Language of document : ECLI:EU:T:2015:512

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 2015(*

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα – Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως – Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Ενιαία, σύνθετη και διαρκής παράβαση – Αναλογικότητα – Αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑422/10,

Trafilerie Meridionali SpA, πρώην Emme Holding SpA, με έδρα την Pescara (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους G. Visconti, E. Vassallo di Castiglione, M. Siragusa, M. Beretta και P. Ferrari, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους B. Gencarelli και V. Bottka, στη συνέχεια, από τον M. Bottka και την R. Striani και τέλος από τους V. Bottka και G. Conte, επικουρούμενους από τον P. Manzini, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως και μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 — Προεντεταμένος χάλυβας), η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, και με την απόφαση C(2011) 2269 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2011,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Ιουλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

42      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Σεπτεμβρίου 2010, η Trame άσκησε προσφυγή.

43      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Οκτωβρίου 2010, η Trame υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως.

44      Με απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2010, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι είχε τη δυνατότητα να τροποποιήσει τους λόγους ακυρώσεως και τα αιτήματά της, κατόπιν των τροποποιήσεων που επήλθαν με την πρώτη τροποποιητική απόφαση.

45      Η Trame υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της πρώτης τροποποιητικής αποφάσεως στο πλαίσιο του υπομνήματός της απαντήσεως, το οποίο κατατέθηκε στις 19 Απριλίου 2011.

46      Με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα.

47      Στις 22 Ιουνίου 2011, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Trame τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση.

48      Στις 12 Ιουλίου 2011, ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ελλείψει επείγοντος (διάταξη της 12ης Ιουλίου 2011, Emme κατά Επιτροπής, T‑422/10 R, EU:T:2011:349).

49      Η Trame υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως την 1η Αυγούστου 2011.

50      Στις 20 Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή κατέθεσε το πρωτότυπο του υπομνήματός της ανταπαντήσεως στη γλώσσα διαδικασίας καθώς και τα σχόλιά της επί των παρατηρήσεων που είχε υποβάλει η Trame επί της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως και με τον τρόπο αυτό περατώθηκε η γραπτή διαδικασία.

51      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε ακολούθως η υπό κρίση υπόθεση.

52      Η προκαταρκτική έκθεση που προβλέπεται από το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991 κοινοποιήθηκε στο έκτο τμήμα στις 8 Νοεμβρίου 2013.

53      Στις 17 Δεκεμβρίου 2013, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε σειρά ερωτήσεων και από την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα.

54      Στις 28 Φεβρουαρίου 2014, η Trame και η Επιτροπή απάντησαν στα αιτήματα αυτά. Με την απάντησή της, η Trame επισήμανε ότι, στις 18 Νοεμβρίου 2013, είχε υποβάλει στην Επιτροπή νέο αίτημα να ληφθεί υπόψη η αδυναμία της καταβολής του προστίμου λόγω της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής καταστάσεως της εταιρίας κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

55      Στις 16 Μαΐου 2014, στο πλαίσιο των αποδεικτικών μέσων του άρθρου 65 του Κανονισμού του Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το Γενικό Δικαστήριο διέταξε την Επιτροπή να προσκομίσει τα έγγραφα που είχε αρνηθεί να προσκομίσει με την απάντησή της, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, της 17ης Δεκεμβρίου 2013.

56      Στις 28 Μαΐου 2014, η Επιτροπή προσκόμισε τα αιτηθέντα έγγραφα, στα οποία είχε πρόσβαση η Trame πριν από την προφορική διαδικασία.

57      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Ιουλίου 2014.

58      Η Trame ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που της επιβάλει πρόστιμο ή να μειώσει το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε·

–        να διατάξει, βάσει του άρθρου 68 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, την κλήτευση και εξέταση ως μάρτυρα εκπροσώπου της Tréfileurope Italia κατά την περίοδο της συμπράξεως, προκειμένου να καταθέσει για ορισμένα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο σημείο 98 του δικογράφου της προσφυγής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

59      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει όλα τα αιτήματα της προσφεύγουσας·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

60      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Trame προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν τη συμμετοχή της στη σύμπραξη και τη σημασία που αυτή μπορεί να έχει για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου: ο πρώτος λόγος αφορά την ενιαία παράβαση, ο δεύτερος τη μη συμπερίληψη του συρματόσχοινου τριών συρμάτων στη σύμπραξη στην οποία η ίδια έλαβε μέρος, ο τρίτος την περίοδο συμμετοχής στην παράβαση, ο τέταρτος τον περιθωριακό ρόλο της και την ανυπαρξία αποτελεσμάτων της συμπράξεως στην αγορά και ο πέμπτος την εκ προθέσεως διάπραξη της παραβάσεως. Κατόπιν της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως, η Trame τροποποίησε τους λόγους ακυρώσεώς της, προβάλλοντας επίσης παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου λόγω της μεταχειρίσεως που έτυχαν η ArcelorMittal και η Ori Martin σε σύγκριση με την Trame, μεταχείριση από την οποία θα μπορούσε να επωφεληθεί και η ίδια. Η Trame προβάλλει, επίσης, με έκτο λόγο ακυρώσεως ότι δεν έχει την ικανότητα καταβολής του προστίμου.

 Α – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 1. Περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως

61      Από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Trame παρέβη το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ μετέχοντας, κατά τις περιόδους που αναγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε «σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα του προεντεταμένου χάλυβα στην εσωτερική αγορά και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, εντός του ΕΟΧ» (στο εξής: σύμπραξη ή ενιαία παράβαση, η οποία είναι επίσης σύνθετη και διαρκής κατά τη συνήθως χρησιμοποιούμενη ορολογία).

α)       Συστατικά στοιχεία της συμπράξεως και χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως ενιαίας

62      Στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η σύμπραξη περιγράφεται ως «συνεννόηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αποτελούμενη από τις λεγόμενες “συνεννοήσεις της Ζυρίχης” και από τις λεγόμενες “ευρωπαϊκές συνεννοήσεις” και/ή από συνεννοήσεις σε εθνικό/περιφερειακό επίπεδο κατά περίπτωση». Οι αιτιολογικές σκέψεις 123 έως 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραθέτουν εν συντομία τις διάφορες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες εν συνεχεία εκτίθενται αναλυτικά και εξετάζονται βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Σχηματικά, η σύμπραξη συνίσταται στις εξής συνεννοήσεις:

–        η ομάδα Ζυρίχης αποτέλεσε το πρώτο στάδιο της συμφωνίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η συμφωνία αυτή διήρκεσε από την 1η Ιανουαρίου 1984 έως τις 9 Ιανουαρίου 1996 και αποσκοπούσε στον καθορισμό ποσοστώσεων ανά χώρα (Γερμανία, Αυστρία, Μπενελούξ, Γαλλία, Ιταλία, και Ισπανία), στην κατανομή πελατών, στον καθορισμό των τιμών και στην ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών. Μέλη της ήταν οι εταιρίες Tréfileurope, Nedri, WDI, DWK και Redaelli, η οποία εκπροσωπούσε πολλές ιταλικές επιχειρήσεις τουλάχιστον από το 1993 και το 1995, εν συνεχεία δε, στην ομάδα προσχώρησαν η Emesa το 1992 και η Tycsa το 1993·

–        η ομάδα Ιταλίας ήταν συνεννόηση σε εθνικό επίπεδο, η οποία διήρκεσε από τις 5 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002. Η συμφωνία αυτή είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό ποσοστώσεων για την Ιταλία, καθώς και τις εξαγωγές από τη χώρα αυτή προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Μέλη της ήταν οι ιταλικές επιχειρήσεις Redaelli, ITC, CB και Itas, εν συνεχεία δε, στην ομάδα προσχώρησαν οι Tréfileurope και Tréfileurope Italia (στις 3 Απριλίου 1995), η SLM (στις 10 Φεβρουαρίου 1997), η Trame (στις 4 Μαρτίου 1997), η Tycsa (στις 17 Δεκεμβρίου 1996), η DWK (στις 24 Φεβρουαρίου 1997) και η Austria Draht (στις 15 Απριλίου 1997) ·

–        η συμφωνία του Νότου ήταν περιφερειακή συνεννόηση, την οποία διαπραγματεύτηκαν και συνήψαν το 1996 οι ιταλικές επιχειρήσεις Redaelli, ITC, CB και Itas, με την Tycsa και την Tréfileurope για τον καθορισμό του βαθμού διεισδύσεως εκάστου των συμμετεχόντων στις χώρες του Νότου (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο) και για τη δέσμευση των συμβαλλομένων να διαπραγματευτούν το σύνολο των ποσοστώσεων με τους λοιπούς παραγωγούς της Βόρειας Ευρώπης·

–        η ομάδα Ευρώπης αποτέλεσε το δεύτερο στάδιο της πανευρωπαϊκής συμφωνίας. Η συμφωνία αυτή συνήφθη τον Μάιο του 1997 από τις Tréfileurope, Nedri, WDI, DWK, Tycsa και Emesa (τις επονομαζόμενες «μόνιμα μέλη» ή «έξι παραγωγοί») και διήρκεσε έως τον Σεπτέμβριο του 2002. Σκοπός της συμφωνίας ήταν η υπέρβαση της κρίσεως στο εσωτερικό της ομάδας Ζυρίχης, η κατανομή νέων ποσοστώσεων (οι οποίες είχαν υπολογιστεί για την περίοδο μεταξύ τετάρτου τριμήνου του 1995 και πρώτου τριμήνου του 1997), η κατανομή των πελατών και ο καθορισμός των τιμών. Οι έξι παραγωγοί συμφώνησαν κανόνες συντονισμού ορίζοντας παράλληλα συντονιστές υπεύθυνους για την υλοποίηση των συνεννοήσεων σε πολλές χώρες και για τον συντονισμό με άλλες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στις ίδιες χώρες ή είχαν τους ίδιους πελάτες. Πραγματοποιούνταν τακτικές συναντήσεις εκπροσώπων τους σε διάφορα επίπεδα με σκοπό την εποπτεία της υλοποιήσεως των συνεννοήσεων. Αντάλλαξαν ευαίσθητες πληροφορίες εμπορικής φύσεως. Σε περίπτωση αποκλίσεως από τη συμφωνηθείσα συμπεριφορά, εφαρμοζόταν σύστημα αντισταθμίσεων·

–        συντονισμός όσον αφορά τον πελάτη Addtek. Στο πλαίσιο αυτής της πανευρωπαϊκής συνεννοήσεως, οι έξι παραγωγοί, ενίοτε με τη συμμετοχή των Ιταλών παραγωγών και της Fundia, προέβαιναν σε διμερείς (ή πολυμερείς) επαφές και μετείχαν στον καθορισμό τιμών και στην κατανομή πελατών κατά περίπτωση, εφόσον είχαν συμφέρον προς τούτο. Για παράδειγμα, οι Tréfileurope, Nedri, WDI, Tycsa, Emesa, CB και Fundia συντόνισαν από κοινού τις τιμές και τις ποσότητες για τον πελάτη Addtek. Τα έργα αυτά αφορούσαν κυρίως τη Φινλανδία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία, αλλά και τις Κάτω Χώρες, τη Γερμανία, τις Βαλτικές χώρες και την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ο συντονισμός για την Addtek ξεκίνησε ήδη κατά την περίοδο λειτουργίας της ομάδας Ζυρίχης στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής συμφωνίας και συνεχίστηκε τουλάχιστον έως το τέλος του 2001·

–        οι συζητήσεις μεταξύ της ομάδας Ευρώπης και της ομάδας Ιταλίας. Κατά το διάστημα τουλάχιστον από τον Σεπτέμβριο του 2000 έως τον Σεπτέμβριο του 2002, οι έξι παραγωγοί και οι ITC, CB, Redaelli, Itas και SLM είχαν τακτικές συναντήσεις με σκοπό την ένταξη των ιταλικών επιχειρήσεων στην ομάδα Ευρώπης ως μόνιμων μελών. Οι ιταλικές επιχειρήσεις επιθυμούσαν την αύξηση της ιταλικής ποσοστώσεως στην Ευρώπη, ενώ η ομάδα Ευρώπης ήταν υπέρ της διατηρήσεως του υφιστάμενου καθεστώτος. Για τον σκοπό αυτό υπήρξαν συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας για τον καθορισμό ενιαίας θέσεως, συναντήσεις της ομάδας Ευρώπης για να εξετάσει τη θέση αυτή και να καθορίσει τη δική της θέση και συναντήσεις μεταξύ των μετεχόντων στην ομάδα Ευρώπης και Ιταλών εκπροσώπων προς επίτευξη συμφωνίας για την κατανομή της ιταλικής ποσοστώσεως σε συγκεκριμένη αγορά. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αντάλλασσαν ευαίσθητες πληροφορίες εμπορικής φύσεως. Για την ανακατανομή της ευρωπαϊκής ποσοστώσεως με σκοπό την ένταξη των ιταλικών επιχειρήσεων παραγωγής, οι εν λόγω επιχειρήσεις συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν μια νέα περίοδο αναφοράς (30 Ιουνίου 2000 – 30 Ιουνίου 2001). Οι επιχειρήσεις αυτές συμφώνησαν επίσης, για τον συνολικό όγκο εξαγωγών των ιταλικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, να κατανέμονται οι εξαγωγές ανά χώρα. Παράλληλα, διεξήχθησαν συζητήσεις για τις τιμές, καθόσον τα μέλη της ομάδας Ευρώπης επιδίωκαν να τεθεί σε ισχύ σε ευρωπαϊκή κλίμακα ο μηχανισμός καθορισμού των τιμών που εφάρμοζαν οι ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής εντός της ομάδας Ιταλίας·

–        ομάδα Ισπανίας. Παράλληλα με τη συνεννόηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και στο πλαίσιο της ομάδας Ιταλίας, πέντε ισπανικές επιχειρήσεις (οι Trefilerías Quijano, Tycsa, Emesa, Galycas και Proderac, η τελευταία από τον Μάιο του 1994) και δύο πορτογαλικές επιχειρήσεις (η Socitrel από τον Απρίλιο του 1994 και η Fapricela από τον Δεκέμβριο του 1998) συμφώνησαν, όσον αφορά την Ισπανία και την Πορτογαλία, και για την περίοδο τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο του 1992 έως τον Σεπτέμβριο του 2002, να διατηρήσουν σταθερά τα μερίδιά τους αγοράς και να καθορίσουν ποσοστώσεις, να κατανείμουν πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων δημοσίων έργων, και να καθορίσουν τις τιμές και τους όρους πληρωμής. Αντάλλαξαν, επίσης, ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες.

63      Κατά την Επιτροπή, όλες οι περιγραφείσες στη σκέψη 62 ανωτέρω συνεννοήσεις έχουν τα χαρακτηριστικά ενιαίας παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 135, 609 και τμήμα 12.2.2).

64      Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι οι προαναφερθείσες συνεννοήσεις αποτελούσαν μέρος συνολικού σχεδίου με το οποίο καθοριζόταν η πολιτική των μετεχόντων στη σύμπραξη σε όλες τις γεωγραφικές ζώνες και ότι «οι επιχειρήσεις αυτές περιόρισαν την ατομική εμπορική τους δραστηριότητα προς επίτευξη ενός αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενιαίου σκοπού και ενός αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενιαίου εμπορικού στόχου, δηλαδή να νοθεύσουν ή να εξουδετερώσουν τις κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά του APC εντός του ΕΟΧ, και να επιβάλουν μια συνολική ισορροπία, ιδίως διά του καθορισμού τιμών και ποσοστώσεων, της κατανομής των πελατών και της ανταλλαγής ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών» (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 610 και τμήμα 9.3).

65      Η Επιτροπή επισήμανε συναφώς τα εξής:

«Το σχέδιο στο οποίο προσχώρησαν οι DWK, WDI, Tréfileurope, Tycsa, Emesa, Fundia, Austria Draht, Redaelli, CB, ITC, Itas, SLM, Trame, Proderac, Fapricela, Socitrel, Galycas και Trefilerías Quijano (όχι όλες ταυτοχρόνως), διαμορφώθηκε και εφαρμόστηκε τουλάχιστον για δεκαοκτώ έτη, μέσω ενός συνόλου αθέμιτων συνεννοήσεων, συγκεκριμένων συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών. Μοναδικός και κοινός σκοπός τους ήταν η παρεμπόδιση του ανταγωνισμού μεταξύ των συμμετεχόντων διά της χρησιμοποιήσεως παρόμοιων μηχανισμών προς επίτευξη του εν λόγω σκοπού (βλ. τμήμα 9.3.1). Ακόμη κι αν υπήρχε πρόβλημα στο πλαίσιο ορισμένης συνεννοήσεως, οι υπόλοιπες εξακολουθούσαν να λειτουργούν κανονικά.» (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 612).

66      Η Επιτροπή υπογράμμισε στο πλαίσιο της παρεχόμενης αιτιολογίας τα εξής:

–        «Η ομάδα Ζυρίχης και η ομάδα Ευρώπης στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής συμφωνίας συμμετέχουν σε ενιαία παράβαση, η οποία δεν διακόπηκε κατά την περίοδο κρίσεως μεταξύ 9ης Ιανουαρίου 1996 και 12ης Μαΐου 1997. […] Επίσης, όπως και στην ομάδα Ζυρίχης, οι μετέχοντες στην ομάδα Ευρώπης συνέχισαν να προβαίνουν σε καθορισμό των ποσοστώσεων, κατανομή των πελατών και καθορισμό των τιμών. Οι συζητήσεις τους και η μεταξύ τους συμφωνία αφορούσαν την ίδια περιοχή με εκείνη που κάλυπτε η ομάδα Ζυρίχης, αλλά και διάφορες άλλες χώρες […].» (αιτιολογική σκέψη 613)

–        «Ο ίδιος ο τρόπος οργανώσεως της συμπράξεως (ιδίως, το σύστημα συντονισμού […]) και η πρακτική εφαρμογή της […], καταδεικνύει ότι η πανευρωπαϊκή, η ιβηρική και η ιταλική συνεννόηση συνιστούν ενιαία παράβαση. Οι σημαντικές αποφάσεις, όπως ο καθορισμός ευρωπαϊκών ποσοστώσεων οι οποίες κάλυπταν μια ζώνη αναφοράς που εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου […] υπολογιζομένων βάσει των ποσοτήτων πωλήσεως σε συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς […], ελήφθησαν σε επίπεδο διοικητικών οργάνων στο πλαίσιο πολυμερών συναντήσεων μεταξύ των έξι επιχειρήσεων παραγωγής της ομάδας Ευρώπης […]. Οι διοικήσεις είχαν, επίσης, αναλάβει την κατανομή ορισμένων πελατών (αναφοράς) (όπως, για παράδειγμα, η Betonson και η Addtek, […]) ή τον καθορισμό των ελάχιστων τιμών σε ορισμένες χώρες και για ορισμένους πελάτες αναφοράς. Κάποια μόνιμα μέλη της πανευρωπαϊκής συμφωνίας ήταν επιφορτισμένα, σε επίπεδο πωλητών, αρχικώς να επαληθεύουν την εφαρμογή των συμφωνιών που είχαν συναφθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε μία ή περισσότερες χώρες, ιδίως όσον αφορά τον συντονισμό των τιμών και των πελατών (συμπεριλαμβανομένων της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που περιλαμβάνονται στη ζώνη αναφοράς και των χωρών προελεύσεως των μελών που μετείχαν στην ομάδα Ιταλίας και στην ομάδα Ισπανίας), και, στη συνέχεια, να καλλιεργούν επαφές με τις άλλες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις παραγωγής που δραστηριοποιούνταν στις αντίστοιχες γεωγραφικές ζώνες (συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που μετείχαν στην ομάδα Ιταλίας και στην ομάδα Ισπανίας και, για παράδειγμα, της Fundia για τον συντονισμό που αφορούσε τον πελάτη Addtek)» (αιτιολογική σκέψη 614).

–        «Ο συγκεκριμένος τρόπος λειτουργίας της συμπράξεως καταδεικνύει, επίσης, ότι οι πανευρωπαϊκές και εθνικές συνεννοήσεις συνιστούν ενιαία παράβαση: εξαρχής, η ιβηρική και η ιταλική συνεννόηση συνδέονταν στενά με την πανευρωπαϊκή συνεννόηση. Το σύστημα ποσοστώσεων της ομάδας Ιταλίας αποτέλεσε πρότυπο για τη δημιουργία του συστήματος ποσοστώσεων της ομάδας Ζυρίχης και κατά την περίοδο λειτουργίας της ομάδας Ζυρίχης και κατά την περίοδο κρίσεως, οι μετέχοντες στην ομάδα Ζυρίχης και στην ομάδα Ιταλίας διαπραγματεύτηκαν και συνήψαν συμφωνίες με αντικείμενο τις ποσοστώσεις, τις τιμές και την κατανομή των πελατών, τόσο για την Ιταλία όσο και για άλλες ευρωπαϊκές αγορές της ζώνης αναφοράς. Μολονότι οι ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής δεν ήταν πλέον μόνιμα μέλη της ομάδας Ευρώπης, ο συντονισμός μεταξύ των δύο ομάδων διασφαλιζόταν μέσω της Tréfileurope, συντονίστριας για την Ιταλία η οποία μετείχε σε όλες σχεδόν τις συζητήσεις της ομάδας Ιταλίας και μπορούσε, συνεπώς, να επηρεάσει και τις διαπραγματεύσεις και συζητήσεις στο πλαίσιο μιας ομάδας, παρέχοντας σε όλους τους μετέχοντες τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη τα σχέδια και τις συμφωνίες που καταρτίζονταν εντός της άλλης ομάδας. Τούτο ισχύει και για τις DWK, Tycsa και, αργότερα, τη Nedri, πανευρωπαϊκές επιχειρήσεις παραγωγής, οι οποίες μετείχαν επίσης τακτικώς στις συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας και στις διμερείς επαφές με τις ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής. Ομοίως, οι επιχειρήσεις παραγωγής της ομάδας Ζυρίχης/Ευρώπης και της ομάδας Ισπανίας διαπραγματεύτηκαν και συνήψαν συμφωνία με αντικείμενο τις ποσοστώσεις, τις τιμές και την κατανομή των πελατών τόσο στο πλαίσιο των ομάδων όσο και σε διμερές επίπεδο. Η Tycsa (συντονίστρια για την Ισπανία και την Πορτογαλία) και η Emesa, που μετείχαν στις δύο ομάδες, μπορούσαν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο μιας ομάδας λαμβάνοντας υπόψη τις επιθυμίες και τις συμφωνίες που καταρτίζονταν εντός της άλλης ομάδας. Οι συζητήσεις που διεξάγονταν στις τρεις ομάδες αφορούσαν συχνά διαπραγματεύσεις, συμφωνίες ή αποφάσεις που λαμβάνονταν στις άλλες ομάδες. Από τις 11 Σεπτεμβρίου 2000, εντατικοποιήθηκαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ σημαντικών επιχειρήσεων παραγωγής APC με σκοπό την επέκταση του συστήματος ποσοστώσεων της ομάδας Ευρώπης σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής APC […].» (αιτιολογική σκέψη 615)

–        Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή θεωρεί τα μέτρα που συμφωνήθηκαν και ελήφθησαν σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο (στην Ιβηρική, στην Ιταλία ή στον Νότο) ως ένα συνεπές σύνολο μέτρων που συνδέεται με τις συνεννοήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Από τα στοιχεία που περιέχονται στο κεφάλαιο IV, στο οποίο παρατίθεται το ιστορικό της υποθέσεως, προκύπτει σαφώς ότι όλοι οι μετέχοντες στις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεννοήσεις προσχώρησαν και συνέβαλαν, σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας (δηλαδή ως μετέχοντες σε μία ή περισσότερες συνεννοήσεις) σε κοινό και αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σχέδιο (αιτιολογική σκέψη 616).

67      Όσον αφορά ειδικότερα την αδιάλειπτη συμμετοχή στην παράβαση, η Επιτροπή προέβη στις ακόλουθες δύο επισημάνσεις:

–        αφενός, «[ό]λοι οι αποδέκτες της [προσβαλλομένης αποφάσεως] μετείχαν στη σύμπραξη η οποία είχε διάρκεια άνω των δεκαοκτώ ετών και πολλοί εξ αυτών μετείχαν ταυτοχρόνως σε διάφορα επίπεδα της συμπράξεως αυτής. Το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν είχε άμεση συμμετοχή σε όλες τις συνιστώσες της συμπράξεως στο σύνολό της δεν είναι ικανό να την απαλλάξει από την ευθύνη της για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Εν προκειμένω, το γεγονός ότι ορισμένες επιχειρήσεις δεν έλαβαν μέρος σε όλες τις συναντήσεις σε πανευρωπαϊκό ή εθνικό επίπεδο ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση περί συμμετοχής τους στη σύμπραξη, διότι όλες ήταν σε θέση να την πληροφορηθούν αλλά και να λάβουν υπόψη τις πληροφορίες που αντηλλάγησαν με τους ανταγωνιστές τους και να επωφεληθούν από αυτές κατά τον καθορισμό της εμπορικής συμπεριφοράς τους στην αγορά. Όπως προαναφέρθηκε, η πλειονότητα των μετεχόντων είχε προσχωρήσει στο γενικό σχέδιο και το εφάρμοσε για πολλά έτη χρησιμοποιώντας τους ίδιους μηχανισμούς και επιδιώκοντας τον ίδιο κοινό σκοπό που ήταν η παρεμπόδιση του ανταγωνισμού. Συνεπώς […], όλοι οι αποδέκτες γνώριζαν επίσης ότι μετείχαν σε γενικό σχέδιο που εφαρμοζόταν σε διάφορα επίπεδα, αν και για ορισμένους εξ αυτών μπορεί να αποδειχθεί ότι έλαβαν γνώση της συμπράξεως μόνο σε σχετικώς μεταγενέστερο στάδιό της.» (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 622)

–        αφετέρου, «[ε]ντούτοις, η ένταση της συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως στη σύμπραξη δεν είναι η ίδια λαμβανομένων υπόψη της διάρκειας της ατομικής συμμετοχής τους στη σύμπραξη […], της γεωγραφικής παρουσίας τους (ζώνη παραγωγής και πωλήσεως) και του αντίστοιχου μεγέθους τους (μεγάλες ή μικρές επιχειρήσεις). Όλα αυτά τα στοιχεία εξετάζονται στο κεφάλαιο VIII [της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων]» (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 623).

β)       Στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη όσον αφορά την Trame

68      Η συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη που ορίζει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω) κρίθηκε ότι διήρκεσε από τις 4 Μαρτίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002.

69      Τα κύρια στοιχεία που καθιστούν δυνατή την απόδειξη της συμμετοχής αυτής είναι τα εξής.

 Ομάδα Ιταλίας (από τις 4 Μαρτίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002)

70      Η Επιτροπή έκρινε ότι η Trame είχε μετάσχει στην ομάδα Ιταλίας από τις 4 Μαρτίου 1997 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 124 και 385 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και 467 έως 473 του τμήματος 9.2.1.8, με τίτλο «Ατομική συμμετοχή στην ομάδα Ιταλίας»).

71      Ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι:

–        η συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη επιβεβαιώνεται από πληθώρα εγγράφων τα οποία ανευρέθηκαν κατά τους ελέγχους και από τις δηλώσεις τουλάχιστον τριών μετεχόντων στη σύμπραξη (των SLM, Redaelli και Tréfileurope) (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 467)·

–        ακόμη κι αν η Trame δεν προσχώρησε από την αρχή στην κατανομή της ιταλικής αγοράς, οι μετέχοντες στη συνάντηση της 18ης Δεκεμβρίου 1995 (Redaelli, Itas, CB και ITC) αποφάσισαν να γνωστοποιήσουν, μεταξύ άλλων, στην Trame τα συμπεράσματά τους σχετικά με τις νέες εφαρμοστέες τιμές το 1996. Ομοίως, στη συνάντηση της 17ης Δεκεμβρίου 1996, διανεμήθηκε πίνακας με την κατανομή τόνων ανά πελάτη και ονομαστική αναγραφή των κυριότερων προμηθευτών ορισμένων πελατών στην ιταλική αγορά το 1997. Μολονότι οι στήλες που αφορούν την Trame είναι κενές, η συμπερίληψη της επιχειρήσεως στον πίνακα αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διεξήχθησαν συζητήσεις μεταξύ των συμμετεχόντων ή ότι υπήρχε τουλάχιστον σχετική πρόθεση (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 467)·

–        η πρώτη ένδειξη άμεσης επαφής της ομάδας Ιταλίας με την Trame είναι ένα έγγραφο που αφορά τη συνάντηση της 4ης Μαρτίου 1997. Το έγγραφο αυτό περιέχει χειρόγραφες σημειώσεις της συναντήσεως που αφήνουν να εννοηθεί ότι «η Trame γνωστοποίησε στα μέλη της ομάδας Ιταλίας την επιθυμία της να προσχωρήσει στην ιταλική συνεννόηση» («η Trame επιθυμεί να λάβει μέρος – θα παραστεί την επόμενη φορά») (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 467)·

–        η Trame έλαβε μέρος στη συνάντηση της ομάδας Ιταλίας στις 10 Μαρτίου 1997 (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 467)·

–        κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Trame παραδέχτηκε ότι είχε μετάσχει στις συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας κατ’ αρχάς έξι φορές, στις 5 Οκτωβρίου 1998, 9 Νοεμβρίου 1998, 18 Ιανουαρίου 1999, 8 Φεβρουαρίου 1999, 22 Φεβρουαρίου 1999 και 15 Μαρτίου 1999 (σε υποσημείωση διευκρινίζεται ότι η Trame αρνείται, εντούτοις, ότι είχε συμμετοχή σε σύμπραξη και δηλώνει ότι απλώς έλαβε μέρος στις συναντήσεις για να λάβει πληροφορίες), στη συνέχεια μεταξύ 28ης Φεβρουαρίου 2000 και 19ης Ιουνίου 2000 (σε υποσημείωση διευκρινίζεται ότι η Trame παραδέχεται ιδίως τη συμμετοχή της στις συναντήσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2000, της 6ης Μαρτίου 2000, της 13ης Μαρτίου 2000, της 21ης Μαρτίου 2000, της 15ης Μαΐου 2000, της 12ης Ιουνίου 2000 και της 19ης Ιουνίου 2000) και, τέλος, στις συναντήσεις της 10ης Απριλίου 2001 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2002 (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 468)·

–        η συμμετοχή της Trame στην ομάδα Ιταλίας ουδέποτε διακόπηκε μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002. Όσον αφορά τις συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 15ης Μαρτίου 1999 και 28ης Φεβρουαρίου 2000, παρά την απουσία της Trame από τις συναντήσεις αυτές, τα άλλα μέλη της συμπράξεως συνέχισαν να πληροφορούνται δεδομένα που αφορούσαν την Trame και η περίπτωσή της συνέχισε να αποτελεί αντικείμενο συζητήσεως. Η απουσία της σημειώθηκε ειδικώς στις συναντήσεις της 12ης Ιουλίου 1999 και της 17ης Ιανουαρίου 2000, γεγονός το οποίο αφήνει να εννοηθεί ότι η παρουσία της ήταν αναμενόμενη ενώ από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι η Trame θα αποστασιοποιούνταν κάποια στιγμή από τη σύμπραξη. Όσον αφορά τις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά τον Ιούνιο του 2000, η Trame συνέχισε να συμμετέχει στη σύμπραξη, όχι μόνο στις συναντήσεις της 10ης Απριλίου 2001 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, στις οποίες παραδέχεται ότι έλαβε μέρος, αλλά και στις συναντήσεις της 9ης Οκτωβρίου 2000 και της 30ής Ιουλίου 2002, η δε περίπτωσή της συνέχισε να αποτελεί αντικείμενο συζητήσεως έως το τέλος της παραβάσεως (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 469 και 470).

72      Συνοπτικώς, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Trame είχε άμεση συμμετοχή σε δεκαοκτώ συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας, ότι είχε ρητώς δηλωθεί απούσα από τέσσερις συναντήσεις της ομάδας αυτής, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η παρουσία της ήταν αναμενόμενη, και ότι η περίπτωσή της αποτελούσε μονίμως αντικείμενο συζητήσεως εντός της ομάδας αυτής (προσβαλλόμενη απόφαση, υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 468).

 Ομάδα Ευρώπης και πανευρωπαϊκό σύστημα (από τις 15 Μαΐου 2000 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002)

73      Προκειμένου να στοιχειοθετήσει, εις βάρος της Trame, τον ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως και, ιδίως, «την επίγνωση της εν λόγω εταιρίας ότι μετέχει σ’ ένα ευρύτερο σύστημα» (βλ. τον τίτλο του τμήματος 12.2.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή επισήμανε τα εξής:

«(651)      Απαντώντας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Trame δεν πρόβαλε καμία αντίρρηση όσον αφορά την εκ μέρους της γνώση άλλων συνεννοήσεων. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή απέδειξε ότι η Trame γνώριζε ή όφειλε ευλόγως να γνωρίζει τα διάφορα επίπεδα της συμπράξεως. Για παράδειγμα, κατά τη συνάντηση της 15ης Μαΐου 2000, στην οποία παρέστη η Trame, η Tréfileurope δήλωσε ότι τόσο η ομάδα Ευρώπης όσο και η ομάδα Ιταλίας διένυαν περίοδο κρίσεως […]. Στις 12 Ιουνίου 2000, η Trame παρέστη σε συνάντηση με τις Redaelli, ITC, Itas, Tréfileurope Italia, CB, SLM, Tycsa και DWK, κατά τη διάρκεια της οποίας επισήμανε ότι η ομάδα Ευρώπης είχε παράπονα εις βάρος της Tycsa, η οποία ήταν και μέλος της ομάδας Ισπανίας. Τα άλλα μέλη της ομάδας Ισπανίας, όπως η Socitrel και η Fapricela, κατονομάζονται επίσης στη συνάντηση αυτή […]. Επιπροσθέτως, στις 9 Οκτωβρίου 2000, η Trame παρέστη σε συνάντηση κατά την οποία οι μετέχοντες στην ομάδα Ευρώπης και στην ομάδα Ιταλίας άρχισαν να αναζητούν κοινή λύση για τις αυξημένες εξαγωγές των ιταλικών επιχειρήσεων παραγωγής με προορισμό την Ευρώπη. Κατά την ίδια αυτή συνάντηση, οι έξι επιχειρήσεις παραγωγής (πλην της Emesa) και οι ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής ανέλυσαν μεταξύ άλλων την ευρωπαϊκή αγορά και τα ποσοστά αλληλοδιεισδύσεως […]. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι από τις 15 Μαΐου 2000, τουλάχιστον, η Trame γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος ενός ευρύτερου πανευρωπαϊκού συστήματος, διαρθρωμένου σε διάφορα επίπεδα, του οποίου σκοπός ήταν η σταθεροποίηση της αγοράς APC προκειμένου να αποφευχθεί η πτώση των τιμών. Εν πάση περιπτώσει, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, η Trame δεν πραγματοποίησε πωλήσεις εκτός της Ιταλίας […]».

74      Συνεπώς, παραλλήλως με τη συμμετοχή της Trame στην ομάδα Ιταλίας μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι, από τις 15 Μαΐου 2000, η Trame «γνώριζε ή όφειλε ευλόγως να γνωρίζει τα διάφορα επίπεδα της συμπράξεως» και ειδικότερα την ομάδα Ευρώπης.

γ)       Υπολογισμός του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Trame

75      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, όταν καθορίζει το ποσό του προστίμου, οφείλει, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις και, ιδίως, τόσο τη σοβαρότητα όσο και τη διάρκεια της παραβάσεως. Η Επιτροπή διευκρίνισε, επίσης, ότι για τον σκοπό αυτό στηρίζεται στις αρχές που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 920).

76      Το πρόστιμο των 3,249 εκατομμυρίων ευρώ που επιβλήθηκε στην Trame υπολογίστηκε ως εξής.

