Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 3 Αυγούστου 2011 ο Carlo De Nicola κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 28 Ιουνίου 2011 στην υπόθεση F-49/10, De Nicola κατά ΕΤΕπ

(Υπόθεση T-418/11 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Carlo De Nicola (κάτοικος Strassen, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωπος: ο δικηγόρος L. Isola)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να μεταρρυθμίσει την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: ΔΔΔ) στις 28 Ιουνίου 2011 στην υπόθεση F-49/10,

να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 11.5.2010, καθόσον η ΕΤΕπ δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας και παρεμπόδισε την προσπάθεια φιλικού διακανονισμού της διαφοράς, αρνούμενη σιωπηρώς την κάλυψη ιατρικών εξόδων ύψους 3 000 ευρώ,

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να καταβάλει στον αναιρεσείοντα το ποσό των 3 000 ευρώ για τη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο αναιρεσείων λόγω της θεραπείας λέιζερ που του συνταγογραφήθηκε και που πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία, καθώς και τους σχετικούς τόκους, και να του καλύψει τη ζημία από τη μεταβολή των νομισματικών ισοτιμιών και τη δικαστική δαπάνη του.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει τα εξής.

Α.    Επί των πραγματικών περιστατικών.

1)    Κατά τον αναιρεσείοντα, αλλοιώθηκε το περιεχόμενο ενός αιτήματός του και δεν ελήφθη καμία απόφαση επί ενός άλλου.

2)    Ο αναιρεσείων βάλλει επίσης κατά της προνομιακής θέσης του οργάνου, το οποίο αρκέστηκε, ακόμη μια φορά, να εκθέσει ορισμένα περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια το ΔΔΔ θεώρησε αποδεδειγμένα.

Β.    Επί του ακυρωτικού αιτήματος.

3)    Ο αναιρεσείων ζήτησε να ακυρωθεί η απόφαση που του κοινοποιήθηκε με ηλεκτρονικό μήνυμα της 11.5.2010, καθόσον η ΕΤΕπ αρνήθηκε να διορίσει τρίτο γιατρό, αρνήθηκε να κινήσει τη διαδικασία συμβιβασμού κατά το άρθρο 41 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της ΕΤΕπ και αρνήθηκε να του καλύψει τη δαπάνη των 3 000 ευρώ στην οποία υποβλήθηκε ο αναιρεσείων λόγω της θεραπείας λέιζερ που του συνταγογραφήθηκε και που πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία.

4)    Το ΔΔΔ απέρριψε ως απαράδεκτο το αίτημα ακύρωσης της άρνησης διορισμού τρίτου γιατρού, με το σκεπτικό ότι ο αναιρεσείων έπρεπε να έχει προσβάλει μια ανύπαρκτη απόφαση της 24.3.2008, χωρίς το ΔΔΔ να εξηγήσει τη συνάφεια μεταξύ της προσβαλλόμενης απόφασης της ΕΤΕπ και της απόφασης που θεώρησε βλαπτική και χωρίς να διευκρινίσει με βάση ποιους κανόνες η γνώμη που αποδίδεται στον πληρεξούσιο της ΕΤΕπ μετατράπηκε σε απορριπτική απόφαση της ΕΤΕπ.

5)    Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η γνώμη αυτή, καθόσον αποτελεί εσωτερική πράξη του οργάνου, δεν αποτελεί βλαπτική πράξη και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προσβληθεί αυτοτελώς.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανέτρεψε όμως ολόκληρη την προηγούμενη νομολογία και εισήγαγε μια τρίμηνη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά οποιασδήποτε εσωτερικής διαδικαστικής πράξης, αποφαινόμενο ότι η προθεσμία για την προσφυγή στη δικαιοσύνη αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία κατά την οποία ο υπάλληλος υποβάλλει αίτηση, ανεξάρτητα από την έκδοση απόφασης και χωρίς καν να είναι γνωστή η αιτιολογία.

