Language of document : ECLI:EU:T:2016:281

Υπόθεση T‑47/15

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές – Ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει διατάξεων του τροποποιημένου γερμανικού νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (νόμος EEG του 2012) – Ενίσχυση υπέρ της ηλεκτρικής ενέργειας που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές και μειωμένη επιβάρυνση EEG για τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας – Απόφαση που κηρύσσει τις ενισχύσεις εν μέρει μη συμβατές με την εσωτερική αγορά – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Πλεονέκτημα – Κρατικοί πόροι»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 10ης Μαΐου 2016

1.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 76, στοιχείο δʹ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Παροχή πλεονεκτημάτων που μπορεί να καταλογισθεί στο κράτος – Επιβαλλόμενος από τον νόμο μηχανισμός αντισταθμίσεως, υπέρ ορισμένων διαχειριστών δικτύων, των ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας που υπερβαίνουν τις παρεχόμενες από τους προμηθευτές στους τελικούς πελάτες ποσότητες – Εμπίπτει

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Κρατική παρέμβαση που ελαφρύνει τις επιβαρύνσεις οι οποίες βαρύνουν συνήθως τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως – Εμπίπτει

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Μειώσεις επιβαρύνσεως που προορίζεται να χρηματοδοτήσει τη στήριξη της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – Εμπίπτουν

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Κρατικά μέτρα που αποσκοπούν στην εναρμόνιση των όρων του ανταγωνισμού με τους όρους που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη – Δεν ασκούν επιρροή ως προς τον χαρακτηρισμό της ενισχύσεως

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Μέτρο που αποσκοπεί να αντισταθμίσει διαρθρωτικό μειονέκτημα – Δεν ασκεί επιρροή ως προς τον χαρακτηρισμό της ενισχύσεως

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους – Δημόσια πολιτική στηρίξεως των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – Κεφάλαια εξομοιούμενα με φορολογική επιβάρυνση, τα οποία προέρχονται από επιβάρυνση που επιβάλλεται στους προμηθευτές ενέργειας του τύπου αυτού και των οποίων τη διαχείριση ασκούν συλλογικώς οι διαχειριστές υπό την κυριαρχική επιρροή του κράτους, εξομοιούμενοι με φορέα που εκτελεί παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας – Εμπίπτουν

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 25, 26)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 36, 37, 40)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 49)

4.      Εθνική ρύθμιση που θεσπίζει ανώτατο όριο στην επιβάρυνση που προορίζεται να χρηματοδοτήσει τη στήριξη της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας υπέρ των ενεργοβόρων επιχειρήσεων του παραγωγικού τομέα και εμποδίζει, με τον τρόπο αυτό, τους διαχειριστές δικτύων και τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να ανακτούν τμήμα των προσθέτων δαπανών για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από τις επιχειρήσεις αυτές, απαλλάσσει τις εν λόγω επιχειρήσεις από μια επιβάρυνση που πρέπει κανονικά να επωμίζονται και παρέχει στις τελευταίες ένα πλεονέκτημα.

(βλ. σκέψεις 52, 55)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 56)

6.      Ένα μέτρο δεν μπορεί να μη χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση για τον λόγο και μόνον ότι καταργεί, για τις επωφελούμενες επιχειρήσεις, ένα διαρθρωτικό μειονέκτημα.

(βλ. σκέψη 61)

7.      Μόνο τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους θεωρούνται ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Εθνική ρύθμιση διέπουσα το νομικό πλαίσιο της προαγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ηλεκτρική ενέργεια EEG), η οποία προβλέπει, αφενός, καθεστώς στηρίξεως των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG μέσω των τιμολογίων τροφοδοτήσεως και των πριμοδοτήσεων αγοράς, χρηματοδοτούμενο από την επιβάρυνση EEG η οποία επιβάλλεται στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και μπορεί να ανακτηθεί από τους τελικούς καταναλωτές, να εισπραχθεί και να αποτελέσει αντικείμενο διαχειρίσεως από τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς (ΔΣΜ) και, αφετέρου, ειδικό καθεστώς αντισταθμίσεως που επιβάλλει ανώτατο όριο στην επιβάρυνση EEG που είναι δυνατόν να μετακυλιστεί από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας στους μεγάλους καταναλωτές ενέργειας, συνεπάγεται την εμπλοκή κρατικών πόρων κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

