέψη 83, και Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 132 ανωτέρω, σκέψη 137), ότι οι δικαιούχοι αυτοί δεν μπορούν να επικαλούνται τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις, βάσει σχετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου, παρά μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακτήσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία είναι τα μόνα αρμόδια να εκτιμήσουν, ενδεχομένως αφού υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα περί ερμηνείας, τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

278    Εν πάση περιπτώσει, καμία από τις περιστάσεις τις οποίες προέβαλαν εν προκειμένω οι προσφεύγουσες και οι παρεμβαίνουσες δεν μπορεί να κριθεί ως ικανή να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

279    Πρώτον, κατά το μέτρο που προβλήθηκε το επιχείρημα ότι η φερόμενη ως δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων στηριζόταν στην ύπαρξη της αποφάσεως περί εγκρίσεως και στο γεγονός ότι ο νόμος 9/1998 διευκρίνιζε ήδη όλα τα απαιτούμενα κριτήρια για τη χορήγηση των ατομικών ενισχύσεων, οπότε οι δυνητικοί δικαιούχοι οι οποίοι ανταποκρίνονταν στα κριτήρια αυτά είχαν την προσδοκία ότι θα τύχουν ενισχύσεως, από τις διαπιστώσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 232 έως 234 και στη σκέψη 168 ανωτέρω προκύπτει ότι ούτε η έκδοση του νόμου 9/1998 ούτε η απόφαση περί εγκρίσεως ήταν δυνατό να στηρίξουν τη βεβαιότητα των δυνητικών δικαιούχων ότι θα τύχουν νομίμως των επιδίκων ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, οι πράξεις αυτές ομοίως δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε στους δικαιούχους των επιδίκων ενισχύσεων.

280    Τίποτε διαφορετικό δεν απορρέει από τη σκέψη 189 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 2001, T-6/99, ESF Elbe-Stahlwerke Feralpi κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-1523), την οποία επικαλέσθηκε η Περιφέρεια Σαρδηνίας. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη και αντιθέτως προς τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, είχε ρητώς επιτρέψει τη χορήγηση των εν λόγω ενισχύσεων με απόφαση εκδοθείσα κατόπιν νομότυπης κοινοποιήσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εμπόδιζε την αναζήτηση των επίμαχων ενισχύσεων από τους δικαιούχους, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε διαπιστώσει εκ των υστέρων, βάσει νέων στοιχείων, το ασύμβατο των ενισχύσεων προς την κοινή αγορά (απόφαση ESF Elbe-Stahlwerke Feralpi κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 188 και 189).

281    Δεύτερον, όσον αφορά τις διαβεβαιώσεις εκ μέρους των ιταλικών αρχών, την κανονιστική απόφαση 285/1999, την απόφαση αριθ. 33/6, τις διευκρινίσεις που παρέσχαν οι διοικητικές υπηρεσίες της Περιφέρειας Σαρδηνίας ως προς το συμβατό των ενισχύσεων με την κοινή αγορά και το γεγονός ότι η Περιφέρεια Σαρδηνίας δεχόταν συστηματικά τις αιτήσεις αποδόσεως δαπανών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όλα αυτά τα στοιχεία συνιστούν ενέργειες των εθνικών αρχών. Συνεπώς, δεν ανταποκρίνονται στην πρώτη προϋπόθεση την οποία θέτει η προπαρατεθείσα στη σκέψη 273 νομολογία, κατά την οποία η κοινοτική διοίκηση πρέπει να έχει δώσει διαβεβαιώσεις προς τους ενδιαφερομένους, στις οποίες να θεμελιώνεται η εμπιστοσύνη που τους δημιουργήθηκε.

282    Τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη βραδύτητα της διαδικασίας της Επιτροπής, εκτός του ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 100, η διάρκεια της προκαταρκτικής διαδικασίας εξετάσεως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υπερβολική εν προκειμένω, η Επιτροπή ορθώς προβάλλει ότι κάθε φαινομενική εκ μέρους της αδράνεια στερείται σημασίας όταν το καθεστώς ενισχύσεων δεν της έχει κοινοποιηθεί (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2004, C-183/02 P και C-187/02 P, Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-10609, σκέψη 52).