77      Πρώτον, η Trame κρίθηκε υπεύθυνη για γενική σύμπραξη στην αγορά APC εντός του EΟΧ. Συνεπώς, για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή δήλωσε ότι έλαβε υπόψη της, σύμφωνα με το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, την «αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του ΕΟΧ» κατά τη διάρκεια της τελευταίας πλήρους χρήσεως της συμμετοχής της στην παράβαση (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 929 επ.).

78      Κατά την Trame, η αξία των πωλήσεων που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ήταν 8 231 277 ευρώ (πρώτη τροποποιητική απόφαση, σημείο 5). Πρόκειται για την αξία των πωλήσεων APC στη γεωγραφική περιοχή στην οποία εκδηλώθηκε η παράβαση, και συγκεκριμένα κατά τη διαπιστωθείσα διάρκεια της συμμετοχής της Trame: Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Αυστρία, Πορτογαλία, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία και Νορβηγία (αιτιολογικές σκέψεις 931 και 932 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν προκειμένω, εντούτοις, ελήφθησαν υπόψη μόνον οι πωλήσεις της Trame στην Ιταλία, καθόσον η Trame δεν πραγματοποίησε πωλήσεις εκτός Ιταλίας κατά την περίοδο αυτή (αιτιολογική σκέψη 651 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

79      Δεύτερον, το εφαρμοστέο ποσοστό επί της ούτως υπολογισθείσης αξίας των πωλήσεων εξαρτάται από την ίδια τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Συναφώς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, εν προκειμένω, ως σχετικές περιστάσεις τη φύση της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική εμβέλεια της παραβάσεως, καθώς και αν υλοποιήθηκε ή όχι η παράβαση (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 936 επ.).

80      Όσον αφορά τη φύση της παραβάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η σύμπραξη συνολικά συνίστατο σε κατανομές αγορών, κατανομές πελατών και οριζόντιες συμφωνίες επί των τιμών (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 939).

81      Η Επιτροπή συνεκτίμησε, επίσης, το γεγονός ότι το συνολικό μερίδιο αγοράς των εμπλεκομένων στην παράβαση επιχειρήσεων ανερχόταν σε 80 % περίπου (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 946) και ότι η παράβαση κάλυπτε σημαντικό τμήμα του ΕΟΧ. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις Socitrel, Proderac, Fapricela και Fundia, εκ των οποίων οι τρεις πρώτες μετείχαν μόνο στην ομάδα Ισπανίας (που κάλυπτε την Ισπανία και την Πορτογαλία) ενώ η τελευταία έλαβε μόνο μέρος στον συντονισμό που αφορούσε την Addtek, και ως προς τις οποίες κατέστη δυνατό να αποδειχθεί ότι έλαβαν γνώση της ενιαίας παραβάσεως μόνον πολύ μεταγενέστερα (στις 17 Μαΐου 2001 οι Socitrel, Proderac και Fapricela και στις 14 Μαΐου 2001 η Fundia), η Επιτροπή έλαβε υπόψη την πιο περιορισμένη γεωγραφική εμβέλεια κατά τον καθορισμό του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων στις οποίες έπρεπε να στηριχθεί για να εκτιμήσει το βαθμό σοβαρότητας της παραβάσεως. Η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν διαφορετική η περίπτωση των λοιπών μετεχόντων στην ομάδα Ισπανίας (Emesa/Galycas, Tycsa/Trefilerías Quijano), οι οποίοι μετείχαν ταυτοχρόνως σε διάφορα επίπεδα της συμπράξεως ή για τους οποίους αποδείχθηκε ότι γνώριζαν από πολύ νωρίτερα την ενιαία παράβαση. Ομοίως, η περίπτωση των μετεχόντων στην ομάδα Ιταλίας διέφερε από την περίπτωση των Socitrel, Proderac και Fapricela, δεδομένου ότι η καλυπτόμενη από την ομάδα Ιταλίας γεωγραφική περιοχή συνέπιπτε ως επί το πλείστον με την περιοχή που κάλυπταν οι συμφωνίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και υπερέβαινε κατά πολύ την καλυπτόμενη από την ομάδα Ισπανίας (Ισπανία και Πορτογαλία) περιοχή (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 949).

82      Όσον αφορά την εφαρμογή των συνεννοήσεων, η Επιτροπή έκρινε ότι, αν και αυτή δεν ήταν πάντα επιτυχής, οι εν λόγω συνεννοήσεις τέθηκαν πάντως σε εφαρμογή (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 950).

83      Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και των ανωτέρω κριτηρίων, η Επιτροπή έκρινε ότι το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του βαθμού σοβαρότητας της παραβάσεως ήταν 16 % για τη Fundia, 18 % για τις Socitrel, Fapricela και Proderac και 19 % για όλες τις άλλες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Trame (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 953).

84      Τρίτον, η διάρκεια της παραβάσεως ορίστηκε σε πέντε έτη και έξι μήνες, ήτοι μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002, όσον αφορά την Trame (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 956).

85      Τέταρτον, όσον αφορά το ποσοστό που έπρεπε να συμπεριληφθεί στο βασικό ποσό, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση, η Επιτροπή όρισε ως εύλογο ποσό το 16 % για τη Fundia, το 18 % για τις Socitrel, Fapricela και Proderac, και το 19 % για όλες τις λοιπές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Trame (αιτιολογική σκέψη 962 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

86      Πέμπτον, η Επιτροπή εξέτασε τις ελαφρυντικές περιστάσεις που προέβαλε η Trame κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για επιχειρήματα σχετικά με τον ήσσονος σημασίας ή παθητικό ρόλο (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψεις 987 και 992) και με την αποχή από την εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών ή με τη σημαντικά μειωμένη συμμετοχή στην παράβαση (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 1023 και 1025), βάσει των οποίων η Επιτροπή αναγνώρισε ότι, όπως και στην περίπτωση της Proderac, ο ρόλος της Trame ήταν «πολύ πιο περιορισμένος από εκείνον των άλλων μετεχόντων στη σύμπραξη και ότι έπρεπε, συνεπώς, να μειωθεί το πρόστιμο που είχε επιβληθεί στις επιχειρήσεις αυτές», επισήμανε δε ότι «η Trame είχε περιθωριακή δράση εντός της ομάδας Ιταλίας και προκαλούσε εντάσεις με τους άλλους μετέχοντες», γεγονός το οποίο δικαιολογεί μείωση κατά 5 % του ποσού του προστίμου.

87      Συνεπώς, το βασικό ποσό του προστίμου των 10 εκατομμυρίων ευρώ μειώθηκε από την Επιτροπή σε 9,5 εκατομμύρια ευρώ. Δεδομένου ότι το ποσό αυτό υπερέβαινε το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της Trame κατά το έτος 2009 (περίπου 32,5 εκατομμύρια ευρώ), στη συνέχεια μειώθηκε σε 3,249 εκατομμύρια ευρώ (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 963, 1057 και 1071).

 2. 2. Υπενθύμιση των αρχών

 α)     Απόδειξη της υπάρξεως και της διάρκειας της παραβάσεως

88      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει όχι μόνον την ύπαρξη της συμπράξεως αλλά και τη διάρκειά της. Ειδικότερα, όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή πρέπει να αποδεικνύει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν παράβαση. Ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει την παράβαση. Επομένως, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση ή η μεταρρύθμιση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ένωσης και κατοχυρώθηκε με το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού και είναι δυνατό να καταλήξουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών. Επομένως, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, T‑147/09 και T‑148/09, Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:T:2013:259, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Εξάλλου, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πράξεις, να πραγματοποιούνται μυστικές συναντήσεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Επομένως, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων, όπως τα πεπραγμένα συναντήσεων, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Επομένως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων, οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ. απόφαση Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:T:2013:259, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

90      Επιπλέον, η νομολογία απαιτεί, όταν δεν υπάρχουν στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια μιας παραβάσεως, να στηρίζεται η Επιτροπή, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση αυτή συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (απόφαση Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, Συλλογή, EU:T:2013:259, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 β)     Έννοια της ενιαίας παραβάσεως στο πλαίσιο σύνθετης παραβάσεως

91      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ χωρεί όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από συνεχιζόμενη συμπεριφορά, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της συνεχιζόμενης συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, εξεταζόμενα αφ’ εαυτών και μεμονωμένα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Συνεπώς, όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση, η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της (αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή, EU:C:1999:356, σκέψη 81, της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:2004:6, σκέψη 258, και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C‑441/11 P, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, Συλλογή, EU:C:2012:778, σκέψη 41).

92      Επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε μια τέτοια ενιαία και σύνθετη παράβαση με ενέργειές της, εμπίπτουσες στην έννοια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίες απέβλεπαν στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, μπορεί συνεπώς να είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως. Τούτο ισχύει όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των συμμετεχόντων και ότι γνώριζε τις συγκεκριμένες ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 91 ανωτέρω, EU:C:1999:356, σκέψεις 83, 87 και 203, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψη 83, και Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 91 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 42).

93      Έτσι, η επιχείρηση μπορεί να έχει συμμετάσχει άμεσα στο σύνολο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενεργειών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση, οπότε η Επιτροπή ορθώς της καταλογίζει την ευθύνη για το σύνολο των ενεργειών αυτών και, συνεπώς, για την εν λόγω παράβαση στο σύνολό της. Η επιχείρηση μπορεί επίσης να έχει συμμετάσχει άμεσα σε μέρος μόνον των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενεργειών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά να γνώριζε το σύνολο των λοιπών παράνομων ενεργειών τις οποίες σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβησαν οι λοιποί συμμετέχοντες στη σύμπραξη επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή να μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και να αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή επίσης ορθώς καταλογίζει στην επιχείρηση αυτή την ευθύνη για το σύνολο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενεργειών που συνθέτουν την εν λόγω παράβαση και, συνεπώς, για την παράβαση στο σύνολό της (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 91 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 43).

94      Αντιθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση μετείχε άμεσα σε μία ή περισσότερες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες που συνθέτουν ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά δεν αποδεικνύεται ότι, με τη συμπεριφορά της, ήθελε να συμβάλει σε όλους τους κοινούς σκοπούς που επιδίωκαν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη ούτε ότι γνώριζε όλες τις άλλες παράνομες ενέργειες τις οποίες αυτοί σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβησαν προς επίτευξη των ίδιων σκοπών ούτε ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει, αποδεχόμενη τον σχετικό κίνδυνο, η Επιτροπή δικαιούται να της καταλογίζει ευθύνη μόνο για τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες αυτή μετείχε άμεσα και για τις ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβησαν οι άλλοι μετέχοντες επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς με εκείνους που επιδίωκε η ίδια, τις οποίες αποδεικνύεται ότι γνώριζε ή ότι μπορούσε ευλόγως να προβλέψει, αποδεχόμενη τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 91 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 44).

95      Τούτο δεν μπορεί, εντούτοις, να οδηγήσει στην απαλλαγή της επιχειρήσεως αυτής από την ευθύνη της για τις ενέργειες στις οποίες δεν αμφισβητείται η συμμετοχή της ή για τις οποίες μπορεί πράγματι να της καταλογιστεί ευθύνη. Ωστόσο, η απόφαση της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μια συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση είναι εφικτό να διαιρεθεί μόνον εάν, αφενός, η εν λόγω επιχείρηση ήταν σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να αντιληφθεί ότι κατηγορείται επίσης και για κάθε μία από τις ενέργειες που συνθέτουν τη σύμπραξη, και επομένως να μπορέσει να τις αντικρούσει, και εάν, αφετέρου, η εν λόγω απόφαση είναι αρκούντως σαφής επ’ αυτού (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 91 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψεις 45 και 46).

96      Τέλος, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν έλαβε μέρος σε όλα τα στοιχεία που συνθέτουν μια σύμπραξη ή ότι διαδραμάτισε ήσσονα ρόλο σ’ εκείνες τις εκφάνσεις της συμπράξεως στις οποίες έλαβε μέρος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, στο πλαίσιο της επιμετρήσεως του προστίμου (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 91 ανωτέρω, EU:C:1999:356, σκέψη 90, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψη 86, και Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 91 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 45).

 γ)     Έννοια της αποστασιοποιήσεως σε περίπτωση συμμετοχής σε συνάντηση

97      Τρίτον, από πάγια νομολογία προκύπτει, επίσης, ότι αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η οικεία επιχείρηση έλαβε μέρος σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, προκειμένου να αποδείξει επαρκώς τη συμμετοχή της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, στην επιχείρηση αυτή απόκειται να προβάλει ενδείξεις ικανές να στοιχειοθετήσουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συναντήσεις δεν στρεφόταν κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συναντήσεις αυτές υπό διαφορετικό έναντι αυτών πρίσμα (βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 δ)     Αρχές που αφορούν τη συνεκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων

98      Τέταρτον, η νομολογία προσπαθεί να συνάγει ορισμένες αρχές σχετικές με την ατομική ευθύνη από παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως είναι μια σύμπραξη (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Μαΐου 2010, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, T‑21/05, Συλλογή, EU:T:2010:205, σκέψεις 90 επ.).

99      Συγκεκριμένα, αφού αποδείξει την ύπαρξη ενιαίας παραβάσεως και εντοπίσει τους εμπλεκομένους σ’ αυτήν, η Επιτροπή υποχρεούται, προκειμένου να επιβάλει πρόστιμα, να εξετάσει τη σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής εκάστου εξ αυτών στην εν λόγω παράβαση. Τούτο προκύπτει τόσο από τη νομολογία όσο και από τις κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες προβλέπουν διαφοροποιημένη μεταχείριση όσον αφορά το αρχικό ποσό (συγκεκριμένο αρχικό ποσό), καθώς και τη συνεκτίμηση επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων που επιτρέπουν την προσαρμογή του ποσού του προστίμου, ιδίως σε σχέση με τον ενεργό ή παθητικό ρόλο των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά την τέλεση της παραβάσεως [βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 91 ανωτέρω, EU:C:1999:356, σκέψεις 90 και 150 και, όσον αφορά τα κατευθυντήριες γραμμές του 1998 (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 98 ανωτέρω, EU:T:2010:205, σκέψη 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

100    Εν πάση περιπτώσει, ουδέποτε μπορεί να επιβληθεί σε επιχείρηση πρόστιμο του οποίου το ποσό υπολογίζεται με γνώμονα τη συμμετοχή της σε σύμπραξη για την οποία δεν έχει κριθεί υπεύθυνη (απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 98 ανωτέρω, EU:T:2010:205, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

101    Ομοίως, μια επιχείρηση μπορεί να υφίσταται κυρώσεις μόνο για τα γεγονότα που της προσάπτονται ατομικώς (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T‑45/98 και T‑47/98, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:T:2001:288, σκέψη 63).

102    Οι κυρώσεις πρέπει συνεπώς να εξατομικεύονται, υπό την έννοια ότι πρέπει να έχουν σχέση με τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά των σχετικών επιχειρήσεων (αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:2006:433, σκέψη 46, και της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:2007:326, σκέψη 44).

103    Συγκεκριμένα, έχει ήδη κριθεί ότι επιχείρηση της οποίας η ευθύνη αποδεικνύεται όσον αφορά πλείονες πτυχές μιας συμπράξεως συντελεί περισσότερο στην αποτελεσματικότητα και στη σοβαρότητα της συμπράξεως αυτής από επιχείρηση εμπλεκόμενη σε μία μόνο πτυχή της εν λόγω συμπράξεως. Ως εκ τούτου, η πρώτη επιχείρηση διαπράττει σοβαρότερη παράβαση από τη δεύτερη (απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 98 ανωτέρω, EU:T:2010:205, σκέψη 99).

104    Υπό το πρίσμα του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και λαμβανομένων υπόψη των ως άνω αρχών πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα των διαδίκων, τα οποία εκτίθενται αναλυτικά στην έκθεση ακροατηρίου που γνωστοποιήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο.

 Β – Επί της συμμετοχής σε ενιαία παράβαση

 1. Επιχειρήματα των διαδίκων

105    Η Trame υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να της προσάπτει ότι μετείχε για πέντε έτη και έξι μήνες σε ενιαία παράβαση συνιστάμενη σε συμφωνίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ομάδα Ευρώπης), περιφερειακό και εθνικό επίπεδο (ομάδα Ισπανίας, συμφωνία του Νότου, ομάδα Ιταλίας). Κατά την εποχή των πραγματικών περιστατικών, η Trame πωλούσε προϊόντα μόνο στην Ιταλία, όχι λόγω της προβαλλόμενης συμφωνίας κατανομής της αγοράς, αλλά λόγω του γεγονότος ότι δεν είχε πιστοποίηση για την πώληση των προϊόντων της στην αλλοδαπή. Οι πληροφορίες που αφορούσαν άλλα κράτη πλην της Ιταλίας δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτή. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει η συμμετοχή της στο υπερεθνικό επίπεδο της παραβάσεως ή σε άλλη σύμπραξη πλην της ομάδας Ιταλίας. Αφενός, η Trame δεν έλαβε ποτέ μέρος σε συναντήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ούτε αντήλλαξε σχετικές πληροφορίες. Αφετέρου, η συμμετοχή στην ενιαία παράβαση δεν θα μπορούσε να συναχθεί μόνον από το γεγονός ότι, εντός της ομάδας Ιταλίας, οι ανταγωνιστές έκαναν σποραδικώς ή παρεμπιπτόντως αναφορά στην ομάδα Ευρώπης παρουσία της Trame. Επ’ αυτού, η ίδια η Επιτροπή παραδέχεται ότι η Trame δεν γνώριζε το ευρωπαϊκό επίπεδο της παραβάσεως προ της 15ης Μαΐου 2000 (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 651), το οποίο θα έπρεπε τουλάχιστον να λάβει υπόψη για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου. Η μόνη αναφορά στην ομάδα Ευρώπης προκύπτει από έγγραφο που αφορά τη συνάντηση της 15ης Μαΐου 2000, στο οποίο απλώς επισημαίνεται ότι η ομάδα αυτή διανύει περίοδο κρίσεως. Κατά την Επιτροπή, πρόκειται εξάλλου για «πιθανή» αναφορά στην ομάδα Ευρώπης, γεγονός το οποίο εκφράζει τις αμφιβολίες της ως προς το ζήτημα αυτό. Τα έγγραφα που αφορούν τις συναντήσεις της 12ης Ιουνίου και της 9ης Οκτωβρίου 2000 δεν περιέχουν καμία ρητή αναφορά στην ομάδα Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια της παραβάσεως που της προσάπτεται, η Trame δεν γνώριζε ούτε θα μπορούσε να γνωρίζει όντως την ομάδα Ευρώπης και τους μηχανισμούς της.

106    Παράλληλα, η Trame επισημαίνει ότι στις Socitrel, Proderac και Fapricela επιβλήθηκαν κυρώσεις μόνο για τη συμμετοχή τους σε μια συνιστώσα της ενιαίας παραβάσεως (στην ομάδα Ισπανίας), λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι έλαβαν μεταγενεστέρως γνώση του πανευρωπαϊκού επιπέδου της. Ειδικότερα, η Επιτροπή καταλόγισε στη Fapricela ευθύνη για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη μεταξύ Δεκεμβρίου του 1998 και Σεπτεμβρίου του 2002, αλλά έλαβε υπόψη μόνον τη συμμετοχή της επιχειρήσεως αυτής στην ομάδα Ισπανίας, διότι η Fapricela δεν είχε λάβει ποτέ μέρος στις ευρωπαϊκές συναντήσεις, οι οποίες περιήλθαν σε γνώση της μόλις τον Μάιο του 2001. Η περίπτωση αυτή είναι παρόμοια με εκείνη της Trame, στην οποία η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη για συμμετοχή στην ομάδα Ιταλίας μεταξύ Μαρτίου του 1997 και Σεπτεμβρίου του 2002, καθώς και γνώση του ευρωπαϊκού επιπέδου της συμπράξεως από τον Μάιο του 2000. Οι επιχειρήσεις αυτές δεν διαδραμάτισαν, συνεπώς, κανένα ρόλο σε ευρωπαϊκό επίπεδο και έλαβαν γνώση αυτού του επιπέδου της συμπράξεως μόνον κατόπιν παρελεύσεως άνω του ημίσεως της προσαπτομένης παραβατικής περιόδου. Η αυθαίρετη διαφορετική μεταχείριση αυτών των δύο επιχειρήσεων είχε αρνητικές συνέπειες στον καθορισμό του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Trame, το οποίο ήταν υπερβολικό έχοντας ληφθεί υπόψη μια κατάσταση η οποία δεν ανταποκρινόταν στη δική της περίπτωση.

107    Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύεται ότι τα μέλη της ομάδας Ιταλίας τηρούνταν διαρκώς ενήμερα για τις αποφάσεις που λαμβάνονταν από την ομάδα Ευρώπης και ότι τα ίδια ενημέρωναν τα μέλη της ομάδας Ευρώπης για τις δικές τους αποφάσεις. Υπήρχε ισχυρός συντονισμός μεταξύ της ομάδας Ευρώπης και της ομάδας Ιταλίας. Τόσο κατά το στάδιο της ομάδας Ζυρίχης όσο και κατά το στάδιο της ομάδας Ευρώπης, τα μέλη της ομάδας Ιταλίας μπόρεσαν να λάβουν τις αποφάσεις τους λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που τους είχε διαβιβάσει ο εκπρόσωπός τους στο πανευρωπαϊκό επίπεδο (η Redaelli κατά το στάδιο της ομάδας Ζυρίχης και η Tréfileurope κατά το στάδιο της ομάδας Ευρώπης). Αποδεικνύεται επίσης ότι, από τις 15 Μαΐου 2000, η Trame γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος ενός ευρύτερου πανευρωπαϊκού συστήματος, το οποίο ήταν διαρθρωμένο σε διάφορα επίπεδα. Η περίπτωση της Trame διαφέρει, επίσης, από εκείνη των Socitrel, Proderac και Fapricela, οι οποίες αντιλήφθηκαν τη συμμετοχή τους σ’ ένα πανευρωπαϊκό σύστημα για πρώτη φορά στις 15 Μαΐου 2001, πολύ μεταγενέστερα αφότου τούτο περιήλθε εις γνώση της Trame. Επιπροσθέτως θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ομάδα Ιταλίας και η ομάδα Ευρώπης αλληλεπικαλύπτονται από γεωγραφικής απόψεως.

 2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

108    Εξαρχής πρέπει να επισημανθεί ότι εσφαλμένως η Επιτροπή καταλόγισε στην Trame ευθύνη για τη συμμετοχή της σε ενιαία παράβαση διάρκειας πέντε ετών και έξι μηνών, μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002 (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, άρθρο 1, και σκέψεις 61 και 68 ανωτέρω), καθόσον η Επιτροπή ήταν σε θέση να αποδείξει μόνον από τις 15 Μαΐου 2000 ότι η Trame «γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει» ότι διά της συμμετοχής της στην ομάδα Ιταλίας, μετείχε και σ’ ένα ευρύτερο πανευρωπαϊκό σύστημα, το οποίο ήταν διαρθρωμένο σε διάφορα επίπεδα (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 651, και σκέψη 73 ανωτέρω).

109    Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί, συνεπώς, να προσάψει στην Trame ότι, αφενός, μετείχε στην ομάδα Ιταλίας μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002 και, αφετέρου, ότι τελούσε εντός της ομάδας Ιταλίας σε κατάσταση κατά την οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, από τις 15 Μαΐου 2000, ότι η συμμετοχή της σ’ αυτή τη συνιστώσα της συμπράξεως εντασσόταν σ’ ένα ευρύτερο σύστημα, στο οποίο σκόπευε να συμβάλει με τις δικές της ενέργειες, γεγονός το οποίο θα επέτρεπε στην Επιτροπή να κρίνει ότι, συνεπώς, μετείχε σε ενιαία παράβαση κατά την έννοια που ορίζει η παρατιθέμενη στις σκέψεις 91 επ. ανωτέρω νομολογία.

110    Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό πρέπει, μεταξύ άλλων, να διακριβωθεί εάν η Επιτροπή ήταν δυνατό να αποφανθεί ότι, από τις 15 Μαΐου 2000, η Trame «γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει» ότι η ομάδα Ιταλίας εντασσόταν σε συνολικό σχέδιο, το οποίο περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, το δεύτερο στάδιο της πανευρωπαϊκής συμφωνίας, την ομάδα Ευρώπης, παραλλήλως με την ομάδα Ιταλίας.

α)       Η περίπτωση της Trame σε σύγκριση με τα άλλα μέλη της ομάδας Ιταλίας

111    Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι η Trame δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των επιχειρήσεων που έλαβαν μέρος στη συνάντηση της ομάδας Ιταλίας στις 16 Δεκεμβρίου 1997, η οποία θεωρείται ως μια από τις συναντήσεις που απεικονίζουν με τον πιο παραστατικό τρόπο τη στενή σχέση που υπήρχε μεταξύ των ιταλικών και πανευρωπαϊκών συνεννοήσεων κατά την περίοδο της ομάδας Ευρώπης (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 558). Πράγματι, κατά τη συνάντηση αυτή η Tréfileurope εξέθεσε λεπτομερώς στις Redaelli, CB, Itas και ITC τους κανόνες της ομάδας Ευρώπης (βλ. το σχετικό με τη συνάντηση της 16ης Δεκεμβρίου 1997 τμήμα που περιέχεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

112    Η Επιτροπή βασίμως κρίνει, όπως και στο πρώτο μέρος της επιχειρηματολογίας της (βλ. σκέψη 107 ανωτέρω), για τις εν λόγω πέντε επιχειρήσεις παραγωγής, ότι τα μέλη της ομάδας Ιταλίας ενημερώνονταν για τις αποφάσεις που λαμβάνονταν από την ομάδα Ευρώπης και ενημέρωναν τα μέλη της ομάδας Ευρώπης για τις δικές τους αποφάσεις. Ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Tréfileurope δεν ήταν μόνο μέλος της ομάδας Ιταλίας, αλλά και ένα από τα μόνιμα μέλη της ομάδας Ευρώπης και ότι οι Redaelli, CB, Itas και ITC, καθώς και η SLM στη συνέχεια, έλαβαν μέρος ή αποτέλεσαν κύριο θέμα πολλών συζητήσεων εντός της ομάδας Ευρώπης και της ομάδας Ιταλίας με σκοπό τον καθορισμό ποσοστώσεως εξαγωγής για τις ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής εκτός της Ιταλίας. Το περιεχόμενο των σχετικών συζητήσεων μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις παραγωγής ήθελαν να προτείνουν στις ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής μια ανεκτή εκ μέρους τους ποσόστωση εξαγωγής, αλλά οι ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής έκριναν ανεπαρκή την ποσόστωση αυτή, γεγονός το οποίο οδήγησε στη διεξαγωγή συζητήσεων για την εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσεως (βλ., στην προσβαλλόμενη απόφαση, τις αιτιολογικές σκέψεις 278 επ. στο μέρος που επιγράφεται «Περιγραφή των κυριότερων πολυμερών συναντήσεων, από τις οποίες προκύπτει ότι, επί ποσοστώσεως 47 000 τόνων την οποία πρότειναν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις παραγωγής έναντι 60 000 τόνων προταθέντων από τις ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής, επιτεύχθηκε κατ’ αρχήν συμφωνία για ποσότητα 50 000 τόνων).

113    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως υποστηρίζει η Trame με την επιχειρηματολογία της (βλ. σκέψη 105 ανωτέρω), ότι η περίπτωσή της διαφέρει από εκείνη των Tréfileurope, Redaelli, CB, Itas, ITC και, στη συνέχεια, της SLM. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 651 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, η Trame δεν πραγματοποίησε πωλήσεις εκτός της Ιταλίας». Περαιτέρω, όπως επισημαίνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Trame παρέστη σε δεκαοκτώ συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας (προσβαλλόμενη απόφαση, υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 468). Η Trame διευκρινίζει συναφώς ότι πρόκειται για δεκαοκτώ συναντήσεις επί συνόλου 234. Ο αριθμός αυτός είναι όντως πολύ μικρότερος από τον αριθμό των συναντήσεων στις οποίες έλαβαν μέρος τα βασικά μέλη της ομάδας Ιταλίας. Εν γένει, και υπό την επιφύλαξη των συναντήσεων που ρητώς αναφέρει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει επίσης ότι η Trame δεν ήταν παρούσα στις κυριότερες συναντήσεις που αφορούσαν τις συζητήσεις οι οποίες ενδιέφεραν τόσο την ομάδα Ιταλίας όσο και την ομάδα Ευρώπης (βλ., για παράδειγμα, εκτός από τη συνάντηση της 16ης Δεκεμβρίου 1997, και τα σχετικά με τις συναντήσεις της 12ης και της 23ης Ιουλίου 2001 τμήματα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

114    Η Επιτροπή παραδέχεται σιωπηρώς την ιδιαιτερότητα της περιπτώσεως της Trame, σε σύγκριση με εκείνη των βασικών μελών της ομάδας Ιταλίας, διότι, κατά την Επιτροπή, η Trame «γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει» ότι διά της συμμετοχής της στην ομάδα Ιταλίας μετείχε και σ’ ένα πανευρωπαϊκό σύστημα, μόνον από τις 15 Μαΐου 2000 και όχι από την προσχώρησή της στην ομάδα Ιταλίας τον Μάρτιο του 1997. Τούτο προκύπτει, επίσης, από δήλωση που προσκόμισε η Trame στο όνομα ενός εκ των εκπροσώπων της Tréfileurope εντός της ομάδας Ιταλίας, στην οποία επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι «η [Trame] έλαβε μέρος σε πολύ μικρό αριθμό συναντήσεων στο πλαίσιο της ομάδας Ιταλίας, συχνότερα δε στα γραφεία της Federacciai […]. [Σ]υχνά η [Trame] εμφανιζόταν μόνο στο μέσο της συναντήσεως. Ενίοτε ελάμβανε η ίδια την πρωτοβουλία να αποχωρήσει πριν από το πέρας της συναντήσεως».

115    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, ελλείψει συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων που να αφορούν την περίπτωση της Trame, η Επιτροπή δεν μπορεί απλώς να υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι αποδεικνύεται η συμμετοχή των πέντε βασικών μελών της ομάδας Ιταλίας, και στη συνέχεια της SLM, στις συζητήσεις μεταξύ της ομάδας Ευρώπης και της ομάδας Ιταλίας με αντικείμενο την ποσόστωση εξαγωγών των ιταλικών επιχειρήσεων παραγωγής εκτός Ιταλίας, αρκεί για να αποδειχθεί ότι η Trame, ως μέλος της ομάδας Ιταλίας, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τις συζητήσεις αυτές. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, τα μέλη της ομάδας Ιταλίας δεν αποτελούν ομοιογενή κατηγορία, αλλά συντίθεται από επιχειρήσεις που έχουν σημαντικές διαφορές. Συγκεκριμένα, ορισμένα μέλη της ομάδας Ιταλίας ήταν επίσης μέλη άλλων ομάδων, όπως η Tréfileurope ή η Tycsa. Άλλα μέλη της ομάδας Ιταλίας ήταν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και σε άλλα κράτη μέλη, όπως οι Redaelli, CB, Itas, ITC και στη συνέχεια η SLM. Εν προκειμένω, μολονότι η Trame ήταν μέλος της ομάδας Ιταλίας, η συμμετοχή της διακρίνεται τόσο σε επίπεδο πραγματικών περιστατικών (απουσία εξαγωγών, μεταγενέστερη γνώση της πανευρωπαϊκής διαστάσεως της συμπράξεως) όσο και σε επίπεδο αποδείξεων (μικρός αριθμός συναντήσεων στις οποίες καταγράφεται η παρουσία της Trame) από εκείνη των πέντε βασικών μελών της ομάδας Ιταλίας, τα οποία μετείχαν εξαρχής στις συνεννοήσεις αυτές, όσον αφορά τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική διάστασή τους.

β)       Εξέταση στοιχείων σχετικών με τις συναντήσεις του Μαΐου, του Ιουνίου και του Οκτωβρίου του 2000

116    Από την προσβαλλόμενη απόφαση και από το δεύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής (βλ. σκέψη 107 ανωτέρω) προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτιμά ότι μπορεί να δεχθεί τη συμμετοχή της Trame σε ενιαία παράβαση από τις 15 Μαΐου 2000, διότι από τότε η Trame «γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει» ότι αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος ενός ευρύτερου πανευρωπαϊκού συστήματος. Κατά την Επιτροπή, το συμπέρασμα αυτό θα μπορούσε να συναχθεί από αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις τρεις συναντήσεις που προσδιορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 651 της προσβαλλομένης αποφάσεως: τις συναντήσεις της 15ης Μαΐου, της 12ης Ιουνίου και της 9ης Οκτωβρίου 2000.

117    Από την εξέταση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορεί, εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με την Επιτροπή.

118    Η πρώτη συνάντηση στην οποία στηρίζεται η Επιτροπή για να αποδείξει ότι η Trame ήταν σε θέση να γνωρίζει, ήδη από τις 15 Μαΐου 2000, ότι η ομάδα Ιταλίας εντασσόταν σ’ ένα ευρύτερο συνολικό σχέδιο, ιδίως διότι προέβλεπε τον συντονισμό της ομάδας Ιταλίας με την ομάδα Ευρώπης, είναι η συνάντηση της ομάδας Ιταλίας που πραγματοποιήθηκε κατά την ημερομηνία αυτή. Στο σχετικό με την εν λόγω συνάντηση τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι σ’ αυτήν εκπροσωπούνταν: οι CB, Itas, ITC, Tréfileurope Italia, SLM, Trame και DWK, ενώ η Tycsa αναφέρεται ως απούσα.

119    Στο τμήμα αυτό, η Επιτροπή παρουσίασε ως εξής τα θέματα που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση της 15ης Μαΐου 2000:

–        «[σ]υζήτηση για τις τιμές των πρώτων υλών και για την κρίση της αγοράς. Κατά την άποψη [ενός εκ των εκπροσώπων της Tréfileurope], η ομάδα Ευρώπης, η οποία απαρτίζεται από τις Emesa, Tycsa, Tréfileurope, Nedri, DWK και WDI, και η ομάδα Ιταλίας διανύουν [αμφότερες] περίοδο κρίσεως»·

–        «Η Emesa αποχωρεί από την ομάδα Ευρώπης» και «η Tycsa και η Emesa απέσπασαν μεγάλες ποσότητες από τη Fundia»· «γίνεται επίσης αναφορά στις Fapricela και Socitrel»·

–        «η Tréfileurope επιβεβαιώνει τη συνάντηση με αντικείμενο την αγορά της Ιταλίας».

120    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από τις ITC, CB, SLM και Tréfileurope και ελήφθησαν είτε κατά τους ελέγχους είτε στο πλαίσιο αιτήσεως περί επιείκειας. Από χειρόγραφο πρακτικό της συναντήσεως της 15ης Μαΐου 2000, το οποίο κοινοποιήθηκε από την ITC, μπορούν, μεταξύ άλλων, να αποδειχθούν όσα εκτίθενται ανωτέρω στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση της σκέψεως 119.

121    Η δεύτερη σχετική συνάντηση είναι η συνάντηση της ομάδας Ιταλίας στις 12 Ιουνίου 2000. Στο σχετικό με την εν λόγω συνάντηση τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι σ’ αυτήν εκπροσωπούνταν: οι Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope Italia, SLM, Trame, Tycsa και DWK.

122    Στο τμήμα αυτό, η Επιτροπή παρουσίασε ως εξής τα θέματα που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση της 12ης Ιουνίου 2000:

–        «[σ]υζήτηση για την αγορά. Η Tycsa ζητεί πωλήσεις σε χαμηλότερες τιμές (σημειώνεται ότι πωλούν 4 000 τόνους στην ιταλική αγορά, δηλαδή το 4 % του μεριδίου αγοράς). Οι Πορτογάλοι υφίστανται πιέσεις από τους Ισπανούς. Γίνεται αναφορά στις “Emesa-Tycsa, Socitrel-Fapricela”. Μνεία (πιθανώς) της ομάδας Ευρώπης η οποία παραπονείται για την Tycsa (οι Anvers και Düsseldorf παραπονούνται για την Tycsa)»·

–        «[κ]ατανομή ορισμένων (κατονομαζόμενων) πελατών και παραδόσεις σε προμηθευτές που χαρακτηρίζονται ως “leaders”».