Συναφώς, πρώτον, την εν λόγω επιβάρυνση, η οποία συνίσταται στη διαφορά, αναλόγως των ποσοτήτων που πωλήθηκαν, μεταξύ της τιμής που επιτυγχάνεται κατά την πώληση της ηλεκτρικής ενέργειας και της οικονομικής επιβαρύνσεως που επιβάλλεται λόγω της εκ του νόμου υποχρεώσεως πληρωμής της ηλεκτρικής ενέργειας EEG βάσει των καθοριζομένων από τον νόμο τιμολογίων, που οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας δικαιούνται να απαιτήσουν από τους τελικούς πελάτες, εισπράττουν και διαχειρίζονται οι ΔΣΜ και η επιβάρυνση αυτή αποσκοπεί, τελικώς, στην κάλυψη του κόστους που δημιουργείται λόγω των τιμολογίων τροφοδoτήσεως και της πριμοδοτήσεως αγοράς, που προβλέπει η επίμαχη εθνική ρύθμιση, εξασφαλίζοντας στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας EEG υψηλότερη τιμή από την τιμή της αγοράς για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν, με αποτέλεσμα να αποτελεί, κατά κύριο λόγο, αποτέλεσμα της εφαρμογής δημόσιας πολιτικής στηρίξεως των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, νομοθετικώς καθοριζόμενης από το κράτος.

Δεύτερον, οι ΔΣΜ είναι επιφορτισμένοι, από την εν λόγω ρύθμιση, με τη διαχείριση του συστήματος στηρίξεως της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας EEG. Υπέχουν, συναφώς, σειρά υποχρεώσεων, διαθέτουν σειρά εξουσιών και είναι επιφορτισμένοι με αποστολές διαχειρίσεως και διοικήσεως του εν λόγω συστήματος που μπορούν, από την άποψη των αποτελεσμάτων τους, να συγκριθούν με παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, η διαχείριση των κεφαλαίων που εμπλέκονται στη λειτουργία της εν λόγω ρυθμίσεως γίνεται αποκλειστικώς για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, με τον τρόπο που έχει προηγουμένως καθοριστεί από τον οικείο εθνικό νομοθέτη. Συναφώς, οι πόροι αυτοί, που προέρχονται από την πρόσθετη επιβάρυνση που μετακυλίεται στους τελικούς καταναλωτές και καταβάλλεται από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας στους ΔΣΜ για την ηλεκτρική ενέργεια EEG, η τιμή της οποίας υπερβαίνει εκείνη της ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά, δεν καταβάλλονται απευθείας από τους τελικούς καταναλωτές στους παραγωγούς της ηλεκτρικής ενέργειας του εν λόγω τύπου, δηλαδή η καταβολή τους δεν γίνεται μεταξύ επιχειρηματιών που δρουν αυτοτελώς, αλλά απαιτείται η παρέμβαση μεσαζόντων, ειδικώς επιφορτισμένων με την είσπραξη και τη διαχείρισή τους. Κατά συνέπεια, οι πόροι αυτοί που προέρχονται από την εν λόγω επιβάρυνση και τους οποίους διαχειρίζονται συλλογικώς οι ΔΣΜ παραμένουν υπό την κυρίαρχη επιρροή των δημοσίων αρχών.

Τρίτον, οι επίμαχοι πόροι, που προέρχονται από την εν λόγω επιβάρυνση και προορίζονται τόσο για τη χρηματοδότηση του καθεστώτος στηρίξεως της ηλεκτρικής ενέργειας EEG όσο και για τη χρηματοδότηση του καθεστώτος αντισταθμίσεως, εισπράττονται χάρη σε επιβαρύνσεις που επιβάλλονται, τελικώς, σε ιδιώτες από την επίμαχη εθνική ρύθμιση. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση αυτή προβλέπει τη δυνατότητα των ΔΣΜ να επιβάλλουν προσαύξηση τιμής στους προμηθευτές, οι οποίοι μπορούν ακολούθως να τη μετακυλίουν στους τελικούς πελάτες, σύμφωνα με τους όρους που ορίζει η ίδια αυτή ρύθμιση, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια των τιμολογίων, και, στην πράξη, οι εν λόγω προμηθευτές μετακυλίουν το οικονομικό βάρος που προκύπτει από την επιβάρυνση EEG στους τελικούς πελάτες, για την αποκατάσταση του κόστους που οφείλεται στις συνδεόμενες με την προαναφερθείσα υποχρέωση δαπάνες. Δεδομένου ότι η εν λόγω επιβάρυνση αντιπροσωπεύει το 20 % με 25 % του συνολικού ποσού του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος ενός μέσου τελικού καταναλωτή, η μετακύλισή της στους τελικούς καταναλωτές πρέπει να θεωρηθεί ως συνέπεια την οποία προέβλεψε και ρύθμισε ο οικείος εθνικός νομοθέτης.