283    Τέταρτον, η απόφαση της Επιτροπής της 12ης Ιουλίου 2000, περί του καθεστώτος ενισχύσεων του νόμου 488/92, το οποίο προέβλεπε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την επιλεξιμότητα των δαπανών που είχαν πραγματοποιηθεί πριν από την υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως, ωσαύτως δεν ήταν δυνατό να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους δικαιούχους των επιδίκων ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η γενική αρχή την οποία προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ είναι η απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων. Κατά τη νομολογία, οι παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή πρέπει να ερμηνεύονται στενά (απόφαση Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 132 ανωτέρω, σκέψη 75). Συνεπώς, μια απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων ως προς ένα καθεστώς ενισχύσεων αφορά μόνον την πραγματική χορήγηση των ενισχύσεων που εμπίπτουν στο καθεστώς αυτό και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προσώπων τα οποία ενδέχεται να ωφεληθούν από μελλοντικά σχέδια παρεμφερών ενισχύσεων όσον αφορά το συμβατό των εν λόγω ενισχύσεων προς την κοινή αγορά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Δεκεμβρίου 2008, T-362/05 και T-363/05, Nuova Agricast και Cofra κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 80).

284    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 Επί του λόγου που στηρίζεται σε παράβαση των διατάξεων που αφορούν τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας

285    Οι παρεμβαίνουσες και η SF Turistico Immobiliare υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις που έχουν εφαρμογή ως προς τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας.

286    Οι παρεμβαίνουσες εκτιμούν συναφώς ότι η Επιτροπή έπρεπε απλώς να δώσει εντολή στην Περιφέρεια Σαρδηνίας να ανακτήσει το τμήμα των καταβληθεισών ενισχύσεων το οποίο υπερέβαινε το ανώτατο όριο των 200 000 ευρώ το οποίο καθόρισε το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ] στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 379, σ. 5), ή, εν πάση περιπτώσει, αυτό το οποίο υπερέβαινε το ανώτατο όριο των 100 000 ευρώ το οποίο θέτει το άρθρο 2 του κανονισμού 69/2001.

287    Η SF Turistico Immobiliare προσθέτει ότι η Επιτροπή, μη επιτρέποντας να θεωρηθούν οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν πριν την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως ως εμπίπτουσες στο πλαίσιο μιας ενισχύσεως ήσσονος σημασίας, δεν έλαβε υπόψη την εξαιρετική κατάσταση στο έδαφος της Περιφέρειας Σαρδηνίας, η οποία οφείλεται στην αλληλεπικάλυψη αντιφατικών διατάξεων, προερχομένων από διαφορετικές πηγές και με κοινό σκοπό να ρυθμίσουν τις ενισχύσεις στον τομέα του τουρισμού.

288    Κατ’ αυτήν, οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποιήσεως, καλύπτουν «κάθε κρατική ενίσχυση» και δεν θίγουν τη δυνατότητα λήψεως άλλων ενισχύσεων για το ίδιο σχέδιο. Η Επιτροπή ερμηνεύει τους όρους «σχέδιο στο σύνολό του» κατά τρόπο υπερβολικά τυπολατρικό βάσει της πρώτης δαπάνης που αναγράφεται στον συνημμένο στην αίτηση υπολογισμό.

289    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

290    Πρέπει κατ’ αρχάς να προσδιορισθεί ποιο από τα διάφορα διαδοχικά νομοθετήματα περί των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας έχει ratione temporis εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως. Συγκεκριμένα, το θέμα αυτό αποτέλεσε διαδοχικώς αντικείμενο της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis (ΕΕ 1996 C 68, σ. 9), του κανονισμού 69/2001 και του κανονισμού 1998/2006.