123    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από τις Tycsa και ITC και ελήφθησαν είτε κατά τους ελέγχους είτε στο πλαίσιο αιτήσεως περί επιείκειας. Από χειρόγραφο πρακτικό της συναντήσεως της 12ης Ιουνίου 2000, το οποίο κοινοποιήθηκε από την ITC, μπορούν, μεταξύ άλλων, να αποδειχθούν όσα εκτίθενται ανωτέρω στην πρώτη περίπτωση της σκέψεως 122.

124    Η τρίτη σχετική συνάντηση είναι η συνάντηση της ομάδας Ιταλίας στις 9 Οκτωβρίου 2000. Στο σχετικό με την εν λόγω συνάντηση τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι σ’ αυτήν εκπροσωπούνταν: οι Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και Tréfileurope Italie, SLM, Trame, Tycsa, DWK, Nedri και WDI.

125    Στο τμήμα αυτό, η Επιτροπή παρουσίασε ως εξής τα θέματα που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση της 9ης Οκτωβρίου 2000:

–        «[σ]υζήτηση για τις ποσοστώσεις στην ευρωπαϊκή αγορά (συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ελβετίας, της Αυστρίας και του Βελγίου). Στο πλαίσιο αυτό, συζήτηση σχετικά με την ποσότητα που η SLM θα ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί [1 400 τόνοι επί συνολικού όγκου πωλήσεων (στην Ιταλία) το 2001 υπολογιζόμενου σε 50 000 τόνους]. Δηλώνεται ότι η SLM θα ήταν διατεθειμένη να συνεχίσει τη διαπραγμάτευση της θέσεώς της με την Ευρώπη»·

–        «[κ]ατά τη CB, η συνάντηση αφορούσε την ανάλυση της ευρωπαϊκής αγοράς και το ποσοστό αλληλοδιεισδύσεως. Διαπραγματεύσεις με τις ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής με σκοπό τη σύναψη συμφωνίας για την κατανομή της αγοράς»·

–        «Tycsa: ανάλυση αγοράς και απόρριψη αιτήματος ορισμένων παραγωγών για διασφάλιση των ποσοστώσεων ανά χώρα»·

–        «Nedri: ο σκοπός (που δεν επιτεύχθηκε) ήταν η ένταξη των ιταλικών επιχειρήσεων παραγωγής σε νέα κατανομή ποσοστώσεων. Κατά τη συνάντηση, οι ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής (CB, ITC, Itas, Redaelli, SLM) ζήτησαν από τις WDI, DWK, Nedri, Tycsa και Tréfileurope ποσόστωση εξαγωγής 60 000 τόνων»·

–        «Η συνάντηση αυτή προετοιμάστηκε από τους μετέχοντες στην ομάδα Ευρώπης σε συνάντηση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000 στις Βρυξέλλες […]».

126    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται ιδίως από τις ITC, CB, Tycsa, Nedri, WDI, Tréfileurope, DWK και Redaelli.

127    Βάσει του χειρόγραφου πρακτικού της συναντήσεως της 9ης Οκτωβρίου 2000, το οποίο κοινοποιήθηκε από την ITC, δεν μπορεί να συναχθεί προφανώς το συμπέρασμα ότι η συζήτηση αφορούσε όλα όσα προβάλλονται ανωτέρω στην πρώτη περίπτωση της σκέψεως 125. Πράγματι, οι σχετικές αναφορές του πρακτικού αφήνουν να εννοηθούν τα εξής: πρώτον, η ένδειξη « – ΟΧΙ» αναγράφεται δίπλα στην «SLM» και στην «RT [Redaelli]» στον κατάλογο των παρισταμένων προσώπων και των επιχειρήσεων που εκπροσωπήθηκαν στη συνάντηση και η ένδειξη «ώρα 15» αναγράφεται δίπλα στο όνομα του εκπροσώπου της Trame (η δε συνάντηση άρχισε δε στις 10 η ώρα βάσει των αναγραφομένων· άλλωστε από την εξέταση του ονόματος του εκπροσώπου αυτού προκύπτει ότι το συγκεκριμένο όνομα τέθηκε πάνω από το σύμβολο « – » το οποίο είχε αρχικώς αναγραφεί δίπλα στην ένδειξη «Trame»)· δεύτερον, η συζήτηση περί των ποσοστώσεων για την ευρωπαϊκή αγορά, η οποία πρέπει να διεξήχθη στην αρχή της συναντήσεως βάσει της θέσεώς της στο πρακτικό, προκύπτει μόνον από τέσσερις γραμμές στις οποίες αναγράφονται τα ακόλουθα «Ηνωμένο Βασίλειο + Ιρλανδία 40· Νορβηγία, Σουηδία, Δανία 40· Πορτογαλία 25· Ελβετία – Αυστρία 10» (ίσως πρόκειται για ποσοστά ή συντελεστή διεισδύσεως των εξαγωγών, αλλά τούτο δεν προκύπτει σαφώς από το πρακτικό)· τρίτον, αναγράφονται πολλά στοιχεία που αφορούν την SLM, όπως η αναφορά σε «1 400 τόνων», σε «παραγωγή του 2001» σε «50 000 τόνους» και στη διαθεσιμότητα της SLM για συνέχιση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη θέση της στην Ευρώπη, χωρίς να είναι σαφές ότι οι αναφορές αυτές αφορούν όσα αναγράφονται σχετικά με τις φερόμενες ποσοστώσεις για την ευρωπαϊκή αγορά, διότι χωρίζονται με μεγάλη γραμμή κατά μήκος όλης της σελίδας από άλλες αναφορές σχετικές με άλλα στοιχεία.

128    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το έγγραφο στο οποίο στηρίζεται η Επιτροπή για να αποδείξει το περιεχόμενο όσων επισημαίνονται ανωτέρω στην πρώτη περίπτωση της σκέψεως 125 είναι όντως ικανό να αποδείξει μόνον όσα εκτίθενται στη δεύτερη και στην τρίτη περίοδο της περιπτώσεως αυτής, χωρίς να μπορεί να συναχθεί με επαρκείς αποδείξεις το συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο τμήμα της συζητήσεως διεξήχθη παρουσία της SLM και της Redaelli ή ακόμη ενόσω παρίστατο ο εκπρόσωπος της Trame, καθόσον μπορεί κατά πάσα πιθανότητα να γίνει δεκτό ότι, μολονότι η συνάντηση άρχισε στις 10 η ώρα, ο εκπρόσωπος της Trame έφθασε μόλις στις 15:00 η ώρα.

129    Περαιτέρω, από άλλες ενδείξεις, στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή στην έκθεση πληροφοριών που διαθέτει σε σχέση με τη συνάντηση της 9ης Οκτωβρίου 2000, προκύπτει ότι, όταν η Nedri αναφέρθηκε στις ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής και στη συζήτηση για τις ποσοστώσεις εξαγωγής, δήλωσε ότι οι επιχειρήσεις αυτές ήταν οι CB, ITC, Itas, Redaelli και SLM, χωρίς να αναφέρει την Trame. Εάν η Trame ήταν τότε παρούσα στη συζήτηση, θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να αναφέρει η Nedri και την επιχείρηση αυτή.

130    Από τα σχετικά με τις ανωτέρω τρεις συναντήσεις αποδεικτικά στοιχεία, συνολικώς εξεταζόμενα, είναι δυνατό να γίνουν τρεις διαπιστώσεις όσον αφορά την Trame. Πρώτον, κατά τη διάρκεια των συναντήσεων αυτών, υπήρξε αναφορά στην ομάδα Ευρώπης, η οποία ήταν αναμφιβόλως ρητή τον Μάιο του 2000, διότι η Trame μπορούσε να κατανοήσει ακόμη και τη σύνθεση της εν λόγω ομάδας και, τουλάχιστον σιωπηρή, τον Ιούνιο του 2000 (διά της μνείας της Αμβέρσας [Anvers] και του Düsseldorf που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αναφορά στην εταιρική έδρα επιχειρήσεων μελών της ομάδας Ευρώπης). Δεύτερον, προκύπτει επίσης ότι οι αναφορές στην ομάδα Ευρώπης κατά τη διάρκεια των συναντήσεων αυτών είχαν σχέση με μια επιχείρηση, την Tycsa (παρούσα επιπλέον στις συναντήσεις του Ιουνίου και του Οκτωβρίου του 2000), η οποία είχε μόνον περιθωριακή παρουσία στην Ιταλία, ή με άλλες μη ιταλικές επιχειρήσεις (Socitrel, Fapricela, Emesa). Εξ αυτού δύναται ευλόγως να εννοηθεί ότι η σύμπραξη για το APC υπήρχε μόνο στην Ιταλία ή ότι σ’ αυτήν εμπλέκονταν μόνον επιχειρήσεις παραγωγής κυρίως ενδιαφερόμενες για την Ιταλία. Τρίτον, μπορεί επίσης ευλόγως να θεωρηθεί ότι οι τυχόν υφιστάμενες αμφιβολίες σχετικά με τη φύση και τις ενέργειες της ομάδας Ευρώπης, που είχαν διατυπωθεί στις συναντήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου του 2000, ήρθησαν τον Οκτώβριο του 2000, καθόσον προκύπτει ότι οι μετέχοντες στη συνάντηση αυτή δεν είναι μόνον τα βασικά μέλη της ομάδας Ιταλίας ή οι παραγωγοί που δραστηριοποιούνται στην ιταλική αγορά. Εντούτοις, εξακολουθεί να είναι αμφίβολο, εάν η Trame παρέστη κατά το μέρος της συναντήσεως αυτής που αφορούσε τις προθέσεις της SLM εκτός της Ιταλίας.

131    Εν πάση περιπτώσει προκύπτει ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ο εκπρόσωπος της Trame έφθασε στη συνάντηση της 9ης Οκτωβρίου 2000 μόλις στις 15:00 η ώρα, εντούτοις, έλαβε μέρος σε συνάντηση στην οποία παρίσταντο, μεταξύ άλλων, εκπρόσωποι των DWK, WDI και Nedri, οι οποίες δεν είναι επιχειρήσεις παραγωγής που ενδιαφέρονται κυρίως για την Ιταλία.

132    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτό ότι, τουλάχιστον από την τρίτη συνάντηση της 9ης Οκτωβρίου 2000, η Trame, όπως και κάθε άλλη επιχείρηση που έλαβε μέρος στις ανωτέρω τρεις συναντήσεις, ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι υπήρχε, παραλλήλως με την ομάδα Ιταλίας, και μια άλλη ομάδα, η ομάδα Ευρώπης, η οποία αναφέρθηκε ρητώς τον Μάιο και εμμέσως τον Ιούνιο του έτους αυτού και της οποίας οι δραστηριότητες όχι μόνον πρέπει να ήταν παρόμοιες με εκείνες της ομάδας Ιταλίας, αλλά αποτελούσαν και αντικείμενο συντονισμού με την ομάδα Ιταλίας, όπως επιβεβαιώνεται από την παρουσία μη ιταλικών επιχειρήσεων παραγωγής, όπως η DWK, στις συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας.

133    Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα δέχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον ότι, από τη συμμετοχή της Trame στην πρώτη εκ των τριών επίμαχων συναντήσεων της ομάδας Ιταλίας, στις 15 Μαΐου 2000, η επιχείρηση αυτή ήταν σε θέση να γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως. Η αναφορά κατά τη συνάντηση αυτή απλώς στην «ομάδα Ευρώπης» δεν αρκεί από μόνη της για να τεκμαρθεί η γνώση των συμφωνιών που είχαν συνάψει οι μετέχοντες στην εν λόγω ομάδα. Η ερμηνεία αυτή είναι ακόμη πειστικότερη, εάν ληφθούν υπόψη το γεγονός ότι η αναφορά της ομάδας αυτής συνοδεύεται από τον χαρακτηρισμό «σε κρίση», η επισήμανση ότι «η Emesa αποχωρεί από την ομάδα Ευρώπης» ή ακόμη το γεγονός ότι «η Tycsa και η Emesa απέσπασαν μεγάλες ποσότητες από τη Fundia». Οι διευκρινίσεις αυτές συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι η ομάδα Ευρώπης χάνει έδαφος, ανεξαρτήτως των επιχειρήσεων που εκπροσωπεί.

134    Ομοίως, όσον αφορά τη δεύτερη συνάντηση της 12ης Ιουνίου 2000, η αναφορά στην Tycsa (η οποία ζητεί τη μείωση των τιμών) αφορά την ιταλική αγορά στην οποία εκπροσωπούσε το 4 % της αγοράς με πωλήσεις 4 000 τόνων. Η επιχείρηση αυτή μπορούσε, συνεπώς, να εκληφθεί ως μέλος της ομάδας Ιταλίας, το οποίο ωστόσο διαταράσσει τη λειτουργία της, και όχι ως μέλος της ομάδας Ευρώπης. Είναι προφανώς δυνατό να προβληθούν και οι άλλες ενδείξεις που προκύπτουν από τη συνάντηση αυτή για να υποστηριχθεί η άποψη ότι, εάν υφίσταται ομάδα Ευρώπης (για την οποία έγινε λόγος στην πρώτη συνάντηση), η ομάδα αυτή απαρτίζεται από μέλη που επιδεικνύουν επιθετική ανταγωνιστική συμπεριφορά, όπως οι ισπανικές εταιρίες (Emesa και Tycsa) οι οποίες ασκούν πιέσεις στις πορτογαλικές εταιρίες (Socitrel και Fapricela).

135    Στο στάδιο αυτό, δεν μπορεί συνεπώς να συναχθεί επαρκώς κατά νόμον το συμπέρασμα ότι η Trame γνώριζε ή δεν μπορούσε να αγνοεί την πανευρωπαϊκή διάσταση της παραβάσεως από τις 15 Μαΐου 2000. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να συναχθεί μόνον από τις 9 Οκτωβρίου 2000.

136    Παρεμπιπτόντως πρέπει να επισημανθεί, όπως υποστηρίζει η Trame με την επιχειρηματολογία της (βλ. σκέψη 105 ανωτέρω), ότι, ακόμη κι αν γινόταν δεκτό ότι η Trame γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την πανευρωπαϊκή διάσταση της παραβάσεως από τις 9 Οκτωβρίου 2000, ο λόγος αυτός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να οδηγήσει την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι η Trame μετείχε η ίδια στην ομάδα Ευρώπης, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου. Επίσης, εν προκειμένω, η περίπτωση της Trame είναι ιδιαίτερη υπό την έννοια ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως που της προσάπτεται, ουδόλως αμφισβητείται ότι η επιχείρηση αυτή μετείχε μόνο στην ομάδα Ιταλίας. Ειδικότερα, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η Trame μετείχε μόνο στην εσωτερική πτυχή της ομάδας Ιταλίας, καθόσον δεν διέθετε τις αναγκαίες εγκρίσεις για την πώληση APC εκτός του κράτους αυτού. Η Επιτροπή παραδέχεται, εξάλλου, στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η Trame δεν πραγματοποίησε πωλήσεις εκτός της Ιταλίας κατά την περίοδο αυτή, γεγονός το οποίο ισχύει για την ηπειρωτική Ευρώπη την οποία κάλυπτε η σύμπραξη, ενώ η Trame πραγματοποίησε ορισμένες πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο δεν είχε σχέση με την ενιαία παράβαση. Η περίπτωση αυτή διαφέρει, συνεπώς, από εκείνη των βασικών μελών της ομάδας Ιταλίας (όπως η Redaelli), τα οποία δραστηριοποιούνταν τόσο στην Ιταλία όσο και σε άλλα κράτη μέλη, ή από εκείνη ορισμένων μόνιμων μελών της ομάδας Ευρώπης (όπως η Tréfileurope), τα οποία δραστηριοποιούνταν στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και στην Ιταλία.

γ)       Η περίπτωση της Trame σε σύγκριση με εκείνη ορισμένων μελών της ομάδας Ισπανίας

137    Πρέπει να εξεταστεί το τελευταίο στοιχείο που προέβαλαν οι διάδικοι με την επιχειρηματολογία τους (βλ. σκέψεις 106 και 107 ανωτέρω), δηλαδή το ζήτημα εάν η περίπτωση της Trame ήταν παρόμοια με εκείνη των Socitrel, Proderac και Fapricela, γεγονός το οποίο θα έπρεπε να οδηγήσει σε συγκρίσιμη μεταχείρισή της από την Επιτροπή.

138    Mutatis mutandis, επιβάλλεται όντως η παρόμοια αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών. Όπως η περίπτωση της Trame διαφέρει εντός της ομάδας Ιταλίας από εκείνη των πέντε βασικών μελών της ομάδας αυτής, ήτοι των Redaelli, CB, Itas, ITC και Tréfileurope, έτσι και η περίπτωση των Socitrel, Proderac και Fapricela, τριών μελών της ομάδας Ισπανίας, διαφέρει από εκείνη των άλλων μελών της ομάδας αυτής, όπως η Emesa και η Tycsa που μετείχαν και στην ομάδα Ευρώπης, αλλά και η Tycsa η οποία μετείχε επίσης στην ομάδα Ιταλίας.

139    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις στις Socitrel, Proderac και Fapricela όχι συνολικώς λόγω της συμμετοχής τους σε ενιαία παράβαση καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως που τους προσάπτεται, αλλά λαμβανομένης υπόψη της συμμετοχής τους σε μία μόνο συνιστώσα της παραβάσεως αυτής, εν προκειμένω στην ομάδα Ισπανίας, λόγω, μεταξύ άλλων, της εκ μέρους τους μεταγενέστερης γνώσεως της πανευρωπαϊκής διαστάσεως της συμπράξεως (από τον Μάιο του 2001) (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 949, όσον αφορά τη διάκριση που γίνεται συναφώς από την Επιτροπή κατά το στάδιο καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου όπως ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006). Τούτο δεν συνέβη στην περίπτωση της Trame, στην οποία επιβλήθηκε κύρωση λόγω της συμμετοχής της σε ενιαία παράβαση από τον Μάρτιο του 1997 έως τον Σεπτέμβριο του 2002.

140    Για να αιτιολογήσει το γεγονός ότι δεν επιφύλαξε στην Trame παρόμοια μεταχείριση με εκείνη που έτυχαν οι Socitrel, Proderac και Fapricela, η Επιτροπή επικαλείται δύο στοιχεία: αφενός, το γεγονός ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι Socitrel, Proderac και Fapricela γνώριζαν ότι συμμετείχαν σ’ ένα ευρύτερο σύστημα από τις 15 Μαΐου 2001 (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 658, 660 και 661), δηλαδή ένα έτος μετά την Trame, η οποία γνώριζε το σύστημα αυτό ήδη από τις 15 Μαΐου 2000, και, αφετέρου, το γεγονός ότι, αντιθέτως προς την περίπτωση των Socitrel, Proderac και Fapricela, η «γεωγραφική εμβέλεια της ομάδας Ιταλίας επικαλύπτει σε μεγάλο βαθμό την εμβέλεια των πανευρωπαϊκών συμφωνιών και βαίνει, συνεπώς, πέραν της γεωγραφικής εμβέλειας της ομάδας Ισπανίας (Ισπανία και Πορτογαλία)» (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 949).

141    Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν επικαλείται καμία διαφορά, πρέπει να τύχουν εφαρμογής σε μικρότερο βαθμό στην περίπτωση της Trame οι ίδιες περιστάσεις με εκείνες που προβλήθηκαν από την Επιτροπή όσον αφορά τις Socitrel, Proderac και Fapricela, δηλαδή, αφενός, η μεταγενέστερη γνώση της πανευρωπαϊκής διαστάσεως της παραβάσεως (τον Οκτώβριο του 2000 και όχι τον Μάιο του 2000) και, αφετέρου, η γεωγραφική εμβέλεια της ομάδας Ιταλίας που περιοριζόταν μόνο στο εσωτερικό όσον αφορά την Trame, η οποία δεν εξήγαγε προϊόντα εκτός Ιταλίας ελλείψει σχετικών εγκρίσεων. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, καίτοι η ομάδα Ισπανίας αφορούσε κυρίως την Ισπανία και την Πορτογαλία, εντούτοις εντός αυτής λαμβάνονταν υπόψη και οι εξαγωγές των παραγωγών της Ιβηρικής (βλ. το σχετικό με τη συνάντηση της 6ης Ιουλίου 2001 τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

δ)       Συμπέρασμα

142    Εκ των ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η εκτίμηση της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη συμμετοχή της Trame σε ενιαία παράβαση είναι επικριτέα για τρεις λόγους.

143    Πρώτον, η Επιτροπή εσφαλμένως καταλόγισε στην Trame ευθύνη για συμμετοχή σε ενιαία παράβαση, δηλαδή σε «σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα του προεντεταμένου χάλυβα στην εσωτερική αγορά και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, εντός του ΕΟΧ» μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002, καθόσον από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Trame έλαβε για πρώτη φορά γνώση της πανευρωπαϊκής διαστάσεως της συμπράξεως στις 15 Μαΐου 2000.

144    Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε, επίσης, εσφαλμένως ότι η Trame γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως από τις 15 Μαΐου 2000, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί επαρκώς ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, η Trame ήταν σε θέση να γνωρίζει τη φύση και τους σκοπούς που επιδίωκε η ομάδα Ευρώπης. Βάσει των συναφώς επικαλούμενων αποδεικτικών στοιχείων, μια τέτοια γνώση μπορεί να διαπιστωθεί μόνον από 9ης Οκτωβρίου 2000, ημερομηνία κατά την οποία η Trame έλαβε μέρος σε συνάντηση στην οποία μετείχαν τα μέλη της ομάδας Ιταλίας και επιχειρήσεις που δεν ήταν μέλη της ομάδας αυτής, αλλά μόνον της ομάδας Ευρώπης, γεγονός το οποίο θα έπρεπε να άρει κάθε αμφιβολία που τυχόν είχε ακόμη σχετικά με τη σημασία των λέξεων «ομάδα Ευρώπης», οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί προηγουμένως στο πλαίσιο των συναντήσεων της ομάδας Ιταλίας.

145    Από την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή ορθώς εκτιμά ότι αποδεικνύεται ότι η Trame σκόπευε να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκαν όλοι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη, ακόμη κι αν δεν πραγματοποιούσε εξαγωγές και ότι γνώριζε τις παράνομες ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο κατά την έννοια της νομολογίας.

146    Τρίτον, όσον αφορά την εκτίμηση της φύσεως και της εκτάσεως της συμμετοχής της Trame στην ενιαία παράβαση, η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ της Trame και των πέντε βασικών μελών της ομάδας Ιταλίας, όπως και τις υφιστάμενες ομοιότητες, mutatis mutandis, μεταξύ της Trame και των τριών λιγότερο σημαντικών μελών της ομάδας Ισπανίας.

147    Για τον λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί αμέσως το άρθρο 1, σημείο 17, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που η Επιτροπή δέχθηκε τη συμμετοχή της Trame στην πανευρωπαϊκή πτυχή της επίμαχης παραβάσεως μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 9ης Οκτωβρίου 2000. Οι άλλες συνέπειες των προεκτεθέντων θα εκτιμηθούν συνολικώς στη συνέχεια μετά την εξέταση των επιχειρημάτων των διαδίκων.

148    Πρέπει, εντούτοις, εξαρχής να επισημανθεί ότι δεν πρέπει να είναι ιδιαιτέρως σημαντική η επίδραση που θα μπορούσαν να έχουν οι συνέπειες αυτές στο ποσό του προστίμου που καθόρισε η Επιτροπή, καθόσον ο υπολογισμός του έγινε βάσει του συνολικού ποσού των πωλήσεων APC που πραγματοποίησε η Trame μόνο στην Ιταλία. Συναφώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συμμετοχή της Trame μόνο στην εσωτερική πτυχή της ομάδας Ιταλίας δεν παρουσιάζει από μόνη της ορισμένο βαθμό σοβαρότητας, ακόμη κι αν, σύμφωνα με την παρατιθέμενη ανωτέρω στη σκέψη 103 νομολογία, η εν λόγω συμμετοχή εξακολουθεί να είναι εγγενώς πολύ λιγότερο σοβαρή από τη συμμετοχή επιχειρήσεως που έλαβε μέρος όχι μόνο στην εσωτερική αλλά και στην εξωτερική πτυχή της ομάδας Ιταλίας ή σε άλλες ομάδες, όπως η ομάδα Ευρώπης και η ομάδα Ισπανίας.

 Γ – Επί του συρματόσχοινου τριών συρμάτων

 1. Επιχειρήματα των διαδίκων

149    Η Trame υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έσφαλε λαμβάνοντας υπόψη τις πωλήσεις της συρματόσχοινου τριών συρμάτων (la «treccia») για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου. Το σφάλμα αυτό ήταν σημαντικό δεδομένου ότι, το 2001, η αξία των πωλήσεων συρματόσχοινου τριών συρμάτων αντιπροσώπευε άνω του 50 % των συνολικών πωλήσεών της συρματόσχοινου. Η αξία των πωλήσεων συρματόσχοινου επτά συρμάτων (le «trefolo») της Trame ήταν, συγκεκριμένα, μόνον 4,05 εκατομμύρια ευρώ επί συνολικών πωλήσεων ύψους 8,2 εκατομμυρίων ευρώ, στις οποίες περιλαμβανόταν το συρματόσχοινο τριών συρμάτων.

150    Γενικώς, η Trame υποστηρίζει ότι το συρματόσχοινο τριών συρμάτων ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο της ομάδας Ιταλίας. Στα αποδεικτικά στοιχεία γίνεται ενίοτε αναφορά στο προϊόν αυτό, αλλά χωρίς να αποδεικνύεται ότι τα μέλη της ομάδας Ιταλίας είχαν πράγματι πρόθεση να το συμπεριλάβουν. Για να υποστηρίξει το αντίθετο, η Επιτροπή στηρίζει τη θέση της σε πίνακα με τίτλο «συμφωνία του 1996», ο οποίος φέρει ημερομηνία Δεκεμβρίου του 1995 και δεν αφορά την Trame. Το επιχείρημα ότι οι ποσοστώσεις που αναγράφονται στον πίνακα αυτό εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται έως το 2002 δεν επιβεβαιώνεται από άλλα στοιχεία του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας. Στην πραγματικότητα, η μόνη απόπειρα συμπεριλήψεως του συρματόσχοινου τριών συρμάτων στη σύμπραξη έγινε, ανεπιτυχώς, στις συναντήσεις της 28ης Φεβρουαρίου και της 6ης Μαρτίου 2000. Αναφερόμενη στη συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή επισημαίνει ειδικότερα ότι διεξήχθησαν συζητήσεις για να «εξεταστεί το ενδεχόμενο συμπεριλήψεως του συρματόσχοινου τριών συρμάτων στην εμπορική συμφωνία για την ιταλική αγορά».

151    Μετά τη συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου 2000, δεν αποδεικνύεται ότι η ομάδα Ιταλίας όντως συμπεριέλαβε το συρματόσχοινο τριών συρμάτων. Η Επιτροπή επικαλείται, εν προκειμένω, ένα έγγραφο σχετικό με τη συνάντηση της 6ης Μαρτίου 2000, το οποίο περιέχει έναν «πολύ αναλυτικό ονομαστικό κατάλογο 80 (Ιταλών) πελατών τους οποίους αφορούσε η παράδοση συρματόσχοινου τριών συρμάτων που κατανεμόταν μεταξύ των Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope, SLM και Trame». Όμως δεν επρόκειτο για κατανομή ποσοστώσεων ή πελατών για το μέλλον, αλλά, όπως διευκρινίστηκε από την ITC, η οποία και προσκόμισε το έγγραφο αυτό, για «εξέταση των παραδόσεων που είχαν πραγματοποιήσει οι παραγωγοί το 1999». Ένας εκπρόσωπος της ITC, ο οποίος συνέβαλε στις δηλώσεις επιείκειας της ITC, επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό σε δήλωση που προσκόμισε η Trame. Δηλώνει επίσης ότι, «κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, οι συζητήσεις εντός της ομάδας Ιταλίας επικεντρώθηκαν στο συρματόσχοινο επτά συρμάτων». Οι εν λόγω πληροφορίες παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της άκαρπης προσπάθειας, τον Φεβρουάριο του 2000, να συμπεριληφθεί το συρματόσχοινο τριών συρμάτων στη σύμπραξη. Ακόμη κι αν υποτεθεί (quod non) ότι η διάδοση των εν λόγω πληροφοριών συνιστά παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού, πρόκειται για παράβαση λιγότερο σοβαρή από μια συμφωνία κατανομής των μεριδίων αγοράς και τούτο θα έπρεπε να έχει ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου. Επιπροσθέτως, από τον μεταγενέστερο κατάλογο που περιέχεται στο έγγραφο 15905 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας, τον οποίο η Επιτροπή χαρακτηρίζει ως «σχέδιο κατανομής των ποσοστώσεων του 2001 και των προβλέψεων του 2002», προκύπτει ότι οι αναγραφόμενες ποσότητες αφορούν μόνον το συρματόσχοινο επτά συρμάτων, γεγονός το οποίο αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι το συρματόσχοινο τριών συρμάτων δεν αποτελούσε αντικείμενο συμπράξεως.

152    Τέλος, η Trame επικαλείται δήλωση εκπροσώπου της Tréfileurope που επιβεβαιώνει ότι το συρματόσχοινο τριών συρμάτων παραμένει εκτός συμπράξεως, στην οποία επισημαίνεται ότι, «στο πλαίσιο της ομάδας Ιταλίας ουδέποτε συνήφθη από τους ανταγωνιστές, ή τουλάχιστον από την Trame, συμφωνία σχετική με το συρματόσχοινο τριών συρμάτων», ότι «[η] παραγωγή, η εμπορική εκμετάλλευση και η εξαγωγή ενός τέτοιου προϊόντος δεν αποτελούσε αντικείμενο των συζητήσεων που διεξήχθησαν στις συναντήσεις μεταξύ των ιταλικών επιχειρήσεων παραγωγής APC, στο μέτρο που οι επιχειρήσεις αυτές δεν ενδιαφέρονταν για το προϊόν αυτό» και ότι «[π]ρόκειται κατ’ ουσία για περιθωριακό προϊόν, προοριζόμενο κυρίως για την ιταλική αγορά». Η σποραδική αναφορά, στο πλαίσιο της ομάδας Ιταλίας, και στο συρματόσχοινο τριών συρμάτων, για παράδειγμα κατά την αποτυχημένη απόπειρα συμπεριλήψεώς του στη σύμπραξη, δεν κλονίζει τη βασιμότητα των δηλώσεων αυτών. Η Trame διευκρινίζει, επίσης, ότι η ζήτηση συρματόσχοινου τριών συρμάτων στην Ιταλία ανερχόταν σε 20 000/22 000 τόνους ετησίως μεταξύ του 1997 και του 2002, έκτοτε δε παρατηρήθηκε μείωση ενώ η ζήτηση συρματόσχοινου επτά συρμάτων κατά την ίδια χρονική περίοδο ανερχόταν σε 100 000/120 000 τόνους ετησίως.

153    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το συρματόσχοινο τριών συρμάτων αποτελούσε το αντικείμενο της συμπράξεως, και εντός της ομάδας Ιταλίας, πολύ πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 2000 (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 409 έως 411). Η Trame δεν θα μπορούσε, συνεπώς, να προβάλει ότι το προϊόν αυτό δεν αποτελούσε μέρος των συμφωνιών που συνήφθησαν εντός της ομάδας αυτής. Όσον αφορά τη συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου 2000, το χειρόγραφο πρακτικό της ITC που αφορά τη συνάντηση αυτή αποδεικνύει ότι η συζήτηση διεξήχθη λαμβανομένων υπόψη συγκεκριμένων αριθμητικών στοιχείων, τα οποία αφορούσαν τις ποσότητες και την τιμή του συρματόσχοινου τριών συρμάτων. Οι επιχειρήσεις δύσκολα θα μπορούσαν να συζητήσουν για τις πληροφορίες αυτές χωρίς να τις γνωρίζουν εκ των προτέρων. Εν πάση περιπτώσει, το πρακτικό αυτό αποδεικνύει την ανταλλαγή πληροφοριών εμπορικής φύσεως. Ομοίως, τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τη συνάντηση της 6ης Μαρτίου 2000 δεν παρουσιάζουν καμία αμφισημία. Απαντώντας στο επιχείρημα της Trame, ότι οι σχετικές με τη συνάντηση αυτή χειρόγραφες σημειώσεις αφορούν την εξέταση των αποστολών των παραγωγών το 1999, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει η ITC, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στην πρώτη σελίδα των σημειώσεων αυτών, ο συντάκτης σημείωσε ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν «ποσοστώσεις» σχετικές με το «συρματόσχοινο τριών συρμάτων». Η δήλωση της CB της 26ης Νοεμβρίου 2002 αναφέρει, επίσης, ότι οι συναντήσεις της 13ης Μαρτίου 2000, της 10ης Απριλίου 2001 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2002 είχαν ως συγκεκριμένο αντικείμενο την κατανομή των πελατών του συρματόσχοινου τριών και επτά συρμάτων. Επιπροσθέτως, η δήλωση εκπροσώπου της Tréfileurope είναι ελάχιστα πειστική σε σχέση με όσα υποστηρίζει η Trame περί της απόπειρας συμπεριλήψεως του συρματόσχοινου τριών συρμάτων στις συναντήσεις της 28ης Φεβρουαρίου και της 6ης Μαρτίου 2000. Ομοίως, όσον αφορά τη δήλωση εκπροσώπου της ITC, από κανένα στοιχείο του πίνακα της 6ης Μαρτίου 2000 δεν προκύπτει ότι πρόκειται για «ιστορικά δεδομένα σχετικά με τις αποστολές συρματόσχοινου τριών συρμάτων». Η αξία των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων δεν αποδυναμώνεται από τις δηλώσεις αυτές.

 2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

154    Εξαρχής πρέπει να υπομνησθεί ότι στην Trame επιβλήθηκε κύρωση για τη συμμετοχή της σε σύμπραξη στον τομέα του APC. Η Επιτροπή διευκρινίζει συναφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ως APC νοούνται μεταλλικά καλώδια και κλώνοι από συρματόσχοινα. Η Επιτροπή χρησιμοποιεί επίσης τον όρο «καλώδια/συρματόσχοινα» εννοώντας το APC, γεγονός που επιτρέπει να θεωρηθούν συνώνυμοι οι όροι αυτοί. Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση αναφέρει ρητώς ότι «τα συρματόσχοινα από APC συντίθενται από τρία ή επτά σύρματα» (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3).

155    Κατά συνέπεια, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε όντως ότι η σύμπραξη αφορούσε το συρματόσχοινο τόσο τριών όσο και επτά συρμάτων. Ωστόσο υπάρχουν διαφορές μεταξύ αυτών των δύο προϊόντων, τόσο στο επίπεδο των χαρακτηριστικών τους αυτών καθ’ εαυτών αλλά και όσον αφορά τη ζήτηση και την προσφορά τους.

156    Ειδικότερα από τις απαντήσεις στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι το συρματόσχοινο τριών συρμάτων δεν μπορεί να υποκατασταθεί από το συρματόσχοινο επτά συρμάτων, μολονότι έχουν την ίδια πρώτη ύλη, το συρματόσχοινο. Ενώ το πρώτο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κατασκευές μειωμένης φέρουσας ικανότητας, όπως οι πάσσαλοι που χρησιμοποιούνται στους αμπελώνες, το δεύτερο χρησιμοποιείται για τη στήριξη μεγάλων προκατασκευασμένων στοιχείων.

157    Στο πλαίσιο αυτό, η Trame υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έσφαλε περιλαμβάνοντας στη σύμπραξη το συρματόσχοινο τριών συρμάτων. Κατά την άποψη της Trame, η παράβαση που της προσάπτεται αφορούσε μόνον το συρματόσχοινο επτά συρμάτων. Τούτο θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου μόνον οι πωλήσεις του συρματόσχοινου επτά συρμάτων, οι οποίες αντιπροσώπευαν περίπου το ήμισυ των πωλήσεων συρματόσχοινου τριών και επτά συρμάτων το 2001.