6)    Ο αναιρεσείων αμφισβητεί ότι ολόκληρο το σύστημα των κανόνων που έχουν θεσπιστεί για τα δημόσια θεσμικά όργανα πρέπει, όπως επιδιώκει το ΔΔΔ, να εφαρμόζεται στην ΕΤΕπ, η οποία είναι οργανωμένη ως ιδιωτική τράπεζα και της οποίας οι υπάλληλοι συνάπτουν σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι πράξεις που τους αφορούν δεν είναι διοικητικές πράξεις, δεν συνιστούν άσκηση εξουσίας, δεν αποτελούν πράξεις δημόσιας εξουσίας ούτε ισχύει γι' αυτές το τεκμήριο νομιμότητας, οπότε δεν υπάρχει καμία αναλογία με τους δημόσιους υπαλλήλους ούτε είναι απαραίτητο να προσδοθεί άμεσα κύρος στις οργανωτικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εφαρμογή κριτηρίων που χρησιμοποιεί οποιαδήποτε ιδιωτική τράπεζα.

7)    Επιπλέον, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία είναι παράλογη, διότι δεν δέχτηκε ότι υπήρχε συγγνωστή πλάνη του, ενώ δέχτηκε ότι ο ίδιος γνώριζε την πράξη που είχε επιδοθεί μόνο στον δικηγόρο του.

8)    Τέλος, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι, σε κάθε έννομη τάξη, οι άκυρες πράξεις μπορούν να προσβάλλονται οποτεδήποτε και όχι μόνο εντός της βραχείας αποκλειστικής προθεσμίας που προβλέπεται για τις ακυρώσιμες πράξεις.

9)    Όσον αφορά τη διαδικασία συμβιβασμού κατά το άρθρο 41 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της ΕΤΕπ, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται για διαδικαστική προϋπόθεση, οπότε παρανόμως το ΔΔΔ επιδιώκει την εξομοίωσή της με τη διοικητική ένσταση την οποία οφείλουν να υποβάλλουν οι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία είναι, αντίθετα, υποχρεωτική και αποτελεί το σημείο έναρξης του υπολογισμού της προθεσμίας για την άσκηση της ένδικης προσφυγής.

10)    Ο αναιρεσείων προσβάλλει την άρνηση κίνησης της εν λόγω διαδικασίας συμβιβασμού και ισχυρίζεται ότι είναι παράνομη η απόφαση του ΔΔΔ, αφού η ΕΤΕπ δεν έχει ποτέ την ευχέρεια να αρνείται τη διεξαγωγή της διαδικασίας αυτής.

Κατά συνέπεια, αφενός καμία αιτιολογία δεν μπορεί να παράσχει νόμιμο έρεισμα στην άρνηση αυτή και αφετέρου η αποδοχή του αιτήματος του υπαλλήλου πρέπει να συνεπάγεται την αναγνώριση της βαριάς ευθύνης της ΕΤΕπ και την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα.

11)    Όσον αφορά τη σιωπηρή άρνηση κάλυψης των δαπανών της θεραπείας με λέιζερ, ο De Nicola υποστηρίζει ότι η έλλειψη αιτιολογιών συνιστά σαφές χαρακτηριστικό της υπέρβασης εξουσίας, δεδομένου ότι η άρνηση κάλυψης των ιατρικών εξόδων είναι νόμιμη σε τρεις μόνο περιπτώσεις, ενώ η μη ύπαρξη επίσημης νομικής πράξης συνεπάγεται ανυπόστατη πράξη, κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή οποτεδήποτε.

12)    Τέλος, πρέπει οπωσδήποτε, κατά τον αναιρεσείοντα, να θεωρηθεί παράνομη η απόφαση με την οποία το ΔΔΔ παρέλειψε να αποφανθεί επί των σημείων για τα οποία έκρινε ότι δεν διέθετε τα απαραίτητα στοιχεία.

Γ.    Επί του αιτήματος επιδίκασης αποζημίωσης

13)    Το ΔΔΔ απέρριψε το αίτημα αυτό ως απαράδεκτο λόγω εκκρεμοδικίας, μολονότι η εκκρεμοδικία δεν προβλέπεται από τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες ως κώλυμα για την πρόοδο της δίκης. Επιπλέον, το ΔΔΔ δεν εξήγησε πώς μπορεί να υπάρχει σύμπτωση αιτημάτων, όταν η μία υπόθεση εκκρεμεί σε πρώτο βαθμό και η άλλη σε υψηλότερο βαθμό δικαιοδοσίας, ούτε διασαφήνισε πώς και ποιος απέδειξε τα πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η εν λόγω απόφαση.

14)    Τέλος, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η αποδοχή της αίτησης αναίρεσης και η μεταρρύθμιση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης συνεπάγονται τον εκ νέου καθορισμό των δικαστικών εξόδων, περιλαμβανομένων και των εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης.

____________