291    Κατά την αιτιολογική σκέψη 5, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 69/2001 και την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 1998/2006, η ενίσχυση ήσσονος σημασίας πρέπει να θεωρείται ότι έχει χορηγηθεί κατά το χρόνο απονομής στον δικαιούχο του νομίμου δικαιώματος να λάβει την ενίσχυση, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Συναφώς, επισημαίνεται ότι από τους διάφορους πίνακες που περιέχονται στο έγγραφο της Περιφέρειας της Σαρδηνίας της 14ης Απριλίου 2003 προκύπτει ότι οι αιτήσεις για τη χορήγηση των επιδίκων ενισχύσεων υποβλήθηκαν μεταξύ της 20ής Ιανουαρίου και της 31ης Μαρτίου 2001. Εντεύθεν συνάγεται ότι η ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις αυτές δεν μπορεί να ήταν προγενέστερη του Απριλίου του 2001. Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, αυτού, ο κανονισμός 69/2001 άρχισε να ισχύει στις 2 Φεβρουαρίου 2001, εικοστή ημέρα από της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα, στις 13 Ιανουαρίου 2001. Συνεπώς, πρέπει να εφαρμοσθούν εν προκειμένω οι περί των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας διατάξεις του κανονισμού 69/2001.

292    Περαιτέρω, όσον αφορά το περιεχόμενο των εν λόγω διατάξεων, το άρθρο 2, τιτλοφορούμενο «Ενισχύσεις ήσσονος σημασίας», του κανονισμού 69/2001 ορίζει τα εξής:

«1.      Θεωρούνται ότι δεν ανταποκρίνονται σε όλα τα κριτήρια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης, και συνεπώς δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται από το άρθρο 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης, οι ενισχύσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3.

2.       Το συνολικό ποσό των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που χορηγούνται στην ίδια επιχείρηση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 100 000 ευρώ σε περίοδο τριών ετών. Το ανώτατο αυτό όριο εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τη μορφή και το στόχο της ενίσχυσης.

[…]»

293    Εξάλλου, κατά την πέμπτη αιτιολογική σκέψη, τέταρτη περίοδος, του κανονισμού 69/2001, «[α]υτός ο κανόνας για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας δεν θίγει τη δυνατότητα που έχουν οι επιχειρήσεις να λαμβάνουν, για το ίδιο σχέδιο, κρατικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή που καλύπτονται από κανονισμό περί εξαιρέσεων κατά κατηγορίες».

294    Τέλος, εν προκειμένω, η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει τα ακόλουθα χωρία τα οποία αφορούν την εφαρμογή του κανόνα de minimis:

295    Κατά την αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«[Η] Επιτροπή δεν θεωρεί αποδεκτά τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι ιταλικές αρχές όσον αφορά τον κανόνα “περί ήσσονος σημασίας” διότι ο κανόνας αυτός δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς παράκαμψη της υποχρέωσης που επιβάλλουν οι κατευθυντήριες γραμμές [του 1998], της υποβολής δηλαδή της αίτησης ενίσχυσης πριν από την έναρξη εκτέλεσης του σχεδίου, ώστε να τηρείται η αρχή του χαρακτήρα κινήτρου. Ουσιαστικά, το σχετικό ποσό που πρέπει να ληφθεί υπόψη θα πρέπει να αφορά το σχέδιο στο σύνολό του και να μην λαμβάνεται υπόψη μόνο το ποσό της ενίσχυσης που έχει χορηγηθεί πριν από την αίτηση. Η Επιτροπή δεν μπορεί ως εκ τούτου να θεωρήσει επιλέξιμες τις δαπάνες για τις αρχικές εργασίες βάσει του κανόνα “περί ήσσονος σημασίας”, αντιβαίνοντας στον κανόνα που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές [του 1998].»

296    Στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξηγεί τα εξής:

«[Η] [...] άποψη περί ασυμβίβαστου [των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει της αποφάσεως 33/6] εφαρμόζεται σε όλες τις ενισχύσεις που χορηγούνται για σχέδια των οποίων οι επιλέξιμες δαπάνες είχαν πραγματοποιηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης ενίσχυσης, βάσει σχετικών εκτελεστικών μέτρων που ίσχυαν κατά τη στιγμή της υποβολής της αίτησης, και οι οποίες δαπάνες ήταν υψηλότερες από το ποσό ήσσονος σημασίας στο οποίο ο δικαιούχος θα μπορούσε να έχει πρόσβαση κατά τη συγκεκριμένη στιγμή, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού αριθ. 69/2001.»

