Language of document :

d:\documents\tra-doc\t-2013-0527\tra-doc-el-req_comm-t-0527-2013-201308695-02_00.doc

Προσφυγή της 30ής Σεπτεμβρίου 2013 – Ιταλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-527/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: S. Fiorentino, P. Grasso, avvocati dello Stato, και G. Palmieri)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C (2013) 4046 τελικό της 17ης Ιουλίου 2013, η οποία κοινοποιήθηκε στις 18 Ιουλίου, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33726 (11/C) [πρώην SA.33726 (11/NN)] την οποία χορήγησε η Ιταλία (αναβολή πληρωμής της εισφοράς γάλακτος στην Ιταλία)·

επικουρικώς, να ακυρώσει την ως άνω απόφαση κατά το μέρος (άρθρο 2, στοιχεία β΄, γ΄ και δ΄) που εκτείνει την υποχρέωση ανακτήσεως των ενισχύσεων βάσει της αποφάσεως του Συμβουλίου αριθ. 2003/530/ΕΚ·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Ιταλική Κυβέρνηση προσέβαλε την απόφαση της Επιτροπής C(2013)4046 τελικό της 17ης Ιουλίου 2013, η οποία κοινοποιήθηκε στις 18 Ιουλίου, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33726 (11/C) [πρώην SA.33726 (11/NN)] την οποία χορήγησε η Ιταλία (αναβολή πληρωμής της εισφοράς γάλακτος στην Ιταλία).

Με την απόφαση αυτή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή:

διαπίστωσε ότι η αναβολή της προθεσμίας πληρωμής της δόσεως της εισφοράς γάλακτος που επρόκειτο να λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 2010, που προβλέφθηκε στην Ιταλία τον Δεκέμβριο του 2010, συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, εξαιτίας ειδικότερα του τρόπου εφαρμογής της·

διαπίστωσε ότι η μη συμμόρφωση προς τους όρους που έθεσε η απόφαση του Συμβουλίου 2003/530/ΕΚ, λόγω της ως άνω αναβολής της πληρωμής, συνιστά ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά·

υποχρέωσε την Ιταλία να ανακτήσει από τους δικαιούχους της αναβολής της πληρωμής το ποσό των ως άνω ασυμβίβαστων ενισχύσεων, πλέον τόκων.

Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 1535/2007 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis) στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων· (ΕΕ L 298, σ. 1).

Υποστηρίζει συναφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζει τις εν λόγω διατάξεις εκκινώντας από την εσφαλμένη παραδοχή ότι η υφιστάμενη ενίσχυση, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου 2003/530/ΕΚ της 16ης Ιουλίου 2003, αντιστοιχεί στο ανώτατο ποσό που μπορεί να χορηγηθεί στους παραγωγούς γάλακτος, με αποτέλεσμα κάθε ενδεχόμενο μεταγενέστερο μέτρο ενισχύσεως, μολονότι εμπίπτει στο καθεστώς de minimis (ακόμη και ελάχιστου ποσού), να μπορεί ipso iure να οδηγήσει, λόγω της σωρεύσεως, σε ποσοστό ενισχύσεως μεγαλύτερο από το εγκριθέν.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού (ΕΚ) 1535/2007, του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), και του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140, σ. 1), καθώς και από ανεπαρκή αιτιολογία.

Υποστηρίζει συναφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εφήρμοσε το ως άνω άρθρο 3, παράγραφος 2 – το οποίο αφορά τη σώρευση ενισχύσεων εκάστη των οποίων εμπίπτει στο καθεστώς de minimis – σε περίπτωση προσθέσεως της ενισχύσεως de minimis σε υφιστάμενη ενίσχυση. Επίσης, η απόφαση είναι εσφαλμένη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου που τροποποιεί υφιστάμενη ενίσχυση, ως νέα ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 659/14999. Συγκεκριμένα, η εξάμηνη μετάθεση της προθεσμίας πληρωμής μίας εκ των ετήσιων δόσεων συνιστούσε επιπλέον μέτρο και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούσε ουσιαστική τροποποίηση της υφιστάμενης ενισχύσεως. Επίσης, δεν περιείχε αύξηση η οποία δεν υπερέβαινε το 20% του αρχικού προϋπολογισμού του καθεστώτος υφιστάμενων ενισχύσεων και δεν ασκούσε επιρροή στην εκτίμηση της συμβατότητας του καθεστώτος αυτού. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή παρέλειψε να αιτιολογήσει επαρκώς τα σημεία αυτά.