Language of document : ECLI:EU:T:2012:143

Υπόθεση T‑174/11

Modelo Continente Hipermercados, SA, sucursal en España

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Προσφυγή ακυρώσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Καθεστώς ενισχύσεων που καθιστά δυνατή τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικής υπεραξίας σε περίπτωση κτήσεως μεριδίων του κεφαλαίου αλλοδαπής εταιρίας — Απόφαση κηρύσσουσα το καθεστώς ενισχύσεων ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά και μη διατάσσουσα την επιστροφή των ενισχύσεων — Δεν αφορά ατομικά τον ενδιαφερόμενο — Απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση της Επιτροπής που απαγορεύει τομεακό καθεστώς ενισχύσεων — Προσφυγή επιχειρήσεως στην οποία χορηγήθηκε ατομική ενίσχυση στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού και η οποία δεν εμπίπτει στην υποχρέωση ανακτήσεως — Απαράδεκτο

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας — Προσφυγή λόγω ακυρώσεως κατά αποφάσεως περί κρατικών ενισχύσεων η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη από το Γενικό Δικαστήριο — Δυνατότητα να προταθεί στον εθνικό δικαστή η υποβολή αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

1.      Μια επιχείρηση δεν μπορεί καταρχήν να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής απαγορεύουσας τομεακό καθεστώς ενισχύσεων, εάν η απόφαση αυτή αφορά την εν λόγω επιχείρηση απλώς και μόνο λόγω του ότι δραστηριοποιείται στον οικείο τομέα και λόγω της ιδιότητάς της της δυνητικής δικαιούχου του εν λόγω καθεστώτος. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή αποτελεί, όσον αφορά την εν λόγω επιχείρηση, μέτρο γενικής ισχύος το οποίο έχει εφαρμογή σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες περιπτώσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα για μια κατηγορία προσώπων τα οποία αφορά κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Εντούτοις, στο μέτρο που η επίμαχη απόφαση δεν αφορά την προσφεύγουσα επιχείρηση μόνον υπό την ιδιότητά της της επιχειρήσεως του οικείου τομέα και δυνητικής δικαιούχου του καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά και υπό την ιδιότητά της της πραγματικής δικαιούχου ατομικής ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε βάσει τ ου εν λόγω καθεστώτος και της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή, η εν λόγω απόφαση αφορά την προσφεύγουσα ατομικά, η δε προσφυγή της κατά της αποφάσεως αυτής είναι παραδεκτή. Από τη διατύπωση αυτή, που συσχετίζει την υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως με την ιδιότητα του προσφεύγοντος ως πραγματικού δικαιούχου, δεν προκύπτει κατ’ ανάγκη ότι η επιβολή της υποχρεώσεως αυτής είναι δευτερεύουσας σημασίας ή απλώς τυπική.

Στο μέτρο που η προσφεύγουσα δεν υπέχει υποχρέωση επιστροφής, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια απόφαση την αφορά ατομικά.

(βλ. σκέψεις 22-23, 27, 31)

2.      Η Ένωση αποτελεί Ένωση δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας οι πράξεις των οργάνων της υπόκεινται σε έλεγχο σχετικά με το αν είναι σύμφωνες με τη Συνθήκη και με τις γενικές αρχές του δικαίου, στις οποίες καταλέγονται και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Συνεπώς, οι ιδιώτες πρέπει να μπορούν να απολαύουν αποτελεσματικής ένδικης προστασίας όσον αφορά τα δικαιώματα που αντλούν από την έννομη τάξη της Ένωσης.

Όταν το Γενικό Δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη μια προσφυγή ακυρώσεως την οποία ασκεί επιχείρηση κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία κηρύσσεται ένα καθεστώς ενισχύσεων ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά χωρίς να διατάσσεται παράλληλα η επιστροφή των ενισχύσεων, τίποτε δεν απαγορεύει στην εν λόγω επιχείρηση να προτείνει στον εθνικό δικαστή, στο πλαίσιο ενδεχόμενων διαφορών ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, την υποβολή αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, προκειμένου να αμφισβητηθεί το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής, καθόσον με αυτήν διαπιστώνεται ότι το επίμαχο καθεστώς δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Στην περίπτωση αυτή, η οικεία επιχείρηση σε καμία περίπτωση δεν στερείται παντελώς αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

(βλ. σκέψη 32)