297    Από τις δύο ανωτέρω αιτιολογικές σκέψεις, ερμηνευόμενες από κοινού, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είχε την πρόθεση να αποκλείσει, γενικώς και αφηρημένως, την εφαρμογή του κανόνα de minimis στις επίδικες ενισχύσεις. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η Επιτροπή αποφάνθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση μόνον ως προς το καθεστώς ενισχύσεων όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 33/6. Ως εκ τούτου, η προσβαλλομένη απόφαση ουδόλως αποκλείει την εφαρμογή του κανόνα de minimis σε ορισμένες ατομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος αυτού.

298    Αντιθέτως, η Επιτροπή έκρινε ότι η εφαρμογή του κανόνα προϋπέθετε ότι το συνολικό ποσό της ενισχύσεως που ελήφθη για συγκεκριμένο σχέδιο είναι χαμηλότερο από το ανώτατο όριο de minimis που προβλέπεται για τη εν λόγω επιχείρηση και ότι, συνεπώς, δεν ήταν δυνατό να αφαιρεθεί απλώς το ποσό που αντιστοιχεί στο εν λόγω ανώτατο όριο από το ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως ούτε να ληφθεί υπόψη απλώς και μόνον το ποσό που αντιστοιχεί στις εργασίες που πράγματι ολοκληρώθηκαν πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως.

299    Συνεπώς, οι διάδικοι διαφωνούν μόνον ως προς το ζήτημα αν είναι δυνατός, για την εφαρμογή του κανόνα de minimis, ο κατακερματισμός των ενισχύσεων που αφορούν ένα συγκεκριμένο σχέδιο, προκειμένου να είναι δυνατή η εφαρμογή του κανόνα αυτού ως προς το ποσό που είναι χαμηλότερο από το εφαρμοστέο ανώτατο όριο ή αν, αντιθέτως, πρέπει μια ενίσχυση αφορώσα συγκεκριμένο σχέδιο να κριθεί ως αδιαίρετη και να αποκλεισθεί η εφαρμογή του κανόνα de minimis για τις ενισχύσεις που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο.

300    Ελλείψει ρητών σχετικών διατάξεων στον κανονισμό 69/2001, πρέπει να εκτιμηθεί το ζήτημα αυτό υπό το πρίσμα του σκοπού του κανόνα de minimis.

301    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο σημείο 3.2 της ανακοινώσεώς της περί των κοινοτικών κανόνων για τις ενισχύσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ 1992 C 213, σ. 2), η Επιτροπή προέβαλε ως αιτιολογία για τη θέσπιση του κανόνα de minimis για πρώτη φορά το γεγονός ότι «κάθε ενίσχυση δεν έχει επιπτώσεις στο εμπόριο και τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών», πράγμα το οποίο ισχύει «ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των ενισχύσεων που χορηγούνται σε πολύ μικρά ποσά», καθώς και την προσπάθεια «να απλουστευθούν οι διοικητικές διατυπώσεις προς όφελος των ΜΜΕ». Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, «είναι επιθυμητό οι ενισχύσεις που δεν υπερβαίνουν ένα ορισμένο απόλυτο ποσό, κάτω από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι δυνατό να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου [87], παράγραφος 1, [ΕΚ], [να μην] υπάγονται πλέον στην υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης στην Επιτροπή».

302    Ομοίως, στο δεύτερο εδάφιο της ανακοινώσεως του 1996 σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis (βλ. σκέψη 290 ανωτέρω), η Επιτροπή επικαλέσθηκε εκ νέου στην προσπάθειά της «να επιτύχει την απλούστευση των διοικητικών διατυπώσεων, τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τις υπηρεσίες της Επιτροπής –η οποία πρέπει να επικεντρώνει τις εργασίες της στις περιπτώσεις που έχουν πραγματική σημασία σε κοινοτικό επίπεδο».