α)       Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα πρώτα έτη της ομάδας Ιταλίας

158    Πρώτον, η Trame υποστηρίζει ότι το συρματόσχοινο τριών συρμάτων ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο της ομάδας Ιταλίας. Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό αντικρούεται από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται σ’ αυτήν όσον αφορά τα πρώτα έτη της ομάδας Ιταλίας.

159    Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η ομάδα Ιταλίας ήταν μια εθνική συνεννόηση που διήρκεσε από τις 5 Δεκεμβρίου 1995 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002. Η συμφωνία αυτή είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό ποσοστώσεων για την Ιταλία, καθώς και τις εξαγωγές από τη χώρα αυτή προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Τα μέλη της ήταν οι Redaelli, CB, Itas και ITC, στη συνέχεια δε στην ομάδα προσχώρησαν η Tréfileurope (στις 3 Απριλίου 1995), η SLM (στις 10 Φεβρουαρίου 1997), η Trame (στις 4 Μαρτίου 1997), η Tycsa (στις 17 Δεκεμβρίου 1996), η DWK (στις 24 Φεβρουαρίου 1997) και η Austria Draht (στις 15 Απριλίου 1997).

160    Συναφώς, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, στις 5 Δεκεμβρίου 1995, οι Redaelli, CB, Itas και ITC συνήψαν συμφωνία για την κατανομή ποσοστώσεων σύρματος και συρματόσχοινου τριών και επτά συρμάτων στην ιταλική αγορά και στην εσωτερική αγορά (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 409). Η συμφωνία αυτή απεικονίζεται, μεταξύ άλλων, στον πίνακα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 409 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στον οποίο αναγράφονται συνολικά 85 000 τόνοι (εκ των οποίων 9 000 τόνοι σύρματος, 13 000 τόνοι συρματόσχοινου τριών συρμάτων και 63 000 τόνοι συρματόσχοινου επτά συρμάτων) για την ιταλική αγορά και συνολικά 45 000 τόνοι (εκ των οποίων 16 300 τόνοι σύρματος, 3 900 τόνοι συρματόσχοινου τριών συρμάτων και 24 800 τόνοι συρματόσχοινου επτά συρμάτων) για την εσωτερική αγορά.

161    Όπως επίσης επισήμανε η Επιτροπή, απαντώντας στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, από την ανωτέρω συμφωνία προκύπτει σαφώς ότι οι Redaelli, CB, Itas και ITC αποφάσισαν από κοινού να κατανείμουν τις αναφερόμενες ποσότητες σύρματος και συρματόσχοινου τριών και επτά συρμάτων στην Ιταλία και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι η συμφωνία αυτή καταρτίστηκε, διότι έχει μονογραφεί από τους ενδιαφερόμενους.

162    Στη συνάντηση της 18ης Δεκεμβρίου 1995, οι Redaelli, ITC, Itas και CB επιβεβαίωσαν τις ποσοστώσεις τους για την εξαγωγή APC (σύρματος και συρματόσχοινου τριών και επτά συρμάτων) στην υπόλοιπη Ευρώπη (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 410 και παράρτημα 3).

163    Κατά συνέπεια, εσφαλμένως η Trame υποστηρίζει ότι η ομάδα Ιταλίας, στην οποία δεν συμμετείχε ακόμη, αφορούσε μόνον το συρματόσχοινο επτά συρμάτων, καθόσον οι Redaelli, CB, Itas και ITC είχαν έρθει σε συνεννόηση για να κατανείμουν μεταξύ τους το 100 % των ποσοτήτων που αναγράφονται στον πίνακα της αιτιολογικής σκέψεως 409 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

164    Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συμφωνία αυτή εφαρμόστηκε έως το 2002. Για να το αποδείξει, η Επιτροπή επισημαίνει, ιδίως, στην αιτιολογική σκέψη 411 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η συμφωνία εξακολουθεί να εφαρμόζεται από τις Redaelli, CB, Itas και ITC (στις οποίες προστέθηκαν στη συνέχεια οι Tréfileurope Italia, Trame, SLM και οι πανευρωπαϊκές επιχειρήσεις παραγωγής Tréfileurope, Tycsa, Austria Draht και DWK) έως το 2002» και ότι, «[γ]ια παράδειγμα, οι 85 000 και 45 000 τόνοι που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της ιταλικής συμφωνίας […], περιλαμβάνονται σε πίνακα της συμφωνίας του Νότου με ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου 1997».

165    Επ’ αυτού η Επιτροπή επικαλείται μόνον ένα αποδεικτικό στοιχείο και τούτο δεν ισχύει για τις Redaelli, CB, Itas και ITC, οι οποίες μετείχαν στη συμφωνία της 5ης Δεκεμβρίου 1995. Είναι, συνεπώς, λογικό αυτά τα τέσσερα μέλη της ομάδας Ιταλίας να αναφέρουν τη συμφωνία τους στο πλαίσιο των συζητήσεων που διεξάγονταν βάσει της συμφωνίας του Νότου (βλ. σκέψη 62 ανωτέρω). Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί, εν προκειμένω, να συναχθεί ότι η Trame προσχώρησε στη συμφωνία αυτή, η οποία άλλωστε δεν συμπεριλαμβάνεται στην κατανομή των 85 000 και 45 000 τόνων που επικαλείται η Επιτροπή, και δεν έλαβε μέρος στη συμφωνία του Νότου.

166    Καίτοι τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή είναι λυσιτελή όσον αφορά τις Redaelli, CB, Itas και ITC, οι οποίες έχουν μονογράψει τη συμφωνία του Δεκεμβρίου του 1995, εντούτοις ουδόλως αποδεικνύουν ότι, από την προσχώρησή της στην ομάδα Ιταλίας, τον Μάρτιο του 1997, η Trame γνώριζε ή δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η σύμπραξη αφορούσε το συρματόσχοινο τόσο τριών όσο και επτά συρμάτων καθώς και το σύρμα. Το σχετικό επιχείρημα της Επιτροπής δεν στηρίζεται, συνεπώς, σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο δυνάμενο να στοιχειοθετήσει την εμπλοκή της Trame κατά την περίοδο μεταξύ 3ης Φεβρουαρίου 1997, ημερομηνίας ενός πίνακα ο οποίος παραπέμπει στις ποσοστώσεις που είχαν συμφωνηθεί τον Δεκέμβριο του 1995, χωρίς η Trame να έχει παραστεί στη συζήτηση αυτή, και 28ης Φεβρουαρίου 2000, ημερομηνίας την οποία η Trame προβάλλει ως ημερομηνία της πρώτης συζητήσεως που αφορούσε το συρματόσχοινο τριών συρμάτων.

167    Ερωτηθείσα συναφώς στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει σχετικώς πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται αφορούν δύο συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας, της 30ής Σεπτεμβρίου 1997 και της 7ης Οκτωβρίου 1997, κατά τις οποίες δεν καταγράφηκε η παρουσία της Trame (βλ. τα σχετικά με τις εν λόγω συναντήσεις τμήματα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

168    Στο στάδιο αυτό, η Επιτροπή δεν είναι συνεπώς σε θέση να αποδείξει επακριβώς και αποτελεσματικώς, όπως οφείλει (βλ. σκέψη 88 ανωτέρω), ότι η Trame γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, κατά την περίοδο μεταξύ Μαρτίου του 1997 και Φεβρουαρίου του 2000, ότι η σύμπραξη αφορούσε το συρματόσχοινο τριών συρμάτων.

β)       Εξέταση των στοιχείων που αφορούν τη συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου 2000

169    Δεύτερον, από το σχετικό με τη συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου 2000 τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά τη συνάντηση αυτή στην οποία έλαβαν μέρος οι Redaelli, CB, Itas και ITC, αλλά και οι Tréfileurope, SLM και Trame, συζητήθηκαν τα ακόλουθα θέματα:

–        «[σ]υζητήσεις κατόπιν προτάσεως [εκπροσώπου της Trame], για το μέγεθος της αγοράς συρματόσχοινου τριών συρμάτων (25 000 τόνοι αντί για 35 000 τόνους, υπολογισθέντες βάσει των πωλήσεων που είχαν δηλώσει οι παραγωγοί)»·

–        «[ε]ξέταση του ενδεχόμενου να περιληφθεί το συρματόσχοινο τριών συρμάτων στην εμπορική συμφωνία για την ιταλική αγορά»·

–        «[λ]επτομερής συζήτηση και για τις τιμές και καθορισμός τιμών (συμπεριλαμβανομένης της προσαυξήσεως) μεταξύ των Redaelli, CB, Itas, ITC, SLM και Trame».

170    Η ανάλυση αυτή συνηγορεί υπέρ της θέσεως της Trame, καθόσον από τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, δηλαδή κυρίως από το χειρόγραφο πρακτικό της συναντήσεως αυτής που κοινοποίησε η ITC, προκύπτει ότι η συζήτηση για το συρματόσχοινο τριών συρμάτων διεξήχθη κατόπιν σχετικής προτάσεως της Trame. Είναι, συνεπώς, εύλογο να θεωρηθεί ότι, εάν η Trame γνώριζε ήδη ότι η ομάδα Ιταλίας αφορούσε το προϊόν αυτό, ασφαλώς δεν θα έκρινε σκόπιμο να θέσει προς συζήτηση το θέμα αυτό, εκ των ανωτέρω δε προκύπτει ότι υπήρχε σημαντική διαφορά μεταξύ της αντιλήψεως της Trame και των υπολοίπων.

171    Επιπροσθέτως, η Επιτροπή επικαλείται, στο παράρτημα 1 του υπομνήματός της απαντήσεως, τη δήλωση της CB της 26ης Δεκεμβρίου 2002, από την οποία προκύπτει ότι αντικείμενο της συναντήσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2000 ήταν να εξεταστεί το ενδεχόμενο να περιληφθεί το συρματόσχοινο τριών συρμάτων στην εμπορική συμφωνία για την ιταλική αγορά (Valutazioni per l’inserimento del prodotto cd. “trescia” nell’accordo commerciale per il mercato italiano). Το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, για το οποίο γίνεται λόγος ανωτέρω στη δεύτερη περίπτωση της σκέψεως 169, συνηγορεί επίσης υπέρ της θέσεως της Trame ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι συζητήσεις που διεξήχθησαν εντός της ομάδας Ιταλίας, πριν προσχωρήσει στην εν λόγω ομάδα τον Μάρτιο του 1997, αφορούσαν ήδη το συρματόσχοινο τριών συρμάτων.

172    Εντούτοις, η Επιτροπή εκτιμά ότι από το χειρόγραφο πρακτικό της ITC (παράρτημα B.2 του υπομνήματος απαντήσεως) προκύπτει ότι το συρματόσχοινο τριών συρμάτων αποτελούσε ήδη αντικείμενο της συμφωνίας αυτής, δεδομένου ότι η συζήτηση διεξήχθη λαμβανομένων υπόψη συγκεκριμένων αριθμητικών στοιχείων σχετικών τόσο με την ποσότητα όσο και με την τιμή του προϊόντος αυτού, που δυσχερώς θα μπορούσαν να συζητηθούν εάν οι επιχειρήσεις δεν τα γνώριζαν εκ των προτέρων.

173    Κατά την άποψη του Γενικού Δικαστηρίου, η ερμηνεία του χειρόγραφου πρακτικού εκ μέρους της ITC δεν μπορεί να απαλείψει κάθε αμφιβολία από το πνεύμα του δικαστή. Όντως προκύπτει ότι οι εν λόγω ποσότητες και τιμές αναφέρθηκαν στο πλαίσιο των συζητήσεων που διεξήχθησαν μετά την πρόταση της Trame να εξεταστεί το ενδεχόμενο συμπεριλήψεως του συρματόσχοινου τριών συρμάτων στην ομάδα Ιταλίας, τουλάχιστον όσον αφορά άλλους παραγωγούς πλην των συμβαλλομένων στη συμφωνία του Δεκεμβρίου του 1995. Οι διάφορες επιχειρήσεις παραγωγής που ήταν παρούσες στη συνάντηση μπορούσαν, συνεπώς, να παράσχουν τα στοιχεία αυτά, όπως οι ισχύουσες τιμές. Περαιτέρω προκύπτει ότι οι επίμαχες ποσότητες δεν είναι επακριβείς αλλά παρατίθενται στο σύνολό τους κατά προσέγγιση. Αναφέρονται δε σε χιλιάδες.

174    Κατά τα λοιπά πρέπει να επισημανθεί ότι η θέση της Trame ενισχύεται από το περιεχόμενο των δύο δηλώσεων που προσκομίστηκαν συναφώς προς στήριξη των επιχειρημάτων της έναντι εκείνων της Επιτροπής, δηλαδή τη δήλωση εκπροσώπου της Tréfileurope (παράρτημα 10 του δικογράφου της προσφυγής) και τη δήλωση εκπροσώπου της ITC (παράρτημα Z.1 του υπομνήματος ανταπαντήσεως), στις οποίες αναφέρεται ο αριθμός των παρισταμένων στη συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου 2000 (βλ. σχετικό προς τη συνάντηση αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σκέψη 152 ανωτέρω).

175    Συνεπώς εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η Trame γνώριζε ή δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η ομάδα Ιταλίας αφορούσε το συρματόσχοινο τόσο επτά όσο και τριών συρμάτων πριν από τη συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου 2000, κατά τη διάρκεια της οποίας η Trame έθεσε προς συζήτηση το θέμα αυτό, όπως δηλώνουν άλλα μέλη που παρέστησαν στη συνάντηση αυτή, γεγονός το οποίο είναι ενδεικτικό της προηγούμενης άγνοιάς της.

γ)       Εξέταση των στοιχείων που αφορούν τη συνάντηση της 6ης Μαρτίου 2000

176    Τρίτον, η Trame υποστηρίζει ότι, μετά τη συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου 2000, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η ομάδα Ιταλίας όντως περιέλαβε στη σύμπραξη το συρματόσχοινο τριών συρμάτων. Κατά την Trame, δεν μπορεί να γίνει σχετικώς επίκληση του σχετικού με τη συνάντηση της 6ης Μαρτίου 2000 εγγράφου (παράρτημα 7 του δικογράφου της προσφυγής), καθόσον τούτο δεν αφορά την a priori κατανομή των μεριδίων αγοράς ή των πελατών στο μέλλον, αλλά μόνον ιστορικά δεδομένα σχετικά με τις «παραδόσεις των παραγωγών το 1999». Επικαλείται συναφώς τις δηλώσεις της ITC στην Επιτροπή (παράρτημα 8 του δικογράφου της προσφυγής) και τη δήλωση εκπροσώπου της επιχειρήσεως αυτής (παράρτημα Z.1 του υπομνήματος ανταπαντήσεως), που στηρίζουν όντως ρητώς την άποψη αυτή.

177    Εντούτοις από το σχετικό με τη συνάντηση της 6ης Μαρτίου 2000 τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά τη συνάντηση αυτή που διεξήχθη μετά τη συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου 2000, και στην οποία έλαβαν μέρος οι Redaelli, Itas, ITC, Tréfileurope, SLM και Trame, συζητήθηκαν τα ακόλουθα θέματα:

–        «[τ]ο πρακτικό της συναντήσεως αυτής περιέχει έναν πολύ αναλυτικό ονομαστικό κατάλογο 80 (Ιταλών) πελατών τους οποίους αφορούσε η παράδοση συρματόσχοινου τριών συρμάτων που κατανεμόταν μεταξύ των Redaelli, ITC, CB, Itas, SLM, Trame και [Tréfileurope]»·

–        «[κ]ατά τη CB, η κατανομή αυτή περιελάμβανε τους πελάτες του συρματόσχοινου τριών συρμάτων και του συρματόσχοινου επτά συρμάτων.»

178    Η πρώτη πληροφορία προέρχεται από την ITC, η οποία κοινοποίησε το επίμαχο χειρόγραφο πρακτικό, ενώ η δεύτερη προέρχεται από τη CB, η οποία, στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιείκειας, αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της συναντήσεως αυτής, κατά την οποία εντούτοις δεν καταγράφεται η παρουσία της στο πρακτικό της ITC.

179    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Trame, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το περιεχόμενο του χειρόγραφου πρακτικού της ITC δεν αποδεικνύει τη διεξαγωγή συζητήσεων για το συρματόσχοινο τριών συρμάτων εντός της ομάδας Ιταλίας.

180    Όπως εκτέθηκε από την Επιτροπή στις απαντήσεις που έδωσε στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, από το εν λόγω πρακτικό προκύπτει σαφώς ότι, κατά τη συνάντηση της 6ης Μαρτίου 2000, στην οποία παρίσταντο δύο εκπρόσωποι της Trame, διεξήχθη λεπτομερής συζήτηση για τις παραδόσεις συρματόσχοινου τριών συρμάτων εκ μέρους οκτώ επιχειρήσεων (Redaelli, ITC, CB, Itas, SLM, Trame, Tréfileurope και Tycsa) σε δεκάδες Ιταλούς πελάτες.

181    Η έκφραση που χρησιμοποιείται συναφώς στο πρακτικό για την περιγραφή του σχετικού με τις παραδόσεις πίνακα είναι «ποσοστά – μερίδια – κατάλογος πελατών» (Quote – elenco clienti). Συναφώς, το ζήτημα εάν οι συζητήσεις αφορούσαν τις πραγματοποιηθείσες παραδόσεις ή τις παραδόσεις που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν δεν είναι από μόνο του καθοριστικής σημασίας, δεδομένου ότι από το πρακτικό αυτό προκύπτει, τουλάχιστον, ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι οι επίμαχες πληροφορίες παρασχέθηκαν λαμβανομένου υπόψη του παρελθόντος, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν συνέχεια των συζητήσεων της 28ης Φεβρουαρίου 2000 με σκοπό να εξεταστεί το ενδεχόμενο συνάψεως συμφωνίας για το συρματόσχοινο τριών συρμάτων από τις οκτώ επιχειρήσεις που αναφέρονται στη σκέψη 180 ανωτέρω στο πλαίσιο της ομάδας Ιταλίας.

182    Εξάλλου, ορθώς η Επιτροπή παρατήρησε ότι, βάσει του πίνακα της 5ης Δεκεμβρίου 1995 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 409 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αγορά του συρματόσχοινου τριών συρμάτων στην Ιταλία, ή τουλάχιστον οι ποσοστώσεις που κατανέμονταν στους παραγωγούς οι οποίοι παρατίθενται στον πίνακα αυτό, αντιστοιχούσαν σε περίπου 13 000 τόνους. Υπό το πρίσμα των πληροφοριών που περιέχονται στο πρακτικό της συναντήσεως της 6ης Μαρτίου 2000, οι τόνοι που κατανέμονται μεταξύ των διαφόρων παραγωγών οι οποίοι παρατίθενται σ’ αυτό ισοδυναμούν με ένα σύνολο περίπου 12 000 τόνων. Είναι, συνεπώς, πολύ πιθανό το προϊόν που αποτέλεσε το αντικείμενο των συζητήσεων στη συνάντηση της 6ης Μαρτίου 2000 να είναι όντως το συρματόσχοινο τριών συρμάτων και όχι τόσο το συρματόσχοινο τριών συρμάτων όσο και το συρματόσχοινο επτά συρμάτων όπως δήλωσε η CB. Σε διαφορετική περίπτωση, ο κατανεμητέος αριθμός τόνων μεταξύ των μελών της ομάδας Ιταλίας θα ήταν πολύ μεγαλύτερος.

183    Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής, η οποία υποστηρίζει ότι, τουλάχιστον από τις συναντήσεις της 28ης Φεβρουαρίου και της 6ης Μαρτίου 2000, από τις οποίες προκύπτει ότι συζητήθηκαν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες σχετικές με το συρματόσχοινο τριών συρμάτων, μπορεί να προσάψει στην Trame καθώς και στους άλλους μετέχοντες στις εν λόγω δύο συναντήσεις ότι εξέφρασαν την κοινή βούλησή τους να συντονίσουν τις ενέργειές τους για το προϊόν αυτό προκειμένου να διαμορφώσουν ενσυνείδητα μεταξύ τους μια πρακτική συνεργασίας για την αντιμετώπιση των κινδύνων του ανταγωνισμού, γεγονός το οποίο αποτελεί παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

δ)       Εξέταση των μεταγενέστερων της 6ης Μαρτίου 2000 στοιχείων

184    Τέταρτον, οι διάδικοι διαφωνούν σχετικά με τα συμπεράσματα που μπορούν να συναχθούν από τα μεταγενέστερα της συναντήσεως της 6ης Μαρτίου 2000 αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά το ζήτημα εάν η Trame γνώριζε ότι η ομάδα Ιταλίας αφορούσε και το συρματόσχοινο τριών συρμάτων.

185    Κατά την άποψη της Trame, η προσπάθεια εντάξεως του συρματόσχοινου τριών συρμάτων στην ομάδα Ιταλίας απέβη άκαρπη. Τούτο προκύπτει κυρίως από το περιεχόμενο των δηλώσεων των εκπροσώπων των Tréfileurope και ITC και από μεταγενέστερο πίνακα, ο οποίος αντιστοιχεί στο έγγραφο 15905 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας (παράρτημα 9 του δικογράφου της προσφυγής), και τον οποίο η Επιτροπή χαρακτήρισε ως «σχέδιο κατανομής των ποσοστώσεων του 2001 και των προβλέψεων για το 2002», από τον οποίο προκύπτει ότι οι αναγραφόμενες ποσότητες αφορούν αποκλειστικώς το συρματόσχοινο επτά συρμάτων, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι το συρματόσχοινο τριών συρμάτων δεν αποτελούσε το αντικείμενο συμπράξεως μεταξύ των ανταγωνιστών.

186    Κατά την άποψη της Επιτροπής, είναι προφανές ότι η ομάδα Ιταλίας αφορούσε το συρματόσχοινο τριών συρμάτων, όπως προκύπτει από τη δήλωση της CB της 26ης Νοεμβρίου 2002 (παράρτημα B.1 του υπομνήματος απαντήσεως, σ. 16942, 16945 και 16951 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας), γεγονός το οποίο σημαίνει ότι το συγκεκριμένο προϊόν αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεως στις συναντήσεις της 13ης Μαρτίου 2000, της 10ης Απριλίου 2001 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, ταυτοχρόνως με τις συζητήσεις για το συρματόσχοινο επτά συρμάτων.

187    Πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η CB με τη δήλωσή της, της 26ης Νοεμβρίου 2002, αποτελούν μόνο συνοπτικές αναφορές οι οποίες ουδόλως αποδεικνύουν από μόνες τους το περιεχόμενο της δηλώσεώς της.

188    Όσον αφορά τις συναντήσεις της 13ης Μαρτίου 2000, της 10ης Απριλίου 2001 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, η CB δήλωσε, επίσης, ότι επρόκειτο, όσον αφορά την πρώτη συνάντηση κατά την οποία δεν καταγράφεται η παρουσία της Trame, για «συνάντηση εμπορικού περιεχομένου: κατανομή πελατών του συρματόσχοινου επτά και τριών συρμάτων» (riunione commerciale: ripartizione clienti trefolo e treccia»), όσον αφορά τη δεύτερη συνάντηση κατά την οποία καταγράφεται η παρουσία της Trame, για συνάντηση με αντικείμενο την «αγορά του συρματόσχοινου τριών συρμάτων: κατανομή πελατών Ιταλίας» (mercato della treccia: ripartizione clienti trefolo Italia) και, όσον αφορά την τρίτη συνάντηση κατά την οποία καταγράφεται η παρουσία της Trame, για «οριστική συνάντηση για την κατανομή της αγοράς προϊόντων συρματόσχοινου επτά και τριών συρμάτων» (riunione definitiva per ripartizione clienti quote del mercato prodotti trefolo et treccia).

189    Συγκριτικώς, παρατίθενται από την Επιτροπή οι ακόλουθες πληροφορίες στα σχετικά με τις εν λόγω συναντήσεις τμήματα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου καταγράφεται κάθε φορά η παρουσία της Trame:

–        συνάντηση της 13ης Μαρτίου 2000: «[σ]υζήτηση για τους πελάτες του συρματόσχοινου επτά συρμάτων (με αναγραφή τιμής και ποσοτήτων σε τόνους), και ειδικότερα συζήτηση για τους πελάτες που προμηθεύουν η Tycsa και η DWK» και «[σ]υζήτηση για την κατάσταση στην Ελβετία και στις Κάτω Χώρες (Svizzera – NL)» (η CB δεν περιλαμβάνεται στις πηγές που παραθέτει η Επιτροπή για να στοιχειοθετήσει το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών, η οποία επικαλείται μόνον την ITC και τη SLM)·

–        συνάντηση της 10ης Απριλίου 2001: «[σ]υζήτηση για τις πωλήσεις, την κατανομή Ιταλών πελατών και τον καθορισμό τιμών. Υπόμνηση των κανόνων: Συναντήσεις, δικαιούχοι κάθε προτελευταία Δευτέρα του μήνα· (εμπορικοί) πωλητές κάθε δεύτερη και τελευταία Δευτέρα του μήνα. Σημειώσεις της SLM για τα δεδομένα της Tycsa»· «η CB και η Tréfileurope επιβεβαιώνουν τη συνάντηση» και «Κατά τη CB, κατανομή πελατών και για την Ιταλία»·

–        συνάντηση της 16ης Σεπτεμβρίου 2002: «[σ]υνάντηση με σκοπό την κατανομή των ποσοστώσεων για το συρματόσχοινο τριών και επτά συρμάτων και τον καθορισμό των τιμών»· γίνεται αναφορά σε εσωτερικό μήνυμα το οποίο κάνει, μεταξύ άλλων, λόγο για αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και για την εμφάνιση νέου ανταγωνιστή, και «η CB και η Tréfileurope επιβεβαιώνουν τη συνάντηση».

190    Εκ των ανωτέρω προκύπτει, συνεπώς, ότι μόνο χάρη στην τρίτη από τις εν λόγω συναντήσεις, αυτή της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή μπόρεσε να επικαλεστεί πλήρως το περιεχόμενο των δηλώσεων της CB, δηλαδή ότι οι συζητήσεις αφορούσαν τόσο το συρματόσχοινο επτά συρμάτων όσο και το συρματόσχοινο τριών συρμάτων. Επομένως, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων δυνάμενων να επιβεβαιώσουν τις δηλώσεις της CB, οι εν λόγω δηλώσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι συναντήσεις στις οποίες αναφέρονται αφορούσαν το συρματόσχοινο τριών συρμάτων. Είναι όντως πιθανό η CB να θεώρησε απλώς ότι όλες οι συζητήσεις αφορούσαν και τα δύο είδη προϊόντων χωρίς να εξετάσει αν έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ τους, ενώ, κατά την Trame –για παράδειγμα– αντικείμενο των συζητήσεων αποτέλεσε μόνον το συρματόσχοινο επτά συρμάτων, στο μέτρο που η ίδια δεν μετείχε σε συζητήσεις που να αφορούν συγκεκριμένα το συρματόσχοινο τριών συρμάτων. Σε σύγκριση με τα ανωτέρω, στην αίτηση περί επιείκειας της ITC δηλώνεται, όσον αφορά τη συνάντηση της 13ης Μαρτίου 2000, ότι «κατά τη διάρκεια της συναντήσεως διεξήχθη συζήτηση για τους πελάτες του συρματόσχοινου επτά συρμάτων» (durante la riunione si discute di clienti di trefolo).

191    Εντούτοις, από την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε συναφώς η Επιτροπή απαντώντας στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι στο χειρόγραφο πρακτικό της συναντήσεως της 10ης Απριλίου 2001, το οποίο κοινοποίησε η ITC στην Επιτροπή, (παραρτήματα E.25 και E.26 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ) γίνεται ονομαστική αναφορά σε πολλούς πελάτες και, πιθανότητα, στις πωληθείσες ποσότητες κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2001. Το όνομα και οι ποσότητες που αφορούν τουλάχιστον έναν από τους εν λόγω πελάτες συμπίπτουν ή συγκλίνουν με αντίστοιχα δεδομένα τα οποία περιέχονται στο πρακτικό της συναντήσεως της 6ης Μαρτίου 2000. Ομοίως, το εσωτερικό μήνυμα του οποίου γίνεται επίκληση σε σχέση με τη συνάντηση της 16ης Σεπτεμβρίου 2002 (παράρτημα E.30 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ) κάνει λόγο για την εμφάνιση στην αγορά ενός νέου ανταγωνιστή, ο οποίος, όπως διευκρινίζεται, δραστηριοποιείται στον τομέα του συρματόσχοινου τριών συρμάτων, και για τη διεξαγωγή συζητήσεως με θέμα τη στρατηγική που θα υιοθετούσαν για την αντιμετώπισή του.

192    Εξάλλου, από τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία για τη συνάντηση της 30ής Ιουλίου 2002, (παραρτήματα E.31 και E.32 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ) μεταξύ των Redaelli, CB, Itas, ITC, SLM και Trame προκύπτει ότι η συνάντηση αυτή αφορούσε ιδίως τους πελάτες και τις ελάχιστες τιμές καθώς και την «ανάλυση της αγοράς συρματόσχοινου τριών συρμάτων στην Ιταλία» (βλ. τα σχετικά με τη συνάντηση αυτή τμήματα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Καίτοι ορισμένες πληροφορίες που περιέχονται στο κοινοποιηθέν από την ITC χειρόγραφο πρακτικό της συναντήσεως αυτής αφορούν το συρματόσχοινο επτά συρμάτων, οι αναφορές αυτές γίνονται στο τέλος του εν λόγω εγγράφου και ενώ έχει προηγηθεί η ένδειξη «trefolo», γεγονός το οποίο αφήνει να εννοηθεί ότι όλες οι σχετικές με ορισμένους πελάτες πληροφορίες που παρατίθενται πριν από την ένδειξη αυτή αφορούν το συρματόσχοινο τριών συρμάτων.

193    Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω διαφορετικών αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή μπορεί να δεχτεί ότι, τουλάχιστον από τις συναντήσεις της 28ης Φεβρουαρίου και της 6ης Μαρτίου 2000, και έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002, η Trame συμμετείχε στο πλαίσιο της ομάδας Ιταλίας σε συναντήσεις που είχαν ως αντικείμενο, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, τον συντονισμό των ενεργειών των διαφόρων μετεχόντων σε σχέση με το συρματόσχοινο τριών συρμάτων στην Ιταλία.

ε)       Συμπέρασμα

194    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, αν και αποδεικνύεται ότι τα τέσσερα αρχικά μέλη της ομάδας Ιταλίας σχεδίαζαν παράβαση η οποία αφορούσε τόσο το συρματόσχοινο επτά συρμάτων όσο και το συρματόσχοινο τριών συρμάτων, δεν αποδεικνύεται όμως επαρκώς ότι η Trame γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το συρματόσχοινο τριών συρμάτων αποτελούσε επίσης αντικείμενο των συζητήσεων που διεξάγονταν εντός της ομάδας Ιταλίας, πριν τεθεί το ζήτημα αυτό στις συναντήσεις της 28ης Φεβρουαρίου και της 6ης Μαρτίου 2000.

195    Από τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή προκύπτει επίσης, υπό την επιφύλαξη του αποτελέσματος της εξετάσεως των επιχειρημάτων που προβάλλονται σχετικά με τη συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη μεταξύ 10ης Απριλίου 2001 και 16ης Σεπτεμβρίου 2002, ότι αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον ότι, μετά τις συναντήσεις της 28ης Φεβρουαρίου και της 6ης Μαρτίου 2000, και έως τις 16 Σεπτεμβρίου 2002, διεξήχθησαν συζητήσεις εντός της ομάδας Ιταλίας με θέμα το συρματόσχοινο τριών συρμάτων παρουσία ή λαμβανομένης υπόψη της Trame.

196    Από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία μπορεί να αποδειχθεί ότι οι συζητήσεις για το συρματόσχοινο τριών συρμάτων αφορούσαν, τουλάχιστον, την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών, τις πωληθείσες ποσότητες και τις προτεινόμενες τιμές μεταξύ διαφόρων επιχειρήσεων παραγωγής που μετείχαν στην ομάδα Ιταλίας, γεγονός από το οποίο μπορεί να συναχθεί ότι το αντικείμενό τους ήταν αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

197    Κατά συνέπεια, η εκτίμηση της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τη συμμετοχή της Trame σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεννοήσεις, οι οποίες αφορούσαν τόσο το συρματόσχοινο επτά συρμάτων όσο και το συρματόσχοινο τριών συρμάτων, είναι εν μέρει εσφαλμένη. Αφενός, εσφαλμένως η Επιτροπή καταλόγισε στην Trame ευθύνη για συμμετοχή, εντός της ομάδας Ιταλίας, μεταξύ της 4ης Μαρτίου 1997 και της 28ης Φεβρουαρίου 2000, σε παράβαση η οποία δεν αφορούσε μόνον το συρματόσχοινο επτά συρμάτων αλλά και το συρματόσχοινο τριών συρμάτων, δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται επαρκώς ότι η Trame γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το συρματόσχοινο τριών συρμάτων αποτελούσε ήδη αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των αρχικών τεσσάρων μελών της ομάδας Ιταλίας. Αφετέρου, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι, μεταξύ 6ης Μαρτίου 2000 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002 (υπό την επιφύλαξη του αποτελέσματος της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως περί διακοπής της συμμετοχής της Trame στη σύμπραξη από τις 10 Απριλίου 2011), η Trame μετείχε σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεννοήσεις, οι οποίες αφορούσαν τόσο το συρματόσχοινο επτά συρμάτων όσο και, με δική της πρωτοβουλία, το συρματόσχοινο τριών συρμάτων.

198    Για τον λόγο αυτόν επίσης πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1, σημείο 17, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που η Επιτροπή δέχτηκε ότι η συμμετοχή της Trame στην επίμαχη παράβαση αφορούσε το συρματόσχοινο τριών συρμάτων μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 28ης Φεβρουαρίου 2000. Οι άλλες συνέπειες των ανωτέρω διαπιστώσεων θα εκτιμηθούν στη συνέχεια στο σύνολό τους μετά την εξέταση των επιχειρημάτων των διαδίκων.

 Δ – Επί της περιόδου μεταξύ 10ης Απριλίου 2001 και 16ης Σεπτεμβρίου 2002

 1. Επιχειρήματα των διαδίκων

199    Η Trame αμφισβητεί ότι μετείχε στη σύμπραξη κατά την περίοδο που επακολούθησε της συναντήσεως της 10ης Απριλίου 2001. Από έγγραφο της ITC που αφορά τη συνάντηση της 30ής Αυγούστου 2001 μπορεί ειδικότερα να διαπιστωθεί ότι «η Trame εκουσίως δεν μετέχει στη σύμπραξη». Σε δήλωση εκπροσώπου της Tréfileurope αναφέρεται εξάλλου ότι «από το έτος 2001 η Trame διαχώρισε οριστικώς τη θέση της από την ομάδα Ιταλίας, καθόσον δήλωσε ρητώς ότι δεν αποδεχόταν τις προτάσεις των άλλων μετεχόντων περί κατανομής των μεριδίων αγοράς του συρματόσχοινου» και ότι «ο διαχωρισμός αυτός ήταν απολύτως αντιληπτός από τα μέλη της ομάδας Ιταλίας». Η Trame δεν μετείχε στη σύμπραξη για ένα έτος και πέντε μήνες, ενώ οι μετέχοντες στη σύμπραξη αυτή συναντήθηκαν 93 φορές κατά την περίοδο αυτή.