Κατά συνέπεια, η εν λόγω ρύθμιση είναι όντως η αιτία για την οποία οι τελικοί καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας υποχρεούνται, de facto, να καταβάλλουν την εν λόγω προσαύξηση τιμής ή πρόσθετο κόστος. Πρόκειται για επιβάρυνση που επιβάλλεται μονομερώς από το κράτος, στο πλαίσιο της πολιτικής του για τη στήριξη των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας EEG και η οποία μπορεί, από την άποψη των αποτελεσμάτων της, να εξομοιωθεί με φόρο επιβαλλόμενο επί της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας στο οικείο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, η εν λόγω επιβάρυνση επιβάλλεται από δημόσια αρχή, για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, ήτοι για την προστασία του κλίματος και του περιβάλλοντος, διασφαλίζοντας τη διαρκή ανάπτυξη του ενεργειακού εφοδιασμού, αναπτύσσοντας τις τεχνολογίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας EEG και είναι, βάσει αντικειμενικού κριτηρίου, ανάλογη της ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται από τους προμηθευτές στους τελικούς τους πελάτες. Επομένως, τα επίμαχα ποσά πρέπει να χαρακτηριστούν ως κεφάλαια τα οποία εμπλέκουν κρατικούς πόρους και εξομοιώνονται με φορολογική επιβάρυνση.

Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και όσον αφορά το πλεονέκτημα υπέρ των μεγάλων καταναλωτών ενέργειας, καθόσον ο μηχανισμός αντισταθμίσεως που προβλέπει η επίμαχη εθνική ρύθμιση συνιστά πρόσθετη επιβάρυνση για τους ΔΣΜ. Συγκεκριμένα, κάθε μείωση του ποσού της επιβαρύνσεως EEG έχει ακριβώς ως συνέπεια τη μείωση των ποσών που οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας συλλέγουν από τους μεγάλους καταναλωτές και μπορεί να θεωρηθεί ότι οδηγεί σε απώλειες εσόδων για τους ΔΣΜ. Εντούτοις, οι εν λόγω απώλειες ανακτώνται ακολούθως από άλλους προμηθευτές και, στην πράξη, από άλλους τελικούς πελάτες, προκειμένου να αντισταθμιστούν οι με τον τρόπο αυτό σημειωθείσες απώλειες. Συνεπώς, ο μέσος τελικός καταναλωτής στο οικείο κράτος μέλος συμμετέχει, κατά κάποιον τρόπο, στην επιχορήγηση των μεγάλων καταναλωτών που απολαύουν ανωτάτου ορίου ως προς την επιβάρυνση EEG.

Τέλος, η έλλειψη πραγματικής προσβάσεως του κράτους στους πόρους που προέρχονται από την εν λόγω επιβάρυνση, υπό την έννοια ότι οι εν λόγω πόροι δεν διέρχονται, βεβαίως, από τον κρατικό προϋπολογισμό, δεν επηρεάζει την αποφασιστική επιρροή που ασκεί το κράτος στη χρησιμοποίηση των εν λόγω πόρων και τη δυνατότητα του κράτους να αποφασίζει, σε προγενέστερο στάδιο, μέσω της θεσπίσεως της επίμαχης ρυθμίσεως, τους επιδιωκόμενους σκοπούς και τον τρόπο χρησιμοποιήσεως του συνόλου των εν λόγω πόρων

(βλ. σκέψεις 81, 92-96, 106, 108, 110-112, 118, 127, 128)