303    Ο κανονισμός 69/2001 δεν περιέχει αιτιολογικές σκέψεις στις οποίες να εκτίθεται ρητώς η ratio legis του κανόνα de minimis και προβλέπει απλώς τα ακόλουθα:

«Από την εμπειρία που έχει αποκτήσει η Επιτροπή, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ενισχύσεις που δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο των 100 000 ευρώ για κάθε περίοδο τριών ετών δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών ή/και δεν στρεβλώνουν ούτε απειλούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό και συνεπώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 87 παράγραφος 1, [ΕΚ]» (αιτιολογική σκέψη 5, πρώτη περίοδος του κανονισμού 69/2001).

304    Από τις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις προκύπτει ότι ο κανόνας de minimis σκοπεί στην απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών, τόσο προς το συμφέρον των δικαιούχων ενισχύσεων σχετικώς χαμηλού ποσού και, συνεπώς, ενισχύσεων που δεν μπορούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό όσο και προς το συμφέρον της Επιτροπής, η οποία πρέπει να είναι σε θέση να επικεντρώνει τις προσπάθειές της στις περιπτώσεις που έχουν πραγματικό κοινοτικό ενδιαφέρον.

305    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το να επιτραπεί ο κατακερματισμός μιας ενισχύσεως προκειμένου να εφαρμοσθεί ο κανόνας de minimis ως προς έναν ενδιαφερόμενο δεν συντελεί στην επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού. Συγκεκριμένα, απλώς και μόνον η αφαίρεση από το ποσό μιας ενισχύσεως η οποία πρόκειται να χορηγηθεί σε μια επιχείρηση του ποσού που αντιστοιχεί στο ανώτατο όριο de minimis δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από το καθήκον να εξετάσει τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως με την κοινή αγορά, όσον αφορά το ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ανώτατο όριο, ούτε την οικεία επιχείρηση από την υποχρέωση να αναμείνει την έκβαση της εξετάσεως αυτής, πριν να τύχει της ενισχύσεως ή, σε περίπτωση παράνομης ενισχύσεως, πριν να υποχρεωθεί ενδεχομένως να την επιστρέψει.

306    Επιπλέον, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή στην απάντησή της σε έγγραφη ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ο κατακερματισμός, αν γινόταν δεκτός, θα μπορούσε, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, να έχει ως συνέπεια να τεθεί εκποδών η αρχή κατά την οποία η συμβατότητα της ενισχύσεως προϋποθέτει ότι αυτή έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου, τούτο δε ως προς ολόκληρο το χορηγηθέν ποσό. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως είναι χαμηλότερα από το ανώτατο όριο των 100 000 ευρώ και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να θεωρηθούν ως κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, θα έπρεπε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι καμία ενίσχυση δεν χορηγήθηκε πριν από την υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως. Κατά συνέπεια, η εκτέλεση του σχεδίου θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι άρχισε μετά την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως, ενώ στην πραγματικότητα το κριτήριο αυτό δεν τηρήθηκε.

307    Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα διακύβευε την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων εν γένει, δεδομένου ότι θα ήταν δυνατό να αποδυναμώσει την καλή θέληση των κρατών μελών και των επιχειρήσεων να τηρούν την υποχρέωση περί μη χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων πριν η Επιτροπή να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της συμβατότητάς τους με την κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν τα ποσά που αντιστοιχούν στις εργασίες που εκτελέσθηκαν πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως υπερέβαιναν το ανώτατο όριο των 100 000 ευρώ, οι δικαιούχοι θα μπορούσαν στην περίπτωση αυτή να είναι βέβαιοι ότι μέρος τουλάχιστον της παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως δεν θα ανακτώνταν. Όπως ορθώς προέβαλε η Επιτροπή, ο κανόνας de minimis δεν έχει ως σκοπό να διασφαλίζει σε όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγήθηκαν παράνομες ενισχύσεις τη δυνατότητα να τύχουν απαλλαγής μέχρι το ανώτατο όριο de minimis.