200    Συναφώς, η Trame υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί εις βάρος της η συμμετοχή της στη συνάντηση της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, στα γραφεία της Federazione imprese siderurgiche italiane (Federacciai, ομοσπονδίας των ιταλικών σιδηρουργικών επιχειρήσεων). Κατά την ημερομηνία αυτή, είχε καταστεί σαφές σε όλα τα μέλη της ομάδας Ιταλίας ότι η παρουσία της ουδόλως είχε έννοια αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, καθόσον η Trame αρνούνταν τα προτεινόμενα μερίδια αγοράς. Η Trame υποστηρίζει, επίσης, ότι η μεταγενέστερη της συναντήσεως της 10ης Απριλίου 2001 παραβατική περίοδος δεν μπορεί να καταλογιστεί εις βάρος της, στηριζόμενη στο γεγονός ότι η κατάστασή της εξακολουθούσε να συζητείται μεταξύ των μελών της ομάδας Ιταλίας. Πολλά έγγραφα τα οποία επικαλείται συναφώς η Επιτροπή δεν περιέχουν καμία πληροφορία εμπορικής φύσεως σχετική με την Trame, αλλά ενίοτε μόνον την κατονομάζουν. Ακόμη και στα έγγραφα που περιέχουν πληροφορίες εμπορικής φύσεως σχετικές με την Trame, πρόκειται για δεδομένα τα οποία είναι ευχερώς διαθέσιμα (βλ. σ. 16166 και 16807 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας). Σε δήλωση εκπροσώπου της ITC αναφέρεται συναφώς ότι «κατά τη διάρκεια του έτους 2001, η Trame διαχώρισε οριστικώς τη θέση της από την ομάδα Ιταλίας, δηλώνοντας ρητώς ότι δεν ενδιαφέρεται για την πρόταση κατανομής της αγοράς του συρματόσχοινου που υπέβαλαν οι άλλες επιχειρήσεις», ότι «[ο] εν λόγω διαχωρισμός ήταν σαφώς αντιληπτός και κατανοητός τόσο από την ίδια όσο και από τους άλλους μετέχοντες στην ομάδα Ιταλίας», ότι «[ο]ρισμένες επιχειρήσεις θα μπορούσαν, ακόμη και μετά τον διαχωρισμό της θέσεως της Trame, κατά τη διάρκεια των συναντήσεων της ομάδας Ιταλίας, να αναφερθούν στην Trame», αλλά ότι «[π]ρόκειται εντούτοις για μεμονωμένα περιστατικά τα οποία δεν έχουν σχέση με τους σκοπούς της προσαπτόμενης με την απόφαση συμπράξεως» και ότι «η Trame είχε, συνεπώς, κατ’ ουσία διακόψει τη συμμετοχή της στην ομάδα Ιταλίας και δεν έχει την εντύπωση ότι η εταιρία αυτή διοχέτευσε, άμεσα ή έμμεσα, ευαίσθητες πληροφορίες εμπορικής φύσεως στα μέλη της ομάδας Ιταλίας».

201    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι απέδειξε τη συμμετοχή της Trame στην ομάδα Ιταλίας μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002, συμπεριλαμβανομένης της μεταγενέστερης της 10ης Απριλίου 2001 περιόδου (βλ., ιδίως, προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 469 και 470). Ειδικότερα, εκτός από τις συναντήσεις της 10ης Απριλίου 2001 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, στις οποίες η Trame παραδέχτηκε ότι συμμετείχε, η κατάστασή της συζητήθηκε και σε άλλες συναντήσεις κατά τις οποίες έγιναν συγκεκριμένες αναφορές στην Trame και στη συμπεριφορά της στην αγορά.

202    Όσον αφορά ένα από τα έγγραφα της ITC που αφορούν τη συνάντηση της 30ής Αυγούστου 2001, δεν είναι βέβαιο ότι η σύμπραξη για την οποία γίνεται λόγος σ’ αυτό είναι η πανευρωπαϊκή σύμπραξη ή η ομάδα Ιταλίας. Η δήλωση αυτή δεν αποτελεί εξάλλου ούτε δημόσια ενέργεια διαχωρισμού της Trame από τη σύμπραξη. Περαιτέρω, η φράση «η πρωτοβουλία ήταν γνωστή και στους ανταγωνιστές μας» αφορά τη φράση που τίθεται πριν από την αναφορά ότι «η Trame εκουσίως δεν μετέχει στη σύμπραξη», δηλαδή εκείνη κατά την οποία «η Trame: επιμένει στην παύση της δραστηριότητας που αφορά το συρματόσχοινο τριών και επτά συρμάτων». Αυτή την πληροφορία γνώριζαν όλοι οι ανταγωνιστές και όχι το γεγονός ότι η Trame δεν μετείχε στη σύμπραξη. Όσον αφορά το έγγραφο που παρατίθεται στη σελίδα 16166 της δικογραφίας, η Επιτροπή παρατηρεί ότι σ’ αυτό περιέχονται δεδομένα τριμήνου (του 3ου τριμήνου) και δεδομένα των «εννέα πρώτων μηνών». Τα δεδομένα αυτά είναι λεπτομερή και αφορούν επτά επιχειρήσεις (στις οποίες συγκαταλέγεται και η Trame). Τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν να προέρχονται μόνον από την Trame στο μέτρο που την αφορούν. Όσον αφορά το έγγραφο που παρατίθεται στη σελίδα 16807 της δικογραφίας, τούτο περιέχει την πηγή ορισμένων δεδομένων σε υποσημείωση και είναι προφανές ότι τα συγκεκριμένα δεδομένα προέρχονται από επιχειρήσεις που εμπλέκονται στη σύμπραξη.

 2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

203    Στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως, η Trame αμφισβητεί τη συμμετοχή της σε ενιαία παράβαση καθ’ όλη την περίοδο μεταξύ 10ης Απριλίου 2011, ημερομηνίας της προτελευταίας συναντήσεως της ομάδας Ιταλίας στην οποία έλαβε μέρος, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, ημερομηνίας της τελευταίας συναντήσεως της ομάδας Ιταλίας στην οποία έλαβε μέρος (στο εξής: περίοδος ενός έτους και πέντε μηνών).

α)       Επικαλούμενα στοιχεία για τον καταλογισμό της παραβάσεως στην Trame

204    Για να αποδειχθεί η συμμετοχή της Trame στην ενιαία παράβαση κατά την περίοδο του ενός έτους και πέντε μηνών, η Επιτροπή επικαλέστηκε τα ακόλουθα στοιχεία στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. επίσης σκέψη 71 ανωτέρω).

205    Πρώτον, η Επιτροπή επισήμανε στην αιτιολογική σκέψη 470 της προσβαλλομένης αποφάσεως τα εξής:

«[…] αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Trame, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της αποδείξεις ότι η Trame εξακολουθούσε να μετέχει στη σύμπραξη, όχι μόνον κατά τη διάρκεια των συναντήσεων της 10ης Απριλίου 2001 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2002 στις οποίες η ίδια η Trame παραδέχεται ότι μετείχε, αλλά και [στη συνάντηση της] 30ής Ιουλίου 2002, η δε περίπτωσή της εξακολουθούσε να αποτελεί αντικείμενο συζητήσεως έως το τέλος της παραβάσεως».

206    Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή για να αποδείξει ότι η «περίπτωση της Trame εξακολουθούσε να αποτελεί αντικείμενο συζητήσεως έως το τέλος της παραβάσεως», σε υποσημείωση της αιτιολογικής σκέψεως 470 της προσβαλλομένης αποφάσεως παρατίθενται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες συναντήσεις:

«[...] οι συναντήσεις της […] 10ης Ιουνίου 2001, 12ης Ιουλίου 2001, 30ής Αυγούστου 2001, 1ης Οκτωβρίου 2001, 23ης Οκτωβρίου 2001, 11ης Ιανουαρίου 2002, 22ας Ιανουαρίου 2002, 1ης Μαρτίου 2002, 10ης Ιουνίου 2002 που αναφέρονται στο παράρτημα 3 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως.»

207    Δεύτερον, απαντώντας στην Trame η οποία επικαλέστηκε το περιεχόμενο εγγράφου της ITC σχετικού με τη συνάντηση της 30ής Αυγούστου 2001, η Επιτροπή επισήμανε στην αιτιολογική σκέψη 471 της προσβαλλομένης αποφάσεως τα εξής:

«Η Trame επικαλείται, επίσης, τη συνάντηση της 30ής Αυγούστου 2001 κατά τη διάρκεια της οποίας [είχε δηλωθεί ότι είχε] “επιλέξει να μη λάβει μέρος στη σύμπραξη” προκειμένου να υποστηρίξει ότι τότε δεν μετείχε πλέον στη σύμπραξη. Η Επιτροπή διαπιστώνει, εντούτοις, ότι δεν είναι βέβαιο ότι η “σύμπραξη” για την οποία γίνεται λόγος με τη δήλωση αυτή ήταν η σύμπραξη APC ή η ομάδα Ιταλίας. Εν πάση περιπτώσει, η Trame συνέχισε να λαμβάνει ενεργό μέρος και η περίπτωσή της συνέχισε να λαμβάνεται υπόψη και να συζητείται στις διάφορες συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας που αφορούσαν τις τιμές και την κατανομή των πελατών μετά την ημερομηνία αυτή. Η δήλωση αυτή δεν μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί ως δημόσιος διαχωρισμός της θέσεώς της από τη σύμπραξη […].»

208    Τρίτον, προκειμένου να στοιχειοθετήσει τη συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη κατά την περίοδο του ενός έτους και πέντε μηνών, η Επιτροπή επισήμανε επίσης τα εξής:

«Εξάλλου, η SLM επιβεβαιώνει επίσης τη συμμετοχή της Trame στις συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας και η Tréfileurope επιβεβαιώνει τη συμμετοχή της Trame στην ομάδα Ιταλίας ακόμη και αν υπήρχαν εντάσεις μεταξύ αυτής και των άλλων μελών της ομάδας» (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 472 in fine).

209    Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι η «συμμετοχή [της Trame] στην ομάδα Ιταλίας άρχισε […] στις 4 Μαρτίου 1997 και συνεχίστηκε αδιαλείπτως έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002 [ημερομηνία των ελέγχων]» (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 473 in fine).

β)       Ανάλυση

210    Για να στηρίξει τη διαπίστωσή της περί συμμετοχής της Trame στη σύμπραξη κατά την περίοδο του ενός έτους και πέντε μηνών, η Επιτροπή συνδυάζει δύο ειδών αποδεικτικά στοιχεία: αφενός, αυτά στα οποία γίνεται λόγος για τη συμμετοχή της Trame σε πολλές συναντήσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου του ενός έτους και πέντε μηνών και, αφετέρου, εκείνα τα οποία αναφέρονται στην αδιάλειπτη συμμετοχή της Trame στην παράβαση ακόμη κι αν αυτή δεν παρίστατο στις συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας.

 Στοιχεία σχετικά με την άμεση συμμετοχή της Trame στις συναντήσεις

211    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την περίοδο του ενός έτους και πέντε μηνών, η Trame παραδέχεται τη συμμετοχή της μόνο σε δύο συναντήσεις στις οποίες έλαβαν μέρος τα μέλη της ομάδας Ιταλίας, αυτές της 10ης Απριλίου 2001 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, στην αρχή και στο τέλος της περιόδου αυτής, ενώ η Επιτροπή επισήμανε στην προσβαλλόμενη απόφαση και μια τρίτη συνάντηση, αυτή της 30ής Ιουλίου 2002.

212    Απαντώντας στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή δήλωσε ότι η συμμετοχή της Trame στη συνάντηση της ομάδας Ιταλίας στις 30 Ιουλίου 2002 προέκυπτε από τη δήλωση της CB στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιείκειας. Πρόκειται για το μοναδικό έγγραφο που επικαλείται συναφώς η Επιτροπή. Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει την Trame μεταξύ των μετεχόντων στη συνάντηση της 30ής Ιουλίου 2002, η οποία ορίζεται ως «συνάντηση για την ανάλυση της αγοράς συρματόσχοινου τριών συρμάτων στην Ιταλία» (παράρτημα E.32 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ).

213    Η αναφορά αυτή σε τμήμα που περιλαμβάνεται σε ανακεφαλαιωτικό πίνακα των διαφόρων συναντήσεων της ομάδας Ιταλίας δεν επιρρωννύεται, εντούτοις, από άλλα στοιχεία ικανά να επιβεβαιώσουν το περιεχόμενό της. Στο χειρόγραφο πρακτικό της συναντήσεως αυτής, το οποίο κοινοποιήθηκε από την ITC στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιείκειας και παρατίθεται από την Επιτροπή στο σχετικό με τη συνάντηση της 30ής Ιουλίου 2002 τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν γίνεται καμία αναφορά στην παρουσία της Trame κατά τη συνάντηση αυτή ούτε περιέχονται πληροφορίες σχετικές με την Trame (σ. 16194 έως 16197 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας).

214    Κατά συνέπεια, τα μόνα στοιχεία από τα οποία μπορεί να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον η συμμετοχή της Trame σε συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο του ενός έτους και πέντε μηνών είναι όσα αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τις συναντήσεις της 10ης Απριλίου 2001 και της 16ης Σεπτεμβρίου 2002 στη Federacciai.

 Στοιχεία σχετικά με την επίκληση της καταστάσεως της Trame κατά την απουσία της

215    Εκτός από τα ανωτέρω στοιχεία, η Επιτροπή έκρινε ότι η συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη κατά την περίοδο του ενός έτους και πέντε μηνών προέκυπτε, επίσης, από το γεγονός ότι, ακόμη κι όταν απουσίαζε, η κατάστασή της αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεως από τα άλλα μέλη της ομάδας Ιταλίας στο πλαίσιο πολλών συναντήσεων. Κατά την άποψη της Επιτροπής, οι συζητήσεις αυτές μπορούσαν να διεξαχθούν μόνον εάν η Trame εξακολουθούσε να ενημερώνει τα άλλα μέλη της ομάδας Ιταλίας για την κατάστασή της, γεγονός το οποίο αποδεικνύει την αδιάλειπτη συμμετοχή της στη συγκεκριμένη συνιστώσα της παραβάσεως.

–       Επί των δηλώσεων των SLM και Tréfileurope

216    Καταρχάς πρέπει να υπομνησθεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της για να αποδείξει τη συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη, ακόμη και αν αυτή απουσίαζε από τις συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 10ης Απριλίου 2001 και 16ης Σεπτεμβρίου 2002, επιβεβαιώνονται από τις δηλώσεις των SLM και Tréfileurope.

217    Απαντώντας στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή επικαλέστηκε το περιεχόμενο επιστολής της SLM στην Επιτροπή, της 25ης Οκτωβρίου 2002 (παράρτημα E.36 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ), από την οποία προκύπτει ότι δύο εκπρόσωποι της SLM έλαβαν μέρος σε συναντήσεις με εκπροσώπους άλλων ιταλικών επιχειρήσεων παραγωγής στο τέλος του έτους 1999 και κατά τη διάρκεια των ετών 2000, 2001 και 2002.

218    Οι επιχειρήσεις που αναφέρει σχετικώς η SLM είναι οι εξής: Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και Trame για τις συναντήσεις σε επίπεδο διοικήσεως και Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope, Trame και Tycsa για τις συναντήσεις σε επίπεδο πωλητών.

219    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, επίσης, ότι, απαντώντας στην παρατήρηση της Trame ότι η εν λόγω δήλωση της SLM δεν αναφέρει ρητώς την ημερομηνία των συναντήσεων κατά τις οποίες παρευρέθη ο εκάστοτε κατονομαζόμενος από την SLM εκπρόσωπος της Trame, η Επιτροπή επισήμανε ότι η εν λόγω δήλωση «συμπληρώνεται από σύγχρονα έγγραφα που αναγράφουν τις ακριβείς ημερομηνίες των συναντήσεων αυτών» (προσβαλλόμενη απόφαση, υποσημείωση της αιτιολογικής σκέψεως 472).

220    Επομένως, όπως άλλωστε επισημαίνει η Επιτροπή, απαιτούνται και άλλα αποδεικτικά στοιχεία για να γίνει δεκτό ότι επιβεβαιώνεται το περιεχόμενο της δηλώσεως της SLM ως έχει. Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί συναφώς ότι η Επιτροπή έκρινε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η SLM κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας δεν είχαν σημαντική πρόσθετη αξία σε σχέση με τις πληροφορίες που είχε ήδη στην κατοχή της. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η περιγραφή των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε επίπεδο διοικήσεως και πωλητών ήταν αόριστη και προέκυπτε ήδη από προϋφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 1126 έως 1129).

221    Όσον αφορά το περιεχόμενο των δηλώσεων της Tréfileurope, η Επιτροπή δήλωσε, απαντώντας στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ότι δεν είναι σε θέση να παράσχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις εντάσεις που η Trame προέβαλε ότι προκλήθηκαν μεταξύ αυτής και των μελών της ομάδας Ιταλίας, δεδομένου ότι η Επιτροπή πληροφορήθηκε τις εντάσεις αυτές για πρώτη φορά με τις δηλώσεις της Tréfileurope. Από τη δικογραφία προκύπτει, επίσης, ότι καίτοι η εν λόγω επιχείρηση μνημονεύει την Trame κατά την περίοδο μεταξύ του 1997 και των αρχών του 2001, οι μεταγενέστερες αναφορές στους «Ιταλούς», ιδίως όσον αφορά την περίοδο μετά την ένταξη των ιταλικών επιχειρήσεων στην ομάδα Ευρώπης δεν περιλαμβάνουν συγκεκριμένα την Trame. Η Trame δεν συγκαταλέγεται ούτε μεταξύ των επιχειρήσεων που ο εκπρόσωπος της Tréfileurope ενθυμείται ότι συνάντησε κατά τη διάρκεια των πρώτων συναντήσεων που ήταν αφιερωμένες στην ανωτέρω ένταξη τον Μάιο και τον Οκτώβριο του 2000 (παράρτημα F.5 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΑΜ).

222    Εν προκειμένω, επίσης, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι δηλώσεις στις οποίες προέβη η Tréfileurope στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιείκειας πρέπει να στηρίζονται σε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι, κατά την περίοδο του ενός έτους και πέντε μηνών, μπορεί να γίνει δεκτό επαρκώς κατά νόμον ότι η Trame συμμετείχε στη σύμπραξη, μολονότι η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποδείξει την άμεση συμμετοχή της στις συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 10ης Απριλίου 2001 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002. Η αναφορά και μόνο στο γεγονός ότι η Trame είναι ιταλική επιχείρηση παραγωγής ή ότι συμμετείχε από τον Μάρτιο του 1997 έως τον Απρίλιο του 2001 μαζί με τους «Ιταλούς» στην εσωτερική διάσταση της ομάδας Ιταλίας δεν αρκεί συναφώς χωρίς κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την αδιάλειπτη συμμετοχή της έως τον Σεπτέμβριο του 2002.

–       Επί της συναντήσεως της 10ης Ιουνίου 2001

223    Η πρώτη συνάντηση που επικαλείται η Επιτροπή για να αποδείξει ότι, μετά τη συνάντηση της 10ης Απριλίου 2001, η Trame εξακολουθούσε να συμμετέχει στην ομάδα Ιταλίας, είναι η συνάντηση που πραγματοποιήθηκε δύο μήνες αργότερα, στις 10 Ιουνίου 2001. Στο σχετικό με τη συνάντηση αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι σ’ αυτήν παρίσταντο: οι Redaelli, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM, καθώς και πρόσωπο το οποίο εργαζόταν για τη CB και για την Austria Draht.

224    Στο τμήμα αυτό, η Επιτροπή παρουσίασε ως εξής το περιεχόμενο της συναντήσεως της 10ης Ιουνίου 2001: «[π]ίνακας στον οποίο αναγράφονται το μερίδιο αγοράς σε τόνους και σε ποσοστό των [Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM], αφενός, (ήτοι 89 % της αγοράς ή 106 800 τόνοι) και των Trame, TY, DWK, Austria, αφετέρου, ήτοι 13 200 τόνοι ή 11% της αγοράς)».

225    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από έγγραφο που κατασχέθηκε στα γραφεία της ITC κατά τον έλεγχο (παράρτημα E.37 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ).

226    Ο εν λόγω πίνακας διακρίνει δύο κατηγορίες επιχειρήσεων, όπως επισημαίνει άλλωστε η Επιτροπή: αφενός, τα βασικά μέλη της ομάδας Ιταλίας, δηλαδή τα τέσσερα αρχικά μέλη (Redaelli, CB, Itas και ITC), την Tréfileurope, η οποία συντόνιζε την ομάδα Ιταλίας και την ομάδα Ευρώπης, καθώς και την SLM, η οποία εξήγαγε τότε προϊόντα και εκτός Ιταλίας, και, αφετέρου, τις άλλες επιχειρήσεις που πωλούν στην Ιταλία, δηλαδή τις Trame, Tycsa, DWK και Austria Draht.

227    Προκύπτει, επίσης, ότι ο πίνακας αυτός περιλαμβάνει τρεις στήλες εκτός από τις επωνυμίες των επιχειρήσεων: η πρώτη στήλη αφορά τις ποσότητες και κατανέμει 120 000 τόνους μεταξύ των δύο ανωτέρω κατηγοριών· η δεύτερη στήλη προσδιορίζει την ποσόστωση - μερίδιο σε ποσοστό που αντιπροσωπεύουν αυτές οι ποσότητες στις εν λόγω δύο κατηγορίες (δηλαδή, συνολικά, 89 % για τους παραγωγούς της πρώτης κατηγορίας και 11 % για τις επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας)· η τρίτη στήλη περιλαμβάνει δύο ειδών αξίες, τα υπολογισθέντα εκ νέου ποσοστά για τους παραγωγούς της πρώτης κατηγορίας (ποσοστά τα οποία προέρχονται από την κατανομή, μεταξύ των παραγωγών της πρώτης κατηγορίας, μόνον των ποσοτήτων που πωλούνται από τους εν λόγω έξι παραγωγούς και όχι από όλους τους παραγωγούς) και τις νέες στρογγυλοποιημένες ποσότητες για τους παραγωγούς της δεύτερης κατηγορίας (ποσότητες οι οποίες αυξάνονται από 13 200 σε 14 000 τόνους).

228    Όσον αφορά την Trame, στον εν λόγω πίνακα αναγράφονται τα ακόλουθα δεδομένα: 4 920 τόνοι (1η στήλη), 4,10 % (2η στήλη) και 5 500 τόνοι (3η στήλη). Συγκριτικώς, οι ποσότητες που αφορούν την ITC είναι 22 500 τόνοι (1η στήλη), 18,75 % (2η στήλη, δηλαδή το μερίδιο της ITC επί συνόλου 120 000 τόνων) και 21,07 % (3η στήλη, δηλαδή το μερίδιο της ITC όταν λαμβάνονται υπόψη μόνον οι πωλήσεις των έξι παραγωγών που εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία).

229    Το περιεχόμενο της συναντήσεως αυτής, όπως εκτίθεται ανωτέρω, δεν αρκεί για να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον ότι οι ανωτέρω πληροφορίες προέρχονταν από την Trame.

230    Συγκεκριμένα, η επίμαχη συζήτηση διεξήχθη μεταξύ των εκπροσώπων των έξι παραγωγών της πρώτης κατηγορίας και μπορεί να εννοηθεί ότι αυτοί υπολόγισαν τις ποσότητες που είχαν πωλήσει οι επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας στην ιταλική αγορά. Οι υπολογισμοί αυτοί μπορεί να είναι ακριβείς, όπως είναι τα δεδομένα της πρώτης στήλης, αλλά τούτο δύναται να εξηγηθεί από τη γνώση της αγοράς και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σ’ αυτή. Σε μια προσπάθεια καθορισμού των μεριδίων της αγοράς, δεν δύναται να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι έξι πρώτες παραγωγικές επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν συνολικώς περίπου το 90 % των πωλούμενων ποσοτήτων, μπορούν να εξετάσουν τις ποσότητες που πωλούσαν οι τέσσερις άλλες παραγωγικές επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνταν στην αγορά αυτή. Η εν λόγω εξήγηση είναι τουλάχιστον εξίσου συνεπής και πιθανή με εκείνη που προτείνει η Επιτροπή, η οποία εκτιμά ότι μόνον η ίδια η Trame μπορεί να είναι η πηγή προελεύσεως των δεδομένων που την αφορούν και περιλαμβάνονται στον πίνακα, ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεως στη συνάντηση των έξι κυριότερων ιταλικών επιχειρήσεων παραγωγής.

–       Επί της συναντήσεως της 12ης Ιουλίου 2001

231    Η δεύτερη συνάντηση που επικαλείται η Επιτροπή είναι η συνάντηση της 12ης Ιουλίου 2001. Στο σχετικό με την εν λόγω συνάντηση τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι σ’ αυτήν παρίσταντο: οι Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM, καθώς και οι DWK, WDI και Nedri.

232    Στο τμήμα αυτό, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η συνάντηση της 12ης Ιουλίου 2001 αφορούσε την ευρωπαϊκή αγορά και, ειδικότερα, την εκ μέρους των ιταλικών επιχειρήσεων παραγωγής διεκδίκηση ποσότητας 60 000 τόνων. Η Επιτροπή ανέφερε ρητώς ότι από το χειρόγραφο πρακτικό της εν λόγω συναντήσεως που κοινοποίησε η ITC προκύπτει ότι οι μετέχοντες σ’ αυτή «συζήτησαν, ειδικότερα, για τις εξαγωγές των Itas, CB, ITC και SLM, εκτός από τις εξαγωγές των Trame και Redaelli κατά την περίοδο μεταξύ Ιουνίου του 2000 και Ιουνίου του 2001». Βάσει των σημειώσεων, «ο συνολικός όγκος των εξαγωγών συρματόσχοινου επτά συρμάτων των εν λόγω τεσσάρων επιχειρήσεων ήταν 32 872 τόνοι, οι οποίοι εξήχθησαν σε 14 χώρες και κατανέμονται ως εξής: “Itas 2 889 τόνοι, CB 12 427 τόνοι, ITC 12861 τόνοι, SLM 2685 τόνοι, AFT: - Redaelli 17 000 τόνοι (+ 4 000 τόνοι συρματόσχοινου τριών συρμάτων και 5 000 τόνοι σύρματος), Trame 1000 τόνοι (όπως η ITC)”». Στις σημειώσεις αναγράφεται επίσης «30 862 συμφωνία MT + προσαύξηση 10 % (που επιμερίζεται μεταξύ όλων των ιταλικών επιχειρήσεων)». Διευκρινίζεται, επίσης, ότι από τις σημειώσεις της Nedri και της SLM προκύπτει ότι γίνεται αναφορά στις κυριότερες χώρες εξαγωγής για τις CB, Itas, ITC και SLM.

233    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από προπαρασκευαστικές σημειώσεις και ένα σχετικό με τη συνάντηση χειρόγραφο πρακτικό της Nedri, από έγγραφα κατασχεθέντα στα γραφεία των ITC, SLM και Itas, από πληροφορίες που διαβίβασαν οι CB, SLM και Tréfileurope στο πλαίσιο της συνεργασίας τους με την Επιτροπή και από ένα σχετικό με τη συνάντηση χειρόγραφο πρακτικό της ITC (παράρτημα E.38 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ). Συναφώς πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της πολλά αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει το περιεχόμενο της συναντήσεως της 12ης Ιουλίου 2001. Και είναι ακόμη σημαντικότερο ότι τα στοιχεία αυτά προέρχονται από μέλη των δύο ομάδων που παρέστησαν στη συνάντηση αυτή, της ομάδας Ευρώπης και της ομάδας Ιταλίας.

234    Όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα, το περιεχόμενο της συναντήσεως της 12ης Ιουλίου 2001 δεν δύναται από μόνο του να αποδείξει ότι η Trame, αν και απουσίαζε από τη συνάντηση αυτή, εξακολουθούσε να συμμετέχει στην ομάδα Ιταλίας.

235    Σε πολλά έγγραφα γίνεται όντως λόγος για ποσότητα 1 000 τόνων που αντιστοιχεί στις «αποστολές [της Trame] από την Ιταλία στην αλλοδαπή». Εντούτοις η αναφορά σε μια τέτοιου είδους πληροφορία κατά τη διάρκεια των συζητήσεων είναι προφανώς όλως τυχαία. Οι πωλήσεις αυτές αντιστοιχούν, εξάλλου, κατά πάσα πιθανότητα στις πωλήσεις που πραγματοποίησε η Trame στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των κρατών που κάλυπτε η σύμπραξη σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση. Σε συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των μελών της ομάδας Ιταλίας και των μελών της ομάδας Ευρώπης με αντικείμενο την ευρωπαϊκή αγορά, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, είναι πολύ πιθανότερο ότι η πληροφορία που αφορούσε την Trame παρασχέθηκε από επιχείρηση η οποία παρέστη στη συνάντηση με δική της πρωτοβουλία και όχι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεως της Trame, η οποία επιθυμούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο να λάβει μέρος των ποσοστώσεων εξαγωγής που θα κατανέμονταν στις ιταλικές επιχειρήσεις από την ομάδα Ευρώπης για τα καλυπτόμενα από την εν λόγω ομάδα κράτη. Από τα σχετικά με την εν λόγω συνάντηση έγγραφα προκύπτει, επίσης, ότι οι συζητήσεις αφορούσαν κυρίως τις εξαγωγές των CB, Itas, ITC και SLM, για τις οποίες παρέχονται ακριβή στοιχεία ενώ τούτο δεν ισχύει για τις Redaelli και Trame.

236    Πολλά έγγραφα έχουν συναφώς ιδιαίτερη αποδεικτική αξία. Πρόκειται κατ’ αρχάς για ένα έγγραφο που απέστειλε η SLM στην Επιτροπή στις 25 Οκτωβρίου 2002 (σελίδα 16807 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας), το οποίο αφορά τη συνάντηση της 12ης Ιουλίου 2001. Σε μια «σημείωση των αποστολών της Ιταλίας στην αλλοδαπή», το έγγραφο αυτό αναγράφει όντως «αποστολές Trame 1 000 τόνοι». Εντούτοις, στη συγκεκριμένη σημείωση, το εν λόγω έγγραφο περιέχει επίσης δύο άλλες αναφορές, αφενός, στις «αποστολές της ομάδας 30 872 τόνοι» και, αφετέρου, στις «αποστολές Redaelli 17 000 τόνοι (+ 4 000 τόνοι συρματόσχοινου 3 συρμάτων και 5 000 τόνοι σύρματος)». Από ένα άλλο μέρος του εγγράφου αυτού προκύπτει, επίσης, ότι οι αποστολές της ομάδας κατανέμονται ως εξής: «Itas 2889, CB 12 427 τόνοι, ITC 12861 τόνοι, SLM 2685 τόνοι AFT: - σύνολο 30 872» και ότι οι «σημαντικές χώρες για τις ιταλικές επιχειρήσεις» είναι «Itas: Γερμανία, CB: Γερμανία και Γαλλία. ITC: Γαλλία SLM: Γερμανία και Γαλλία.». Συνεπώς, το έγγραφο αυτό διακρίνει σαφώς την «ομάδα» από την Trame, η οποία δεν εμφανίζεται ως μέλος της εν λόγω ομάδας.

237    Επομένως, στη σημείωση «30 862 συμφωνία MT + 10 % προσαύξηση (που επιμερίζεται μεταξύ όλων των ιταλικών επιχειρήσεων)» η οποία περιέχεται σε έγγραφο της Nedri (σελίδα 30850 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας) ή σε έγγραφο της ITC (σελίδα 5022 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας) δεν περιλαμβάνεται η Trame «χωρίς την παραμικρή αμφιβολία», όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, δεδομένου ότι από τα ανωτέρω έγγραφα προκύπτει, ρητώς μεν από τα έγγραφα των SLM και Nedri, σιωπηρώς δε από το έγγραφο της ITC, ότι η φράση «ιταλικές επιχειρήσεις» αφορά τις «Itas, CB, ITC και SLM» και όχι την Trame.

–       Επί του μηνύματος της SLM στην ITC της 13ης Ιουλίου 2001

238    Στις απαντήσεις που έδωσε στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το οποίο κατασχέθηκε κατά τον έλεγχο, η SLM διαβίβασε στην ITC, στις 13 Ιουλίου 2001 (σελίδα 5272 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας), πίνακα με τίτλο «Συρματόσχοινο επτά συρμάτων 2001» ο οποίος περιείχε δεδομένα σχετικά με τις πωληθείσες ποσότητες από δέκα επιχειρήσεις, τις Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope, SLM, Trame, Tycsa, DWK και Austria Draht, το 2001, σε πολλούς πελάτες (βλ. το σχετικό με το έγγραφο αυτό τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο οποίο ο εν λόγω πίνακας επισυνάπτεται ως «trefolo pulito»). Πρόκειται, εξάλλου, για τον ίδιο πίνακα με εκείνον που επισυνάπτεται σε μήνυμα της SLM στην ITC της 4ης Φεβρουαρίου 2002 (σελίδα 5281 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας), το οποίο αναφερόταν αυτή τη φορά ως «ipotesis mercato trefolo 2002».

239    Κατά την άποψη της Επιτροπής, από τα δεδομένα αυτά, και ιδίως από το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος πίνακας περιλαμβάνει τον ακριβή αριθμό τόνων ανά πελάτη και το ποσοστό συμπληρωματικών ποσοστώσεων για κάθε επιχείρηση, προκύπτει ότι οι πληροφορίες αυτές δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση γενικά δεδομένα που είναι ευχερώς διαθέσιμα από πελάτες ή άλλους παραγωγούς όπως υποστηρίζει η Trame.

240    Από την εξέταση αυτού του εγγράφου προκύπτει όντως ότι παρέχονται ακριβή δεδομένα (στρογγυλοποιημένα εν γένει κατά 10 ή 5 μονάδες), σχετικά με τις πωληθείσες ποσότητες από τις ανωτέρω δέκα επιχειρήσεις σε 400 Ιταλούς πελάτες. Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή και όπως επισημάνθηκε από την Trame, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο πίνακας αυτός διακρίνει, για άλλη μια φορά, μεταξύ δύο ειδών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τον τελικό ανακεφαλαιωτικό πίνακα που κατανέμει μεταξύ των δέκα επιχειρήσεων τις πωληθείσες στην ιταλική αγορά ποσότητες συρματόσχοινου επτά συρμάτων (δηλαδή 119 200 τόνους το 2001), γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM, ως προς τις οποίες παρατίθενται επίσης δεδομένα που αφορούν τις πραγματοποιηθείσες πωλήσεις και τις προβλεπόμενες πωλήσεις («percentuali spettanti» / «percentuali provvis.» / «quote spettenti»/ «quote provvisorie» / «differenze»), και, αφετέρου, των άλλων επιχειρήσεων, Trame, Tycsa, DWK και Austria Draht, ως προς τις οποίες παρατίθενται μόνον τα δεδομένα που αφορούν τις πωληθείσες το 2001 ποσότητες και το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι ποσότητες αυτές (συγκεκριμένα ως προς την Trame τα ακόλουθα δεδομένα «6 960 τόνοι», δηλαδή «5,84 %» των 119 200 τόνων που πωλήθηκαν το 2001· η Trame εμφανίζεται, επίσης, ως προμηθευτής 20 πελατών που παρατίθενται στον πίνακα).

241    Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της διακρίσεως αυτής, δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί εξαρχής, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το ενδεχόμενο ότι οι πληροφορίες του πίνακα αυτού σχετικά με τις Trame, Tycsa, DWK και Austria Draht (η οποία τελευταία επιχείρηση βρισκόταν σε ιδιαίτερη θέση στο μέτρο που ο εμπορικός αντιπρόσωπός της στην Ιταλία εργαζόταν και για τη CB) αποτελούν εκτιμήσεις των Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM βάσει δεδομένων που έχουν από κοινού στη διάθεσή τους ή επαφών που μπορεί να είχαν με πελάτες τους.

242    Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι ορισμένες αναφορές του πίνακα που διαβίβασε η SLM στην ITC με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 13ης Ιουλίου 2001 είναι απλές υποθέσεις, όπως προκύπτει, για παράδειγμα, από τα αναγραφόμενα «???», «??? TM» ή «??? TYS» σε στήλη «σημειώσεων» στο περιθώριο των σχετικών με τους δέκα παραγωγούς δεδομένων.

243    Επιπροσθέτως πρέπει να επισημανθεί ότι ο εν λόγω πίνακας δεν είναι ανέκδοτος αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο μιας διαρκούς προσπάθειας, εντός της ομάδας Ιταλίας από το 1995, προσδιορισμού των πελατών και των παραδιδόμενων ποσοτήτων συρματόσχοινου επτά συρμάτων (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 441 επ.). Πάρα πολλά συναφή αποδεικτικά στοιχεία κατασχέθηκαν από την Επιτροπή κατά τους ελέγχους ή κοινοποιήθηκαν στο πλαίσιο αιτήσεων περί επιείκειας, από τα οποία προκύπτει ότι καταρτίστηκαν, επανειλημμένως, κατάλογοι πελατών με σκοπό την εξακρίβωση και τον υπολογισμό των ποσοτήτων που πωλούσαν τα μέλη της ομάδας Ιταλίας και άλλες επιχειρήσεις παραγωγής που δραστηριοποιούνταν στην Ιταλία. Για παράδειγμα, υπάρχει συγκεκριμένα κατάλογος με τίτλο «mercato italiano trefolo CAP anno 98», ο οποίος απαριθμεί 383 πελάτες, με αναφορές στις επιχειρήσεις Redaelli, CB, Itas, ITC και Tréfileurope και κενές στήλες για τις επιχειρήσεις SLM, Trame, DWK και Austria Draht (βλ. το σχετικό με το έτος 1998 τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως) (σ. 29639 έως 29646 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας) Σε άλλους πίνακες γίνεται λόγος για «ripartizione spedizione trefolo italia anno 1998 in ton», με σύγκριση η οποία αφορά το έτος 1999, ή για «ripartizione spedizione trefolo italia anno 1999 in ton» για πάρα πολλούς πελάτες σε σχέση με τις Redaelli, CB, Itas, ITC και Tréfileurope (σ. 29655 έως 29670 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας). Υπάρχουν και άλλοι πίνακες με δεδομένα που αφορούν τις Trame, SLM, Austria Draht, DWK και Tycsa καθώς και αναφορές στις Redaelli, CB, Itas, ITC και Tréfileurope (σ. 5640 έως 5643, 29671 έως 29689 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας).

–       Επί της συναντήσεως της 30ής Αυγούστου 2001

244    Η τρίτη συνάντηση που επικαλείται η Επιτροπή είναι αυτή της 30ής Αυγούστου 2001. Στο σχετικό με τη συνάντηση αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε μεταξύ άλλων ότι, κατά τη συνάντηση αυτή μεταξύ των Itas, ITC και SLM, συζητήθηκε η «λεπτομερής κατανομή πελατών, και για τις SLM, Redaelli, CB, Trame, και [πρόσωπο το οποίο εργάζεται για τη CB και για την Austria Draht]» και ότι «η Trame επιθυμεί να πωλήσει τα εργοστάσιά της» και «επέλεξε να μη μετέχει στη σύμπραξη».

245    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από δύο έγγραφα σχετικά με τη συνάντηση της 30ής Αυγούστου 2001, εκ των οποίων το ένα είναι χειρόγραφο πρακτικό της ITC, το οποίο προσκομίστηκε στο πλαίσιο της αιτήσεως περί επιείκειας (στο εξής: πρώτο έγγραφο, σελίδα 16158 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας), και το άλλο είναι δακτυλογραφημένο πρακτικό που κατασχέθηκε στα γραφεία της ITC κατά τον έλεγχο (στο εξής: δεύτερο έγγραφο, σελίδα 4989 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας) (παράρτημα E.39 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ).

246    Όπως επισημαίνεται από την Επιτροπή, από το πρώτο έγγραφο προκύπτει ότι αυτό περιέχει ακριβείς αναφορές με τίτλο «Richieste Trame» (αιτήματα της Trame), σε 23 πελάτες που έχουν σχέση με την Trame.

247    Γίνονται και άλλες λιγότερο ακριβείς αναφορές σε πελάτες που αφορούν τις SLM, Redaelli και CB. Συγκεκριμένα, από το πρώτο έγγραφο προκύπτει ευκρινώς ότι δηλώνεται ποσότητα σε τόνους για καθέναν από τους 23 αναγραφόμενους πελάτες που αφορούν την Trame. Επιπροσθέτως, για δεκαπέντε από τους εν λόγω πελάτες σημειώνεται στο περιθώριο «x» ως «OK», ενώ για τους άλλους εννέα σημειώνεται «–» ως «όχι». Σημειώνεται, επίσης, ερωτηματικό δίπλα σε τρεις πελάτες, καθώς και η ένδειξη «exl», η οποία σημαίνει κατά πάσα πιθανότητα αποκλειστικός πελάτης, δίπλα σε άλλους τέσσερις πελάτες. Συνολικά, οι αναγραφόμενες ποσότητες για τους 23 πελάτες της Trame ανέρχονται σε 6 520 τόνους. Μολονότι οι ποσότητες αυτές αλληλοκαλύπτονται ενίοτε με εκείνες που μνημονεύονται στο μήνυμα της 13ης Ιουλίου 2001, τούτο δεν ισχύει πάντα.

248    Εν προκειμένω, η αναφορά σε «αίτημα», ο βαθμός ακρίβειας των ανωτέρω πληροφοριών καθώς και ο τρόπος χρησιμοποιήσεώς τους από τις Itas, ITC και SLM επιτρέπουν την εκτίμηση, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι η Trame υπέβαλε κατά πάσα πιθανότητα τα σχετικά με τους πελάτες της «αιτήματα», τα οποία συζητήθηκαν στη συνάντηση της 30ής Αυγούστου 2001. Από τις ενδείξεις αυτές μπορεί, συνεπώς, να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη επαφών μεταξύ των μελών της ομάδας Ιταλίας και της Trame για τη «λεπτομερή κατανομή πελατών» όπως επισημαίνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

249    Προκύπτει, επίσης, ότι στο δεύτερο έγγραφο η ITC κάνει λόγο για την πρόδηλη επιλογή της Trame να μη μετέχει στη σύμπραξη (σελίδα 4989 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας). Το κείμενο του εγγράφου έχει ως εξής:

«5.      Trame: επιμένει στην εκχώρηση του κλάδου παραγωγής συρματόσχοινου 3 και 7 συρμάτων. Προς το παρόν παράγει 6 000 τόνους συρματόσχοινου 7 συρμάτων και 9 000 τόνους συρματόσχοινου 3 συρμάτων· οι εγκαταστάσεις της είναι παρωχημένες. Εκουσίως δεν μετέχει στη σύμπραξη. Οι ανταγωνιστές μας γνωρίζουν και οι ίδιοι την πρωτοβουλία».

250    Το περιεχόμενο του δευτέρου εγγράφου, όπως αναφέρεται, δεν επιτρέπει ασφαλώς να συναχθεί η έμμεση συμμετοχή της Trame στην ομάδα Ιταλίας. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η δήλωση αυτή δεν μπορεί ευλόγως να ερμηνευθεί ως αφορώσα την ομάδα Ευρώπης, καθώς οι αναγραφόμενες ποσότητες της Trame αφορούν την Ιταλία.

251    Εντούτοις, από την εξέταση του περιεχομένου του δευτέρου εγγράφου στο σύνολό του μπορεί να διαπιστωθεί ότι είναι μάλλον απίθανο να αφορά την ίδια συνάντηση με εκείνη στην οποία έλαβαν μέρος οι Itas, ITC και SLM στις 30 Αυγούστου 2001. Συγκεκριμένα, ακόμη κι αν το δεύτερο έγγραφο τιτλοφορείται «πρακτικό» και φέρει ως ημερομηνία την 30ή Αυγούστου 2001, περιλαμβάνει τα θέματα που συζητήθηκαν κατά την εν λόγω ημερομηνία από ένα «διοικητικό συμβούλιο». Το εν λόγω πρακτικό κάνει μεταξύ άλλων λόγο, στο σημείο αριθ. 1, για ένα σχέδιο συνεργασίας με ιταλικό πανεπιστήμιο, το οποίο δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των θεμάτων συζητήσεως στη συνάντηση της ομάδας Ιταλίας.

252    Μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η συζήτηση σχετικά με το σημείο αριθ. 5 του δευτέρου εγγράφου, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 249 ανωτέρω, διεξήχθη μόνον εντός του διοικητικού συμβουλίου της ITC και όχι εντός της ομάδας Ιταλίας.

253    Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο έγγραφο και η σ’ αυτό περιεχόμενη αναφορά περί μη συμμετοχής της Trame στη σύμπραξη δεν επιτρέπει, από μόνη της, να αποκλεισθεί αυτό που μπορεί να συναχθεί συγκεκριμένα από το περιεχόμενο του πρώτου εγγράφου, δηλαδή ότι στις 30 Αυγούστου 2001, τρία μέλη της ομάδας Ιταλίας συζήτησαν «αιτήματα» σχετικά με 23 πελάτες της Trame, με τη συνακόλουθη λήψη αρνητικών ή θετικών αποφάσεων εκ μέρους των Itas, ITC και SLM.

254    Ακόμη κι αν η ITC και πιθανότατα και άλλες επιχειρήσεις γνώριζαν τη βούληση της Trame να αποχωρήσει από τον τομέα του APC, όπως επίσης γνώριζαν ότι η Trame δεν έπρεπε να θεωρείται ως ένα από τα βασικά μέλη της ομάδας Ιταλίας, τούτο ουδόλως αποκλείει ότι η Trame αναζητούσε οφέλη από ορισμένες πτυχές της ομάδας Ιταλίας, ιδίως από την εσωτερική πτυχή της, όπως προκύπτει από το πρώτο έγγραφο.

–       Επί της συναντήσεως της 1ης Οκτωβρίου 2001

255    Η τέταρτη συνάντηση που επικαλείται η Επιτροπή είναι αυτή της 1ης Οκτωβρίου 2001. Στο σχετικό με τη συνάντηση αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι σ’ αυτήν εκπροσωπούνταν: οι Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM.

256    Στο τμήμα αυτό, η Επιτροπή παρουσίασε το περιεχόμενο της συναντήσεως της 1ης Οκτωβρίου 2001 ως εξής: «ITC: συζήτηση για την κατανομή πελατών και για τις εισαγωγές. […/] “Η Ισπανία δεν τηρεί τις συμφωνίες, […] υπερέβη ήδη τους 4 000 και ανέρχονται ήδη σε 6 000”. Πρόταση Trame-Emesa για μερική ή συνολική εκχώρηση (μόνο CAP). Επισημαίνεται ότι η Trame επιθυμεί ποσόστωση της τάξεως του 8.7» και «Σημειώσεις της Redaelli: κατανομή της εξωτερικής ποσοστώσεως».

257    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από έγγραφα τα οποία κατασχέθηκαν στα γραφεία των ITC και Redaelli κατά τον έλεγχο και από την αίτηση περί επιείκειας της ITC (παράρτημα E.40 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ).

258    Από την εξέταση των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή και από το πρακτικό της συναντήσεως της 1ης Οκτωβρίου 2001 που συνέταξε η ITC προκύπτει όντως η εξής αναφορά: «Trame – συρματόσχοινο τριών συρμάτων 23/25 000 [συνολικό μέγεθος της αγοράς] επιθυμεί 8,7 – συρματόσχοινο επτά συρμάτων 6 000».

259    Ερωτηθείσα συναφώς στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Trame δήλωσε ότι η ποσόστωση της τάξεως του 8,7 αντιστοιχούσε στην αξία που της είχε προταθεί προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία και για το συρματόσχοινο τριών συρμάτων και ότι η εν λόγω απόπειρα επεκτάσεως της συμφωνίας στο συρματόσχοινο τριών συρμάτων δεν είχε καμία κατάληξη ενώ υπενθύμισε «[α]πλώς για λόγους πληρότητας» ότι η ίδια δεν είχε λάβει μέρος στη συνάντηση αυτή.

260    Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι, καίτοι δεν αμφισβητείται ότι η Trame δεν έλαβε μέρος στη συνάντηση αυτή, εντούτοις από το πρακτικό που συνέταξε η ITC κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών προκύπτει ότι η επιθυμία, που αποδίδεται στην Trame από τις παρούσες επιχειρήσεις, να λάβει συγκεκριμένη ποσότητα συρματόσχοινου τριών συρμάτων αποτέλεσε αντικείμενο των συζητήσεων που διεξήχθησαν κατά τη συνάντηση της 1ης Οκτωβρίου 2001. Υπό το πρίσμα του περιεχομένου του εγγράφου αυτού και λαμβανομένου υπόψη του βαθμού ακρίβειας των αιτουμένων ποσοτήτων (8 700 τόνοι) και του γεγονότος ότι ένα άλλο σχετικό με μεταγενέστερη συνάντηση έγγραφο επιβεβαιώνει την αναφορά αυτή, είναι πολύ πιθανότερο, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι η Trame υπέβαλε το αίτημα αυτό αντί να θεωρηθεί, όπως διατείνεται η Trame, ότι τα μέλη της ομάδας Ιταλίας είναι αυτά που πρότειναν την εν λόγω ποσότητα.

–       Επί της συναντήσεως της 23ης Οκτωβρίου 2001

261    Η πέμπτη συνάντηση που επικαλείται η Επιτροπή είναι αυτή της 23ης Οκτωβρίου 2001. Στο σχετικό με τη συνάντηση αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι σ’ αυτήν εκπροσωπούνταν μεταξύ άλλων: οι Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM.

262    Στο τμήμα αυτό, η Επιτροπή παρουσίασε το περιεχόμενο της συναντήσεως της 23ης Οκτωβρίου 2001 ως εξής: «[π]οσοστώσεις πωλήσεως καθορισθείσες για τις ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής [και σ]ύγκριση με τις πραγματικές πωλήσεις στις 30 Σεπτεμβρίου 2001 (δηλαδή συνολικώς 74 814 τόνοι)». Η Επιτροπή επισήμανε, επίσης, ότι υπήρχε ερωτηματικό για τα δεδομένα που αφορούσαν τις «Trame, Spagna, Austria και DWK».

263    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από έγγραφο το οποίο κατασχέθηκε στα γραφεία της ITC κατά τον έλεγχο (παράρτημα E.41 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ).

264    Από το έγγραφο αυτό, το οποίο συγκρίνει, στις 30 Σεπτεμβρίου 2001, τις πραγματοποιηθείσες πωλήσεις σε σχέση με τις προβλεφθείσες πωλήσεις, προκύπτει πράγματι ότι δίπλα ακριβώς από την αναφορά που γίνεται στην Trame υπάρχουν τα σύμβολα «?!», όπως ακριβώς και στην περίπτωση των Spagnia, Austria και DWK. Ομοίως, από την εξέταση του εγγράφου αυτού αποδεικνύεται για άλλη μια φορά (βλ. σκέψεις 226 και 240 ανωτέρω) ότι τα συγκριτικά δεδομένα των πωλήσεων αφορούν μόνον τις Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM, για τις οποίες παρατίθεται το αντίστοιχο ποσοστό-μερίδιο του 100 % των ποσοτήτων που πώλησαν, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη, εν προκειμένω, οι άλλοι τέσσερις παραγωγοί που πωλούν στην Ιταλία.

265    Δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει επίκληση του εν λόγω εγγράφου για να αποδειχθεί ότι η Trame συμμετείχε τότε, εν τη απουσία της, στις συναντήσεις που αφορούσαν το συρματόσχοινο επτά συρμάτων εντός της ομάδας Ιταλίας.

–       Επί της συναντήσεως της 11ης Ιανουαρίου 2002

266    Η έκτη συνάντηση που επικαλείται η Επιτροπή είναι αυτή της 11ης Ιανουαρίου 2002. Στο σχετικό με τη συνάντηση αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι σ’ αυτήν εκπροσωπούνταν μεταξύ άλλων: οι Redaelli, CB, Itas, ITC Tréfileurope και SLM.

267    Στο τμήμα αυτό, η Επιτροπή παρουσίασε το περιεχόμενο της συναντήσεως της 11ης Ιανουαρίου 2002 ως εξής:

–        «συζητήσεις για πελάτες»·

–        «[α]νταλλαγή λεπτομερών πληροφοριών για τις ποσότητες που πωλήθηκαν από τις επιχειρήσεις παραγωγής (ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής: [Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM] και αλλοδαπές: Austria, DKW και Tycsa) στην Ιταλία το 2001»·

–        «συζήτηση για την Trame»·

–        «[ό]σον αφορά τις επιχειρήσεις παραγωγής, προβλεφθείσες και πραγματικές ποσότητες καθώς και διαφορές μεταξύ των δύο για τις [Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM]»·

–        «[ε]πόμενη συνάντηση στις 22 Ιανουαρίου, συγκεκριμένες προτάσεις: η κατά το δυνατό μείωση του αριθμού των κατανεμόμενων πελατών».

268    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από χειρόγραφα πρακτικά που αφορούν τη συνάντηση αυτή, τα οποία προσκομίστηκαν από τις ITC και SLM κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (παράρτημα E.42 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ).

269    Από την εξέταση των εγγράφων αυτών προκύπτει ότι η συζήτηση για τους πελάτες δεν στηρίζεται σε πληροφορίες που αφορούν την Trame. Η εν λόγω επιχείρηση κατονομάζεται στο πρακτικό της ITC με δύο γραμμές κειμένου, των οποίων η σημασία δεν εξηγήθηκε ούτε προκύπτει με σαφήνεια. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για τμήμα σχετικό με τη «συζήτηση με θέμα την Trame» που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

270    Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται, επίσης, η διαπίστωση ότι, ως προς τις αναγραφόμενες στα δύο πρακτικά ποσότητες που πώλησαν οι δέκα επιχειρήσεις παραγωγής, τίθεται ερωτηματικό ακριβώς δίπλα από την επωνυμία Trame με την ένδειξη «7 000» επί συνολικής ποσότητας 112 524 ή 112 742 τόνων σύμφωνα με το πρακτικό, ενώ τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση των επακριβών δεδομένων που αφορούν τις Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM. Τα δεδομένα που αφορούν τις Trame, Tycsa, Austria Draht και DKW είναι, εξάλλου, προφανές ότι αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεων, καθόσον στο πρακτικό της ITC υπάρχουν πολλές συναφείς διαγραφές. Όσον αφορά την Trame η συζήτηση κινείται μεταξύ 7 000 και 6 000 τόνων αλλά η εκτίμηση των 7 000 είναι αυτή που τελικώς παραμένει, ενώ η αρχική εκτίμηση για την Tycsa συνοδεύεται, ακολούθως, από την ένδειξη «OK» για να τεθεί στη συνέχεια μετά από τα δεδομένα που αφορούν τις κυριότερες επιχειρήσεις παραγωγής.

271    Ομοίως, όσον αφορά τη συζήτηση περί προβλεπομένων και πραγματικών ποσοτήτων για το 2001 και των σχετικών με τα έτη 1999, 2000 και 2001 δεδομένων, λαμβάνονται υπόψη μόνον οι ακόλουθες επιχειρήσεις παραγωγής: Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM. Η Trame δεν εμφανίζεται στο συγκεκριμένο τμήμα των συζητήσεων.

272    Δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει επίκληση των εν λόγω εγγράφων για να αποδειχθεί ότι η Trame συμμετείχε τότε, εν τη απουσία της, στις συναντήσεις που αφορούσαν το συρματόσχοινο επτά συρμάτων εντός της ομάδας Ιταλίας.

–       Επί της συναντήσεως της 22ας Ιανουαρίου 2002

273    Η έβδομη συνάντηση που επικαλείται η Επιτροπή είναι αυτή της 22ας Ιανουαρίου 2002. Στο σχετικό με τη συνάντηση αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι σ’ αυτήν εκπροσωπούνταν μεταξύ άλλων: οι Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM.

274    Στο τμήμα αυτό, η Επιτροπή παρουσίασε το περιεχόμενο της συναντήσεως της 22ας Ιανουαρίου 2002 ως εξής:

–        «[σ]υζητήσεις για πελάτες, ανταλλαγή πληροφοριών για τις τιμές»·

–        «Η Trame επιθυμεί 8 700 τόνους» και «Πρόταση στην Trame για το 2002 (ειδικότερα, κατάλογος πιθανών πελατών) και συμφωνία για το μέλλον: πρώτη επαφή μεταξύ [εκπροσώπου της Tréfileurope και εκπροσώπου της Trame], στη συνέχεια συζήτηση και αποδοχή από όλους»·

–        «[σ]τις σημειώσεις αναγράφεται επίσης: ανάκτηση ιδίων πελατών και ανταλλαγή εφόσον είναι αναγκαίο».

275    Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από τα χειρόγραφα πρακτικά που αφορούν τη συνάντηση αυτή, τα οποία προσκομίστηκαν από τις ITC και SLM κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (παράρτημα E.43 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ).

276    Από την εξέταση των εγγράφων αυτών επιβεβαιώνεται ότι η συνάντηση αφορούσε την κατάσταση της Trame. Πρόκειται, εξάλλου, για το πρώτο από τα τρία θέματα που περιέχονται στα πρακτικά της ITC και της SLM. Από το πρακτικό της ITC προκύπτει, επίσης, ότι οι μετέχοντες στη συνάντηση αυτή γνώριζαν ότι από τους 27 000 τόνους που αντιπροσώπευε η αγορά του συρματόσχοινου τριών συρμάτων το 2001, «η Trame [επιθυμούσε] 8 700 τόνους». Στα δύο πρακτικά γίνεται επίσης αναφορά σε συμφωνία μεταξύ των μετεχόντων στη συνάντηση για την υποβολή προτάσεως στην Trame, το δε πρακτικό της ITC διευκρινίζει ότι πρόκειται για πρόταση σχετική με το 2002.

277    Τα ανωτέρω δεδομένα αποτελούν σαφώς συνέχεια αυτών που περιέχονται στο πρακτικό της ITC σχετικά με τη συνάντηση της 1ης Οκτωβρίου 2001 (βλ. σκέψεις 255 επ. ανωτέρω). Τα δεδομένα αυτά, συνολικώς θεωρούμενα, απεικονίζουν τις επίμονες προσπάθειες της Trame με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των μελών της ομάδας Ιταλίας για το συρματόσχοινο τριών συρμάτων.

278    Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να γίνει δεκτό ότι, από την 1η Οκτωβρίου 2001, η Trame εκδήλωσε τη βούλησή της να επιστρέψει στην ομάδα Ιταλίας εκθέτοντας τις προϋποθέσεις για την επιστροφή αυτή, οι οποίες ήταν γνωστές στα μέλη της ομάδας Ιταλίας. Η εν λόγω εκδήλωση εκ μέρους της Trame της βουλήσεώς της, την οποία γνώριζαν τα μέλη της ομάδας Ιταλίας από τη συγκεκριμένη ημερομηνία, οδήγησε στην εκ μέρους της τοποθέτηση στις 22 Ιανουαρίου 2002. Πρόκειται για την πρόταση για την οποία γίνεται λόγος στο πλαίσιο της συναντήσεως αυτής, η οποία έπρεπε, προκειμένου να γίνει αποδεκτή, να διέλθει από δύο ακόμη στάδια: πρώτον από επαφή μεταξύ ενός εκπροσώπου της ομάδας Ιταλίας (ο οποίος έπρεπε να είναι ο εκπρόσωπος της Tréfileurope) και ενός εκπροσώπου της Trame και, στη συνέχεια, από συζήτηση και αποδοχή της από όλα τα μέλη της ομάδας αυτής.

279    Εν πάση περιπτώσει, από τα ανωτέρω έγγραφα προκύπτει ότι οι όροι «πρόταση» και «κατάλογος πιθανών πελατών» καταδεικνύουν ότι, στις 22 Ιανουαρίου 2002, η Trame δεν θεωρούνταν ακόμη πλήρες μέλος της ομάδας Ιταλίας.

–       Επί της συναντήσεως της 1ης Μαρτίου 2002

280    Η όγδοη συνάντηση που επικαλείται η Επιτροπή είναι η συνάντηση της 1ης Μαρτίου 2002. Στο σχετικό με τη συνάντηση αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι σ’ αυτήν εκπροσωπούνταν: οι Redaelli, CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM.

281    Στο τμήμα αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι διεξήχθη συζήτηση για τις πωλήσεις που αφορούσαν τους Ιταλούς πελάτες. Σημειώνεται, επίσης, ότι εκπρόσωπος της Tréfileurope συναντήθηκε με εκπρόσωπο της Trame όπως προκύπτει από το σχετικό με τη συνάντηση αυτή πρακτικό της ITC που κατασχέθηκε κατά τον έλεγχο (παράρτημα E.44 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ).

282    Η συνάντηση αυτή εντάσσεται, επομένως, στο ίδιο πλαίσιο με εκείνο της συναντήσεως της 22ας Ιανουαρίου 2002, καθόσον εξ αυτής μπορεί να συναχθεί ότι υπήρξε η προβλεπόμενη επαφή.

–       Επί της συναντήσεως της 10ης Ιουνίου 2002

283    Η ένατη συνάντηση που επικαλείται η Επιτροπή είναι η συνάντηση της 10ης Ιουνίου 2002. Στο σχετικό με τη συνάντηση αυτή τμήμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι σ’ αυτήν εκπροσωπούνταν: οι CB, Itas, ITC, Tréfileurope και SLM.

284    Στο τμήμα αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι διεξήχθη συζήτηση για τις ποσοστώσεις πωλήσεως στην Ιταλία και για την κατανομή πελατείας το 2002. Σημειώνεται επίσης: «η Trame έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την επίτευξη συμφωνίας για τους πελάτες», όπως προκύπτει από το σχετικό με την εν λόγω συνάντηση πρακτικό της ITC που κοινοποιήθηκε στο πλαίσιο της αιτήσεως περί επιείκειας (παράρτημα E.45 της απαντήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των ΜΟΔ).

285    Συγκεκριμένα προκύπτει ότι, στο πρακτικό αυτό (σελίδα 16191 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας), η ITC προβαίνει σε διάφορες επισημάνσεις που αφορούν την Trame. Πρώτον, επισημαίνεται ότι η Trame έχει συνάψει συμφωνία με πελάτη. Δεύτερον, στο πλαίσιο εξετάσεως της αγοράς συρματόσχοινου τριών συρμάτων στην Ιταλία (σύνολο 24 375 τόνων), το μερίδιο αγοράς της Trame εκτιμάται σε 7 700 τόνους (ήτοι σε 31,59 %). Τρίτον, όσον αφορά ορισμένο πελάτη, επισημαίνεται: «να αφεθούν όλα στην Trame», και τούτο στο πλαίσιο συζητήσεως για πολλούς πελάτες κατά την οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται «προς ικανοποίηση όλων». Τέταρτον, το πρακτικό αυτό περιέχει την εξής αναφορά: «Trame: έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τη συμφωνία με αντικείμενο το συρματόσχοινο τριών συρμάτων».

286    Εν προκειμένω, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον ότι, ακόμη κι αν η Trame απουσίαζε από τη συνάντηση, η κατάστασή της ελήφθη υπόψη από τα μέλη της ομάδας Ιταλίας, τα οποία προσάρμοσαν τη συμπεριφορά τους στις προσδοκίες της Trame. Όπως ακριβώς μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα αυτό σε σχέση με τη συνάντηση της 30ής Αυγούστου 2001, ιδίως λόγω της αναφοράς στο πρακτικό της συναντήσεως αυτής σε «αιτήματα της Trame», η επισήμανση της αποφάσεως να «αφεθούν όλα στην Trame» στο πλαίσιο συζητήσεως με σκοπό «την ικανοποίηση όλων», ενώ παράλληλα διευκρινίζεται ότι η Trame έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τη συμφωνία με αντικείμενο το συρματόσχοινο τριών συρμάτων, καταδεικνύει ότι υπήρχαν πάντα επαφές μεταξύ των μελών της ομάδας Ιταλίας και της Trame και ότι είναι πολύ πιθανό τα εν λόγω μέλη να ενεργούσαν λαμβάνοντας υπόψη τα αιτήματα της δεύτερης.

–       Επί της συναντήσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2002

287    Τέλος πρέπει να επισημανθεί ότι η επανένταξη της Trame στην ομάδα Ιταλίας αποδεικνύεται από την παρουσία της στη συνάντηση της ομάδας Ιταλίας στις 16 Σεπτεμβρίου 2002, με τις Redaelli, CB, Itas, Tréfileurope και SLM, συνάντηση κατά την οποία διεξήχθησαν συζητήσεις με σκοπό την κατανομή των ποσοστώσεων για το συρματόσχοινο τριών και επτά συρμάτων και τον καθορισμό των τιμών.

γ)       Συμπέρασμα

288    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να κρίνει επαρκώς κατά νόμον ότι, μετά τη συνάντηση της ομάδας Ιταλίας στις 10 Απριλίου 2001, κατά την οποία παρέστη η Trame, η κατάσταση της Trame συζητήθηκε και ελήφθη υπόψη από τα μέλη της ομάδας Ιταλίας στο πλαίσιο της συναντήσεως της ομάδας Ιταλίας στις 30 Αυγούστου 2001 (βλ. σκέψεις 244 επ. ανωτέρω).

289    Στη συνέχεια προκύπτει ότι, για ορισμένο χρονικό διάστημα, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι, ακόμη και απούσης της Trame από τις συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας, μπορεί πάντα να θεωρηθεί ότι η επιχείρηση αυτή συμμετείχε στις συμφωνίες που καταρτίζονταν εντός της ομάδας αυτής.

290    Από την εξέταση των συναφώς προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων μπορεί, εντούτοις, να συναχθεί ότι, από τη συνάντηση της ομάδας Ιταλίας την 1η Οκτωβρίου 2001, ημερομηνία κατά την οποία γίνεται για πρώτη φορά λόγος για βούληση της Trame να επιστρέψει στην ομάδα Ιταλίας εάν της κατανεμηθεί ποσόστωση 8 700 τόνων συρματόσχοινου τριών συρμάτων (βλ. σκέψεις 255 επ. ανωτέρω), κινήθηκε διαδικασία με σκοπό να καταστεί δυνατή η επανένταξη της Trame στην ομάδα Ιταλίας.

291    Η ενδεχόμενη επιστροφή της Trame ελήφθη εκ νέου υπόψη από τα μέλη της ομάδας Ιταλίας στις 22 Ιανουαρίου 2002 (βλ. σκέψεις 273 επ. ανωτέρω) και συγκεκριμενοποιήθηκε για πρώτη φορά στις 10 Ιουνίου 2002 (βλ. σκέψεις 283 επ. ανωτέρω), ημερομηνία κατά την οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι τα μέλη της ομάδας Ιταλίας προσάρμοσαν εκ νέου τη συμπεριφορά τους προκειμένου να ληφθεί υπόψη η κατάσταση της Trame, αποφασίζοντας να της παραχωρήσουν έναν πελάτη με σκοπό την «ικανοποίηση όλων».

292    Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι, στις 16 Σεπτεμβρίου 2002, η επιστροφή της Trame είναι ακόμη βεβαιότερη, στο μέτρο που ένας εκ των εκπροσώπων της μετέχει εκ νέου στις συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας (βλ. σκέψη 287 επ. ανωτέρω).

293    Κατόπιν των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μόνον κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 30ής Αυγούστου 2001 και 10ης Ιουνίου 2002, δηλαδή για περίοδο εννέα περίπου μηνών, δεν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι η Trame έλαβε μέρος σε πρακτικές που ήταν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και καταλογιστέες στα μέλη της ομάδας Ιταλίας.

294    Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου των εννέα μηνών, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν στοιχειοθετείται, συνεπώς, η συμμετοχή της Trame στις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεννοήσεις εντός της ομάδας Ιταλίας, ούτε καν η γνώση των μελών περί της εν λόγω συμμετοχής, καθόσον τα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας δεν ήταν, για παράδειγμα, σε θέση να εκτιμήσουν τις ποσότητες που πώλησε η Trame στην ιταλική αγορά (βλ. σκέψεις 261 επ. ανωτέρω).

295    Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή της νομολογίας που αφορά την αποστασιοποίηση σε περίπτωση συμμετοχής σε συνάντηση (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω) είναι ότι η Επιτροπή αποδεικνύει τη συμμετοχή της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως σε συναντήσεις, κατά τις οποίες συνήφθησαν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες χωρίς η εν λόγω επιχείρηση να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, γεγονός το οποίο αποτελεί επαρκή απόδειξη της συμμετοχής της στη σύμπραξη.

296    Εν προκειμένω, εντούτοις, δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον ότι η Trame έλαβε μέρος, άμεσα ή έμμεσα, σε συνάντηση της ομάδας Ιταλίας μεταξύ 30ής Αυγούστου 2001 και 10ης Ιουνίου 2002. Από πολλά στοιχεία μπορεί, επίσης, να συναχθεί ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, τα άλλα μέλη της ομάδας Ιταλίας δεν γνώριζαν επακριβώς τη συμπεριφορά της Trame στην αγορά. Περιορίζονταν απλώς σε εκτιμήσεις, στην αναζήτηση πιθανής συμπεριφοράς ή στη δήλωση της άγνοιάς τους διά της χρήσεως ερωτηματικού στα πρακτικά των επίμαχων συναντήσεων.

297    Για τον λόγο αυτόν επίσης πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1, σημείο 17, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Trame είχε συμμετάσχει σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές κατά την περίοδο μεταξύ 30ής Αυγούστου 2001 και 10ης Ιουνίου 2002.       Οι άλλες συνέπειες των προεκτεθέντων θα εκτιμηθούν συνολικώς μετά την εξέταση των επιχειρημάτων των διαδίκων.

 Ε – Επί του περιθωριακού ρόλου στη σύμπραξη

 1. Επιχειρήματα των διαδίκων

298    Η Trame υποστηρίζει ότι είχε μόνον περιθωριακό ρόλο στη σύμπραξη. Πιέστηκε να συμμετάσχει στη σύμπραξη από καθέτως οργανωμένες επιχειρήσεις, οι οποίες ως προμηθευτές πρώτης ύλης μπορούσαν να της ασκήσουν πιέσεις. Η Trame έλαβε, ειδικότερα, μέρος μόνο σε περιορισμένο και αποσπασματικό αριθμό συναντήσεων (18 επί 234 από το 1997 έως το 2002). Ο περιθωριακός ρόλος της προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των αιτήσεων περί επιείκειας. Η Redaelli αναφέρει την Trame μόνο σε ένα απόσπασμα, στο οποίο υπογραμμίζει ότι η επιχείρηση αυτή μετείχε μόνον περιστασιακώς στις συναντήσεις μεταξύ ανταγωνιστών. Οι δηλώσεις των ITC και DWK δεν περιέχουν καμία ενοχοποιητική αναφορά στην Trame. Στη δήλωση της Tréfileurope δεν γίνεται λόγος για την Trame πάνω από δύο ή τρεις φορές, και τούτο παρεμπιπτόντως χωρίς αναφορά στον ρόλο που διαδραμάτισε στη σύμπραξη. Ομοίως στη δήλωσή του, εκπρόσωπος της ITC επισημαίνει ότι «κατά τη διάρκεια των σπάνιων συναντήσεων στις οποίες συμμετείχε η Trame, οι εκπρόσωποί της διαδραμάτισαν πάντα περιθωριακό και απολύτως παθητικό ρόλο», ότι «οι άλλες ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής APC που παρίσταντο στις συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας θεωρούσαν την Trame ως ανεξάρτητη επιχείρηση με αυτοτελή παρουσία στην αγορά και ελάχιστα προβλέψιμη όσον αφορά τις επιλογές της στον τομέα της παραγωγής και εμπορίας» ή ότι «συχνά, η Trame δεν παρείχε τις πληροφορίες που της ζητούσαν τα άλλα μέλη της ομάδας Ιταλίας». Θα έπρεπε, επίσης, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Trame δεν εξάγει την παραγωγή της, ενώ μέρος των συζητήσεων εντός της ομάδας Ιταλίας αφορούσε τις εξαγωγές, και ότι ο ουσιώδης κύκλος εργασιών της προερχόταν από την πώληση συρματόσχοινου τριών συρμάτων και σύρματος.

299    Επίσης, η Trame ουδέποτε εφάρμοσε τις προβαλλόμενες συμφωνίες και προσπαθούσε πάντα να αποφύγει τα αιτήματα παροχής πληροφοριών. Το σχετικό με τη συνάντηση της 20ής Ιουλίου 1999 πρακτικό της ITC, κατά το οποίο «η Trame είναι παντού παρούσα» (σελίδα 16056 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας), και η δήλωση της Tréfileurope, σύμφωνα με την οποία η Trame προκαλούσε συχνά εντάσεις με τα άλλα μέλη της ομάδας Ιταλίας (σελίδα 34619 του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας), επιβεβαιώνουν αυτή την εμπορική ανεξαρτησία. Ομοίως, οι πωλήσεις της Trame σημείωναν διαρκή άνοδο, με την παραγωγή συρματόσχοινου επτά συρμάτων να αυξάνεται από 1 700 τόνους σε 7 410 τόνους κατά την περίοδο από το 1997 έως το 2002. Το μερίδιό της αγοράς αυξήθηκε εις βάρος των ανταγωνιστών. Τα εν λόγω αποτελέσματα δεν συνάδουν με ενδεχόμενα σχέδια κατανομής της αγοράς. Ακόμη κι αν είχαν όντως εκπονηθεί τέτοιου είδους σχέδια, η Trame δεν είναι δυνατό να τα εφάρμοσε και η εμπορική συμπεριφορά της θα είχε πλήξει σημαντικά την αποτελεσματικότητά τους.