308    Η τελευταία αυτή σκέψη ενισχύεται από την ανάλυση του περιεχομένου της εννοίας «ενίσχυση ήσσονος σημασίας». Συγκεκριμένα, η έννοια αυτή σημαίνει ότι πρέπει να πρόκειται περί ενισχύσεως χαμηλού ποσού. Αν επιτρεπόταν εκ των υστέρων ο κατακερματισμός ενισχύσεων οι οποίες υπερβαίνουν το εφαρμοστέο συναφώς ανώτατο όριο, τούτο θα συνεπαγόταν ότι θα υπάγονταν εν μέρει στον κανόνα de minimis ενισχύσεις που δεν ήταν χαμηλού ποσού κατά τον χρόνο χορηγήσεώς τους.

309    Είναι αληθές ότι, κατόπιν της ανακτήσεως ολοκλήρου του ποσού της παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως, το οικείο κράτος μέλος μπορεί κατ’ αρχήν να χορηγήσει αμέσως στην επιχείρηση μια νέα ενίσχυση ήσσονος σημασίας μέχρι του ποσού του ανωτάτου ορίου των 100 000 ευρώ. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στην απάντηση που έδωσε στην έγγραφη ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο προϋποθέτει την έκδοση νέας αποφάσεως περί χορηγήσεως δημοσίων πόρων εκ μέρους του κράτους μέλους, το οποίο παραμένει ελεύθερο να αποφασίσει, οπότε η απαγόρευση του κατακερματισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμιγώς τυπικός κανόνας.

310    Ως εκ τούτου, το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 69/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε ποσά τα οποία αποτελούν μέρος ενισχύσεως της οποίας το συνολικό ποσό υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 100 000 ευρώ σε διάστημα τριών ετών.

311    Εν πάση περιπτώσει, η ρητή πρόβλεψη της περιοριστικής αυτής ερμηνείας στο άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1998/2006 έχει συνεπώς την έννοια ότι εισάγει μια διευκρίνιση και όχι ότι προσθέτει μια νέα προϋπόθεση για την εφαρμογή του κανόνα de minimis.

312    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των παρεμβαινουσών κατά το οποίο η Επιτροπή έπρεπε απλώς και μόνο να δώσει εντολή στην Περιφέρεια Σαρδηνίας να ανακτήσει το μέρος του ποσού των καταβληθεισών ενισχύσεων το οποίο υπερέβαινε το ανώτατο όριο των 200 000 ευρώ ή, τουλάχιστον, το ανώτατο όριο των 100 000 ευρώ. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της SF Turistico Immobiliare ότι, για την εφαρμογή του κανόνα de minimis, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη μόνον το μέρος των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως.

313    Τούτο δεν αποκλείει την πιθανότητα, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως εκάστης συγκεκριμένης περιπτώσεως στην οποία οι ιταλικές αρχές θα πρέπει να προβούν κατά την ανάκτηση των επιδίκων ενισχύσεων, να είναι δυνατό να αποδειχθεί ότι ορισμένα σχέδια των οποίων η εκτέλεση άρχισε πριν την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως και τα οποία, συνεπώς, δεν επιτρεπόταν να τύχουν ενισχύσεως στο πλαίσιο του καθεστώτος το οποίο θέσπισε ο νόμος 9/1998 είναι λειτουργικώς αυτοτελή προς άλλα σχέδια των οποίων η εκτέλεση άρχισε μόνο μετά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως και, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να τύχουν ενισχύσεως στο πλαίσιο του ίδιου αυτού καθεστώτος. Πάντως, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να επιλύσει το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων.

314    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση των διατάξεων που αφορούν τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας.

315    Κατόπιν τούτου, οι προσφυγές είναι απορριπτέες στο σύνολό τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

316    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες και οι παρεμβαίνουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Συνεκδικάζει τις υποθέσεις T-394/08, T-408/08, T-453/08 και T-454/08 προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

2)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

3)      Οι προσφεύγουσες φέρουν τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, πλην αυτών στα οποία υποβλήθηκε το εν λόγω θεσμικό όργανο λόγω της παρεμβάσεως, καθώς και τα έξοδά τους.