300    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι ιδιαιτερότητες της συμμετοχής της Trame στη σύμπραξη θα έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή στο να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε κατά ποσοστό άνω του 5 %, το οποίο ήταν εσφαλμένο, αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας και μη εύλογο.

301    Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό. Υπενθυμίζει ότι η συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη επιβεβαιώνεται από πληθώρα εγγράφων και δηλώσεων. Θα ήταν, επίσης, εσφαλμένη η εκτίμηση ότι η εν λόγω συμμετοχή της Trame στην ομάδα Ιταλίας ήταν περιορισμένη και αποσπασματική, καθόσον η κατάσταση της Trame συζητείτο ακόμη και όταν η ίδια απουσίαζε. Η Trame δεν απέδειξε ότι δεν εμπλεκόταν στις δραστηριότητες που αποτελούσαν αντικείμενο της ομάδας Ιταλίας ή ότι δεν έλαβε υπόψη τις ανταλλαγείσες με τους ανταγωνιστές της εμπορικές πληροφορίες. Όσον αφορά την προβαλλόμενη μη εφαρμογή των συμφωνιών, η περιστασιακή εξαπάτηση όσον αφορά τις καθορισμένες τιμές και/ή την κατανομή των πελατών δεν αποδεικνύει από μόνη της τη μη υλοποίηση της συμπράξεως (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 1018). Εν προκειμένω, η μείωση κατά 5 % του βασικού ποσού που χορηγήθηκε στην Trame κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ελάμβανε ορθώς υπόψη τόσο το γεγονός ότι η παράβαση στην οποία μετείχε η Trame είναι μια από τις σοβαρότερες παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού όσο και το γεγονός ότι η Trame είχε περιορισμένη συμμετοχή στην παράβαση.

 2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

302    Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, η Trame προβάλλει, αφενός, την περιθωριακή συμμετοχή της στην παράβαση καθώς και, αφετέρου, την ανυπαρξία αποτελεσμάτων από τη συμμετοχή αυτή. Γενικότερα, η Trame υποστηρίζει, επίσης, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε δεόντως υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συμμετοχής της στη σύμπραξη, όταν αποφάσισε να της μειώσει το πρόστιμο κατά 5 % προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο μειωμένος ή περιορισμένος ρόλος της στην ενιαία παράβαση.

α)       Προβαλλόμενα στοιχεία για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως

303    Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αιτιάσεις που προβάλλει η Trame στο πλαίσιο του λόγου αυτού εξετάστηκαν διττώς στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ αρχάς, διά της εξετάσεως των επιχειρημάτων που αποσκοπούσαν στην αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως λόγω του «ήσσονος σημασίας και/ή παθητικού ρόλου» (προσβαλλόμενη απόφαση, τμήμα 19.2.2.3) και, στη συνέχεια, διά της εξετάσεως των επιχειρημάτων που αποσκοπούσαν στην αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως λόγω «της αποχής από την εφαρμογή/ του σημαντικά μειωμένου ρόλου» (προσβαλλόμενη απόφαση, τμήμα 19.2.2.5) (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω).

304    Πρώτον, όσον αφορά τον ήσσονος σημασίας ή παθητικό ρόλο, η Επιτροπή επισήμανε ότι, καίτοι οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 δέχονται ότι το ποσό του προστίμου μπορεί να μειωθεί εάν η επιχείρηση διαδραμάτισε «αποκλειστικά παθητικό ρόλο στη διάπραξη της παράβασης ή μιμήθηκε απλώς τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων», στις ισχύουσες εν προκειμένω κατευθυντήριες γραμμές του 2006 δεν περιλαμβάνεται πλέον η περίπτωση αυτή ως ελαφρυντική περίσταση. Κατά την Επιτροπή, ακόμη κι αν μια επιχείρηση υιοθετεί μόνον παθητικό ή μιμητικό ρόλο, μετέχει πάντα στη σύμπραξη αντλώντας εμπορικό όφελος απ’ αυτή και ενθαρρύνοντας τους άλλους μετέχοντες να εκτελέσουν τα συμφωνηθέντα. Ο παθητικός ή μιμητικός ρόλος δεν αποτελεί, συνεπώς, ελαφρυντική περίσταση. Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 αναγνωρίζουν αντιθέτως ως ελαφρυντική περίσταση μια «σημαντικά μειωμένη» εμπλοκή στη σύμπραξη, εάν η οικεία επιχείρηση «απείχε κατ’ ουσίαν από την εφαρμογή [συμφωνιών] υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά». Κανένας από τους αποδέκτες της αποφάσεως δεν ήταν, εντούτοις, σε θέση να αποδείξει επαρκώς κάτι τέτοιο (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 983).

305    Παρεμπιπτόντως, η Επιτροπή εξέτασε, εντούτοις, στην προσβαλλόμενη απόφαση το ενδεχόμενο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 1998 σε παράβαση η οποία έπαυσε στις 19 Σεπτεμβρίου 2002. Γενικώς, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, «[ε]ν πάση περιπτώσει, βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 1998 για τον υπολογισμό των προστίμων, κανένας από τους ενδιαφερόμενους δεν είχε δικαίωμα μειώσεως του προστίμου λόγω παθητικού ρόλου». Θα απαιτείτο, εν προκειμένω, «ένα χαμηλό προφίλ, δηλαδή απουσία ενεργούς συμμετοχής στην κατάρτιση της ή των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών», ήτοι ένας «αποκλειστικά παθητικός ρόλος» ή «πλήρης παθητικότητα» (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 984). Εντούτοις, στην προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνεται επίσης ότι, «[α]ντιθέτως [προς την περίπτωση των Socitrel, Companhia Previdente, Fapricela, Redaelli, SLM και Itas], η Επιτροπή παραδέχεται ότι ο ρόλος της Proderac και της Trame ήταν πολύ πιο περιορισμένος από τον ρόλο των άλλων μετεχόντων στη σύμπραξη και ότι έπρεπε, συνεπώς, να μειωθεί το πρόστιμο των εταιριών αυτών» (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 992).

306    Δεύτερον, όσον αφορά την άποψη ότι η Trame δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα, καθώς και ότι διατάραξε τη σύμπραξη και υιοθέτησε ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά, η Επιτροπή επισήμανε ότι, σύμφωνα με το σημείο 29, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, το δικαίωμα μειώσεως του ποσού του προστίμου λόγω μη εφαρμογής της συμπράξεως υφίσταται, όταν αποδεικνύεται από τις περιστάσεις ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε παράνομες συμφωνίες, απείχε κατ’ ουσίαν από την εφαρμογή παράνομων συμφωνιών υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που υπείχε για υλοποίηση της συμπράξεως, σε σημείο που να έχει διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Trame, όπως και όλοι οι άλλοι αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως, είχε τακτική συμμετοχή σε συναντήσεις κατά τις οποίες συζητούνταν και ελέγχονταν οι τιμές, οι ποσοστώσεις και οι πελάτες. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι, από την ίδια τη φύση της, η υλοποίηση της επίμαχης συμπράξεως προκαλούσε σημαντική στρέβλωση του ανταγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή έκρινε ότι η πραγματική επίδραση της συμπράξεως αυτής στην αγορά ήταν αδύνατο να μετρηθεί εν προκειμένω και, συνεπώς, δεν ελήφθη υπόψη κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού. Επιπροσθέτως, κατά την Επιτροπή, καμία επιχείρηση δεν απέδειξε ότι απείχε κατ’ ουσίαν από την εφαρμογή παράνομων συμφωνιών υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι είχε παραβεί σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που υπείχε για την υλοποίηση της συμπράξεως, σε σημείο που να έχει διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί καμία ελαφρυντική περίσταση λόγω αποχής από την εφαρμογή ή λόγω σημαντικά περιορισμένου ρόλου (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 1013 έως 1026).

307    Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή προέβη σε μείωση κατά 5 % του βασικού ποσού του προστίμου της Trame (και της Proderac) (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 1026). Το σκεπτικό της είχε ως εξής:

«(1023)      Η Επιτροπή είναι, εντούτοις, έτοιμη να αποδεχτεί ότι η συμμετοχή στην παράβαση των Proderac και Trame ήταν περιορισμένη. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι οι μετέχοντες αυτοί έδρασαν σε περιφερειακό επίπεδο της συμπράξεως, είχαν πιο περιορισμένο αριθμό επαφών με τα άλλα μέλη της συμπράξεως και είχαν μόνον περιορισμένη συμμετοχή στην παράβαση.»

«(1025)      Η Trame παρέστη μόνο σε δεκαοκτώ περίπου συναντήσεις της συμπράξεως μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002, ενώ η κατάστασή της συζητήθηκε εν τη απουσία της σε πολλές άλλες περιπτώσεις […]. Όπως επιβεβαιώνει η Trefileurope, η Trame είχε περιθωριακό ρόλο στην ομάδα Ιταλίας, προκαλώντας εντάσεις με τους άλλους μετέχοντες στην ομάδα Ιταλίας. Τούτο επιβεβαιώνεται από πολλά έγγραφα της εποχής εκείνης. Για παράδειγμα, το πρακτικό της συναντήσεως της 20ής Ιουλίου 1999 ανέφερε ότι η Trame κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις· στις 4 Σεπτεμβρίου 2000, διεξήχθη συζήτηση για το πρόβλημα “Trame”· στις 30 Αυγούστου 2001, ειπώθηκε ότι η Trame είχε επιλέξει να μη μετέχει στη σύμπραξη και στις 11 Ιανουαρίου 2002, διεξήχθη συζήτηση με θέμα την “Trame”.»

β)       Ανάλυση

308    Στην τρίτη περίπτωση του σημείου 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι μπορεί λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων να μειώσει το πρόστιμο «μόνον εάν η οικεία επιχείρηση αποδε[ίξει] ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, κατά συνέπεια ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία, απείχε κατ’ ουσία από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά· το γεγονός ότι μια επιχείρηση μετείχε σε παράβαση για μικρότερο διάστημα έναντι των λοιπών επιχειρήσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ελαφρυντική περίσταση, καθώς η περίσταση αυτή ήδη έχει ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού».

309    Εν προκειμένω, η Επιτροπή μείωσε κατά 5 % το πρόστιμο της Trame (όπως και της Proderac) που θα έπρεπε να της επιβληθεί λόγω της συμμετοχής της στην παράβαση, βάσει αιτιολογίας εκτιθέμενης σε μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως το οποίο είναι αφιερωμένο στη συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση. Η Επιτροπή κατέληξε συναφώς, αρκετά αόριστα, στο συμπέρασμα, αφενός, ότι η ελαφρυντική περίσταση του σημείου 29, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, δεν συνέτρεχε εν προκειμένω και, αφετέρου, ότι η συμμετοχή της Trame στην ενιαία παράβαση ήταν εντούτοις περιορισμένη, γεγονός το οποίο δικαιολογούσε μείωση κατά 5 % του ποσού του προστίμου που θα έπρεπε να της επιβληθεί σε διαφορετική περίπτωση (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 1022, 1023 και 1026).

310    Απαντώντας στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά τη γνώμη της, υπάρχει διαφορά μεταξύ του «ιδιαίτερα περιορισμένου» ρόλου για τον οποίο γίνεται λόγος στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, και του «περιορισμένου» ρόλου που η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζει στην Trame.

311    Η Επιτροπή διευκρίνισε, επίσης, ότι, ακόμη κι αν δεν συντρέχει το κριτήριο που έχει ορίσει στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, όπως εν προκειμένω λόγω μη αποδείξεως εκ μέρους της Trame αυτών που απαιτούνται για να επικαλεστεί προς όφελός της τη συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση, η Επιτροπή θεωρεί, εντούτοις, ορθό να επισημαίνεται ο διαφορετικός βαθμός συμμετοχής των επιχειρήσεων.

312    Η Επιτροπή επισήμανε στο τέλος ότι η μείωση του 5 % δεν στηριζόταν, συνεπώς, στην ελαφρυντική περίσταση του σημείου 29, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, αλλά χορηγήθηκε στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής της ευχέρειας για να αντανακλά τον ρόλο της Trame, με μείωση του προστίμου βάσει του βαθμού συμμετοχής της στη σύμπραξη.

313    Πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με την απάντησή της στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ο κατάλογος των ελαφρυντικών περιστάσεων του σημείου 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν είναι εξαντλητικός, όπως τούτο προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι η εν λόγω απαρίθμηση αρχίζει με τη λέξη «όπως» (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Aragonesas Industrias y Energía κατά Επιτροπής, T‑348/08, Συλλογή, EU:T:2011:621, σκέψεις 279 και 280).

314    Επιπροσθέτως, από τη νομολογία προκύπτει επίσης (βλ. σκέψεις 96 και 98 έως 103 ανωτέρω) ότι η Επιτροπή, όταν καθορίζει το ποσό του προστίμου που πρόκειται να επιβάλει σε επιχείρηση ως κύρωση για τη συμμετοχή της σε ενιαία παράβαση, οφείλει να εξατομικεύει την κύρωση αυτή λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συμμετοχής της εν λόγω επιχειρήσεως στην παράβαση. Η εν λόγω εξατομίκευση της κυρώσεως είναι περισσότερο επιβεβλημένη όταν πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για σύνθετη παράβαση περιλαμβάνουσα διάφορες ομάδες των οποίων τα εμπορικά συμφέροντα είναι αντικρουόμενα για μεγάλο χρονικό διάστημα και η συμμετοχή της οικείας επιχειρήσεως στη σύμπραξη παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τη συμμετοχή των βασικών εμπλεκομένων στη σύμπραξη.

315    Κατά συνέπεια, καίτοι η Επιτροπή είναι ελεύθερη να επιλέξει το στάδιο καθορισμού του ποσού του προστίμου που κρίνει πρόσφορο για την εξατομίκευση της κυρώσεως βάσει της γενικής μεθοδολογίας που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 –όπως η εξατομίκευση στην οποία προέβη, για παράδειγμα, κατά το στάδιο «καθορισμού του βασικού ποσού» στην περίπτωση των Proderac, Socitrel και Fapricela, κατά το στάδιο των «ελαφρυντικών περιστάσεων» στην περίπτωση των Proderac και Trame, ή στη συνέχεια κατά το «τελικό» στάδιο στην περίπτωση της ArcelorMittal, της οποίας το πρόστιμο μειώθηκε από 276,5 εκατομμύρια ευρώ σε 45,7 εκατομμύρια ευρώ κατόπιν εκδόσεως των δύο τροποποιητικών αποφάσεων– εντούτοις, εάν η εξατομίκευση αυτή δεν έγινε λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών ελαφρυντικών περιστάσεων, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, βάσει των αιτηθέντων, να αποφανθεί ποιο ποσό αποτελεί πρόσφορη κύρωση για τη συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως.

316    Εν προκειμένω, η Επιτροπή συνεκτίμησε τα ακόλουθα στοιχεία προκειμένου να δεχθεί και να ορίσει σε 5 % το ποσοστό της μειώσεως που χορηγήθηκε στην Trame για να ληφθεί υπόψη ο περιορισμένος ρόλος της στην ενιαία παράβαση.

317    Γενικώς, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Trame έδρασε σε περιφερειακό επίπεδο της συμπράξεως, είχε δε περιορισμένες επαφές με τα άλλα μέλη της συμπράξεως και μόνον περιορισμένη συμμετοχή σ’ αυτή. Η Επιτροπή επισήμανε, επίσης, ότι η Trame «παρέστη μόνο σε δεκαοκτώ περίπου συναντήσεις της συμπράξεως μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002», υπογραμμίζοντας περαιτέρω ότι «η κατάστασή της συζητήθηκε εν τη απουσία της σε πολλές άλλες περιπτώσεις». Παραδέχθηκε επίσης ότι, όπως επιβεβαιώνεται από την Tréfileurope και από τρία έγγραφα τα οποία παρατίθενται ενδεικτικά και αφορούν, αντίστοιχα, τις συναντήσεις της 20ής Ιουλίου 1999, της 4ης Σεπτεμβρίου 2000 και της 11ης Ιανουαρίου 2002, η Trame «είχε περιθωριακό ρόλο στην ομάδα Ιταλίας, προκαλώντας εντάσεις με τους άλλους μετέχοντες στην ομάδα Ιταλίας» (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 1023 και 1025).

318    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που επικαλείται η Επιτροπή, η συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη εμφανίζει ορισμένες ιδιαιτερότητες, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου. Μολονότι ο περιορισμένος ρόλος της Trame στη σύμπραξη αποδεικνύεται ήδη από τις εν λόγω περιστάσεις, όπως παραδέχεται άλλωστε και η Επιτροπή, εντούτοις από τις περιστάσεις αυτές προκύπτει ότι το ποσοστό της χορηγηθείσης μειώσεως (5 %) δεν ορίστηκε προσηκόντως, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και του συνόλου των σχετικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη.

319    Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά το γεγονός ότι η Trame έδρασε σε περιφερειακό επίπεδο της συμπράξεως, η εν λόγω περίσταση δεν είναι άνευ συνεπειών. Ειδικότερα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, από όλες τις συνεννοήσεις που συνθέτουν την ενιαία παράβαση, η Trame συμμετείχε μόνο στην ομάδα Ιταλίας. Η Trame δεν μπορεί, συνεπώς, να έχει τη μεταχείριση επιχειρήσεως εμπλεκομένης σε όλη την ενιαία παράβαση, την οποία έλαβε υπόψη η Επιτροπή για την περίοδο από το 1997 έως το 2002.

320    Ομοίως, η συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη, η οποία ήταν ήδη αφ’ εαυτής περιορισμένη, αφορά μόνον την ομάδα Ιταλίας, στης οποίας την εξωτερική πτυχή δεν μετείχε η Trame. Η Επιτροπή παραδέχεται ότι η Trame δεν εξήγαγε προϊόντα στην ηπειρωτική Ευρώπη από το 1997 έως το 2002 (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 651), αλλά δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός αυτό για να εκτιμήσει τον περιορισμένο ρόλο της Trame. Ελλείψει εξαγωγών, η Trame δεν μπορούσε να συμμετέχει στις πρακτικές που δεν αφορούσαν την Ιταλία. Βεβαίως, ακόμη και ελλείψει πωλήσεων εκτός της Ιταλίας, η συμμετοχή της Trame στην ομάδα Ιταλίας της παρείχε, εντούτοις, τη δυνατότητα να διασφαλίσει τη θέση της στην εθνική αγορά και, συνεπώς, να αποφύγει τον ανταγωνισμό υπό συνήθεις όρους. Είναι εντούτοις γεγονός ότι ο ρόλος της Trame στις αγορές εκτός της Ιταλίας ήταν μηδαμινός ή ασήμαντος.

321    Επιπροσθέτως, η συμμετοχή της Trame στις συμφωνίες που αφορούσαν το συρματόσχοινο επτά συρμάτων δεν ήταν ίδια με τη συμμετοχή των βασικών μελών της ομάδας αυτής, όπως τούτο προκύπτει από πολλά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία διακρίνουν δύο κατηγορίες επιχειρήσεων εντός της ομάδας Ιταλίας. Η Trame αγνοούσε, επίσης, για μεγάλο χρονικό διάστημα τόσο την πανευρωπαϊκή διάσταση της παραβάσεως όσο και το γεγονός ότι αυτή αφορούσε και το συρματόσχοινο τριών συρμάτων εντός της ομάδας Ιταλίας.

322    Σημαντικές διαφορές διακρίνουν επομένως τη συμμετοχή της Trame στην ενιαία παράβαση από τη συμμετοχή μιας επιχειρήσεως η οποία, όπως η Tréfileurope, μετείχε σε όλες τις πτυχές της συμπράξεως.

323    Δεύτερον, καίτοι η Επιτροπή παραδέχεται ότι η Trame έλαβε μέρος σε περιορισμένο αριθμό συναντήσεων, επισημαίνει επίσης ότι, σε άλλες περιπτώσεις, η κατάστασή της είχε συζητηθεί και εν τη απουσία της. Από τη δικογραφία προκύπτει, εντούτοις, ότι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες όντως ελήφθη υπόψη η κατάσταση της Trame από τα άλλα μέλη της ομάδας Ιταλίας για σκοπούς αντίθετους προς τους κανόνες του ανταγωνισμού είναι λιγότερες από εκείνες που προβάλλει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., όσον αφορά τη συνάντηση της 30ής Αυγούστου 2001, σκέψεις 244 επ. ανωτέρω και, όσον αφορά τη συνάντηση της 10ης Ιουνίου 2002, σκέψεις 283 επ. ανωτέρω). Από ορισμένα στοιχεία μπορεί, εξάλλου, να συναχθεί ότι η Trame γινόταν συχνά δεκτή μεταγενέστερα ή εγκατέλειπε στο τέλος συναντήσεις οι οποίες διοργανώνονταν εντός του θεσμικού πλαισίου επαγγελματικής ενώσεως (βλ. την κοινοποιηθείσα από την Trame δήλωση εκπροσώπου της Tréfileurope ή, όσον αφορά τη συνάντηση της 9ης Οκτωβρίου 2000, τις σκέψεις 124 επ. ανωτέρω).

324    Τρίτον, αποδεικνύεται σαφώς από την ίδια την Επιτροπή ότι οι μετέχοντες στην παράβαση γνώριζαν την ιδιαίτερη κατάσταση της Trame. Συγκεκριμένα, από τα έγγραφα και τις δηλώσεις που επικαλείται συναφώς η Trame, ορισμένα εκ των οποίων παρατίθενται άλλωστε και στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η Trame εκλαμβανόταν ως περιθωριακό και λίγο αξιόπιστο μέλος της ομάδας Ιταλίας.

325    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη της Trame ότι «ουδέποτε» εφάρμοσε τις «προβαλλόμενες» συμφωνίες στις οποίες είχε λάβει μέρος. Καίτοι η συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη ήταν περιορισμένη, εντούτοις από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε στην προβαλλόμενη απόφαση τη συμμετοχή της.

326    Το συμπέρασμα αυτό δεν σημαίνει ότι οι πληροφορίες που κοινοποίησε η Trame σχετικά με την εμπορική συμπεριφορά της είναι άνευ ενδιαφέροντος. Από τις πληροφορίες αυτές συνάγεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Trame δεν είχε πλήρη συμμετοχή στη σύμπραξη. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που κοινοποίησε συναφώς η Trame, αυτό που η Επιτροπή θεωρεί ως απλή «εξαπάτηση» στην προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί, επίσης, να εκληφθεί ως επιθετική εμπορική συμπεριφορά για το συρματόσχοινο επτά συρμάτων στην Ιταλία. Η Trame είχε συγκεκριμένα επενδύσει σε μηχανήματα για να εκσυγχρονίσει την παραγωγή και τον κύκλο εργασιών της (που από 5,6 εκατομμύρια ευρώ το 1997 ανήλθε σε πάνω από 9 εκατομμύρια ευρώ το 2002 όσον αφορά το συρματόσχοινο επτά συρμάτων) όπως και τις παραγόμενες ποσότητες (που από 1 700 τόνους συρματόσχοινου επτά συρμάτων το 1997 ανήλθαν σε 7 410 τόνους το 2002), οι οποίες αυξάνονταν διαρκώς.

327    Τα αποτελέσματα αυτά εξηγούν την έλλειψη εμπιστοσύνης που εξέφρασαν επανειλημμένως διάφορα μέλη της συμπράξεως έναντι της Trame. Η Trame, η οποία άρχισε να δραστηριοποιείται στην αγορά συρματόσχοινου επτά συρμάτων πιο πρόσφατα από τους άλλους και με σταθερώς αυξανόμενο μερίδιο αγοράς, ενώ ένας από τους βασικούς σκοπούς της συμπράξεως ήταν η σταθεροποίηση των μεριδίων αγοράς διά της κατανομής πελατών, ξεχώριζε με την εμπορική συμπεριφορά της από τις άλλες επιχειρήσεις της ομάδας Ιταλίας, οι οποίες αναζητούσαν κυρίως ευκαιρίες διαθέσεως των προϊόντων τους εκτός Ιταλίας και επιδίωκαν να μην ανταγωνίζονται η μια την άλλη στην Ιταλία.

γ)       Συμπέρασμα

328    Εάν πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής ότι η συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη ήταν κατ’ ουσίαν περιορισμένη, γεγονός το οποίο θα δικαιολογούσε να ληφθεί τούτο υπόψη κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου ως ελαφρυντική περίσταση, πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι το ποσοστό μειώσεως του προστίμου που εφαρμόστηκε συναφώς, ήτοι μόνον 5 %, δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις ιδιαιτερότητες της καταστάσεως της Trame εντός της συμπράξεως.

329    Στο πλαίσιο αυτό, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει το ίδιο, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, βάσει των αιτηθέντων στην υπό κρίση υπόθεση, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη ο περιορισμένος ρόλος της Trame εντός της συμπράξεως κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου.

 ΣΤ – Επί της ελλείψεως προθέσεως για την προσαπτόμενη συμπεριφορά

 1. Επιχειρήματα των διαδίκων

330    Η Trame υποστηρίζει ότι είναι μικρή επιχείρηση της οποίας οι πωλήσεις APC πραγματοποιούνται στην Ιταλία. Μεταξύ του 1997 και του 2002, το μερίδιό της συνολικώς στην αγορά συρματόσχοινου επτά και τριών συρμάτων κυμαινόταν μεταξύ 6,5 και 10 %. Όσον αφορά μόνον το συρματόσχοινο επτά συρμάτων, το μερίδιο αγοράς της Trame στην Ιταλία κυμαινόταν μεταξύ 1,7 % και 5,1 %. Δεν διέθετε δική της νομική υπηρεσία και ουδέποτε αντιμετώπισε ζητήματα του δικαίου του ανταγωνισμού. Η συμμετοχή της στην ομάδα Ιταλίας ήταν αποσπασματική, κυρίως στο πλαίσιο επαγγελματικής ενώσεως ενώ η ίδια διατηρούσε ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά. Η Trame δεν είχε κανένα συγκεκριμένο συμφέρον να λάβει μέρος στις συναντήσεις της συμπράξεως και, εν πάση περιπτώσει, ουδόλως είχε πρόθεση να υιοθετήσει συμπεριφορές δυνάμενες να αποτελέσουν παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, ούτε θα μπορούσε να φανταστεί ότι ένας τόσο περιθωριακός ρόλος, όπως αυτός που διαδραμάτισε, θα μπορούσε να επιφέρει αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, η παράβαση που της καταλογίζεται δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τελεσθείσα εκ προθέσεως, διότι υπήρξε προϊόν απλής αμέλειας, η οποία είναι μια από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006. Το ποσό του επιβληθέντος προστίμου θα έπρεπε, συνεπώς, να μειωθεί προκειμένου να ληφθεί υπόψη η πλήρης έλλειψη προθέσεως κατά την τέλεση της πράξεως που της προσάπτεται.

331    Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό.

 2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

332    Κατ’ ουσίαν, η Trame υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η παράβαση που της προσάπτεται δεν διαπράχθηκε εκ προθέσεως αλλά εξ απλής αμελείας.

333    Κατά κανόνα δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ χωρίς να αποδειχθεί ότι οι επίμαχες επιχειρήσεις είχαν πρόθεση να συμμετάσχουν σε πρακτική αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, για τις απαγορευμένες από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ «συμφωνίες» ή «εναρμονισμένες πρακτικές» απαιτείται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η εκδήλωση της βουλήσεως των επιχειρήσεων να συνταχθούν με το αντικείμενο ή το αποτέλεσμα της συμπράξεως, που είναι «[η] παρεμπόδιση ή [η] νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς». Η εν λόγω εκδήλωση βουλήσεως μπορεί να καταλήξει σε θετική ενέργεια, όπως η υπογραφή συμφωνίας ή η συμμετοχή σε εναρμονισμένη πρακτική, αλλά και σε απροσεξία ή απλή αμέλεια.

334    Συναφώς πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η «Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις […] πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας[,] […] διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [101 ΣΛΕΕ]».

335    Στο σημείο 29, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, βάσει των ελαφρυντικών περιστάσεων, μπορεί να μειωθεί το βασικό ποσό του προστίμου «όταν η επιχείρηση αποδεικνύει ότι η παράβαση διαπράχθηκε από αμέλεια».

336    Εν προκειμένω, εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα της Trame, με το οποίο υποστηρίζει ότι έπρεπε να της αναγνωριστεί ελαφρυντική περίσταση διότι διέπραξε την παράβαση εξ αμελείας, είναι ουσία αβάσιμο. Από τη δικογραφία προκύπτει κατ’ ουσίαν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι η συμμετοχή της Trame στην ομάδα Ιταλίας δεν μπορεί να θεωρηθεί προϊόν αμέλειας αλλά είναι αποτέλεσμα εσκεμμένης ενέργειας εκ μέρους της, όπως καταμαρτυρούν, για παράδειγμα, τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από τα άλλα μέλη της ομάδας Ιταλίας, στη συνάντηση της 4ης Μαρτίου 1997, κατά τα οποία η Trame ήθελε να συμμετάσχει, όπως και έπραξε λίγες μέρες αργότερα στη συνάντηση της 10ης Μαρτίου 1997 και επανειλημμένως στη συνέχεια έως τη συνάντηση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002.

337    Κανένας από τους λόγους που προβάλλει η Trame για να αποδείξει την αμέλειά της, δηλαδή ότι είναι μικρή οικογενειακή επιχείρηση με πωλήσεις μόνο στην Ιταλία και χωρίς εξαγωγές, με ασήμαντο μερίδιο αγοράς κατώτερο του 10 % (όσον αφορά το συρματόσχοινο τριών και επτά συρμάτων) ή του 5 % (όσον αφορά το συρματόσχοινο επτά συρμάτων), χωρίς δική της νομική υπηρεσία ή ότι αγνοούσε τις αρχές που διέπουν το δίκαιο του ανταγωνισμού, ή οι ιδιαιτερότητες της συμμετοχής της στη σύμπραξη, δεν είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η συμμετοχή της, στη συνέχεια η αποχώρηση, και αργότερα η επανένταξη στην ομάδα Ιταλίας, κατά την περίοδο μεταξύ Μαρτίου του 1997 και Σεπτεμβρίου του 2002, δεν ήταν εκ προθέσεως.

338    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Ζ – Επί των πρόσθετων λόγων περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

 1. Επιχειρήματα των διαδίκων

339    Μετά τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση, η Trame τροποποίησε τους λόγους της προκειμένου να προβάλει παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου λόγω της μεταχειρίσεως που είχαν τύχει η ArcelorMittal και η Ori Martin σε σύγκριση με τη μεταχείριση που θα μπορούσε να έχει η ίδια. Παρατηρεί δε ότι, με τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι το πρόστιμο που είχε επιβληθεί στην ArcelorMittal, το οποίο αντιστοιχούσε στο 0,5 % του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως αυτής, ήταν υπερβολικό, και το μείωσε ακολούθως στο 0,1 % του κύκλου εργασιών της. Η ίδια λύση ίσχυε και για τη μείωση των προστίμων της Ori Martin και της SLM. Συγκριτικώς, η Επιτροπή όρισε το ποσό του προστίμου της Trame στο μέγιστο επιτρεπόμενο, ήτοι στο 10 % του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως αυτής, με συνέπεια τον κίνδυνο πτωχεύσεώς της. Πρόκειται, εν προκειμένω, για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

340    Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό.

 2. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

341    Οι καταστάσεις που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να μειώσει το ποσό των προστίμων που είχαν επιβληθεί στην ArcelorMittal και στις θυγατρικές της καθώς και στην Ori Martin και στη θυγατρική της SLM διαφέρουν σαφώς από την κατάσταση της Trame.

342    Όσον αφορά την Trame, η συμμετοχή της στην παράβαση της καταλογίζεται ευθέως ενώ, στην περίπτωση της ArcelorMittal και της Ori Martin, η συμμετοχή αυτή στην παράβαση στηρίζεται στο τεκμήριο ότι, λόγω της μεγάλης συμμετοχής των εταιριών αυτών, οι οποίες είχαν άμεση συμμετοχή στην παράβαση, στο κεφάλαιο της ή των θυγατρικών τους, η Επιτροπή είναι σε θέση να κρίνει ότι οι εταιρίες αυτές είναι εις ολόκληρο υπεύθυνες για την καταβολή των επιβληθέντων προστίμων.

343    Συνεπώς, στην παρούσα υπόθεση δεν παραβιάζονται ούτε η αρχή της αναλογικότητας ούτε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά την εκτίμηση του προστίμου που επιβλήθηκε στην Trame σε σχέση με τη μεταχείριση που είχαν προς όφελός τους οι επιχειρήσεις αποδέκτες της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως.

344    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Η – Επί της ελλείψεως της ικανότητας καταβολής προστίμου

 1. Περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως

345    Κατά την αρχική διοικητική διαδικασία, είκοσι τρία νομικά πρόσωπα προέβαλαν ενώπιον της Επιτροπής την εκ μέρους τους αδυναμία καταβολής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Trame (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 1133).

346    Κατά την εξέταση αυτή, πρώτον, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, όταν μια επιχείρηση διατείνεται ότι το επιβαλλόμενο πρόστιμο επηρεάζει αρνητικώς την οικονομική κατάστασή της χωρίς να προσκομίζει κανένα αξιόπιστο στοιχείο που να αποδεικνύει την αδυναμία της να πληρώσει το προβλεπόμενο πρόστιμο, η Επιτροπή δεν οφείλει να λάβει υπόψη την κατάσταση αυτή κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, δεδομένου ότι η αναγνώριση της εν λόγω υποχρεώσεως θα παρείχε αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν προσαρμοστεί λιγότερο στις απαιτήσεις της αγοράς (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 1134).

347    Δεύτερον, η Επιτροπή επισήμανε ότι προέβη στην εξέταση αυτή βάσει της καταστάσεως που επικρατούσε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Βάσει των δεδομένων που προσκόμισαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η Επιτροπή εξέτασε την ατομική οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων αυτών, την περιουσιακή τους κατάσταση κατά τα οικονομικά έτη 2004 έως 2009 καθώς και τις προβλέψεις για τα έτη 2010 έως 2012. Η Επιτροπή έλαβε, επίσης, υπόψη την επίπτωση της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσεως στον τομέα του χάλυβα και τις αναμενόμενες συνέπειες για τις οικείες επιχειρήσεις όσον αφορά την κάμψη της ζητήσεως και τη μείωση των τιμών ή τη δυνατότητα χρηματοδοτήσεως. Ειδικότερα, λόγω της οικονομικής κρίσεως, ήταν δύσκολο για τις επιχειρήσεις του κλάδου να διατηρήσουν ανοικτές τις πιστώσεις τους από τις τράπεζες και να λάβουν επαρκή κεφάλαια (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 1135 έως 1137).

348    Τρίτον, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση τελεί υπό εκκαθάριση δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι θα απολέσει οπωσδήποτε το σύνολο της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της, και επομένως, δεν δικαιολογεί από μόνο του μείωση του ποσού του προστίμου, το οποίο θα έπρεπε σε διαφορετική περίπτωση να της επιβληθεί. Συγκεκριμένα, οι εκκαθαρίσεις γίνονται ενίοτε με οργανωμένο τρόπο και εκουσίως στο πλαίσιο ενός σχεδίου αναδιαρθρώσεως βάσει του οποίου νέοι ιδιοκτήτες ή μια νέα διοίκηση συνεχίζουν να αναπτύσσουν την επιχείρηση και τα στοιχεία του ενεργητικού της. Συνεπώς, κάθε νομικό πρόσωπο που προέβαλε την έλλειψη ικανότητας καταβολής οφείλει να αποδείξει ότι δεν υπάρχει άλλη έγκυρη και βιώσιμη εναλλακτική λύση. Εφόσον δεν υπήρχαν αξιόπιστες ενδείξεις εναλλακτικών λύσεων διαθέσιμων εντός ευλόγως σύντομης προθεσμίας που να καθιστούν δυνατή τη διατήρηση της επιχειρήσεως, η Επιτροπή έκρινε συνεπώς ότι υφίσταται επαρκώς αυξημένος κίνδυνος τα στοιχεία του ενεργητικού της επιχειρήσεως να απολέσουν σημαντικό μέρος της αξίας τους, όταν οι επιχειρήσεις τελούν υπό εκκαθάριση μετά την επιβολή προστίμου (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 1138).

349    Εφόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η Επιτροπή μείωσε το ποσό του προστίμου που είχε επιβληθεί σε κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση λαμβάνοντας υπόψη την ικανότητα της επιχειρήσεως αυτής να καταβάλει το τελικό ποσό του επιβληθέντος προστίμου καθώς και το αποτέλεσμα που η εν λόγω καταβολή θα μπορούσε να επιφέρει στη βιωσιμότητά της (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 1139).

350    Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα της Trame επισημαίνοντας ότι τα ταμειακά διαθέσιμα και διαθέσιμα κεφάλαια στα τέλη του 2009 αντιπροσωπεύουν περίπου το διπλάσιο του ποσού του προστίμου, ενώ τα προβλεπόμενα ταμειακά διαθέσιμα και διαθέσιμα κεφάλαια τα έτη 2010 και 2011 αντιπροσωπεύουν πάνω από 2,5 φορές το ποσό του προστίμου. Αυτά τα δύο στοιχεία αρκούν για να απορριφθεί το αίτημα που στηρίζεται σε έλλειψη ικανότητας καταβολής. Δύο άλλα στοιχεία επιβεβαιώνουν την απόρριψη αυτή: μια σημαντική έλλειψη ρευστότητας που επήλθε τον Μάρτιο του 2009, όταν η Trame δάνεισε 1,46 εκατομμύρια ευρώ στη Sunset SpA, εταιρία ακινήτων ανήκουσα στους ίδιους μετόχους, και μια υποθήκη που παρέσχε η Trame για μακροπρόθεσμη οφειλή της ύψους πολύ μεγαλύτερου από το υπολειπόμενο ανεξόφλητο ποσό του εγγυημένου δανείου, σημαντική διαφορά η οποία μπορούσε να διευκολύνει τη χορήγηση συμπληρωματικής πιστώσεως (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 1162 και 1163).

 2. Επιχειρήματα των διαδίκων

351    Η Trame αμφισβητεί τους λόγους που προβάλλονται στην προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη του αιτήματός της να ληφθεί υπόψη η αδυναμία της καταβολής του προστίμου. Πρώτον, από τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή στις 25 Μαΐου 2010 προκύπτει ότι η καταβολή προστίμου ύψους 3,2 εκατομμυρίων ευρώ θα είχε σημαντική επίπτωση στην ήδη αβέβαιη οικονομική κατάστασή της. Στερούμενη ταμειακών διαθεσίμων, η Trame θα έπρεπε να αυξήσει τα χρέη της για να καταβάλει το πρόστιμο και θα υπήρχε κίνδυνος ανακλήσεως των πιστώσεων που της είχαν χορηγηθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα. Δεύτερον, το δάνειο που είχε χορηγήσει στη Sunset ήταν ένα τακτικώς χορηγούμενο δάνειο σε εταιρία ακινήτων ανήκουσα στους ίδιους μετόχους, το οποίο θα έπρεπε να καταχωριστεί προσηκόντως λογιστικά. Το δάνειο αυτό δεν μετέβαλε τα αποτελέσματα που θα επέφερε στην Trame η καταβολή του προστίμου. Τρίτον, όσον αφορά την υποθήκη, η Trame παρατηρεί ότι η διαφορά μεταξύ του ποσού του δανείου και του εγγυημένου διά της υποθήκης ποσού δεν αποδεικνύει τη δυνατότητα λήψεως συμπληρωματικού τραπεζικού δανείου, αλλά απλώς αποδεικνύει την αφερεγγυότητα της Trame, η οποία ήταν υποχρεωμένη να παράσχει εμπράγματη ασφάλεια της οποίας η αξία υπερέβαινε τις ενδεχόμενες απαιτήσεις του πιστωτή. Συνεπώς, συμπληρωματικές χρηματοδοτήσεις θα μπορούσαν να διασφαλιστούν μόνο με υποθήκη δεύτερης τάξεως.

352    Εξάλλου, η Trame υποστηρίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει το σημείο 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Λαμβανομένων υπόψη των αυξημένων χρεών της, ένα πρόστιμο που θα επιδείνωνε κατά 50 % την καθαρή οικονομική θέση του ήδη ελλειμματικού ομίλου θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητά της και θα συνεπαγόταν απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της.

353    Επιπροσθέτως, η Trame προβάλλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συγκρίνοντας την αντιμετώπιση της δικής της περιπτώσεως με εκείνη των CB και Itas, οι οποίες διαδραμάτισαν σημαντικότερο ρόλο στη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, στην Trame, επιχείρηση μικρού μεγέθους της οποίας η συμμετοχή στη σύμπραξη ήταν, όπως διαπιστώθηκε, περιορισμένη, επιβλήθηκε μεγαλύτερο πρόστιμο (3,2 εκατομμυρίων ευρώ) από το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη CB (2,5 εκατομμύρια ευρώ) και στην Itas (0,8 εκατομμύρια ευρώ).

354    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά και παραπέμπει κατ’ ουσία στο περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 3. Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

α)       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 Σημείο 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006

355    Το σημείο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 αναφέρεται στις συνέπειες που μπορεί να έχει η ικανότητα καταβολής προστίμου μιας εταιρίας στην οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις λόγω παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ επί του υπολογισμού του προστίμου που δύναται να της επιβληθεί. Το σημείο αυτό έχει ως εξής:

«Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, εφόσον αυτό της ζητηθεί, να συνεκτιμήσει την αδυναμία της επιχείρησης να πληρώσει το πρόστιμο σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Η Επιτροπή δεν θα βασίζει καμία μείωση του προστίμου που χορηγείται για αυτό τον λόγο στην απλή διαπίστωση μιας προβληματικής ή ελλειμματικής οικονομικής κατάστασης. Μία τέτοια μείωση θα μπορεί να χορηγείται μόνο βάσει αντικειμενικών αποδείξεων ότι η επιβολή του προστίμου, σύμφωνα με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της.»

356    Κατά πάγια νομολογία, θεσπίζοντας κανόνες συμπεριφοράς όπως οι κατευθυντήριες γραμμές και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει εφεξής στις περιπτώσεις που αφορούν οι κανόνες αυτοί, η Επιτροπή αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, άλλως υπάρχει ενδεχόμενο να ακυρωθούν οι πράξεις της λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Συλλογή, EU:C:2005:408, σκέψη 211, καθώς και της 12ης Δεκεμβρίου 2012, Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, T‑400/09, EU:T:2012:675, σκέψη 40).

357    Πρέπει, εξαρχής, να τονιστεί ότι το πρόστιμο μπορεί να μειωθεί δυνάμει του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές. Ειδικότερα, αφενός, πρέπει να αποδειχθεί ότι το επιβαλλόμενο πρόστιμο «θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της». Αφετέρου πρέπει επίσης να αποδειχθεί η ύπαρξη ενός «συγκεκριμένου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου». Πρέπει να υπομνησθεί, εξάλλου, ότι τα δύο αυτά σύνολα προϋποθέσεων διαμορφώθηκαν προηγουμένως από τη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

358    Όσον αφορά το πρώτο σύνολο προϋποθέσεων, έχει κριθεί ότι η Επιτροπή δεν έχει, κατ’ αρχήν, την υποχρέωση να λάβει υπόψη, κατά τον καθορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα την αναγνώριση αδικαιολόγητου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις εκείνες οι οποίες έχουν σε μικρότερο βαθμό προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της αγοράς (αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 356 ανωτέρω, EU:C:2005:408, σκέψη 327, καθώς και Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 356 ανωτέρω, EU:T:2012:675, σκέψη 94).

359    Πράγματι, αν αυτό γινόταν δεκτό, θα υπήρχε το ενδεχόμενο οι επιχειρήσεις αυτές να ευνοηθούν εις βάρος άλλων περισσότερο αποτελεσματικών και καλύτερα διοικούμενων επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η απλή διαπίστωση μιας δυσμενούς ή ελλειμματικής οικονομικής καταστάσεως της σχετικής επιχειρήσεως δεν αρκεί προς θεμελίωση αιτήσεως να λάβει η Επιτροπή υπόψη της την έλλειψη ικανότητας καταβολής προστίμου προκειμένου να της μειώσει το πρόστιμο.

360    Επίσης, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένα μέτρο λαμβανόμενο από αρχή της Ένωσης να προκαλέσει την πτώχευση ή την εκκαθάριση επιχειρήσεως. Αν μια τέτοια ενέργεια ενδέχεται να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα των ιδιοκτητών ή των μετόχων, τούτο δεν σημαίνει ότι τα προσωπικά, υλικά ή άυλα, στοιχεία που συνθέτουν την επιχείρηση θα χάσουν επίσης την αξία τους (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑236/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Συλλογή, EU:T:2004:118, σκέψη 372, καθώς και Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 356 ανωτέρω, EU:T:2012:675, σκέψη 50).

361    Από τη νομολογία αυτή μπορεί να συναχθεί ότι μόνον το ενδεχόμενο απώλειας της αξίας προσωπικών στοιχείων, υλικών ή άυλων που συνθέτουν την επιχείρηση, δηλαδή στοιχείων του ενεργητικού της, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη συνεκτίμηση, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, του ενδεχομένου πτωχεύσεώς της ή εκκαθαρίσεώς της, κατόπιν επιβολής αυτού του προστίμου (απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 356 ανωτέρω, EU:T:2012:675, σκέψη 51).

362    Πράγματι, η εκκαθάριση μιας εταιρίας δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την εξαφάνιση της εταιρίας αυτής. Η εταιρία μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται, είτε σε περίπτωση ανακεφαλαιοποιήσεώς της, είτε σε περίπτωση συνολικής αναλήψεως των στοιχείων του ενεργητικού της από άλλη εταιρία. Μια τέτοια ανάληψη μπορεί να γίνει είτε κατόπιν εκούσιας εξαγοράς είτε κατόπιν αναγκαστικής πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρίας με συνέχιση της δραστηριότητάς της (βλ., συναφώς, απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 356 ανωτέρω, EU:T:2012:675, σκέψη 97).

363    Συνεπώς, η αναφορά που γίνεται στο σημείο 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της επιχειρήσεως πρέπει να νοηθεί ως αναφορά σε κατάσταση στην οποία εμφανίζεται ως απίθανη ή ως αδύνατη η ανάληψη της επιχειρήσεως υπό τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν στη σκέψη 362 ανωτέρω. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα στοιχεία ενεργητικού της επιχειρήσεως θα προσφερθούν προς πώληση χωριστά και είναι πιθανόν πολλά εξ αυτών να μη βρουν αγοραστή ή, στην καλύτερη περίπτωση, να πωληθούν σε τιμή σημαντικώς μειωμένη (απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 356 ανωτέρω, EU:T:2012:675, σκέψη 98).

364    Όσον αφορά το δεύτερο σύνολο προϋποθέσεων, το σχετικό με την ύπαρξη ειδικού οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου, δι’ αυτού νοούνται, κατά τη νομολογία, οι συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η καταβολή του προστίμου, ιδίως όσον αφορά την αύξηση της ανεργίας ή την επιδείνωση οικονομικών τομέων ευρισκομένων ανάντη ή κατάντη της οικείας επιχειρήσεως (αποφάσεις SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, EU:C:2006:433, σκέψη 106, καθώς και Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 356 ανωτέρω, EU:T:2012:675, σκέψη 99).

365    Συνεπώς, αν συντρέχουν οι σωρευτικές προϋποθέσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω, η επιβολή προστίμου που ενδεχομένως θα προκαλούσε την εξαφάνιση επιχειρήσεως θα ερχόταν σε αντίθεση με τον επιδιωκόμενο με τη διάταξη του σημείου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 σκοπό. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής στις αντίστοιχες επιχειρήσεις συνιστά, επομένως, συγκεκριμενοποίηση της αρχής της αναλογικότητας που διέπει τις επιβαλλόμενες για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού κυρώσεις (βλ., συναφώς, απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 356 ανωτέρω, EU:T:2012:675, σκέψη 100).

366    Τέλος, όπως ορθώς υπενθύμισε η Επιτροπή ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων αλλά και επανειλημμένως στο πλαίσιο της γραπτής και προφορικής διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εφόσον η εφαρμογή του σημείου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 συνιστά το τελευταίο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του ποσού των επιβαλλομένων προστίμων για παράβαση κανόνων ανταγωνισμού εφαρμοστέων επί επιχειρήσεων, η εκτίμηση της ικανότητας καταβολής προστίμου των επιχειρήσεων στις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις εμπίπτει στο πεδίο της πλήρους δικαιοδοσίας που προβλέπουν το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003.

367    Όσον αφορά το βεληνεκές αυτής της δικαιοδοσίας, πρέπει να τονισθεί ότι συνιστά έκφραση εφαρμογής της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης που διατυπώνεται πλέον στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και αντιστοιχεί, από πλευράς δικαίου της Ένωσης, στο άρθρο 6 της Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη, στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) (αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C‑386/10 P, Συλλογή, EU:C:2011:815, σκέψη 51· της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, Συλλογή, EU:C:2012:684, σκέψη 47, και της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:522, σκέψη 36).

368    Πράγματι, κατά τη νομολογία, η τήρηση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν αποκλείει, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας διοικητικής φύσεως, την επιβολή μιας «ποινής», αρχικώς από μια διοικητική αρχή. Προϋποθέτει, πάντως, ότι η απόφαση της διοικητικής αρχής που δεν πληροί η ίδια τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, υπόκειται σε μεταγενέστερο έλεγχο ενός δικαστικού οργάνου με πλήρη δικαιοδοσία. Μεταξύ των χαρακτηριστικών ενός δικαστικού οργάνου με πλήρη δικαιοδοσία περιλαμβάνεται η δυνατότητα μεταρρυθμίσεως όλων των σημείων, πραγματικών ή νομικών, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ένα τέτοιο όργανο πρέπει, ιδίως, να έχει την εξουσία να εξετάσει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 367 ανωτέρω, EU:C:2013:522, σκέψη 35· βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Menarini Diagnostics κατά Ιταλίας της 27ης Σεπτεμβρίου 2011, αριθ. 43509/08, § 59, και Segame κατά Γαλλίας της 7ης Ιουνίου 2012, αριθ. 4837/06, § 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

369    Εξάλλου, η έλλειψη αυτεπάγγελτου ελέγχου του συνόλου της επίμαχης αποφάσεως δεν έρχεται σε αντίθεση προς την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Προς τήρηση της αρχής αυτής το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο βεβαίως πρέπει να απαντήσει στους προβληθέντες λόγους και να ασκήσει έλεγχο τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών στοιχείων, δεν υποχρεούται να προβεί αυτεπαγγέλτως σε νέα πλήρη εξέταση της υποθέσεως (απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 367 ανωτέρω, EU:C:2011:815, σκέψεις 51 και 66).

370    Συγκεκριμένα, υπό την επιφύλαξη λόγων δημοσίας τάξεως που οφείλει να εξετάσει, ενδεχομένως, αυτεπαγγέλτως, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να προβεί στον έλεγχό του βάσει των στοιχείων που προσκόμισε ο προσφεύγων προς στήριξη των λόγων που προβάλλει, χωρίς να μπορεί να στηριχθεί στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά την εκτίμηση των στοιχείων αυτών προκειμένου να αρνηθεί τον εις βάθος έλεγχο τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών στοιχείων (βλ., συναφώς, απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 367 ανωτέρω, EU:C:2011:815, σκέψη 62).

371    Τέλος, ο δικαστής της πλήρους δικαιοδοσίας πρέπει, κατ’ αρχήν και υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως των στοιχείων που του έχουν υποβάλει οι διάδικοι, να λάβει υπόψη τη νομική και πραγματική κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί κατά τον χρόνο που διαμορφώνει την κρίση του, στην περίπτωση που θα εκτιμήσει ότι πρέπει να ασκήσει τη μεταρρυθμιστική του εξουσία (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1974, Istituto Chemioterapico Italiano και Commercial Solvents κατά Επιτροπής, 6/73 και 7/73, Συλλογή, EU:C:1974:18, σκέψεις 51 και 52· της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής, T‑275/94, Συλλογή, EU:T:1995:141, σκέψη 61, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, T‑11/06, Συλλογή, EU:T:2011:560, σκέψεις 282 έως 285, και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, InnoLux κατά Επιτροπής, T‑91/11, Συλλογή, EU:T:2014:92, σκέψη 157).

372    Υπό το πρίσμα αυτών των γενικών σκέψεων και λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών και νομικών στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να εξεταστεί το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως

373    Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή αυτή απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό μέτρο και ότι τα προβλήματα που δημιουργούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, Fedesa κ.λπ., C‑331/88, Συλλογή, EU:C:1990:391, σκέψη 13· της 5ης Μαΐου 1998, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, C‑180/96, Συλλογή, EU:C:1998:192, σκέψη 96, και Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω, EU:T:2011:560, σκέψη 104).

374    Στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινεί η Επιτροπή για την επιβολή κυρώσεων για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η εφαρμογή της αρχής αυτής συνεπάγεται ότι τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων αυτών, και το ποσό του επιβαλλομένου σε ορισμένη επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, η οποία εκτιμάται στο σύνολό της, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της σοβαρότητάς της. Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το ποσό του προστίμου κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει, επ’ αυτού, να εφαρμόζει τα εν λόγω στοιχεία κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο (απόφαση Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω, EU:T:2011:560, σκέψη 105).

375    Εξάλλου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι υφίσταται προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 371 ανωτέρω, EU:T:2011:560, σκέψη 102).

376    Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται κατά την εξέταση του ζητήματος εάν η Επιτροπή εκτίμησε ορθώς, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη αιτήματος να ληφθεί υπόψη η έλλειψη ικανότητας καταβολής. Εν προκειμένω, η εφαρμογή τους διευκολύνεται από το γεγονός ότι οι περιστάσεις που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της ελλείψεως ικανότητας καταβολής είναι ίδιες για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, παρά το ότι είναι διαφορετική η οικονομική κατάσταση καθεμίας εξ αυτών (βλ. σκέψεις 345 έως 350 ανωτέρω). Πρόκειται, ειδικότερα για στοιχεία που αφορούν τη φερεγγυότητα και τη ρευστότητα μιας επιχειρήσεως, τη δομή του ισολογισμού της και το είδος των μετόχων της.

β)       Ανάλυση

377    Στις αιτιολογικές σκέψεις 1162 και 1163 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 350 ανωτέρω), η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα της Trame να ληφθεί υπόψη η προβαλλόμενη έλλειψη της ικανότητας καταβολής για να μειωθεί το ποσό του προστίμου, επισημαίνοντας ότι η Trame είχε στη διάθεσή της επαρκή κεφάλαια για την καταβολή προστίμου ύψους 3,2 εκατομμυρίων ευρώ, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των διαθεσίμων της επιχειρήσεως ή των δυνατοτήτων χορηγήσεως συμπληρωματικών πιστώσεων από τις τράπεζες.

378    Ομοίως, με τη διάταξη της 12ης Ιουλίου 2011, Emme κατά Επιτροπής (T‑422/10 R, EU:T:2011:349), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η απόφαση αυτή ήταν αιτιολογημένη ελλείψει επείγοντος της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων (βλ. σκέψεις 43 και 48 ανωτέρω).

379    Εξάλλου, με την απάντησή της στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως του Γενικού Δικαστηρίου, η Trame δήλωσε χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις ότι, στις 18 Νοεμβρίου 2013, είχε υποβάλει στην Επιτροπή νέο αίτημα να ληφθεί υπόψη ότι δεν ήταν σε θέση να καταβάλει το πρόστιμο λόγω της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής καταστάσεώς της. Το αίτημα αυτό συμπληρώθηκε στις 20 και 24 Ιανουαρίου 2014.

380    Κατά την προφορική διαδικασία, οι διάδικοι δήλωσαν ότι το αίτημα αυτό είχε τελικώς απορριφθεί χωρίς να προσκομιστούν στοιχεία σχετικά με την πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως. Η Επιτροπή διευκρίνισε, συναφώς, ότι η απάντησή της επιβεβαίωνε την προηγούμενη εκτίμησή της, η οποία περιεχόταν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

381    Υπό το πρίσμα της εκτιμήσεως που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων επιχειρημάτων και στοιχείων που επικαλούνται οι διάδικοι ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Trame δεν απέδειξε ότι βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία να προκύπτει ότι δεν είναι σε θέση να καταβάλει πρόστιμο ύψους 3,2 εκατομμυρίων ευρώ λόγω αδυναμίας καταβολής.

382    Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση εξετάζοντας τις πληροφορίες που της κοινοποίησε η Trame, όταν η Επιτροπή αποφάνθηκε επί του ποσού του προστίμου, η Trame βρισκόταν σε κατάσταση η οποία της επέτρεπε να καταβάλει το ποσό αυτό.

383    Πρώτον και παρεμπιπτόντως πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμη κι αν ληφθεί υπόψη το επιχείρημα της Trame ότι η καθαρή οικονομική θέση της ήταν στην πραγματικότητα ελλειμματική λαμβανομένων υπόψη των εμπορικών χρεών και των βραχυπρόθεσμων οικονομικών χρεών, είναι εντούτοις ακριβής η διαπίστωση ότι τα ταμειακά διαθέσιμα και τα διαθέσιμα κεφάλαια της επιχειρήσεως αυτής ήταν θετικά. Τούτο καταδεικνύει ότι η Trame ήταν πάντα σε θέση να αποκομίζει έσοδα από την άσκηση των δραστηριοτήτων της.

384    Δεύτερον και κατά κύριο λόγο, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η Trame μπορούσε ευλόγως να λάβει συμπληρωματικά κεφάλαια από τις τράπεζές της ή από άλλη εταιρία.

385    Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου της 11ης Οκτωβρίου 2007 που συνήψε με δύο ιταλικές τράπεζες, για το οποίο οι τράπεζες αυτές έχουν στη διάθεσή τους υποθήκη ύψους 17,6 εκατομμύριων ευρώ, η Trame δεν αμφισβητεί την εξόφληση μέρους του αρχικού δανείου αρχικού ποσού 8,8 εκατομμυρίων ευρώ.

386    Στις απαντήσεις της στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή επισημαίνει συναφώς ότι, στις 31 Ιανουαρίου 2011, η Trame είχε εξοφλήσει ποσό 2,5 εκατομμυρίων ευρώ από το εν λόγω ενυπόθηκο δάνειο διάρκειας 15 ετών, του οποίου σκοπός ήταν να στηρίξει τη ρευστότητα της επιχειρήσεως.

387    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι, λόγω της συγκεκριμένης σχέσεως συναλλαγών μεταξύ της Trame και των τραπεζών της και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η δραστηριότητα της Trame απέφερε πάντα εισοδήματα, ακόμη και σε κατάσταση κρίσεως, και ότι οι εν λόγω τράπεζες είχαν προς όφελός τους εμπράγματη ασφάλεια καλύπτουσα το διπλάσιο του ποσού του δανείου, μια από τις τράπεζες αυτές θα δεχόταν να παράσχει στην Trame το σύνολο ή μέρος των αναγκαίων κεφαλαίων για την καταβολή του ποσού του προστίμου.

388    Όταν οι διάδικοι ερωτήθηκαν σχετικά με τη βασιμότητα μιας τέτοιας υποθέσεως περί εφεδρικής δυνατότητας χρηματοδοτήσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η υπόθεση αυτή επιβεβαιώθηκε από τα γεγονότα, καθόσον, στις 31 Ιανουαρίου 2011, η Trame ήταν σε θέση να λάβει εγχειρόγραφη πίστωση ύψους 2,5 εκατομμυρίων ευρώ από μια εκ των δύο τραπεζών που της είχαν χορηγήσει το ενυπόθηκο δάνειο. Από την πλευρά της η Trame δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα που να θέτει έστω υπό αμφισβήτηση τη βασιμότητα της ανωτέρω υποθέσεως.

389    Ομοίως, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η διαθέσιμη ρευστότητα δεν παρείχε στην Trame τη δυνατότητα καταβολής του προστίμου, και πάλι ορθώς η Επιτροπή παρατήρησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η Trame μπορούσε να βρει συμπληρωματικά κεφάλαια ζητώντας να της αποδοθεί το ποσό του 1,46 εκατομμυρίου ευρώ, το οποίο είχε δανείσει τον Μάρτιο του 2009 σε εταιρία ακινήτων που ανήκε στους ίδιους μετόχους, όπως και η Trame.

390    Από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε συναφώς η Trame, δεν μπορεί, κατ’ ουσία, να αποκλεισθεί κάθε δυνατότητά της να ανακτήσει το ποσό αυτό ή να το χρησιμοποιήσει για να λάβει την αναγκαία χρηματοδότηση προκειμένου να καταβάλει το πρόστιμο. Συνεπώς, η σχετική απόφαση της Επιτροπής δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά αντιθέτως συνάδει προς τα δεδομένα της παρούσας υποθέσεως.

391    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε σύγκριση με τη μεταχείριση που είχαν η CB και η Itas, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η κατάσταση καθεμιάς εκ των ανωτέρω επιχειρήσεων διαφέρει από οικονομικής απόψεως και ότι η Επιτροπή έκρινε, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών αυτών και όχι βάσει του τρόπου συμμετοχής των συγκεκριμένων επιχειρήσεων στην παράβαση, ότι έπρεπε να μειωθεί μερικώς το ποσό του επίμαχου προστίμου, το οποίο είχε υπολογιστεί κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη την αδυναμία καταβολής κάθε επιχειρήσεως.

392    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να κρίνει, όπως και έπραξε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι μπορούσε να απορρίψει το αίτημα της Trame περί συνεκτιμήσεως της προβαλλόμενης αδυναμίας της να καταβάλει το πρόστιμο προκειμένου να μειωθεί το ποσό του προστίμου.

γ)       Συμπέρασμα

393    Συνεπώς, ο σχετικός με την έλλειψη ικανότητας καταβολής λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Θ – Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που επιβάλλει πρόστιμο ή περί μειώσεως του ποσού αυτού του προστίμου, της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του και του καθορισμού του ποσού του προστίμου

394    Η πλήρης δικαιοδοσία που παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ, επιτρέπει στο δικαιοδοτικό αυτό όργανο, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να τροποποιήσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, όταν το ζήτημα του ποσού υποβληθεί στην κρίση του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, Συλλογή, EU:C:2007:88, σκέψεις 61 και 62, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:2009:505, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

395    Με τα αιτήματά της, η Trame ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που της επιβάλλει πρόστιμο ή να μειώσει το ποσό αυτού του προστίμου.

396    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ήδη ότι πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1, σημείο 17, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που η Επιτροπή δέχτηκε τη συμμετοχή της Trame στην πανευρωπαϊκή πτυχή της επίμαχης παραβάσεως μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 9ης Οκτωβρίου 2000, έκρινε ότι η συμμετοχή αυτή αφορούσε το συρματόσχοινο τριών συρμάτων μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 28ης Φεβρουαρίου 2000, και διαπίστωσε τη συμμετοχή της στις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές κατά την περίοδο μεταξύ 30ής Αυγούστου 2001 και 10ης Ιουνίου 2002. Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, συνεπώς, να ακυρώσει και το άρθρο 2, σημείο 17, της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που επιβάλλει στην Trame πρόστιμο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας ως κύρωση για τη συμμετοχή της στην ενιαία παράβαση μεταξύ 4ης Μαρτίου 1997 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002, καθόσον το πρόστιμο αυτό καθορίστηκε λαμβανομένης υπόψη της συμμετοχής της Trame στην παράβαση που ορίζει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

397    Στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται, συνεπώς, να καθορίσει το ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στην Trame λαμβανομένης υπόψη της συμμετοχής της στην ενιαία παράβαση.

398    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εκ φύσεως, ο καθορισμός προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Άλλωστε, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές της, όταν αποφαίνεται στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, αλλά πρέπει να διενεργεί δική του εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2011, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής T‑11/06, Συλλογή, EU:T:2011:560, σκέψη 266 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

399    Εν προκειμένω, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί ως κύρωση για τη συμμετοχή της Trame στην ενιαία παράβαση, από το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως και η διάρκειά της ενώ από την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών προκύπτει ότι η κύρωση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη στάση κάθε μετέχοντος στην παράβαση. Τούτο πρέπει να ισχύει ειδικότερα στην περίπτωση σύνθετης παραβάσεως μεγάλης διάρκειας, όπως η οριζόμενη από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία χαρακτηρίζεται από την ετερογένεια των συμμετεχόντων.

400    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες περιστάσεις.

401    Πρώτον, από τη δικογραφία αποδεικνύεται επαρκώς ότι η Trame έλαβε μέρος σε πολλές συναντήσεις της ομάδας Ιταλίας, με αντικείμενο την κατανομή ποσοστώσεων και τον καθορισμό των τιμών στην ιταλική αγορά. Τέτοιες συνεννοήσεις συγκαταλέγονται, εκ της φύσεώς τους και μόνο, μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού. Η συμμετοχή της Trame στην ομάδα Ιταλίας από τις 4 Μαρτίου 1997 και έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002 είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτίμηση της κυρώσεως. Συναφώς πρέπει, εντούτοις, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, για χρονικό διάστημα περίπου εννέα μηνών, από τις 30 Αυγούστου 2001 έως τις 10 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η Trame συμμετείχε όντως στις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές της ομάδας Ιταλίας (βλ. σκέψεις 288 έως 296 ανωτέρω).

402    Δεύτερον, μπορεί να γίνει δεκτό ότι, από 28 Φεβρουαρίου 2000, η Trame μετείχε εντός της ομάδας Ιταλίας σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές που δεν αφορούσαν μόνον το συρματόσχοινο επτά συρμάτων, αλλά και τουλάχιστον την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών σχετικών με το συρματόσχοινο τριών συρμάτων. Δεν αποδεικνύεται, ωστόσο, επαρκώς ότι, πριν από την ημερομηνία αυτή, η Trame γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το συρματόσχοινο τριών συρμάτων αποτελούσε επίσης το αντικείμενο συζητήσεων εντός της ομάδας Ιταλίας (βλ. σκέψεις 194 έως 197 ανωτέρω).

403    Τρίτον, μπορεί να γίνει δεκτό ότι, από τις 9 Οκτωβρίου 2000, η Trame γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, συμμετέχοντας στην ομάδα Ιταλίας, μετείχε σ’ ένα ευρύτερο σύστημα διαρθρωμένο σε διάφορα επίπεδα, του οποίου σκοπός ήταν η σταθεροποίηση της αγοράς APC σε πανευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να αποφευχθεί μείωση των τιμών (βλ. σκέψεις 144 και 145 ανωτέρω). Επομένως, η Trame έλαβε γνώση της ενιαίας παραβάσεως που της προσάπτει η Επιτροπή σε μεταγενέστερο στάδιο ή, εν πάση περιπτώσει, πολύ μεταγενέστερα από τις άλλες επιχειρήσεις.

404    Παραλλήλως πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συμμετοχή της Trame στη συμφωνία του Νότου, στην ομάδα Ισπανίας ή στον συντονισμό που αφορούσε τον πελάτη Addtek, που αποτελούν ουσιώδεις πτυχές της ενιαίας παραβάσεως, ούτε και στην εξωτερική πτυχή της ομάδας Ιταλίας, στην οποία η Trame δεν μπορούσε να λάβει μέρος, δεδομένου ότι δεν εξήγαγε προϊόντα εκτός της Ιταλίας στο έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών, τα οποία κάλυπτε η ενιαία παράβαση.

405    Τέταρτον, από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως προκύπτει ότι η συμμετοχή της Trame στη σύμπραξη εμφανίζει ορισμένες ιδιαιτερότητες που τη διακρίνουν από τη συμμετοχή άλλων επιχειρήσεων, όπως τα βασικά μέλη της ομάδας Ιταλίας ή οι επιχειρήσεις της ομάδας Ευρώπης που μετείχαν σε όλα τα επίπεδα και σε όλα τα εδάφη. Πρέπει, επίσης, να ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη το γεγονός ότι η Trame έδρασε σε περιφερειακό επίπεδο της συμπράξεως και ότι η συμμετοχή της ήταν αφ’ εαυτής περιορισμένη, τόσο εντός της ομάδας Ιταλίας όσο και εκτός Ιταλίας, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι άλλοι μετέχοντες στη σύμπραξη (βλ. σκέψεις 318 έως 324 ανωτέρω).

406    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ένα πρόστιμο της τάξεως των 5 εκατομμυρίων ευρώ παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής κυρώσεως της παράνομης συμπεριφοράς της Trame, κατά μη αμελητέο και επαρκώς αποτρεπτικό τρόπο. Οποιοδήποτε ανώτερο του ποσού αυτού πρόστιμο θα ήταν δυσανάλογο σε σχέση με την παράβαση που της προσάπτεται, βάσει του συνόλου των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη συμμετοχή της Trame στην ενιαία παράβαση.

407    Λόγω του προβλεπομένου στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ανωτάτου ορίου του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών, το τελικό ποσό του επιβαλλομένου στην Trame προστίμου βάσει της προηγουμένης σκέψεως δεν μπορεί, εντούτοις, να υπερβεί τα 3,249 εκατομμύρια ευρώ.

408    Το ποσό του επιβαλλομένου στην Trame προστίμου πρέπει, συνεπώς, να οριστεί σε 3,249 εκατομμύρια ευρώ.

409    Εξάλλου, δεν απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του αιτήματος κλητεύσεως και ακροάσεως εκπροσώπου της Tréfileurope Italia κατά την περίοδο της συμπράξεως, καθόσον το μέτρο αυτό δεν κρίνεται αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου της δηλώσεως που υπέβαλε σχετικώς η Trame στο Γενικό Δικαστήριο, των παρατηρήσεων των διαδίκων και των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στη δικογραφία.

410    Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

411    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

412    Δεδομένων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του όσον αφορά την υπόθεση T‑422/10. Η Trame φέρει, εκτός από τα δικά της έξοδα, και τα έξοδα της Επιτροπής όσον αφορά την υπόθεση T‑422/10 R.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, σημείο 17, της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 — Προεντεταμένος χάλυβας), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, και με την απόφαση C(2011) 2269 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2011, στο μέτρο που η Επιτροπή δέχθηκε τη συμμετοχή της Trafilerie Meridionali SpA, πρώην Emme Holding SpA, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο στην επίμαχη παράβαση από τις 4 Μαρτίου 1997 έως τις 9 Οκτωβρίου 2000, έκρινε ότι η συμμετοχή αυτή αφορούσε το συρματόσχοινο τριών συρμάτων από τις 4 Μαρτίου 1997 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2000 και διαπίστωσε τη συμμετοχή αυτή σε πρακτικές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού κατά την περίοδο μεταξύ 30ής Αυγούστου 2001 και 10ης Ιουνίου 2002.

2)      Ακυρώνει το άρθρο 2, σημείο 17, της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό και με την απόφαση C(2011) 2269 τελικό.

3)      Ορίζει το ποσό του επιβαλλομένου στην Trame προστίμου σε 3,249 εκατομμύρια ευρώ.

4)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

5)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του στην υπόθεση T‑422/10.

6)      Η Trafilerie Meridionali φέρει, εκτός από τα δικαστικά της έξοδα, και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην υπόθεση T‑422/10 R.

Frimodt Nielsen

Dehousse

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


1 – Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.