4)      Οι παρεμβαίνουσες στην υπόθεση T-394/08 φέρουν τα έξοδα της Επιτροπής που αφορούν την παρέμβαση, καθώς και τα έξοδά τους.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

Ιστορικό της διαφοράς

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί του παραδεκτού ορισμένων από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν οι παρεμβαίνουσες στην υπόθεση T‑394/08

2.  Επί του παραδεκτού ορισμένων αιτιάσεων που προβλήθηκαν κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως

Υπόθεση T‑394/08

Υπόθεση T‑408/08

Υπόθεση T‑453/08

Υπόθεση T‑454/08

3.  Επί του παραδεκτού των λόγων ακυρώσεως που στηρίζονται σε έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως περί διορθώσεως

Επί της νομικής φύσεως της αποφάσεως περί διορθώσεως

Επί των συνεπειών, εν προκειμένω, για το παραδεκτό των λόγων ακυρώσεως που στηρίζονται σε έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως περί διορθώσεως

4.  Επί των λόγων ακυρώσεως που στηρίζονται σε διαδικαστικές πλημμέλειες

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και του κανονισμού 659/1999

Επί της αιτιάσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 659/1999

Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράλειψη διεξαγωγής έρευνας

Επί της αιτιάσεως που αφορά μη τήρηση των προβλεπομένων από τον κανονισμό 659/1999 προθεσμιών

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε ελλείψεις ως προς την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς την παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας

Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς τον χαρακτηρισμό της ενισχύσεως ως νέας παράνομης ενισχύσεως

Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς την ασυμβατότητα των ενισχύσεων στο πλαίσιο της περιφερειακής αναπτύξεως

Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογήσεως της εκτιμήσεως ως προς το αν οι επίδικες ενισχύσεις έχουν τον χαρακτήρα κινήτρου

Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς την άρνηση εφαρμογής του κανόνα de minimis

Επί της αιτιάσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογήσεως της διαταγής περί ανακτήσεως

5.  Επί των αφορώντων την ουσία λόγων ακυρώσεως

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε έλλειψη νομικής βάσεως της αποφάσεως περί διορθώσεως

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε κατάχρηση εξουσίας κατά την έκδοση της αποφάσεως περί διορθώσεως

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στο ότι η απόφαση περί εγκρίσεως δεν έκανε μνεία της προϋποθέσεως υποβολής προγενέστερης αιτήσεως

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στο ότι οι ενισχύσεις χαρακτηρίσθηκαν εσφαλμένως ως παράνομες και όχι ως καταχρηστικώς εφαρμοσθείσες.

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στο ότι δεν έχουν εφαρμογή οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998

Επί της ratione temporis εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998

Επί του επιχειρήματος που αφορά τις σχετικές με το προηγούμενο καθεστώς ενισχύσεων διατάξεις

Επί του επιχειρήματος που αφορά το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο

Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του σημείου 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998

–  Επί του παραδεκτού της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

–  Επί της ουσίας

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το αν η ενίσχυση έχει ως αποτέλεσμα την παροχή κινήτρου

Επί των επιχειρημάτων που αφορούν την ιδιαίτερη κατάσταση ή τη συμπεριφορά των δικαιούχων των επιδίκων ενισχύσεων

Επί του επιχειρήματος ότι απλώς και μόνον η έναρξη ισχύος του νόμου 9/1998 παρείχε στις επιχειρήσεις τη βεβαιότητα ότι μπορούσαν να λάβουν την ενίσχυση

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας και της αρχής της προστασίας του ανταγωνισμού

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επί της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της Περιφέρειας Σαρδηνίας ως προς τη μη ύπαρξη κατευθυντηρίων γραμμών, κατά την έκδοση του νόμου 9/1998

Επί της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των δικαιούχων, η οποία οφείλεται στην ύπαρξη προγενέστερης αποφάσεως περί εγκρίσεως και στις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως

Επί του λόγου που στηρίζεται σε παράβαση των διατάξεων που αφορούν τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.